
Στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, 10 χλμ. περίπου ανατολικά της Αγιάς βρίσκονται τα ασκηταριά, κοντά δηλαδή, τον δρόμο που οδηγεί από την Αγιά στον Αγιόκαμπο.
Το μοναστήρι είναι κτισμένο δίπλα σε ένα ρυάκι με πανύψηλα πλατάνια, σε ευρύχωρο ξέφωτο μιας χαράδρας. Στους απότομους βράχους ανατολικά της Μονής είναι κτισμένα δύο ασκηταριά.

Μια επιμελημένη κλίμακα ξεκινά από την όχθη του ρυακίου και ακολουθώντας την παλαιά χάραξη, αλλού κτιστή και αλλού λαξεμένη στο βράχο, ανεβαίνοντας σχεδόν κατακόρυφα, οδηγεί σε μία πλακόστρωτη εξέδρα έμπροσθεν των τριών εισόδων του ασκηταριού Το ασκηταριό αποτελείται από μία αρκετά ευρύχωρη αίθουσα σπηλαίου που χρησιμοποιείται και σήμερα ως ναΰδριο, φέρει ξυλόγλυπτο σύγχρονο τέμπλο και προσκυνητάριο των Αγίων Αναργύρων.
Το ασκηταριό ανήκει στην Τρίτη κατηγορία σπηλαίων, δηλαδή τα ίδια τα τοιχώματα του βράχου και κατακόρυφοι πετρόκτιστοι τοίχοι διαμορφώνουν μέσα στο σπήλαιο το ναό. Ο τοίχος που φράσσει το άνοιγμα του σπηλαίου, φέρει τρεις νταμπλαδοτές πόρτες και αποτελεί τον κοινό δυτικό τοίχο του κεντρικού ναού και των εκατέρωθεν ναϋδρίων τα οποία προσδίδουν ευρυχωρία για την Κυριακάτική σύναξη των ασκητών της Σκήτης.
Στα πλάγια της κεντρικής εισόδου, ο τοίχος φέρει δύο τυφλά αψιδώματα, που ζωογονούν τη μόνη ορατή – τη δυτική – όψη του κτίσματος. Στα τυφλά αυτά αψιδώματα και στις υπόλοιπες εξωτερικές επιφάνειες διατηρούνται τμήματα τοιχογραφιών, που δείχνουν ότι τα ναΰδρια, όπως διαπιστώθηκε αρχικά από τον κ. Νικονάνο, είχαν εξωτερική τοιχογράφηση.
«Η τοιχοδομία του κοινού δυτικού τοίχου είναι πλινθοπερίκλειστη σε πολύ ελεύθερη απόδοση. Χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και αδρά δουλεμένοι λίθοι. Οι διαχωριστικές πλίνθοι έχουν πάχος (0,035 ως 0,04 μ.). Αντίθετα, οι υπόλοιποι τοίχοι, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, έχουν πιο αμελή κατάσκευή και κατά το μεγαλύτερό τους τμήμα είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή. Οι τεχνίτες δηλαδή, ενώ πρόσεξαν τη δυτική όψη που φαίνεται από έξω – τοιχοδομία, πλαστική διάρθρωση με αψιδώματα και εναλλαγή πλήρους και κενού με τοξωτά ανοίγματα -, στους εσωτερικούς τοίχους δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο, διότι προφανώς, είχαν προγραμματίσει την άμεση τοιχογράφηση. Πράγματι, εκτός από τις μεταγενέστερες εξωτερικές τοιχογραφίες, στο εσωτερικό τους διατηρούν πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα τέλη του 12ου και_τον 13ο αι. έως τον 16ο αι., και δηλώνουν ότι, από τον 12ο αι. τα ναΰδρια ήταν σε χρήση». Όπως επίσης αναφέρει ο κ. Ν. Νικονάνος, «ένα μικρό θολωτό ασκηταριό βρίσκεται λίγο υψηλότερα και νοτιότερα από το κυρίως ασκηταριό. Είναι κτισμένο ως ανεξάρτητος ναΐσκος μέσα σε μία φυσική κοιλότητα και μόνο ο βόρειος και ο ανατολικός κάθετος τοίχος εφάπτονται στο βράχο (β΄ κατηγορία). Το ασκηταριό αποτελείται από δύο τμήματα. Ο πρώτος χώρος, στην κάτοψη, έχει σχήμα ακανόνιστου ορθογωνίου, με πλάτος 1,80 και μήκος 2,58 μ. στη βόρεια πλευρά και 2,70 μ. στη νότια. Στην ανωδομή σχηματίζονται τέσσερα ρηχά τόξα που ανακρατούν το χαμηλό θόλο και δίνουν στο κτίσμα τη μορφή συνεπτυγμένου σταυρικού ναού. Δυτικά φέρει μία τοξωτή είσοδο και ανατολικά απολήγει σε μία μικρή κόγχη που διαμορφώνεται μέσα στο πάχος του τοίχου». Πολύ κοντά στα ασκηταριά που περιγράψαμε, αφού προσπεράσουμε το ρυάκι που διαχωρίζει τα όρια της Ιεράς Μονής από τα βράχια των ασκηταριών, υπάρχουν μικρές φυσικές κοιλότητες που αποτελούσαν τα ησυχαστήρια των αναχωρητών. Σε δύο, μάλιστα, περιπτώσεις οι κοιλότητες αυτές έχουν στην είσοδό τους τοιχία από αργολιθοδομή, που τεκμηριώνουν τη χρήση τους και μας οδηγούν να πιστέψουμε ότι από το 10ο αι. έως και τον 13ο αι. πολλοί ασκητές του Όρους των Κελλίων εγκαταβιούσαν στη γύρω περιοχή εφαρμόζοντας το γνωστό μοναστικό πρόγραμμα των Σκήτεων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το πιο κοντινό χωριό που συνορεύει με την εν λόγω περιοχή των ασκηταριών ονομάζεται Σκήτη.







