Είναι επίσημα πλέον δεκτή η άποψη (διεθνές συνέδριο της Λυών) κ.α. ότι, ο αναφερόμενος στις φιλολογικές πηγές του 12ου αιώνα Βουνός των Κελλίων ή όρος των Κελλίων και αργότερα κατά τον 13ο αιώνα, ως Μοναστήρια των Κελλίων ή απλώς Κελλία ταυτίζεται, κατά κύριο λόγο, με τις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου. Στην περιοχή αυτή στο πρόβουνο που ονομάζεται Κούτζιμπος, απέναντι ακριβώς από το αρχαίο και Βυζαντινό Κάστρο της Βελίκας, βρίσκεται η Μονή του Αγίου
Ιωάννου του Θεολόγου. Η απόσταση από την παραθαλάσσια περιοχή της Βελίκας σε ευθεία γραμμή είναι 500 μ. περίπου.
Το σωζόμενο κτιριακό συγκρότημα της Μονής αποτελείται από τον κεντρικό Ναό (Καθολικό) και τον Περίβολο. Αρχιτεκτονικά το καθολικό της Μονής περιγράφεται ως εξής: Το Καθολικό είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος (ναός), φέρει στα δυτικά νάρθηκα και απολήγει στα ανατολικά σε τρεις ημικυκλικές εσωτερικά και πολυγωνικές εξωτερικά αψίδες. Στα πλάγια διαμερίσματα του κυρίως ναού και του νάρθηκα φέρει ρηχούς θόλους – ασπίδες, ενώ η Πρόθεση και το Διακονικό καλύπτονται με τρουλίσκους. Στο εξωτερικό το μνημείο αλλάζει μορφή γιατί οι στέγες δεν παρακολουθούν την εσωτερική διάρθρωση της ανωδομής, αλλά η κάλυψη γίνεται με μεγάλες αμφικλινείς και διασταυρούμενες στέγες, επάνω από τις οποίες υψώνονται οι τρεις τρούλοι. Η τοιχοδομία είναι από αργολιθοδομή εκτός από τους τρούλους και τις αψίδες του Ιερού, όπου χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και πλίνθοι.
Ας σημειώσουμε για τον επισκέπτη την παρουσία ενός αρχιτεκτονικού μέλους (θωράκιο) της μεσοβυζαντινής περιόδου το οποίο ευρίσκεται εντοιχισμένο πάνω από την είσοδο του Ναού. Στο θωράκιο υπάρχει ανάγλυφος διπλός σταυρός σε βαθμιδωτή βάση που πλαισιώνεται από κληματίδα με σταφύλια. Σε τέσσερα μετάλλια στις κεραίες του σταυρού αναγράφεται το ΙΣ-ΧΡ, ΝΙ-ΚΑ ενώ στο άνω τμήμα του πλαισίου υπάρχει η επιγραφή: Στ (αυ) ρωπήγιων του Οικουμενικού Πατρι(ά)ρχου, η οποία επαναλαμβάνεται με νεότερους χαρακτήρες και στο κάτω τμήμα του θωρακίου. Στοιχείο δηλωτικό της εξάρτησης της Μονής κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Έχοντας ως βάση μια επιγραφή που βρέθηκε στη θέση Παλιάτες και Λιρούτσες, όπου το τοπωνύμιο «Παλαιοθεολόγος» υποθέτουμε ότι, στη θέση παλαιοτέρας Μονής υψώθηκε το έτος 1571 Μοναστήρι, όταν επίσκοπος Δημητριάδος ήταν ο Ιωσήφ.
Το πλήθος των χάλκινων και χρυσών κυρίως σκυφωτών νομισμάτων, τα λεγόμενα υπέρπυρα της εποχής του Αλεξίου του Κομνηνού (11ο αιώνα) των Παλαιολόγων και τα μεσοβυζαντινά όστρακα-θραύσματα αγγείων, μαρτυρούν τον πλούτο του μοναστηριού που καταστράφηκε στα δύσκολα χρόνια της Θεσσαλικής ιστορίας 14ος – 15ος αιώνας. Στη θέση λοιπόν, Παλιοθεολόγος, στα ερείπια Βυζαντινής Μονής ανοικοδομείται το 1571 μ.Χ. η Ιερά Μονή Ιωάννου του Θεολόγου η οποία στα μέσα του 18ου αιώνος μετακινήθηκε στη θέση που σήμερα ευρίσκεται απέναντι του Κάστρου της Βελίκας. Οι λόγοι μεταφοράς ήταν πιθανότατα η έλλειψη νερού ή οι καθιζήσεις του εδάφους. Ακόμα, η εγγύτητα στην παραλιακή οδό για θαλάσσιες μεταφορές σε εποχή ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του εμπορίου.
