Αρχιμανδρίτου
Νεκταρίου Δρόσου
ΑΓΙΑ 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΓΙΑΣ
- ΟΝΟΜΑΣΙΑ –ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ
- Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
- ΔΙΑΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑ
- ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΜΦΑΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑ
- Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
- Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
- Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΧΩΡΑ ΑΓΙΑΣ ΕΙΣ ΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ-ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΑ
- Η ΑΓΙΑ ΩΣ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΒΕΣΑΙΝΗΣ
- Η ΑΓΙΑ ΩΣ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
- Η ΑΓΙΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ (1735)
- Η ΑΓΙΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ (1794)
- Ο ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ–ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΕΝ ΑΓΙΑ
1.- ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
α) ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΓΙΩΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
β) ΕΝΟΡΙΑΚΟΙ ΙΕΡΟΙ ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ
γ) ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΝΑΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
2.- ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
α) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΕΝ ΑΓΙΑ
β) ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ
γ) ΑΓΙΩΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
δ) ΕΥΑΓΗ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΕΝ ΑΓΙΑ – ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ – ΛΟΓΙΟΙ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Α΄ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ
Β΄ ΕΓΓΡΑΦΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ
Γ΄ ΕΓΓΡΑΦΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ
Δ΄ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ
Ε΄ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ – «ΧΟΤΖΕΤΙ»
ΣΤ΄ ΕΓΓΡΑΦΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ
Συντομογραφίες
Α.Α.Ο.Π., Αρχείον Αρχειοφυλάκιον Οικουμενικού Πατριαρχείου, Κων/πολις.
Α.Δ., Αρχαιολογικόν Δελτίον, Αθήναι, ή Χ.ΑΔ., Χρονικά, Αρχαιολογικόν Δελτίον.
Α.Ε., Αρχαιολογική Εφημερίς, Αθήναι.
Α.Θ.Μ., Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών.
Α.Π.Θ., Βιβλιοθήκη Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Α.Σ.Α., Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς.
Ανατ., Ανάτυπο.
Αρχ., Αρχαιολογία, Τριμηνιαίο περιοδικό (Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, Α.Ε.), Αθήναι.
ΓΑΚ., Γενικά Αρχεία Κράτους – Τοπικό Αρχείο Αγιάς.
δ.δ., Διδακτορική Διατριβή.
Δ.Χ.Α.Ε., Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήναι.
Ε.Β.Α., Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών.
7η Ε.Β.Α., (7η) Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Ε.Ε.Β.Σ., Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Αθήναι.
Ε.Π.Κ.Α., Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.
Ε.Φ.Σ.Π., Επετηρίς Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
εφ., Εφημερίδα.
ΗΠ.Ε., Ηπειρωτική Εστία, Μηνιαία Επιθεώρησις, Ιωάννινα.
ΗΠ.Χ., Ηπειρωτικά Χρονικά, Ιωάννινα.
Θ.Ε., Θεσσαλική Εστία, περιοδικό, Λάρισα.
Θ.Η.Ε., Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Αθήναι.
Θ.ΗΜ., Θεσσαλικό Ημερολόγιο, εξαμηνιαία έκδοση Θεσσαλικής Ιστορίας, Λάρισα.
Θ.Χ., Θεσσαλικά Χρονικά, Δελτίον της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας των Θεσσαλών, Αθήναι.
ΘΕΟ., Θεολογία, Τριμηνιαίο περιοδικό, Αθήναι.
Ι.Ε.Ε., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (Εκδοτική Αθηνών).
Ι.Μ., Ιερά Μονή.
Κ.Π.Υ., Κώδικες Πατριαρχικών Υπομνημάτων.
Μ.Ι.Ε.Τ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Π.Α., Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Αθηνών.
π., Περιοδικό.
Προμ., «Προμηθεύς», Μηνιαίον Περιοδικόν, εκδιδόμενον υπό Ζωσιμά Εσφιγμενίτου, Βόλος.
τευχ., Τεύχος.
τομ., Τόμος.
φ., Φύλλο.
χ., Χωριό.
χ.χ., Χωρίς χρονολογία.
«Η Χώρα Αγιά. συμβολή στην πνευματική κίνηση και ζωή».
Προλεγόμενα
Η χώρα Αγιά, ως πρώτη Αρχιερατική περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, έχει ιδιαιτέραν σημασίαν εις το όλον φάσμα της εκκλησιαστικής της ιστορίας.
Εκ τούτου ορμώμενος και ίνα μη καλύψη ο χρόνος και η λήθη τα μνήμης άξια της φίλης Αγιάς, επεχείρησα την, κατά το ενόν, διατήρησιν και παράδοσιν εις την ιστοριογραφίαν, των της Αρχιερατικής μας περιφερείας πραγμάτων.
Τόσον η πολιτική ιστορία της Αγιάς, όσον και η εκκλησιαστική και η αμέσως προς ταύτην συνδεδεμένη πνευματική και εκπαιδευτική κίνησις, εγένοντο αντικείμενον επιφανειακής ερεύνης κατά καιρούς εις το παρελθόν. Όμως, δεν εξηρευνήθη εις βάθος και επί τη βάσει των σωζομένων αρχείων και άλλων πηγών η ιστορία της Αγιάς, περί της οποίας ιδίως επικρατεί σύγχυσις και εις μεμονωμένως εισέτι εξετασθέντα και ιδόντα το φως της δημοσιότητος τμήματα αυτής.
Η παρούσα μελέτη χωρίζεται εις τέσσαρας ενότητας και βασίζεται εις αρχειακόν, ανεξερεύνητον μέχρι τούδε υλικόν, είς επί τόπου κυρίως διαπιστώσεις και ερεύνας, εις την μελέτην αγνώστων υπολειμμάτων αρχαίων επιγραφών, κτιτορικών, επί ιερών προθέσεων, τέμπλων και άλλων τμημάτων ιερών ναών και Μονών της Αγιάς.
Επί πλέον δε στηρίζεται είς προσωπικάς αφηγήσεις ειδότων τα πράγματα Αγιωτών, αλλά και εις ηλεγμένας πληροφορίας προσώπων, ακμασάντων και ιδίοις όμμασιν ιδόντων και βιωσάντων περιστάσεις της ζωής και ιστορίας της Αγιάς.
Εκπληρών οφειλετικόν χρέος προς την φιλόξενη δεύτερη πατρίδα μου, κατόπιν πολυετούς μελέτης και ερεύνης, λαμβάνω το θάρρος όπως δημοσιεύσω την παρούσα διατριβήν, «ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται».
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
(Αρχιερατικός Επίτροπος Αγιάς)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Αγιά, πρώτη Αρχιερατική περιφέρεια της Μητροπόλεως Δημητριάδος και Κωμόπολις (Δήμος) του Νομού Λαρίσης, κείται στις νοτιο-ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου. Παρουσιάζει ιδιαίτερον ιστορικόν ενδιαφέρον από πάσης απόψεως, δεδομένου ότι η ζωή και η δράσις εν αυτή είναι συνυφασμέναι με την παρουσίαν της θεσσαλικής φυλής μεθ’ όλων των χαρακτηριστικών του πολιτισμού και της πνευματικής κληρονομιάς της.
Κεφάλαιον 1ον.
Εις την παρούσαν διατριβήν μας εξετάζομεν αρχικώς, την ιστορίαν της Αγιάς από πολιτικής απόψεως και διαπιστούμεν ότι:
α) Από των αρχαιοτάτων χρόνων κατά τη μυθολογία, ο Δευκαλίωνας, γενάρχης των Ελλήνων, ήταν πρόγονος των Πελασγών και Θεσσαλών. Δημιουργείται η Θεσσαλία των δώδεκα θεών του Ολύμπου και της κοιλάδας των Τεμπών, των πρώτων κατοίκων της, των Περραιβών, και της Πίνδου από όπου κατήλθαν οι πρώτοι Θεσσαλοί, του Πηλίου και της Όσσας. Έκτοτε οι Θεσσαλοί συμμετείχαν με τους Έλληνες στον Τρωϊκό πόλεμο με τους Μυρμιδόνες του Αχιλλέα και εις άλλα ομηρικά τεκταινόμενα στον θεσσαλικό και ελλαδικό χώρο έως το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου. Το έθνος των Θεσσαλών κατά τους ιστορικούς χρόνους διαιρείται σε τέσσερις τετράδες που συναποτελούσαν το «κοινό των θεσσαλών».
Η Πελασγιώτιδα, η Φθιώτιδα, η Εστιαιώτιδα και η Θεσσαλιώτιδα, γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή κυρίως κατά την περίοδο μετά το 500 π.Χ. όταν μια νέα δύναμη κυριαρχεί στα Ελληνικά πράγματα και από το 334 π.Χ. και στην Θεσσαλία: οι Μακεδόνες.
Η ιστορία αυτής από πολιτικής πλευράς, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεδομένου ότι εμφανίζεται μία εναλλαγή κυριάρχων, ήτοι: Γότθων, Ούνων, Σλάβων, Νορμανδών, Ενετών, Καταλανών Σέρβων και Οθωμανών. Το κυριαρχούν πάντως στοιχείο ήτο πάντοτε η αμιγής θετταλική σύνθεσις του πληθυσμού και η αντοχή και επιμονή αυτού εις τα πάτρια παρά τας περιπετείας της ιστορίας και τα χαλάσματα των καιρών.
Λόγω της σπουδαιότητος και της στρατηγικής σημασίας αυτής, η Αγιά απετέλεσε το κέντρο πολλών συγκρούσεων κατά την διάρκειαν των αιώνων, ανήκουσα εις την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εις την υπαρχία του Ιλλυρικού, εις το θέμα της Μακεδονίας και αργότερα εις το θέμα της Ελλάδος.
Ως προς την παρουσίαν του Χριστιανισμού και την ιστορίαν της Αρχιερατικής περιφέρειας Αγιάς παρατηρήσαμεν:
β) Ότι, ο Χριστιανισμός διεδόθη εις Αγιά πολύ ενωρίς, ήτοι περί τα μέσα του Δ΄ αιώνος μ.Χ. ως συνέβη εις την Μητροπολιτικήν Λάρισα υπό του πρώτου Αρχιεπισκόπου αυτής Αγίου Αχιλλίου.
γ) Είναι σημαντικό το γεγονός ότι, στην εν λόγω περιφέρεια και συγκεκριμένα στις νοτιο-ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου, ανεπτύχθη από τα μέσα του 9ου αιώνος η μοναστική πολιτεία του Όρους των Κελλίων.
Κεφάλαιον 2ον.
Εις τρεις παραγράφους, εξετάζουμεν την ιστορική πορεία της Αγιάς εξ απόψεως ναοδομίας, αρχιτεκτονικής και τοιχογράφησις των ιερών Μονών και Εκκλησιών.
α) Η χώρα Αγιά κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους ήτο εκκλησιαστική τις κοινότης υπαγομένη εις επισκοπήν της Μητροπόλεως Λαρίσης, πιθανότατα αυτήν της Βεσένης (τέλη του Θ΄ αιώνος). Κατά την περίοδο αυτή ακμάζουν εις την υπό εξέτασιν «χώρα» δώδεκα μνημεία, τα οποία παρουσιάζομεν.
β) Κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους (1204-1453) η χώρα Αγιάς εν μέσω επιδρομών και περιπετειών διακρίνεται εκ των τριών Ναών της και ισαρίθμων Μονών. Είναι κυρίως προβεβλημένη διά την ακμή της Μοναστικής πολιτείας του Όρους των Κελλίων.
γ) Η Αγιά ως περιφέρεια του επισκόπου Δημητριάδος κατά τους Μεταβυζαντινούς χρόνους κατέστη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, συνδετικός κρίκος των εν αυτή είκοσι και ενός χωριών και σύντομα ανεδείχθη πρώτη Αρχιερατική περιφέρεια της Μητροπόλεως Δημητριάδος. Η οικονομική της αίσθηση συναρτώμενη εκ προνομιακής φορολογικής μεταχείρησις εκ μέρους του Στέμματος συμβάλλει εις την ναοδόμησιν πολλών ενοριών και διατήρησιν πέριξ της χώρας Αγίας, δεκαεπτά Ιερών Μονών.
Κεφάλαιον 3ον.
Ειδικώτερον περί της «Χώρας» Αγιάς:
α) Η θέσις της περιφέρειας Αγιάς εν τω διοικητικώ συστήματι της Εκκλησίας της Ελλάδος υπαγόμενης εις την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, άρχετε από τον 9ο αιώνα (886-912) – Τακτικά Λέοντος Στ΄ – ως ανήκουσα εις επισκοπήν της Μητροπόλεως Λαρίσσης, καλουμένην Βέσσαινα.
β) Ότι, ως περιφέρεια της επισκοπής Δημητριάδος (υπό τον Μητροπολίτην Λαρίσσης) υπήχθη εις αυτήν όταν κατηργήθησαν εκ του καταλόγου οι επισκοπές Βεσένης, Χαρμενών, Κατρίας.
γ) Ότι η επισκοπή Δημητριάδος ανεδείχθη είς Αρχιεπισκοπή το έτος1735 μ.Χ. και η Αγιά, ως υπερέχουσα μεταξύ των επαρχιών της Αρχιεπισκοπής, δια την ευνοϊκή φορολογική μεταχείρησιν (vafks) την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ανεδείχθη πρώτη Αρχιερατική περιφέρεια της Μητροπόλεως Δημητριάδος.
δ) Η θέσις τηςΑγιάς είς την Μητρόπολιν της Δημητριάδος από το 1794 και εξής, διαπιστούται ως υπερέχουσα, και τρία βασικά στοιχεία φανερώνουν την εξέχουσα θέση της Αγιάς μεταξύ των επαρχιών του Δημητριάδος, κατά την Τουρκοκρατία (έως 1881 διά την Θεσσαλίαν).
ε) Όσον αφορά εις τον Επισκοπικό Κατάλογον της Μητροπόλεως Δημητριάδος, παρά τα υφιστάμενα κενά, εν τη διαδοχική χρονολογική αριθμήσει των Αρχιερέων αυτής, εν τούτοις επί τη βάσει των παλαιοτέρων καταλόγων και ιδίως των αυθεντικών πληροφοριών, των περιεχομένων εις τα υπομνήματα εκλογής των Μητροπολιτών του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, έχουμε διορθώσει κάθε έλλειψιν, σφάλμα ή παρανόησιν.
Κεφάλαιον 4ον.
1ον.- Η πνευματική κίνηση.
Έντονον ήτο και είναι το θρησκευτικόν πολίτευμα των Αγιωτών και η προσήλωσις αυτών είς την Ορθόδοξον πίστιν. Ως βίωμα εκφράστηκε εις στιγμάς κρισίμους και δυσκόλους, εν πολέμοις, αιχμαλωσίες και αβάσταχτον δουλεία (1393 – 1888). Αλλά και εις ώρας χαράς της ζωής αυτών. εν εκκλησία εις μυστήρια και πανηγύρεις προς τιμήν των Αγίων.
α) Την εμμονή των Αγιωτών εις την κληροδοτηθείσαν παρακαταθήκην των πατέρων των, αποδεικνύει η πληθύς των ευκτηρίων οίκων, ήτοι Ιερών Μονών, ενοριακών Ναών, Παρεκκλησίων και Εξωκκλησίων εγκατεσπαρμένων εις άπασαν την πεδινή και ορεινή περιοχή.
β) Η χώρα της Αγίας ως δηλοί το όνομά της, ήτο τροφός Οσίων ανδρών, αγιοτόκος και καταφύγιο Αγιορειτών Πατέρων. Εις την παρούσα εργασία μας, θα ασχοληθούμε με τον Αγιορείτη Οσιομάρτυρα Άγιο Δαμιανό, κτίτορα της εν Κισσάβω Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου και περιληπτικά με τον Όσιο Αντώνιο τον εκ Βερροίας. Επιλέξαμε επίσης να διορθώσουμε όσα εκ της λήθης σφάλματα, αφορούν την τιμή και μνήμη των Αγίων Αντωνίων (του Μεγάλου και του εκ Βεροίας) των πολιούχων της Αγιάς. Ο τοιχογραφικός πλούτος των Μονών και Εκκλησιών της Αγιάς αποτελεί πρότυπο ύφους διά τους ασκουμένους είς την τέχνη της εικονογραφίας και πρωτότυπο υλικό διά τους ερευνητάς του κλάδου της Αρχαιολογίας.
γ) Τα ήθη και τα έθιμα των Αγιωτών είναι τα αυτά της περιοχής των θεσσαλικών κωμοπόλεων και χωριών με ελαφράς τινάς παραλλαγάς τοπικού χαρακτήρος.
2ον.- Παιδεία.
α) Ως προς την εκπαιδευτικήν κίνησιν εν τη Αγιά, θεωρούμεν ότι έχοντας από το 1750 τα σχολεία των κοινών γραμμάτων εις λειτουργία, αμέσως μετά το 1821 λειτουργεί το Αλληλοδιδακτικόν και περί το 1842 το Ελληνικόν σχολείον. Αργότερα ιδρύεται το Παρθεναγωγείον του «Αλαμάνου» και μετ’ ολίγον το Παρθεναγωγείον του «Ιεροθέου» στο Μεταξοχώριον.
β) Η πολιτιστική κίνησις εν Αγιά παρουσίασε και παρουσιάζει ζωηράν κίνησιν με Συλλόγους κάθε μορφής. Ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου στεγάζεται εις το αμφιθέατρο της «Χρυσαλίδας» με ποικίλα τμήματα τέχνης.
γ) Συναφείς προς την πολιτιστικήν δράσιν της Αγιάς είναι και οι επιχειρηθείσαι κατά καιρούς εκδόσεις περιοδικών και εφημερίδων, αναφερομένων εις την τοπικήν ιστορίαν, την λαογραφίαν, τα γεγονότα κ.α.
δ) Τα Ιδρύματα εις την Αγιά είναι δύο: Το Αχίλλειον Ηρακλείδειον Γηροκομείον και το Πνευματικόν Κέντρο των Αγίων Αντωνίων. Κληροδοτήματα είναι η Δημοτική Βιβλιοθήκη Τ. Καρδάρα και το Αρχοντικό Αλεξούλη. Τέλος ανεφέρουμε βιογραφικά σημειώματα λογίων-ευεργετών της Αγιάς, των οποίων η μνήμη διαχρονικά ταυτίζεται με την ιστορία της.
Συμπερασματικά: η μελέτη μας καταγράφει νεότερα στοιχεία διά την προχριστιανική περίοδο εις το Δώτιον πεδίον Αγιάς και γνωμοδοτεί διά την πιθανή θέση της Αρχαίας Μελίβοιας στις ανατολικές υπώρειες της Όσσας.
Παρουσιάζει αναλυτικά όλα τα στοιχεία των ερευνητών που μέχρι σήμερα έχουν ασχοληθεί με την τοπογραφία του Όρους των Κελλίων. Βασισμένη σε ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων ετών, η άποψή μας δια την ακριβή θέση του μοναστικού κέντρου παύει πλέον να πιθανολογεί. Έχει διακριβωθεί επιστημονικά.
Συγκεντρώνοντας όλα τα στοιχεία των πηγών (κώδικες, τακτικά, υπομνήματα, επιγραφές), ταυτίζομεν την θέση της «Χώρας» Αγιάς στα γεωγραφικά όρια της Επισκοπής Βεσένης.
Δημοσιεύομεν δια πρώτην φοράν Υπομνήματα Εκλογής Μητροπολιτών Δημητριάδος (εκ των πρακτικών του Αρχειοφυλακείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου) και διορθώνομεν τους επισκοπικούς καταλόγους Δημητριάδος και Λαρίσης.
Καταγράφομεν τα βυζαντινά, υστεροβυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Αγιάς.
Διορθώνομεν δια πρωτοτύπων πηγών (Κώδιξ Μεταξοχωρίου, Κώδιξ Τυβίγγης), τα βιογραφικά στοιχεία του Οσιομάρτυρος Αγίου Δαμιανού και του εκ Βεροίας Οσίου Αντωνίου.
Παρουσιάζομεν την πνευματική κίνηση της Αγιάς διά μέσου έργων: Παιδείας, πολιτισμού, τέχνης, εκδόσεων, οργανισμών ιστορίας, μουσικής, θεάτρου, ζωγραφικής, χορού, αθλητικών επιδόσεων και ιδρυμάτων αλληλεγγύης , πολιτισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΓΙΑΣ
1.- ΟΝΟΜΑΣΙΑ – ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Η χώρα Αγιά, κωμόπολις του Νομού Λαρίσης είναι σήμερα μερισμένη εις τρείς Δήμους: Αγιάς – Λακέρειας – Μελιβοίας. Ευρίσκεται 30 χλμ. Βορειο-ανατολικά της Λάρισας κείται δε εις την Ανατολική ακμή του Δωτίου πεδίου(1) , μία πεδιάδα ανάμεσα στην Όσσα και στο Μαυροβούνιο ή οποία απολήγει Νοτιο-δυτικά προς την θεσσαλική πεδιάδα και Βορειο-δυτικά προς τα Τέμπη.
Η ονομασία της θρυλείται ως προερχομένη από τας λέξεις: Αγιάννα (Αγία Άννα), Αγιάν (ajian), Αγυιά και Αγία(2). Είναι (ίσως) μεταγενέστερος οικισμός του αρχαίου Δωτίου, το οποίο αναφέρεται στην πρώιμη Βυζαντινή εποχή. Ορισμένοι υποθέτουν ότι, η πόλις Δώτιον έκειτο στην θέση «Παλαιόκαστρο», στον λόφο άνωθεν της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου.
Το έδαφός της είναι γόνιμο, το πλείστον πεδινό, μερικώς ημιορεινό (Μεταξοχώρι –Μεγαλόβρυσο) και ελάχιστα ορεινό (Ανατολή –Έλαφος).
Ο ορυκτός πλούτος μάλλον ανύπαρκτος, τα εδάφη σχιστολιθικά κατεβαίνουν μέχρι την προσχωσιγενή πεδιάδα.
Ως προς την σεισμολογική ιστορία του κάμπου δεν διαφαίνεται επικινδυνότητα και δεν έχει καταγραφεί καταστροφικός σεισμός.
Από γεωγραφικής απόψεως η Αγιά είναι προστατευμένη από τον Κίσσαβο (Όσσα) και το Μαυροβούνι, δέχεται ανέμους από την μόλις 12 χλμ. απέχουσα εξ’ αυτής θάλασσα και τον χειμώνα το κλίμα της χαρακτηρίζεται υγρό.
Ο Κίσσαβος, δηλαδή, η μεσαιωνική ονομασία του όρους Όσσα.
Ιστορικά: Στην μέση και στην ύστερη Βυζαντινή εποχή, το αρχαιο-θεσσαλικό ορεωνύμιο Όσσα, το οποίο διατηρήθηκε έως την πρώιμη Βυζαντινή εποχή, εκτοπίσθηκε από το σλαβικό Κίσσαβος.
Κατά μία αμφισβητούμενη γραφή, το όρος της Όσσης ήταν αφιερωμένο στον Πάνα (Θεόκρ. VII 103).
——————————————————————————————————-
(1).- Το Δώτιον πεδίο, περιλαμβάνει την πεδιάδα της Αγιάς, την Αμυρική πεδιάδα και μέρος της Θεσσαλικής πεδιάδος.
Ποταμούς έχει τον Άμυρο που κατέρχεται από το Μεταξοχώρι και εισχωρεί στην πεδιάδα.
Όσον αφορά είς τον πληθυσμόν, οι κάτοικοι αυτής ήσαν απ’ αρχής θεσσαλικής καταγωγής συνδεδεμένοι με την Λάρισα του Ομήρου και τους αρχαιότατους κατοίκους της, τους Πελασγούς.
(2).- Εκτενής αναφορά περί της ονομασίας βλ. σελ. ………………
Την κοιλάδα του ποταμού, ο οποίος από την Αγιά εκβάλλει στην θάλασσα του Αγιοκάμπου, μπορεί να θεωρήσει κανείς σύνορο ανάμεσα στην Όσσα και το Πήλιον. (Mezieres 224. Tozer 98).
Στην κορυφή του Κισσάβου, (αρίδηλος Όσσα, κατά τον Σιμωνίδη) μπορεί να φθάσει κανείς χωρίς δυσκολίες, σε τρεις ώρες από το χωριό Σπηλιά. Στον κώνο του όρους (1978μ.) υπάρχει υπόγειος Ναός του Προφήτου Ηλιού.
Το όρος έχει πλούσια δάση από οξιές και βελανιδιές.
Το δεύτερο βουνό Νοτιο-ανατολικά της Αγιάς είναι το πυκνοδασωμένο Μαυροβούνι (1054μ.) εις το οποίο περιλαμβάνεται το περικαλέστατο Πολυδένδρι. Εξ’ αυτού εκβάλει στην θάλασσα του Αγιοκάμπου ο χείμμαρος της μπουρμπουλήθρας και ο πιο πλούσιος σε νερά Ρακοπόταμος. Στο Μαυροβούνι δεσπόζουν από την πλευρά της θάλασσας το χωριό Σκλήθρον και από την πεδιάδα προς την Κάρλα η Έλαφος.
Δημογραφικά: Ενώ την εποχή της τουρκοκρατίας η αύξησις του πληθυσμού ήτο εντυπωσιακή, δηλαδή, το 1881 ο Δήμος Δωτίου είχε πληθυσμό 7.852 εις 17 χωριά και το 1898 ανεπτύχθη εις 10.473 κατοίκους, σήμερα παρατηρείται φθίνουσα δημογραφική πορεία και τα δημοτικά διαμερίσματα αγωνίζονται να σχηματίσουν τοπικό συμβούλιο και να ελκύσουν δημότες δια να έχουν αυτοδυναμία.
Τα είκοσι ένα χωριά της διαιρούνται με την πρόσφατη μεταρρύθμιση των Καποδιστριακών Δήμων στους Δήμους Αγιάς – Μελιβοίας και Λακέρειας.,
Οι οικισμοί εις την παραλιακή ζώνη του Αγιοκάμπου είναι : Κόκκινο Νερό, Κουτσουπιά, Παλιουριά, Βελίκα, Κάτω Σωτηρίτσα, Αγιόκαμπος, Πολυδένδρι, Ρακοπόταμος.
Στην δε ενδοχώρα πλησίον της Ανάβρας η Πρινιά, πλησίον του Καστρίου η Πλασιά, πλησίον της Αμυγδαλής η Κουκουράβα.
Το αρχαιότερο χωριό της κωμοπόλεως, λεγομένης «Χώρα Αγία» ως θα καταδείξωμεν είναι η Μελίβοια, πατρίς του Φιλοκτήτη.
Επί οθωμανικής περιόδου η διοίκηση της Αγιάς ανήκε στο Ναχιγιέ της Καστρίτσας.
Η Αγιά ήτο σημαντική χάρη στην θέση της. Αποτελούσε κομβικό σημείο δρόμου, ο οποίος περιέτρεχε την ανατολική κοιλάδα των Τεμπών και οδηγούσε διαμέσου της Αγιάς στην Λάρισα. Η επικοινωνία ανάμεσα στην Αγιά και στην Λάρισα, κατά την πρώιμη Βυζαντινή εποχή επιβεβαιώθηκε από τον μιλιοδείκτη των αρχών του 4ου αιώνα μ.Χ. ο οποίος ευρέθη κοντά στην Αγιά, εις το διαλυμένο, σήμερα, χωριό Βαθύρεμα.
Βοιβηΐς –Βοιβηΐδος;
Βοίβη είναι το όνομα της αποξηραμένης λίμνης του κάμπου της Αγιάς. Σήμερα αναφέρεται ως Κάρλα και τα χωριά Καστρί, Αμυγδαλή, Καλαμάκι, καλούνται παρακάρλια.
Το όνομα της λίμνης προέρχεται από την αρχαία πόλη Βοίβη, η οποία ευρίσκετο στην νοτιοανατολική όχθη και είναι γνωστή έως την πρώιμη Βυζαντινή εποχή. Στην ύστερη Βυζαντινή εποχή είναι γνωστή ως Κερκινίτις λίμνη, εις ανάμνησιν του Κερκίνεου (Καστρί). Ένα τμήμα της λίμνης, κοντά στην Κρίπου, ονομαζόταν Βάλτος. Στην Βυζαντινή εποχή, οι τοποθεσίες: Καστρί, Κανάλια, Κρίπους, Πέτρα (πιθανόν) και Μέλισσα, ήταν κοντά στις όχθες της λίμνης και έτσι προκύπτει το πλάτος της. Μαζί με την ιχθυο-παραγωγό λίμνη, ηφανίσθη και ένας οικιστικός πολιτισμός, αλιέων οι οποίοι τροφοδοτούσαν την Αγιά, τη Λάρισα και το Βόλο με ψάρια.
Γεωλογική σύστασις – έδαφος.
Γεωλογικώς εξεταζομένη η περιοχή της Ανατολής καθώς και ολόκληρος ο Θεσσαλικός ορεινός όγκος ανήκει κατά τον καθηγητή της Γεωλογίας Μαραβελάκην εις την Ελληνοϊλλυρικήν πτυχώδη χώραν, η οποία ανυψώθη κατά την ανωτέραν ολιγόκαινον υποπερίοδον της τριτογενούς περιόδου του καινοζωϊκού αιώνος.
Τα πετρώματα από τα οποία συγκροτείται ο ορεινός ούτος όγκος είναι κυρίως κρυσταλλοσχιστώδη και επικρατέστερον οι κρυσταλλοπαγείς σχιστόλιθοι διαφόρων ειδών και κρυσταλλοπαγείς ασβεστόλιθοι.
Ως προς το έδεαφος, ο ίδιος καθηγητής γράφει επί λέξει ότι «η ανωτέρω περιοχή, εις την οποίαν ανήκει το χωρίον, παρουσιάζει εδάφη πετρώδη διαβρωθέντα και αποκομισθέντα, φαιά και ερυθρόφαια δασικά επί ουχί ασβεστικών πετρωμάτων».
Μετεωρολογικά – Κλιματολογικά.
Τα μετεωρολογικά στοιχεία, τα οποία έχομεν εις την διάθεσίν μας δεν αποτελούν στοιχεία του χωρίου ακριβώς. Δεν υπάρχει εις τούτο ή πλησίον τούτου μετεωρολογικός σταθμός. Ο πλησιέστερος μετεωρολογικός σταθμός είναι ο του Αεροδρομίου Λαρίσης και ευρίσκεται εις απόστασιν 25 περίπου χιλιομέτρων (κατ’ ευθείαν υπολογιζομένων) εκ του χωρίου. Εκ των στοιχείων πίνακος μετεωρολογικών δεδομένων της πόλεως Λαρίσης, πλησίον της οποίας λειτουργεί ο σταθμός, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η μέση θερμοκρασία του αέρος ανέρχεται εις 15,9 βαθμούς Κελσίου. Η απόλυτος μεγίστη έφθασε 44 βαθμούς (21-7-1934), ενώ η σημειωθείσα απόλυτος ελαχίστη είναι -17,5 (2 και 25-1-1942). Τόσον από ιδικάς μας παρατηρήσεις, όσον και από την μακράν πείραν και τας παρατηρήσεις των κατοίκων του χωρίου προκύπτει ότι η θερμοκρασία του αέρος του χωρίου είναι κατά 10 τουλάχιστον βαθμούς κατωτέρα το θέρος και κατά πολύ ανωτέρα κατά τον χειμώνα από την θερμοκρασίαν της Λαρίσης.
Βροχαί.
Το περιγραφόμενον χωρίον καθώς και η Λάρισα ευρίσκονται εις το βροχομετρικόν ελάχιστον, το οποίον παρεμβάλλεται μεταξύ των μεγίστων της Πίνδου αφ’ ενός και των ανατολικών κλιτύων του Πηλίου, Μαυροβουνίου και Όσσης (Κισσάβου) αφ’ ετέρου.
Το μέσον μηνιαίον ύψος βροχής εις χιλιοστά του μέτρου κυμαίνεται εις την Λάρισαν κατά την δεκαετίαν 1933 έως 1942 αναλόγως των μηνών του έτους από 17,1 (Ιανουάριος) μέχρι 91,5 (Ιούνιος). Έχομεν την γνώμην ότι το βροχομετρικόν ύψος εις την Ανατολήν είναι μικρότερον εκείνου, το οποίον σημειούται εις την πόλιν της Λαρίσης. Τούτο εξάγομεν με πάσαν επιφύλαξιν πάντοτε εκ των κάτοθι γεγονότων, ήτοι:
1) Εκ του ότι οι ομβροφόροι βορειοανατολικοί άνεμοι, οι οποίοι πνέουν εις τας Θεσσαλικάς ακτάς του Αιγαίου πελάγους χάνουν κατά την άνοδόν των το μεγαλύτερον μέρος του όμβρου, τον οποίον φέρουν, ενώ όταν υπερπηδήσουν την οροσειράν του Κισσάβου (μέσον υπερθαλάσσιον ύψος 1.000 μ.) γίνονται θερμότεροι, ως καθοδικοί και κατά συνέπειαν απομακρύνονται από την κατάστασιν του κορεσμού ως πιστεύει η Μετεωρολογική επιστήμη. Και
2) εκ των παρατηρήσεών μας και των παρατηρήσεων των κατοίκων του χωριού, κατά τα οποίας, ενώ εις ολόκληρον την προς την Λάρισαν περιοχήν ελάμβανε χώραν βελτίωσις, δεν συνέβαινε το ίδιον και το χωρίον.
Συμφώνως προς τας επί σειράν ετών παρατηρήσεις των κατοίκων του χωρίου το πρωτεύον μέγιστον των παρατηρουμένων βροχών εμφανίζεται κατά τον Οκτώβριον και Νοέμβριον το δε δευτερεύον μέγιστον κατά τον Απρίλιον και Μάϊον. Όσαι εκ των βροχών λαμβάνουν χώραν κατά το φθινόπωρον έρχονται εκ της θαλάσσης ως επί το πλείστον χωρίς να λείπουν, όμως, και αι νοτιοδυτικαί τοιαύται (του λιβός).
Εξ όσων εμνημονεύσαμεν ανωτέρω περί θερμοκρασίας αέρος, βροχοπτώσεως κ.λ.π. προκύπτει ότι τόσον η απόλυτος όσον και η σχετική υγρασία του αέρος λαμβάνουν εις την περιοχήν του χωρίου «Ανατολή» τιμάς μικροτέρας από εκείνας της Λαρίσης.
Άνεμοι.
Ο άνεμος, ο οποίος έχει την μεγαλυτέραν συχνότητα (ετησίων) εις την Λάρισαν είναι ο Ανατολικός και κατόπιν τούτου ο Βορειοανατολικός. Εξ αυτών ο μεν Ανατολικός επικρατεί από του Μαρτίου μέχρι του Οκτωβρίου, ο δε Βορειοανατολικός από του Δεκεμβρίου μέχρι του Φεβρουαρίου.
Ο πρώτος τούτων, πνέων εις το χωρίον «Ανατολή» ονομάζεται υπό των κατοίκων κατά τους πρώτους μήνας της Ανοίξεως «φουσκοδενδριάς» και αργότερον «Αγιώτικος» ή «Παλιουργιάς». Ούτος συνήθως είναι ομβροφόρος (φέρει βροχήν). Ο Βορειοανατολικός αποκαλούμενος «Βοριάς» ή «Θαλασσινός» παρουσιάζει εις το χωρίον ασυγκρίτως μεγαλυτέραν έκτασιν παρά εις την Λάρισαν, πνέει δε εις αυτό καθ’ όλον το έτος.
Καθ’ όλην την διάρκειαν του έτους πνέει επίσης και ο καλούμενος «Βαρδάρης» ως και ο Βορειοδυτικός, ο οποίος εις το χωρίον ονομάζεται «Ολυμπίσιος». Κατά το τέλος του χειμώνος μέχρι και του Απριλίου πνέει εις το χωρίον και ο «Νοτιάς» ή «Πατρινός» καλούμενος υπό των χωρικών, ο οποίος προκαλεί τους οψίμους παγετούς. Τέλος εις το χωρίον πνέει ενίοτε και ο Νοτιοδυτικός άνεμος, ξηρός και θερμός, ο γνωστός «λίβας».
2.- Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Στη Θεσσαλία αναπτύχθηκε ένας από τους αρχαιότερους πολιτισμούς της Ευρώπης και της ανθρωπότητας ως αποτέλεσμα των γεωγραφικών και φυσικών πλεονεκτημάτων της.
Κατά τους ιστορικούς Ηρόδοτο, Απολλόδωρο και Στράβωνα, πριν από μερικές χιλιετίες τα όρη Όλυμπος και Όσσα, αποτελούσαν μια ενιαία οροσειρά. Τα νερά των βροχών και των πηγών δεν έβρισκαν διέξοδο στη θάλασσα. Η συνεχής ανύψωση της στάθμης των υδάτων μετέβαλε το θεσσαλικό λεκανοπέδιο που περικλείεται από τα όρη Όλυμπος – Όσσα – Πήλιο – Όθρυς –Πίνδος – Χάσια, σε μια απέραντη λίμνη. Μετά από σοβαρές γεωλογικές αναστατώσεις (κατακλυσμός του Δευκαλίωνα κατά την Ελληνική μυθολογία) προκλήθηκε το σεισμικό ρήγμα μεταξύ Ολύμπου και Όσσας, της Κοιλάδος των Τεμπών, και τα νερά της Θεσσαλίας εκκενώθηκαν στον Θερμαϊκό, αφήνοντας πίσω ως αποστραγγιστική αύλακα τον Πηνειό και τους παραποτάμους του και τα υπολείμματά της, την Βοιβηίδα – Κάρλα και την Νεσσωνίδα και μια μεγάλη εύφορη πεδιάδα.
Κατά την μυθολογία ο Δευκαλίωνας, γενάρχης των Ελλήνων, ήταν πρόγονος των Πελασγών και Θεσσαλών που διασώθηκε από αυτόν τον κατακλυσμό με τη σύζυγό του Πύρρα επιβαίνοντας σε πλοίο-κιβωτό. Για να δημιουργηθεί η Θεσσαλία των 12 θεών του Ολύμπου και της Κοιλάδος των Τεμπών και των πρώτων κατοίκων της των Περραιβών και της Πίνδου από όπου κατήλθαν οι πρώτοι Θεσσαλοί, του Πηλίου και της Όσσας, (βουνά των θρυλικών Κενταύρων), να ακολουθήσει η Αργοναυτική εκστρατεία του Ιάσωνα, η συμμετοχή των Θεσσαλών με τους άλλους Έλληνες στον Τρωϊκό πόλεμο, με τους Θεσσαλούς Μυρμιδόνες του Αχιλλέα και στα άλλα Ομηρικά τεκταινόμενα στον Θεσσαλικό και Ελλαδικό χώρο έως το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου.
Τα πρώτα εργαλεία και απολιθωμένα οστά ζώων της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής που βρέθηκαν στις όχθες του Πηνειού ποταμού το 1958 κοντά στη Λάρισα, χρονολογούνται από το 50.000 έως το 30.000 π.Χ. Από το 30.000 π.Χ. κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας στη Θεσσαλία επανεμφανίστηκαν μετά το τέλος των παγετώνων, περί το 700 π.Χ., δηλαδή στη Νεολιθική Εποχή στην Άργισα της Λάρισας και στο Σέσκλο της Μαγνησίας, στους οποίους πρώτους οικισμούς στον ευρωπαϊκό χώρο, διασώθηκαν υπόλοιπα καλλιέργειας σιταριού, ένδειξη υψηλού πολιτισμού εκείνης της περιόδου, αντίστοιχου των πρώτων παγκοσμίως οικισμών περί τον ποταμό Ευφράτη στη Μεσοποταμία. Το κενό αυτό ήρθαν να καλύψουν οι ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας των Τρικάλων, όπου διαπιστώθηκε συνεχής ανθρώπινη παρουσία από την Παλαιολιθική έως την Νεολιθική εποχή.
Τα κύρια χαρακτηριστικά που μας δίνουν τον ορισμό της Νεολιθικής Περιόδου, η οποία αποτελεί το τελευταίο χρονολογικά τμήμα της Εποχής του Λίθου είναι: α) Οι σημαντικές κλιματολογικές και γεωμορφολογικές μεταβολές, που καθορίζουν την περαιτέρω πορεία του ανθρώπου και β) το πέρασμα από το νομαδικό βίο στην μόνιμη εγκατάσταση.
Η Νεολιθική Περίοδος(1), η οποία ξεκίνησε με το τέλος των παγετώνων στην
——————————————————————————————————-
(1).- Νεολιθική περίοδος (6000-2800/2700 π.Χ.)
α) Αρχαιότερη Νεολιθική 6000-5000 π.Χ.
β) Μέση Νεολιθική περίοδος 5000 – 4000 π.Χ.
γ) Νεότερη Νεολιθική περίοδος 4000 – 2800/2700 π.Χ.
Ευρώπη, διήρκησε από την 7η μέχρι την 4η χιλιετία π.Χ., είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία ως η αρχή του παραγωγικού σταδίου, επειδή η μόνιμη εγκατάσταση ήταν το αποτέλεσμα της καλλιέργειας τα γης και συνοδεύτηκε με την εξημέρωση των ζώων. Οι δύο νέες πρακτικές στη ζωή του ανθρώπου οδήγησαν αντίστοιχα στην υιοθέτηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, δηλαδή μιας μικτής οικονομίας, η οποία απλώθηκε σταδιακά πρώτα στη Θεσσαλία και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Σήμερα διακρίνει κανείς τους πυρήνες της πρώτης αυτής εγκατάστασης στους μικρούς γηλόφους που βρίσκονται διάσπαρτοι σε ολόκληρη τη θεσσαλική πεδιάδα, τις γνωστές στη θεσσαλική διάλεκτο ‘μαγούλες’.
Οι θεσσαλικές πεδιάδες ήταν ήδη κατά τη νεολιθική εποχή πυκνοκατοικημένες. Ως οι πιο παλιοί κάτοικοι αναφέρονται οι αλλόφυλοι Πελασγοί, οι οποίοι κάποτε κατοίκησαν στη Θεσσαλιώτιδα και το Δώτιον, αλλά παρέμεινε μόνο το όνομά τους στην ανατολική επαρχία, την Πελασγιώτιδα(27). Αντίθετα οι Αιολείς είχαν ήδη ελληνικό αίμα και απ’ αυτούς πήρε η περιοχή το προθεσσαλικό όνομα Αιολίς, που στέριωσε κυρίως στη μεταγενέστερη περιοχή Θεσσαλιώτιδα(28).
Από τους παλαιότερους κατοίκους της πεδιάδας μετανάστευσαν όσοι αγαπούσαν την ελευθερία, κυρίως η αριστοκρατία και οι ακόλουθοί της. άλλοι αποτραβήχτηκαν στα ορεινά(29), αλλά οι περισσότεροι υποτάχτηκαν και ως Πενέστες έγιναν καλλιεργητές της γης των Θεσσαλών κυριάρχων(30). Αυτή η γη μοιράστηκε σε κλήρους στους οποίους στηριζόταν η στρατιωτική πολιτική(31). Γι’ αυτό αναφέρει ο Σοφοκλής: «έστιν τις αία Θεσσαλών παγκληρία», δηλαδή ότι αποτελεί μία περιοχή, το σύνολο των κλήρων των Θεσσαλών(32). Η κατοχή μεγάλων εκτάσεων από μεγαλοκτηματίες στις θεσσαλικές πεδιάδες είναι επομένως πανάρχαια. αυτό είναι ασφαλώς ένα επακόλουθο της φύσεως της χώρας. Μεγάλοι παγετοί, τέτοιοι που αποδεκατίζουν τα κοπάδια που βρίσκονται για να ξεχειμωνιάσουν στην πεδιάδα, άνυδρα, ζεστά καλοκαίρια, στα οποία χάνεται η συγκομιδή, ακρίδες και επιδημίες, επιφέρουν κατά καιρούς καταστροφές, τις οποίες δεν μπορεί να ξεπεράσει μια μικρή αγροτική ιδιο-κτησία, παρά μόνο μια μεγάλη γαιοκτησία με τα πιο μόνιμα βοηθητικά της μέσα(33).
——————————————————————————————————-
(27).- Ηρόδ. Ι 57. πρβλ. σχολ. Ιλ. Π 233.
(28).- Ηρόδ. VΙΙ 176, Διόδ. Σικελ. ΙV 67, 2, Ηρ. Ποντ. στον Αθήν. XIV 624 c, Απολλόδ. Ι 51, W.
(29).- Σελ. 125.
(30).- Busolt 285, 1 399, 2.
(31).- Σχολ. Ευρ. Ρήσος, 211, Swoboda 230, 10, E. Mayer 222, 1. Πρβλ. τη διαθήκη των ρωμαϊκών χρόνων για ένα αγρόκτημα με τους δούλους του κοντά στις Φέρες, Αρβ. αρ. 6.
(32).- Ο Στεφ. Βυζ., στη λ. Αία, δημιουργεί, εσφαλμένως, από αυτό μια πόλη της Θεσσαλίας. Πρβλ. σ. 138, Gruppe 550, I. Πρβλ. Κραννωνίων αίας. Παραλλαγή στον Καλλίμ. επιγρ. 64, 6. Meineke.
(33).- Δ. Τσοποτός, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας, Βόλος 1912, 45.
Από την 4η χιλιετία π.Χ έως το 1100 π.Χ. βρισκόμαστε στην αρχή μιας επαναστατικής πολιτιστικής περιόδου, την Εποχή της Χαλκοκρατίας(1), η οποία χαρακτηρίζεται από την χρήση του χαλκού στην παραγωγή εργαλείων, ενώ σημαντικότατο στοιχείο αυτής της περιόδου είναι η χρήση της Γραμμικής που ήταν μια πρώιμη μορφή ελληνικής γραφής.
Στην πεδιάδα, ορισμένες μαγούλες, θέσεις της Νεολιθικής περιόδου, φαίνεται πως εξακολουθούν να κατοικούνται και στη Χαλκολιθική περίοδο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δημιουργούνται νέες εγκαταστάσεις. Για την Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού πολλά νέα στοιχεία έρχονται στο φως από ανασκαφές αρχιτεκτονικών καταλοίπων σε θεσσαλικές θέσεις.
Μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα η Ύστερη Εποχή του Χαλκού (η Μυκηναϊκή περίοδος) θεωρούνταν μια περίοδος παρακμής για την Θεσσαλία. Ωστόσο η έρευνα των τελευταίων δεκαετιών έδωσε νέα ευρήματα στο θεσσαλικό χώρο που αποδεικνύουν ότι την περίοδο αυτή η Θεσσαλία αποτελούσε μια περιοχή που προσέφερε ασφάλεια και σταθερότητα στους κατοίκους της αφού παρατηρούμε ότι όλοι οι οικισμοί είναι στο σύνολό τους ατείχιστοι. Επίσης, παρατηρείται μια αύξηση του πληθυσμού στους οικισμούς γύρω από τον κόλπο του Παγασητικού, γεγονός που υποδεικνύει τη μεγάλη σημασία που είχε το λιμάνι της Ιωλκού. Από αυτό ξεκίνησε η πρώτη μεγάλη ναυτική εξόρμηση των Ελλήνων προς τις Ασιατικές ακτές, η γνωστή σε όλους Αργοναυτική εκστρατεία.
