Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος

Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας (ΑΠΘ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Η ΧΩΡΑ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ

Εισηγητής

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

π. Νεκτάριος Δρόσος

Ημερίδα «ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΓΙΩΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» 18η Μαϊου 2003

Το ΄Ορος των Κελλίων.

Οι νοτιοανατολικές υπώρρειες του Κισσάβου από την περιοχή Μαρμάριανης Τσιγγενέ – Σελίτσιανης μέχρι  (και) την Καρύτσα – Στόμιο και Πολυδένδρι – Μαυροβούνι, αποτελούν το Μοναστικό Κέντρο του ΄Ορους των Κελλίων.  Στη χώρα των Κελλίων βάσει των πηγών ανεπτύχθη ο Μοναχισμός από τον 9ον μέχρι τον 14ον αιώνα. Η περιοχή βρίθει κελλίων – Μονυδρίων – Βυζαντινών Μονών ή Ασκητηρίων: «Το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις τοις σεμνείοις ενευθυνούμενον». Μεγάλαι μορφαί, οργανωταί του μοναχικού ιδεώδους, διέρχονται εκ του όρους των Κελλίων: Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω, ο οποίος παρεκλήθη υπό του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Κομνηνού όπως αναλάβει την κηδεμονίαν των Μοναχών είς το ΄Ορος των Κελλίων.  Οι Σωφρόνιος και Βαρνάβας, οι οποίοι έσπευσαν να προσκυνήσουν άνδρας ασκητάς με διορατικόν χάρισμα και τα λείψανα του  Οσίου Βαρβάρου.  Οι Αγιορείται Θεόδωρος και Συμεών, κτήτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, εξερχόμενοι του Αγίου ΄Ορους εθεώρησαν ως φυσικήν οδόν πορείας τους το Όρος των Κελλίων το 867, «είς το οποίον έφθασαν διά να νουθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου είς τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας».  Χαρισματούχοι ασκηταί, ως ο Θεοδόσιος, αποδεικνύουν σαφώς ότι η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες κ.α.  πλεονεκτήματα ελκύουν πολλούς  μοναχούς είς κατοίκησιν του όρους, το οποίον κατά την Υποτύπωσιν του Οσίου Χριστοδούλου (1091),  «Μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι έφυκεν ανακείμενον».  Ομοίως και αργότερον αναφέρεται είς το εγκώμιον Αθανασίου Αντιοχείας (1143-1156) ότι: «Μέχρι του νυν εστίν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων πλήθος ενδιαιτώμενον».   

Τα ασκητήρια του ΄Ορους των Κελλίων, Βυζαντινά ή νεώτερα, είναι τα των Αγίων Αναργύρων (12ος), του Αγίου Παντελεήμονος Μελιβοίας, της Αναλήψεως Αετολόφου   και του Αγίου Δαμιανού στην Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου (1500 μ.Χ.).

Η λέξις «ΑΓΙΑ» ως τοπωνύμιον.

Ερμηνεύεται με 4 εκδοχές.

Α. «Εκ των παρά την θέσιν Αγιάννα ερειπίων  Βυζαντινού Ναού συνάγεται ότι η Αγιά έχει ιδρυθεί επί της εποχής των Βυζαντινών, δηλοί δε και το όνομα πόλιν εμπορίου, κατ’  άλλους Αγιά προήλθε κατά συγκοπήν της θέσεως Αγιάν-να, ένθα παρατηρούνται ερείπια παλαιού συνοικισμού»  (Μιλτ. Δάλλας).

Η πρώτη αυτή θεώρησις έχει εν μέρει βάση διότι, στην γνωστή μέχρι σήμερα θέση «Αγία Άννα» είχαν βρεθεί ψηφιδωτά παλαιοχριστιανικού Ναού.

Β. Αγυιά, νεωτέρα γραφή φιλολογικής προέλευσις (τύπου Παπαδια-μάντη) που αποδίδει εννοιολογικά την γεωγραφική θέση της χώρας, ως πέρασμα – διάβασις.

΄Ηταν άλλωστε, στρατηγικός δρόμος από τον 11ο αι. (1083 μ.Χ. επί Αλεξίου Κομνηνού και Νορμανδών) όταν η περιοχή ήτο αυτοκρατορική κτήση «επίσκεψη» και είχε ίσως άλλο όνομα.

