1.- Οι ορθόδοξοι συγγραφείς του ΙΓ΄ αιώνος στηρίζονται εις τους προ αυτών Πατέρας.
«Οι εμμένοντες εις την ορθοδοξίαν θεολόγοι» ακολουθούν πιστώς την αποστολικήν ομολογίαν, τα γνήσια της πρώτης εκκλησίας δόγματα και την παράδοσιν των θεοφόρων Πατέρων.
Με αυτά τα λόγια ο Αγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Γρηγόριος ο Κύπριος εις την έκθεσιν του τόμου της πίστεως κατά Βέκκου, εκφράζει την θέση όλων των ορθοδόξων συγγραφέων της περιόδου (ΙΓ΄) διά τον έλεγχον και την ανατροπήν των πνευματολογικών αντιλήψεων των Λατίνων και των Λατινοφρόνων της εποχής των.
2.- Η καινή Διαθήκη και οι Πατέρες δέχονται ότι η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία είναι κατανοητή μόνον εν τω πλαισίω του τριαδικού δόγματος.
Το τριαδικό δόγμα αποτελεί το κέντρον της δογματικής συνειδήσεως της ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας.
«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19).
Ο τριαδικός Θεός μας έχει αποκαλυφθεί ως Πατήρ, Υιός και Πνεύμα το δε θέλημα Του αποκαλύπτεται εις τον κόσμον δια του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.
Στη ζωή της Εκκλησίας ομολογείται επίσημα η προσωπική σχέσις του πιστού προς τα πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητας εις το Βαπτιστήριον Σύμβολον.
Η θεία οικονομία, η φανέρωσις του Αγίου Πνεύματος, η ενέργεια της Τριάδος, τα υποστατικά ιδιώματα κ.λ.π. θα συζητηθούν από τους Πατέρες εις τας Οικουμενικάς συνόδους και σταδιακά θα ολοκληρωθεί η δογματική διδασκαλία.
3.- Οι θέσεις των Αλεξανδρινών Θεολόγων.
Η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία είναι ελλιπής εις τους προ της Νικαίας συγγραφείς. Οι απολογηταί και οι Αλεξανδρινοί θεολόγοι ηρμήνευον την σχέσιν των προσώπων της Αγίας Τριάδος με όρους που είχαν κοσμολογικήν σημασίαν. Το Άγιον Πνεύμα καλείται ως και ο Υιός «Λόγος» «σοφία» «δύναμις» του Θεού, έτσι ώστε η ασάφεια αυτή ως προ… την διάκριση των υποστάσεων να προκαλεί κίνδυνον υποταγής του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εις τον Πατέρα. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος από την ασαφή διατύπωση των όρων απεκλείσθη από τους Πατέρας του Δ΄ αιώνος οι οποίοι διά της ομοουσιότητος των προσώπων της Αγίας Τριάδος επισφράγισαν το δόγμα περί της θεότητος του Αγίου Πνεύματος.
4.- Συμβολή των Πατέρων Δ΄ αιώνος.
Μέγας Αθανάσιος:
Κατά τον Δ΄ αιώνα πρώτος ο Μέγας Αθανάσιος ησχολήθη ειδικά με το πρόβλημα περί του Αγίου Πνεύματος. Συγκεκριμένα:
- Ανέπτυξε την διάκρισιν μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού αγωνιζόμενος κατά των Αρειανών.
- Διεσφάλισε την ομοουσιότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα και μεταξύ των.
- Απέδειξε το Άκτιστον του Αγίου Πνεύματος αποκρούοντας τους πνευματομάχους τροπικούς.
- Κατοχυρώνει τα υποστατικά ιδιώματα των ομοουσίων προσώπων (αγεννήτως – γεννητῶς – εκπορευτῶς).