Ο μυκηναϊκός οικισμός στο Διμήνι, βρίσκεται στο μυχό του Παγασητικού κόλπου και αποδεικνύει με τον πιο λαμπρό τρόπο ότι η Θεσσαλία άνηκε στον Μυκηναϊκό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια έχει ανασκαφεί εκεί ένα τμήμα μιας μεγάλης μυκηναϊκής πόλης, που εμφανίζει μια καθαρή χωροταξική οργάνωση. Στο κέντρο της πόλης αναπτύσσεται ένα μεγάλο και σύνθετο αρχιτεκτονικό συγκρότημα, που στην ουσία αποτελεί ένα συνδυασμό από χώρους διαμονής, χώρους λατρείας, χώρους για παραγωγή βιοτεχνικών προϊόντων και αγαθών. Στο συγκρότημα αυτό κατοικούσε μια άρχουσα τάξη που γνώριζε τη Γραμμική Β γραφή και που ήταν σε επαφή με τον υπόλοιπο μυκηναϊκό κόσμο με τον οποίο πραγματοποιούσε ανταλλαγές. Οι άρχοντες αυτού του συγκροτήματος έχουν ταφεί στους δύο θολωτούς τάφους που βρίσκονται στα όρια του οικισμού.
——————————————————————————————————-
(1).- ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ (2800/2700-1100 Π.χ.)
α) Πρώιμη Εποχή 2800 – 2000/1900 π.Χ.
β) Μέση Εποχή (Μεσοελλαδικοί χρόνοι) 2000/1900-1580 π.Χ.
γ) Ύστερη Εποχή (Μυκηναϊκοί Χρόνοι) 1580-1100 π.Χ.
«Οι πρώτες δραστηριότητες ανθρώπων στην περιοχή του Νομού Τρικάλων(1) με βάση νεότερα στοιχεία προσδιορίζονται στην Παλαιολιθική περίοδο, στο σπήλαιο της Θεόπετρας, και είχαν σχέση με το κυνήγι και τη συλλογή καρπών.
Γύρω στο 10.000 π.Χ., με τη μεταβολή των περιβαλλοντικών και κλιματολογικών αλλαγών, διαμορφώνονται οι συνθήκες και στον ελλαδικό χώρο για την εμφάνιση του νέου τρόπου παραγωγικής διαδικασίας, της αγροτικής οικονομίας που στηρίχθηκε για χιλιάδες χρόνια στην μόνιμη εγκατάσταση (ακανόνιστα ορύγματα μέσα στο έδαφος και στη συνέχει καλύβες και σπίτια με λίθινα θεμέλια και πλιθιά), στη γεωργία (καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων) και στην άσκηση της κτηνοτροφίας (εξημέρωση αιγοπροβάτων, χοίρων και άλλων ζώων).
Στο θεσσαλικό χώρο και ειδικότερα στο δυτικό τμήμα της πεδιάδας, την 7η χιλιετία δημιουργούνται κοντά σε ρέματα, ποτάμια, έλη ή όπου υπήρχαν πηγές νερού, αρκετές μόνιμες εγκαταστάσεις από τις αρχές ακόμη του Νεολιθικού πολιτισμού. Πρόκειται για τις γνωστές «Μαγούλες», τα τεχνητά δηλαδή εξάρματα που είναι αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων στρωμάτων κατοίκησης στην ίδια θέση κατά τη Νεολιθική εποχή (7000 έως 3200 π.Χ.), όπως στη Μαγουλίτσα Αρτεσιανού, Μαγούλα Αγιοπηγής, Προδρόμου, Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, Κεφαλοβρύσου, Μακριά Μαγούλα κ.α. Ο νέος τρόπος παραγωγής, που απαιτούσε νέες τεχνικές, νέα εργαλεία, οδήγησε στην ανάγκη προμήθειας πρώτων υλών (οψιανός, πυριτόλιθος) για την κατασκευή λίθινων εργαλείων και αναπτύχθηκαν οδοί επικοινωνίας, χερσαίοι, ποτάμιοι, θαλάσσιοι και παράλληλα οι ανταλλαγές προϊόντων. Με το Νεολιθικό τρόπο παραγωγής είναι συνδεμένη η κατασκευή χειροποίητων αγγείων, χρηστικά αντικείμενα τα οποία οι γεωργοκτηνοτρόφοι των οικισμών χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση καρπών, την παρασκευή φαγητού και άλλες χρήσεις.
Στους οικισμούς της θεσσαλικής πεδιάδας αναπτύχθηκε υψηλό επίπεδο παραγωγής κεραμικής. Η κεραμική είναι η τέχνη για να μετατρέπεται η λάσπη σε συγκεκριμένα μορφικά αντικείμενα και αυτό με τη βοήθεια της φωτιάς σε κεραμικό πλατιάς χρήσης. «Η κεραμική είναι το χρυσάφι της προϊστορίας» (Γ. Χουρμου-ζιάδης). Σε αρκετές περιπτώσεις τα αγγεία είναι διακοσμημένα με γραπτά φυτικά μοτίβα, πλαστικά, εμπίεστα ή εγχάρακτα σχήματα. Τα σχήματα και οι τεχνικές διακόσμησης δανείζονται στοιχεία από τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοί-
——————————————————————————————————-
(1).- Λεωνίδα Χατζηαγγελάκη, Αρχαιολόγου, Διευθυντού της ΛΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων, (περί του νεολιθικού πολιτισμού και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στην περιοχή του νομού Τρικάλων). Εφημερίς «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» Λαρίσης.
κων της εποχής όπως την ξυλοτεχνία, την ψαθοπλεκτική, την υφαντική και διαφέρουν από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Χαρακτηριστικά ως προς τα σχήματα και τη διακόσμηση, είναι τα αγγεία από τον Πρόδρομο, τη Τζάνη Μαγούλα και το Τσαγγλί στη δυτικά Θεσσαλία καθώς επίσης και από το Σέσκλο και το Διμήνι στην ανατολική. Ιδιαίτερη πάντως κατηγορία αντικειμένων αυτής της περιόδου αποτελούν τα ειδώλια, συνήθως από πηλό, ενώ τα θέματα που απασχολούν τον νεολιθικό άνθρωπο είναι δύο: ο άνθρωπος και το ζώο. Από τα ανθρωπόμορφα ειδώλια, γυναικεία κυρίως και λιγότερο ανδρικά, αντλούνται πληροφορίες για την ενδυμασία, την κόμμωση, τα κοσμήματα κ.α. Τα ειδώλια φανερώνουν την ανάγκη των νεολιθικών ανθρώπων να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν μέσα από σύμβολα.
Αντίστοιχα για τη χρήση σφραγίδων από πηλό ή πέτρα που έφεραν ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, έχουν επίσης διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Οι σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις τονίζουν την κοινωνική τους λειτουργία».
Η εποχή που ακολουθεί (11ος – 8ος αιώνας π.Χ.), αναφερόμενοι πάντοτε στον θεσσαλικό χώρο, φέρει την ονομασία Σκοτεινοί Χρόνοι ή Εποχή του Σιδήρου, όρος που προέκυψε από την εμφάνιση και την γενίκευση της επεξεργασίας του σιδήρου, ενώ ο όρος Σκοτεινοί Χρόνοι σχετίζεται με το γεγονός ότι λίγα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτή την εποχή, αλλά και επειδή διαφαίνεται μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τις δραστηριότητες του ανθρώπου στην Ύστερη εποχή του Χαλκού.
Ωστόσο, προς το τέλος της Εποχής του Σιδήρου διαμορφώνονται νέες κοινωνικές δομές. Μεταναστευτικές ομάδες ήρθαν σε επαφή με τον υπάρχοντα πληθυσμό, δημιουργήθηκαν διάφορα ελληνικά φύλλα με ποικίλες διαλέκτους (ιωνική διάλεκτος στην Εύβοια – Αττική, αιολική διάλεκτος στη Θεσσαλία – Βοιωτία, δωρική διάλεκτος στα νέα φύλα).
Παρ’ όλες τις διαφορές, τελικά, διαμορφώθηκε ένα ενιαίο ελλαδικό σύνολο και γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. δημιουργήθηκε η πόλη-κράτος δηλαδή ένας αστικός οικισμός, ενώ διαμορφώνεται και μια κοινωνική οργάνωση: λαός, αριστοκρατία, φυλές, φατρίες, γένη.
Η παλαιότερη αναφορά των αρχαίων κειμένων για την πολιτική οργάνωση των Θεσσαλών διασώθηκε στις «Ιστορίες» του Ηρόδοτου, όπου δίδεται η πληροφορία ότι το Έθνος των Θεσσαλών ήταν οργανωμένο κατά κώμες. Η αρχαία Θεσσαλία, κατά τους ιστορικούς χρόνους, διαιρείται διοικητικά σε τέσσερις τετράδες: την Πελασγιώτιδα, τη Φθιώτιδα, την Εστιαιώτιδα και την Θεσσαλιώτιδα, που συναποτελούσαν το «Κοινό των Θεσσαλών» και γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή κυρίως κατά την περίοδο μετά το 500 π.Χ. με τη Θεσσαλική Νομισματική Ένωση του Κοινού των Θεσσαλών: Λάρισας, Τρίκκης, Φαρκαδώνας, Φερρών, Σκοτούσας, και με έδρα κοινών εκδηλώσεων το αρχαίο θέατρο της Λάρισας, με πανθεσσαλικούς ιππικούς, αθλητικούς, μουσικούς, φιλολογικούς, θεατρικούς και χορευτικούς αγώνες και το οποίο επέζησε ως συνέδριο των 300 αντιπροσώπων από όλες τις θεσσαλικές πόλεις. Με διοικητική οργάνωση, που σταδιακά διαμορφούμενη σε δύο φάσεις, τελικά περιλάμβανε την Αγορά του Δήμου, τη βουλή, τον ταγό, τον γραμματεύοντα, τους θεσμοθέτες, τους ιερομνήμονες, τους γυμνασίαρχους, τους ιππάρχους, τους ταμίες, τους εξεταστές και τους αγορανόμους έως και τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. οπότε άρχισαν οι εμφύλιοι πόλεμοι των Ρωμαίων. Περιφερειακά της Θεσσαλίας ήταν εγκατεστημένοι λαοί που αποτελούσαν τους περιοίκους και οι οποίοι είχαν αρχικά, άμεση συνεργασία και ενσωματώθηκαν αργότερα από τους Θεσσαλούς. Περίοικοι ήταν οι Μαλλιείς και οι Αινιάνες στα νότια, οι Αθαμάνες και οι Δόλοπες στα δυτικά, οι Περραιβοί στα βόρεια, οι Μάγνητες στα ανατολικά και οι Αρχαίοι Φθιώτες στα νοτιοανατολικά. Ενώ στην ακμή της η Θεσσαλία δημιούργησε και πελασγική αποικία στη Λέσβο.
Οι Θεσσαλοί διαίρεσαν την περιοχή που κυρίευσαν, δηλαδή τις δύο πεδιάδες που διασχίζει ο Πηνειός και τα βουνά που τις χωρίζουν, σε τέσσερα τμήματα, από τα οποία ήσαν αποκλεισμένοι οι λαοί της περιφέρειας. Αυτή η διαίρεση ανάγεται πιθανόν στην διάρθρωση των φυλών των Θεσσαλών εποίκων(34). Ο Αριστοτέλης αποδίδει τον διαχωρισμό αυτόν στον μυθικό Αλεύα. Τα ονόματα των τετράδων διατηρήθηκαν επίσης στο κείμενο της συμμαχίας(35) ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Θεσσαλούς, του έτους 361-360 π.Χ. Όπως φαίνεται και από την μέχρι τώρα περιγραφή των συνόρων των τετράδων, αυτές δεν είχαν ο ίδιο μέγεθος. Στον κατάλογο των λαών του Κοινού των Κορινθίων, 338-337 π.Χ., οι Θεσσαλοί έχουν 10 ψήφους, ένας αριθμός που δεν διαιρείται ακριβώς με το τέσσερα(36). Η τετραρχία αναφέρεται για τελευταία φορά την εποχή του Φιλίππου Β΄ (37). Αυτή στο Κοινό των Θεσσαλών ήδη από το 196 π.Χ. δεν έπαιζε πια κανένα ρόλο. Κατά τη νέα διαίρεση
——————————————————————————————————-
(34).- Wilamowitz, Ηρακλής Ι 13, 24. Ήδη ο Εκαταίος κατονομάζει στον Στεφ. Βυζ. λ. Κραννών, FCrHist. 1 F, την Πελασγιώτιδα και ο Ηρόδοτος Ι 56, 57 την Φθιώτιδα, Εστιαιώτιδα, Θεσσαλιώτιδα. Η ύπαρξη των τετράδων προϋποτίθεται στο α΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. όταν ήταν «τετράρχης» ο Ακνώνιος (Syll3 274, II) και μαρτυρείται το 434 π.Χ. από τον Ευριπίδη (Άλκηστις 1155). Όλες μαζί οι τετράδες απαριθμούνται στα Θετταλικά του Ελλάνικου (F. Gr. Hist. 4 F. 52) και στην Κοινή Θετταλών Πολιτεία του Αριστοτέλη. Για ποιο λόγο ο Απολλόδωρος στον κατάλογο των πλοίων (FHG I 459, 174) στη θέση της Εστιαιώτιδος αναφέρει την Ιωλκίτιδα, δεν είναι σαφές.
(35).- IG II2 175, Pomton, Philol. 77, 1921, 197, 4, Swoboda ό.π. 77, 1022, 425, 1 και Staatsalt 232, 5.
(36).- Syll3 260b 2.
(37).- Δημοσθ. ΙΧ 26, Θεόπομπ. FHGI 317, 234, Syll3 274. VIII (του έτους 337).
των επαρχιών από τον Αύγουστο(38), εξαφανίστηκε εντελώς η πολιτειακή διαφορά ανάμεσα στη Θεσσαλία, δηλαδή στην παλιά χώρα των τετράδων της Θεσσαλίας και στις περίοικες περιοχές. Το όνομα Θεσσαλία περιλαμβάνει τώρα ολόκληρη την περιοχή βόρεια της επαρχίας της Αχαΐας και έξω από τις Θερμοπύλες μέχρι την Περραιβία(39). Όταν αργότερα ο Πτολεμαίος διαίρεσε αυτή τη διευρυμένη περιοχή κρατώντας το όνομα των παλιών τετράδων, κατά την ενσωμάτωση των μεμονωμένων πόλεων των περίοικων περιοχών, οι οποίες στην πραγματικότητα ποτέ δεν μπορούσαν να ανήκουν σε μια τετράδα, οδήγησε σε αυθαιρεσίες, όπως π.χ. οι Παγα-σές και η Δημητριάς της Μαγνησίας δόθηκαν στη Φθιώτιδα, οι Χυρετίες της Περραι-βίας στη Εστιαιώτιδα, ενώ άλλες πόλεις της στην Πελασγιώτιδα(40).
Η μέχρι σήμερα έρευνα για το χρόνο δημιουργίας των αρχαίων πόλεων στη Θεσσαλία δεν έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα, αφενός επειδή οι πληροφορίες των αρχαίων πηγών δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς, αφετέρου επειδή τα αρχαιολογικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη των αστικών κέντρων δεν έγινε ταυτόχρονα. Ωστόσο, η ανίχνευση της ιστορίας κάθε μιας πόλεως χωριστά μπορεί να γίνει σύμφωνα με το σύνολο των πληροφοριών που έχουν διασωθεί
(κείμενα ιστορικών, φιλολογικές πηγές, επιγραφικές μαρτυρίες, αρχαιολογικά ευρήματα, συγκριτική ιστορική αξιολόγηση ευρημάτων διαφορετικών περιοχών).
Η πιο αποφασιστική στιγμή στη ζωή του ελληνικού κόσμου, η οποία δεν άφησε ανεπηρέαστη και την περιοχή της Θεσσαλίας, είναι αυτή στα μέσα του 4ου αιώνος π.Χ., όταν μια νέα δύναμη κυριαρχεί στα ελληνικά πράγματα από το 334 π.Χ. και στην Θεσσαλία: οι Μακεδόνες. Η περίοδος αυτή ονομάζεται Ελληνιστική και έχει όριό της την έναρξη της κυριαρχίας των Ρωμαίων στην Ελλάδα από το 197 π.Χ. και στη Θεσσαλία το 146 π.Χ.. Η εποχή αυτή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά στις τέχνες, στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία. Στο πλαίσιό της βρίσκεται η εποχή του Φιλίππου, του Μ. Αλεξάνδρου, των διαδόχων του και επηρεάζει και επηρεάζεται από τη Θεσσαλία μέχρι την κυριαρχία των Ρωμαίων.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο (από το 324 μ.Χ. με την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως), στη Θεσσαλία έως τον 10ο αιώνα εμφανίζεται αδύνατη η παρουσία των βυζαντινών αρχών στον χώρο της και δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες επιδρομές, ξεκινώντας από το 396 μ.Χ. με τους Γότθους, αργότερα με τους Ούννους,
——————————————————————————————————-
(38).- Marquardt, Rom. Staatsverwaltung I2, 1881, 330 κε. Mommsen Rom. Gesch. V 1885, 234, 1.
(39).- Στραβ. V 221, XVII 840, Παυσ. Χ 8, 3, Detlevsen, Παγκόσμιος Χάρτης του Αγρίππα στο Sieglin Quellen und Forsch. XIII 1906, 32
(40).- Dittemberger Herm. 33, 1898, 325 A., Kip 114.
τους Σλάβους, τους Νορμανδούς, τους Ενετούς και αργότερα με τους Καταλανούς το 1309 μ.Χ. και τους Σέρβους το 1346 μ.Χ..
Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο χώρος της Θεσσαλίας, ως νοείται κατά την περίοδο αυτή, με ζωή στις σημαντικότερες πόλεις και οικισμούς της κλασικής περιόδου, υπάγεται στη γενικότερη διοικητική διαίρεση της «υπαρχίας» του Ιλλυρικού. Η έκτασή της είχε διαμορφωθεί παλαιότερα, επί των διαδόχων του Διοκλητιανού και εμφανίζεται σε γενικές γραμμές ως εξής:
Προς βόρεια τα σύνορα περιελάμβαναν ένα τμήμα του κάτω Ολύμπου με την Φίλα και την Ομόλη βόρεια της Όσσας και εν συνεχεία ανέρχονταν προς τη λίμνη Λακορίδα (Εζερός ή Καλλιπεύκη), κατόπιν στρέφονταν μέχρι της διαβάσεως της Πέτρας και έφθαναν έως τη Δολίχη Ελασσόνας. Προς δυτικά η κορυφογραμμή των Χασίων έως την Πίνδο αποτελούσαν τα φυσικά σύνορα. Προς νότια η κοιλάδα του Σπερχειού επίσης αποτελούσε το όριο προς την Αιτωλία, Λοκρίδα και Φωκίδα. Τέλος προς ανατολικά η θάλασσα του Αιγαίου πελάγους ορίζει την περιοχή της Θεσσαλίας.
Κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. ο γεωγραφικός όρος «Θεσσαλία» εκτείνεται νοτίως μέχρι των Θερμοπυλών, κατά δε τον 6ο αιώνα βάσει των αρχαιολογικών δεδομένων και των σύγχρονων έργων γεωγραφίας η επαρχία της Θεσσαλίας κυβερνάται από δικό της ηγεμόνα και εξακολουθεί να υπάγεται στην «υπαρχία του Ιλλυρικού». Έφθανε προς τα Β.Δ. μέχρι της Διοκλητιανουπόλεως παρά την λίμνην της Καστοριάς και δυτικά με την πόλη Γόμφους, ενώ προς ανατολικά επεκτείνετο έως και τις Βόρειες Σποράδες.
Μέχρι του τέλους του 7ου αιώνα η Θεσσαλία, ως προς την διοικητική ορολογία αποδίδεται στην ομώνυμο επαρχία με την αδρομερώς περιγραφείσα ανωτέρω γεωγραφική έκταση.
Ακολούθως η Θεσσαλία, σε μια βυζαντινή περίοδο με ελλιπή στοιχεία και πηγές, ανήκει πρώτα στο «Θέμα της Μακεδονίας» από τον 8ο αιώνα μ.Χ. και στο «Θέμα της Ελλάδας» αργότερα με έδρα τη Λάρισα κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ.
Κατά τον 12ο αιώνα και μέχρι του 1453, η οργάνωση των «Θεμάτων» παρακμάζει και συντελεί στη δημιουργία νέων περιορισμένων διοικητικών μονάδων με ιδίαν ονομασία. Για τον Θεσσαλικό χώρο, αναφέρονται οι επαρχίες Βελαχατίβης και Βλαχίας, η «επίσκεψις Δημητριάδος», η επαρχία Λαρίσης, οι δύο Αλμυροί, η «επίσκεψις Δομοκού και Βεσαίνης» κ.α. Οι πλέον ασφαλείς και σαφείς πληροφορίες προέρχονται από αρχαιολογικά τεκμήρια, που ήλθαν στο φως είτε από τις ανασκαφικές εργασίες είτε εκ της μελέτης των υφιστάμενων μνημείων, εκ των οποίων λίγα μόνο ανάγονται στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως οι παλαιοχριστιανικοί χώροι της Ν. Αγχιάλου, της πόλεως της Λάρισας, της πάλαι ποτέ Περραιβικής Τρίπολης βορείως της Ελασσόνας, της Φιλίας στην Καρδίτσα, στα Τρίκαλα και στις Β. Σποράδες. Άλλοι σημαντικοί χώροι ως η Ι. Μονή της Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα, οι κατά τον 14ο αιώνα φάσις των μονών των Μετεώρων, η Ι. Μονή του Δημητρίου στο Στόμιο Λάρισας, ο Ι. Ναός του Αγίου Νικολάου στα Κανάλια Μαγνησίας και οι 15 περίπου μικρές μονές της ανατολικής Όσσας (από Δερματά έως και Ευρυμενές), του γνωστού ως «Όρος των Κελλίων». Ο Ι. Ναός της Παναγίας Βαθυρέματος Αγιάς, 9ος αιώνας, ίσως και τα υπόλοιπα καταγεγραμμένα της μεσοβυζαντινής περιόδου, καθώς και άλλα μοναστήρια των Σποράδων. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και η ίδρυση της μεσαιωνικής πρωτεύουσας «Κάστρο» της Σκιάθου, στην οποία σήμερα σώζονται μόνο τρεις εκκλησίες.
Μεταξύ του 1393 μ.Χ. έως 1423 μ.Χ. ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα δύο επαναστατικά κινήματα στη Θεσσαλία το 1440 και 1494 μ.Χ. που κατέληξαν στη συμφωνία αυτονομίας ορεινών θεσσαλικών περιοχών – του Ταμασίου και του 1600 και 1611 μ.Χ., κατεστάλησαν όπως και η μεταγενέστερη συμμετοχή της Θεσσαλίας στα Ορλωφικά (1770 – 1774). Σειρά θεομηνιών στη διάρκεια κυρίως του 17ου αιώνα επιδείνωσαν τη ζωή των Θεσσαλών αγροτών, οι οποίοι σε όλη την ιστορική τους διαδρομή, έως και τα νεότερα χρόνια, ζούσαν σε συνθήκες σκληρής δουλοπαροικίας.
Η έλλειψις ανασκαφικών δεδομένων και επιστημονικών πορισμάτων, δεν επιτρέπουν την συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την Αγιά κατά τους αρχαίους χρόνους. Εις την εισήγησή του ο κ. Τουφεξής(χ) περιγράφει συνοπτικά ένδεκα προϊστουρικούς οικισμούς: 1) Μαρμαρίνης, 2) Δήμητρας, 3) Προφ. Ηλία Ανάβρας, 4) Ανάβρας, 5) Αγιάς, 6) Καστρίου, 7) Αμυγδαλής, 8) Καλαμακίου, θέση «Γκούβα», 9) Καλαμακίου, θέση «Μαγούλα, Τσερλή», 10) Καλαμακίου, θέση «Σπανέϊκο Πηγάδι», 11) Καλαμακίου, θέση «Παλιόσκαλα». Ανατολικά της πόλεως Αγιάς σε μικρή απόσταση από τα σπίτια, έχει επισημανθεί προϊστορικός οικισμός στην θέση «Κωσταρή», ενώ αρκετές επιτύμβιες στήλες και επιγραφές μαρτυρούν την συνέχεια της οικήσεως της κατά τους ύστερους χρόνους της Αρχαιότητας και κατά
——————————————————————————————————————————————
(χ).- Τουφεξής Γεώργιος, «Προϊστορικοί οικισμοί της Επαρχίας Αγιάς», Πρακτικά Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συνεδρίου, Αγιά 2002, σελ. 19-27.
τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα η σύγχρονη πόλη της Αγιάς οι αρχαίες πηγές και οι νεώτεροι περιηγητές δεν τοποθετούν την ύπαρξη καμιάς αρχαίας πόλης ωστόσο οι επιφανειακές έρευνες των τελευταίων ετών, έχουν δείξει ότι τα υψώματα γύρω από τη σημερινή Αγιά κατοικούνταν συστηματικά. Εις μικράν απόσταση, δυτικά της Αγιάς, έχει ανασκαφεί Ρωμαϊκό λουτρό, 700μ. παράπλευρα της δημοσίας οδού, στο ύψος του χωριού Νερόμυλοι. Στις θέσεις Κάστρο, Γκολεμάν, Καλύβια και στην περιοχή μεταξύ του Κάστρου και του σημερινού χωριού Νερόμυλοι βρίσκει κανείς όστρακα από τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι και της Τουρκοκρατίας σε μιαν αδιάκοπη συνέχεια. Άλλωστε, ενώ είχε υποστηριχθεί από τους Γεωργιάδη και Κρομάγιερ η θέση του αρχαίου Συκουρίου στην Μαρμαρίνη, κάτι που απέρριψε ο Φρίντριχ Στέλιν το 1924, ο Γάλλος αρχαιολόγος Μπρούνο Ελί (Bruno Helly), τοποθετεί το αρχαίο Συκούριο δυτικά της Αγιάς, δηλαδή, στα όρια μεταξύ Νερομύλων –Ρωμαϊκού Λουτρού (χωρίς επιγραφική τεκμηρίωση).
Στο χωριό Ανάβρα της Αγιάς, χρονολογείται οικισμός στο λόφο του προφήτου Ηλιού, από τη νεότερη Νεολιθική περίοδο (3000 π.Χ.). τα όστρακα της προϊστορικής εποχής που εντοπίζονται κυρίως στους ανατολικούς πρόποδες και στην κορυφή του υψώματος, οδηγούν σ’ αυτή την χρονολόγηση και δείχνουν συνέχεια της κατοίκησης τόσο κατά την περίοδο του χαλκού, όσο και κατά την κλασσική αρχαιότητα (5ος-4ος π.Χ.). Δεύτερος προϊστορικός οικισμός έχει εντοπισθεί στις νότιες παρυφές μαγούλας όπου διέρχεται ο δρόμος Ανάβρας-Πλασιάς (4000 π.Χ.-2500 π.Χ.).
Στον αύλειο χώρο του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Αγιάς (1569 μ.Χ.) ευρέθηκαν κίονες και ένα κιονόκρανο του 6ου αιώνος μ.Χ.
Πλησίον της Αγιάς (6,5 χλμ. Δυτικά) ευρίσκεται το Γερακάρι. Το όνομα του χωριού υποδηλώνει ίσως ιδιοκτησία κάποιου Γερακάρη (ιερακοτρόφου), αν και έχει υποστηριχθεί ότι προέρχεται από Ιερό του Απόλλωνα «Ιερά Καρυά». Στην θέση Παλιόκαστρο (2 χλμ. Βορειοανατολικά) του Γερακαρίου, τοποθετείται η αρχαία πόλη Λακέρεια(3α), (κοντά σε θολωτό τάφο που αποκαλύφθηκε το 1972).
Στην ευρεία περιοχή μεταξύ Γερακαρίου και λόφου Παλιόκαστρο(3β), συναντά-
——————————————————————————————————-
(3α).- Κατά πληροφορίες του προϊσταμένου των κλασσικών Αρχαιολόγων εις Λάρισα κ. Αθαν. Τζιαφάλια με τον οποίο είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε τον Νοέμβριο του 2006, (Πινακοθήκη Λάρισας 8-9-10/11/2006), η Λακέρεια και η Άμυρος έσβησαν περί τα τέλη του 4ου αιώνος π.Χ. και ίσως να ταυτίζονται, ως μια πόλις.-
(3β).- Στην ενδοχώρα της επαρχίας Αγιάς και στο λεγόμενο Αμυρικό πεδίο που βρίσκεται κατά μήκος του δρόμου Καστρί-Αμυγδαλή-Πλασιά-Νεοχώρι στα όρια της τέως λίμνης Κάρλας αναφέρονται από συγγραφείς και περιηγητές και άλλες αρχαίες πόλεις όπως είναι η Άμυρος και η Λακέρεια που κατά μια εκδοχή θεωρείται η γενέτειρα του Ασκληπιού.
Ανασκαφές έχει κάνει η ΙΕ΄ Ε.Π.Κ.Α. στη δεκαετία του 1970 και μέχρι σήμερα στα λείψανα της Ακρόπολης που θεωρείται ότι ανήκει στην Αρχαία Λακέρεια (σημερινό Παλαιόκαστρο Νεοχωρίου μέσα στα διοικητικά όρια του Γερακαρίου) οι οποίες έφεραν στο φως λείψανα του οχυρωματικού περίβολου της πόλης καθώς και μεγάλων δημόσιων κτιρίων στην κορυφή.
Επίσης στο χώρο του Νεκροταφείου της πόλης είχε ερευνηθεί από τον Έφορο Αρχαιοτήτων κ. Κων. Γαλλή ένας κτιστός πυραμιδοειδής τάφος των κλασσικών χρόνων. Όλα δείχνουν ότι επρόκειτο για μια σημαντική πόλη των αρχαίων χρόνων που δυστυχώς δεν έχει ταυτιστεί με την αρχαία Λακέρεια λόγω έλλειψης κάποιας επιγραφής ή ψηφίσματος που να πιστοποιεί το όνομα της πόλης.
με όστρακα των κλασσικών και των ρωμαϊκών χρόνων. Το δε 1978 μετά από ραγδαία βροχόπτωση, ένας χείμαρρος από την Όσσα ανέσκαψε περιβόλι με αμυγδαλιές και έφερε στην επιφάνεια ημικυκλική αψίδα ναού των πρώτων Βυζαντινών χρόνων.
Ανατολικώτερα της Αγιάς και στην Κάτω Σωτηρίτσα όπου η θέση «Άγιος Ιωάννης» διακρίνονται τα ερείπια ενός μεγάλου ορθογωνίου κτίσματος, τμήματα από μονόλιθους κίονες και άλλα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία ευρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς. Όλα αυτά, ανάγονται στην Παλαιοχριστιανική περίοδο και είναι ενδεικτικά της υπάρξεως ενός οικισμού.
Στο παράλιο τμήμα της επαρχίας Αγιάς εντοπίσθηκε τυχαία το 1985 σε οικόπεδο, Βυζαντινό κτίσμα. Αποκαλύφθηκε η νότια είσοδος του, με το κατώφλι in situ και τμήμα του δαπέδου του. Σε μικρή απόσταση από το καταχωσμένο κτίριο (1,5
χλμ. δυτικά) πλάι στον δρόμο Αγιοκάμπου έχουν αποκαλυφθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τάφοι της Βυζαντινής περιόδου.
Ο υπερκείμενος της Αγιάς λόφος στις υπώρειες του οποίου είναι δομημένη η συνοικία του Αγίου Αθανασίου ονομάζεται Παλαιόκαστρο. Έκτος από το όνομα το οποίο μαρτυρεί την ύπαρξη μιας οχύρωσης στο σημείο αυτό υπάρχουν διάσπαρτα όστρακα και ελάχιστα ίχνη βυζαντινού κάστρου, τα οποία εξηφάνισε τα τελευταία χρόνια η εντατική μετατροπή του χώρου σε περιβόλια.
Ορισμένοι, πιθανολογούν ότι εδώ υπήρχε η πόλη Δώτιον, την οποία μνημονεύει ο Στέφανος Βυζάντιος. «Πλησίον της Μαρμάριανης(4α) (σημερινής Μαρμαρίνης), υψώνεται το βουνό Χασάμπαλι (447μ.) Περίπου τρία χιλιόμετρα βόρεια της κύριας κορυφής, σε υψόμετρο 120μ. πάνω από την πεδιάδα, βρίσκονται τα λατομεία των ατρακίων(4β) μαρμάρων (verde antico), από τα οποία προέρχονται οι μονολιθικοί κίονες της Αγίας Σοφίας(5).
Αυτό το μάρμαρο αποτελείται από πράσινες σερπεντίνες με ασβεστώδεις λευκές κηλίδες.
——————————————————————————————————-
(4α).- Ο Ατράκιος λίθος (λευκός σαν χιόνι) από το Κουτσόχερο, έδωσε το όνομά του, ως ετικέτα, και στα πράσινα μάρμαρα της Μαρμάριανης, τα οποία ταξίδευαν στην Ρώμη, (2ος-3ος αι.) εκόσμισαν την Αγιά-Σοφιά και ήταν Αυτοκρατορική κτήσις (11ος αι.).
(4β).- ΑΤΡΑΞ. Αρχαία θεσσαλική πόλη, στη δεξιά όχθη του Πηνειού, 1 χλμ. β.δ. του χωριού Κάστρο (παλιά Αλήφακας) της Λάρισας, σε μία προεξοχή του βουνού Τίτανος. Ιστορικά: Ο αρχαιοθεσσαλικός οικισμός αναφέρεται και στην πρώιμη Βυζαντινή εποχή. το ατραγικό μάρμαρο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ στην Αρχαιότητα και για το χτίσιμο της Αγιάς Σοφιάς στην Κων/πολη, δεν προέρχεται από τον Άτραγα, αλλά από μια περιοχή του Μόψιου όρους (παλιά Χασάμπαλη), 15 χλμ. β.α. της Λάρισας. Στην Βυζαντινή εποχή υπήρχε εδώ οχύρωση για τον αποκλεισμό της διόδου του Πηνειού, η οποία ενώνει τη δυτική με την ανατολική θεσσαλική πεδιάδα.
(5).- Paulus Silent., Descript. S. Sophiae, Βόννη 1837, ΙΙ 224 κ.έ. και Στ. Γουλούλη, Η Βυζαντινή μονή του Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών, Λάρισα, …… σελ. 132.
Η περιοχή της Μαρμάριανης βρίσκεται σε μέρος στρατηγικής σημασίας. Ο ευρύτερος χώρος του οικισμού της ορίζεται ανάμεσα στην Όσσα (ανατολικά), την λίμνη Κάρλα (νότια), το όρος Μόψιον, όπου τα λατομεία του πράσινου λίθου (βόρεια), και την πεδιάδα (δυτικά). Από την περιοχή περνούσε η κεντρική οδός Τεμπών – Συκουρίου – Αγίου Νικολάου Φονιά – Καστρίου Αγιάς, με κατάληξη την Δημητριάδα αλλά και η οδός Λαρίσης-Μελίβοιας(5α). Γι’ αυτό το λόγο προστα-τευόταν με κάστρο-παρατηρητήριο, πάνω από το χωριό. Στη θέση ΤΑ 721 του χάρτη της ΓΥΣ 1:50000 σημειώνεται πράγματι «Παλαιόκαστρο». Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, η εκεί εγκατάσταση χρονολογείται στις αρχές του 6ου αι. μ.Χ.(5β).
Στην περιοχή της Μαρμάριανης υπάρχει διαχρονική ανθρώπινη παρουσία. Ο προϊστορικός οικισμός διατηρείται σε μεγάλη έκταση στα δυτικά του χωριού και του μεγάλου ρέματος (Λάκκος). Έχουν εντοπισθεί στρώματα από την νεότερη νεολιθική εποχή, την πρώιμη χαλκοκρατία και την μυκηναϊκή περίοδο, όπως και τάφοι της γεωμετρικής εποχής. Ο ρωμαϊκός οικισμός διατηρείται σε μεγάλη έκταση λίγο προς τα δυτικότερα του σημερινού οικισμού (Γ. Τουφεξή και Α. Ζαούρη, αρχαιολόγων της ΙΕ΄ Ε.Π.Κ.Α. Λάρισας). Διακρίνονται πάνω από το χωριό μεγαλιθικές κατασκευές (τείχη) και όστρακα αδιευκρίνιστης χρονολογίας, πάντως ανήκοντα στην Αρχαιότητα και σε εποχή που οι κάτοικοι ζητούσαν περισσότερη ασφάλεια.
Όστρακα βυζαντινής περιόδου (εφυαλωμένα κ.α.) διακρίνονται στη γύρω περιοχή. Περισσότερο όμως παρουσιάζει ενδιαφέρον ένα βυζαντινό μνημείο, τα θεμέλια του οποίου αποκαλύφθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 80 από το ρέμα του Λάκκου. Εντοπίσθηκε περίπου ένα χιλιόμετρο δυτικά του χωριού και ανατολικά του οδικού άξονα, στη θέση «Μύλος του Μπέη». Πρόκειται για έναν τοίχο ναού με τοιχογραφίες της βυζαντινής περιόδου, που περιέχουν ανεικονικό διάκοσμο. Γύρω υπάρχουν κομμάτια αρχιτεκτονικών γλυπτών ρωμαϊκής εποχής.
Όστρακα της μεσο-βυζαντινής εποχής δείχνουν ότι η Αγιά ήταν ανεπτυγμένη προς τα ανατολικά, στην περιοχή «Σωτηρίτσα», όπου έχουν εντοπισθεί και τάφοι της ίδιας περιόδου.
——————————————————————————————————-
(5α).-Α. Αβραμέα, Θεσσαλία, 72. Η στρατιωτική οδός χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά την ελληνιστική εποχή. Βλ. Β. Δούσμανης, «Στρατιωτική γεωγραφία της Θεσσαλίας», Θεσσαλικά Χρονικά 5 (1936), 3 κ.ε.. Για το δρόμο Λάρισα-Μελίβοια βλ. F. Mottas – J. C. Decourt, “ Voies et milliares romaines de Thessalie”, BCH, 121 (1997), 343-344.
(5β).- Ζ. Εσφιγμενίτης, Προμηθεύς, Ι΄ (1898), 254. Κ. Θεοδωρόπουλος, «Το Παλιόκαστρο στην περιοχή του Τσιγγενέ της Ανατολής». Η Ανατολή της Αγιάς (Σελίτσανη): Ιστορικές Μελέτες:Πρακτικά ημερίδων 2ο -8-1994 και 12-8-1995, Έκδ. Συλλόγου Ανατολιτών, «Ιωάννης ο Πρόδρομος», Αγιά 1998, 41-52.
Η κυριότερη πόλη της Αρχαίας Μαγνησίας ήταν όπως είναι γνωστό η Δημητριάδα που βρίσκονταν στο νότιο τμήμα της στον Παγασητικό κόλπο, ενώ στο βόρειο τμήμα της διέπρεψε το Ομόλιο που βρίσκονταν στην πλαγιά του Κισσάβου πάνω από το σημερινό χωριό, σε υψόμετρο 233μ.
Το Ομόλιο ήταν η σπουδαιότερη πόλη του Βόρειου τμήματος και είχε μεγάλη ακμή μέχρι τον 3ο π.Χ. αιώνα. Διέθετε νομισματοκοπείο και έκοβε δικά του χάλκινα νομίσματα. Από τα ευρήματα του Ομολίου διαπιστώθηκε ότι το αρχαίο Ομόλιο ανέπτυξε μια εξαιρετικά υψηλή αγγειοπλαστική τέχνη. Στις υπώρειες της πόλης κοντά στον Πηνειό, υπήρχαν εργαστήρια κατασκευής πήλινων αντικειμένων. Οι τεχνίτες έπαιρναν χώμα από την τοποθεσία «Κοκκινόχωμα» όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Χρ. Γ. Μπλέτα «Τα Τέμπη και η γειτονική περιοχή». Εκεί εύρισκαν κατάλληλο χώμα για την κατασκευή διάφορων κεραμικών ειδών όπως αγαλμάτων, αμφορέων, κεράμων και άλλων ειδών οικιακής χρήσεως (στάμνες, πιθάρια κ.λ.π.). Μεταξύ των κεραμικών αντικειμένων που βρέθηκαν στο αρχαίο Ομόλιο που εντυπωσιάζουν είναι ένα πήλινο πέλμα δεξιού ποδιού μήκους 95 εκατ. που φέρει στην κνήμη ανάγλυφο κεραυνό. Ανήκει σε άγαλμα ύψους 5 μέτρων περίπου.
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα που υπάρχουν στα Μουσεία Λαρίσης και Βόλου, αποδεικνύεται ότι το Ομόλιο ανέπτυξε αξιόλογο πολιτισμό. Ήταν ο τόπος όπου συνέρχονταν οι αντιπρόσωποι των γειτονικών φύλων Μαγνήτων, Περραιβών, Φθιωτών, που είχαν συνάψει ένσπονδο συμμαχία (αμφικτυονία των Τεμπών) που αργότερα συγχωνεύθηκε στην αμφικτυονία των Δελφών.
Στην περίοδο λειτουργίας της αμφικτυονίας των Τεμπών ήταν το Ομόλιο η σημαντικότερη πόλη – κράτος των Μαγνήτων και τόπος συγκροτήσεως των συμμαχικών συνεδρίων. Ήταν σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής ένα τοπικό βασίλειο.
Άλλες πόλεις της Βόρειας Αρχαίας Μαγνησίας που ήταν γνωστές και αναφέρονται από τον περιηγητή Σκύλακα και τον Πλίνιο ήταν οι Μύρες που κατά μία εκδοχή ήταν κοντά στο Στόμιο. Οι Ευρυμενές κοντά στο Κόκκινο Νερό και πιο κάτω η Ριζούς και η Μελίβοια, ενώ από άλλους ερευνητές στο χώρο αυτό της επαρχίας Αγιάς τοποθετείται και η Θαυμακία.
Οι πόλεις αυτές απαριθμούνται από τους παραπάνω συγγραφείς σαν Μαγνησιακές θέσεις παραλιακές που εντόπισαν με ακτοπλοϊκό ταξίδι από την Ιωλκό μέχρι τις εκβολές του Πηνειού.
Η Ευρυμένη(χ1) βρισκόταν στο σημερινό Στόμιο της Λάρισας, λίγα μέτρα πάνω από το λιμανάκι του.
Ιστορικά: Το βυζαντινό φρούριο βρισκόταν στη θέση της μαγνητικής πόλης Ευρυμένη – Ευρυμενές, η οποία στην εποχή του Ιουστινιανού οχυρώθηκε ξανά. Κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιήθηκε ως φρούριο πάνω στον παρακαμπτήριο δρόμο της κοιλάδας των Τεμπών έως την ύστερη Βυζαντινή εποχή.
Μνημεία: Στα νοτιοανατολικά το Στομίου, στη θέση Παλιόπυργος διακρίνονται υπολείμματα του μεσαιωνικού τείχους. Στην ίδια περιοχή έχουν βρεθεί παλιότερα νομίσματα της ύστερης Βυζαντινής εποχής ενώ λίγο πιο κει, στο λιμανάκι βρέθηκαν πολλοί κιβωτιόσχημοι τάφοι με κτερίσματα των 6ου – 5ου αιών. Π.Χ.
Η Ρίζους(χ2) βρισκόταν πιθανόν κοντά στον Ταρσανά, στις ανατολικές πλαγιές της Όσσας 2 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του ακρωτηρίου Βερλίκι.
Ιστορικά: Η αρχαία μαγνητική πόλη Ρίζους αναφέρεται και στην πρώιμη Βυζαντινή εποχή.
Μνημεία: Στο Ταρσανά υπάρχουν ερείπια αρχαία και βυζαντινά. Ένα χιλιόμετρο περίπου στα δυτικά του Ταρσανά, στις βόρειες όχθες του χείμαρρου Παλιουργιάς, υπάρχουν αρχιτεκτονικά μέλη κάποιου βυζαντινού ναού. Δύο χιλιόμετρα βορειοδυτικά πιο πέρα στην θέση Μονόπετρα υπάρχουν τα ερείπια ενός βυζαντινού μοναστηριού (Παλιομονάστηρο).
Ο Ταρσανάς(χ3) είναι τοπωνύμιο, δηλωτικό της ύπαρξης ενός ναυπηγείου στις εκβολές του χείμαρρου Παλιουργιάς, δύο χιλιόμετρα βόρεια του ακρωτηρίου Δερματάς πάνω στον δρόμο Αγιόκαμπος – Κόκκινο Νερό – Καρίτσα.
Μνημεία: Στη θέση αυτή, μόλις ένα χιλιόμετρο δυτικά του χείμαρρου, έχουν επισημανθεί αρχαία ερείπια και βυζαντινά, όπως και στη γύρω περιοχή. Μόλις δύο χιλιόμετρα βορειοδυτικά στη βορειοανατολική γωνία ενός καλλιεργημένου χωραφιού βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη (θραύσματα θυρωμάτων, θωρακίων και κιονίσκων από τέμπλο) ενδεικτικά της ύπαρξης ενός βυζαντινού κτίσματος. Τα ίχνη μιας δεξαμενής εντοπίστηκαν στα ριζά του λόφου που βρίσκεται δυτικά του Ταρσανά, ενδεικτικά και αυτά της ύπαρξης ενός βυζαντινού οικισμού.
Η Κενταυρούπολις(χ4) ήταν βυζαντινό φρούριο βορειοδυτικά της Σκήτης, 6,5
—————————————————————————————————————–
(χ1).- Προκόπιος Δ, 3, 14. Stahlin 50. Αβραμέα 81. Σπανός: Επιγραφές 3-6.
(χ2).- Στέφανος ο Βυζάντιος 545. Γεωργιάδης 222. Stahlin 50. Νικονάνος: ΑΘΜ. Fr. Hild.
(χ3).- Στέφανος ο Βυζάντιος 45. Γεωργιάδης 222. Stahlin 49-50, 68. Ν. Νικονάνος ΑΘΜ 2 (1973) 43. Κορδάτος 81, 501. A. Wace The topography of Pelion and Magnesia. JHS 26 (1906) 147.
(χ4).- Προκόπιος Δ. 3, 13. Stahlin 51. Αβραμέα 83.
χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αγιάς, στη δίοδο ανάμεσα στην Όσσα και στο Πήλιο.
Ιστορικά: Ο βυζαντινός οικισμός βρισκόταν στη θέση ενός άλλου παλιότερου ο οποίος βρισκόταν στο Πήλιο (Μαυροβούνι) και ο οποίος οχυρώθηκε ξανά με την
Ευρυμένη, στα χρόνια του Ιουστινιανού. Επομένως η ταύτιση της Κενταυρόπολης με το βυζαντινό φρούριο της Σκήτης είναι πολύ πιθανή.
Μνημεία: Διατηρούνται τα υπολείμματα μιας κατασκευής μεγάλης εκτάσεως. Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν (1968) υπολείμματα ενός πύργου, κυκλικά τείχη πάχους 1,70 μ. με επάλξεις και εξωτερικούς στυλοβάτες.
Στη θέση Σιβίλη, μεταξύ των χωριών Καστρί και Αμυγδαλή, έχει εντοπιστεί προϊστορικός οικισμός. Ο αρχαιολόγος Κώστας Γαλής στη μελέτη του «Άτλας προϊστορικών οικισμών της ανατολικής Θεσσαλικής πεδιάδας», γράφει: Βρίσκεται στην πεδιάδα σε απόσταση ενός και μισού χιλιομέτρου δυτικά – βορειοδυτικά του χωριού κάτω Αμυγδαλή αμέσως δυτικά του δρόμου που συνδέει το χωριό με το Καστρί. Σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά της μαγούλας υπάρχει εκκλησάκι. Η μαγούλα είναι ωοειδής με κατεύθυνση από ανατολάς προς δυσμάς, έχει μήκος 350 μ. και πλάτος 250 μ. και μέσο ύψος 2μ. Το πάνω μέρος της είναι σχεδόν επίπεδο και καλλιεργείται σήμερα σε όλη της την έκταση. Έχει κεραμική από την αρχαιότερη νεολιθική εποχή, τη μέση και τη νεότερη, της χαλκοκρατίας και της μυκηναϊκής περιόδου. Υπάρχει ακόμη και κεραμική της εποχής της Τουρκοκρατίας.
Εδώ βρέθηκαν τμήμα γυναικείου ειδωλίου, μια ζωόμορφη λαβή αγγείου, ένα πήλινο περιδαίριο, λεπίδες από οψιανό λίθο και πυριτόλιθο, σπασμένα τσεκούρια πέτρινα ή από ελαφρόπετρα, μαρμάρινοι τρίφτες και πήλινα σφοντύλια.
Επομένως η ζωή εδώ, ανάγεται περίπου στα 3500 χρόνια π.Χ.
Στον οικισμό Καλύβια και πιο βορειοανατολικά στη θέση Καλαμάκι, πάνω από την Μονή Προδρόμου, υπάρχουν έντονα τα ίχνη αρχαίου οικισμού. Πολλοί πιστεύουν ότι εδώ, μεταξύ των χωριών Καστρί και Άνω Αμυγδαλή, σε ένα πλάτωμα σε υψόμετρο 330 μ. υπήρχε το αρχαίο Κερκίνιο(7). Δυστυχώς, τα ερείπια από την αρχαιότητα δεν είναι καλά διατηρημένα. Για την πόλη αυτή ελάχιστα γνωρίζουμε και αυτό από μια μοναδική αλλά ουσιαστική μαρτυρία του Τίτου Λίβυου που αντιγράφει
τον ιστορικό Πολύβιο. Οι πληροφορίες του αφορούν στο έτος 199 π.Χ., όταν το Κερκίνιο καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από τους Αιτωλούς και τους Αθαμάνες.
—————————————————————————————————————–
(7).- Το Κερκίνιον ταυτίζεται με την Αμυγδαλή, κατά την γνώμη του κ. Αθ. Τζιαφάλια, ο οποίος μας δήλωσε εις το Συνέδριον της Λάρισας (Νοέμβριος 2006) ότι, το αρχαίο Μόψιον είναι σαφέστατα η Γυρτώνη.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης αυτής, οι κάτοικοι του Κερκινίου έκλεισαν τις πύλες του τείχους αλλά η πόλη καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε. Όσοι διασώθηκαν από την μεγάλη καταστροφή, ελεύθεροι ή δούλοι, πήγαν ως λάφυρα στους νικητές Αιτωλούς και Αθαμάνες. Ο φόβος να μην πάθουν τα ίδια και όσοι κατοικούσαν γύρω από τη λίμνη που ο Λίβιος την ονομάζει έλος, αναζήτησαν τη σωτηρία τους στα βουνά και στα δάση της περιοχής. Γνωρίζουμε έτσι πότε καταστράφηκε το αρχαίο Κερκίνιο. Από εδώ προέρχονται αρκετές επιγραφές της ελληνιστικής εποχής που δημοσίευσε ο Όττο Κέρν, όπως και ο Νίκος Γιαννόπουλος και βρίσκονται οι πιο πολλές στην αρχαιολογική συλλογή της Αγιάς. Από την πόλη αυτή ονομαζόταν και η Κάρλα Κερκινίτις. Στην κλασική εποχή, δεν γνωρίζουμε κάτι σχετικό.
Στη μέση περίπου της διαδρομής από τον Αγιόκαμπο προς την Αγιά συναντάει κανείς αμέσως μετά το χωριό Σκήτη(9) έναν απότομο και υψηλό λόφο, ο οποίος στην κορυφή του σχηματίζει ένα ευρύχωρο πλάτωμα που οι ντόπιοι το λένε «Κάστρο». Στο πλάτωμα αυτό διατηρούνται ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση ισχυρά τείχη σε μήκος περίπου δύο χιλιομέτρων, υπολείμματα πύργων, τα ερείπια μιας δεξαμενής, πολλά ίχνη τοίχων που ανήκουν σε διάφορα κτίσματα και ένα πλήθος από θραύσματα βυζαντινών κεραμιδιών και οπτοπλίνθων. Το σωζόμενο ύψος στα τείχη φτάνει τα 3 μ., ενώ ένας τετράγωνος πύργος στη νότια πλευρά έχει ύψος 6 μ. περίπου. Η τοιχοδομία στα τείχη είναι από αργολιθοδομή, ανάμεσα στην οποία παρεμβάλλονται κομμάτια από οπτοπλίνθους.
Όπως είναι φανερό από τη σύντομη περιγραφή, τα ερείπια αυτά ανήκουν σε κάποια μεσαιωνική οχυρωμένη πόλη η οποία μάλιστα είχε εξαιρετικά επίκαιρη θέση(10).
Δέσποζε σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική πλευρά του Κισσάβου και στη βόρεια του Μαυροβουνίου και έλεγχε τον δρόμο που οδηγούσε από τον Αγιόκαμπο στον κάμπο της Λαρίσης.
Στα ερείπια αυτά ο Ν. Γεωργιάδης(11) είχε δει εντοιχισμένο αρχαίο υλικό, αλλά σήμερα χωρίς να προηγηθεί καθαρισμός του χώρου είναι αδύνατο να έρθουν στο φως οι διαδοχικές φάσεις της ζωής στη σημαντική αυτή θεσσαλική πόλη.
——————————————————————————————————————————————
(9).- Η Σκήτη έχει συνδεθεί με την αρχαία Μελίβοια, η οποία πιθανότατα βρισκόταν στην παραλία βοειοανατολικά από το Πολυδένδρι, Βλ. Fr. Stahlin, Das Hellenische Thessalien, Amsterdam 1967 (ανατύπωση) σ. 50 κ.ε. Ν. Γεωργιάδου, Θεσσαλία, Βόλος 1994, β΄ έκδοση, σ. 143 κ.ε. Ν. Γιαννοπούλου, ΑΕ 1939, σ. 169. Γ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960, σ. 81 κ.ε. Η. Biezantz, ΑΑ 74 (1959) 78 κ.ε. Ν. Παπαχατζή, Η σημερινή θέση της τοπογραφικής μελέτης της αρχαίας Θεσσαλίας, Θεσσαλικά 2 (1959) 15.
(10).- Ο Fr. Stahlin (ό.π. σ. 51) πιστεύει, ότι στη θέση αυτή πρέπει να αναζητήσουμε την Κενταυρούπολη που τα τείχη της τα επισκεύασε ο Ιουστινιανός (Προκοπίου, Περί κτισμάτων, ΙV, 3, 13).
(11).- Νικ. Γεωργιάδου, ό.π. σ. 143.
Ρωμαϊκό λουτρό Νερομύλων(1)
«Σωστική ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε από τα μέσα Ιουνίου μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου του 1990 για την πλήρη αποκάλυψη αρχαίου κτιρίου με ψηφιδωτά δάπεδα, το οποίο ήλθε στο φως κατά την εκτέλεση εκσκαπτικών εργασιών για την ισοπέδωση του αγρού. Ο αγρός αυτός βρίσκεται στη θέση Κερασιές της κοινοτικής περιφερείας των Νερομύλων, 500 μ. δεξιά της δημόσιας οδού Λάρισας – Αγιάς, και περιβάλλεται από δύο αγροτικές οδούς. Συνολικά ερευνήθηκε μία έκταση 400 τ.μ. περίπου, η οποία αποκάλυψε ένα αυτοτελές συγκρότημα ρωμαϊκού βαλανείου, διαστ. 22Χ16 μ., το οποίο περιλαμβάνει όλους σχεδόν τους χώρους των μεγάλων αυτοκρατορικών θερμών. Για λόγους προστασίας η έκταση του βαλανείου έχει περιφραχθεί και έχει καλυφθεί με στέγαστρο. Τα ψηφιδωτά δάπεδα μάλιστα σκεπάσθηκαν με ειδικά μονωτικά υλικά για να προστατευθούν από την υγρασία.
Το βάθος των αρχιτεκτονικών λειψάνων είναι πολύ μικρό και κυμαίνεται από 0,30 – 1,60 μ. περίπου από την αρχική επιφάνεια του εδάφους. Ανασκάφηκαν έξι λειτουργικοί χώροι του βαλανείου, χωρίς να σταθεί δυνατό να αποκαλυφθεί το κτιριακό συγκρότημα στο σύνολό του, διότι ορισμένα τμήματά του καλύπτονται από αγροτικές οδούς και γειτονικές αγροτικές εκτάσεις με δενδροκαλλιέργειες. Οι παραπάνω χώροι, οι οποίοι περιλαμβάνουν υπόκαυστα, χώρο ψυχρού λουτρού και αναπαυτηρίου, περιγράφονται στη συνέχεια με τη σειρά που εντοπίσθηκαν και ανασκάφηκαν.
Χώρος 1. Αναπαυτήριο – χώρος συγκέντρωσης. Καλύπτει το βορειοανατολικό τμήμα του συγκροτήματος και διακοσμείται με ψηφιδωτό δάπεδο. Πρόκειται για έναν επιμήκη χώρο, διαστ. 10,40 Χ 5 μ., ο οποίος δεν αποκαλύφθηκε στο σύνολό το, καθόσον το βόρειο τμήμα του συνεχίζεται κάτω από μια παράπλευρη αγροτική οδό και δεν ήταν δυνατό να γίνει ανασκαφική έρευνα προς την κατεύθυνση αυτή, διότι θα
παρεμποδίζονταν σοβαρά οι αγροτικές εργασίες. Ο χώρος αυτός ήταν ασφαλώς στεγασμένος, όπως φάνηκε από το παχύ στρώμα κεράμων στέγης, που βρέθηκε στο δάπεδό του. Προς Δ. και Ν. επικοινωνούσε με τους χώρους 5, 1α και 2. το ψηφιδωτό δάπεδο είναι κατασκευασμένο με τετράγωνες ψηφίδες κυανού και λευκού χρώματος και διακοσμείται με γεωμετρικά θέματα: συμπαγή τρίγωνα ενώνονται σχηματίζοντας εξάγωνα σχήματα. Στο κέντρο του δαπέδου, σε τετράγωνο πλαίσιο εικονίζεται θαλάσσια σκηνή: τέσσερα δελφίνια τοποθετημένα ακτινωτά πλέουν προς όλες τις
—————————————————————————————————————–
(1).- Α. Δ. 45, 1990, σελ. 214 – 219.
κατευθύνσεις. Από τη νότια πλευρά η σύνθεση επιστέφεται από ένα θαλάσσιο τέρας (ιππόκαμπο), το οποίο κινείται προς τ’ αριστερά. Ο προσανατολισμός της παράστασης προς Β. ίσως υποδηλώνει ότι η κύρια είσοδος του αναπαυτηρίου βρισκόταν προς την κατεύθυνση αυτή.
Χώρος 1. Μικρό υπόκαυστο – tepidarium. Μικρός ορθογώνιος χώρος, διαστ. 4,30 Χ 1,60 μ., ο οποίος περιλαμβάνει μικρό υπόκαυστο με τριπλό αεραγωγό. Το δάπεδο του υποκαύστου είναι κατασκευασμένο με τετράγωνες πήλινες πλάκες, διαστ. 0,60 Χ 0,60 μ. Για την καλύτερη κυκλοφορία του θερμού αέρα που έφεραν οι αεραγωγοί και την αποτελεσματικότερη θέρμανση του χώρου, το δάπεδο στηρίζεται σε συστάδες χαμηλών πεσσίσκων, οι οποίοι είναι κατασκευασμένοι με τετράγωνες οπτοπλίνθους. Πάνω στο δάπεδο του υπόκαυστου βρέθηκαν τέσσερις παράλληλες σειρές κιονίσκων από κυκλικές οπτοπλίνθους, οι οποίες υποβάσταζαν το δάπεδο του tepidarium. Το δάπεδο αυτό, που σώθηκε εν μέρει στη νοτιοδυτική γωνία του χώρου, είναι επαλειμμένο με μια παχιά στρώση ερυθρωπού ασβεστοκονιάματος. Στο μέσον περίπου του χώρου αυτού βρέθηκαν τα υπολείμματα ενός πήλινου λουτήρα θερμού λουτρού, ο οποίος στηριζόταν σε συστάδα κιονίσκων του υποκαύστου. Αγωγοί παροχής και απομάκρυνσης του θερμού ύδατος δεν επισημάνθηκαν στην ανασκαφική αυτή περίοδο. Το tepidarium επικοινωνούσε με το αναπαυτήριο διά μέσου μιας εισόδου προς ΒΑ., όπου τη θέση του κατωφλίου καταλαμβάνει στρώση λευκών μαρμάρινων ψηφίδων.
Χώρος 2. Praefurnium του tepidarium, διαστ. 3,45 Χ 2,40 μ. Επικοινωνεί με το υπόκαυστο του tepidarium με μια στενή είσοδο, όπου κατά την ανασκαφή βρέθηκε παχύ στρώμα τέφρας. Πάνω στο δάπεδο του χώρου αυτού, το οποίο αποτελείται από καθαρό πατημένο χώμα, βρέθηκαν δύο κτιστοί αεραγωγοί από οπτές ημιπλίνθους με κατεύθυνση Β. – Ν. Οι δύο αγωγοί διαπερνούν από κάτω το νότιο τοίχο του praefurnium και προχωρούν λίγο νοτιότερα, όπου βρίσκεται η θέση της εστίας. Ανάμεσα στους δύο παραπάνω αεραγωγούς βρέθηκε σε βάθος 0,70 μ. και τρίτος αεραγωγός, μήκ. 2,50 μ., σε κατεύθυνση Β. – Ν. Είναι κατασκευασμένος από πήλινα συμπαγή τεμάχια σε σχήμα ανεστραμμένου Π, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με ασβεστοκονίαμα. Ανήκει σε παλιότερη οικοδομική φάση του χώρου και δεν συνδέεται άμεσα με τα υπάρχοντα ερείπια.
Από τα κινητά ευρήματα ενδιαφέρον παρουσιάζουν τέσσερα μαρμάρινα τριβεία σε σχήμα λυγισμένου αντίχειρα, μια χάλκινη τριχολαβίδα καθώς και τεμάχια μαρμάρινης λεκανίδας. Βρέθηκαν μέσα στο υπόκαυστο του tepidarium και κατέπεσαν ασφαλώς από τον χώρο του πήλινου λουτήρα, όπου χρησιμοποιούνταν κατά τη διαδικασία του θερμού λουτρού.
Χώρος 3. Υπόκαυστο του caldarium, καλύπτει το νοτιοδυτικό τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος και αποτελείται από έναν ορθογώνιο χώρο, διαστ. 8,10 Χ 3,15 μ., με είσοδο και praefurnium προς Ν., που δεν ανασκάφηκαν. Ο δυτικός και ανατολικός τοίχος του υποκαύστου καταλήγουν σε ισάριθμες κόγχες. Το βόρειο μισό του δαπέδου του υποκαύστου καταστράφηκε κατά την ισοπέδωση του αγρού. Το υπόλοιπο είναι κατασκευασμένο από μικρούς πλακοειδείς αργούς λίθους, οι οποίοι συνδέονται με ασβεστοκονίαμα. Το δάπεδο του caldarium, όπως στην περίπτωση του tepidarium, στηρίζεται πάνω σε συστάδες χαμηλών πεσσίσκων, οι οποίοι είναι κατασκευασμένοι από τετράγωνες οπτοπλίνθους. Με προσανατολισμό Β. – Ν. αποκαλύφθησαν επτά παράλληλες σειρές κιονίσκων από κυκλικές οπτοπλίνθους με ανώτατο ύψος 0,70 μ.
Χώρος 4. Τετράπλευρος βοηθητικός χώρος, διαστ. 3,30 Χ 3,50 μ., ο οποίος διαμορφώθηκε με μεταγενέστερη προσθήκη τοίχων. Το δάπεδό του είναι από πατημένο χώμα. Είσοδος στο χώρο αυτό δεν δια[πιστώθηκε. Το κατώφλι βρισκόταν ίσως σε επίπεδο ψηλότερο του σωζόμενου ύψους των τοίχων. Πιθανότατα πρόκειται για παραπληρωματικό αποθηκευτικό χώρο, που κατασκευάσθηκε για να καύψει πρόσθετες ανάγκες του βαλανείου.
Χώρος 5. Ψυχρό λουτρό frigidarium. Πρόκειται για ορθογώνιο διαμέρισμα βόρεια του υποκαύστου, που αποτελείται από πέντε επιμέρους μικρότερους χώρους.
Χώρος 5α. Μικρός δρομικός χώρος, διαστ. 3,30 Χ 1,50 μ. Επικοινωνεί με είσοδο με τους χώρους 1 και 5β. Το δάπεδό του είναι καλυμμένο από ψηφιδωτό δάπεδο με εικονιστική παράσταση: σε κυανό βάθος τρεις όρθιες ανδρικές μορφές χωρίς ενδύματα επιδίδονται στην καθαριότητα (τελετουργικό καθαρμό;) του βαλανείου.
Χώρος 5β. Δεν έχει αποκαλυφθεί πλήρως προς Δ. εξαιτίας της κύριας αγροτικής οδού, που συνδέει την κοινότητα των Νερομύλων με τους αγρούς. Πρόκειται μάλλον για χώρο αναμονής ή ανάπαυσης πριν ή μετά το ψυχρό λουτρό, όπως δηλώνει η ύπαρξη κτιστού από οπτοπλίνθους θρανίου στο νότιο τοίχο. Το δάπεδο καλύπτεται από ψηφιδωτό γεωμετρικών κυκλοτερών κοσμημάτων. Διακόπτεται από δύο αγωγούς, ένα πλακοσκεπή με κατεύθυνση Δ. – Α. και ένα ανοιχτό αυλακωτό (μεταγενέστερο χρονικά) με κατεύθυνση ΒΑ. – ΝΔ., οι οποίοι απομάκρυναν τα νερά από τη piscine και τα οδηγούσαν στον κεντρικό αποχετευτικό αγωγό του βαλανείου. Το στόμιο του κεντρικού αγωγού και το φρεάτιο επισημάνθηκαν κάτω από την κύρια αγροτική οδό, δυτικά του χώρου 5β.
Χώρος 5γ. Ορθογώνιος προθάλαμος του λουτήρα 5ε, διαστ. 1,75 Χ 2,30 μ. Το δάπεδό του καλύπτεται από ψηφιδωτό με γεωμετρικές παραστάσεις συμπαγών τετραγώνων σε ρομβοειδή διάταξη.
Χώρος 5δ. Διάδρομος που συνδέει τους χώρους 5 και 6, διαστ. 3 Χ 1,20 μ. Το δάπεδό του καλύπτεται επίσης από ψηφιδωτό: γεωμετρικό θέμα ρόμβου εγγεγραμμένου σε ορθογώνιο, με κυανές ψηφίδες σε λευκό βάθος.
Χώρος 5ε. Λουτήρας – Piscina, διαστ. 3,25 Χ 2,40 μ. και βάθ. 1 μ. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς υπάρχει κτιστό θρανίο από οπτοπλίνθους, υψ. 0,30 μ. και πλ. 0,20 μ., το οποίο είναι επενδυμένο με λευκά μαρμάρινα πλακίδια. Οι τοίχοι του λουτήρα είναι επενδυμένοι εσωτερικά με ερυθρωπό υδραυλικό κονίαμα. Το δάπεδο που σώζεται σήμερα είναι κατασκευασμένο από πήλινες τετράγωνες πλάκες. Πάνω σ’ αυτές είναι εμφανή τα ίχνη αρμών ασβεστοκονιάματος που συνέδεαν τις πλάκες ενός δεύτερου (μεταγενέστερου;) δαπέδου, από το οποίο δε βρέθηκε κανένα ίχνος. Το δεύτερο αυτό δάπεδο πιθανότατα είχε κατασκευασθεί από πλάκες υποπράσινου λίθου (ατράκιος λίθος), όπως δείχνουν μερικά θραύσματα που βρέθηκαν στις επιχώσεις. Στη βορειοδυτική γωνία του λουτήρα αποκαλύφθηκε μολύβδινος αγωγός κυκλικής διατομής για την απομάκρυνση των νερών. Επάνω στο δάπεδο βρέθηκε ελλιπές μαρμάρινο αγαλματίδιο Ασκληπιού. πιθανότατα κατέπεσε από κόγχη που θα υπήρχε στο ανώτερο τμήμα της τοιχοποιίας του λουτήρα. Από το χώρο 5ε σώθηκε η θολωτή του οροφή καθώς και ο αγωγός παροχής ψυχρού νερού στο εσωτερικό του.
Χώρος 6. Laconicum (;). Μικρός ορθογώνιος χώρος, διαστ. 3 Χ 2,30 μ. Η νοτιοδυτική γωνία του καταστράφηκε από το εκσκαπτικό μηχάνημα κατά την ισοπέδωση του αγρού. Το δάπεδό του καλύπτεται από ψηφιδωτό με επαναλαμβανόμενο γεωμετρικό κόσμημα: κλεψύδρες σε σταυροειδή διάταξη δημιουργούν στο εσωτερικό της ένωσής τους εξάγωνο, με συμπαγές ορθογώνιο κόσμημα στο κέντρο. Η θέρμανση του χώρου αυτού επιτυγχανόταν με ένα πήλινο σωλήνα, ο οποίος διαπερνούσε τον ανατολικό τοίχο στο ύψος του δαπέδου του και μετέφερε θερμό αέρα από το υπόκαυστο του tepidarium. Δεν αποκλείεται να χρησίμευε ως αποδυτήριο ή ως χώρος απόξεσης (laconicum).
Η κατασκευή του συγκροτήματος του βαλανείου έγινε με αργούς λίθους για τη θεμελίωση και τετράγωνες οπτοπλίνθους για την ανωδομή. Και στις δύο περιπτώσεις η σύνδεση των υλικών έγινε με ευρεία χρήση ασβεστοκονιάματος. Το σωζόμενο ύψος των ερειπίων κυμαίνεται από 0,30 – 1,30 μ. Η χρονολόγηση του βαλανείου με βάση την κεραμική, την τοιχοποιία και τη μορφή των ψηφιδωτών δαπέδων μπορεί να τοποθετηθεί πιθανότατα στο 2ο αι. μ.Χ. Ωστόσο ακριβέστερη χρονολόγηση των διαδοχικών οικοδομικών φάσεων καθώς και διαπίστωση της διάρκειας λειτουργίας του βαλανείου ελπίζεται ότι α επιτευχθεί με τη μελλοντική πλήρη αποκάλυψη του συγκροτήματος.
Στα δυτικά της Όσσας(13) απλώνεται το Δώτιον πεδίον. Αυτό συνόρευε με την Περραιβία, την Όσσα και τη λίμνη της Βοιβηίδος, βρισκόταν στο μέσον της Θεσσαλίας, δηλαδή μέσα στον περίγυρο των βουνών και περικλειόταν από δικούς του λόφους. Οι τελευταίες πληροφορίες προέρχονται από τον Θεσσαλό ειδικό ερευνητή Μνασέα. Τα Τέμπη συνόρευαν με το Δώτιον. Οι Αινιάνες πρέπει να κατοίκησαν στο Δώτιον, κοντά στην Όσσα. Αυτοί οι προσδιορισμοί, μας οδηγούν στην πεδιάδα του Κεσερλί(14) (σημερινό Συκούριο). Αυτή σχηματίζει μια γεωγραφική ενότητα, οριοθετείται στον βορρά από τον Πηνειό, στα ανατολικά από την Όσσα, στα δυτικά από το κεντρικό βουνό Έρημον κοντά στο Χασάμπαλι. Όλη αυτή η προσχωσι-γενής περιοχή είναι εξαιρετικά πλούσια σε γεννήματα, και γύρω – γύρω κατάσπαρτη από μεγάλα χωριά. Κάποτε ήταν ίσως γεμάτη από δάση. Ένας προϊστορικός οικισμός ανακαλύφθηκε σ’ αυτή την περιοχή μέχρι τώρα μόνον, κοντά στη Μαρμάριανη (σημ. Μαρμαρίνη), όμως ήταν μια πολύ επίμαχη περιοχή εξ αιτίας της ευφορίας της. Εδώ ο ένας λαός κυριαρχούσε μετά τον άλλο. σύμφωνα με την παράδοση, οι Πελασγοί, καθώς και οι αρχαίοι Έλληνες, οι γιοι του Δευκαλίωνος, ονομάζονταν Αινιάνες και Λαπίθες. Όταν ο Πλίνιος (ΙV 32) θεωρεί ότι το Δώτιον βρισκόταν στη Μαγνησία, αυτό ισχύει μόνο για την πολύ παλιά εποχή. Η περιοχή κατελήφθη από τους Θεσσαλούς και μάλιστα η πεδιάδα μαζί με τα ανατολικά βουνά, έτσι ώστε η Ελάτεια και όλη η πλαγιά της Όσσας μέχρι την Αμυρική πεδιάδα, να συμπεριλαμβάνονται στην Πελασγιώτιδα. Στα νότια, το Δώτιον πεδίον συνορεύει με μια στενή και χαμηλή σειρά λόφων, που η ψηλότερη κορυφή είναι στο Γεντίκ Ορτάν (188μ.). Από τις δύο πλευρές του περνούν διαβάσεις μέσα από χαμηλές ράχες (120μ)
—————————————————————————————————————–
(13).- Εις τα Όρη της Όσσης και του Πηλίου νομίζομεν ότι αναφέρεται η περιγραφή του Προκοπίου: «ου πολλώ δε άποθεν (Λαρίσης) όρη ανεχει απόκρημνα ουρανομήκεσιν αμφιλαφή δένδροις οικεία δε κενταύροις τα όρη» (Περί κτισμέτων Δ΄ , 3, σελ. 113).
(14).- Ο Philippson (RE V 1610) ταυτίζει το Δώτιον με ολόκληρη την πεδιάδα της Λάρισας. Αλλά η περιγραφή του Στράβωνος περιορίζεται καθαρά στην ανατολή, δίπλα στην Όσσα. Ο Γεωργιάδης (48) και ο Lolling (154) θεωρούν την πεδιάδα της Αγυιάς ως το Δώτιον. αυτή όμως δεν συνορεύει με την Περραιβία. Με κανέναν τρόπο δεν είναι σωστή η τοποθέτηση του Δωτίου ανάμεσα από την λίμνη Βοιβηίδα και το Καρά-νταγ, όπως γράφει ο Leake (IV 420, 447, 451). Με αυτό είναι άκυρη επίσης η δική του ανεπιτυχής ταύτιση των βράχων κοντά στην Πέτρα (σ. 103, 11), στη δυτική όχθη της λίμνης Βοιβηίδος, με τα Δίδυμα όρη (ΙV 419, 446), την οποία ακολούθησαν ο Kern (IG IX 2, 112) και ο Αρβανιτόπουλος (ΠΑΕ 1910, 235 κε.). Ήδη ο Mezieres, σ. 236, την έχει οριστικά αντικρούσει.
στην ελώδη συνέχεια της πεδιάδας κοντά στο Καραλάρ (σημ. Ελευθέριο) μέχρι το ρέμα Ασμάκι και την περιοχή των πηγών, που λέγεται Βακούφικα, το αλλοτινό βόρειο άκρο της λίμνης Βοιβηίδος. Για την κατανόηση της φανερής δυσκολίας, ότι το Δώτιον συνόρευε στον βορρά με τα Τέμπη και προς τον νότο με τη λίμνη Βοιβηίδα, πρέπει ίσως να παραδεχθεί κανείς πως το όνομα Δώτιον επεκτείνοταν με τη βαθμιαία αποξήρανση της λίμνης προς τα νότια και μέχρι το εκάστοτε βόρειο σύνορο αυτής.
Η πεδιάδα κοντά στο Καραλάρ είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στην πεδιάδα της Λάρισας στα δυτικά, του Δωτίου πεδίου στο βορρά, και της πεδιάδας της Αγυιάς στα ανατολικά. Αυτή είναι ένας κόλπος με σχήμα ασκού, που εκτείνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, και βαθαίνει ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της είναι ελώδης, ενώ στο βορειοανατολικό κοντά στην Αγυιά καλλιεργούνται αμπέλια και ελιές. Στο μέσον της, βόρεια της Δέσιανης (σημ. Αετόλοφος), ένας διπλός λόφος υψώνεται 200μ. πάνω από την επιφάνεια της πεδιάδας. Τη δυτική της έξοδο φράσσει σχεδόν εξ ολοκλήρου ο λόφος Παλιόκαστρο με 122μ. ύψος. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται τα ερείπια πόλεως, τα οποία ακόμη πουθενά δεν περιγράφονται, και βόρεια του υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Φονιά. Αυτός κατηφορίζει προς τα Βακούφικα με βραχώδεις παρυφές και αφήνει αρκετό μέρος στην κοιλάδα του ποταμού Ντερέ, ο οποίος συγκεντρώνει τα νερά από την πεδιάδα της Αγυιάς και εκβάλλει στην βαλτώδη περιοχή του Ασμακίου. Νότια του ακολουθεί η απόκρημνη και βραχώδης πλαγιά του Μαυροβουνίου, όπου αμέσως λίγο πάνω και ανατολικά από το Καστρί υπάρχουν τα ερείπια μιας πόλεως της αρχαίας ελληνικής εποχής.
Σ’ αυτήν την περιοχή, στο βόρειο άκρο της λίμνης της Βοιβηίδος βρίσκονται τα Δίδυμα όρη, η Λακέρεια και ο Άμυρος. Ο οικισμός στους Δίδυμους λόφους άκμασε την προϊστορική εποχή, η πόλη Λακέρεια κατά την αρχαϊκή και η Άμυρος κατά την αρχαϊκή και ελληνιστική εποχή.
Η Λακέρεια βρισκόταν πάνω στην εκβολή του Άμυρου. Κατά τους ιστορικούς χρόνους δεν αναφέρεται. Με τον ομώνυμο ποταμό Άμυρο, τον μοναδικό ποταμό αυτής της περιοχής, μόνο ο Ντερές μπορεί να ταυτιστεί. Αυτός εκβάλλει ανάμεσα από το Παλιόκαστρο και το Καστρί, στα έλη του Ασμακίου, ή κατά την αρχαιότητα στη λίμνη Βοιβηίδα. Τους Δίδυμους λόφους αναζητούν ο Γεωργιάδης (49, 132) και ο Χρυσοχόος, σύμφωνα με τον Kiepert (FO XV), στον προαναφερόμενο διπλό λόφο κοντά στη Δέσιανη(15). Βέβαια αυτός βρίσκεται αρκετά μακριά από το Δώτιον και τη λίμνη της Βοιβηίδος. Ίσως πρέπει να φανταστεί κανείς, με τον όρο Δίδυμοι λόφοι (κολωνοί, όχι όρη λέγει η Οίη), μάλλον κυκλικούς προϊστορικούς οικισμούς στην πεδιάδα. Καταρχήν, εάν η Λακέρεια, η αρχαιοελληνική διάδοχος του προϊστορικού τόπου, βρίσκονταν πάνω σ’ ένα βουνό, κοντά στο Παλιόκαστρο ή κοντά στο Καστρί είναι αμφίβολο, όμως πιθανότερο είναι το πρώτο. Αντίθετα, ο Άμυρος θα πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί κοντά στο Καστρί(16), παρά κοντά στο Παλιόκαστρο.
Απέναντι σ’ αυτή την πόλη βρίσκονταν επομένως το Δώτιον πεδίον, η Λακέρεια και η λίμνη Βοιβηίς, όπως λέει η Οίη. Το εκτεταμένο ερείπιο είναι βυζαντινό, κτισμένο με ασβεστοκονίαμα. παρ’ όλα αυτά βρίσκονται εκεί μέσα και αρχαίοι ελληνικοί ορθογώνιοι ογκόλιθοι(17). Ότι οι Δίδυμοι λόφοι ανήκαν στη Μαγνησία μαρτυρείται από τον Στράβωνα (XIV 647), η Λακέρεια από τον Ελλάνικο (FGrHist. 4 F 10 = Στεφ. Βυζ.) και ο Άμυρος από μία επιγραφή(18). Γι’ αυτό, δεν μπορεί κανείς υπό το όνομα Αμυρική πεδιάδα, που ανήκε στους Λαρισαίους, να εννοήσει καλά την πεδιάδα της Αγυιάς, που βρίσκεται πιο πέρα, προς τα ανατολικά. Κατά την αρχαιότητα εκαλλιεργείτο δύσκολα. Γι’ αυτή δεν έχουμε κανένα αρχαίο όνομα(19). Από ποια πλευρά της λίμνης της Βοιβηίδος θα μπορούσαν οι Αιτωλοί από τις Φέρες να φτάσουν σ’ αυτή τη γωνιά(20); Υπό τον όρο Αμυρική πεδιάδα πρέπει να εννοείται η ίδια η πεδιάδα του Καραλάρ, η οποία στην Οίη κατατασσόταν στο Δώτιον. Αυτή γειτνίαζε με την περιοχή, στην οποία οι Λαρισαίοι έκαναν τις αποξηράνσεις(21). Σε παλιότερη εποχή, πρέπει η ίδια η Άμυρος να κατέλαβε αυτή την πεδιάδα, όταν βρισκόταν σε περίοδο ακμής. Ο επώνυμός της απαριθμείται με τους Αργοναύτες(22).
———————————————————————————————————————————————————–
(15).- Ο υπερκείμενος λόφος του χωριού «Αετός» έδωσε το όνομά του στο χωριό. Οι κάτοικοι ονομάζουν έτσι τον ανατολικό από τους δύο λόφους, στην πλαγιά του οποίου υπάρχει το ασκηταριό της Ανάληψης και το δυτικό λόφο τον ονομάζουν «Ανάληψη». Σε χάρτη του τσιφλικιού της Πηνελόπης Στ. Φωτιάδη, σημειώνονται αντίστροφα, πράγμα το οποίο θεωρούμε ως σωστό. Στη μελέτη μας ακολουθούμε την ονομασία των κατοίκων, γιατί αυτή χρησιμοποιείται στις περισσότερες μελέτες, για να αποφύγουμε τη σύγχυση. Οι λόφοι του χωριού, «Αετός» και «Ανάληψη», θεωρήθηκαν ως οι «Δίδυμοι [Κολωνοί]». Από τη μυθολογία είναι γνωστό ότι η νύμφη Κορωνίδα γέννησε από τον Απόλλωνα τον Ασκληπιό στη Λακέρεια, κοντά στους λόφους «Δίδυμοι Κολωνοί» του Δώτιου πεδίου. Ο Χρ. Τσούντας όμως θεωρεί ότι οι Δίδυμοι βρίσκονται δυτικότερα, στους πριν από τη θέση «Άγιος Νικόλαος ο Φονιάς» λόφους, γνώμη η οποία φαίνεται από τα πράγματα ορθή αν κρίνουμε από τα νεότερα ευρήματα ανάμεσα σε αυτούς και στα χωριά Γερακάρι και Ανάβρα. (βλ. Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας Συνοικισμών και Κοινοτήτων εκδιδόμεναι υπό του Υπουργείου των Εσωτερικών, Αθήναι 1920, σελ. 137-138 και για τα ευρήματα, Κων. Ι. Γαλλής Κτιστός πυραμιδοειδής τάφος Γερακαρίου Αγιάς, «Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών», περιοδική έκδοσις της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών, τόμος Β΄ – Βόλος 1973, σς. 251-265).
(16).- Ο Lolling (154) τοποθετούσε τον Άμυρο κοντά στο Παλιόκαστρο. Η μαρτυρία του Φερεκύδη (fgrHist. 3F3 και σ. 388 κε. και των σχολ. στον Πίνδ. Πυθ. ΙΙΙ 59) ότι η Κορωνίς κατοικούσε στη Λακέρεια, στις πηγές του Άμυρου, τότε μόνο είναι σωστή, όταν κάποιος μ’ αυτή εννοεί όχι τις κύριες πηγές στην οροσειρά, αλλά τις πλευρικές πηγές των βακούφικων, όπως κοντά στον Τιταρήσιο, Σπερχειό και Σκάμανδρο. Όμ. Ιλ. Χ 148, Ψ 148.
(17).- Leake IV 403, Mezieres 237, Γεωργιάδης 132. Οι επιγραφές που βρέθηκαν εδώ ανήκουν, με μια εξαίρεση, τα ρωμαϊκά χρόνια της αυτοκρατορικής εποχής, IGIX 2, 1093-1097.
(18).- IG II 3, 1681, Kip 83. Θεσσαλική ήταν η τελευταία πόλη σύμφωνα με τη ρωμαϊκή διαίρεση. Στεφ. Βυζ., στη λ., Ετυμ. Μέγα 87, 8, Σχολ. Απολλ. Ρόδ. 1596.
(19).- Οι Wace-Thompson τονίζουν κατηγορηματικά ότι σ’ αυτήν λείπουν προϊστορικοί οικισμοί. Οι επιγραφές που βρέθηκαν κοντά στην Αγυιά έχουν εν μέρει μεταφερθεί, π.χ. από την Μαρμάριανη (IG IX 2, 1074, 1090) και κατά το μεγαλύτερο μέρος προέρχονται από τη ρωμαϊκή εποχή, κατά την οποία η αναφερθείσα οδός (σ. 116) περνούσε από εδώ. Πάνω από την Αγυιά υπάρχει ένα βυζαντινό ερείπιο, Lolling 154, 2, Γεωργιάδης 133.
(20).- Πολυβ. V 99, 5, Στεφ. Βυζ., λ. Ιωλκός.
(21).- Στράβ. ΙΧ 440.
(22).- Σύμφωνα με τα Θεσσαλικά του Σουϊδα. FHG II 465, 7, Στεφ. Βυζ. και Σουϊδ. στη λ. Άμυρος, Tumpel RE I 2011, 60 κε., πρβλ. Στεφ. Βυζ. στις λλ. Μαλιεύς και Ιωλκός.
Ως απομεινάρια της αλλοτινής λίμνης, τα νερά μαζεύονται στα πιο χαμηλά σημεία της πεδιάδας, κατά μήκος των ανατολικών βουνών, σε δύο ρηχές λίμνες, των οποίων η έκταση, ανάλογα με την εποχή του χρόνου, ακόμη και σήμερα, όπως στην αρχαιότητα, αλλάζει πάρα πολύ. Η περιοχή της λίμνης και των βάλτων φτάνει από την Κάπουρνα (σημ. Γλαφυρές), στους πρόποδες του νότιου ορεινού κλειού, μέχρι βόρεια του Χασάμπαλι και ως τον Πηνειό. Το πιο κοντινό στην ακτή(23) και πιο βαθύ τμήμα είναι η λίμνη Βοιβηίς(24). Ένα φυσικό κανάλι, το οποίο έχει βαθύνει από ανθρώπινο χέρι(25), με στάσιμα νερά που δημιουργούν έλη, το Ασμάκι, οδηγεί σε περιόδους πλημμυρών, τα νερά που ξεχειλίζουν από το βορειότερα ευρισκόμενο έλος Νεσσωνίς και από τον Πηνειό στην χαμηλότερα ευρισκόμενη λίμνη της Βοιβηίδος(26). Η Βοιβηίς έχει νερό επίσης και το καλοκαίρι, όμως τότε είναι ένα άσχημο κιτρινοπράσινο έλος με μικρή υδάτινη επιφάνεια.
Στα ριζά του Καστρίου και της Πλασιάς υπάρχουν αρχαία τείχη στις όχθες σαν κυματοθραύστες. Οι πρόποδες των βουνών προεξέχουν εδώ παντού, μέχρι πολύ κοντά στη λίμνη και δεν αφήνουν να σχηματισθεί καμία συνεχόμενη πεδιάδα. Στις ρηχές όχθες, κυρίως στα δυτικά, καλύπτουν τον γύρο πολλά χαμηλά υδροχαρή φυτά. Τα διάφορα είδη καλαμιών, τα ψαθιά και τα σχοίνα χρησιμοποιούνται για καλάθια, ψαροκόφινα, για ψάθες και, κατά την αρχαιότητα, ίσως για να πλέξουν τα φαρδιά καπέλα. Η λίμνη δεν είναι βαθύτερη από έξι μέτρα. Στα γύρω λιβάδια έβοσκαν πολλά κοπάδια. Το έδαφος, που κατά τον χειμώνα πλημμυρίζει, με την υγρασία του είναι το καλοκαίρι πολύ εύφορο.
Στην ανατολική άκρη της λίμνης, κοντά στο Αληφακλάρ (σημ. Καλαμάκι) υπάρχει ένας προϊστορικός οικισμός. Δίπλα στη λίμνη βρισκόταν η πόλη Βοίβη, από την οποία πήρε το όνομα και η λίμνη, και η πόλη Γλαφυραί, και μάλιστα στην ανατολική ή νότια μαγνησιακή πλευρά της.
—————————————————————————————————————–
(23).- Στράβ. ΙΧ 430.
(24).- Η λίμνη της Κάρλας, σ’ έναν κατεστραμμένο τώρα τόπο, κοντά στον Άγιο Νικόλαο, νότια των Καναλίων.
(25).- Βελή πασάς, Γεωργιάδης 39.
(26).- Σελ. 181. Δεδομένου ότι η επιφάνεια της Βοιβηίδος βρίσκεται 44 μ. και το έλος Νεσσωνίς 62 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η αναφορά του Teller (186), την οποία επαναλαμβάνουν και οι Neumann-Partch (156), Philippson, Γεωργιάδης, Zeitschr. III 1897, 307, Oberhummer RE III 629, 36 κε. Schellenberg (36), δεν μπορεί να είναι σωστή, ότι δηλαδή το Ασμάκι με τα ξεχειλισμένα νερά της λίμνης της Βοιβηίδος γέμιζε τον βάλτο Νεσσωνίς, ενώ η σχέση είναι αντίστροφη, όπως αναφέρουν ο Στράβων (411) και άλλοι προγενέστεροι περιηγητές, Tozer 109, Leake IV 403.
Η ΜΕΛΙΒΟΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ (12ος – 2ος ΑΙ. π.Χ.)(1)
Διερευνώντας τα περί της Μελίβοιας γνωστά από τις Αρχαίες πηγές κείμενα, πρέπει αρχικά να πούμε ότι η πόλη της Θεσσαλικής Μαγνησίας οφείλει το θηλυκού γένους όνομά της, σε πρόσωπα της Ελληνικής Μυθολογίας, γνωστά με το όνομα Μελίβοια.
Μελίβοια ελέγετο:
- Η κόρη του Ωκεανού και γυναίκα του Πελασγού
- Η κόρη της Νιόβης και του Αμφίωνα
- Η γυναίκα του Θησαία
- Η μητέρα του Φέλλου
- Η γυναίκα του Φιλοκτήτη(2)
- Η γυναίκα του Μάγνητα
Από την γυναίκα του Μάγνητα Μελίβοια πήρε το όνομα η πόλη αυτή της Θεσσαλικής Μαγνησίας, διότι, καθώς γράφει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης στο έργο του «Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα», ο Μάγνης έκτισε την πόλη αυτή για να τιμήσει η γυναίκα του.
Η Μελίβοια, περίφημη πόλη της αρχαίας Μαγνησίας, αναφέρεται στις πηγές σε έξι περιπτώσεις:
α) Από τον Όμηρο στον κατάλογο των πλοίων (Νεών Κατάλογος, 1190 π.Χ.) ως πατρίδα του ήρωα Φιλοκτήτη, γιου του βασιλιά Ποίαντα και της Δημώνασσας, ο οποίος έλαβε μέρος στην Τρωϊκή εκστρατεία με επτά πλοία. Τα πλοία αυτά αποτελούσαν την συμμετοχή των πόλεων Μελίβοια, Μηθώνη, Ολιζών και Θαυμακία, στην μεγαλύτερη ναυτική επιχείρηση των Ελλήνων κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους και ήταν επανδρωμένα με πολεμιστές απαράμιλλους στο τόξο και στην πάλη (1190 π.Χ.).
β) Από τον Ηρόδοτο, που αναφέρει ότι πολλά από τα συντρίμμια του στόλου του Ξέρξη που καταστράφηκε το 480 π.Χ. στη Σηπιάδα ακτή της Μαγνησίας, έφθασαν ως τη Μελίβοια, μετά την σύγκρουση των στόλων Ελλήνων και Περσών στο Αρτεμίσιο.
γ) Από τον Πλούταρχο, που περιγράφει την ωμότητα του «ανήκεστου και θηριώδους» τυράννου των Φερών Αλεξάνδρου, ο οποίος το 367 ή 366 π.Χ. έσφαξε
—————————————————————————————————————–
(1).- Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, «Η αρχαία Μελίβοια», Εισήγηση Ημερίδας. Βλ. Η Ιστορική Μελίβοια, έκδ. ΦΥΛΛΑ, Επιμ. Αρχιμ. Νεκτ. Δρόσος, Μελίβοια 2006.
(2).- Το ότι ο Φιλοκτήτης κατήγετο από την Μελίβοια αναφέρει ο Πομπώνιος Μέλας, Γεωγραφία, ΙΙ, 35, και ο Σολίνος, VIII, 5.