Γ.  Εκ της λέξεως «Αγιάν» που σημαίνει Τούρκος διοικητής.

Επιρροή εκ της τουρκοκρατίας η οποία ήτο πολυχρόνιος για τον τόπο, που κατεδυναστεύετο από σκληρούς  διοικητάς – Αγιάν.

Δ.  Αγία

Το δεδομένο ότι, το ΄Ορος των Κελλίων, ήκμασε από τον 9ο αι. μέχρι τον 14ο αι. στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου μας διευκολύνει να υποθέσουμε ότι υπάρχει  ένας μοναστικός χώρος της  ιδίας εποχής  με το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, που διοικητικά κατευθύνεται από «Καθολικά» Μονών, (Κομνηνείου – Θεολόγου – Αγ. Παντελεήμονος Αγιάς 1292 μ.Χ.).  Βρίθει μοναχών και  θεωρείται – ΑΓΙΟΣ- .

Στην σημερινή Αγιά, δημιουργείται  η Κώμη της Αγίας ΄Αννας  και ο κομβικός ημιορεινός τόπος  κυκλώνεται από πλήθος «Κελλίων» – μικρών μονυδρίων για ιδιόρρυθμους μοναχούς που εγκαταβιώνουν σε παραγωγικά πλούσια περιοχή και αυτοσυντηρούνται με αγροτικές καλλιέργειες κυρίως.

Ούτω πως, και μετά την παρακμή της Αγίας χώρας των μοναστών, (που ίσως προτιμούν πια την μοναστική πολιτεία του κατέναντι Άθωνος) και την σύσταση της κωμοπόλεως Αγιάς συναντάμε:

α) Στην πρόθεση 401 του Μεγάλου Μετεώρου (1520-1540) μεταξύ των 220 θεσσαλικών οικισμών, αναφέρεται η Αγία στα Φ. 81α – 81β,  με 61 αφιερωτές αρχικά και άλλους 25 αργότερα του έτους 1538.  Η πρόθεση αυτή είναι η αρχαιότερη όλων και η Αγία του χειρογράφου (βραβείο ή βρέβειο) είναι η Αγιά του Νομού Λαρίσης.  

β) Σε Πατριαρχικό  Σιγίλλιο του Κυρίλλου Λούκαρι, τον Νοέμβριο του 1620 την Ι. Μονή του Σωτήρος Χριστού, «κατά την τοποθεσίαν της Αγίας».

Πιστεύουμε δε, καθώς έχουμε διδαχθεί από τον μακαριστό διδάσκαλό μας κυρ. Δημήτριο Αγραφιώτη, ότι η τοποθεσία «της Αγίας» είναι η Αγιά και η Μονή του Σωτήρος Χριστού είναι ο «Χριστός» της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου, γνωστός και ως  ’Ξστός. 

Ταπεινή μας άποψη είναι ότι, την Αγία μοναστική πολιτεία του Όρους των Κελλίων διαδέχεται ονομαστικά η Χώρα της Αγιάς η οποία αποτελούσε γεωργαφικά το Κέντρο Διοίκησις των μοναστών.

Η ανέγερσις του Ναού

Η χρονική περίοδος που η Ελλάδα αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι μια εποχή κατά την οποία οι πρόγονοί μας ήταν θύματα συνεχούς ταπείνωσης και είχαν υποβαθμισθεί σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Στους χρόνους αυτούς, τα μνημεία τα οποία ανηγέρθησαν και διατηρούνται στην Αγιά έως σήμερα, αποδεικνύουν την δυναμική των Ρωμιών, την δογματική τους συνείδηση και την εξυπνάδα τους.

Ο Sir Steven Runciman  έγραψε σχολιάζοντας της εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, «τα κτίρια και οι Ναοί που έχτισαν οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, ήταν αναγκαστικά μέτρια.  Οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Χριστιανούς να απολαμβάνουν τη χαρά της επίδειξης».

Ο Ναός των Αγίων Αντωνίων ανήκει σ’  αυτήν την κατηγορία, ως τρίκλιτη Βασιλική, που μπορεί να μην είναι θαυμάσιας καλλιτεχνικής σημασίας Εκκλησία, είναι όμως οπωσδήποτε σημαντική, διότι αντιπροσωπεύει ένα ενδιαφέρον στάδιο στην ιστορία της ελληνικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.