Ο Μέγας Αθανάσιος δέχεται ότι η ενότητα της Αγίας Τριάδος (δηλαδή ομοουσιότητα και ισότητα προσώπων) μαρτυρείται εις την Αγία Γραφή πολλάκις. Ματθ. 28, 19. Ιω. 14, 2. Α΄ Κορ. 12, 4-6. Β΄ Κορ. 13, 13. Α΄ Ιω. 1, 5. Εβρ. 1, 3.
Καππαδόκες: Μετά τον Μέγα Αθανάσιο και την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο οι οποίοι κατοχύρωσαν το «ομοούσιον» των τριών υποστάσεων έρχονται οι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης οι οποίοι με το θεολογικόν τους έργον καθορίζουν:
- Τις σχέσεις και τον τρόπο υπάρξεως των θείων προσώπων.
- Διακρίνουν την ουσίαν από τις ενέργειες του Θεού (Μέγας Βασίλειος).
- Εισάγουν τον όρον αίτιον εις την Αγία Τριάδα που σημαίνει ότι ο Πατήρ είναι η αρχή και η αιτία των δύο άλλων υποστάσεων.
- Τα υποστατικά ιδιώματα καθορίζονται:
δια του Πατέρα – αγέννητον – Πατρότης
δια του Υιού – γεννητόν – Υιότης
δια του Αγίου Πνεύματος – αγιασμός.
- Θεμελιώνουν την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος επί της μοναρχίας του Πατρός (Γρηγόριος ο Θεολόγος).
5.- Οι μεταγενέστεροι Πατέρες και η εκπόρευσις.
Οι Λατινόφρονες του ΙΓ΄ αιώνος προκειμένου να θεμελιώσουν την εκ του Υιού εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος εχρησιμοποίησαν ορισμένα χωρία των Καππαδοκών, του Μαξίμου του Ομολογητού, του Ιωάννου Δαμασκηνού και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Επικαλούνται π.χ. τις αναφορές του Κυρίλλου Αλεξανδρείας ως προς την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος όταν ούτος αποδέχεται την «διά του Υιού» ή και την «εκ του Υιού» εκπόρευσιν Αυτού. Όμως όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής τον έβδομον αιώνα έτσι και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας απορρίπτει την εκ του Υιού ύπαρξιν του Αγίου Πνεύματος δεχόμενος ότι η «δι’ Υιού» έκφρασις αναφέρεται εις την αποστολήν του Πνεύματος εις τον κόσμον. Και όπως λέγει ο Μάξιμος ερμηνεύοντας τον Κύριλλο Αλεξανδρείας «επ’ ουδενί λόγω ήτο δυνατόν ούτος να διδάξη ότι ο Υιός είναι αιτία του Πνεύματος». Ομοίως ο Ιωάννης Δαμασκηνός (Η΄ αιών.). «Εκ του Υιού δε το Πνεύμα ου λέγομεν ……. Ο Πατήρ γεννά και εκπορεύει, ο Υιός γεννάται, αναπαύει και εκφαίνει το Πνεύμα, το Πνεύμα εκπορεύεται και αναπαύεται.
Η αντιμετώπισις του Πνευματολογικού προβλήματος υπό της Δυτικής Εκκλησίας.
Η Δυτική Εκκλησία αντιμετώπισε όλως διαφορετικά το πνευματολογικό πρόβλημα. Ενώ η Ανατολική Εκκλησία εκ παραδόσεως διδάσκει ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός, η Δυτική εκκλησία προβάλλει την εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπόρευσιν. Όμως η όλη διδασκαλία της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque) κατανοείται και πρέπει να εξετασθεί εις το πλαίσιον της περί της Αγίας Τριάδος διδασκαλίας της οποίας θεμελιωτής υπήρξεν ο Τερτυλλιανός.