Μελιβοιείς, άνδρες και εφήβους, ενώ βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που έκανε και στη Θεσσαλική πόλη Σκοτούσσα.
δ) Με την ίδρυση της Δημητριάδος από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (292 π.Χ.) η Μαγνησία χωρίσθηκε σε δύο μέρη. Η Μακεδονική κυριαρχία στην περιοχή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πολύαινου επιβάλλεται αρχικά από τον Φίλιππο τον Β΄ (357 π.Χ.). Στο βόρειο ελεύθερο τμήμα της Μαγνησίας (που δεν ήταν κάτω από τον μακεδονικό έλεγχο) πρέπει να συμπεριλαμβανόταν και η Μελίβοια.
ε) Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος αναφέρει, ότι το 169 π.Χ. η Ρώμη έστειλε τον Μάρκο Ποπίλιο με πέντε χιλιάδες στρατιώτες να καταλάβει την Μελίβοια αλλά, όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας έστειλε τον αξιωματικό του Ευφράνορα με δύο χιλιάδες επίλεκτους στρατιώτες και με την εντολή να εισβάλει κρυφά στην Δημητριάδα, αφού προηγουμένων διώξει τους Ρωμαίους από την Μελίβοια, ο ρωμαϊκός στρατός, πανικοβλήθηκε, και έλυσε την πολιορκία της Μελίβοιας το έτος 169 π.Χ.
στ) Σύμφωνα με πληροφορίες επίσης του Τίτου Λίβιου, αμέσως μετά την μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., ο στρατηγός Γναίος Οκτάβιος κατέλαβε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά τη Μελίβοια. Έκτοτε η άλλοτε ονομαστή πόλη φαίνεται ότι έπαψε να υπάρχει καθόσον δεν μνημονεύεται να έπαιξε κάποιο ρόλο στην μετέπειτα μακρόχρονη περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Θεσσαλία.
Ονόματα Μελιβοιέων από επιγραφικές μαρτυρίες είναι μέχρι σήμερα, γνωστά τρία:
α) Το όνομα Μικίνη Μελιβοιέα σε επιτύμβια στήλη, που βρέθηκε στη θέση «Λόχα» της Αττικής (4ο αι. π.Χ.).
β) Το όνομα του «Θεοκλή Θερσίτου Μελιβοιέα» συναντούμε σε τιμητικό ψήφισμα της πόλης Ιασού της Καρίας της Μικράς Ασίας.
γ) Η Τρίτη επιγραφή βρέθηκε εντοιχισμένη στο τουρκικό φρούριο του Βόλου. Είναι επιτύμβια στήλη του 2ου π.Χ. αι. και μόνη αυτή μας δίνει το θηλυκό του εθνικού: ΗΡΩΙΣΣΕΙ ΠΑΡΜΕΝΙΣΚΑ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΜΕΛΙΒΟΪΣΣΑ
(Μελιβοεύς –Μελιβοιάς)
Η Μελίβοια ήταν σπουδαία πόλη, παλιά πρωτεύουσα του Φιλοκτήτη. Ήδη κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα έκοβε νομίσματα και είχε τη δύναμη να εναντιώνεται στον Αλέξανδρο των Φερών. Η πόλη κυριαρχούσε στην οδό προς την Δημητριάδα. Η Μελίβοια έγινε διάσημη με την παραγωγή της πορφύρας. Την παλιά ακμή της πόλης δείχνει μια ταφική στήλη του 5ου αι. π.Χ., ενώ δεν βρέθηκαν κεραμικά που υπάρχουν αναφορές ότι κατασκευάζονταν με τυπωμένο το όνομα της Μελίβοιας.
Πατρίδα του ήρωα Φιλοκτήτη ήταν η Μελίβοια. Νομίσματα που κόπηκαν από το νομισματοκοπείο Ομολίου μεταξύ των ετών 400 -350 π.Χ. περίπου απεικόνιζαν στη μία πλευρά τους το Φιλοκτήτη με κωνικό καπέλο φρυγικής επιρροής και στην άλλη ένα φίδι συσπειρωμένο προφανώς γιατί συνδέθηκε η τραγική περιπέτεια που είχε ο Φιλοκτήτης όταν τον τσίμπησε ένα φίδι σε κάποιο νησί, στην Ίμβρο ή Τένεδο ή Χρυσή καθ’ οδόν προς την Τροία.
(Κατά τους συγγραφείς της περιόδου 1190 -168 π.Χ.)
1) Σε πέντε σημεία ορίζουν την θέση της Μελίβοιας οι συγγραφείς της περιόδου από τον 12ο αι. (1190 π.Χ.) -2ο αι. (168 π.Χ.):
α) Παραλιακή πόλη της Μαγνησίας: Σκύλαξ, Ηρόδοτος, Απολλώνιος Ρόδιος, Στράβων, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Πλίνιος, Λουκρήτιος, Πομπώνιος Μέλας, Ορφικά, Σχόλια της του Ομήρου Ιλιάδος.
β) Πόλη της Θεσσαλίας: Λουκρήτιος, Λίβιος, Σέρβιος, Στέφανος Βυζάντιος.
γ) Κάτω από το Πήλίο: Ηρόδοτος, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια της του Ομήρου Ιλιάδος.
δ) Υπό τους Πρόποδες της Όσσας: Λίβιος.
ε) Στον μεγάλο κόλπο μήκους 200 σταδίων μεταξύ Όσσης και Πηλίου: Στράβων.
Κρίνοντας τις πέντε φαινομενικά διαφορετικές τοποθετήσεις της Μελίβοιας όπως ορίζονται από τους αρχαίους συγγραφείς έχω να παρατηρήσω τα εξής:
Ενώ σήμερα, χαρακτηρίζοντας μια βουνοκορφή ενός ορεινού όγκου λέμε Πλιεσίδι, Ξεφόρτι, Φλαμούρι, Μαυροβούνι, Κουτζιμπος, κ.λ.π. οι αρχαίοι, δεν κάνανε τη διάκριση αυτή και λέγανε Πήλιο όλες τις βουνοκορφές από το πάνω μέρος του σημερινού Βόλου και του Τρίκερι ως το ακρωτήριο Δερματάς, δηλαδή ως τα νοτιοανατολικά ριζά της Όσσας (Κορδάτος, βλ. Ηροδ. VII, 129).
Έτσι δυνάμεθα τις πέντε θέσεις των ιστορικών να τις θεωρήσουμε φαινομενικά διαφέρουσες εκφράσεις μιας θέσεως και να δεχθούμε ότι, η Μελίβοια ήταν παραλιακή πόλη της Θεσσαλικής Μαγνησίας, στους πρόποδες της ανατολικής Όσσας που θεωρούνταν τότε ως συνεχίζουσα το Πήλιο, αργότερα Βουνό των Κελλίων, σήμερα, Κίσσαβος και πιο συγκεκριμένα στον κόλπο των 220 σταδίων ή 42 χλμ. πιθανότατα μεταξύ Σκιαθά και Κάστρου Βελίκας, δηλαδή μεταξύ Πηλίου και Όσσης.
Η θέση της πόλεως κατά τους ιστορικούς και περιηγητάς του 19ου αι. μ.Χ.
Πιθανολογείται ότι ευρίσκεται σε επτά διαφορετικά σημεία.
α) Βίγλα (Ν. Γεωργιάδης, Wace, Tam, Hignett), στις υπώρειες της Όσσας, 2 χλμ. από τη θάλασσα.
β) Κάστρο Βελίκας (Leake, Λίβιος, Στράβων), πλησίον της Ι.Μ. του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
γ) Παλιόκαστρο Σκήτης (Mezieres, Tozer, Lolling) στα βορειοανατολικά πρόβουνα της χαμηλής οροσειράς Μαυροβούνι, 6 χλμ. από τη θάλασσα.
δ) Κάστρο Σκιαθά Κάτω Πολυδενδρίου (Woodward, Ν. Γιαννόπουλος, Μ. Ιντζεσίλογλου).
ε) Θέση Σκιαθά (επίνειο) Παλαιόκαστρο Σκήτης, ή πόλις, (Κορδάτος –Stahlin).
στ) Θέση Σκιαθά (πόλις) Μετατόπισης 168 π.Χ. εις Σκήτη (Biesantz, Pritchett, Ν. Παπαχατζής).
ζ) Παλιόκαστρο Νεοχωρίου Αγιάς (Πλασιά) (S.Backhuizen) (στην ενδοχώρα, 30 χλμ. από την θάλασσα).
Γενική παρατήρηση επί της ποικιλομορφίας των απόψεων των νεότερων ιστορικών περιηγητών είναι ότι, η διαφορά προκύπτει επειδή οι μαρτυρίες των αρχαίων πηγών για την θέση της αρχαίας Μελίβοιας είναι αποσπασματικές και ασαφείς. Όταν μάλιστα οι μαρτυρίες των πηγών, δεν επιβεβαιώνονται με σαφείς αρχαιολογικές ενδείξεις, οι γνώμες των ερευνητών επιστημόνων είναι θεωρητικές.
Κρίνοντας λοιπόν τις απόψεις των ερευνητών, με βάση τα ανασκαφικά συμπεράσματα του αρχαιολόγου κ. Αθ. Τζιαφάλια, την εμπειρική διάκριση και γνώση του κ. Δημ. Αγραφιώτη και την προσπάθεια ταύτισης της θέσεως της Μελίβοιας το 1985 από τον κ. Χαρ. Ιντζεσίλογλου, δυνάμεθα, αποκλείοντας τρεις εκ των πιθανολογούμενων θέσεων, να προβληματισθούμε επί των δύο υπολοίπων δια την επικρατέστερη εξ αυτών, πλησιάζοντας κατά το δυνατόν την αλήθεια, στην προσπάθειά μας να ταυτίσουμε γεωγραφικά την πόλη.
Οι τρεις αποκλειόμενες θέσεις είναι το Παλιόκαστρο Σκήτης, το Παλιόκαστρο Νεοχωρίου και η Βίγλα.
Η πρώτη θέση Παλαιόκαστρο Σκήτης είναι βυζαντινό ισχυρό φρούριο, ιδανικό για τη φύλαξη της διόδου Αγιόκαμπος –Αγιά –Λάρισα. Καλύπτει έκταση διακοσίων περίπου στρεμμάτων. Κάστρο που οικοδομήθηκε στα βυζαντινά χρόνια, δεν φαίνεται να περιέκλειε πόλη, διότι δεν υφίστανται ερείπια κατοικιών στο εσωτερικό και δεν υπήρχε κατά τον κ. Τζιαφάλια καμία παλαιότερη κατοίκηση. Δεν είναι παλαιότερο του 12ου -13ου αι. μ.Χ.
Η δεύτερη θέση Παλαιόκαστρο Νεοχωρίου, που παρουσιάζει αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούμενα από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το τέλος του 5ου αι. π.Χ. είναι βέβαιο ότι εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., χωρίς να κατοικηθεί ποτέ σε νεότερες εποχές, είναι δε και πολύ μακριά από την θάλασσα.
Η τρίτη θέση είναι η Βίγλα στην κορυφή του ακρωτηρίου Δερματάς. Πρόκειται για ερείπια παρατηρητηρίου με υποτυπώδη οχύρωση των βυζαντινών χρόνων.
Η μικρή οχύρωση στη θέση Μολύβια, στη δίοδο Παλιουριάς –Μελίβοιας, ονομασία που θεωρήθηκε παραφθορά του ονόματος Μελίβοια, είναι των Ελληνιστικών χρόνων. Ίσως πρόκειται για κάποιο μικρό μακεδονικό φρούριο, επειδή η εγκατάσταση απλώνεται σε έκταση 8-10 στρεμμάτων μόνον. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για ταύτιση της θέσης αυτής με την αρχαία Μελίβοια.
Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις κατά τον κ. Τζιαφάλια, δεν συμβαδίζουν οι μαρτυρίες των πηγών με την αρχαιολογική βάση.
Ερχόμεθα τώρα στη θέση Σκιαθάς του Κάτω Πολυδενδρίου. (Νότιο άκρο του λεγόμενου κόλπου της Μελίβοιας στην παράλια περιοχή του Κάτω Πολυδενδρίου Σκήτης)(2α). Ο αρχαιολόγος Χ. Ιντζεσίλογλου αναφέρει ότι η μόνη τοποθεσία που ανταποκρίνεται σε όλα σχεδόν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τη θέση της αρχαίας Μελίβοιας, είναι το μικρό Κάστρο του Σκιαθά, το οποίο βρίσκεται σε θέση ικανή να ελέγχει τη δίοδο προς τις νοτιότερες υπώρειες του Μαυροβουνίου –Β. Πηλίου:
α) Βρίσκεται μεταξύ Πηλίου και Όσσας.
β) Ήταν πόλη παραλιακή σε κόλπο μήκους πάνω από διακόσια στάδια και κοντά της υπήρχε μια θυελλώδης ακτή και αμμουδιά (Αγιόκαμπος). (Από το ακρωτήριο Δερματάς έως το ακρωτήριο Πουρί = 42 χλμ. δηλαδή 200 στάδια).
γ) Είναι θέσις ελέγχου της παραλίας του Αγιοκάμπου και του δρόμου προς Νότον.
δ) Ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Λίβιου της πολιορκίας του 169 π.Χ.
ε) Από τον χώρο του Κάστρου προέρχονται τα πιο σημαντικά ευρήματα από όλες μαζί τις παράλιες πόλεις της προς το Αιγαίο Πέλαγος Μαγνησίας. (Με πρώτη
—————————————————————————————————————–
(2α).- Η θέση αυτή αφορά στα πιθανολογούμενα σημεία δ, ε και στ πιο πάνω κατά τους ιστορικούς και περιηγητάς του 19ου αιώνος μ.Χ.
την ενεπίγραφη κεραμίδα με σφράγισμα «Δημαία Μελιβοαίων» ή «Δημέα Μελιβοέα».
Οι νεότερες όμως εργασίες καθαρισμού που έγιναν από την ΙΕ΄ Εφ. Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και τα αρχαιολογικά στοιχεία, που ο κ. Τζιαφάλιας συγκέντρωσε, αποδεικνύουν ότι στη θέση Σκιαθάς δεν βρισκόταν η Αρχαία Μελίβοια διά τους ακόλουθους λόγους:
1) Δεν υπάρχει μυκηναϊκός πυρήνας που να συνδέει τη θέση με την αρχαία μυθολογική παράδοση.
2) Από την περίοδο που αναπτύχθηκε, όπως είδαμε, η ιστορική Μελίβοια, μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., δεν βρέθηκε κατά τις ερευνητικές εργασίες εδώ κανένα ίχνος ζωής.
3) Ο περιβάλλων χώρος είναι ορεινός και αντενδείκνυται για καλλιέργεια αμπέλου, που γνωρίζουμε ότι ήταν η κύρια απασχόληση των Μελιβοιέων.
4) Η έκταση του οικισμού είναι πολύ μικρή, μόνον 55 στρέμμ., εκ των οποίων το 20% είναι απότομοι βράχοι και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε εδώ να αναπτυχθεί μια οργανωμένη πόλη με Δημόσιες λειτουργίες (Εκκλησία του Δήμου, Αγορά).
Θα μπορούσε όμως να αποτελεί το επίνειο μιας μεγάλης πόλεως, διότι έχουμε μικρό αρχαίο οικισμό με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα.
Εξετάζοντας , τέλος, το Κάστρο της Βελίκας διαπιστώνουμε ίχνη οχύρωσης που κατά την γνώμη των κ. Τζιαφάλια και Αγραφιώτη είναι από τον 4ο αι. π.Χ. με μεταγενέστερες επισκευές των παλαιοχριστιανικών και των Βυζαντινών χρόνων. Δηλαδή υπάρχει βυζαντινό κάστρο, το οποίο στηρίζεται σε οχύρωση των Ελληνιστικών χρόνων.
Η έρευνα στην ευρύτερη περιοχή οδηγεί στην διαπίστωση ότι η κατοίκηση ήταν συνεχής και από παλαιότερους του 4ου αι. π.Χ. χρόνους, διότι η πεδινή έκταση περιμετρικά από τον λόφο που αριθμεί πάνω από 200 στρέμ. είναι κατάσπαρτη από όστρακα των κλασικών και των Ελληνιστικών χρόνων.
Δημοσιεύσαμε ήδη αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα από παλαιοχριστιανική βασιλική, κιβωτιόσχημους και καλυβίτες τάφους στα πρανή του λόφου και στην πέριξ της μονής του Θεολόγου (Αγ. Ιωάννου) περιοχή ή από το προσχωσιγενές πεδινό τμήμα μέχρι τη θάλασσα.
Επίσης δεν είναι ασήμαντο να κατατεθεί το γεγονός ότι οι ψαράδες του σύγχρονου οικισμού της Βελίκας χρησιμοποιούσαν μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, προτού κατασκευασθεί το σύγχρονο λιμάνι, ως καταφύγιο των πλοιαρίων τους, τους φυσικούς ορμίσκους της θέσης Σκιαθάς, οι οποίοι είναι οι μόνοι σε όλη την αλίμενη περιοχή του Αγιοκάμπου, παρόλο που η απόσταση είναι 9-10 χιλιόμετρα.
Ο γνωστός αρχαιολόγος Αθαν. Τζιαφάλιας ο οποίος, εάν δεν απουσίαζε στο εξωτερικό, θα μας έλεγε ο ίδιος όσα εγώ σήμερα προσπαθώ να σας αναπτύξω, στην εργασία του με τίτλο «Αναζητώντας την αρχαία Μελίβοια»(3), καταλήγει θέτοντας ερωτηματικά για την ταύτιση της πόλεως με το Κάστρο της Βελίκας και λέγοντας τα εξής:
«Μήπως εδώ ήταν η αρχαία Μελίβοια και η θέση Σκιαθάς ήταν το επίνειό της, το οποίοι χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους Μελιβοιείς μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. όπως σήμερα; Τίποτα ακόμα δεν είναι βέβαιο, γιατί οι επιφανειακές έρευνες σε μια περιοχή με πυκνή, σχεδόν απροσπέλαστη, βλάστηση δεν εξασφαλίζουν απόλυτα θετικά συμπεράσματα. Ωστόσο, το νόμο βέβαιο νομίζω είναι ότι η αρχαία Μελίβοια βρίσκεται μέσα στη ζώνη της παραλίας του Αγιοκάμπου και περιμένει να αντικρίσει το φως».(4)
Στην περίπτωση, λοιπόν, όπου, κατόπιν έρευνας, δικαιωθεί η άποψη του W.M. Leake, ο οποίος τοποθετούσε εδώ την Μελίβοια, ο Δημ. Αγραφιώτης θεωρεί ότι συνέχει της αρχαίας Μελίβοιας είναι η Παλαιοχριστιανική Κενταυρόπολις, καθώς τούτο υποδηλώνεται από τμήματα του τείχους, αρχιτεκτονικά μέλη –υπολείμματα παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτό δάπεδο σε χώρο παραλιακής κατοικίας στην Βελίκα, νόμισμα των μέσων του 6ου αι. και βαρβαρικά νομίσματα σχήματος φακής(5).
– Κατά την ταπεινή μου γνώμη και συμπληρώνοντας μόνο τις γνώμες των ειδικών επιστημόνων πιστεύω ότι, θα μπορούσε η Αρχαία Μελίβοια να έχει ως ακρόπολη το Κάστρο της Βελίκας, διότι:
α) Ταυτίζεται γεωμορφολογικά με τις αναφορές των πηγών (αρχαίων ιστορικών) και είναι δυνατόν να είχε αναπτυχθεί στην αρχή του μεγάλου θαλάσσιου κόλπου μήκους 200 σταδίων, δηλαδή μεταξύ Δερματά και Σκιαθά.
β) Εάν, μετά από ανασκαφές ανευρεθούν ίχνη πόλεως των μυκηναϊκών και των
—————————————————————————————————————–
(3).- Βλ. Τζιαφάλιας Αθανάσιος, Αναζητώντας την αρχαία Μελίβοια, ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο «Θεσσαλία 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1900. Αποτελέσματα και προοπτικές», Λυών 1990, Πρακτικά, τ. Β΄, 143-152.
(4).- Βλ. ό.π., σελ. 152.
(5).- Αγραφιώτης Δημ. Κ., «Η Επαρχία της Αγιάς κατά τη βυζαντινή εποχή», ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο «Θεσσαλία 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1900. Αποτελέσματα και προοπτικές», Λυών 1990, Πρακτικά, τ. Β΄, σελ. 425.
(Ώστε εικάζεται, ότι κάτωθεν της Βελίκας, υπάρχει πόλις Παλαιοχριστιανική (1ος-4ος αι. μ.Χ.) κτισμένη επί της αρχαίας Μελίβοιας).
ιστορικών χρόνων στα πρανή του Κάστρου και κατωτέρω, φαίνεται εφικτό εξ απόψεως χώρου 2.000 άνδρες Μελιβοιείς να ευρίσκονται συγκεντρωμένοι στην Εκκλησία του Δήμου, ώστε ομαδικά να θανατωθούν από τον Αλέξανδρο των Φερών το 366 π.Χ.
γ) Υπάρχει μεγάλη γόνιμη έκταση (χωματοβούνια) στις υπώρειες της Όσσας Ν.Α. του Κάστρου της Βελίκας, ώστε να δικαιολογείται η ύπαρξη καλλιεργειών αμπέλου και μεγάλης παραγωγής οίνου.
δ) Εάν τα λαξεύματα στους βράχους του όρμου Κρυψιάνα στη θέση Σκιαθάς, οι τετράγωνοι τόρμοι για την τοποθέτηση αναθηματικών στηλών και οι ευθυντηρίες κτιρίων είναι ενδείξεις υπάρξεως λιμενικών εγκαταστάσεων, διά να θεωρήσουμε ότι η πόλις χρησιμοποιούσε δύο φυσικούς ορμίσκους για τον λιμενισμό των πλοίων στο μέχρι και σήμερα λεγόμενο Αυλάκι, πρέπει νομίζω, να ερευνηθεί και η πιθανότητα λιμενισμού των πλοίων της Μελίβοιας κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους στον όρμο της Παλιουργιάς. Διότι αν ο όρμος Παλιουργιάς (το σημερινό ρέμα) ή χείμαρρος, λειτουργούσε υπό άλλην μορφολογία σαν φυσικό κα ασφαλές λιμάνι, είμεθα πιο κοντά στην ταύτιση της πόλεως γνωρίζοντας και τον Ταρσανά της.
Η Μελίβοια(χ) ως τοπωνύμιο προδιαθέτει τον οποιονδήποτε να στραφεί στον Όμηρο, να ξαναθυμηθεί το τμήμα των Μαγνήτων που ακολουθούσαν τον αρχηγό τους Φιλοκτήτη, να αναζητά σε κάποια γωνιά τα ερείπια της κάποτε ξακουστής πόλης. Και η Μελίβοια του Ομήρου και των ιστορικών χρόνων απομένει ακόμη αντικείμενο έρευνας της αρχαιολογικής και της ιστορικής τοπογραφίας –Γεωγραφίας, παρά τη βιασύνη των ντόπιων να αποδώσουν το όνομά της στο χώρο που κατοικούσαν και των αρμοδίων να το αποδεχτούν και να αντικαταστήσουν το πραγματικό όνομα με το οποίο γεννήθηκε και έζησε τόσους αιώνες και ζει ακόμη.
Πριν ο λογιοτατισμός και η βιασύνη των αρμοδίων βάλουν το χέρι τους, για να μετονομασθεί, γραφόταν Αθανάτη και προφερόταν Θανατ’. Σε κάποια έγγραφα και επιστολές των αρχών του αιώνα μας οι γραμματισμένοι του χωριού του έδωσαν τη μορφή Αθάνατον, ν’ ακούγεται πιο ευχάριστα στο αυτό, να μη φέρει στο μυαλό αυτό που φοβάται ο καθένας μας.
Και όμως το όνομα του χωριού στην ονομαστική ήταν Θάνατος. Χωρίον Θανάτου ή Σκάλα Θανάτου(1) είναι οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες μας. Όνομα Ελλη-
———————————————————————————————————————————————————–
(χ).- Δημ. Αγραφιώτη, «Ιστορική διαδρομή του ονόματος Μελίβοια του Δήμου Μελιβοίας», ΒΛ. η Ιστορική Μελίβοια, Εκδ. ΦΥΛΛΑ, Επιμ. Αρχιμ. Νεκτ. Δρόσου, Μελίβοια 2006, σελ. 134-137.
(1).- Σκάλα Θανάτου: υπονοείται το λιμανάκι της Παλιουριάς ή στο Σκιαθά ως επίνειο (αρσανάς) του χωριού Θανάτου.
νικό, που παρέμεινε τέτοιο μέσα στους αιώνες ακόμα και στο στόμα και στα χαρτιά των Οθωμανών, που μη μπορώντας στη γλώσσα τους να προφέρουν το δασύ Θ της αρχής του το έγραφαν Σανάτ’.
Τούρκικη ονομασία δεν είχε. Αντίθετα ένας αδελφός οικισμός (το Παλιοχώρι ή η Κουτσουπιά, πρέπει να διευκρινισθεί), ονομαζόταν από τους Τούρκους Μικρός Θάνατος – Κιουτσούκ Θανάτ’.
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους τα ονόματσα των χωριών του χώρου της ευρύτερης περιοχής του χωριού είναι θηλυκού γένους, ελληνικά ή ξενόγλωσσα. Σπάνια θηλυκά τοπωνύμια μετατράπηκαν σε γένος ουδέτερο. Έτσι το χωρίον Θανάτου έγινε η Θανάτ(η), και, με το προθετικό α, Αθανάτη, για να σβηστεί, τέλος, από τα σύγχρονα χαρτιά και να αντικατασταθεί από το Μελίβοια. Αλλά και αυτό το τελευταίο, από τη δοτική της καθαρευουσιάνικης αλληλογραφίας ακούγεται πολύ συχνά στην ονομαστική ως η Μελιβοία.
Γιατί ονομάσθηκε έτσι;
α) Η παραδοσιακή εξήγηση, όπως έφτασε σε μένα από γερόντους και μεσήλικες σύγχρονους, αποκρύπτει το φοβερό Θάνατο ως ανάδοχο του οικισμού και προτιμά να ασχολείται με το Αθανάτη = αθάνατη χώρα, που δεν τη χτύπησε κάποιο θανατικό = θανατηφόρα επιδημία. Στην περίπτωση που ένα θανατικό ευθύνεται για το παλιό τοπωνύμιο, σίγουρα δεν ήταν η σωτηρία των κατοίκων από το Θάνατο, αλλά ο βαρύς φόρος σ’ αυτόν πληρωμένος από τους τότε κατοίκους του. Ο αριθμός των μικροοικισμών από τους οποίους αποτελέστηκε το σύγχρονο χωριό (Παλιοχώρι, Παλιοχώρα, Κουτσουπιά, Οστροβός, Γκορτζιά, Άλλη χώρα) μας οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση.
β) Το χωρίον Θανάτου, κατά άλλη άποψη, υπονοεί έναν ιδιοκτήτη του χωριού ονομαζόμενο ανάλογα Αθάνατο για το Αθανάτη ή Θάνατο για το Θανάτου.
Ωστόσο, το χωριό που σήμερα ονομάζεται Μελίβοια σχηματίστηκε από έναν μικρό αριθμό οικογενειών, που μόλις αριθμούνταν σε 28, μεταξύ των ετών 1425 και 1455, όπως φανερώνουν τα στοιχεία που προέρχονται από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα. Στην απογραφή του 1570 το χωριό Θανάτου είχε ήδη 180 νοικοκυριά, περίπου 900 κατοίκους δηλαδή. Τα ίδια κατάστιχα μας πληροφορούν ότι σχεδόν ταυτόχρονα, μεταξύ 1455-1466, λόγω της απότομης αύξησης του πληθυσμού στο πρώτο, δημιουργήθηκε και το θυγατρικό χωριό Μικρός Θάνατος – Κιουτσούκ Θανάτου. Αυτό το δεύτερο καταγράφεται στα 1506 με 67 νοικοκυριά και κατά την απογραφή του 1570 με 68. Κατά τη διάρκεια του 17ου αι. πιθανότατα συγχωνεύτηκε με το μητρικό χωριό.
Το όνομα του χωριού αναφέρεται ξανά στα μέσα του 17ου αιώνα κατά τη διάρκεια του 18ου και κατά τον 19ο αιώνα (2). Το όνομα του χωριού ήταν Θάνατος ή Θανάτου, σύμφωνα με όσα είπαμε, μετατράπηκε σε θηλυκό, Θανάτη, και δέχτηκε το προθετικό Α, για να πάρει τη μορφή Αθανάτη –Αθάνατον(3), οπότε και έχουμε αντιστροφή πλήρη της έννοιας που αρχικά εξέφραζε. Μετά τον Οκτώβριο του 1920(4), στα πλαίσια της αλλαγής, όχι πάντοτε με προσοχή και επιτυχία, των τοπωνυμιών, την οποία είχε αρχίσει και στο Θεσσαλικό χώρο η Ελληνική Πολιτεία, ντύθηκε η Θανάτου/Αθανάτη/Αθάνατον την αίγλη της ομηρικής πόλης και ονομάσθηκε Μελίβοια. Η ομηρική πόλη αναμένει ακόμη από τους ειδικούς τον εντοπισμό της, κάπου στην περιοχή που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ανήκει διοικητικά στα όρια του σημερινού Δήμου, όχι τόσο ψηλά και σε απόμερο τόπο, όπως της σημερινής θέσης του οικισμού, αλλά στα παράλια, στον «Κόλπο της Μελίβοιας» κατά τον Leake, την εκτεταμένη παραλία από το Σκιαθά μέχρι τον Κάβο, πιθανότατα στο Κάστρο της Βελίκας και στην νότια εκτεινόμενη πεδινή περιοχή.
Με την ευκαιρία αυτή, επειδή παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον, θα ήταν πολύ χρήσιμο να καταγραφούν όλα τα μικροτοπωνύμια που ακούγονται στο χώρο που ανήκει στα διοικητικά όρια του χωριού. Από τη μελέτη τους θα προκύψουν οπωσδήποτε ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία και πτυχές της Ιστορίας του χωριού θα φωτίσουν και χρήσιμα θα είναι στις άλλες επιστήμες (Γλωσσολογία, Αρχαιολογία, Λαογραφία κ.λ.π.). Είναι μια πρόκληση – πρόσκληση προς τους αρκετούς αξιόλογους νέους επιστήμονες του χωριού.
—————————————————————————————————————–
(2).- Σε όλες τις Πηγές της Τουρκοκρατίας αναφέρεται ως Θανάτου και στις τουρκικές Πηγές επίσης. Σε έναν σαλναμέ (ετήσιο ημερολόγιο) με αναφορές στα χαρακτηριστικά των χωριών κάθε περιοχής του έτους 1871 αναφέρεται ως «Σανάτ’», και όπως εξηγεί ο Μιχ. Κοκολάκης, που τον μετέφρασε και τον παρουσίασε στον τ. 1 του περ. Ίστωρ/Μάρτιος 1990, αυτή η αλλοίωση του αρχικού οφείλεται στην αδυναμία των Τούρκων να προφέρουν το Θ. Βλ. επίσης στη μελέτη Αγραφιώτης Δημ. Κ. Μία επιστολή γυναικών της Αγιάς στον Αθανάσιο Ψαλίδα (25-6-1809), π. Η.Ε., τεύχη 411-412, Σεπτ. 1986, σσ. 305-312, Ιωάννινα 1986, όπου παρατίθεται έγγραφο δημοσιευμένο στο π. Η.Χ., τ. Δ΄, (1939), σελ. 77, έγγρ. 69, όπου επιστολή του Χατζημήτρου και δύο άλλων βεκίληδων προς τον Αλή πασά.
«Υπέρτατε αυθέντα, κατά την προσταγήν σας οπού εδιωρίσατε διά να κοιτάξωμεν λογαριασμόν με τους Αμπελακιώτας, αν τους χρεωστούεν από κανέναν μαντέν (=ληψοδοσία, υπόθεση), κατεβαίνοντες κάτω (=οι Αμπελακιώτες στην Αγιά) να κοιτάξωμεν λογαριασμόν και, αν μένωμεν χρεώσαι εις τους Αμπελακιώτας, να μην τα δώσωμεν εις αυτούς, αλλά να τα στείλωμεν του Σταύρου Τζαπαλάμα. Και οι Χρόνοι σου πολλοί. 6 Οκτωβρίου 1816 Ιωάννινα-Αγιά. Οι σκλάβοι σου και χαΐρ ντουατζήδες (=ευχέτες σου) Χατζημήτρος βεκίλης της Αγυιάς, Χατζή Λάμπρος, βεκίλης της Καρίτζας, Δημήτρης μεγαλιού, βεκίλης της Θανάτου» (Μελίβοιας σήμερα). Βλ. επίσης και έγγραφο 31, σελ. 61, 35, σ. 63, έγγρ. 148, σ. 124, έγγρ. 154, σ. 126-127 και έγγρ. 204, σσ. 326-327 λογαριασμός του χρέους των Αμπελακιωτών και επιστολή του Στ. Ιωάννου προς τους παραπάνω βεκίληδες.
(3).- Ως «Κοινότης Αθανάτου» αναφέρεται στο Β.Δ. 31-8-1912, ΦΕΚ 262/Α/1912, όταν καταργήθηκαν οι Δήμοι και οι κάποιου μεγέθους οικισμοί έγιναν αυτοδιοίκητες Κοινότητες.
(4).- Τότε ο συνοικισμός και η Κοινότητα πήραν το όνομα Μελίβοια με απόφαση του Υπουργού των Εσωτερικών (Αρ. 41740/10-10-1920), η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 66/Β/1920.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ
α) «Χωρίο Αθανάτου(1) – 1658 – Ιουνίου – 12+
+ Δημητρίου ιερέως – μπακή άσπρα 30.
+ Νίκος Αρβανίτης, η γυνή Κάλω.
+ Πάντος του παπά-Παναγιώτη, η γυνή Δέσπω, μπακή άσπρα 10.
Οι προσφορές των πιστών είναι συνήθως χρήματα. Σε πολλές περιπτώσεις η προσφορά αναφέρεται ως «πακή (ή μπακή) άσπρα» 300 π.χ. Στην περίπτωση, μάλιστα της Δράκιας, η προσφορά και των 19 οικογενειών της προσδιορίζεται ως «μπακή». Η λέξη μπακή (τουρ. bakim. μέριμνα, φροντίδα, νοσηλεία, συντήρηση, περίθαλψη, περιποίηση) δεν γνωρίζουμε τι προσδιορίζει».
β) «Συγκρίνοντας τον Τίτο Λίβιο με τον Στράβωνα, από τους οποίους ο πρώτος αναφέρει ότι η Μελίβοια(2) βρισκόταν στους πρόποδες της Όσσας και ο δεύτερος στον κόλπο, ανάμεσα στην Όσσα και στο Πήλιο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Μελίβοια ήταν κοντά στην Αγιά. Επειδή ο Ηρόδοτος, ο Σκύλακας και ο Απολλώνιος την περιγράφουν ως παραλιακή πόλη και επειδή οι ιστορικοί την αναφέρουν ανάμεσα στις πόλεις, κοντά στις οποίες ναυάγησαν τα πλοία του Ξέρξη, δεν μπορεί επομένως να ήταν τόσο μακριά από τη θάλασσα όσο είναι το Παλιόκαστρο της Σκήτης που απέχει τρία μίλια από την ακτή. Εξάλλου, τα ερείπια αυτά δεν μοιάζουν με τα ερείπια μιας πόλης τόσο μεγάλης σημασίας, όπως έπρεπε να ήταν η πρωτεύουσα του Φιλοκτήτη. Γι’ αυτόν το λόγο νομίζω ότι η Μελίβοια βρισκόταν σε μία θέση που λέγεται Καστρί, όχι πολύ μακριά από το ακρωτήριο Δερματάς, όπου τώρα το μόνο που υπάρχει είναι το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Πάνω από την θέση αυτή, μέσα στο δάσος από οξιές, στην πλευρά της Όσσας, βρίσκεται η Θανάτου (Μελίβοια), ένα χωριό 400 σπιτιών, στο δρόμο από την Αγιά προς την Καρύτσα, που παράγει κυρίως κρασί και μετάξι. Ανάμεσα στη Θανάτου (Μελίβοια) και στην Καρύτσα λέγεται ότι υπάρχουν ίχνη μιας άλλης αρχαίας θέσης, στο σημείο που φαίνονται, μέσα στα χωράφια, μεγάλοι ορθογώνιοι ογκόλιθοι, πιο κάτω από τους οποίους βρίσκεται ένα κατεστραμμένο κτίριο, το οποίο ονομάζεται κοινώς Ταρσανάς και ακόμα ένα κτίριο με αψίδες που λέγεται ο Παλαιός Λουτρός, δηλαδή αρχαία λουτρά».
—————————————————————————————————————–
(1).- Κ. Σπανός, Θ.Η., τομ. 40ος, σ. 347, Οι Θεσσαλικοί οικισμοί στον Ιεροσολυμίτικο Κώδικα 509 – 1649 – 1669 μ.Χ.
(2).- W.M. Leake, Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809 – 1810, Μεταφρ. Βασίλης Αργυρούλης – Σχόλια Κ. Σπανός, Θ.Η., τομ. 34ος, σελ. 124-125.
γ) « ……. Σε μεταβυζαντινό Ναό της Αγίας Παρασκευής στον Πυργετό, διατηρείται ξυλόγλυπτον τέμπλον, το οποίον φέρει εις το υπεράνω του Βημοθύρου τοξωτόν πλαίσιον της Ωραίας πύλης την κάτωθι επιγραφήν:
ΑΝΕΚΕΝΙΣΘΗ ΚΕ ΕΣΚΑΛΙΣΘΗ Ο ΤΕΜΠΛΟΣ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΙΩΑΝΟΥ ΕΚ ΧΟΡΑΣ ΘΑΝΑΤΟΥ .ΑΨΝΓ. (=1753)
Η εν τη επιγραφή αναφερόμενη χώρα Θανάτου είναι το χωρίον Μελίβοια, ο δε ξυλογλύπτης Ιωάννης, άγνωστος μέχρι σήμερον, όσον τουλάχιστον γνωρίζω, ήτο ταλαντούχος καλλιτέχνης, όστις με προσωπικόν ύφος και πηγαίαν αίσθησιν των όγκων εδημιούργησεν έν ενδιαφέρον ξυλόγλυπτον τέμπλον»………(3)
δ) Εικαζόμενη θέση Αρχαίας Μελίβοιας(4)
«Οι δύο αυτοί παράγοντες – «όροι» λειτουργίας Βαφείων – η ύπαρξη δηλαδή άφθονου νερού σε συνδυασμό με έντονους και συνεχείς ανέμους, μπορεί να βοηθήσουν και στον εντοπισμό της θέσης της αρχαίας Μελιβοίας, θέση γύρω από την οποία συνεχίζονται, όπως γράφει ο κ. Τζιαφάλιας, οι έρευνες των αρχαιολόγων. Με αυτά τα κριτήρια η αρχαία Μελίβοια θα πρέπει να βρισκόταν στην πλαγιά (νότια ιδιαίτερα) της ρεματιάς Σκιαθά, στο νότιο άκρο του Αγιοκάμπου: στην μεν ρεματιά «Σκιαθά» έρρεαν τα άφθονα νερά της πηγής «Μάνας» της Σκήτης, απ’ την οποία υδρεύεται σήμερα ολόκληρη η περιοχή Σκήτης, Πολυδενδρίου και Αγιοκάμπου, ενώ στο ρέμα της Βελίκας έρρεαν τα νερά των πηγών της σημερινής Μελιβοίας και Σωτηρίτσας. Στην περιοχή ολόκληρη και ιδιαίτερα στη ρεματιά Σκιαθά, πνέουν συνεχείς σχεδόν και έντονοι άνεμοι.
Η νότια πλαγιά της ρεματιάς Σκιαθά, κοντά στη θέση του «Κάστρου», όπου έχουν εντοπισθεί αρχαία ευρήματα, είναι κατά τη γνώμη μας η πιο πιθανή: όχι μόνο λόγω των ασύγκριτα άφθονων νερών και των ιδιαίτερα έντονων ανέμων ή της εγγύτητας προς τη θέση όπου τα αρχαία ευρήματα – πιθανόν ακρόπολης της αρχαίας Μελίβοιας(5) – αλλά και λόγω της εγγύτητας προς τα δύο μοναδικά σε ολόκληρη την περιοχή αρχαία λιμάνια («Κρυψιάνας» και «Τραμουντάνα»), απαραίτητα για τη διεξαγωγή του εμπορίου νημάτων, και όχι μόνο, της Μελιβοίας «με όλα τα μεγάλα εμπορικά λιμάνια της αρχαιότητας» (βλ. Τζιαφάλιας). Η θέση βρισκόταν εξάλλου πάνω στον παρακισσάβειο αρχαίο δρόμο Λυκοστομίου – Μελιβοίας – προς (σημερινή) Σκήτη, κατά μήκος της ρεματιάς Σκιαθά και στη συνέχεια προς την Αγιά
—————————————————————————————————————–
(3).- Α.Δ. 26 (1971), Χρονικά, Αθήναι 1975, σ. 429.
(4).- Παύλος Η. Στρούλιας, Τέμπη και Συνεταιρισμός Αμπελακίων, Λάρισα 1998, εκδ. Έλλα, σ. 86.
(5).- Νομίζουμε ότι, η μελέτη του κ. Τζιαφάλια (σ. 121) και η ανασκαφική του προσπάθεια, δίνουν τις σωστές απαντήσεις για τη θέση «Παλιόκαστρο Σκιαθά».
και το θεσσαλικό κάμπο. Σίγουρα οι όποιες ανασκαφές πρέπει να γίνουν σε μεγάλο σχετικά βάθος λόγω των εκτεταμένων κατολισθήσεων και επιχωματώσεων ως συνέπεια της σαθρότητας των εδαφών. Μάλλον πρέπει να αποκλείεται η ανεύρεση οποιωνδήποτε υπολειμμάτων των Βαφείων στις όχθες της ρεματιάς, αφού αυτά θα παρασύρθηκαν από τις σφοδρές πλημμύρες του χειμάρρου κατά τους χειμερινούς μήνες».
ε) «Στην έξοδο(6) της γραφικής κοιλάδας των Τεμπών στα ομηρικά χρόνια πρωτεύουσα της Μαγνησιακής χώρας ήταν η Μελίβοια, η οποία ήταν ακουστή για τη βαφική πορφύρα της (porpura Mellibea), που δεν ήταν άλλη από το γνωστό φυτό ερυθρόδανον (ριζάρι), που οι ρίζες δίναν το άλικο κόκκινο χρώμα, το οποίο είχε την ιδιότητα να μην ξεθωριάζει από τον ήλιο και τον χρόνο.
Οι Αμπελακιώτες, λοιπόν, κατά το παράδειγμα των γειτόνων τους Μελιβοιωτών ανάπτυξαν την κοκκινάδικη τέχνη και τη νηματουργία σε μεγάλο βαθμό. Το βαμβάκι, το οποίο χρησιμοποιούσανε οι Αμπελακιώτες, (καθώς και οι άλλες θεσσαλικές συντροφιές της Ραψάνης – Αγιάς – Ζαγοράς, Φαρσάλων, Τσαριτσάνης κ.λ.π.) το προμηθεύονταν από την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Μ. Ασία και από την κοιλάδα των Τεμπών, όπου και υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες. Οι Αμπελακιώτισσες γνέθανε το βαμβάκι στη ρόκα, στο αδράχτι και στην τσικρίκα και κατόπιν το βάφανε με τη βοήθεια του ριζαριού κόκκινο».
στ) Η ΜΕΛΙΒΟΙΑ(7)
«Άλλη σπουδαία πόλη ήταν η Μελίβοια, η παλιά πρωτεύουσα του Φιλοκτήτη. Ήδη, κατά τον 4ο αι. π.Χ. έκοβε νομίσματα και είχε τη δύναμη να εναντιώνεται στον Αλέξανδρο των Φερών. Η πόλη κυριαρχούσε στην οδό προς τη Δημητριάδα. Επομένως, πρέπει να ανήκε στην επικράτειά της και πιθανόν να είχε ενσωματωθεί στο κράτος της, όπως έγινε με την βορειότερη πόλη Ρίζους. Οι δισταγμοί του Kip (σελ. 85) δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.
Το έτος 186 π.Χ. η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Ο Στέφανος και ο Σέρβιος, κατά την Αινειάδα (V, 251), την απαριθμούν στη Θεσσαλία, μετά τη ρωμαϊκή διαίρεση. Βρισκόταν κοντά στην ακτή και από το όνομά της ονομαζόταν όλη η παραθαλάσσια περιοχή, ανάμεσα στο ακρωτήριο Κίσσαβος και στο Πουρί. Στην περιοχή αυτή καταστράφηκε ένα τμήμα του στόλου του Ξέρξη.
—————————————————————————————————————–
(6).- Γιάννης Προκόβας, Η θέση της Μελίβοιας στα Ομηρικά Χρόνια και η σχέση της με την Βαφική Πορφύρα, τομ. Αμπελάκια, το λίκνο του Συνεταιρισμού, Κέδρος, 1982, σελ. 13-14.
(7).- Fr. Stahlin, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τομ. 16ος, σελ. 46-47.
Η Μελίβοια έγινε διάσημη με την παραγωγή της πορφύρας. Η πόλη βρισκόταν στα ριζά της Όσσας, στις νότιες πλαγιές της, προς τη Θεσσαλία. Οι ισχυρισμοί κάποιων ποιητών ότι βρισκόταν στην ενδοχώρα στηρίζονται σε παρανόηση σχετικά με τον ποταμό Άμυρο (βλ. Απολλώνιος Α΄, 596. V. Flacc. II, 11. RE I, 2011, 52). Συγχρόνως, όμως, βρισκόταν και κάτω από τις βόρειες πλαγιές του Πηλίου, πριν από την κοιλάδα του Άμυρου, δηλαδή, στα χαμηλά υψώματα ανάμεσα στα δύο βουνά, εκεί όπου βρισκόταν και το σταυροδρόμι των οδών προς τη Μακεδονία και προς τη Θεσσαλία.
Πρέπει, λοιπόν, να την αναζητήσουμε στο Πολυδέντρι. Την παλιά ακμή της πόλης δείχνει μία ταφική στήλη του 5ου αι. π.Χ., η οποία βρέθηκε εδώ, ενώ τα κεραμικά, που έφερναν τυπωμένο το όνομα της Μελίβοιας, αναφέρονται μόνο προφορικώς και γι’ αυτό δεν μπορούν να αποδείξουν τίποτα. Το τείχισμα, το οποίο δεν ερευνήθηκε ακόμα, πρέπει να δείχνει ότι η πόλη ήταν ένα μακεδονικό φρούριο, το οποίο μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία σε μια πολιορκία.