Έχει γραφεί ότι, «Γέρων Αγυιώτης, ονόματι Ρίζος Ευγενούλης έλεγε ότι κατεδαφιζομένου του Ναού (Αγίων Αντωνίων) εν έτει 1845 ευρέθησαν τρείς επιγραφαί, η μία υπό κάτω της άλλης, δεν διετήρει όμως τας χρονολογίας των είς την μνήμη του, και ούτω δεν είναι δυνατόν να ορισθεί ο χρόνος της πρώτης ανεγέρσεως»

Η Αγιά τον 17ο και 18ο αιώνα ήταν μια σχετικά ευημερούσα περιοχή και είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί καλούς τεχνίτες και να μισθώνει επίσης, καλούς εικονογράφους.

    Ενώ, ο Θ. Χατζημιχάλης σχολιάζει εντελώς άστοχα τα περί του χρόνου ανεγέρσεως του Ναού.  Ο Μιλτιάδης Δάλλας το 1937, υποσημειώνει τα εξής:

Ολόκληρος η συνοικία του Αγ. Αντωνίου απετελέσθη εκ Βερροιαίων προσφύγων κατά την καταστροφήν της Βερροίας (;), ότε και ευρέθη όπισθεν του Ιερού Βήματος του Αγ. Αντωνίου του Μεγάλου η εικών του Αγ. Αντωνίου του νέου φυλασσόμενη άχρις σήμερον εν ιδίω κουβουκλίω κτισθέντι επί τόπου.  Η μάμμη Ευαγγελή Μαργ. Λάλλα διηγείτο ότι ο πάππος επιτροπεύων κατά την ανοικοδόμησιν του Ναού είχε διατάξει να επεκταθή ο Ναός περιλαμβάνων και το κουβούκλιον.  Αλλ’  αφυπνισθείς έντρομος την μεσημβρίαν αφηγήθη είς την μάμμην ότι ενεφανίσθη καθ’  ύπνους ο Αγ. Αντώνιος και τον διέταξε αυστηρώς  να μη θίξη την κατοικίαν του, μη στέργων πιθανόν να εισέλθη είς Ναόν αφιερωθέντα είς τον ΄Αγιον Αντώνιον τον Μέγαν.  Η ενορία αύτη φέρει το όνομα Βλαχομαχαλάς, δηλωτικόν των μη γηγενών. Τα επίθετα Καρτερός, Καραδήμας και άλλα τυγχάνουσιν Μακεδονικά.

Θέλοντας  να φθάσουμε με ασφαλή κατά το δυνατόν κριτήρια στην πρώτη ανέγερση του Ναού των Αγίων Αντωνίων, δεν πρέπει να συσχετίζουμε την οικοδόμηση με την  σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας και την καθιέρωση της τιμής του Αγίου (το λάθος του Θ. Χατζημιχάλη).  Η νέα ριζική ανακαίνιση του ναού συνδέεται με την περίοδο οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής  (γεωργία – σηροτροφία – βυρσοδεψία).

Από το 1809 και μέχρι το 1883 τουλάχιστον η Αγιά είχε οκτώ ενορίες.  Ο εμπορικός και βιοτεχνικός αιώνας δίδει την άνεση στην διευρυμένη Αγιά, που ως οικισμός αποκτά μορφή με σπίτια αρχοντικά (Αλεξούλη, Πετράκη, Αντωνίου, Ντακούλα) και 6.000 κατοίκους να αποκτήσει και Ναούς αναλόγου χωρητικότητος.  Ενώ οι ενορίες περιορίζονται (1889) εις τρεις, οι Ναοί μεγαλύνονται διαδοχικά.  (Αγ. Αντώνιος 1857, Τίμιος Πρόδρομος 1860, Αγ. Αθανάσιος 1866).

Επιπλέον λόγος δυνατότητος ανακαίνησις των Ναών, το δικαίωμα ισότητος και η ελεύθερη εξάσκησις λατρείας που αναγνωρίζεται στους Χριστιανούς μετά την επικύρωση του Χάτι Σερίφ, κατά το 1856 έτος.