Διά την Βυζαντινή Μονή (προ του 1571 μ.Χ.), διά την παρουσία των νομισμάτων της περιόδου του 11ου αιώνος και του Βυζαντινού θωρακίου στο δυτικό τμήμα της σημερινής Μονής, αλλά και λόγω του μεγέθους της κτηματικής περιουσίας της, υποθέτουμε ότι, ενδέχεται να είναι κτίσμα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Σε σχέση βεβαίως με την διέλευσή του αυτοκράτορα από την περιοχή του Όρους των Κελλίων, (ως τούτο καταγράφεται από την Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα) και την θέλησή του να οργανώσει διά του Οσίου Χριστοδούλου το Κοινοβιακό σύστημα ζωής στους ελεύθερους κελλιώτες και ασκητές του «Βουνού των Κελλίων».
Εάν δηλαδή οι Κελλιώτες μοναχοί δέχθηκαν εκ των υστέρων τον Κανόνα του Οσίου Χριστοδούλου (εσωτερικό κανονισμό), ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αιώνος η κεντρική Μονή «το Κυριακό», όπως δηλώνει το ενσωματωμένο σήμερα στο νέο κτίσμα του 1851 μ.Χ. θωράκιο, και αναγορεύθηκε σε Σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η εν λόγω Μονή καταστράφηκε με την παρουσία αργότερα στην περιοχή των Καταλανών και των Τούρκων.
Μετά από ένα και πλέον αιώνα ερημώσεως της Μονής, σήμερα εμφανίζονται προοπτικές επαναλειτουργίας.
Ο πόθος και η προσδοκία του συνόλου των κατοίκων του Δήμου Μελιβοίας και το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνει ο Δήμος, έκαναν να ανθίσει η ελπίδα για την αναστήλωση και επάνδρωση της Μονής. Ήδη συντάχθηκε αρχιτεκτονική μελέτη για την κατασκευή του πρώτου μοναστηριακού κτιρίου με σκοπό τη θεμελίωση της πτέρυγας των Κελλιών.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
1. ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΒΕΛΙΚΑΣ
Στο γνωστό αυτό μοναστήρι υπάρχουν μερικές αξιόλογες επιγραφές. Στη δυτική όψη του ανατολικού τμήματος, στο νεοκατασκευασμένο μέρος του περιβόλου του ναού και δεξιά της εισόδου υπάρχει μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα. Αυτή είναι χαραγμένη και στις δύο όψεις της. Την πίσω μπορούμε να τη δούμε από το εσωτερικό του περιβόλου. Τα κεφαλαία γράμματα δεν είναι βαθιά χαραγμένα ή υπέστησαν φθορές και γι’ αυτό διαβάζονται δύσκολα. Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής:
ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ Αν βασιστούμε στη χρονολογία που αναγράφει το έτος 1776
ΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΙΕΡΟ και το όνομα του Ιερομονάχου
Ιεροθέου, το σωζόμενο κτίριο
ΜΟΝΑΧΟΥ 1776 διαδέχθηκε παλαιότερο κτίσμα, των μέσων του 18ου αιώνος.
ΜΗΝΙ ΔΙΚΕΜΡΙΟΣ λ
Κώστας………………..