Η γνωστή, ως πλούσια, περιοχή της Μελίβοιας πρέπει να ήταν ο σημερινός Αγιόκαμπος, με την πλούσια παραγωγή του, βορείως της Μπουρμπουλήθρας.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η πόλη μεταφέρθηκε στην ενδοχώρα(8), κοντά στη Σκήτη, πιθανότατα από το φόβο των πειρατών. Ίσως, στα ευρισκόμενα εκεί, καθαρώς βυζαντινά ερείπια, αναφέρεται το τοπωνύμιο Κενταυρούπολη».
ΑΡΧΑΙΕΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ(1)
Κόκκινο Νερό: Ισχυρή οχύρωση από την αρχαιότητα με σχεδόν πλήρη ανακαίνιση κατά τη βυζαντινή περίοδο. Πιθανότατα πρόκειται περί της αρχα΄λιας Ευρυμένης. Τα τείχη σώζονται σε μεγάλη έκταση και σε ικανό ύψος.
Μολύβια: Μικρή οχήρωση στη δίοδο Παλιουριάς–Αθανάτης /Μελίβοιας. Εδώ τοποθετείται από ορισμένους ερευνητές, χωρίς πειστικότητα, η ομηρική και η μεταγενέστερη Μελίβοια. Άλλοι τοποθετούν εδώ την πόλη Ρίζους. Ο Γεωργιάδης συγχέει την οχύρωση Κάστρο στα Μολύβια με τη Βίγλα, που ακολουθεί.
Βίγλα: Στην κορυφή του ακρωτηρίου Δερματάς. Πρόκειται για ερείπια παρατηρητηρίου με υποτυπώδη οχύρωση. Από το χώρο αυτό υπάρχει η δυνατότητα
—————————————————————————————————————–
(8).- Την ίδια γνώμη εικάζει ο Ν.Δ. Παπαχατζής, ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ, Α.Π.Δ., τομ. Β΄, Βόλος 1959.
(1).- Από τη δευτερεύουσα οδό που συνέδεε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλία, δηλαδή, εκβολές Πηνειού – ζώνη ανατολικών παραλίων Νομού Λαρίσης – υπώρειες Μαυροβουνίου.
άριστης εποπτείας του προς Βορράν και Νότον παράλιου χώρου.
Κάστρο Βελίκας: Πολύ κοντά στη θάλασσα, κάτω ακριβώς από τη Μονή του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Εδώ τοποθετεί ο W.M. Leake την πόλη Μελίβοια. Προς το παρόν, μετά από καθαρισμό που πραγματοποίησε σε ορισμένα σημεία η 7η Εφορεία Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων αποκαλύφθηκαν τμήματα του τείχους της Ιουστινιάνειας περιόδου. Σώζονται σποραδικά τμήμα του αρχαίου τείχους και τμήματα των μεταγενέστερων συμπληρώσεων και επιδιορθώσεων.
Κάστρο, Καστρί ή Παλιόκαστρο (Σκιαθάς): Βρίσκεται στο νότιο άκρο του λεγόμενου Κόλπου της Μελίβοιας, στην παράλιο περιοχή του Κάτω Πολυδενδρίου – Σκήτης. Εργασίες καθαρισμού, που έγιναν τα τελευταία χρόνια από την ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, έφεραν στο φως μικρό κάστρο σε θέση ικανή να ελέγχει τη δίοδο προς τις νοτιότερες υπώρειες του Μαυροβουνίου / Β. Πηλίου, ενώ αποκλείστηκε η περίπτωση να υπήρχε η αρχαία πόλη Μελίβοια στο σημείο αυτό.
Πύργος: Νοτιότερα του κάστρου του Σκιαθά. Σήμερα απομένει μόνον το τοπωνύμιο. Κάθε ίχνος του οχυρώματος το εξαφάνισαν οι σύγχρονες εργασίες αποψιλώσεις – εκχερσώσεις για καλλιέργεια ή οικοπεδοποίηση.
Κάστρο Σκήτης: Ισχυρό φρούριο που ελέγχει τη δίοδο που δημιουργείται στη συμβολή του Μαυροβουνίου και της Όσσας. Διατηρείται σε μεγάλη έκταση και σε αρκετά μεγάλο ύψος. Διακρίνονται και τα ερείπια ενός πύργου με όρθιο ακόμη ένα
τμήμα του. Η θέα από τη θέση αυτή είναι προς κάθε κατεύθυνση εξαιρετική. Υπάρχει άμεση οπτική επαφή με τις προς βορράν και προς τα δυτικά οχυρώσεις από το Δερμαά μέχρι τη Μαρμαρίνη: Κάστρο Βελίκας, Παλαιόκαστρο Αγιάς, Κάστρο Νερομύλων, Παλαιόκαστρο Γερακαρίου και Κάστρο Μαρμαρίνης.
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ(1)
Κόκκινο Νερό: Στον παραθεριστικό αυτό οικισμό, ο οποίος άρχισε να συγκροτείται με μικρά βήματα περί το 1900 και, εντατικά, κατά την τελευταία εικοσαετία, ήδη η έρευνα έχει φέρει στο φως δύο αξιόλογα μνημεία. Γνωστό είναι το
κάστρο, το οποίο δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά. Γνωστό είναι επίσης και ερειπωμένο Παλαιομονάστηρο, όπου επρόκειτο για έναν τρίκογχο ναό, στο ίδιο μέγεθος με τον Προφήτη Ηλία, που ανέσκαψε και δημοσίευσε ο Ν. Νικονάνος.
—————————————————————————————————————–
(1).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Η επαρχία της Αγιάς ………., Λυών 1990, σελ. 423-426.
Εκτός αυτών των γνωστών μνημείων, προστίθενται: δύο θέσεις και πάλι με το τοπωνύμιο Παλιομονάστηρο (στο λόφο που χωρίζει τις περιοχές Κόκκινο Νερό και Κουτσουπιά), όπου όστρακα βυζαντινά και αρχιτεκτονικά μέλη. Στις θέσεις Άγιος Βάτος, Άγιος Νικόλαος και Αγία Τριάδα, οπτόπλινθοι, θραύσματα πινακίων και λιθοσωροί υποδηλώνουν, πιθανώς, την ύπαρξη θρησκευτικών μνημείων στους χώρους αυτούς, και βορείως του οικισμού, προς την κατεύθυνση του οικισμού Καρύτσα τα τοπωνύμια Κελλιά – Κελλάκια – Περιστερές (=σπηλιές στους βράχους) υπενθυμίζυν την παρουσία ασκητών σε παλιότερες εποχές. Τα λοιπά στοιχεία (πληροφορίες για την ύπαρξη αρχαίων τάφων, όστρακα στην περιοχή της τοξωτής γέφυρας του 1719 και στις όχθες του χειμάρρου, που διασχίζει το σημερινό οικισμό και νομίσματα του 4ου και 3ου αι. π.Χ. στα χέρια κατοίκων, όπως και το τοπωνύμιο Λουτρό με την παράδοση για την ύπαρξη «Λουτρού της Βασίλισσας» πλησίον της αριστερής όχθης του χειμάρρου), δείχνουν ότι ο βυζαντινός οικισμός διαδέχτηκε οικισμό της αρχαιότητας.
Κουτσουπιά (μεταξύ Παλιουριάς και Κόκκινου Νερού): Η περιοχή, τόσο στην πλησίον της ακτής ζώνη, όσο και μέχρι υψόμετρο 150 μ. παρουσιάζει όστρακα (11ου – 14ου αι.), αγιωνύμια και ευκρινή ερείπια επτά μνημείων, από τα οποία τα πιο προσιτά και καλύτερα σωζόμενα είναι στη θέση Μονόπετρο, απέναντι ακριβώς και λίγο ψηλότερα από το ήδη γνωστό Παλιομονάστηρο και μέσα στην ιδιοκτησία των Αδελφών Πινίκη, σε επαφή με την αγροικία τους. Βορειότερα, στο κτήμα του Ι. Πλατσά, βρέθηκαν όστρακα της ύστερης ρωμαιοκρατίας και ίχνη κτιρίου κατά τη διάρκεια καλλιεργητικών εργασιών. Όστρακα (θραύσματα πινακίων 11ου – 12ου αι.) επιβεβαιώνουν πληροφορίες για την ύπαρξη μνημείου στην ιδιοκτησία των αδελφών Αντωνούλη.
Παλιοχώρι: (3 χλμ. Β. του ακρωτηρίου Δερματάς), όπου ερείπια σπιτιών, ναών και όστρακα (11ου – 14ου αι.) στην ευρεία περιοχή και προς το μέρος του Κόκκινου Νερού και προ του οικισμού Κουτσουπιά. Ερείπια στη θέση Παλιοπαναγιά υποκρύπτουν πιθανότατα βυζαντινό ναό αφιερωμένο στην Παναγία.
Άλλη Χώρα: (προφέρεται «Άλλ’ χώρα»), Α. – Β.Α. του χωριού Μελίβοια (Θανάτου, Αθανάτη παλαιότερα), όπου ερείπια ναών σε εννέα θέσεις και εξαιρετικά όστρακα του 11ου και 13ου αι., δείγματα των οποίων μεταφέρθηκαν στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς. Το τοπωνύμιο είναι επιβίωση αξιόλογου βυζαντινού οικισμού, ο οποίος, κατά την επιχώρια παράδοση, διαλύθηκε και οι κάτοικοί του, με κατοίκους παράλιων οικισμών και του οικισμού Παλιοχώρι, συγκρότησαν το σημερινό οικισμό Μελίβοια, στου οποίου επίσης τη Β.Α. συνοικία υπάρχουν όμοια όστρακα.
Παλιουριά: Μεταξύ του ακρωτηρίου Δερματάς και του χειμάρρου Παλιουριά (όπου ο γνωστός (Τα)αρσανάς)(2), εκτεινόμενος και στην πλησίον περιοχή Οστροβός, όπου ερείπια μοναστηριών, όστρακα 11ου – 14ου αι. Βρέθηκαν επίσης νομίσματα της ύστερης αρχαιότητας, βυζαντινά όστρακα και αρχιτεκτονικά μέλη κατά την προ ετών ισοπέδωση αγρού στις θέσεις Αγία Παρασκευή (στην ιδιοκτησία Αποστόλου Χαρατσή) και Παναγιά (σε παρακείμενο της ιδιοκτησίας Γουργιώτη χείμαρρο).
Μολύβια: (Δ. της Παλιουριάς), όπου τοποθετείται είτε η Ρίζους είτε η Μελίβοια, που εκτείνεται και στην περιοχή Παναγιά και Βαθύς Λάκκος, όπου, κατά τη διάνοιξη αγροτικών δρόμων και τη μετατροπή δασικών εκτάσεων σε καλλιεργήσιμες, βρέθηκαν υπολείμματα λουτρού και ταφές της ύστερης αρχαιότητας, όστρακα (των ελληνιστικών, των βυζαντινών και των υστεροβυζαντινών χρόνων), αρχιτεκτονικά μέλη – υπολείμματα λουτρού; – στην ιδιοκτησία Αντ. Λιγγέρη και νομίσματα (αρχαία και βυζαντινά) στην περιοχή του πετρώδους λόφου Μολύβια. Πληροφορίες για την ύπαρξη τεχνητού υπόγειου χώρου και μεταφορά από Γερμανούς (1941-43) κιβωτίων με αγγεία προς άγνωστη κατεύθυνση, καθιστούν τη συστηματική
έρευνα αναγκαία.
Τα πρανή του Κούτζιμπου στο χώρο αυτό φιλοξενούν πλήθος ερειπίων βυζαντινών μνημείων στις θέσεις Σκάλα Παναγιά, Παπα-Παΐση, Αλώνια Ζωϊτσας, Παλιοπήγαδο, Λιρούτσες, Παλιάτες, Κόκκινη Εκκλησία, Πέλλα Βρύση, Παλιοθεολόγος, Άγιοι Ταξιάρχες κ.λ.π., στις περιοχές των οποίων τα διασωζόμενα τμήματα μαρτυρούν μνημεία του 11ου–14ου αι., εποχή από την οποία προέρχονται και νομίσματα (της Μακεδονικής Δυναστείας, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων).
Γενικώς η περιοχή από την Άλλη Χώρα μέχρι τον Οστροβό, που διασχίζεται από το Μέγα Ρέμα είναι φυσικό να ήταν οχυρωμένη, για να φρουρεί έναν παρακαμπτήριο κλάδο της δευτερεύουσας παραλιακής οδού από τη Μακεδονία προς την πεδινή Θεσσαλία, καθώς η διαμόρφωση του εδάφους διευκόλυνε τη φρούρηση με μικρές οχυρώσεις και λίγες δυνάμεις σε διαδοχικές θέσεις από Α. προς Δ., τόσο στην αρχαιότητα όσο και στους βυζαντινούς χρόνους.
Μεταξύ της θέσεως Κάβος της Βελίκας και του Κάβου – ακρωτηρίου Σκιαθάς έντονα ίχνη οικισμών εντοπίζονται στις περιοχές:
——————————————————————————————————————————————
(2).- Οι εκβολές του χειμάρρου Παλιουριάς της Μελίβοιας στη θάλασσα. Η τουρκική λέξη ταρσανάς σημαίνει ναυπηγείο.
Κάστρο Βελίκας: Αξιόλογα ίχνη οχύρωσης ανεξερεύνητης, αλλά κατά τη γνώμη μου, από τον 4ο αι. π.Χ. με μεταγενέστερες επισκευές των παλαιοχριστιανικών και των βυζαντινών χρόνων. Η έρευνα στην ευρύτερη περιοχή οδηγεί στη διαπίστωση ότι η κατοίκηση ήταν συνεχής και από παλαιότερους του 4ου αι. π.Χ. χρόνους κ.ε. Αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα από παλαιοχριστιανική βασιλική, κιβωτιόσχημοι και καλυβίτες τάφοι στα πρανή, στην πέριξ της μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περιοχή, στα Παλιάμπελα και στο προσχωσιγενές πεδινό τμήμα μέχρι τη θάλασσα, υποδεικνύουν την ανάγκη συστηματικής έρευνας για να δικαιωθεί ή όχι η άποψη του M. W. Leake, ο οποίος τοποθετούσε εδώ τη Μελίβοια. Στην περίπτωση αυτή, συνέχει της Μελίβοιας, έχω τη γνώμη, ότι αποτελούσε η παλαιοχριστιανική Κενταυρόπολις, όπως υποδηλώνεται από τμήματα του τείχους, από αρχιτεκτονικά μέλη – υπολείμματα παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτό δάπεδο (κατά δήλωση του ιδιοκτήτη του κτήματος), νόμισμα των μέσων του 6ου αι. και βαρβαρικά σε σχήμα φακής, τα οποία παρέδωσα στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς. Στη Σκήτη το οχυρό ανήκει σε μεταγενέστερη περίοδο, πιθανότατα μετά τον 11ο αιώνα.
Κούτζιμπος: (νοτιοδυτικό τμήμα). Το πρόβουνο αυτό της Όσσης, που καταλήγει στο ακρωτήριο Δερματάς, χαρακτηρίζεται, και στην πλευρά αυτή, από το πλήθος των ερειπίων βυζαντινών μοναστηριών, από διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη μαρμάρινα (για το λόγο αυτό ίσως η ονομασία Μάρμαρον σε έγγραφα του 19ου αι.) και πρόχειρες ταφές. Στις περιοχές Βλαχούλια, Σαΐτες, Μηλιά, Καστριά, Μούμου Καλύβα, Άριος και Λουτρός, τα όστρακα και τα ερείπια είναι κάτι το πολύ σύνηθες. Από τις περιοχες αυτές προέρχονται και, σχεδόν όλα, τα αγγεία (αρχαία, βυζαντινά και νεότερα) της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς. Στις περιοχές Όρντο-Προσήλιο (Ελληνικά στους νεότερους χάρτες) βρέθηκαν παλαιότερα επιτύμβιες στήλες της ρωμαϊκής περιόδου (ήδη στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς).
Παναγιά Βελίκα ή Λούπου – Άγιος Ιωάννης (Κάτω Σωτηρίτσα) κι Σωτήρα (= Σωτήρος) της Άνω Σωτηρίτσας: Στην περιοχή αυτή η κεραμική και τα νομίσματα καλύπτουν χρονικά τη ρωμαϊκή, την παλαιοχριστιανική και ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο. Τα επιφανειακά όστρακα σε ολόκληρη αυτή την έκταση, τα αγιωνύμια και λίγα νομίσματα στα χέρια των χωρικών υποδηλώνουν την ύπαρξη εκτεταμένου οικισμού από τους αυτοκρατορικούς χρόνους μέχρι το τέλος της παλαιοχριστιανικής στη Σωτηρίτσα (τα ερείπια παλαιοχριστιανικού μνημείου δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί) και της βυζαντινής περιόδου στην περιοχή του μικρού ναού της Παναγίας στη Βελίκα. Οι ισχυροί τοίχοι του μνημείου, που επεσήμανε ο Ν. Νικονάνος στο παρεκκλήσι του Σωτήρος (Άνω Σωτηρίτσα), έχουν καταστραφεί κατά την ισοπέδωση του χώρου για την ανέγερση μικρού ναού το 1986. στην παράλια θέση Άγιος Ιωάννης, εκτός των γνωστών ερειπίων παλαιοχριστιανικού μνημείου, που δεν έχει ερευνηθεί ακόμη, τα στοιχεία που φέρνει στην επιφάνεια το άροτρο μαρτυρούν την ύπαρξη εργαστηρίου κεραμικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου.
Αγιόκαμπος: Το παράλιο τμήμα του Αγιοκάμπου λίγο φαίνεται να άλλαξε από τα βυζαντινά τουλάχιστον χρόνια. στη ζώνη πίσω από τις παραλιακές κατοικίες και τα καταστήματα, σε ελάχιστο βάθος, σαντά κανείς θραυσμένες οπτοπλίνθους και παλαιοχριστιανικά όστρακα. Σε απόσταση 60 μέτρων από την παραλιακή οδό, στο κράσπεδο σχεδόν της οδού Αγιοκάμπου – Αγιάς, βρέθηκε θύρωμα «in situ» και υπολείμματα τοίχων παλαιοχριστιανικού, πιθανότατα, κτίσματος κατά τη διάρκεια εργασιών για το δύκτυο του ΟΤΕ. Δεν ερευνήθηκε ο χώρος ακόμη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Σε μικρή απόσταση προς το μέρος της Αγιάς, κατά τη διάνοιξη του δρόμου παλαιότερα, είχαν βρεθεί κεραμοσκεπείς καλυβίτες τάφοι. Στους υπερκείμενους λόφους βρέθηκαν σε αρκετά σημεία ελληνιστικά και ρωμαϊκά όστρακα αλλά όχι βυζαντινά. Σε αρκετά σημεία κατά την εκσκαφή θεμελίων για παραθεριστικές κατοικίες βρέθηκαν και ταφικοί πίθοι των ρωμαϊκών χρόνων. Στις παρυφές του ακρωτηρίου Σκιαθάς και παράλληλα με το ρέμα της Μπουρμπουλήθρας, κατά τις αφηγήσεις μαθητών μου, ως παιδιά έπαιζαν κρυφτό σε σειρά τάφων, τους οποίους εξαφάνισε η σύγχονη ανοικοδόμηση. Ακολουθώντας το ρέμα της Μπουρμπουλήθρας προς τη Σκήτη μερικοί πωρόλιθοι, λιγοστά υστεροβυζαντινά όστρακα και ελάχιστα ρωμαϊκά, στο σημείο που συναντούμε παλιές αγροικίες, δείχνουν ότι και ο κλειστός αυτός χώρος ήταν κατοικημένος από παλιά και ότι στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια υπήρχαν εδώ, όπου τώρα μόνον τα αγιωνύμια (η Αγία Τριάδα, η Ανάληψη, οι Άγιοι Απόστολοι και ο Άγιος Ιωάννης), στην περιοχή τη γνωστή σήμερα με το όνομα Μετόχια και απέναντι ακριβώς, αντίστοιχα μνημεία.
Παλιομέτοχο – Παλιομονάστηρο: Είναι δύο θέσεις στην παραποτάμια περιοχή της Σκήτης, όπου όστρακα (μεγάλα τμήματα πινακίων, 11ου – 12ου αι.), στις οποίες σώζονται ίχνη μοναστηριών, τα οποία, προφανώς, καταστράφηκαν από κατολισθήσεις, που παρέσυραν και τμήμα οικισμού, όπως φανερώνουν επάλληλες κατεστραμμένες ταφές, υπολείμματα τοίχων και ναός αφιερωμένος στο Άγιο Γεώργιο στην ίδια περιοχή (βόρεια απόληξη του Μαυροβουνίου).
Σκήτη – Κάστρο Σκήτης – Καστριώτισσα – Μετόχια: Στο σημερινό οκισμό Σκήτη επιφανειακά δε διακρίνει κανείς ίχνη παλιότερου οικισμού. Μόνο στην κόγχη του ναού του Αγίου Αθανασίου βρήκα εντοιχισμένο τμήμα κιονοκράνου κορινθιακού τύπου. Νοτιότερα του οικισμού, στη θέση Π(λ)ιθάρια, αφθονούν όστρακα των ρωμαϊκών χρόνων. Οι κάτοικοι με πληροφόρησαν ότι, κατά την εκσκαφή θεμελίων, συναντούν οπτοπλίνθους και επίστεγα κεραμίδια σε αρκετά μεγάλο βάθος (2 – 2,50 μ.). Το Κάστρο της Σκήτης, οχυρό ισχυρό για τη φύλαξη της διόδου Αγιόκαμπος – Αγιά – Λάρισα, παρά το μέγαθός του, δε φαίνεται να είναι παλαιότερο του 12ου – 13ου αι. Δε φαίνεται επίσης να περιέκλειε πόλη και τούτο συνάγεται τόσο από το ότι δεν υφίστανται ερείπια κατοικιών ή άλλων κτιριών στο εσωτερικό του, όσο και από τα έντονα ίχνη οικισμού έξω από αυτό. Παλαιοχριστιανικά ίχνη δε διαπίστωσα, ούτε παλαιότερα, και για το λόγο αυτό δεν είναι επιτυχής, πιστεύω η τοποθέτηση είτε της Μελίβοιας είτε της Κενταυρόπολης στη θέση αυτή.
Στα δυτικά του οχυρού η πηγή Καστριώτισσα οφείλει το όνομά της πιθανώς στην ύπαρξη ναού αφιερωμένου στην Παναγία (του Κάστρου) κατά την εντόπια παράδοση. Τα όστρακα πάντως στην περιοχή Μετόχια (κτήματα του μοναστηριού των Αγίων Αναργύρων της Αγιάς) είναι παλαιοχριστιανικά και παλαιότερα.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΚΑΣΤΡΟ» ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΙΟΥ(1)
1. Μαρμάρινη βάση αγάλματος με την επιγραφή:
ΜΟΝΙΜΟΣ/ΕΡΜΗΙ.
2. Επιτύμβια στήλη με την εποιγραφή:
ΑΜΦΙΟΝΕΙ / ΑΑΣΤΑΛΑ / ΤΟΥΦΡΟΝ / ΕΤΟΣ.
3. Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με την επιγραφή:
ΠΡΩΤΟΓΕΗΣΗΛΙ. Δ.
4. Πώρινη βάση αγάλματος με την επιγραφή:
CY… ΛΟΧ…/ ΑΓΕΛΑΕΟΣ/ ΤΕΝΕΔΙΟΣ / ΑΝΕΘΗ….
5. Μαρμάρινη βάση αγάλματος με την επιγραφή:
ΙΟΝ. ΣΩ/ ΧΥΣΩΝΟΣ…..ΟΙ/ <ΡΗΤΕΥΣ.
6. Μαρμάρινος κορμός Ερμή.
7. Μαρμάρινος κορμός αγάλματος παιδιού.
8. Μαρμάρινος κορμός γυναικείου αγάλματος.
9. Μαρμάρινο κεφάλι νέου.
10. Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με την επιγραφή:
ΑΡΙΣΤΙΩΝ/ ΑΡΙΣΤΟΜΓ.
11. Τρεις μαρμάρινες μικρες αναθηματικές στήλες με τις επιγραφές:
α) ΑΠΛΩΝΙ: ΠΑ
———————————————————————————————————————————————————–
(1).- Εκ της εργασίας του Χ. Ιντζεσίλογλου, Η πόλη Μελίβοια, (……) ΑΘΜ, 7 Βόλος 1985, σελ. 140-142.
β) ΠΟΤΕΙΔΩΝΙ
γ) ΑΘΑΝΑΙ
12. Μαρμάρινος ανδρικός κορμός (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 78/Ια).
13. Δύο τμήματα ενεπίγραφης χάλκινης στλεγγίδας (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75/62α-β).
14. Πήλινο ειδώλιο καθιστής γυναικείας μορφής, πιθανός Αφροδίτης (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75 / 57).
15. Χειροποίητη οπισθότμητη πρόχους με μαστοειδή απόφυση στο πάνω μέρος της κοιλιάς απέναντι από τη λαβή (Αρ. Βιβλίου Εισαγωγής Μουσείου Βόλου Κ. 2900).
16. Χειροποίητο κύπελο χωρίς διακόσμηση (Αρ. Βιβλίου Εισαγωγής Μουσείου Βόλου Κ. 2788).
17. Τροχήλατη μικρή πρόχους με ζώνες από καστανό χρώμα στο λαιμό και την κοιλιά (Αρ. Βιβλίου Εισαγωγής Μουσείου Βόλου Κ. 2789).
18. Τροχήλατο κύπελο με ζώνες από καστανό χρώμα στο χείλος και στο πάνω μέρος του σώματος (Αρ. Βιβλίου Εισαγωγής Μουσείου Βόλου Κ. 3306).
19. Δύο λευκές λήκυθοι (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 80/ 74 και 80/ 75).
20. Δύο μελαμβαφείς «SQUAT» λήκυθοι, και μία όμοια λήκυθος με ερυθρόμορφη παράσταση (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75/55, 75/52 και 75/56).
21. Τρεις μελαμβαφείς «SQUAT» λήκυθοι (Αρ. Βιβλίου Εισαγωγής Μουσείου Βόλου Κ. 3302, Κ. 3303 και Κ. 3304).
22. Δύο μικρές αβαφείς οινοχόες (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75/52 και 75/54).
23. Δίωτος μελαμβαφής σκύφος με έντυπα ανθέμια στον πυθμένα (Αρ. Βιβλίου Εισαγωγής Μουσείου Βόλου Κ. 3301).
24. Δίωτος κοντός μελαμβαφής σκύφος (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75/50).
25. Μόνωτος κοντός μελαμβαφής σκύφος (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75/58).
26. Δύο μικροί άωτοι μελαμβαφείς σκύφοι (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75/59 και 75/51).
27. Μελαμβαφής κάνθαρος (Αρ. Βιβλίου Εισαγωγής Μουσείου Βόλου Κ. 3059).
28. Μελαμβαφές μονόξυλο λυχνάρι (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Βόλου Κ. 3305).
29. Τρία ερυθρόμορφα όστρακα (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 75/60, 75/61 και 80/54).
30. Κωνική πήλινη αγνύθα με σφράγισμα που φέει κεφάλι αιλουροειδούς (Αρ. Ευρετηρ. Μουσείου Λάρισας 80/53).
3. ΔΙΑΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑ
Προχριστιανικαί δοξασίαι εν Αγια.
«Η μορφολογία του εδάφους και η ευφορία του τόπου στάθηκαν οι αιτίες της πρώιμης – στους προϊστορικούς χρόνους – κατοίκησης του χώρου της Αγιάς. Κατά τον αρχαιολόγο κ. Γεώργιο Τουφεξή(χ), ο προϊστορικός οικισμός της Αγιάς χρονολογείται στην πρώιμη και μέση εποχή του χαλκού. Βρίσκεται στη θέση Κωσταρή, περίπου 1 χλμ. ανατολικά της Αγιάς, 300 μ. βορειοδυτικά από το εξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Πρόκειται για έναν εμφανή λόφο με ομαλή πρόσβαση από νότο ενώ βόρεια και ανατολικά του διέρχεται το ρεύμα της Περιστεριάς. Αλλεπάλληλοι περίβολοι με ξηρολιθιά, αποτελούν τα όρια των σημερινών χωραφιών και υποβαστάζουν βαθμιδωτά άνδηρα. Η μορφολογία του οικισμού υποδεικνύει την ύπαρξη παρόμοιων αντερεισματικών – οχυρωματικών περιβόλων και στην εποχή του χαλκού.
Από την εποχή αυτή μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. υπάρχει ένα τεράστιο κενό στις γνώσεις μας, καθώς οι λιγοστές αρχαιολογικές έρευνες δεν έφεραν στο φως στοιχεία, τα οποία να παρέχουν κάποιες πληροφορίες για τη ζωή σ’ αυτόν τον τόπο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι φιλολογικές πηγές προσδιορίζουν την ύπαρξη κάποιου οικισμού στον σημερινό χώρο της Αγιάς από τον 2ο αι. π.Χ. και εξής. Ταφές, λείψανα κτιρίων και δεξαμενής των ρωμαϊκών χρόνων (2ος π.Χ. – 4ος μ.Χ.), έχουν εντοπιστεί από τις αρχαιολογικές έρευνες στη συνοικία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Επιγραφή(1) των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων αναφέρεται σε συντεχνία της περιοχής που αφιερώνει κάποιο ανάθημα στον Απόλλωνα τον Αδηνό ή Γαδηνό. Το Παλαιόκαστρο ίσως χρωστά την ονομασία του σε οχύρωση αυτής της περιόδου (1ος αι. μ.Χ. – 4ος αι. μ.Χ.), που εξαλείφθηκε με το πέρασμα των αιώνων, πιθανότατα επειδή το υλικό της χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση κατοικιών στον ευρισκόμενο στις υπώρειές του οικισμό της Αγιάς (Ενορία Αγίου Αθανασίου). Νομίσματα της ίδιας περιόδου που βρίσκονται στο χώρο του οικισμού και στην εγγύς περιφέρειά του, πιστοποιούν την ύπαρξη ενός αξιόλογου οικισμού στο χώρο της Αγιάς, παρά τη γνώμη του Mezieres και του Stahlin, ότι κάτι τέτοιο δεν το θεωρούσαν πιθανό».
Ο Θ. Χατζημιχάλης περιγράφοντας εις χειρόγραφό του κιονόκρανα και μαρμάρινους κίονας ευρισκόμενα εις τον ναό Παναγίας του Βαθυρέματος, υποστήρι-
——————————————————————————————————————————————
(χ).- …………………………….
(1).- Η επιγραφή ευρέθη εις την περιοχή όπου η Ι. Μονή Αγίας Τριάδος Αγιάς.
ζε ότι αυτά ανάγονται στην προχριστιανική εποχή και πιθανολογούσε την ύπαρξη ιερού του Απόλλωνα στην κώμη του Βαθυρέματος.
Ο κ. Αθανάσιος Τζαφάλιας, μας βεβαιώνει ως ο πλέον αρμόδιος δια τα ιερά και τις λατρείες(χ) στην αρχαία Λάρισα ότι, ο Δίας ο Ύψιστος ετιμάτο περί το 50 π.Χ. εις Όλυμπο, Ελασσώνα, Πολυδένδρι Μελιβοίας και ο Μονοθεϊσμός στην θεσσαλική χώρα είχε σύμβολο τον δικέφαλο αετό.
Εις την Ι. Μονή Παναγίας Πολυδενδρίου, έχει εντοπισθεί βωμός του Ακραίου Διός και αρχιτεκτονικά μέλη του στον νάρθηκα του ναού ως δάπεδο.
Όπως ήταν φυσικό το πάνθεο των Ολύμπιων θεών κυριαρχούσε στην θρησκευτική ζωή των Θεσσαλών. Ο Όλυμπος δεσπόζει, αποτελεί για την Θεσσαλία την κοιτίδα των μύθων της αρχαιότητας και διακτινίζει την λατρεία των θεοτήτων στην Όσσα (Κίσσαβο) και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Από τον πρώιμο 5ο αιώνα έχουμε μαρτυρίες της έντονης θρησκευτικής ζωής των Λαρισαίων με περικαλλείς ναούς και ιερά τεμένη. Παράλληλα με τους Ολύμπιους θεούς λατρεύονται και πάμπολες τοπικές θεότητες με διάφορες προσωνυμίες, οι οποίες είχαν σχέση κυρίως με την γονιμότητα και την αναπαραγωγή της γης. Εάν οι αγρότες του Δωτίου πεδίου τιμούν και σήμερα ιδιαιτέρως, τον Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας ως προστάτη της γεωργίας, (σιτηρά του κάμπου) είναι φυσικό να λάτρευαν τον Κάρπιο Διόνυσο ως θεό της γονιμότητας και της ευφορίας.
Οι θεότητες της προχριστιανικής περιόδου εις Θεσσαλία είναι επιγραμματικά οι εξής:
1.- Αθηνά Πολιάς (αρχαϊκά και πρώιμα κλασσικά χρόνια) – Λαγειτάρας, Θέρσυος, Πατρίας.
2.- Απόλλων ο Κεδρώος (μετά τα μέσα του 5ου αιώνος). Λατρεύεται και με την προσωνυμία Πύθιος και την τοπική Τεμπείτης, ως μαρτυρούν επιγραφές στην Λάρισα αλλά και Δελφαίος ή Προμάντας.
3.- Δίας ο Ελευθέριος (2ος αιώνας) αλλά και Υπερδέξιος, Φόνιος, Ύψιστος, Μειλίχιος, Ομόλωος, Θαύλιος.
4.- Διόνυσος ο Κάρπιος.
5.- Δήμητρα η Φυλάκα (εκ της πόλεως Φυλάκη της Φθιώτιδας) – Πλουτίας, των Χαρίτων.
6.- Εννοδία η Σταθμία, Αστικά, Αλεξεατίς και Μυκατίας.
7.- Άρτεμις η Θροσία (προστάτις των εγκύων) και Ειλειθίας (προστάτις των τοκετων).
—————————————————————————————————————–
(χ).- Αθανάσιος Τζιαφάλιας, Ιερά και λατρείες στην αρχαία Λάρισα, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα, 8-9 Απριλίου 1995, εκδ. 1997, σελ. 57-62.
8.- Εκάτη (προστάτις της ατομικής και οικογενειακής ευτυχίας, του πλούτου και της καλοπέρασης).
9.- Ποσειδών και Λευκοθέα.
Ο Ποσειδώνας ως θεός των πηγαίων υδάτων στην Θεσσαλία αρχικά, τιμάται δια την εξουσία του αποκλειστικά στα γλυκά νερά. Καλείται Κραναίος – Πυλαίος κατά την επιγραφή του 1955, αναθηματική στήλη από λευκό μάρμαρο: «Ποτείδωνι / κραναίω / Πηλαίωι».
Στην Λάρισα ο Κρηνούχος και νυμφαγέτης θεός λατρεύεται και ως Πετραίος.
10.- Ερμής ο ψυχοπομπός και άλλες θεότητες ως η Αρμονία, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, της μητέρας των θεών Κυβέλης, των Διοσκούρων, των Μουσών και της Μελίας, η οποία σύμφωνα με την τοπική μυθική παράδοση γέννησε τον πρώτο Βασιλιά της Θεσσαλίας, τον Αίμονα.
Η θεά Αρχαννούς (καταχθονία) και ο Ιόνιος Επαφά και ο Τροφέας.
Εν κατακλείδι διαπιστούται η θρησκευτικότητα των Λαρισσαίων της αρχαιότητας (κατά τον καθηγητή κ. Αθ. Τζαφάλια)(+), η οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία των επισήμων ιερών της πόλης, η συγχώνευση της λατρείας μεγάλων Ολύμπιων θεοτήτων με τοπικές δοξασίες και η γέννεση νέων μορφών θρησκευτικής αντίληψης.
Ο πλούτος των θρησκευτικών δοξασιών με τα νέα και πολλά προσωνύμια των θεών σχετίζεται με την γονιμότητα της γης και με τον Πηνειό, εις δε την Αγιά με την Βοιβηΐδα λίμνη όπου ο πνιγμός της νύμφης Δωτούς, έδωσε το όνομα εις το Δώτιον πεδίο.
—————————————————————————————————————–
(+).- Ό.π., σελ. 62.
Εις το ευρετήριον του Αρχαιολογικού μουσείου Αγυιάς.
Συνταχθέν υπό του Επιμελητού αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Νικολάου Ι. Γιαννοπούλου τω 1932 – 1933, μεταξύ πολλών ανασκαφικών ευρημάτων τα οποία φυλάσσονται στο Αρχοντικό Αλεξούλη ευρίσκονται και τα εξής:
1.-
Προέλευσις: Εξ Αγυιάς.
Ημερομηνία: Ευρέθη εν τω ναώ της Αγίας Τριάδος 10 λεπτά της ώρας προς βορράν της Αγυιάς.
Περιγραφή αρχαίου: Βάσις στρογγυλή, επίπεδη άνω και κάτω, φέρουσα άνω πέντε κοιλότητας ελλειψοειδείς διαμέτρου 0,04 και ίσου βάθους. Επί της προσθίας όψεως φέρει εντελή επιγραφήν των Ρωμαϊκών χρόνων αναθηματικήν.
ΔΗΜΟCΘΕΝΟΥΚΑΙΠΥΛΑΔΥΤΟΥΚΟΙΙ
ΝΟΥΕΡΓΑΣΤ-ΡΙΟΥΚΑΙΡΟΥΦΟΥΚΕΓΛΥΚωΝΟΣ
ΤωΝΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝωΝΚΑΙΤωΝΣΥΝ-ΡΓΑΣΜΕΝωΝ
ΑΙΤ-ΡωΝΑΠΟΛΛωΝΙΤΑΔΗΝωΕΥΧΑΡΙΣΤ-ΡΙΟΝ
ΤΟΝΑΝΔΡΙΑΝΤΑΔΙΟΦΑΝΟΥΕΙΑΙΡΑΤΕΥΟΝ /////
Στιχ. 2. ΚΕ = ΚΑΙ
Στιχ. 4. ΑΠΟΛΛωΝΙΓ;ΑΔΗΝω;
Στιχ. 5. ΕΙΑΙΡΑΤΕΥΟΝ[ΤΟΣ] = ΙΕΡΑΤΕΥΟΝ[ΤΟΣ].
Ύλη: Μάρμαρον λευκόν.
Μέγεθος: Διάμετρος 0,61. Πάχους 0,13.
Θέσις: Μουσείον εν τω Ημιγυμνάσιον Αγυιάς.
Παρατηρήσεις: Εδημοσιεύθη υπό Kern, Inscrifutiones ………ecae, IX, 2, Nο 1076.
7.-
Προέλευσις: Βαθύρρευμα, εν τη εκκλησία του Αγ. Νικολάου.
Ημερομηνία: Εκομίσθη τω 1932.
Περιγραφή αρχαίου: Κίων μονόλιθος λίθου υπογλαυκίζοντος, αποκεκρουμένος όπισθεν και κάτω. Άνω φέρει δακτύλιον.
D D N ////
CONST
MAXIMIN
ETSEV[ERVS]V
MAXIMIN
MIL…..
Μιλλιάριον οδού.
Ύλη: Λίθος υπογλαυκίζων.
Μέγεθος: Ύψ. 0,27 Διάμ. 0,305 …….. γραμ. 0,05 Διάστιχον 0,02
Θέσις. : Μουσείον εν τω Ημιγυμνάσιον Αγυιάς.
Παρατηρήσεις: Θ. Χατζημιχάλης, Ο Όσιος Συμεών ο ανυπόδητος και μονοχίτων, Ιστορικόν αφήγημα, Εισαγωγή – Σχόλια Γιάννη Α. Σακελλίωνος, Εκδ. Β΄, Εν Αθήναις 1977, σελ. 78 η επιγραφή, σελ. 79 πληροφορία ότι μεταφέρθηκε στην Αγιά στις 25/7/1899 από τον Δ. Φίλιο, όταν καταρτίστηκε και κατάλογος 20 μελών της Α.Σ.Ε.Σ.Α.
Ν. Ι. Γιαννόπουλος, Α.Ε. 1931, 176, 5.
10.-
Προέλευσις: Εν Αγυιά.
Ημερομηνία: Ευρέθη εν τη Εκκλησία του Αγ. Αντωνίου, πλησίον του φρέατος.
Περιγραφή αρχαίου: Στήλη αποκεκρουμένη άνω λοξώς και κάτω. Άνω είχεν ανάγλυφον, όπερ ήδη ελλείπει. Κάτωθι δε της επιγραφής έχει δύο μορφάς εφθαρμένας. Έτι κατωτέρω είναι ανάγλυπτος Ερμής Χθόνιος.
ΝΕΙΚωΝΚΑΙΕΡωΤΙΝ
..…..ΤΗΓΛΥΚΥΤΑΤΗ
ΜΝΕΙΑCΧΑΡΙΝ
Ύλη: Μάρμαρον λευκόν.
Μέγεθος: Ύψ. 1,30 , Πλ. 0,44 , Πάχ. 0,10 , Ύψ. Γραμ. 0,025 – 0,03.
Θέσις: Μουσείον εν τω Ημιγυμνάσιον Αγυιάς.
Παρατηρήσεις: Ν. Ι. Γιαννόπουλος, Α.Ε. 1931, 176, 6.
12.-
Προέλευσις: Εκ Μεταξοχωρίου (Ρέτσιανης)
Ημερομηνία: Εκομίσθη εις Αγυιάν τω 1932.
Περιγραφή αρχαίου: Στήλη μεγάλη μετ’ ανθεμίου, λίθου κυανού, αποκεκρουμένη άνω ολίγον και δεξιά. Φέρει ανάγλυφον, εν ω ιπ…….. δεξιά ……….. ζων και προ αυτού ίσταται γυνή ορθία και ανήρ ιστάμενος όρθιος φέρων βραχύν χιτώνα.
– – – ΔΙωΑΓΩΝΙ//////// – – – διώ Αγώνι ………..
ΑΠΟΛΛωΝΕΙΟΝΙ///// Απολλώνειον [τον εαυ-]
ΤΗCΑΝΔΡΑΜΝΙΑC/////// της άνδρα μν<ε>ίας[χάριν]
ΗΡωΝΧΡΗCΤΕ ήρω[ς] χρηστέ
[Χ]Α[ΙΡΕ] [χ]α[ίρε]
Ύλη: Μάρμαρον λευκόν.
Μέγεθος: Ύψος 1,18. Πλ. 0,455. Πάχ. 0,085. Ύψ γραμ. 0,03. Διάστιχον 0,01.
Θέσις: Μουσείον Αγυιάς.
Παρατηρήσεις: Εδημοσιεύθη υπό Α. Μezieres, Missions, III, 1854, 242.-
Kern, Inscriptiones Graecae, IX 2 No 1038. Thessalia.
1088
N. I. Γιαννόπουλος, Α.Ε. 1931, 176, 7.
Η διάδοσις του Χριστιανισμού εις την υπό εξέτασιν περιοχήν.
Κατά την περίοδο των πρώτων Αποστολικών χρόνων (50 μ.Χ. και εξής) ο Χρι-στιανισμός διαδίδεται κατά παράδοση και στην Θεσσαλία. Στις πράξεις του Αποστόλου Ανδρέου, αναφέρεται ότι, ούτος διήλθε διά των Θεσσαλικών πόλεων κηρύξας τον θείον λόγον(1).
Ενώ η Θεσσαλία δεν έτυχε κατηχήσεως διά στόματος του Αποστόλου των εθνών Παύλου, «Παρήλθεν (ο Παύλος) δε Θεσσαλίαν. Εκωλύθη γάρ εις αυτούς κηρύξαι τον λόγον»(2), ο μαθητής του Παύλου Ηρωδίων και συγγενής του, ένας εκ των εβδομήκοντα, φέρεται ως πρώτος επίσκοπος των Νέων Πατρών (Υπάτης) και ιδρυτής της πρώτης Εκκλησίας στην πόλη, εις την οποίαν ηύρε μαρτυρικό θάνατο από Έλληνες και Ιουδαίους(3). Πέραν των υποθέσεων-παραδόσεων δια την διέλευση του Αποστόλου Ανδρέου εις Ελλάδα(4), ή μαθητού (ονόματι Λολλιανού) του Αποστό-λου Θωμά(5), κατά πληροφορία επιγραφής εις Ν. Αγχίαλο, έχομεν μαρτυρία του επισκόπου Σάρδεων Μελίτωνος περί των Χριστιανών της Θεσσαλίας κατά τους (Ρωμαϊκούς) αυτοκρατορικούς χρόνους (+- 150 μ.Χ.). Το γεγονός ότι ο Αντωννίνος ο ευσεβής(6) (138-161) έγραψε προς τους κατοίκους των πόλεων, Θεσσαλονίκης, Αθηνών και Λαρίσης, «περί του μηδέν νεωτερίζειν κατά Χριστιανών», αποτελεί τεκμήριο το οποίο καταδεικνύει στις ανωτέρω περιοχές την εδραίωση του Χριστιανισμού. Η εκκλησιαστική κοινότητα των Λαρισσαίων Χριστιανών δεν είναι αμελητέα, διά να ενδιαφέρεται δι’ αυτήν ο αυτοκράτορας και το γεγονός αυτό πιστοποιεί και η άθλησις Αγίων μαρτύρων.
—————————————————————————————————————–
(1).- Άννα Αβραμέα, «Ο εκχριστιανισμός της Θεσσαλίας και η οργάνωση της Εκκλησίας έως το Α΄ μισό τουΗ΄ αιώνα», Θ.ΗΜ., τομ. 4ος, 1983, σελ. 6-9.
M. BONNET, acta andreae arostoli, Analecta Bollandiana, τομ. 13 (1984), σελ. 358. «διελθών τε την θεσσαλίαν και Ελλάδα και τους εν αυταίς ταις πόλεσιν το της οικονομίας Χριστού του Θεού μυστήριον εκθέμενος αυτόθι μέτεισιν προς την Αχαΐαν».
(2).- Πράξεις των Αποστόλων, 1Ζ, 15 Κώδικας D 5ος-6ος αιώνας.
(3).- Acta Sanctorum aprilis, τομ. Α΄ , σελ. 741-742.
(4).- Zeiller, «Βυζάντιον», τομ. 3, 1926, σελ. 215.
(5).- Ν. Γιαννόπουλος, Δ.Χ.Α.Ε., περιοδ. Α΄ , τομ. 10, 1911, σελ. 53-60.
(6).- Ευσέβιος, Εκκλησιαστική ιστορία, Δ΄ , 26, 10- τομ. Α΄ , 1952.