    Η πλέον πιθανή χρονολογία της μετονομασίας του Ναού του Αγίου Αντωνίου είς ενορία των Αγίων Αντωνίων πρέπει να υπολογισθεί στο διάστημα 1822–1845 όπου οι Βερροιείς κατακλύζουν την Αγιά ιδρύουν τον μαχαλά τους, μεταφέρουν μέρος του Αγίου Λειψάνου εκ Βερροίας και ανακαινίζουν ριζικά τον Ναό, έχοντας και το κουβούκλιον του Αγίου τους σε διακεκριμένο χώρο.

Ο Μ. Δάλλας αποδίδει, ως ίδωμεν, την ίδρυση του Βλαχομαχαλά   στους πρόσφυγες μετά την καταστροφή της πόλεως των Βερροίας (χωρίς χρονολογία).

Επειδή οι πρώτοι Βλάχοι είναι στην Θεσσαλία – Κίσσαβο – Τέμπη – Λυκοστόμιο, το 1461 μ.Χ. (Δούκας) και οι τελευταίοι το 1822 περίπου θα πρέπει να φαντασθούμε και την παρουσία τους στον ενδιάμεσο χρόνο.

Διότι, όπως αναφέρει ο Γ. Κορδάτος στην Ιστορία της Επαρχίας Αγιάς, το 1665-1680 περίπου οι Αγιώτες Βλάχοι σε συνεργασία με τους Τούρκους έγιναν αιτία να ερημωθεί το Βαθύρεμα, προκειμένου να ιδιοποιηθούν την κτηματική του περιουσία.

Αν και δεν έχει αποδειχθεί ιστορικά η ανωτέρω άποψη και πιο πειστική είναι η γνώμη του μακαριστού Δημ. Αγραφιώτη για το θέμα αυτό, η ένδειξις ενεργητικής οργανωμένης παρουσίας Βλάχων στην Αγιά μας οδηγεί στην υποψία υπάρξεως και ενοριακής κοινότητος από το 1650 έτος.

Το ότι συναντάμε και αφιερωμένο Ευαγγέλιο στην ενορία του Αγίου Αντωνίου, κατασκευασμένο στην Ρέτσιανη το 1666, μας οδηγεί αμάχητα στην πίστη, ότι, ο Ναός ανηγέρθη περί το   1650  μ.Χ.

Αρχικά η ενορία φαίνεται να τιμά μόνον την μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου και να αναφέρεται στον ιδρυτή του Μοναχισμού, που αποτελούσε πρότυπο ζωής των μοναστών του Όρους των Κελλίων στις ανατολικές υπώρρειες του Κισσάβου.

    Δεν αποκλείεται ο ενοριακός Ναός να διαδέχεται παλαιά Μονή ευρισκομένη στις παρυφές της ημιορεινής Αγιάς η οποία ήτο περιβαλλομένη από είκοσι τέσσαρα γνωστά ως σήμερα Μοναστήρια.

    Ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης εσφαλμένα  θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατό να κτισθεί Ναός τιμώμενος στον Άγιο Αντώνιον τον Νέον, νωρίτερα από την δημοσίευση της Ασματικής του Ακολουθίας (1746 μ.Χ.).

Έτσι οδηγήθηκε σε δεύτερο λάθος να πιστεύει ότι ο Ναός των Αγίων ήτο κτίσμα του 19ου αιώνος ή τέλος του 18ου.    

Αγνοούσε βεβαίως ότι ο Όσιος Αντώνιος ήτο εν ζωή κατά το τέλος του 10ου  ή αρχές του 11ου, διότι είχε εσφαλμένες πληροφορίες και από τον τότε (1923) Μητροπολίτην Βερροίας κ. Κωνστάντιο, ο οποίος ερωτηθείς, απάντησε ότι, ο Άγιος γεννήθηκε και απεδήμησεν μεταξύ του 1600-1700 μ.Χ.

Νεώτερα στοιχεία εκ των πηγών,  (κωδίκων), των τοιχογραφιών και της συγκριτικής μελέτης βιογραφικών στοιχείων, μας οδήγησαν σε ασφαλείς κρίσεις δια την δράση του Αγίου στην Βέρροια και την μεταφορά της   τιμής  Του  στην  Αγιά.

Η Χώρα της Αγιάς στην Μητρόπολη της Δημητριάδος 

κατά την Τουρκοκρατία.