Ενώ λοιπόν η αντίληψις των Ελλήνων Πατέρων είναι ότι «το ενιαίον του Θεού, ο ένας Θεός, και η οντολογική αρχή η αιτία της προσωπικής – τριαδικής ζωής του Θεού δεν συνίσταται εις την μίαν ουσίαν του Θεού, αλλά εις την υπόστασιν, δηλαδή το πρόσωπον, του Πατρός» (Ιωάν. Ζηζιούλα «Από το προσωπείο εις το πρόσωπον») η Δυτική Εκκλησία αντίθετα και επί τη βάσει της Τριαδικής θεολογίας του Αυγουστίνου ταυτίζει το είναι, την οντολογικήν αρχήν του Θεού με την ουσία Του, παρά με το πρόσωπον του Πατρός.
Ο Υιός συμμετέχει μετά του Πατρός εις την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος διότι ο Πατήρ και ο Υιός λόγω της ενιαίας θείας φύσεως ενώνονται εις μίαν κοινήν φύσιν διά να σχηματίσουν μίαν αρχήν εκπορεύσεως. Η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος εκλαμβάνεται ως κοινή Πατρός και Υιού ένεκα της κοινότητος της θείας ουσίας.
Αυτή βεβαίως η θέσις είναι συνέπεια του ταυτισμού ουσίας και υποστάσεων. Και διά των ταυτίσεων οδηγούνται εις την σύγχυσιν και ταύτισιν της αϊδίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος προς την εν χρόνω αποστολήν Αυτού. «Τα πρόσωπα (η δυτική τριαδολογία) τα ηρμήνευσεν ως υποστασιακάς εκφάνσεις της ενιαίας θείας ουσίας, ήτοι ως τρεις διαφορετικούς τρόπους αποκαλύψεως της μίας Θεότητος. Κατά την ερμηνείαν ταύτην η θεία ουσία καλείται Πατήρ, όταν διακρίνεται από του Υιού, Υιός όταν διακρίνεται από του Πατρός και Πνεύμα, όταν διακρίνεται από του Πατρός και του Υιού». Β. Γιούλτση «Θεολογία και διαπροσωπικές σχέσεις κατά τον Μέγα Φώτιον».
Συνεπώς η Δυτική Εκκλησία ταυτίζει ουσίαν και ενέργειας.
Το Άγιον Πνεύμα ένεκα της μη διακρίσεως ουσίας και ενεργειών, εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Γενικότερα η μη διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργειών ως και υποστάσεως και ενεργειών εις την σχολαστικήν θεολογίαν της Δύσεως αποτελεί την βασικήν αιτίαν του Filioque της Δυτικής Εκκλησίας.
Και ως ανωτέρω είπωμεν επακολουθεί της ταυτίσεως μία σύγχυση έτσι ώστε να λέγουν οι Δυτικοί ότι «το Πνεύμα το Άγιον ο απόστολος πνεύμα καλεί του Υιού, και πρότερον ο Κύριος Πνεύμα κατωνόμασε της αληθείας αυτό, φάμενος είναι την αλήθειαν εαυτόν. Ει ούν πνεύμα του Υιού το Πνεύμα το Άγιον, πάντως εκ του Υιού».
Ακόμα εσημείωσαν ότι «Το Άγιον Πνεύμα καλείται Πνεύμα του Υιού», ή «ότι παρά του Υιού χορηγείται τοις κτήμασιν, ή ως ομοούσιον τω Υιώ, ή ως εκπορευόμενον εξ αυτού». Παρερμηνεύοντας μάλιστα τα Ευαγγέλια (Ματθ. 12, 28) όπου διά τον Υιόν λέγουν ότι ούτος ενεργεί «ου δια Πνεύματος, αλλ’ εν Πνεύματι του Κυρίου» έλεγον ότι «Ο Πατήρ ενεργεί διά του Υιού, και διά του Πνεύματος ο Υιός επειδή λοιπόν ο Υιός είναι εκ του Πατρός, και το Πνεύμα είναι εκ του Υιού». Εάν όμως και όπισθεν της προσθήκης του Filioque εκρύπτετο μια καινή εκκλησιολογική αρχή, δηλαδή το «πρωτείον του Πάπα» ας δούμε με ποια επιχειρήματα ο Μέγας Φώτιος ηγωνίσθη σθεναρώς δια την εκβολήν της προσθήκης.