Κατά τους πρώτους λοιπόν Παλαιοχριστιανικούς αιώνες η παρουσία της χριστιανικής ζωής αποδεικνύεται από τα ιστορικά ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάς την καλουμένη Δώτιον Πεδίον:
– Επιτάφια πλάκα η οποία απεκαλύφθη εις το Συκούριο (Μ. Κεσερλί) αναφέρει τα ονόματα των Αγίων μαρτύρων Ιωάννου, Λουκά, Ανδρέου και Λεωνίδου οι οποίοι ήθλησαν την 18η Δεκεμβρίου.
Η πλάξ ανήκει εις την τάξιν των λεγομένων – τραπεζών μαρτύρων ή αγαπών – και χαρακτηρίσθηκε(7) υπό του PARGOIRE ως «εξ ίσου ενδιαφέρουσα προς τας καλυτέρας πλάκας των ρωμαϊκών κατακομβών». Τεμάχια από παρόμοιες τράπεζες ευρέθησαν επίσης και στις ανασκαφές των Βασιλικών Α΄ και Β΄ στη Νέα Αγχίαλο.
ΜΑΡΤΥΡΩΝ
ΙΩΑΝΝΟΥ, ΛΟΥΚΑ, ΑΝΔΡΕΟΥ, ΛΕΩΝΙ(ΔΟΥ) …….
ΕΤΕΛΕΙΩΘΗ Τ(Ο) ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ (Τ)Η ΠΡΟ ΙΑ΄ ΚΑΛ(ΑΝΔΩΝ) ΙΑΝ(ΟΥΑΡΙΩΝ)
(ΑΝΕΣΤ)ΗΣΕΝ Η ΔΟΥΛΗ ΑΥΤΩΝ ΣΩΤ(ΗΡΙΣ;)
Εις την Λάρισα η οποία οικίζετο από Θεσσαλούς, Ρωμαίους και Ιουδαίους και πέριξ αυτής ευρέθησαν επιτύμβιαι επιγραφαί φέρουσαι το μονόγραμμα του Χριστού και αναγόμεναι εις τον Δ΄ αιώνα(8).
1.- Επιτύμβιος Α΄ – προέρχεται από Λάρισα και αναφέρεται ο πρεσβύτερος Θερίνος ……..(9).
2.- Επιτύμβιος Β΄ – εις το προαύλιο του Ναού Αγίου Χαραλάμπους της Λαρίσης, Δ΄ αιώνος, αναφορά εις Χριστιανή σύζυγο Ρωμαίου αξιωματούχου.
Κατά τον 4ο αιώνα η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Ρωμαϊκού κράτους (EDICTUM του Θεοδοσίου, 380 μ.Χ.) οδηγεί εις την απαγόρευση Ελληνορωμαϊκών θρησκειών και σφράγιση ναών των Εθνικών στον ελλαδικό χώρο και την Θεσσαλία. Οι ανασκαφές αποκαλύπτουν ότι οι Χριστιανικοί Ναοί ανηγέρθησαν πάνω σε αρχαίους ναούς και ότι χρησιμοποιήθηκε το οικοδομικό υλικό τους(10). Στην περιοχή της Αγιάς γίνεται τούτο φανερό εις τους Ναούς της Παναγίας του Βαθυρέματος (9ος αιώνας) και Παναγίας Αετολόφου. Την εποχή κατά την οποία η Υπαρχία του Ιλλυρικού εις την οποία υπήγετο και η Θεσσαλία, περιέρχεται στην εκκλησιαστική διοίκηση του Πάπα της Ρώμης (392 μ.Χ.) η αρχαιο-
—————————————————————————————————————–
(7).- Γ. Σωτηρίου, Τράπεζα μαρτύρων του Βυζ. Μουσ. Αθηνών, Δ.Χ.Α.Ε. περιοδ. Γ΄ , τομ. 1, 1932, σελ. 7-17. Βλ. και Θ.ΗΜ. «Άννα Αβραμέα, Ο εκχριστιανισμός της Θεσσαλίας …….», τομ. 4, 1983, σελ. 6-9.
(8).- Ν. Βέη, Πεντήκοντα Χριστιανικών και Βυζαντινών επιγραφαί, νέαι αναγνώσεις, Α.Α. σελ. 41.
(9).- Παρουσιάζει ενδιαφέρον δια την λατρεία των αρχαίων και ιουδαϊκών θρησκειών και την προσαρμογή τους εις την χριστιανική τυπολογία.
(10).- Το πανθεσσαλικό ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας (χωριό Φίλια – Καρδίτσας) που μνημονεύει ο Στράβωνας, διαδέχθηκε μια παλαιοχριστιανική Βασιλική (αρχάς 5ου αιώνος).
λογική ανασκαφική έρευνα αποκαλύπτει την πρωϊμότερη Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Θεσσαλίας του τέλους του 4ου αιώνα, στη Δημητριάδα(11).
Η θέση της Βασιλικής ορίζεται στον νότιο εμπορικό λιμένα στις υπώρειες του λόφου του προφήτη Ηλία προς την παραλία Αλυκών. Ετέρα Βασιλική (τέλη 4ου αιώνα – αρχές 5ου) απεκαλήφθη στον βόρειο λιμένα, μεταξύ των πηγών μπουρμπουλήθρας και της θέσεως Πευκάκια. Φέρει νάρθηκα, κλίτη και επιγραφή «δι’ εξόδων Δαμοκρατίας». Ετέρα μικρά Βασιλική έκειτο πλησίον της εμπορικής αγοράς.
«Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αναφέρονται οι πληροφορίες, τις οποίες παρέχει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης για το βίο και για τα έθιμα των Χριστιανών της Θεσσαλίας. Ομιλεί για το έθιμο του Βαπτίσματος, που τελούνταν μόνο κατά τις μέρες του Πάσχα, για τον τρόπο που τελούνταν οι ευχές των λυχναριών, τις οποίες τελούσαν όπως οι Νανατιανοί της Κωνσταντινούπολης, καθώς και για το γάμο των κληρικών»(12).
Ο Χριστιανισμός φαίνεται να διαδίδεται αρχικά στα κεντρικότερα της Θεσσαλίας εκεί που συμβιούσαν Θεσσαλοί, Ρωμαίοι και Ιουδαίοι. Ενώ ο εξαπλούμενος Χριστιανισμός είναι ανώνυμος στην Λάρισα, την Υπάτη και τις Φθιώτιδες Θήβες, η Εκκλησία θα αναπτυχθεί ελεύθερα με οργανωμένο διοικητικό σύστημα, επί των πολιτικών ορίων που δημιουργήθηκαν στην εποχή του Διοκλητιανού. Επειδή η χριστιανική ζωή κατά τα αρχαιολογικά ευρήματα παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση τον 5ο και 6ο αιώνα οφείλουμε να περιγράψουμε και τα σημαντικά μνημεία που η έρευνα απεκάλυψε στην Λάρισα.
Τα περισσότερα από τα κτίσματα που έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα ανάγονται στην παλαιοχριστιανική περίοδο, λιγοστά δε έως ελάχιστα στη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο.
Η θέση των κτισμάτων των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων δεικνύει ότι η έκταση της πόλης στα ρωμαϊκά χρόνια ήταν περίπου η ίδια με αυτήν της κλασικής – ελληνιστικής περιόδου. Η μοναδική μαρτυρία για την οχύρωση της πόλης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια οφείλεται στον Προκόπιο, σύμφωνα με τον οποίον, επειδή η πόλη ήταν σχεδόν ατείχιστη και οι κάτοικοί της δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν
—————————————————————————————————————–
(11).- Δ. Θεοχάρης, Αρχαιότητες και μνημεία της Θεσσαλίας, Αρχ. Δελτίο, τομ. 18, 1963, Β΄ 2, Χρονικά, σελ. 139-140.
(12).- Άννα Αβραμέα, ενθ’ ανωτέρω, σελ. 7 και Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία, MIGNE, PG, τομ. 67, στ. 637, 640.
την εύφορη γη, λόγω του ό,τι δεν είχαν που να καταφύγουν σε περίπτωση βαρβαρικής επιδρομής, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός «…….τείχη ισχυρότατα ποιησάμενος». Η λέξη «ποιησάμενος» που χρησιμοποιεί ο Προκόπιος μας κάνει να υποθέσουμε ότι τα τείχη δεν επισκευάστηκαν, αλλά κτίστηκαν εξ αρχής, χωρίς όμως να έχει εξακριβωθεί έως σήμερα, εάν ακολούθησαν την πορεία παλαιότερης παλαιοχριστιανικής οχύρωσης που κατεστράφη από το Θεοδώριχο, το 482, είτε, εάν ακολούθησαν, σε ορισμένα σημεία τουλάχιστον, νέα πορεία, αφήνοντας κάποια τμήματα της πόλης εκτός των τειχών. Άγνωστη παραμένει η πορεία της οχύρωσης των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών χρόνων, η οποία κατεδαφίστηκε, σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή, το 1423 από τους Οθωμανούς. Η πόλη ξαναοχυρώθηκε το 1827/8, σύμφωνα με τα σχέδια του μηχανικού Halil Bey, με ισχυρό τείχος μήκους 4 χλμ. που ενισχύονταν από 11 προμαχώνες και τάφρο. Είχε πέντε πύλες που έφεραν τα ονόματα Βόλου, Φαρσάλων, Τρικάλων, Τυρνάβου και Αγιάς(13).
Την τελευταία 25ετία εντοπίστηκαν πολλά κτίσματα που ανάγονται στην παλαιοχριστιανική περίοδο, από τα οποία τα πιο αξιόλογα είναι δύο παλαιοχριστιανικές Βασιλικές. Η πρώτη είναι γνωστή ως «Βασιλική της οδού Κύπρου»(14) και βρίσκεται πλησίον της ανατολικής πλευράς των τειχών. Εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1964, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της αποκαλύφθηκε το 1978. το 1988 αποκαλύφθηκαν υπολείμματα του αιθρίου της, αργότερα δε εντοπίστηκε και τμήμα της αψίδας της. Από τη σύνθεση των παραπάνω στοιχείων, προκύπτει ότι η Βασιλική ήταν μάλλον πεντάκλιτη αν και έχουμε σοβαρές ενδείξεις ότι πιθανόν να ήταν επτάκλιτη, καθώς δεν βρέθηκε το προς βορράν πέρας του νάρθηκα και η ΒΑ γωνία της εντοπίστηκε το 1971 σε απόσταση 33μ. από τη συμβολή των οδών Κύπρου και Ολύμπου. Τα δάπεδα του νάρθηκα και του πρώτου βορείου κλίτους έφεραν ψηφιδωτά με γεωμετρικά κυρίως θέματα, ενώ στο κέντρο του νάρθηκα, στον άξονα του τριβήλου, υπάρχει παράσταση αντωπών παγωνιών εκατέρωθεν κρατήρα. Το κεντρικό κλίτος ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Σε μια δεύτερη φάση το μαρμάρινο δάπεδο του κεντρικού κλίτους επιστρώνεται με ψηφιδωτό. Αξιόλογες είναι οι τοιχογραφίες και ο γλυπτικός διάκοσμος της βασιλικής, από τον οποίο χαρα-
—————————————————————————————————————–
(13).- Παλιούγκας, 1996, 94-95.
(14).- ΑΔ 43 (1988): Χρονικά Β΄ 1, σ. 294, ΑΔ 34 (1979): Χρονικά, σ. 231, ΑΔ 33 (1978): Χρονικά, σ. 173, ΑΔ 26 (1971): Χρονικά, σ. 310-312 και ΑΔ 20 (1965): Χρονικά, σ. 316-317. Επίσης Λ. Δεριζιώτης, «Παλαιοχριστιανικά κτίσματα της πόλεως Λαρίσης», Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συμποσίου Λάρισα : Παρελθόν και Μέλλον (26-28/4/1985), Λάρισα 1985, σ. 203-204, πιν. 4-10.
κτηριστικό εύρημα είναι ένα επίκρανο, λαξευμένο στην πίσω όψη αρχαίου αγάλματος. Η ανέγερσή της ανάγεται στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνος.
Νοτίως της Βασιλικής και σε μικρή απόσταση από αυτήν, αποκαλύφθηκε τμήμα μεγάλου περιστώου οικοδομήματος, αποτελούμενου από υπαίθριο χώρο, περιβαλλόμενο από τέσσερις κιονοστήρικτες στοές, από τις οποίες διατηρήθηκαν κατά χώραν οι βάσεις των κιόνων. Πρόκειται για τμήμα μεγάλου δημόσιου οικοδομήματος, το οποίο δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τη Βασιλική, λόγω της γειτνιάσεως του με αυτήν.
Η δεύτερη παλαιοχριστιανική Βασιλική βρίσκεται στο λόφο της ακροπόλεως, νοτίως του Μπεζεστενίου. Πρόκειται για τρίκλιτη Βασιλική με εξέχουσα ημικυκλική αψίδα ιερού και νάρθηκα. Από τα δάπεδα της Βασιλικής, η οποία δυστυχώς σώζεται στο επίπεδο των θεμελίων, διατηρείται τμήμα ψηφιδωτού μόνο στο νάρθηκα, το οποίο οδηγεί σε μια χρονολόγηση του κτιρίου στον 6ο αιώνα. Σε όλη σχεδόν την έκταση της Βασιλικής εντοπίστηκαν πολλοί λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι καθώς και καμαροσκεπείς, εκ των οποίων ο παλαιότερος και μεγαλοπρεπέστερος με τοιχογραφικό διάκοσμο από ευμεγέθεις σταυρούς, είναι προγενέστερος της Βασιλικής και συμπεριελήφθη σε αυτήν κατά την κατασκευή της. Ο τάφος αυτός αποδίδεται, στον πρώτο μητροπολίτη Λαρίσης τον Άγιο Αχίλλειο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται από τους συναξαριστές. Αξίζει να αναφερθεί ότι εκτός της Βασιλικής βρέθηκαν δύο τμήματα μαρμάρινου στομίου φρέατος με την επιγραφή «Αχιλλείου Αρχιεπισκόπου και τούτο το έργον», πληροφορία που παραπέμπει στους συναξαριστές, σύμφωνα με τους οποίους ο Άγιος Αχίλλειος εξετέλεσε κοινωφελή έργα στην πόλη της Λάρισας. Ο τάφος του Αγίου Αχιλλείου αποτέλεσε αντικείμενο προσκυνήματος επί αιώνες με ιδιαίτερα διαδεδομένη φήμη στον 10ο αιώνα, πράγμα που ίσως προκάλεσε και την αρπαγή του λειψάνου Του από τον Σαμουήλ. Στα μέσα του 14ου αιώνα ο Άγιος Αντώνιος, μητροπολίτης Λαρίσης, κατά την μετάβασή του στα Τρίκαλα, σταμάτησε στη Λάρισα για να προσκυνήσει τον τάφο του Αγίου. Φαίνεται πως μετά από την κατάρρευση της Βασιλικής, άγνωστο πότε, το ανατολικό τμήμα του βορείου κλίτους, όπου ο τάφος, μετατράπηκε σε ναΰδριο με την προσθήκη αψίδας στην ανατολική πλευρά και στον υπόλοιπο χώρο της Βασιλικής εγκαταστάθηκε νεκροταφείο μεσοβυζαντινών χρόνων(15).
—————————————————————————————————————–
(15).- ΝΔ της ακροπόλεως και πλησίον του ποταμού εντοπίστηκε μεγάλη υδατοδεξαμενή, πρώϊμων παλαιοχριστιανικών χρόνων, η οποία αποτελείται από τρεις ορθογώνιους καμαροσκέπαστους χώρους έναν στον άξονα Α-Δ, ο οποίος είχε αποκαλυφθεί το 1972 (ΑΔ 28(1973) : Χρονικά, σ. 385, πιν. 330β) και δύο παράλληλους, τοποθετημένους στον άξονα Β-Ν, εκ των οποίων ο δυτικός είχε αποκαλυφθεί το 1977.
Σε διάφορα σημεία της πόλης εντοπίστηκαν κατά καιρούς λουτρά. Δύο από αυτά, που χρονολογούνται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, μετά από την οχύρωση της πόλης έμειναν εκτός της ανατολικής πλευράς των τειχών. Από το πρώτο αποκαλύφθηκαν δύο χώροι με υπόκαυστα και ψηφιδωτά δάπεδα(16) και από το δεύτερο ένα μικρό τμήμα, διότι η ανασκαφή είναι σε εξέλιξη. Παλαιοχριστιανικό βαλανείο αποκαλύφθηκε στο λόφο της ακρόπολης, ΒΑ της Βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου. Αποτελείται από τρεις ορθογώνιους χώρους με υπόκαυστα, οι οποίοι απολήγουν στη δυτική πλευρά σε ημικυκλικές αψίδες. Στη νότια πλευρά του κτίσματος διατηρείται το praefurnium. Δεύτερο λουτρό, εντοπίστηκε στην κεντρική πλατεία της σημερινής πόλης, Δ της Βασιλικής της οδού Κύπρου. Αποκαλύφθηκε τμήμα που περιλαμβάνει τρεις χώρους και ορθογώνια δεξαμενή.
Αποσπασματικά σωζόμενα τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων, προερχόμενα από κτίρια αδιάγνωτου χαρακτήρα εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης και χρονολογούνται από τον 3ο έως και τον 7ο μ.Χ. αιώνα, όπως το τελευταίο, στην κεντρική παράσταση του οποίου εικονίζεται ο Διόνυσος και η συνοδεία του και στο πλαίσιο ερωτιδείς, σκηνές κυνηγιού και προσωποιήσεις των τεσσάρων εποχών και μαρτυρεί την ύπαρξη ειδωλολατρικών συνηθειών κατά την περίοδο αυτή στην πόλη. Από το διαφορετικό βάθος στο οποίο εντοπίζονται κτίρια της ίδιας περιόδου συνάγεται ότι η πόλη δεν ήταν επίπεδη, όπως είναι σήμερα, αλλά υπήρχαν γήλοφοι, οι οποίοι διατηρήθηκαν και κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.
Η βυζαντινή Λάρισα, το «κορυφαίο φρούριο» του Σκυλίτζη, ανιχνεύεται μέσα από λιγοστά κτιριακά λείψανα, ευτελείς λασπότοιχους, κτισμένους με υλικά σε β΄ χρήση, εφυαλωμένη κεραμική και νομισματικές ενδείξεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι μετά από την κατάρρευση της υδατοδεξαμενής, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε και αφού το εσωτερικό του είχε εν μέρει επιχωθεί, διαιρέθηκε σε επιμέρους χώρους με εγκάρσιους λασπότοιχους κτισμένους από πέτρες και υλικά σε β΄ χρήση, όπως αρχαίους λιθόπλινθους και σπόνδυλο δωρικού κίονα, σχεδόν ακέραιο κορινθιακό κιονόκρανο και τμήμα επιθήματος παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Αξιόλογο μέχρι στιγμής εύρημα είναι ένας μεσοβυζαντινός Ναός, κτισμένος στα ερείπια παλαιοχριστιανικού κτίσματος, που αποκαλύφθηκε προσφάτως στο λόφο της ακροπόλεως, ΒΑ της Βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου. Πρόκειται για μονόχωρο αρχικά ναΐσκο με προεξέχουσα ημικυκλική κόγχη, ο οποίος στη συνέχεια περιβλήθη-
—————————————————————————————————————–
(16).- Σ. Χούλια, ΑΔ 40 (1985) : Χρονικά Β1, 216-17, πιν. 84 γ, 85 α-β.
κε με στοά, η βόρεια και νότια πλευρά της οποίας απολήγουν σε ημικυκλικές κόγχες. Σώζεται σχεδόν στο επίπεδο των θεμελίων με υπολείμματα δαπέδων από πήλινες πλάκες μόνο στο εσωτερικό των κογχών. Εντός του περιστώου και εξωτερικά της δυτικής του πλευράς βρέθηκαν αρκετοί τάφοι μεσοβυζαντινών χρόνων, οι οποίοι αποτελούν πιθανότατα ένα terminus ante quem για τη χρονολόγηση του Ναού και από τους οποίους προέρχονται λίγα νομίσματα της εποχής των Κομνηνών, καθώς και ελάχιστα κοσμήματα και κεραμική της περιόδου αυτής. Τα παραπάνω ευρήματα σε συνδυασμό με τον αρχιτεκτονικό τύπο και την τοιχοποιία, η οποία συνίσταται από αργούς λίθους συνδεδεμένους με λάσπη και συναρμοσμένους με πλινθία οριζόντια τοποθετημένα σε επάλληλες στρώσεις στους οριζόντιους και κάθετους αρμούς, συνηγορούν σε μια πρώτη χρονολόγηση του Ναού στον 11ο -12ο αιώνα.
Νεκροταφεία εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία. Στο λόφο της ακρόπολης εντοπίστηκε εκτεταμένο μεσοβυζαντινό νεκροταφείο πάνω στα ερείπια της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου, το οποίο εκτείνεται στον περιβάλλοντα χώρο αυτής και μέχρι την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, που βρίσκεται στη κλιτύ του λόφου νοτίως της Βασιλικής. Σε ορισμένους τάφους βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη από την κατεστραμμένη Βασιλική. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην περιοχή της Βασιλικής της οδού Κύπρου, στο περιβάλλον της οποίας βρέθηκαν ορισμένοι τάφοι, σε έναν από τους οποίους είχε χρησιμοποιηθεί ως καλυπτήρια πλάκα θωράκιο από τη Βασιλική. Σποραδικά εντοπίζονται τάφοι μεσοβυζαντινών χρόνων σε διάφορα σημεία της πόλης. Εκτεταμένο νεκροταφείο με ταφές σε επάλληλα στρώματα, εντοπίστηκε Α του λόφου της ακρόπολης, που ήταν σε χρήση κατά τους μεσοβυζαντινούς και υστεροβυζαντινούς χρόνους.
Στο Βυζάντιο, όπως στην προκάτοχό του ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η νομοθετική εξουσία ανήκε στην αρμοδιότητα των αυτοκρατόρων. Η Εκκλησία δεν έγινε κρατική εξουσία ούτε οι ηγέτες της απέκτησαν κρατική ισχύ. Οι κληρικοί και οι μοναχοί κράτησαν αλώβητη τη διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, προσπαθώντας να διοικήσουν και να ενοποιήσουν μια απέραντη αυτοκρατορία που την αποτελούσαν διάφορες εθνότητες με ποικίλες θρησκευτικές παραδόσεις, και αντιμετωπίζοντας συνεχείς κινδύνους διχασμού, επιχείρησαν να εξασφαλίσουν την ενότητα και τη γαλήνη επιβάλλοντας σε ολόκληρο το κράτος τη θρησκεία που πίστευαν ότι είναι η ανώτερη. Το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», που αποτελεί θεμελιακή καταστατική αρχή του Χριστιανισμού, πολλές φορές λησμονήθηκε και παραθεωρήθηκε. Η θρησκευτική ελευθερία δεν έγινε πάντοτε σεβαστή από τους βυζαντινούς ηγεμόνες. Υπήρξαν βέβαια μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας που διαμαρτυρήθηκαν, όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, κ.α., αλλά η γενική γραμμή ήταν η βίαιη εκρίζωση της ειδωλολατρίας. Θρησκευτική ανοχή επιδείχθηκε μόνο στην ιουδαϊκή θρησκεία, στους οπαδούς της οποίας αναγνωρίσθηκαν αρκετά προνόμια.
Ασφαλώς, η άρνηση της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία συνοδευόταν από κατάσχεση της κινητής ή ακίνητης περιουσίας, δεν ανήκει στις καλύτερες σελίδες του Βυζαντίου. Είναι συνηθισμένο στην ιστορία, θαυμάσιες θεωρητικές αρχές να μη γίνονται πράξεις.
Εντούτοις ας μη λησμονείται ότι κάθε ιστορική περίοδος πρέπει να κρίνεται μέσα στο συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιό της. Και το Βυζάντιο, αξιολογούμενο με βάση τις βάρβαρες συνήθειες της εποχής του, επέτυχε την διατήρησιν της ενότητας πολιτικής και θρησκευτικής εις μεγάλο βαθμό.-
4. ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ.
Ιστορική γεωγραφία της ανατολικής Όσσας – Βουνό των Κελλίων.-
Πρίν από κάθε προσπάθεια ιστορικής τοπογραφίας διά την ταύτισιν των επισκοπών Βεσσαίνης, Χαρμαινών και Καστρίας εις την εξεταζομένην περιοχήν, είναι νομίζω απαραίτητο να ασχοληθώ με το «Βουνό των Κελλίων» διά το οποίο αρκετά έχουν γραφεί έως τώρα.
Αφορμή διά τον προσδιορισμό της θέσεως του Βουνού των Κελλίων μας δίδει: α) το χωρίο της Άννας Κομνηνής (Ε,5,3) «Αλεξιάς» το αναφερόμενο στην πορεία του Αλεξίου του Α΄ του Κομνηνού μέσω της δευτερευούσης οδού της παραλιακής ζώνης των υπωρειών της Όσσας στην προσπάθειά του να αποφύγει την δίοδο των Τεμπών, η οποία ήταν κατειλημμένη από τους Νορμανδούς, την άνοιξη του 1083. β) Ο βίος και η υποτύπωσις του οσίου Χριστοδούλου ο οποίος 5 χρόνια μετά την νίκη του Αλεξίου επί των Νορμανδών μας δίδει αφορμές συγκρίσεων διά την εξεταζομένην περιοχήν. Στην α΄ περίπτωση το χωρίο της Άννας Κομνηνής αναφέρει άγνωστα τοπωνύμια, αγνώστων σήμερα ακόμα, χώρων και οικισμών. Όσοι εκ των ερευνητών προσπάθησαν να εξηγήσουν τα δεδομένα του χωρίου με τα δεδομένα άλλων φυσιολογικών και ιστορικών πηγών και ειδικά την φρασεολογία της Άννας Κομνηνής δεν έχουν φθάσει σε μια ικανοποιητικά παραδεκτή λύση. Το πρόβλημα λοιπόν της ταύτισης «του βουνού των Κελλίων» και των άλλων τοπωνυμίων του κειμένου τα οποία προσδιορίζουν κυρίως την διαδρομή του Αλεξίου από την Μακεδονία προς τα Τρίκαλα, παραμένει ανοικτό.
Κείμενο(122)
«(………..) και τοις μέρεσι της Λαρίσσης εγγίσας και διελθών διά του Βουνού των Κελλίων και την δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπών και τον βουνόν τον ουτωσί εγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον(123) κατήλθεν εις Εζεβάν χωρίον δε τούτο βλαχικόν της Ανδρωνίας έγγιστα διακείμενον. Εκείθεν δε καταλαβών ετέραν αυθίς κωμόπολιν Πλαβίτζαν σηνηθώς καλουμένην, αγχούπου του ουτωσί πως καλουμένου ποταμού ρέοντος διακειμένην την σκηνήν κατέθετο αποχρώντα τάφρον διορύξας. Και εγερθείς εκείθεν ο Βασιλεύς απήλθεν άχρι των Κηπουρείων του Δελφινά κακείθεν είς τα Τρίκαλα (…).
—————————————————————————————————————–
(122).- Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Α΄ τομ. Σ. 192, εκδ. ΑΓΡΑ.
(123).- Το όνομα Κίσσαβος κατά τον Vasmer είναι σλαβικόν, άλλοι όμως ετυμολογούν τούτο εκ του φυτού κισσός (M. Vasmer, Die slaven in Griecheland, Βερολίνον 1941, σελ. 100, G. Kriegk, Das Thessalkche Tempe ………… Λειψία 1835, σελ. 27, σημ. 24).
Απόδοση στην νεοελληνική
«Όταν πλησίασε (ο Αυτοκράτορας) στην περιοχή της Λάρισας, διέσχισε το βουνό των
Κελλίων, άφησε δεξιά το δημόσιο δρόμο και το βουνό που οι ντόπιοι ονομάζουν Κίσσαβο
και κατέβηκε στο Εζεβάν, ένα βλάχικο χωριό πολύ κοντά στην Ανδρωνία. Από εκεί περνάει σε μια άλλη κωμόπολη ονομαζόμενη κοινώς Πλαβίτζα κάπου κοντά στο ποτάμι που ονομάζεται κάπως σαν […(124)…]. Στο μέρος εκείνο στρατοπέδευσε αφού έσκαψε την απαραίτητη τάφρο. Από εκεί μετέφερε το στρατόπεδο στα περιβόλια του Δελφινά και από εκεί στα Τρίκαλα. [(Αλεξιάς, έκδοση ΑΓΡΑ, Α΄ τόμος, σελ. 192)].
Σήμερα εκτός του υπό εξέτασιν «Βουνού των Κελλίων» αγνοούμε: την Ανδρωνία, το Βλάχικο χωριό Εζεβάν, την Πλαβίτζα, μια δημοσία λεωφόρο, το Ποτάμι και τα περιβόλια του Δελφινά. Γνωρίζουμε μόνον την Λάρισα, τον Κίσσαβο και τα Τρίκαλα. Ενώ λοιπόν τα στοιχεία φαίνεται να είναι επαρκή για την εποχή της Κομνηνής, είναι αρκετά ανεπαρκή για εμάς σήμερα.
Επίσης εντύπωση δημιουργεί ότι δεν αποτελεί σημείο προσδιορισμού η αναφορά του ονόματος Αγιά η οποία ως οικισμός υφίστατο σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις (έντονη παρουσία Βυζαντινών στοιχείων: επιγραφές, όστρακα, τοπωνύμια και οχυρώσεις). Αλλά και η απουσία του ονόματος της πόλης Βέσσαινα, έδρας της ομωνύμου επισκοπής κατά τον ΙΑ΄ αιώνα.
ΑΝΑΦΟΡΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ «ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ»
α) Εκ του βίου και υποτυπώσεως οσίου Χριστοδούλου: Ο όσιος ενεφανίσθη ενώπιον του αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, ολίγον προ του Απριλίου του 1088 και εζήτησεν όπως του παραχωρηθεί η νήσος Πάτμος. Ο αυτοκράτωρ όμως του επρότεινε να αναλάβει την προστασίαν όρους τινός καλουμένου Κελλία ή Ζαγορά. Επειδή όμως οι μοναχοί του όρους εκείνου «ετεροίον τον τρόπον έχοντες, διάφορον της ακριβεστέρας διαγωγής» αντέδρασαν, ο όσιος με την άδεια του Αλεξίου έλαβε την Πάτμον.
Ας δούμε λοιπόν σχετικάς περικοπάς πρίν επιχειρήσωμεν τοπογραφικόν καθορισμόν του όρους των Κελλίων(125).
«Υποτύπωσις» οσίου Χριστοδούλου(126) ο οποίος διηγείται πως ανέπτυξε τα σχέδιά του περί Πάτμου: «……… αλλ’ ο γε κράτιστος Βασιλεύς, τα μεν της οικείας ευμε-
—————————————————————————————————————–
(124).- Χάσμα στον Κώδικα.
(125).- Είναι γνωστά τα μοναστήρια Κελλία, βλ. Fr. Hild, Θ.ΗΜ., 12ος 1987: .Mansi XIII, 152. M. M. VI 64. Tafel – Thomas I, 488. Acta Innoc. 382 (αρ. 148). Κομνηνή Β, 24. Dentzer 113 (σημ. 4). Έρα Βρανούση: ZRVI 8, 2 (1964) 462, BHG III, 2025. Αβραμέα 57-60. Carile 286. Έρα Βρανούση: Τα αγιολογικά κείμενα του Οσίου Χριστοδούλου, ιδρυτού της εν Πάτμω μονής. Αθήναι 1965, 128-139.
(126).- Η Υποτύπωσις του Οσίου Χριστοδούλου συνετάχθη την 8ην Μαΐου του έτους 1091. Ο βίος του Οσίου Χριστοδούλου συνετάχθη το 1093, παράγρ. Θ΄, εκδ. Βοΐνη, σελ. 76..
νείας Βασιλικώς ημίν εδίδου και δαψιλώς, ελιπάρει δ’ ουν όμως την οικτρότητα την εμήν μονονού και αυτήν την στεφηφόρον υποκλίνων μοι κεφαλήν, ως μη κατά την Πάτμον εκπεράναι τα του σκοπού, αναδέξασθαι δε την τινός όρους, ω κλήσις ήν Κελλία ή Ζαγορά (μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι πέφυκεν ανακείμενον) προστασία.………………».
β) Ο Ιωάννης Ρόδου έγραψε τον βίον του οσίου ολίγας δεκαετίας μετά την κοίμησιν του Χριστοδούλου με ζωντανούς διαλόγους: (1120-1150 μ.Χ.).
παραγρ. ια΄ – «Τόπος έστι τις, ω πάτερ, φησίν ο Βασιλεύς, Κελλία και Ζαγορά λεγόμενος. Εν τούτοις πλήθος ότι πολύ τον μονήρη βίον ανήρηται ………εις όρη και ερημίας.
παραγρ. ιβ΄ – Τινά των γινομένων εν τοις Κελλίοις, ω θειότατε αυτοκράτωρ, ση δυνάμει και εφορεία, ……………
παραγρ. ιγ΄ – «Πικρία γουν και τοις Κελλιώταις τα του μάκαρος εφάνησαν διατάγματα ……………. Διό και ο θαυμαστός ούτος Χριστόδουλος, τους μη θέλοντας πνευματικώς κατάρχειν αυτόν αφείς ιδιορρυθμία πορεύεσθαι» εζήτησε και έλαβε τελικώς την νήσον Πάτμον(χ)».
Είς το εγκώμιον του Αθανασίου(χχ) καταγράφονται τα ανωτέρω αλλά: «ότι ο αυτοκράτωρ επρότεινεν είς τον όσιον να αναλάβη την προστασίαν των επί του όρους Ζαγορά ασκουμένων ……………….».
γ) Kelliae εν τη Partitio Romaniae παρά τafel και Thomas, Urkunden sur altesten Handels – und Staatsgeschichte der Republik Venedig τομ. Α΄ Βιέννη 1856, σελ. 488, αναγράφεται: pertinentia Petrion Kelliae Dipotamon, κ.λ.π. Ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, υποπτεύων εσφαλμένων ανάγνωσιν των Tafel και Thomas, προτείνει αντί του Petrion Kelliae την διόρθωσιν: Petrion videlicet (Ζακυθηνού, Μελέται, ΕΕΒΣ 21, 1951, 193 ανατ. 135).
Οι Tafel και Thomas, στην προσπάθειά τους να ταυτίσουν τα Kellia της Partitio
Romaniae (που τελικά απεδείχθη ότι δεν υπήρχε τέτοια λέξη στο κείμενο) τα συσχέτισαν με το χωρίο της Αλεξιάδας και διερωτώνται αν πρέπει να τοποθετηθούν στην Όσσα. Προφανώς έχουν συλλάβει την κατεύθυνση που πήρε ο στρατός του Αλεξίου, αφού προχώρησε το «βουνό των Κελλίων» και τον Κίσσαβο: “An Kelliae legendum sc. in Ossa morte? De quo videtur Anna Comnena 5.5”. Βλ. G. Tafel – G.
—————————————————————————————————————–
(χ).- (Βίος παραγρ. ια΄, ιβ΄εκδ. Βοϊνη, σελ. 122-125, Βίος παραγρ. ιγ΄, σελ. 125-126).
(χχ).- (παραγρ. ιγ΄-ιε΄ εκδ. Βοϊνη, σελ. 144).
Thomas, Urkuaden sur alteren landeic and Staatsgeschichte der Republik Venedig mit besonderer Beziehung auf Byzanz und die Levante, Amsterd m 19642, 488, σημ. 4. Την ίδια αντίληψη σχηματίζει και ο Α. Γκλαβίνας, στο περ. Βυζαντιακά 4 (1984), 38, χωρίς να την αναλύσει περισσότερο, και ο Δ. Αγραφιώτης, (Ο Αετόλοφος, 24-25, ανάτυπον Θ.ΗΜ., τομ. 10ος).
δ) Μετά το 867 οι Αγιορείτες αδελφοί Συμεών και Θεόδωρος, κτίτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, και ηγέτες όλης της προσπάθειας(127). Κατά την κάθοδό τους προς τα νότια, ήταν φυσικό να περάσουν από την ανατολική Όσσα, όπου ήταν εγκατεστημένοι ήδη μοναχοί. Ο βίος των Αγίων σώθηκε σε παράφραση του Αργυρού Βερναρδή (1706), αλλά προήλθε από άλλο πρότυπο του 13ου αιώνος ή προγενέστερο:
«…… εμίσεψαν από την Θεσσαλονίκην και επεριπατούσαν καθεξής όλα τα περίχωρα της Θεσσαλίας διδάσκοντες και νουθετούντες καθ’ έκαστον να διαφυλάττη την εις Χριστόν πίστιν……… Τοιοιτοτρόπως λοιπόν περιδιαβαίνοντες τας πόλεις και χώρας της Θεσσαλίας έφθασαν και εις το Όρος το θετταλικόν ονομαζόμενον των Κελλίων, δια να νοθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου εις τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας. Από το όρος ετούτο πάλιν μισεύοντας επήγαν εις τας Νέας Πάτρας ……….».
Το Όρος των Κελλίων επισκέφθηκαν και οι Άγιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος(128), κτίτορες της μονής Σουμελά Πόντου. Το βίο τους έγραψε ο Ακάκιος Σαββαΐτης στις αρχές του 13ου αιώνα(129). Περιέχεται στον κώδικα 268 της μονής Διονυσίου Αγίου Όρους(130).
«……… Και τριταίοι κατέλαβον το Όρος, εν ω ήν η κλήσις των Κελλίων. Περινοστήσαντες ούν του Όρους πάντα τα μοναστήρια ενέτυχον τινι γέροντι πάνυ εναρέτω και θεοφορουμένω. και τούτους ιδών και ασπασάμενος και την κλήσιν εκάστω εξειπών: «χαίρετε», έφησε, «δούλοι γνήσιοι της μητρός του Κυρίου». Έγνω γαρ εκ Θεού πάντα τα κατ’ αυτών, εισήξεν τε αυτούς εις την εαυτού μονιάν αγαγόμενος. Φιλοφρονησάμενος ουν δεξίως τα χρειώδη προς τροφήν και τρεις ημέρας τούτους αναπαύσας εφιλοξένησεν. Και όσα μεν προέγνω ο γέρων τα
—————————————————————————————————————–
(127).- Η. Αναγνωστάκης – ιερομ. Ιουστίνος, Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, Άγιον Όρος 1984.
(128).- Δεν πέρασε από τα Κελλία ο Άγιος Χριστόφορος, ο οποίος έζησε αργότερα. Βλ. Αβραμέα, Θεσσαλία, ό.π., 58.
(129).- Ο. Λαμψίδης, Μια παραλλαγή της βιογραφίας Αγίου Αθανασίου Αθωνίτου, Βυζαντινά 6 (1974), 304 κ.ε. Μ. RICHARD, Le commentaire du grand canon d’ Andre de Crete par Acace le Sabbaite, ΕΕΒΣ ΛΔ΄ (1965), 305-306. Βλ. και ΒΗG3, αριθ. 2055, Οδ. Λαμψίδου, Une nouvelle version de la vie de St. Barbaros, Πλάτων, τομ. 18 (1966), σελ. 55.
(130).- Σ. Λάμπρος, Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, Α΄ , εν Κανταβριγία της Αγγλίας 1895, 390-391 (3802).
κατ’αυτών, τα πλείστα δε ούτοι απεκάλυψαν εκείνου το ωτίον. Επεί ούν παρήν η Τρίτη ημέρα, εν η έμλλον εξελθείν, προείπεν αυτοίς πάντα τα συμβησόμενα αυτοίς
κατά την οδόν. Αναστάντες ούν το πρωΐ συνώδευσεν μετά αυτούς και ο θείος Παχώμιος –τούτο γαρ ήν η κλήσις τω γέροντι –έως εξήλθον του Όρους, νουθετών και παιδαγωγών προς παν οτιούν αγαθόν. Πεσόντες ούν αμφότεροι εις τους αγίους πόδας του γέροντος επηύξατο αυτοίς θαυμασίαν τινά ευχήν –ήν γάρ και ιερεύς ο θείος ανήρ
– θείς εφ’ εκάστου την κεφαλήν τας χείρας, ούτω φησί: «Κύριε ο Θεός ημών, ο πάντα
πριν γενέσεως επιστάμενος. ο οδηγήσας ως πρόβατον τον Ιωσήφ και τούτον ευδοκήσας βασιλέα πάσης Αιγύπτου γενέσθαι. ο τον θεράποντά σου Δαυΐδ ενισχύσας και τον Γολιάθ εκείνον δια της θείας δυνάμεώς σου αποκτείνας. ο τους θείους και ιερούς σου αποστόλους οδηγήσας και αποστείλας εις τα τετραπέρατα της οικουμένης προς φωτισμόν και οδηγίαν των ψυχών ημών και μετά την αγίαν και ιεράν και σωτήριόν σου ανάστασιν ευδοκήσας συνοδεύσαι Κλεώπα τε και τω Λουκά και συν αυτοίς θελήσας μείναι και ται αγίαις και παντοκρατορικαίς σου χείραις κλάσας τον άρτον και τούτους διαθρέψας, αυτός ευδόκησον, μονογενές Λόγε του Πατρός, συνοδεύσαι τους δούλους σου τούτους και ρύσαι αυτούς εκ των πανουργιών του πονηρού δαίμονος. ευόδωσον δε την οδόν αυτών γενέσθαι ευθείαν και απρόσκοπτον και εις τον τόπον, εν η αν αυτούς και προσεκαλέσω, ευοδωθήναι ποίησον. μεσιτείας και πρεσβείαις της πανυπεράγνου και παναχράντου σου μητρός και πάντων σου των αγίων. Αμήν». Πεσόντες ούν άμφω οι τρεις προς μετάνοιαν επί την γην, αναστάντες ούν και ασπασάμενοι αλλήλους υπεχώρησαν. Και ο μεν πατήρ Παχώμιος προς την εαυτού μονιάν προς το Όρος των Κελλίων, οι δε την οδόν αυτών επορεύθησαν (131)».
στ) Αναφέρει δε και ο Κ. Βοΐνης, «το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις τοις σεμνείοις ενευθυνούμενον», (Ακολουθία ιερά του οσίου Χριστοδούλου, Αθήναι 18843, 123). Επίσης, Εγκώμιον του Αθανασίου Αντιοχείας (1143-1156), Κ. Βοΐνης, 143, «μέχρι του νυν εστίν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων πλήθος ενδιαιτώμενον».
ζ) Από την παρουσίαση των πρακτικών του βιβλίου «Ιστορική Μελίβοια», η κ. Σταυρ. Σδρόλια αναφέρει δια το Όρος των Κελλίων: «Στα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, που έφερε το όνομα Όρος των Κελλίων, εντοπίσθηκαν σημαντικοί ναοί του 12ου αιώνα, οι οποίοι, μαζί με εκείνους που ερευνήθηκαν το 1970 από τον καθηγητή κ. Νικονάνο, άλλαξαν εντελώς την εικόνα της περιοχής, και καθιέρωσαν την άποψη για την τοποθέτηση εδώ του Όρους των Κελλίων, ενώ παλιότερα τοποθετούνταν στο Πήλιο. Η σημασία της πολυπληθούς μοναστικής κοινότητας που είχε βρει φιλόξενο περιβάλλον στις βαθύσκιες ρεματιές του Κισσάβου δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί στο σύνολό της, ώστε να της αποδοθεί η θέση που της αρμόζει στις υπόλοιπες μοναστικές πολιτείες του Βυζαντίου. Ωστόσο, έχουν προγραμματισθεί σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Κατ’αρχάς, την εποχή αυτή ανασκάπτεται από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ένα ακόμη βυζαντινό μοναστήρι του 12ου αιώνα στη Μονόπετρα της Κουτσουπιάς. Προγραμματίζεται η ανάδειξη δύο μονών στο Κόκκινο Νερό και στον Δερματά Μελίβοιας, τις μελέτες των οποίων χρηματοδότησε ο Δήμος Μελιβοίας, με πρωτοβουλία του Δημάρχου κ. Αντων. Γκουντάρα, ο οποίος έρχεται πάντα αρωγός στις έρευνες της Εφορείας. Τέλος, γίνονται σχετικές ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια και προγραμματίζεται η έκδοση ενός τόμου για τα μνημεία του Κόκκινου Νερού από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πάτρας κ. Σταύρο Μαμαλούκο και την ομιλούσα. Η έκδοση αυτή θα πραγματοποιηθεί από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλίας, του Υπουργείου Πολιτισμού. Να αναφέρουμε επίσης στις σχετικές εκδόσεις τον τόμο που προγραμματίζει ο Δήμος Ευρυμενών για την ευρύτερη περιοχή Στομίου, που ανήκε επίσης στο Όρος των Κελλίων, καθώς και εκείνον που εξέδωσε ο Δήμος Αγιάς, που περιέχει επίσης στοιχεία για τα βυζαντινά μνημεία της περιοχής. Έτσι, σε λίγο καιρό θα υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία για την περιοχή».
η) Χωρίον του γράμματος Πάπα Ιννοκεντίου του Γ΄, του έτους 1209 εις το οποίον μνημονεύονται μοναί(132) των Κελλίων μεταξύ των Θεσσαλικών επισκοπών Λαρίσης, Βεσσαίνης και Δημητριάδος: Archiepiscopus Larissenus, Vessinensi ac Demetriado episcopatibus et monasteriis Kelliae indebitas exactions imponens.
Migne P.L., τομ. 216, στήλη 230, αρ. 42.
Πρβλ. και Tafel, De Thessalonica eiusque agro Βερολίνον 1830, σελ. 490, σημ. 2.
θ) Η αναφερόμενη περιοχή Achilia η οποία ανήκε στον τοπικό άρχοντα Σινιορινό, πιθανότατα προσδιορίζει γεωγραφικά το «Βουνό των Κελλίων».
«Est etiam alter Graecus, qui Signorinus nominatur, qui tenet castrum de Sannicolo de Custinni super flumine Salombriae in contrata Achilia (ή Achiliae) et castra alia atque terras (……..)(χ)».
Έκθεσις του Βενετού Μαρίνο Σανούδο (1325).
—————————————————————————————————————–
(131).- Κώδιξ 268, φφ. 440ν -441ν.
(132).- Η εν τη επιστολή Ιννοκεντίου του Γ΄ μνεία των «μοναστηρίων των κελλίων» αντί του «Όρους των Κελλίων» υποδηλοί κατά την Βρανούση την επελθούσαν κατά τας αρχάς του ΙΓ΄ αιώνος μεταβολήν και την εισαγωγήν του Κοινοβιακού συστήματος (σελ. 139).
(χ).- Βλ. Γ. Κορδάτος, Αθήνα 1960, σελ. 172, σημ. 1. Ιστορία επαρχίας Βόλου και Αγιάς και Fr. Hild, Λυκοστόμιον, στο Θ. Η., τ. 12 (1987) 72.