Η Αγιά ως «Χώρα» – Δήμος Δωτιέων – επαρχία της Λάρισας και αρχιερατική περιφέρεια, υπήγετο πάντοτε στην δικαιοδοσία του Επισκόπου Δημητριάδος.  Δεν μαρτυρείται είς επιγραφή ή έγγραφον, ότι διετέλεσε έστω και προς ολίγον, υπό την πνευματικήν εξάρτησιν του Μητροπολίτου Λαρίσης διά κάποιαν αιτίαν.

Εσχάτως, και για ολίγον χρονικόν διάστημα (2αν Νοεμβρίου 1991 έως 29ην Ιανουαρίου 1993) η περιφέρειά μας, εψηφίσθη προσωποπαγής αυτόνομη Μητρόπολις Αγιάς και Συκουρίου διά το πρόσωπο του από Παραμυθίας κ.κ. Παύλου Καρβέλη, επανελθούσα μετά την κοίμησιν του ανδρός (29-01-1993) είς τον Δημητριάδος   Χριστόδουλον.

Η Αγιά και η σχέσις αυτής με το Μετόχιον  της Ι.Μ. Παναγίας Κύκκου (της Κύπρου).

Στην επαρχία της Αγιάς μαρτυρείται μετόχιον της  Ι. Μονής Παναγίας Κύκκου από το 1792. Το μετόχι ευρίσκετο ως πρόκτισμα παραπλεύρως της Αγίας Παρασκευής στην ενορία του Αγίου Γεωργίου.

Διοικητικά συνίστατο από έναν Πρωτοσύγκελλο και δύο Ιερομονάχους, οι οποίοι περιερχόμενοι την Λάρισα, τον Πλαταμώνα και τον Βόλο, εδέχοντο τις συνδρομές των πιστών διά το Μοναστήρι γράφοντας τα ονόματα σε Βιβλίο-Κατάστιχο, το οποίο ελέγετο παρρησία.

Εκ των ενθυμήσεων του Θ. Χατζημιχάλη γνωρίζουμε τους επιτροπεύοντας το Μετόχιο Ιερομονάχους κατά το 1792, Μελχισεδέκ – Κοσμά και Φιλήμωνα και τους κατά το 1802 Ευθύμιο-Αθανάσιο και Γεράσιμο, καθώς και το ότι ο ανωτέρω Αθανάσιος εκοιμήθη στην Αγιά το 1820 και ετάφη είς την Αγία Παρασκευή.

Το 1794 η Αρχιεπισκοπή Δημητριάδος ανυψώθη είς Μητρόπολιν επί Καλλινίκου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Στον θρόνο της Αρχιεπισκοπής Δημητριάδος ευρίσκετο από το 1793 ο Κύπριος – Αθανάσιος, ο οποίος αναδειχθείς πρώτος Μητροπολίτης και Αρχιερατεύσας μέχρι το 1822 συνέδεσε κατά τραγικόν  τρόπον  το  όνομά  του  με  την  Αγιά.

Το 1803 ή 1816 (Θ. Χατζημιχάλη) υπέστη μεγίστη ταπείνωσιν όταν ο Βελή-Πασάς τον ηγγάρευσεν μετά των Ιερέων και του λαού της Αγιάς να σκάψουν λίμνην είς το σεράγιόν του στην Δέσιανη κατά την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού μας, ανήμερα δηλαδή του Πάσχα.

Η Αγιά ως Υπερέχουσα στην Μητρόπολιν της Δημητριάδος.

Τα στοιχεία που φανερώνουν την εξέχουσα θέση της Αγιάς μεταξύ των επαρχιών του Δημητριάδος (Πήλιον – Ζαγορά – Αλμυρός)  κατά την Τουρκο-κρατία, είναι τα εξής:

1.- Η ύπαρξις μετοχίου της Παναγίας Κύκκου εκ της Κύπρου και η ανάδειξις του πρώτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.κ. Αθανασίου καταγω-μένου εκ της νήσου Κύπρου.

2.- «Οι κατά καιρούς Επίσκοποι διέτριβον μήνας τινάς εν τη έδρα Αγιάς, διό και η κοινότης έχει ανεγείρει επί θέσεως περιόπτου μεγαλοπρεπή οικοδομήν καλουμένην  Μητρόπολιν».  (Μ. Δάλλας). 