Η συμβολή του Μεγάλου Φωτίου εις την ερμηνείαν του δόγματος περί του Αγίου Πνεύματος.
Ο Μέγας Φώτιος βλέπει με την ορθόδοξον δογματικήν του συνείδησιν ότι το Filioque έρχεται να ανατρέψει την δογματικήν υποδομήν της ορθοδόξου θεολογίας. Ειδικώτερα:
α) Ηλλοίωνε το δόγμα της Αγίας Τριιάδος
β) Ανέτρεπε την τριαδικήν ισορροπίαν
γ) Εμείωνεν την τελείαν ισότητα των τριών προσώπων
δ) Κατέλυε την απόλυτον μοναρχίαν του Πατρός επί της Τριάδος.
Γενικώς καταργούσε τα δόγματα των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων και δια τούτο ο Μέγας Φώτιος υπεραμύνεται και θέτει σε σύστημα τας απόψεις των Καππαδοκών Πατέρων διαστέλοντας οριστικά την ανατολικήν έκφρασιν του τριαδικού δόγματος.
Τονίζει την μοναρχίαν του Πατρός, λέγοντας ότι η ιδιότης της αιτίας είναι υποστατική και ανήκει μόνον εις τον Πατέρα. Διότι εάν το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, ο Υιός καθίσταται «αίτιον – αιτιατόν», το οποίον είναι άτοπον.
«Η εκ του Πατρός αρχή νοείται ως γέννησις διά τον Υιόν και ως εκπόρευσις διά το Άγιον Πνεύμα. Αι θείαι δε σχέσεις συνέχονται και εξαρτώνται εκ της μοναρχίας του Πατρός, νοουμένης ουχί ως δυναστικής ή τυραννικής τινός επικυριαρχίας αλλ’ ως πρωταρχικής αιτίας κατά την προαιώνιον ύπαρξιν των θείων προσώπων» (Β. Γιούλτση).
«Πιστεύω τοιγαρούν εις ένα Θεόν, τέλειον, τελειοποιόν Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα άγιον, ου κατατέμνων τη των υποστάσεων ετερότητι και την φύσιν, αλλά τη ταυτότητι της φύσεως την των υποστάσεων διαφοράν δοξάζων. Τριάδα Παναγίαν, Παντουργόν, Παντοδύναμον, Συνάναρχον μεν αυτήν εαυτή, ως χρονικής απάσης αρχής υπεράναρχον, αρχής δε και αιτίου λόγον εν αυτή του Πατρός αναπληρούντος. ούτω γαρ και της χρονικής εννοίας ομοτίμως η τριάς υπεριδρυθήσεται» ( Μ. Φωτίου, Επιστολαί, Α΄ 1, 138-139).
Διά του περί μοναρχίας λοιπόν δόγματος διασφαλίζεται η τριαδολογική ενότης εις επίπεδον προσώπων, ήτοι συγκεκριμένων υποστάσεων και αποκλείεται κάθε ενδεχομένη διαίρεσις της μιας αρχής της θεότητος, συνεπώς δε και η εξάρτησις του Αγίου Πνεύματος εκ δύο αρχών και η εντεύθεν έξαρσις της εξουσίας ενός προσώπου εν τη Εκκλησία.
Αντίθετα ο H. Muhlen και υπό την νέαν μεταβατικάνειον πνευματο-λογικήν στροφήν υποστηρίζει ότι «Αυτό το Άγιον Πνεύμα είναι εντός της Τριάδος η κοινωνία μεταξύ Πατρός και Υιού, εν τούτοις επειδή εκπορεύεται συγχρόνως εκ των δύο είναι το εν Πνεύμα αμφοτέρων» (Una Mystica Persona … Munchen 1967).