Τα Κελλία λοιπόν εκτείνονταν νοτίως του Πηνειού, τοις μέρεσι της Λαρίσης, και πριν από τη Βέσσαινα. Γειτνίαζαν με τις επισκοπές Βεσσαίνης και Δημητριάδος (πρβλ. την επιστολή του Ιννοκεντίου Γ΄ ) και συγχρόνως υπάγονταν στο λατίνο αρχιεπί-σκοπο Λαρίσης.
Άλλο κείμενο που ολοκληρώνει την προσπάθεια για την ταύτιση των Κελλίων και που δεν προσέχθηκε μέχρι τώρα, είναι ένα σημείο από τη γνωστή έκθεση του Βενετού Μαρίνο Σανούδο (1325): «Est etiam alter Graecus, qui Signorinus nominatur, qui tenet castrum de Sannicolo de Custinni super flumine Salombriae in contrata Achilia (133) et castra alia …….
Κάποιος Σινιορινός κατείχε το φρούριο του Αγίου Νικολάου του Custinni, που σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ταυτίζεται με το Λυκοστόμιο, έναν βυζαντινό οικισμό, κείμενο σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις αμέσως μετά τη βορινή έξοδο των Τεμπών (134).
ι) Εκ του Συναξαριστού: (+- 890 μ.Χ.)
«Εκείθεν διελθόντες από την Μονήν όπου είναι είς το Σειρί της Ελλάδος, την ογδόην ημέραν έφθασαν εις Λάρισαν, διά να προσκυ-νήσουν το λείψανο του Αγίου Αχιλλείου. εκείθεν δε έρχονται την τρίτην ημέραν εις το όρος των Κελλίων, εις το οποίον, περιερχόμενοι τα ασκητήρια των Μοναχών, είδον έναν ενάρετον άνδρα εστολισμένον με ιερωσύνην και με προφητικόν χάρισμα. Έπειτα κατασπασθέντες και την λάρνακα ενός μυροβλήτου βαρβάρου(χ), ο οποίος από λήσταρχος όπου ήτο πρότερον, μετανοήσας άκρως ηγίασε και ευηρέστησεν εις τον Θεόν ανεχώρησαν από το όρος, και περιήρχοντο προς το μέρος της μεσημβρίας πόλεις και χώρας διαφόρους, έως ότου έφτασαν εις τι Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Με την ταύτιση του βουνού των Κελλίων έχουν ασχοληθεί ο Αντ. Κερα-μόπουλος(135), η Έρα Βρανούση(136), η Άννα Αβραμέα(137), ο Νίκος Νικονάνος(138),
———————————————————————————————————————————————————–
(133).- Η λέξη contrata σημαίνει την περιοχή, την επαρχία (εξού το γαλλικό contree ή το Αγγλικό country) που εκτείνεται εμπρός. Βλ. D. Cange, Glossarium ad Scriptores mediae et infimae Latinitatis, II, Graz 1954, 541. Ο τύπος Achilia (στην έκδοση των Tafel – Thomas απαντά σε γενική Achiliae) συμφωνεί στο θηλυκό γένος με το “monasterus Celliae” της επιστολής του Ιννοκεντίου. Φωνητικώς συνάπτεται με την ελληνική απόδοση (t)ake(i)lia ή (τα)ακε(ι)λλία. δημιουργήθηκε με την συνεκφορά του α του άρθρου με το επόμενο ουσιαστικό. Το προθετικό α συνηθίζεται πολύ στην θεσσαλική διάλεκτο. Υποτίθεται ότι το 14ο αιώνα ο λόγιος τύπος (’ς) τα Κελλία προφέρονταν ως λαϊκός (σ)τα κιλλιά, εξ ου το Ακιλλιά –Achilia.
(134).- Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος, ό.π., 50-51. Την ταύτιση Custinni –Λυκοστομίου δέχονται οι Tafel – Thomas (Urkunden, ό.π., 498) και ο Hild (Hellas und Thessalia, ό.π., 208). Μερικοί ερευνητές (Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, Αθήνα 19832, 19, Ε. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, Βόλος 1926, 142, Γ. Κορδάτος, Ιστορία Βόλου –Αγιάς, ό.π., 172, σημ. 1 και ο Δ. Αγραφιώτης, ΘΗ 12 (1987), 23) δέχονται το Sannicolo ως τον Άγιο Νικόλαο Φονιά στο δυτικό Κίσσαβο. Εδώ όμως δεν περνά ο Πηνειός.
(χ).- Βίος των οσίων Βαρνάβα, Σωφρονίου και Χριστοφόρου, ΙΗ΄ Αυγούστου, σελ. 313.
(135).- Αντ. Κεραμόπουλος: Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, εν Αθήναις 1939, σελ. 15 και υποσ. 2.
(136).- Έρα Βρανούση: Le Mont des Kellia, Note sur un passage d’ Anne Komnene, Zbornik Radova τ. 8/2 (1964), σσ. 459-464, Melanges G. Ostrogorsky II. Τα αγιολογικά κείμενα του Οσίου Χριστοδούλου ιδρυτού της εν Πάτμω Μονής …… Αθήναι 1964. Βλ. το «Όρος των Κελλίων» σσ. 128-139.
(137).- Άννα Αβραμέα: «Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204. Συμβολή εις την Ιστορικήν Γεωγραφίαν, (Διατριβή επί Διδακτορία), Αθήναι 1974.
(138).- Ν. Νικονάνος: Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας, από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Αθήναι 1979, σσ. 131-132.
ο Σταύρος Γουλούλης(139), οι F. Hild και J. Kodez(140) και ο Δ. Αγραφιώτης(141).
Είναι αναγκαίο λοιπόν να δούμε αναλυτικά την γνώμη ενός εκάστου των ερευνητών διά να μπορέσουμε να έχουμε τρόπους-οδούς πού θα μας οδηγήσουν σε μια ικανοποιητική λύση του προβλήματος.
1.- Ο Α. Κεραμόπουλος στην μελέτη του για τους Κουτσόβλαχους γράφει: «Νομίζω, ότι ο Βασιλεύς Αλέξιος εβάδισε διά της Πιερίας και, επειδή ο Πηνειός δεν επέτρεπεν οδόν παρά τας όχθας του είς τα Τέμπη, ως ουδ’ επί Ξέρξου, ο Βασιλεύς εστράφη δεξιά είς το στενόν της Λεπτοκαρυάς» όπερ λεγόμενον και νυν Στενόν των Καναλίων εφθάρη ίσως είς Βουνόν των Κελλίων.
2.- Η Έρα Βρανούση σε δύο εργασίες της (σημ. 3) ασχολείται με την ταύτιση του «Βουνού των Κελλίων» με ένα από τα βουνά: Όλυμπος, Κίσσαβος, Πήλιο. Στα σχετικά με τον όσιο Χριστόδουλο αγιολογικά κείμενα αναφέρεται ότι ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός κάλεσε τον όσιο Χριστόδουλο και «ελιπάρει (…) αναδέξασθαι (…) την τινός όρους, ω κλήσις ην Κελλία ή Ζαγορά (μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι πέφυκεν ανακείμενον) προστασίαν». Οι μοναχοί των Κελλίων, «ετεροίον τον τρόπον έχοντες» δεν δέχτηκαν τον κανόνα που συνέταξε γι’ αυτούς ο Όσιος Χριστόδουλος, «Πικρία τοις Κελλιώταις τα του μάκαρος εφάνησαν διατάγματα», «ως αν μη το από τούδε το όρος υπό την των κρατούντων χείρα και επιμέλειαν γίνοιτο, ελευθεριάζον μέχρι των τότε, και παντί τω εκ Βασιλικής εξουσίας τυγχάνον ανεπίβατον. Η συγγραφέας αποκλείει την ταύτιση του Ολύμπου με το όρος των Κελλίων, με την αιτιολογία ότι η αρχαιομαθής Άννα δεν θα παρέλειπε την μνείαν του ως όρους των αρχαίων Θεών. Αποκλείει και τον Κίσσαβο ως αναφερόμενον ρητώς εις το χωρίον της αλεξιάδος. Επομένως ταυτίζει το όρος των Κελλίων με το Πήλιο, το οποίο από τότε έφερε και την προσωνυμία Ζαγορά και Ζαγόριον όρος, όπως και ο χώρος από τις εκβολές του Πηνειού μέχρι το Πήλιο. Την πρωθύστερη αναφορά της διέλευσης, πρώτον του Πηλίου και στη συνέχεια του Κισσάβου, την αποδίδει σε άγνοια της Άννης σχετικώς με την τοπογραφία της περιοχής.
3.- Η Α. Αβραμέα(χ) σημειώνει ότι το όρος Κελλία ή Ζαγορά «δυνατόν να καλύπτη ευρυτέραν γεωγραφικήν έκτασιν, να αποδίδεται δηλ. εις το βόρειον τμήμα
———————————————————————————————————————————————————–
(139).- Στ. Γουλούλης: «Όρος των Κελλίων», Συμβολή τοπογραφική και ιστορική, Ανάτυπο πρακτικών Διεθνούς Συνεδρίου για την αρχαία Θεσσαλία, Βόλος 1987.
(140).- F. Hild – J. Koder: Hellas und Thessalia Wien 1976 (Θ.ΗΜ. 12 (1987), σελ. 20, 58 και 85).
(141).- Δ. Αγραφιώτης: Ο Αετόλοφος και το Βαθύρεμα της Αγιάς. Θ.ΗΜ. 10 (1986), σελ. 24 κ. εξ. υποσ. 48, βλ. και Σχόλια σ’ ένα χωρίο της Άννας Κομνηνής, Θ.ΗΜ., τομ. 19ος, 1991.
(χ).- Διά τις απόψεις των ερευνητών, χρησιμοποιώ επιλεκτικά τμήματα της ανακοινώσεως του Δ. Αγραφιώτη, «Σχόλια σε ένα χωρίο της Άννας Κομνηνής».
της οροσειράς του Πηλίου, το συνεχόμενον προς το Πήλιον Μαυροβούνιον, ίσως δε και την μικράν προέκτασιν αυτού, την χαμηλήν ορεινήν δειράδα της Σκήτης την συναπτομένην προς το Πήλιον και την Όσσαν». Επισημαίνει ότι: α) τα όρη Όσσα και Πήλιον «συνάπτονται γεωγραφικώς», β) πλήθος βυζαντινών εκκλησιών και μονών καθώς και τοπωνύμια ενδεικτικά απαντώνται στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Όσσας, του Μαυροβουνίου και της περιοχής της Αγιάς, γ) η αναφορά του Κισσάβου από την Άννα Κομνηνή δεν αποκλείει την ταύτιση του όρους των Κελλίων με αυτόν διότι «είναι πολύ πιθανόν η συγγραφεύς να μνημονεύει το κυρίως όρος της Όσσης ως Κίσσαβον, αί δε νοτιοανατολικαί υπώρειαι να φέρουν άλλην ονομασίαν».
4.- Ο Ν. Νικονάνος αναφέρει ασφαλείς αποδείξεις διά την ακμή του μοναχισμού στον Κίσσαβο και στο Μαυροβούνι, και δεν δέχεται την ταύτιση του Πηλίου με το όρος των Κελλίων: «παρόλες τις πειστικές υποθέσεις που έγιναν (από την Βρανούση) δεν επιτρέπεται σήμερα μετά την επισήμανση τόσων μνημείων στον Κίσσαβο να το περιορίσουμε στο Πήλιο, το οποίο μάλιστα βρίσκεται, έξω από τη διαδρομή αυτή». (εννοεί του Αλεξίου). Θεωρεί ότι το όρος των Κελλίων εκτείνεται στις ανατολικές και στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Κισσάβου, στο συνεχόμενο Μαυροβούνι και στα βόρεια τμήματα του Πηλίου, στην ορεινή δηλαδή περιοχή που συνδέεται άμεσα με την Λάρισα.
5.- Ο Σταύρος Γουλούλης σε ανακοίνωσή του τοποθετεί το όρος των Κελλίων στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου χρησιμοποιώντας λατινικές φιλολογικές πηγές και τοποθετεί την εγκατάσταση των πρώτων μοναχών στην περιοχή των Κελλίων στον 9ο αιώνα.
Ο Στ. Γουλούλης(χ) πιστεύει ότι, όλα τα στοιχεία που ευνοούν την εγκατάσταση μοναχών βρίσκονταν μόνο στην ανατολική Όσσα.
«Η Ζαγορά (ένα όνομα που διατηρήθηκε ως το 18ο αιώνα) ήταν τμήμα του όλου Όρους της Όσσας, το ανατολικό. Γι’ αυτό θα πρέπει να δεχθούμε ότι άλλη ήταν η Ζαγορά του Πηλίου και άλλη της Όσσας, αφού το τοπωνύμιο είναι πολύ διαδεδομένο.
Σήμερα λέγομε Κίσσαβο όλη την έκταση από τα Τέμπη ως το Μαυροβούνιο. Η Άννα Κομνηνή δεν είναι σίγουρο ότι αποδίδει στην Αλεξιάδα, την ίδια ορεινή έκταση, αλλά ίσως τον κύριο όγκο με την κορυφή του όρους, η δε Ζαγορά μπορεί να ταυτίζεται με την ανατολική Όσσα.
—————————————————————————————————————–
(χ).- Σταύρος Γουλούλης, «Όρος των Κελλίων, συμβολή τοπογραφική και ιστορική», Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία, ανάτυπο, σελ. 473-498, Αθήνα 1992.
Η διάκριση Κισσάβου – Όρους Κελλίων (Ζαγοράς) είναι της ίδιας μορφής με εκείνη της κορυφής του Άθωνα και ολόκληρης της Χερσονήσου του Αγίου Όρους.
Εικάζεται επίσης ως ενδεχόμενο οι έννοιες «Κελλία» και «Όρος των Κελλίων» να μην ταυτίζονται απόλυτα. Δηλαδή, «κελλία» να ελέγετο ανατολικά η θέσις Ζαγορά ως κέντρο, στο σύνολο διαφόρων μοναστικών ιδρυμάτων (σκήτες, ασκηταριά) που όλα μαζί συγκροτούσαν την έννοια «Όρος των Κελλίων» εκτεινομένη εις ολόκληρον την Όσσα».
«Η τοπική παράδοση κάνει λόγο για ύπαρξη μοναστικών ιδρυμάτων, τα οποία εκτείνονταν στην περιοχή μεταξύ Καρίτσας και Αθανάτης. Από το πλήθος των μοναχών που υπήρχε, διατηρήθηκε η ανάμνηση ενός μοναχισμού εφάμιλλου με του Αγίου Όρους».
Η περιοχή του Στομίου φαίνεται να έχει σχέση με τη μοναστική κοινότητα των Κελλίων, μια και εδώ εντοπίζονται πολλά μνημεία, με πιο σημαντικό τη μονή της Παναγίας και του Αγίου Δημητρίου. Το καθολικό της είναι το μεγαλύτερο από όσα μνημεία έχουν εντοπισθεί στην ανατολική Όσσα μέχρι σήμερα. Ο Άγιος Νικόλαος, κείμενος προφανώς υπεράνω (super) των εκβολών του Πηνειού, θα ανήκε στην ίδια ομάδα μοναστηριών. Ο Αντώνιος Λαρίσης σχολιάζοντας λέγει, για το φροντηστήριον (του Αγίου Νικολάου) «……… των άλλων δε των κατά την επαρχίαν εις περιφάνειαν ουμενούν απολειπόμενον». Έμμεσα μας πληροφορεί πως η μονή βρισκόταν σε μια «επαρχία», η οποία είχε κι άλλα μοναστήρια, όχι πολύ μεγάλα, αλλά του ιδίου επιπέδου με τον Άγιο Νικόλαο. Η επαρχία είναι η ανατολική Όσσα ή τα «Κελλία», αν περιελάμβαναν όλη την έκτασή της. Δεν αποκλείεται ακόμη ο γεωγραφικός όρος ‘Achilia’ το 14ο αιώνα να κατέστη ευρύτερος από το χώρο που εκάλυπταν τα «Κελλία» αρχικά.
6.- Οι F. Hild και J. Koder θεωρούν ότι ολόκληρη η περιοχή της αρχαίας Μαγνησίας (από τα Τέμπη έως την απόληξη της χερσονήσου της Μαγνησίας) καλύπτεται κάτω από το όνομα των Κελλίων, σημειώνοντας ιδιαίτερα το Μαυροβούνι και ειδικά τη βόρεια απόληξή του.
7.- Ο Δημ. Αγραφιώτης ταυτίζει το όρος των Κελλίων με τις ανατολικές υπώρειες της Όσσας. «Μετά την αποκάλυψη τόσων μνημείων και ασκηταρίων στις ανατολικές πλαγιές της Όσσας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «το βουνό των Κελλίων» που αναφέρεται από την Άννα την Κομνηνή περιορίζεται στην Όσσα και τη βόρεια απόληξη του Μαυροβουνίου και στη συμβολή του με αυτήν, κατά τρόπο που να στερούν από την αγιώτικη περιοχή τη θέα της θάλασσας.
Άλλοι ερευνητές ως Νικόλαος Κατσάνης(χ) συμφωνεί με την Έρα Βρανούση. Η Ευαγγελία Ιωαννιδάκη – Ντόστογλου σε δημοδίευμά της(χχ) υιοθετεί τις απόψεις του Ν. Νικονάνου και Δ. Αγραφιώτη.
Εκ των ανωτέρω απόψεων προκύπτει, ότι υπάρχει διάφορος αντίληψη εκ των ερευνητών για το Βουνό των Κελλίων, ως πλέον όμως ιστορικά εύλογες, είναι οι απόψεις των, Αβραμέας, Νικονάνου και Αγραφιώτη.
Κρίνοντας αντίστροφα τα δεδομένα των αναφορών δυνάμεθα να εξακριβώσουμε ότι το όρος των Κελλίων δεν καθορίζεται γεωγραφικώς εις τα κείμενα:
α) Εις την Υποτύπωσιν του οσίου Χριστοδούλου, ο άγιος ομιλεί αορίστως περί όρους τινός «ω κλήσις ήν Κελλία ή Ζαγορά».
β) Εις τον βίον ομοίως: «τόπος εστί τις …… Κελλία και Ζαγορά λεγόμενος».
γ) Εις το εγκώμιον του Αθανασίου υπάρχει γεωγραφική θέσις κατά τρόπον πολύ γενικόν: «όρος εστί που των δυτικών μερών ούκ αφανές ούδε άγνωστον αλλά τοις πάσιν επίδηλον Ζαγορά τω όρει το όνομα».
δ) Εις την Αλεξιάδα επίσης, με τρόπο που υποδηλώνει ότι, όπως η Λάρισα έτσι και το βουνό των Κελλίων, την εποχή εκείνη ήταν περιοχές πολύ γνωστές γράφει:
– εγγίσας τοις μέρεσι της Λαρίσης
– διελθών διά του βουνού των Κελλίων και
– καταλιπών την δημόσιαν λεωφόρον δεξιόθεν και το βουνόν (…) Κίσσαβον.
Εις τας τρεις αναφοράς του βίου και της υποτυπώσεως του οσίου Χριστοδούλου οι πληροφορίες είναι ακαθόριστες και ανεπαρκείς και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί μετά βεβαιότητος το τοπωνύμιον όρος Κελλία, όταν μάλιστα συμπλέκεται με την ονομασία Ζαγορά. Είναι δε γνωστό ότι είς πολλά όρη της αχανούς Βυζαντινής αυτοκρατορίας(142) ( Όλυμπος της Μυσίας – Kechich, Ιλλυρικόν παρά την Γκορνίτσοβαν(143), Συνέκδημος του Ιεροκλέους Κέλλαι ή Κέλλη, Αγ. Όρος «Μονή των Κελλίων», υπαγομένη είς την Μεγίστην Λαύραν(144), Βηθλεέμ κατά τον Ι΄ αιώνα Μονή Κελλίου ή Κελλίων(145). Η προσωνυμία των Μετεώρων ως Σταγών, δυνατόν να σημαίνει Κελλία «στάγια» (Staja) κοιλώματα βράχων)(146), ήρμοζε αυτή η προσωνυμία και πολλά μοναστικά κέντρα εκαλούντο ως «όρος των Κελλίων».
———————————————————————————————————————————————————–
(χ).- (Τοπωνυμικά ΙΙ – Ανδρωνία, στον τόμο «Ο Όλυμπος στη ζωή των Ελλήνων» 1984, σελ. 89-94.
(χχ).- «Οι Νορμανδοι και η πολιορκία της Λάρισας», Θ. ΗΜ., τ. 15, 1989, σελ. 3-11.
(142).- Βλ. Σακελλίων εκδ. Βοΐνη, σ. 65, σημ. 2.
(143).- Εκδ. Honigmann αρ. 638, σ. 14.
(144).- Rouillard – Collomp, Actes de Lavra, σ. 108 αρ. 40 και Grumel Regostes αρ. 91.
(145).– Παπαδοπούλου –Κεραμέως, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθ. τομ. Β΄, σελ. 473 και 720.
(146).- Ν. Γιαννόπουλος, Τα Μετέωρα, Βόλος 1926, σελ. 19.
Και ενώ η δευτέρα ονομασία του όρους «Ζαγορά» επί τη βάσει των αγιολογικών κειμένων του οσίου Χριστοδούλου, συγχέει τα πράγματα, (επειδή ακριβώς διάφοροι τόποι εις πολλά μέρη της Βαλκανικής και της Βορείου Ελλάδος από Μακεδονίας μέχρι Ηπείρου και Θεσσαλίας καλούνται με το τοπωνύμιον Ζαγορά), έρχεται η μαρτυρία της Άννης Κομνηνής, η οποία μας υποβοηθεί να ορίσουμε ασφαλώς την περιοχή του όρους των Κελλίων. Ας δούμε λοιπόν κριτικά τις γνώμες των ερευνητών.
Πιο συγκεκριμένα η άποψη του Κεραμόπουλου ανατρέπει κάθε λογική στο υπό κρίση κείμενο (Ε, 5,3). Η θέση της Έρ. Βρανούση(χ) για το όρος των Κελλίων εξαρτάται πλήρως από το διαζευκτικό όνομα του «Ζαγορά», την οποία περιορίζει στο κυρίως Πήλιο, και σημειώνει την ευρύτερη έκταση, στην οποία αποδίδεται μεταγενέστερα. Αποκλείει τον Όλυμπο λέγοντας ότι η αρχαιομάθεια της Α. Κομνηνής θα επέβαλε κάποιαν αναφορά στην κατοικία των Θεών. Το ίδιο όμως πρέπει να πούμε για την Όσσα και για το Πήλιο, κυρίως για το Πήλιο, την αρχαία δόξα του οποίου οπωσδήποτε δεν αγνοούσε η συγγραφέας.
Για την Όσσα, τον Κίσσαβο των χρόνων της Κομνηνής, η Ε. Βρανούση είναι κατηγορηματική. Αναφέρεται ονομαστικά και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το όρος των Κελλίων. Εδώ όμως, η γνώμη της Α. Αβραμέα ότι είναι δυνατόν να ονομάζεται διαφορετικά ένα τμήμα του ορεινού όγκου και διαφορετικά το κύριο μέρος του, ανατρέπει τον ανωτέρω συλλογισμό της Βρανούση. Διότι τούτο ενδέχεται να ισχύει για ένα εκτεταμένο όρος όπως είναι ο Κίσσαβος και το Πήλιο, το βόρειο τμήμα του οποίου φέρεται με το όνομα Μαυροβούνι στα μεταγενέστερα χρόνια. Στον ανατολικό Κίσσαβο επίσης το πρόβουνο το οποίο ξεκινά από το χωριό Αθανάτη = (Μελιβοία) και καταλήγει στο ακρωτήριο Δερματάς στο συνολό του ονομάζεται Κούτζιμπος.
Στο Πήλιο η κατάσταση είναι ανάλογη κατά το Β΄ ήμισυ του 13ου αιώνα όταν τμήμα του Πηλίου στην περιοχή της Μακρυνίτσας ονομάζεται Δρόγγος και η ορεινή περιοχή, πάνω από την Πορταριά, όρος της Δρυανουβαίνης. Σε νεότερα χρόνια (16ος – 17ος αι.) τμήμα του Πηλίου, η περιοχή Φλαμούρι όπου η μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, δίνει το όνομά της και στο όρος: κατά το Ζαγόριον όρος το καλούμενον Φλαμπούρι.
Η Έρα Βρανούση αναφέρεται σε πλήθος ασκηταρίων, μονών, μονυδρίων και
—————————————————————————————————————–
(χ).- Ομοίως και εδώ, χρησιμοποιώ επιλεκτικά τμήματα εκ των απόψεων των ερευνητών τα οποία αναφέρει ο Δ. Αγραφιώτης.
κελλίων στο Πήλιο, στα οποία χρωστά το όνομά του ως όρος των Κελλίων. Δεν έχουμε όμως καμιά απόδειξη γι’ αυτό στα χρόνια των Κομνηνών. Αντιθέτως το Πήλιο αρχίζει να αποκτά πολλές και μεγάλες μονές τον 13ο και 14ο αιώνα. (Μαλιασσηνοί – Μακρυνίτσα, Πορταριά).
Μία ακόμα μαρτυρία η οποία ανατρέπει την γνώμη της Έρα Βρανούση, ότι το βουνό των Κελλίων ευρίσκεται εις το Πήλιον είναι η εξής: Ο Κορδάτος στο έργο του, «ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς», γράφοντας για το Πήλιο αναφέρει για βουνοκορφές του, με τα ονόματα Πλιεσίδι (υψ. 1618), Ξεφόρτι (υψ. 1543) και Β.Δ. το Μαυροβούνι (υψ. 1053).
«Οι αρχαίοι, δεν κάνανε τη διάκριση αυτή και λέγανε Πήλιο όλες τις βουνοκορφές από το πάνω μέρος του σημερινού Βόλου και του Τρίκκερι ως το ακρωτήρι Δερματάς, δηλαδή ως τα νοτιοανατολικά ριζά της Όσσας» (Βλ. Ηρόδ. VII, 129)».
Επίσης το ότι η Άννα Κομνηνή τοποθετεί πρώτο στη σειρά της διάβασης το όρος των Κελλίων (Πήλιο κατά την Βρανούση) και μετά τον Κίσσαβο δεν είναι ένα από τα συνήθη λάθη της. Ενώ εξιστορεί την κατάληψη των Σερβίων προ της καταλήψεως της Βέροιας (Ε, 5,1) ή των Τρικάλων (Ε, 5, 2) και αναφέρει ότι ο Βοημούνδος «κατέσχε την Πελαγονίαν, τα Τρίκαλα και την Καστορίαν». Δηλαδή, απαριθμεί πόλεις και φρούρια, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ακριβή τοπική διαδοχή τους. Στην περίπτωση της πορείας του πατέρα της προς Θεσσαλία, έχουμε ένα τέχνασμα διά του οποίου ενίκησε τους μέχρι τότε ανίκητους Νορμανδούς και η περιγραφή μιας τέτοιας πορείας νομίζω απαιτεί ακρίβεια και γεωγραφική διαδοχή των αναφερόμενων χώρων. Να γιατί το «Βουνό των Κελλίων», δηλαδή η ανατολική υπώρεια της Όσσας προηγείται του κυρίως όρους Κίσσαβος. (το οποίο αφήνει δεξιά του ο Αλέξιος αφού διήλθε του Βουνού των Κελλίων).
Θετική είναι η διαπραγμάτευση της Α. Αβραμέα η οποία προσπαθεί να εντοπίσει τα Κελλία στο συνεχόμενο του Πηλίου Μαυροβούνι «ίσως δε και την μικράν προέκτασιν αυτού, την χαμηλήν ορεινήν δειράδα της Σκήτης, την συναπτομένην προς το Πήλιον και την Όσσαν». Την λύση του προβλήματος την έχει υποδείξει κυρίως με την υποσημείωσή της, την σχετική με τη δυνατότητα να φέρει άλλο όνομα ο κύριος όγκος της Όσσας και άλλο οι υπώρειές του.
Ο Ν. Νικονάνος ως συστηματικός ερευνητής της περιοχής είναι πιο κατηγορηματικός από την Αβραμέα ως προς το όρος των Κελλίων το οποίο ορίζει από το Ομόλιο μέχρι το Βόρειο τμήμα του Πηλίου.
Είναι λοιπόν το όρος των Κελλίων εν Θεσσαλία και μάλιστα πλησίον της Λαρίσης. (τοις μέρεσι της Λαρίσης εγγίσας).
Ο Αλέξιος Κομνηνός έρχεται είς Θεσσαλίαν από την συνήθην οδόν εκ Κων/πόλεως, δι’ Εγνατίας εις Θεσ/νίκη και διά της παραθαλάσσιας οδού εις το Βυζαντινό φρούριο Πλαταμώνος. Όμως δεν εισήλθε εις Θεσσαλίαν διά της φυσικής οδού των Τεμπών διότι είχον οχυρώσει την κοιλάδα οι Νορμανδοί από τους οποίους είχε νικηθεί εις δύο τουλάχιστον μάχας (Δυρράχιο – Ιωάννινα). Η κοιλάδα των Τεμπών άλλωστε, είχεν επιτρέψει από της αρχαιότητος εις τους κατέχοντας αυτήν να κυριαρχούν εφ’ ολοκλήρου της Θεσσαλίας. Δι’ αλλεπαλλήλων οχυρωματικών έργων είχε καταστεί απρόσβλητος. Έτσι λοιπόν και εξ όσων αναφέρει η Άννα Κομνηνή συνάγεται ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ επεθύμει πάση θυσία να αποφύγει την κατά μέτωπον σύγκρουσιν προς τον Βοημούνδον, με τον σκοπόν όπως κατανικήση τους Νορμανδούς διά τινός ελιγμού. (δι’ απάτης τους λατίνους καταγωνίσασθαι).
«Διελθών διά του βουνού των Κελλίων» σημαίνει ότι από το Ομόλιο, Καρύτσα, Κόκκινο Νερό κ.λ.π. περνά εις Βελίκα, Αγιόκαμπο φθάνοντας σιγά-σιγά εις την περιοχή της Αγιάς ώστε να έχει δεξιά του «δημόσιαν λεωφόρον» και τον «Κίσσαβον». Η περιοχή από το Ομόλιο παραλιακά έως Αγιά και αριστερά της δημοσίας οδού εις Μαυροβούνι (Πολυδένδρι) είναι ασφαλώς το Βουνό των Κελλίων, δηλαδή οι ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου που αρχίζουν από τις εκβολές του Πηνειού και εκτείνονται μέχρι τις βόρειες απολήξεις του Μαυροβουνίου. Η παραλιακή οδός του Αγιοκάμπου όπως λέγεται σήμερα είχε κατά τον Ν. Γεωργιάδη(χ) ανά δέκα χιλιόμετρα περίπου Βυζαντινά φρούρια.
Όπως και κατωτέρω θα αναφέρουμε, πλήθος στοιχείων που καταδεικνύουν την ύπαρξη οικισμών και μοναστηριών στην Βυζαντινή περίοδο. Έχουν επισημανθεί περίπου 98 θέσεις(χχ) με ερείπια μοναστηριών, ναωνύμια, οχυρώσεις, όστρακα και νομίσματα.
Μεταξύ Μελιβοίας (Αθανάτη) και του Κόκκινου Νερού έχουμε τοπωνύμια, (Άλλη Χώρα, Οστροβός, Παλιοχώρι, Γούρνες), παραλιακώς υπάρχουν εκτεταμένα
—————————————————————————————————————–
(χ).- Θεσσαλία, Αθήναι 1880 σελ. 210 κ.ε..
(χχ)- Δ. Αγραφιώτης, , Λυών.
ίχνη στην περιοχή Βελίκας, από τον Κάβο έως το ναΐσκο Παναγία Βελίκα ή Λούπου.
Πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή του ακρωτηρίου Δερματάς (θέση Λουτρός) έφεραν στο φως μοναστηριακό συγκρότημα, στο καθολικό του οποίου διατηρούνται και τοιχογραφίες (+- 10ος αιώνας). Ανασκαφή στο Κ. Νερό απεκάλυψε επίσης Ι. Μονή, και ετέρα Ι.Μ. απεκαλύφθη εις θέση «Μονόπετρο», Β΄ στην Κουτσουπιά. (βλ. κατωτέρω)
Η ύπαρξη ασκητών διαφαίνεται από τα τοπωνύμια: Κελλιά – Κελλάκια, Περιστεριές (κοιλότητες βράχων), Κελλί του Δεσπότη και Καλόερος (Καλόγηρος) καθώς και τα διατηρητέα έως της σήμερον ασκηταριά του Αγίου Παντελεήμονος εις Μελίβοια και των Αγίων Αναργύρων εις την Αγιά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΜΦΑΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑ
1. Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Τα Μεσαιωνικά χρόνια η Θεσσαλία αναφέρεται γενικότερα προς την Βόρεια Ελλάδα, διότι, διαμέσου κυρίως της Θεσσαλονίκης (Μακεδονίας) πλησιάζουν οι επιδρομείς στην κεντρική Ελλάδα.
Διαδοχικά η Θεσσαλία αποτελεί τμήμα της διοικήσεως των Μοισιών, με ξεχωριστή επαρχιακή διοίκηση (284 – 305). Αργότερα περί το 360/70 υπάγεται στη μεγάλη διοικητική διαίρεση της υπαρχίας του Ιλλυρικού (praefectura praetorio per Illyricum) και αποτελεί επαρχία της Μακεδονίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι και η Εκκλησία, ακολουθώντας την πολιτική τάξη, υπάγεται ως το πρώτο μισό του 8ου αιώνος (750) στη διοίκηση της Μακεδονίας υπό τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ο οποίος έχει τον τίτλο του παπικού Βικαρίου – εξάρχου – και μέσω του οποίου ο Πάπας ασκεί την εξουσία του σε ολόκληρο το Ιλλυρικόν.
Ενώ όμως κατά την εποχή αυτή ως τον 7ο αιώνα, στη Θεσσαλία δεν σημειώνονται μεγάλα ιστορικά γεγονότα, η χριστιανική ζωή όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση κατά τον 5ο και 6ο αιώνα.
Τους επόμενους αιώνες η Θεσσαλία, χωρίς αυτό να είναι οριστικό, αποτελεί τμήμα του θέματος της Ελλάδος (τέλη 7ου αιώνος).
Ωστόσο από τον 7ο αιώνα ως το 1204, γίνονται αλλαγές στην ονομασία του γεωγραφικού χώρου της Θεσσαλίας. Μετά την ίδρυση των θεμάτων Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Στρυμώνος, ο όρος Θεσσαλία αποδίδεται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η γεωγραφική έκταση της Θεσσαλίας καλείται «Δευτέρα Θεσσαλία».
Περί τον 11ο αιώνα αναφέρεται δια την Θεσσαλία ο όρος «Βλαχία» (Άννα Κομνηνή – Κεκαυμένος).
Ο Βενιαμίν της Τουδέλης (1160 μ.Χ.) τοποθετεί την Βλαχία, στους ορεινούς όγκους της νότιας Θεσσαλίας, και άλλοι έχουν την γνώμη, (Γ. Σούλης – Δ. Ζακυθηνός) ότι ο όρος αυτός από τον 13ο αιώνα αφορά σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, τα δε όρια της Βλαχίας συμπίπτουν με το μεσαιωνικό κρατίδιο των Νέων Πατρών.
Από τον 7ο αιώνα ως το 1204 οι επιδρομές των Σαρακηνών, Σλάβων, Αράβων, Βουλγάρων και Νορμανδών, πλήττουν την θεσσαλική χώρα.
Το 901/2 Άραβες καταλαμβάνουν την Δημητριάδα και προχωρούν εις την «προκαθεζομένην θετταλίας πόλιν», την Λάρισα.
Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός διέρχεται την Αγιά διά της παραλιακής οδού το 1081 μ.Χ. (περί τον Σεπτέμβριο) και γνωρίζει την μοναστική πολιτεία του όρους των Κελλίων, κατά την εκστρατεία του εναντίον των Νορμανδών.
Την περίοδο μετά την διοικητική εξάρτηση της Θεσσαλίας, από την Μακεδονία και τον παπικό Έξαρχο, όταν η Λάρισα ανέρχεται ως Μητρόπολις κατά τα τακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις την λδ΄ τάξη, η Χώρα της Αγιάς, διανέμεται εις τρεις επισκοπές: των Χαρμενών, Βεσαίνης και Κατρίας (940 -969/976 μ.Χ).
Κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή η έννοια της πόλεως ως έδρας επισκοπής ήταν πολλάκις συνυφασμένη με την έννοια του οικισμού. Η ταύτιση του οικισμού (διευρυμένου πληθυσμιακά οικιστικού χώρου) με την πόλη –χώρα, η οποία ήταν έδρα επισκοπής, δεν ήταν απόλυτα ξεκαθαρισμένες έννοιες.
Ο μεγάλος αριθμός επισκοπών εις τας θεσσαλικάς πόλεις την περίοδο Θ΄ έως ΙΒ΄ αιώνων, εξηγείται εκ της εφαρμογής της Ιουστινιάνειας διατάξεως η οποία όριζε την υποχρέωση κάθε πόλεως της αυτοκρατορίας να έχει δικό της επίσκοπο. «……Πάσαν πόλιν έχειν εκ παντός τρόπου αχώριστον και ίδιον επίσκοπον ……»(1).
Δια την χώρα Αγιάς και την επισκοπή Δημητριάδος αι οποίαι υπήγοντο μέχρι το έτος 732 μ.Χ. διοικητικά, εκκλησιαστικά και γεωγραφικά στην επαρχία της Θεσσαλίας, (εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης) με άμεση εξάρτηση από το Ιλλυρικό, ισχύει η ταύτιση του οικισμού με την έννοια της πόλεως(2) η οποία ήταν και έδρα επισκοπής. Η μεν Δημητριάδα ως πόλις και επισκοπή υφίσταται και την περίοδο των Ζ΄ και Η΄ αιώνων και εξακολουθεί να διατηρείται, (παρά την επικράτηση σκοτεινών ιστορικών χρόνων) η δε Βέσσαινα, η οποία ταυτίζεται με το Βαθύρεμα της Αγιάς, εμφανίζεται αμέσως μετά, περί τα τέλη του Θ΄ αιώνος.
Την ίδια ωστόσο περίοδο, μνημονεύονται στα Τακτικά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως οι επισκοπές Χαρμενών και Κατρίας αι οποίαι ταυτίζονται με οικισμούς (Δημοτικά Διαμερίσματα) του Δωτίου πεδίου, υπαγόμενες «τη Λαρίσση της Ελλάδος» ή αργότερα «τω Λαρίσσης δευτέρας Θετταλίας και πάσης Ελλάδος».
—————————————————————————————————————-
(1).- Κωδ. Ιουστινιανού 1.3.35, βλ. και Α. Αβραμέα, Η Βυζαντινή Θεσσαλία ………, σ. 122, όπου αναφέρει ότι, η θεσμοθέτηση της διατάξεως ανάγεται στους χρόνους του αυτοκράτορα Ζήνωνα (Ε΄ αι.) και ο Ιουστινιανός περιέλαβε την διάταξη στον Κώδικα.
(2).- Πληροφορίες περί των οικισμών –πόλεων του θεσσαλικού χώρου εξάγουμε εκ των πρακτικών των κατά καιρούς Συνόδων, των εγγράφων των Παπών της Ρώμης και των ιστοριογραφικών πηγών. Κυρίως εκ των έργων Ιεροκλέους (Συνέκδημος) και Προκοπίου (περί κτισμάτων).
Μετά τον Θ΄ αι. η ταύτιση πόλεως και επισκοπής εις τον θεσσαλικό χώρο διαφοροποιείται ως προς τον χαρακτηρισμό των πόλεων. Υπάρχουν πόλεις που επέζησαν την περίοδο των Ζ΄ και Η΄ αιώνων, πόλεις που εμφανίστηκαν τον Θ΄ αι. και πόλεις των οποίων δεν γνωρίζουμε τις θέσεις. Ωστόσο, πόλις νοείται, οικιστικός χώρος με ενότητα κέντρου αστικών, εμπορικών, στρατιωτικών και θρησκευτικών λειτουργιών.
Διά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους υποθέτουμε ύπαρξη μνημείου σε οικισμό της Αγιάς στην θέση «Αγιάννα». Κατά το 1899 είχε αποκαλυφθεί σε οικόπεδο στα όρια του οικισμού ψηφιδωτό δάπεδο.
Με εντολή όμως του τότε Δημάρχου, επικαλύφθηκε για να μην επιβαρυνθεί ο Δήμος Δωτίου τα έξοδα της ανασκαφής. Πιθανότατα να επρόκειτο δια παλαιοχριστιανικό ναό της Αγίας Άννης, διότι η περιοχή στην οποία απεκαλύφθη το ψηφιδωτό είναι ο χώρος του σημερινού συνοικισμού «Χρυσαλλίδα», ή Αγιάννα.
Επίσης, στον Αγιόκαμπο επισημάνθηκαν στην περιοχή Αγίου Ιωάννου, στην κοινοτική έκταση κοντά στο εξοχικό κέντρο «Αλκυών» του κ. Ι. Βλάχου, ένα πλήθος από ενδείξεις που πείθουν, ότι στη θέση αυτή υπήρχε παλαιοχριστιανικός οικισμός. Όλη η έκταση είναι γεμάτη από όστρακα και θραύσματα από οπτοπλίνθους και κεραμίδια, ενώ σε ένα εκτεταμένο έξαρμα του εδάφους διακρίνονται ανάμεσα σε λιθοσωρούς τα ερείπια ενός μεγάλου ορθογώνιου κτίσματος από μονόλιθους κίονες, κομμάτια από μαρμάρινη λεκάνη κ.α. ευρήματα.
Στην περιοχή οικισμού Βελίκας, στο κτήμα του κ. Ι. Καλαγιά βρίσκονται διάφορα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη – δύο κιονόκρανα, τρεις βάσεις κιόνων, δύο μεγάλα τμήματα κιόνων – καθώς και ένα πλήθος από θραύσματα οπτοπλίνθων, που δείχνουν ότι στη θέση αυτή υπήρχε παλαιοχριστιανικός ναός(χ).
Ο υπερκείμενος της Αγιάς λόφος, στις υπώρειες του οποίου είναι οικοδομημένη η συνοικία του Αγίου Αθανασίου, καλείται «Παλαιόκαστρο». Υπήρχε οχύρωση και διάσπαρτα όστρακα με ελάχιστα ίχνη Βυζαντινού κάστρου, τα οποία εξαφάνισε η εντατική μετατροπή του χώρου σε περιβόλια.
Διαμέσου της Αγιάς περνούσε Βυζαντινός δρόμος, ο οποίος διασχίζοντας την Κενταυρούπολη, το Πολυδένδρι, το Κεραμίδι έφθανε στα Κανάλια, κοντά στη λίμνη Βοίβη (Κάρλα). Δια την ασφάλεια του δρόμου είχαν κτιστεί στο λόφο πάνω από τα
—————————————————————————————————————–
(χ).- Σύμφωνα με πληροφορία του ιδιοκτήτου στη θέση αυτή βρέθηκε παλαιότερα ψηφιδωτό δάπεδο. Πιθανότατα πρόκειται για το δάπεδο του ναού, στο οποίο ανήκουν τα αρχιτεκτονικά μέλη.
Κανάλια τρία φρούρια, από τα οποία διατηρήθηκαν μόνο σε μία θέση υπολείμματα από τούβλα.
Το τέλος της χρονικής περιόδου που εξετάζουμε συμπίπτει με την ακμή της μοναστικής πολιτείας του Όρους των Κελλίων (10ος – 12ος αι.).
Σημαντική περίοδος για την Αγιά είναι ο 9ος αιώνας που εκπροσωπείται με σπουδαίους Ναούς όπως η Παναγία του Βαθυρέματος, η οποία είναι ο αρχαιότερος εν λειτουργία Ναός στην Θεσσαλία.
Στον ίδιο αιώνα, φαίνεται να χρονολογούνται ερείπια δύο Ναών στην Αμυγδαλή.
Ο 10ος αιώνας κατά την γνώμη του αρχαιολόγου κ. Πάλλα, διαφαίνεται σε ανασκαφή Ιεράς Μονής στο Λουτρό – Δερματά της Βελίκας.
Ο 11ος αιώνας έχει πιθανότατα παρουσία στην Κουτσουπιά, στην θέση Μονόπετρο Β΄ , διά νέας Ιεράς Μονής η οποία απεκαλύφθη το (2005) και ευρίσκεται σε εξέλιξη ανασκαφής.
Ο 12ος αιώνας έχει ως κόσμημα αρχιτεκτονικού ύφους την Παναγία Βελίκας (1170-1190 μ.Χ.), και τα σημαντικά δια τις τοιχογραφίες των, ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων Αγιάς.
Επίσης στον ίδιο αιώνα ανάγεται ο Ναός του Αγίου Γεωργίου, στο Κάστρο του χωριού Καστρί και ο κατεστραμμένος από σύγχρονη οικοδομή οικίας Ναός, (ανώνυμος), που κάποτε (1970) είχε τμήματα τοιχογραφιών, στον οικισμό Κόκκινο Νερό(41).
Εκτός του οικισμού (Κόκκινο Νερό) υπάρχουν δείγματα τοιχοποιΐας τρίκογχου Ναού της ίδιας εποχής (τέλη 12ου αιώνος).
Τέλος, η εποχή την οποία εξετάζουμε με βάση μόνον τις πηγές, φαίνεται να εκπροσωπείται από την Ιερά Μονή Μαρμαριανών. Ήκμασε τον 12ο αιώνα και εικάζεται ότι ευρίσκεται πλησίον του χωριού Μαρμαρίνη.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ
1. «Παναγία» Αμυγδαλής – «Σιβίλη» 9ος αιώνας
2. ; Άγιος Νικόλαος – Αμυγδαλής, 9ος αιώνας – «Τσιντσιλάρ ρέμα»
3. «Παναγία» Βαθυρέματος 9ος – 10ος αιώνας
—————————————————————————————————————–
(41).- Τον ονομάζω Ναό των «ασεβών», διότι, ο ιδιοκτήτης ενώ παρεκλήθη υπό της 7ης Ε.Β.Α. να ενδιαφερθεί (υπακούσει) όπως διασωθεί το μνημείο, ο ίδιος το κατέστρεψε με βέβηλο τρόπο.
4. «Παναγία» Βελίκας +-1170 μ.Χ.
5. Τρίκογχος Ναός – Κόκκινου Νερού +-1190 μ.Χ.