Το 1823, Φεβρουαρίου 17η ο εκ Περιστεράς Καλλίνικος καταγώμενος εκ Σελίτσιανης Αγιάς αφού εποίμανε την Δημητριάδα για τρία έτη, παραιτηθείς ετελεύτησε μετά ένα χρόνο και ετάφη στον ΄Αγιον Νικόλαο της Μητρο-πόλεως.

Επειδή δε, και ο μετ’  αυτόν Νεόφυτος όταν το 1828 έγινε δεκτός με υποδοχή είς Άγιον Αντώνιον «οι Ιερείς και Προεστώτες  της Πολιτείας Αγιάς εσυνοδεύσαμεν αυτόν έως είς την Μητρόπολιν», φαίνεται ότι,  κατά το 1823-1828 ο Άγιος Νικόλαος ο Κερασάς λέγεται Μητρόπολις ως έδρα του Δημητριάδος εν Αγιά (Επισκοπείον) και θεωρείται Μητροπολιτική ενορία έχουσα τα πρεσβεία κατέναντι των υπολοίπων επτά ενοριών, (και του Αγίου Αντωνίου).

3.- Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, στην «Μητρόπολη» ετάφησαν εκτός του Δημητριάδος Καλλινίκου (1824) και οι Επίσκοποι της Δημητριάδος Γαβριήλ, Ιουνίου 12η του 1663, Ιωαννίκειος, Μαϊου 12η του 1720 και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος ο Σάμιος, το 1858.

Αλλά, και ο Γαρδικίου Ιερόθεος κατήγετο εκ Ρέτσιανης (Μεταξοχώρι Αγιάς) είς ήν και αφιέρωσε το Παρθεναγωγείον, ως ηγούμενος της Μονής Παναγίας Ρέτσιανης (κατά Μ. Δάλλα), μετέβη είς Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως κληθείς είς απολογίαν ένεκα αιτιάσεως κατ’ αυτού του ιατρού Δημ. Α. Αλαμάνου και τω ανετέθη η Επισκοπή Γαρδικίου.

Επί τούτοις καθίσταται φανερός ο λόγος δια τον οποίον οι Δημητριείς Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς  (1791)  εμέμφοντο τους Αγιώτας ως αμαθείς.

Και ίσως έχω απαντήσει στο ερώτημα το οποίο έθεσα κατά την εισήγησή μου, (αρχάς Ιανουαρίου 2003 στην Χρυσαλλίδα) διά την εκπαίδευση στην Αγιά και το Ελληνικό Σχολείο.

Σας ευχαριστώ.

Περιεχόμενα

Κοινοποίηση

Προτεινόμενες Αναρτήσεις

ΔΕΣΙΑΝΗ

(Όπως διηγείτο ο Σακελαρίου Γεώργιος και Κων/νος Μυλωνάς κάτοικοι του χωριού τούτου 1952, 10 του θεριστή): – Πως γιόρταζαν οι κάτοικοι της Δέσιανης τον Δεκαπενταύγουστο επί Τουρκοκρατίας; + Αύγουστος Χρυσομήνας, καλομήνας ή απλοχέρης έτσι τον λέγουν παλιά το μήνα αυτόν οι ζευγάδες. Ο Θεός δώρισε όλα τα αγαθά για να

ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ – ΛΟΓΙΟΙ

«ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΧ. ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ Ο Δημήτριος Αχ. Ηρακλείδης ήταν γόνος μιας μεγάλης και παλιάς πλούσιας αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Μας είναι γνωστή ήδη από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. από το αγιώτικο αρχείο της Ε.Β.Ε. Ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης, κάτοχος μεγάλης

Ευχή διά τας μέλισσας.

Κύριε Ιησού Χριστέ ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και επιβλέπων επί πάσαν κτίσην αλόγων ζώων, πτηνών, ιχθύων και ερπετών. Επίβλεψον Δέσποτα εξ Αγίου κατοικητήριόν Σου, επί το μελισσομάντρι τούτο και ευλόγησον αυτό. Διαφύλαξον από πάσης φαρμακείας και επαοιδίας, παντός κακού περιεργείας τε πονηράς και πανουργίας ανθρώπων. Δος Κύριε εις το