Επί του αυτού θέματος αναφερόμενος και ο J. Pohle χαρακτηρίζει τον Πατέρα υποδηλωτήν της ενότητος της Τριάδος, τον Λόγον εικόνα του Πατρός και το Άγιον Πνεύμα «συνδετικόν κρίκον μεταξύ Πατρός και Υιού, αρμονίαν ενότητος και ισότητος» (The Divine Trinity Binghamton 1954).
Ενώπιον των κινδύνων εκ των ανωτέρω αποκλίσεων είναι εύλογος η εμμονή των ανατολικών εις το περί μοναρχίας δόγμα! Το δόγμα τούτο, ως γνωστόν, έχει δια τους ορθοδόξους διπλήν σημασίαν:
α) Πρώτον ότι Πατήρ, Υιός και Πνεύμα κατά την ενέργειαν είναι μια αρχή ποιητική και συντηρητική του κόσμου, και
β) ότι ο Πατήρ κατά την αιτίαν της υπάρξεως είναι η αρχή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Η Δευτέρα σημασία, θεμελιώδης δια την θεώρησιν των εν τη Τριάδι σχέσεων των θείων προσώπων, έλαβε την πληρεστέραν διατύπωσιν και ερμηνείαν εν τη διδασκαλία του Μεγάλου Φωτίου. Ο ιερός Φώτιος έχοντας την πρόθεση να θεμελιώσει την ορθόδοξον άποψη περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός (ex Patre solo) αντέκρουσε την διά του Filioque εισαγομένην δυαρχίαν εν τη τριάδι, και εσυστηματοποίησε όλας τας προηγουμένας περί μοναρχίας της θεότητος απόψεις της ανατολικής παραδόσεως. (Ευσεβίου «Περί εκκλησιαστικής θεολογίας», Μ. Αθανασίου «Κατά Αρειανών», Μ. Βασιλείου «Περί Αγίου Πνεύματος», Γρηγορίου Νύσσης «Λόγος κατηχητικός Μέγας», Επιφανείου Κωνσταντίας «Κατά αιρέσεων») .
Έτσι κατά τον Φώτιον εις το της μοναρχίας δόγμα συνεκφαίνεται η τριαδική ενότητα, ως προερχομένη εκ του ασυγχύτου των ιδιωμάτων των υποστάσεων και εκ της σαφούς σχέσεως της αρχής εκάστου προσώπου (Υιού και Πνεύματος) προς την μόνην αιτίαν της όλης Τριάδος, τον Πατέρα. Δια τούτο ο Μέγας Πατριάρχης υπερημύνθη της εκ μόνου του Πατρός εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος μετά τόσης επιμονής και σθένους. Βασικά διά της προσθήκης του Filioque προσβάλλεται αμέσως (κατά τον Μ. Φώτιο) η τελειότητα του Πατρός και η τελεία εξ αυτού εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος και εμμέσως η μία αρχή της θεότητος ως και το εν γενεσιουργόν αίτιον των υποστατικών ιδιωμάτων. Κατά αυτόν τον τρόπον καταλύεται η ενότητα εις την Αγία Τριάδα και διά της αποδοχής της δυαρχίας έχουμε σιγά – σιγά επάνοδο εις την ελληνικήν πολυθεΐαν.