2.- Στην μπροστινή όψη, γύρω από έναν ανάγλυφο σταυρό με τα σύμβολα IC XC, διαβάζουμε:
Δ[ΙΑ] ΣΙΝΔΡΟΜΙC ΚΑΙ ΚωΠΟΥ CEPA
ΦΜ ΙΕΡΟΜΩ IC XC ΝΑΧΟΥ Ω ΠΑΤΗΡ
ΜΟΥ ΓΕΩΡΓΗΟC Η ΜΗΤΗΡ ΜΟΥ ΦΑΝΗ
ΑΠΟ ΧΟΡΙΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΥ Ι ΚΤΙCTIC
ΤΗC MONHC 18 51 ZOYΠΑΝΟΤΙC
MHSTOY TOYTΩ ΜΑΡΤΙΟΥ 2
ΑΞΟΜΗCTOC TOY
Η δεύτερη επιγραφή μας πληροφορεί ότι η Ιερά Μονή του Θεολόγου Βελίκας η οποία καταστράφηκε από πυρκαγιά το έτος 1848 ανοικοδομήθηκε με έξοδα του ιερομονάχου Σεραφείμ και των γονιών του Γεωργίου και Φανής, που ήταν Αθανατιώτες, στις 2 Μαρτίου 1851 από μαστόρους ζουπανιώτες.
Μέσα στο ιερό του ναού, στα δεξιά της πρόθεσης υπάρχει
τοιχογραφημένη μικρογράμματη επιγραφή, που ως συνέχεια της δεύτερης αναφέρει ότι οι εργασίες περατώθηκαν τον Ιούλιο του 1857 οπότε και εγκαινιάστηκε ο Ναός. Η αγιογράφηση ανατέθηκε από τον ηγούμενο Σεραφείμ στον σαμαριναίο ζωγράφο – ιερέα Γεώργιο και περατώθηκε τον Μάιο του έτους 1860, ιστορήθη ο παρών θείος και ιερός «ναός» του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου δηά σηνδρομής του πανοσηοτάτου κυρίου σεραφήμ και ηγουμένου της μονής ταυτις. ιερατεύοτες τους πανσηοτάτου Κυρίους ηοακίμ ιερομονάχου εν έτει 1860 Μαΐου 13 εγγινηάστικεν ο θείος ναός Ιουλίου 12 επή έτους 1857 χει Γ.ω.γ.ου, ιερέως σ.μ.ρ.ν.ου.
Ως ήδη ελέχθη, το Μοναστήρι υπήρχε ανακαινισμένο από τον Ιερομ. Ιερόθεο το 1776 μ.Χ.. Μετά ταύτα ο Οικονόμος της Παπα-Θεόκλητος από την Μελίβοια (1871-1784) διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία από μετόχια της Μονής στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής (χωριό Άγιος Ιωάννης) και στη σκήτη Αγιάς – «Θεολογίτικο μετόχι».
Αποδεδειγμένα το 1874 μ.Χ. η ηγούμενος Ιωακείμ προσπαθεί να επιβεβαιώσει νομικά τα όρια της κτηματικής περιουσίας της Μονής λόγω του ότι ο «συνορλαμάς» (κτηματολόγιο) είχε καταστραφεί στην πυρκαγιά του 1848. μετά το 1874 και για είκοσι χρόνια τα κτήματα της Μονής ενοικιασθήκαν στον Ευγένιο και στην Στεφανία Φάβρ, οι οποίοι δολίως προσεπάθησαν να ιδιοποιηθούν την Μοναστηριακή περιουσία.
Από το 1888 και εντεύθεν τα μοναστήρια της Αγιάς γνωρίζουν παρακμή. Η Μητρόπολη εγκαθιστούσε ως ηγούμενο και Οικονόμο στην Μονή έναν από τους εγγάμους ιερείς (εφημέριο Μελιβοίας). Το 1895 δικαιώθηκαν οι δικαστικές διεκδικήσεις της Μονής και η κτηματική περιουσία της περιήλθε στη διαχείριση της Οικονομικής Εφορίας Αγιάς. Οι δασικές της εκτάσεις παραχωρήθηκαν στην Κοινότητα. Αργότερα, το 1920, επικαρπωτής των εσόδων της Μονής είναι η Ελληνική Αεράμυνα.
Έκτοτε οι καταπατήσεις, οι παράνομες εκχερσώσεις και τελικά η εξαγορά με μικρό τίμημα στους αυθαιρέτως κατέχοντας τα υποστατικά της Μονής κατέστησαν τον «παππού τον Θεολόγο» κατ’ ανάγκην ακτήμονα.