Ο Πατήρ όμως, ως τέλειος Θεός, τελείαν την εκπόρευσιν ποιείται του Αγίου Πνεύματος μηδενός προσδεόμενος του Υιού (Μυσταγωγία 31). Συνεπώς η υποστήριξις της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Πνεύματος υποδηλοί άρνησιν «της τελείας» εκ του Πατρός εκπορεύσεως αυτού. Την άποψιν όμως αυτήν ούτε οι αποδεχόμενοι το Filioque θα ηδύναντο να δεχθούν. Πράγματι δε «ει τελεία η εκ του Πατρός εστιν εκπόρευσις, τις η χρεία της δευτέρας εκπορεύσεως, ήδη της τελειότητος εκ της πατρικής προόδου καθορωμένης τῳ Πνεύματι; Ει δ’ ατελής, τις υποίσει το άτοπον; Πρώτον μεν γαρ ο τούτο φάναι τολμήσας, τη παντελείω Τριάδι το ατελές εναπέρριψεν. Έπειτα δε και εκ δύο πάλιν ατελών το τελειοποιόν Πνεύμα συγκατεσκεύασεν» (Φωτίου Επιστολαί Α΄ 5, 188).
Επομένως αποτελεί λογικήν αντίφασιν η αποδοχή της «εξ αμφοίν» (ex ambobus) προόδου του Πνεύματος προσβάλουσα το εν τη Τριάδι τέλειον και διασπώσα τούτο εις δύο ατελείς αιτίας και εις εν τελειοποιούν Πνεύμα.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα το οποίο προκύπτει διά της δευτέρας εκ του Υιού εκπορεύσεως είναι η συνθεώρησις παρά τη μόνη αρχή του Πατρός και ετέρας της του Υιού ως ίδιον της ομοουσιότητος αυτού. (Φωτίου Μυσταγωγία 14).
Το πρόβλημα καθορίζεται ως εξής: Εφ’ όσον το Άγιον Πνεύμα έχει ως αρχή και τον Υιόν οδηγούμεθα εν τη Τριάδι εις διάκρισιν «δύο παραλλαττουσών αρχών». Ο Υιός ως Δευτέρα αρχή, αναφέρεται διττώς προς τον Πατέρα και δια της αναφοράς εισάγεται διμορφία σχέσεων, ήτοι διαφορά, χαρακτηρίζουσα τον Υιόν ως αρχήν και ως αρχόμενον. Έτσι προσβάλλεται η μοναρχία του Πατρός διά της αναφοράς του Αγίου Πνεύματος εις δύο διακεκριμένας αρχάς. Αλλ’ η αναφορά εις δύο αρχάς είναι δυνατόν να έχη ως συνέπειαν και εξάρτησιν του Πνεύματος εκ πολυάρχου αρχής (Φωτίου Μυσταγωγία 33) η οποία ουδόλως αποκλείεται να εκληφθή και ως πολυθεΐα.
Κατά την διδασκαλίαν όμως του Μ. Φωτίου ό,τι δεν είναι κοινόν, αποτελεί ίδιον ενός μόνου των τριών «επί δε τοις ειρημένοις, ει παν ο μη εστι κοινόν της παντοκρατορικής και ομοουσίου και υπερφυούς Τριάδος, ενός εστί μόνου των τριών» (Φωτίου Επιστολαί Α΄ 4, 174).
Η αιτία αποτελεί «ίδιον απ’ αρχής εγνωσμένον του Πατρός» κατά την υπόστασιν αυτού, ήτις επ’ ουδενί λόγω δύναται να αναλυθή εις φύσιν της θεότητος.
Επομένως, «του μεν Υιού ίδιον το εκ του Πατρός γεννάσθαι φυσικώς, του δε Αγίου Πνεύματος το εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι φυσικώς. Και κατά τούτο μόνον διαφέρουσιν αλλήλων, ήτοι κατά την ιδιότητα της υπάρξεως, εν όντες άλλως την ουσίαν και φύσιν και αξίαν και δύναμιν, και, απλώς ειπείν τ’ άλλα πάντα προς τε τον Πατέρα και προς αλλήλους» (Μυσταγωγία 10).
Διά τούτο και η καταδίκη των κακοδοξιών του Αρείου και του Μακεδονίου υπό των Αγίων Πατέρων της Α΄ και της Β΄ οικουμενικής Συνόδου θεωρείται ως διακήρυξις του ομοτίμου των προσώπων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εν τη τριαδική κοινωνία.