6. Άγιος Γεώργιος – Καστρίου 12ος αιώνας
7. Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών 12ος αιώνας
8. «Ασκηταριά» – Αγίων Αναργύρων Αγιάς 12ος αιώνας
9. «Μονόπετρο» Β΄ (Ιερά Μονή;) 11ος αιώνας
10. «Λουτρός Δερματάς» (Ιερά Μονή;) 10ος – 12ος αιώνας
11. Ναός «των ασεβών» Κόκκινου Νερού 11ος – 12ος αιώνας
12. Ασκηταριό της Αναλήψεως – Αετολόφου 9ος ή 12ος; αιώνας
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ «ΠΑΝΑΓΙΑΣ»(42) ΘΕΣΗ «ΣΙΒΙΛΗ» – ΑΜΥΓΔΑΛΗ
Περιγραφή Ναού: Πρόκειται για ένα Ναό μικρό με νάρθηκα κτισμένο με συλλεκτές πέτρες αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη παλαιού λουτρού. Στο εσωτερικό του σώζεται ημικατεστραμμένη σαρκοφάγος της υστεροβυζαντινής περιόδου. Ο Ν. Γιαννόπουλος, αναφέρει ότι ο ναός ήταν το 1940 ερείπια και το τέμπλο του αποτελούνταν εκ δρυφάκτων μαρμαρίνων. Παρουσιάζει και σήμερα την εικόνα μεσοβυζαντινού κτίσματος σε αρχαιότερη (πλαιοχριστιανική;) θέση. Υπάρχουν παλαιοχριστιανικά όστρακα (κεφαλοτύρια) μαρμάρινες πλάκες από τάφους και τμήματα τοιχοδομίας. Οι κάτοικοι ανέσκαψαν τον ναό το 1940 περίπου. Έχει επικρατήσει κατάσταση παραίτησις (χορτάρια, βάτοι και αγκάθια). Περί το 1990 υψώθηκε μέσα στο χώρο του μνημείου ένα σύγχρονο προσκυνητάρι. Σε απόσταση 30μ. βόρεια, υπάρχει εξωκκλήσι που διασώζει την μνήμη του εν λόγω μνημείου.
Το ότι ο προϊστορικός οικισμός της Αμυγδαλής(43) και τα ερείπια του Βυζαντινού Ναού βρίσκονται στον ίδιο χώρο, ευνοεί μια ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος της διάσωσης και του προϊστορικού οικισμού και της ανάδειξης όσο είναι δυνατόν του Βυζαντινού μνημείου. εικάζεται ότι ο ναός μπορεί να ταυτισθεί με τον Ναό της Θεοτόκου του «Κούκουρα» ο οποίος αναφέρεται σε έγγραφο του 1275 (15ης Αυγούστου) ως αφιερωμένος εις την Ι. Μονή Νέας Πέτρας.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ; ΑΜΥΓΔΑΛΗΣ (Τσιντσιλάρ Ρέμα)
Νότια της Αμυγδαλής σε απόσταση 1 χλμ, από το χωριό και αριστερά του δημοσίου δρόμου προς Καλαμάκι, εκτείνεται μεταξύ των καλλιεργημένων χωραφιών
—————————————————————————————————————–
(42).- Ο Νικ. Γιαννόπουλος το 1930 ανέσκαψε το Ναό και τον χρονολόγησε στον 9ο αιώνα μ.Χ.
(43).- Ευρίσκεται εις την βόρεια είσοδο του χριού στο δεξιό κλίτος τους αυτοκινητόδρομου.
η θέση «Τσιντσιλάρ Ρέμα». Δίπλα σε μικρό ρέμα και στο ανώτερο σημείο της επίπεδης θέσεως των δέκα περίπου στρεμμάτων διακρίνεται ημιερειπωμένος ναός, ο οποίος εκ παραδόσεως φέρεται τιμώμενος (ναονύμιο), εις μνήμη του Αγίου Νικολάου. Είνι μονόχωρος, διαστασεων περίπου 10Χ4. Σώζονται οι 60 εκατοστών τοίχοι του, εκτός του δυτικού, σε ύψος δύο έως τέσσερα μέτρα, η αργολιθοδομή περιέχει πλίνθους παράλληλα και καθέτως και ο αρμός είναι πλούσιος με χρώμα. Στην βόρεια πλευρά του Ναού υπήρχε είσοδος και διακρίνεται το ύψος του δαπέδου. Δυτικά του Ναού υπάχει μικρός νάρθηκας ή δωμάτιο, στο ίδιο πλάτος με τον Ναό και ίσως προγενέστερος. Η περιοχή βρίθει κεραμικών της Μυκηναϊκής – Αρχαϊκής εποχής και των μεσοβυζαντινών χρόνων. Έχουν βρεθεί νομίσματα εποχής Λέοντος του Στ΄ και του 11ου αιώνος και ανάλογα αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία ευρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς. Ο Ν. Γιαννόπουλος ανάγει το μνημείο στον 9ο-10ο αιώνα.
Ι. ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΘΥΡΕΜΑΤΟΣ
Το Βαθύρεμα υπήρξε ένα αρκετά μεγάλο χωριό, κώμη, χώρα, πρωτεύουσα δήμου, τρία χιλιόμετρα περίπου πριν από την Αγιά. Απλωμένο στην πλαγιά της Όσσας, ανάμεσα στο χωριό Νερόμυλοι και στο χωριό Γερακάρι, πάνω στον παλιό Βυζαντινό δρόμο, ο οποίος ένωνε την περιοχή της Αγιάς με την Λάρισα. Είναι γνωστό από τα τέλη του 14ου αιώνος, από τον βίο του Οσίου Συμεών «του ανυπόδητου και μονοχίτωνος»(44). Στα νεότερα χρόνια έγραψαν για αυτό κυρίως ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης, διασώζοντας παραδόσεις γύρω από τον Όσιο Συμεών και οι αρχαιολόγοι Ν. Γιαννόπουλος και Ν. Νικονάνος. Φαίνεται πως μέχρι να αναπτυχθεί η Αγιά, τέλη 16ου αιώνα(45), ήταν το πρώτο χωριό της περιοχής(46). Νεότερα στοιχεία εδραιώνουν την υποψία του Δημ. Αγραφιώτη, ο οποίος ταυτίζει πρώτος την χώρα και επισκοπή Βεσαίνης με την περιοχή που αργότερα και μέχρι σήμερα καλείται Βαθύρεμα(47). Τελευταία μάλιστα υποστηρίχθηκε, ότι στη θέση αυτή
—————————————————————————————————————–
(44).- Γιάννη Σακελλίωνος, Έξαρση οσίου Συμεών του ανυποδήτου και μονοχίτωνος διδασκάλου του γένους, Αθήνα 1971. Ν. Γιαννόπουλου, Έρευναι εν τη επαρχία Αγιάς, ΕΕΒΣ 16 (1940) 376. Απ. Κωνσταντινίδου, Η μονή Φλαμουρίου, Θεσσ. Χρονικά 5 (1936) 164-177. Δ. Τσοποτού, Η επί του Πηλίου μονή Φλαμουρίου και ο κτίτωρ αυτής όσιος Συμεών, Θεσσ. Χρονικά 1 (1930) 111-112.
(45).- Γ. Κορδάτου, ό.π. σ. 458 κ.ε. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β1, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 86-87.
(46).- Ν. Γιαννόπουλου, ό.π. σ. 376. Γ. Κορδάτου, ό.π. σ. 480-481. Γ. Σακελλίωνος, ό.π. σ. 16.
(47).- Δημ. Αγραφιώτη, Ανάτυπον Θ.ΗΜ. τομ. 10ος, Λάρισα 1986, σελ. 38-43. Για την βυζαντινή πόλη και την ομώνυμη επισκοπή Βήσσαινα ή Βέσενα ή Βέσαινα βλ. Ν. Γιαννοπούλου, Η επισκοπή Βεσαίνης εν Θεσσαλία, εις μνήμην Σπ. Λάμπρου, Αθήναι 1935, σ. 199-204. Του ίδιου, Η επισκοπή Βεσαίνης και η πόλις Βεσαίνη εν Θεσσαλία, Θεσσ. Χρονικά 4 (1933) 212-216. Του ίδιου, Έρευναι εν τη επαρχία Αγιάς, ΕΕΒΣ 16 (1940) 370 κ.ε. Γερμανού, μητροπολίτου Δημητριάδος, Ορθοδοξία, αρ. φυλ. 106, 15 Οκτ. Αθήναι 1933. Ν. Γιαννοπούλου, Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας, Θεολογία 13 (1935) 24-27. Δ. Ζακυθηνού, Μελέται, ΕΕΒΣ 18 (1948) 47-48. Γ. Κορδάτου, ό.π. σ. 481-482.
υπήρχε οικισμός από την αρχαιότητα ακόμη(48). Κατά καιρούς έχουν βρεθεί μερικές ενεπίγραφες στήλες και λίγα αρχιτεκτονικά μέλη που χρονολογούνται στην όψιμη αρχαιότητα, την παλαιοχριστιανική περίοδο και την βυζαντινή εποχή(49), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να μεταφέρθηκαν στο Βαθύρεμα από τις γειτονικές πολίχνες(50). Έτσι, εκείνο που είναι αναμφισβήτητο μέχρι να γίνει συστηματική έρευνα είναι ότι, στη θέση αυτή υπάρχει ο αρχαιότερος Ναός της Θεσσαλίας και υπήρχε οικισμός τουλάχιστον από το τέλος της πρώτης χιλιετίας. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγούν το πλήθος των βυζαντινών οστράκων που βρίσκονται επιφανειακά
στους αγρούς και χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα και εξής, καθώς και η μισοερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου που διατηρεί την αρχική βυζαντινή αψίδα του Ιερού.
Αναφέρεται ότι η Αγιά και τα γύρω χωριά δέχτηκαν κατοίκους του Βαθυρέματος, το οποίο εγκαταλήφθη περί το 1688 λόγω λοιμικής νόσου(51). Φαίνεται όμως ότι η καταστροφή του δεν υπήρξε ολοκληρωτική, αλλά απέμεινε ένας μικρός οικισμός βαθυρεματινών, όπως προκύπτει από τους Ναούς του χωριού, οι οποίοι ιστορήθηκαν στα μετά τον 17ο αιώνα. Κάτοικοι του Βαθυρέματος αναφέρονται στις αρχές του 19ου αιώνος στο αρχείο των συντροφιών της Αγιάς και από τον Θεοδ. Χατζημιχάλη. Ενώ οι σύγχρονοι περιηγητές δεν αναφέρονται στο Βαθύρεμα, οι Ναοί, τα διάσπαρτα ερείπια, οι βρύσες που υπήρχαν ή υπάρχουν, μαρτυρούν για μια συνεχόμενη ύπαρξη ζωής σε αυτόν το χώρο από τους πρώτους αιώνες του Βυζαντινού Κράτους.
Επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων, «ΟΝΗΣΙΜΟΣ ΔΑΦΝΗΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΝΕΙΑΣ ΧΑΡΙΝ ΗΡΩΣ» δημοσιεύεται αντιγραμμένη από τον Θ. Χατζημιχάλη, ευρίσκεται στην συλλογή της Αγιάς, προερχομένη από την Ι. Μονή Αγίου Αθανασίου Βαθυρέματος.
Είναι φυσικό να απογυμνώνεται από το πολύτιμο υλικό του ένας ερημωμένος τόπος. Εννοείται ότι οι μεταφορές οικοδομικών υλικών είχαν την πρώτη θέση στις αφαιρέσεις. Ο Βελή πασάς, εκτός από το νερό, μετέφερε από το Βαθύρεμα και τη σωζόμενη στις αρχές του 19ου αιώνα ξυλεία και οικοδομικό υλικό στον Αετόλοφο.
—————————————————————————————————————–
(48).- Γ. Σακελλίωνος, ό.π. σ. 16.
(49).- Οι ενεπίγραφες στήλες βρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς (βλ. Κατάλογον της Συλλογής στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου). Για τα αρχιτεκτονικά μέλη βλ. και Ν. Γιαννοπούλου, Έρευναι εν τη επαρχία Αγιάς, ό.π. σ. 377 και 380. Επίσης στις τελευταίες έρευνες βρέθηκαν στο δάπεδο του Αγίου Νικολάου βυζαντινά θωράκια και έξω από την εκκλησία μία επιτάφια στήλη της ρωμαιοκρατίας.
(50).- Όπως τόσο πρόχειρα υπεστήριξαν ο Γερμανός Δημητριάδος και ο Νικ. Γιαννόπουλος ο οποίος απέκρυψε την αλήθεια διά να προβληθεί ως ερευνητής κατά αντιεπιστημονικό τρόπο.
(51).- Δημ. Αγραφιώτης, «Η καταστροφή του Βαθυρέματος της Αγιάς, (Απρίλιος – Ιούνιος 1688)»; Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 9-10 Μαρτίου 1991, σελ. 155-174
Αυτό προφανώς αφήνει να εννοηθεί η παράδοση ότι ερήμωσε το Βαθύρεμα για να χτίσει το σεράγι και τις αποθήκες του στον Αετόλοφο. Ο Χατζημιχάλης διασώζει την πληροφορία ότι οι χειρόγραφες μεμβράνες του Βαθυρέματος, οι οποίες είχαν βρεθεί, σαράντα περίπου χρόνια πριν από τη συγγραφή του χειρογράφου του (1922-1925), από ιερέα του Αετολόφου, παραδόθηκαν σε κάποιον αρχαιολόγο. Πιθανότατα αυτός ήταν ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς, ο οποίος πέρασε πριν το 1889 από την επαρχία της Αγιάς και κατά το 1889 δημοσίευσε στην «Εστία», τ. 28, τα αποτελέσματα των περιηγήσεών του σ’ αυτήν, δηλαδή εντυπώσεις από το πέρασμά του από αυτήν και αρκετές ενθυμήσεις, μικρά χρονικά, τα οποία, στο συνολό τους, σχεδόν, έχει παραθέσει ο Κορδάτος στο βιβλίο του(χ). Ο μητροπολίτης Γερμανός επίσης μας πληροφορεί ότι οι εικόνες του ναού του Αγίου Νικολάου στο Βαθύρεμα μεταφέρθηκαν στο ναό της Παναγίας στον Αετόλοφο(χχ).
Η εκκλησία της Παναγίας(52α) βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του Βαθυρέματος, 400μ. περίπου ανατολικά από τον Άγιο Νικόλαο(52β). Στη μεταβυζαντινή περίοδο οι κορυφές των τοίχων του μεσαίου κλίτους, το κεντρικό τμήμα της κόγχης, οι εξωτερικοί τοίχοι και το τρίβηλο άνοιγμα που οδηγούσε από το νάρθηκα στον κυρίως Ναό έπαθαν ζημιές και επισκευάσθηκαν. Επίσης στο εσωτερικό δέχτηκε αλλεπάλληλα ασβεστώματα και οι εξωτερικές όψεις αρμολογήθηκαν επανειλημμένα. Έτσι, σήμερα η εκκλησία δίνει την εντύπωση νεωτερικής κατασκευής και μόνο αν προσέξει κανείς την αρχική τοιχοποιία στα πλάγια εξωτερικά τμήματα του Ιερού και μπει μέσα στο ναό, αντιλαμβάνεται ότι το κτίσμα ανάγεται στη βυζαντινή εποχή.
Πρόκειται για μια τρίκλιτη βυζαντινή βασιλική με νάρθηκα η οποία στο εσωτερικό έχει συνολικό μήκος –από το δυτικό τοίχο του νάρθηκα ως τη χορδή της αψίδας – 9,95 μ. και πλάτος 8,90 μ. στην ανατολική πλευρά και 8,55 μ. στη δυτική. Η διαφορά αυτή ανάμεσα στις δυο πλευρές οφείλεται στο γεγονός ότι ο νότιος τοίχος παρουσιάζει μια ισχυρή απόκλιση προς τα μέσα στο δυτικό τμήμα.
Το κεντρικό κλίτος απολήγει στα ανατολικά σε ημικυκλική εσωτερικά και εξω-
—————————————————————————————————————–
(χ).- Κορδάτος Γιάννης, «Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς» (Εκδόσεις «20ος αιώνας», 1960, στο κεφ. ΙΣΤ, σελ. 542-577).
(χχ).- Χατζημιχάλης Θεόδωρος, Βλ. Ο Όσιος Συμεών ο ανυπόδητος και μονοχίτων, Ιστορικό αφήγημα, Εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Γιάννη Α. Σακελλίωνος, Εν Αθήναις 1974, σελ. 86.
(52α).- Νικονάνος Ν., Βυζαντινοί Ναοί…. Αθήναι 1979, σελ. 27-34 και Έρευνες στην Επαρχία Αγιάς, ΑΘΜ, τ.Β., Βόλος 1973, σελ. 56-57.
(52β).- Ο Ν. Γιαννόπουλος, Αγιά, ό.π., ο οποίος επισήμανε πρώτος και χαρακτήρισε τα δύο μνημεία βυζαντινά, έχει περιγράψει την τελευταία μορφή και τις τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου, αλλά εκτός από τις πληροφορίες για τα εντειχισμένα αρχιτεκτονικά μαρμάρινα μέλη στους τοίχους της Παναγίας δεν μας έδωσε άλλα στοιχεία για την εκκλησία αυτή.
τερικά κόγχη, ενώ τα πλάγια φέρουν από ένα κογχάριο, που ανοίγεται στο πάχος του ανατολικού τοίχου και δε διαγράφεται στο εξωτερικό. Το μεσαίο κλίτος, το οποίο είναι πλατύτερο από τα πλάγια, χωρίζεται από αυτά με δύο τοίχους, που ο καθένας τους φέρει από τρία τοξωτά ανοίγματα. Τα δύο ανατολικά, τα οποία αντιστοιχούν στο Ιερό, είναι χαμηλότερα και στενότερα (ύψους 2,55 μ. και πλάτους 0,80 μ.), ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα, του κυρίως Ναού, είναι υψηλότερα και πλατύτερα (ύψους 3,05 μ. και πλάτους από 1 ως 1,10 μ.).
Χρονολόγηση
Οι διαστάσεις της Παναγίας στο Βαθύρεμα και οι αναλογίες της κάτοψης, στις οποίες το πλάτος του κυρίως Ναού είναι μεγαλύτερο από το μήκος του, συνδέουν το Ναό με την ομάδα των μικρών καμαροσκέπαστων βασιλικών της Καστοριάς – Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Στέφανος και Ταξιάρχες – που χρονολογούνται στα τέλη του 9ου και τον 10ο αιώνα(53), όμως μόνα τα στοιχεία αυτά – διαστάσεις, αναλογίες – δεν μπορούν όπως είναι γνωστό, να έχουν καθοριστική σημασία στη χρονολόγηση των βασιλικών(54). Το ίδιο ισχύει και για την ξυλόστεγη κάλυψη, η οποία αποτελεί κανόνα στις βασιλικές της χερσονήσου του Αίμου, καθώς και για το χωρισμό των κλιτών με πεσσοστοιχίες. Επίσης η ημικυκλική κόγχη του Ιερού, η μορφή της οποίας εξαρτάται κατά κανόνα από το οικοδομικό υλικό(55), δεν αποτελεί ασφαλές χρονολογικό κριτήριο. Σχετικά μάλιστα με τις βασιλικές πρέπει να σημειωθεί ότι οι Ναοί της κατηγορίας αυτής έχουν συχνά παρόμοια κόγχη και στη δεύτερη χιλιετία(56).
Το τρίβηλο άνοιγμα που οδηγεί από το νάρθηκα στον κυρίως Ναό αποτελεί επιβίωση των τριβήλων ανοιγμάτων των παλαιοχριστιανικών βασιλικών(57) και συναντάται συνήθως στους Ναούς του 10ου και 11ου αιώνα(58). Παρόμοια τρίβηλα έχουν οι μεγάλες βασιλικές των Σερβίων, της Καλαμπάκας και της Βέροιας(59), ενώ μετά τον 11ο αιώνα η διάταξη αυτή είναι σπάνια και συναντάται μόνο σε μνημεία μικρής σημασίας(60). Τα τυπολογικά στοιχεία και τα ελάχιστα σωζόμενα μορφολογικά, στα οποία αναφερθήκαμε, βρίσκονται συχνά στο 10ο και 11ο αιώνα, για αυτό δεν μπορούν να τοποθετήσουν σε στενότερα χρονικά πλαίσια το μνημείο.
—————————————————————————————————————–
(53).- St. Pelekanidis, I piu antichi affreschi di Kastoria, Corsi di Cultura sull’ arte ravennate e bizantina XI (1964), σ. 252-254. Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφή Αγίου Αχιλείου, σ. 315-318 και χρονολιγικός πίνακας στη σ. 358.
(54).- Π. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ. 102 κ.ε.
(55).- Π. Βοκοτόπουλος, ό.π., σ. 101-102.
(56).- Π. Βοκοτόπουλος, ό.π., σ. 102.
(57).- Στ. Πελεκανίδης, Έρευναι, σ. 369, όπου και κατάλογος των βυζαντινών Ναών με τρίβηλο. Π. Βοκοτόπουλος, Άγιος Ιάσων, σ. 160. Ο ίδιος, Αρχιτεκτονική, σ. 160 υποσημ. 2, προσθέτει νέα παραδείγματα.
(58).- Π. Βοκοτόπουλος, Άγιος Ιάσων, σ. 160.
(59).- Κατόψεις των βασιλικών αυτών βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφή Αγίου Αχιλλείου, πιν. Γ΄ , Ι΄ , ΙΑ΄.
(60).- Π. Βοκοτόπουλος, Άγιος Ιάσων, σ. 160.
Αντίθετα τα κατασκευαστικά στοιχεία προσφέρουν ουσιαστικότερη βοήθεια, γιατί κατεβάζουν τη χρονολόγηση πριν από το 1000. το μικρό δείγμα της οδοντωτής ταινίας στην κόγχη του Ιερού με την επάνω σειρά των οπτόπλινθων που προεξέχει, βρίσκεται στον Άγιο Στέφανο και στους Αγίους Αναργύρους στην Καστοριά(61).
Επίσης, η τοιχοδομία με τις μικρές σχετικά πέτρες και πωρόλιθους και τα πλίνθινα κομμάτια που τοποθετούνται ελεύθερα, χωρίς αυστηρό διαχωρισμό των οριζόντιων και κάθετων αρμών, είναι χαρακτηριστική σε μνημεία της πρώτης χιλιετίας(62). Συγγενική τοιχοδομία βρίσκεται στα τέλη του 10ου αιώνα και γύρω στο 1000 στον Άγιο Αχίλλειο(63) και τη βασιλική των Σερβίων(64), η πλινθοπερίκλειστη όμως τοιχοδομία, η οποία στη Μακεδονία συναντάται από τα τέλη ακόμη του 9ου αιώνα και το 10ο αιώνα στην Καστοριά (Άγιος Στέφανος, Άγιοι Ανάργυροι, Ταξιάρχες), στα τέλη του 10ου αιώνα και τις αρχές του 11ου αιώνα έχει επικρατήσει στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Έτσι, μια τοποθέτηση του μνημείου μέσα στο 10ο αιώνα, πριν από τα τέλη του, πρέπει να βρίσκεται μέσα στα χρονικά πλαίσια της κατασκευής του κτίσματος. Οπωσδήποτε βέβαια, το όριο πριν από τα τέλη του 10ου αιώνα θα μπορούσε να κατεβεί ίσως και στον 9ο αιώνα, αλλά στην περίπτωση της Παναγίας στο Βαθύρεμα τα γλυπτά επίκρανα στη βάση του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης, που είναι σε δεύτερη χρήση και χρονολογούνται στα τέλη του 9ου αιώνος, προσφέρουν ένα ασφαλές terminus post quem. Ακόμη η ξαναχρησιμοποίηση των γλυπτών αυτών κομματιών κατά την κατασκευή του Ναού προϋποθέτει αρκετό διάστημα ζωής στην αρχική τους χρήση και, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία, μπορεί με πολλές πιθανότητες να χρονολογήσει το κτίσμα γύρω στα μέσα του 10ου αιώνα.
Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι ένα terminus post quem θα προσφέρει η γραπτή διακόσμηση. Πρόσφατα έγινε μια πρόχειρη μερική αφαίρεση των νεώτερων ασβεστωμάτων και αποκάλυψε δύο στρώματα τοιχογραφιών, τα οποία μετά το συστηματικό τους καθαρισμό πιθανότατα θα περιορίσουν και θα προσδιορίσουν με περισσότερη ακρίβεια το χρόνο της ίδρυσης του Ναού(65).
Ο Ναός της Παναγίας σήμερα, δεν διαφέρει σε τίποτε από ένα απλό οίκημα, από τα πιο ταπεινά, εξωτερικά, της επαρχίας. Οι παραμορφώσεις της αρχικής του αρχιτεκτονικής μορφής είναι τεράστιες. Η εκκλησία κατά την διάρκεια των χρόνων
—————————————————————————————————————–
(61).- Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφή Αγίου Αχιλλείου, σ. 313 και 326.
(62).- Π. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ. 142 κ.ε.
(63).- Ν. Μουτσόπουλος, ό.π., σ. 243 κ.ε.
(64).- Α. Ξυγγόπουλος, Μνημεία Σερβίων, σ. 33-34.
(65).- Λ. Δεριζιώτης, ΑΔ 30 (1975): Χρονικά (σε εκτύπωση).
άλλαξε μορφή χάνοντας το υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος της, το τρίβηλο, το οποίο οδηγούσε από το νάρθηκα στον κυρίως ναό και τμήματα σημαντικά του νότιου και του δυτικού τοίχους της.
«Η εκκλησιά αυτή, αγνώριστη από τα επιχρίσματα των νεότερων χρόνων, αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος για τον Θεόδωρο Χατζημιχάλη, ο οποίος είδε και σημείωσε σε χειρόγραφό του εντοιχισμένα έξι κιονόκρανα «…… μόλις διακρινόμενα εκ των γλυφών αυτών τεμάχια δε μαρμαρίνων κιόνων υπάρχουν …….. τοποθετημένα μετά φιλοκαλίας εις διάφορα μέρη, ως και τεμάχιον μαρμάρου φέρον γλυπτόν κλάδον δάφνης ……..», υποστήριζε ότι αυτά ανάγονται στην προχριστιανική εποχή και πιθανολογούσε την ύπαρξη σ’ αυτό το χωριό ιερού του Απόλλωνα.
Ο Ν. Γιαννόπουλος χαρακτήρισε πρώτος το μνημείο βυζαντινό κτίσμα. Εκτός από τα κιονόκρανα, αναφέρει τα γλυπτά εντοιχισμένα διαζώματα, μαρμάρινο κατώφλι παλαιοχριστιανικής ή βυζαντινής εκκλησίας και στο νάρθηκα επίθημα παλαιοχριστιανικού επίκρανου. Η έρευνα του Ν. Νικονάνου και η συνέχειά της από τον Λ. Δεριζιώτη έδωσε επιβεβαιωτικά της άποψης του Ν. Γιαννόπουλου στοιχεία. Αποδείχτηκε ότι διατηρεί στοιχεία των πρώτων βυζαντινών αιώνων στη διακόσμησή της, και ότι κατά το πρώτο μισό του 10ου αιώνα, όταν ο ναός καταστράφηκε εν μέρει, ανακαινίσθηκε ενσωματώνοντας στην ανωδομή του στοιχεία της παλαιότερης μορφής της. Πλάι στον πεσσό του Ιερού τελευταία έχει στηθεί τμήμα κίονα, όμοιου με της επιγραφής.
Σήμερα η εγκατάλειψη την απειλεί και πάλι. Μαζί με τον Άγιο Νικόλαο και με το μισοερειπωμένο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου είναι τα μόνα όρθια κτίσματα από το παλιό Βαθύρεμα».
ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΕΛΙΚΑΣ
Η Βελίκα αποτελεί το βόρειο-ανατολικό τμήμα του Αγιοκάμπου και εκτείνεται μεταξύ του χωριού Σωτηρίτσα και του κάβου Δερματά. Το ακρωτήριο Δερματάς, απέχει 14 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των εκβολών του Πηνειού ποταμού και είναι γνωστό ως «Βερλίκι», με βάση τη σειρά των σταθμών στους πορτολάνους, όπου αναφέρεται ως Cavo di Verliqui. Το τοπωνύμιο «Βελίκα» αναφέρεται στα 1278 σε συσχετισμό με κάποια πειρατεία. Εδώ επίσης, ο ποταμός – χείμαρρος της περιοχής, καλείται «Βιλίκα».
Στην περιοχή του Κάβο-Δερματάς υπάρχουν πλούσια ευρήματα της Βυζαντινής εποχής, ο λόφος «Βίγλα» όπου υπάρχουν ερείπια Βυζαντινού οχυρού και στην θέση «Λουτρός» Μοναστήρι του 10ου – 12ου αιώνα.
Στα όρια της περιοχής Βελίκα συναντάμε παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά όστρακα, ερείπια μνημείων και οχυρώσεων της Βυζαντινής περιόδου.
Στο παράλιο τμήμα, κοντά στην αρχή του δρόμου για το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ευρέθη κατά τη διάρκεια καλλιεργητικών εργασιών ψηφιδωτό δάπεδο της παλαιοχριστιανικής περιόδου, ως προέκυψε από κιονόκρανα, βάσεις και τμήματα κιόνων τα οποία προέρχονται από το καταχωσμένο μνημείο στο περιβόλι της περιοχής.
Σημαντικά μνημεία της Βελίκας αποτελούν η Παναγία-Βελίκα του 12ου αιώνος και το μεταβυζαντινό Μοναστήρι του «Θεολόγου» στο οποίο διατηρείται εντοιχισμένο μεσοβυζαντινό θωράκιο με επιγραφή της ομώνυμης ίσως Σταυροπηγιακής Πατριαρχικής Μονής η οποία ευρίσκετο από τον 11ο αιώνα στην θέση «Παλιοθεολόγος» στο πρόβουνο Κούτζιμπος.
Σε μικρή απόσταση από το Μοναστήρι, στη θέση «Κάστρο» σώζονται υπολείμματα φρουρίου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και στα Βυζαντινά χρόνια. (Πιθανότατα εδώ να ήτο, η ακρόπολις της αρχαίας Μελίβοιας).
Η Παναγία της Βελίκας(1) βρίσκεται στους πρόποδες του χωριού Αθανάτη ή Θανάτου (σήμερα Μελίβοια) του ανατολικού Κισσάβου, εκεί όπου τελειώνει η εκτεταμένη παραλία του Αγιοκάμπου και χύνεται στη θάλασσα το ρέμα Βιλίκα(2), από το οποίο οι κάτοικοι της περιοχής έχουν δώσει στο ναΰδριο αυτό της Θεοτόκου το όνομα «Παναγία Βιλίκα».
Κτιριακά το μνημείο διατηρείται ως σήμερα σχεδόν αλώβητο γιατί, εκτός από τα δίλοβα παράθυρα που μεταγενέστερα τα έκλεισαν, ένα το μετασκεύασαν σε ορθογώνιο, και λίγες επισκευές στην τοιχοποιία της δυτικής πλευράς, δεν έχει υποστεί καμία ουσιαστική αλλοίωση. Αντίθετα, η εσωτερική διακόσμησή του – τοιχογραφίες, δάπεδο, τέμπλο – έχει εξαφανισθεί γα πάντα(3).
Έτσι, το ενδιαφέρον για το ναό περιορίζεται μόνο στην αρχιτεκτονική του, η οποία διακρίνεται για τις αρμονικές αναλογίες, την πλαστική διάρθρωση των εξωτερικών επιφανειών, τη λιτή αλλά ωραία κεραμοπλαστική και την ενδιαφέρουσα τοιχοδομία.
Το ναΰδριο είναι ένα ορθογώνιο μονόκλιτο δομικό κτίσμα, εσωτερικών διαστά-
—————————————————————————————————————–
(1).- Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας (……) Αθήναι 1979, σελ. 51-59.
(2).- Την ονομασία Βιλίκα η Ά. Αβραμέα τη σχετίζει με το τοπωνύμιο Cavo Verliqui, Verdiquij, που σημειώνεται στους ιταλικούς και ελληνικούς χάρτες πορτολάνους και που μ’ αυτό το όνομα δήλωναν το ακρωτήριο Κίσσαβος. Βλ. Ά. Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία, σελ. 82. Πρβλ. J. Koder – F. Hild, Hellas and Thessalia, λ. Berliki, σελ. 134.
(3).- Μόνο στην ανατολική πλευρά σώζονται λίγες τοιχογραφίες, αλλά αυτές είναι πολύ μεταγενέστερες και έγιναν αφού έκλεισαν το αρχικό δίλοβο παράθυρο της κόγχης.
σεων χωρίς την κόγχη του Ιερού 5,80 Χ 3,40 μ., το οποίο στα ανατολικά απολήγει σε ημικυκλική εσωτερικά και τρίπλευρη εξωτερικά κόγχη. Στην ανωδομή σκεπάζεται με μια κατά τον κύριο άξονά του καμάρα, η οποία διακόπτεται στο μέσο του μήκους της από ένα ενισχυτικό τόξο – σφενδόνιον(4) – πλάτους 0,75 μ. και επικαλύπτεται με σαμαρωτή στέγη. Στο εξωτερικό οι τοίχοι με πέντε τυφλά αψιδωτά δώματα, από δύο συνεχόμενα στη βόρεια και νότια πλευρά και ένα στη δυτική, αποκτούν ένα συνεχή κυματισμό και όλο το κτίσμα υψώνεται σταθερά επάνω σ’ ένα κρηπίδωμα, που το ύψος του κυμαίνεται από 0,30 ως 0,70 μ. ανάλογα με την κλίση του εδάφους.
Η επικοινωνία με το εξωτερικό γίνεται με μια τοξωτή μικτή πόρτα, πλάτους μόλις 0,70 και ύψους 1,40 μ., στο μέσο του δυτικού τοίχου, ηοποία έχει υπερυψωμένο το κατώφλι της και φέρει επάνω από το υπέρθυρο ένα μικρό κογχάριο. Η μορφή αυτής της πόρτας είναι νεότερη, αλλά βρίσκεται στη θέση της αρχικής, η οποία, σύμφωνα με τα υπολείμματα, που ακόμη σώζονται στη θέση τους, είχε πλάτος 1,25 μ., το κατώφλι της έφτανε περίπου ως το επίπεδο του δαπέδου του ναού και επάνω από το υπέρθυροέφερε ένα μεγαλύτερο κογχάριο.
Ο ναός ήταν στο εσωτερικό πολύ φωτεινός, γιατί είχε πέντε δίλοβα παράθυρα, από δύο σε κάθε μακρά πλευρά και ένα στην κόγχη του Ιερού(5).
Τα τέσσερα παράθυρα των μακρών πλευρών διαμορφώνονταν αποκλειστικά με πλίνθους – διαχωριστικοί πεσσίσκοι, σταθμοί, τόξα – και είχαν τις ίδιες διαστάσεις, ενώ αντίθετα το παράθυρο της αψίδας ήταν κατά τι μεγαλύτερο και φαίνεται πως έφερε μαρμάρινο διαχωριστικό αμφικιονίσκο και κιονόκρανο(6).
Οι όψεις, όπως έχει σημειωθεί, διαρθρώνονται με πλαστικότητα. Στη δυτική πλευρά το θυραίο άνοιγμα βρίσκεται στο μέσο ενός ευρύχωρου αψιδώματος, το οποίο σχηματίζεται με δύο πλίνθινες ταινίες που εξωτερικά περιβάλλονται και χωρίζονται από την υπόλοιπη τοιχοδομία με μια σειρά πλίνθων. Η εξωτερική ταινία βρίσκεται στο επίπεδο της εξωτερικής επιφάνειας του τοίχπου, η δεύτερη, που έχει το μισό πλάτος από την πρώτη, λίγο βαθύτερα και η θύρα με το κογχάριο σ’ ένα τρίτο επίπεδο.
Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθεί ότι στην όψη αυτή η εντύπωση της κλασικής σύνθεσης – βάση, κορμός, στέψη – που χαρακτηρίζει τις προσόψεις αρκε-
—————————————————————————————————————–
(4).- Α. Ορλάνδος, Σφενδόνιον, ΕΕΒΣ ΚΗ΄ (1958), σελ. 401-405.
(5).- Σήμερα τα τέσσερα είναι φραγμένα με πρόχειρη τοποποιία και το πέμπτο στο δυτικό αψίδωμα της νότιας πλευράς έχει μετατραπεί σε τετράγωνο. Όμως διατηρούνται όλα τα στοιχεία τους και έτσι είναι δυνατή η αναπαράσταση της μορφής τους.
(6).- Ένας μαρμάρινος αμφικιονίσκος παραθύρου που χρησιμεύει ως βαθμίδα στο υπερυψωμένο κατώφλι της εισόδου και ένα κιονόκρανο που βρέθηκε στο χώρο γύρω από το ναό συνανήκουν και έχουν διαστάσεις που ταιριάζουν στο παράθυρο της κόγχης του Ιερού.
τών μνημείων του 11ου και 12ου αι.(7), εδώ γίνεται πολύ ευκρινής, γιατί εκτός από την κρηπίδα, όπου πατούν σταθερά – οπτικά και κατασκευαστικά – οι κατακόρυφοι τοίχοι, το οδοντωτό γείσο στην κορυφή των πλάγιων τοίχων γυρίζει μπροστά και δίνει τη μορφή αετώματος στην επίστεψη της πρόσοψης. Μάλιστα το οδοντωτό γείσο δεν προχωρεί ως τις εξωτερικές πλευρές του αψιδώματος και έτσι το αφήνει να αναπνέει ελεύθερα και να κυιαρχεί στην πρόσοψη.
Η νότια πλευρά οργανώνεται με δύο συνεχόμενα αψιδώματα, των οποίων οι κορυφές φτάνουν μέχρι το οδοντωτό γείσο κάτω από τη στέγη. Στο βάθος κάθε αψιδώματος ανοίγεται από ένα δίλοβο παράθυρο, στη συνέχεια λίγο πιο έξω υπάρχει η πρώτη στενή πλίνθινη ταινία, μετά η πλατύτερη που βρίσκεται στην εξωτερική περασιά του τοίχου και όλο το αψίδωμα περιβάλλεται από μια οδοντωτή ταινία που το χωρίζει από τον υπόλοιπο τοίχο.
Η βόρεια πλευρά είναι όμοια με τη νότια, μόνο που τα τυφλά αψιδώματα δεν περιβάλλονται από οδοντωτή ταινία, αλλά από σειρά πλίνθων.
Τέλος, στην ανατολική όψη υπάρχει η διάρθρωση της δυτικής – βάση, κορμός, αετωματική επίστεψη – μόνο που εδώ στη θέση του αψιδώματος κυριαρχεί η τρίπλερη κόγχη με την ωραία κεραμοπλαστική επίστεψη και το δίλοβο παράθυρο στο μέσο του ύψους της.
Ο ναός είναι κτισμένος με συλλεκτές πέτρες αδρά κατεργασμένες, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται σποραδικά πωρόλιθοι της περιοχής και λίγα παλαιότερα μαρμάρινα μέλη σε δεύτερη χρήση που βρίσκονται κυρίως στις γωνίες της ανατολικής πλευράς. Οι οριζόντιες στρώσεις των λίθων χωρίζονται με ζώνες μιας ή πιο σπάνια δύο οπτόπλινθων, αλλά δε σχηματίζονται συνεχείς επάλληλες σειρές, γιατί συχνά οι πέτρες είναι ανισοϋψείς και οι οριζόντιοι δόμοι διακόπτονται. Στους κάθετους αρμούς τα πέτρινα και πώρινα στοιχεία συγκρατούνται με μικρά πλίνθινα κομμάτια, δύο, τρία, τέσσερα ή πέντε που διατράσσονται οριζόντια και επάλληλα.
Το κονίαμα είναι ισχυρό ρόδινο κουρασάνι και τα αρμοκάλυπτρα, κατά κανόνα πλατιά, καλύπτουν τις άκρες των λίθων και δίνουν, όπως συνήθως συμβαίνει στα Θεσσαλικά μνημεία, την τελική εξωτερική εμφάνιση στην τοιχοδομία. Οι πλίνθοι έχουν πάχος 0,035 μ. περίπου.
Η τοιχοδομία αυτή, η οποία είναι μια εντελώς ελεύθερη σύνθεση του πλινθοπε-ρίκλειστου συστήματος, δε βρίσκεται σ’ ολόκληρο το ναό, γιατί τα αψιδώματα στη
—————————————————————————————————————–
(7).- Χ. Μπούρας, «Αναγεννήσεις», σελ. 262-263.
στη δυτική, βόρεια και νότια πλευρά, τα παράθυρα και το κεντρικό τμήμα της νότιας πλευράς ανάμεσα στα ύο αψιδώματα είναι κτισμένα μόνο με πλίνθους κατά το σύστημα της τεχνικής της κρυμμένης πλίνθου(8).
Η τεχνική αυτή, η οποία θεωρείται χαρακτηριστική των μνημείων της Κωνσταντινουπόλεως και της άμεσης ακτινοβολίας της(9), στη Θεσσαλία αντιπροσωπεύεται, όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, μόνο από την Παναγία Βελίκα. Γι’ αυτόν το λόγο θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς σχέσεις στο συγκεκριμένο αυτό μνημείο με την Κωνσταντινούπολη παρακάμπτοντας το γειτονικό μεγάλο κένρο, τη Θεσσαλονίκη. Όμως μια τέτοια υπόθεση σήμερα δεν μπορεί να θεωρηθεί εύστοχη, γιατί μετά τη δημοσίευση της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Χορτιάτη(10), στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, όπου χρησιμοποιείται η ίδια τεχνική, γνωρίζουμε ότι η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου δεν ήταν άγνωστη στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη πρέπει να προσθέσομε ότι η τεχνική αυτή συναντάται και στον Πύργο της Κολιτσούς στο Άγιον Όρος(11) και να επισημάνουμε το γεγονός ότι μέσα στη Θεσσαλονίκη εκτός από την Παναγία Χαλκέων (1028)(12) δεν έχουν διασωθεί μνημεία που χρονολογούνται στην περίοδο που η τεχνική αυτή βρίσκεται σε χρήση, δηλαδή από τα τέλη του 10ου ως τα τέλη του 12ου αι. (13). Έτσι, ενώ μέχρι σήμερα η έρευνα δεν είχε στραφεί προς τη σκέψη ότι η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου χαρακτηρίζει και την εξίσου υψηλή κι στενά συνδεδεμένη με την Κωνσταντινούπολη αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης(14), τώρα με την εύρεση της εκκλησίας στο Χορτιάτη μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι η τεχνική ήταν γνωστή στη Θεσσαλονίκη και να μην αναζητούμε ιδιαίτερες σχέσεις ανάμεσα στο Θεσσαλικό μνημείο – Παναγία Βελίκα – και την πρωτεύουσα.
—————————————————————————————————————-
(8).- Την τεχνική αυτή, γνωστή ως «Verdeckte-Schicht-Technik» (γερμανικά) και «recessed brick technique» (αγγλικά), ο Α. Πασαδαίος την ονομάζει σύστημα της «αποκεκρυμμένης πλίνθου». Βλ. Α. Πασαδαίος, Καμαριώτισσα, σελ. 41. Ο όρος «τεχνική της κρυμμένης πλίνθου» χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη μετά από σύσταση του καθ. Κ. Π. Βοκοτόπουλου.
(9).- C. Mango, Nicaea, σελ. 250. R. Krautheimer, Arhitecture, σελ. 258. Th. Mathews, Observations on the Church of Panagia Kamariotissa on Heybliada (Chalke), Istanbul, DOP 27 (1973), σελ. 122. Α. Πασαδαίος, Καμαριώτισσα, σελ. 41 κ.ε.
(10).- Ν. Νικονάνος, Χορτιάτης, σελ. 102 κ.ε.
(11).- Τα εσωτερικά τόξα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο του πύργου είναι κατασκευασμένα με την τεχνική αυτή, μόνο που στη θεση της πλίνθου που βρίσκεται πίσω από το αρμοκάλύπτρο και δε φαίνεται, υπάρχει μια πλακαρή πέτρα. Στην Κολιτσού δηλαδή έχουμε: ορατή πλίνθο, κουρασάνι, πλακαρή πέτρα που σκεπάζεται από το αρμοκάλυπτρο, κουρασάνι, πλίνθο.
(12).- Πρέπει να σημειωθεί ότι πιθανότατα η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε και στην Παναγία Χαλκέων. Χαμηλά στη βορειοανατολική γωνία του κτίσματος διατηρείται ένα μικρό τμήμα από την αρχική τοιχοποία, όπου πλίνθοι πάχους 0,04 ως 0,05 μ. εναλλάσσονται με κουρασάνι πάχους 0,07 ως 0,08 μ., γεγονός που μας κάνει να υποπτευθούμε ότι πίσω από το παχύ κουρασάνι υπάρχει κάποια λεπτομερή πλίνθος.
(13).- Η χρήση της τεχνικής θεωρείται ότι διαρκεί τον 11ο και 12ο αιώνα. Βλ. C. Mango, Nicaea, σελ.250. R. Krautheimer, Arhitecture, σελ. 258. Α. Πασαδαίος, Καμαριώτισσα, σελ. 41 κ.ε., όπου και όλη η προηγούμενη βιβλιογραφία για την τεχνική κα τη σημασία της στη χρονολόγηση μνημείων. Το παλαιότερο όμως γνωστό παράδειγμα της τεχνικής έχει βρεθεί στην εκκλησία της Desjatinna στο Κίεβο, που την έκτισαν Έλληνες τεχνίτες ανάμεσα στα 990 και 996, γι’ αυτό πρέπει να κατεβάσουμε την εμφάνιση της τεχνικής τουλάχιστο στα τέλη του 10ου αι. βλ. σχετικά Th. Mathews, ό.π., σελ. 122. Η. Schafer, Byzanz und Kiev, σελ. 218.
(14).- Ο Η. Schafer, επειδή δεν έχει υπόψη του τα παραδείγματα της τεχνικής της κρυμμένης πλίνθου στο Χορτιάτη και στη Βελίκα, πιστεύει ότι η τεχνική δε χρησιμοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη που είναι το δεύτερο μεγάλο κέντρο της τοιχοδομίας με τούβλα. Βλ. Η. Schafer, Byzanz und Kiev, σελ. 218.
Η παρουσία λοιπόν της τεχνικής αυτής στο Χορτιάτη, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο γειτονικό Άγιον Όρος και στη θεσσαλική Παναγία Βελίκα δεν προσθέτει μόνο νέα παραδείγματα(15) στα μέχρι τώρα γνωστά, αλλά ταυτόχρονα σταθεροποιεί τις θέσεις που γενικά δέχεται σήμερα η έρευνα θεωρώντας την τεχνική αυτή δημιούργημα του Βυζαντίου(16). Γιατί κατά καιρούς οι σοβιετικοί εευνητές, στηριγμένοι στο γεγονός ότι τα πιο πρώιμα γνωστά παραδείγματα βρίσκονται στο Κίεβο, βλέπουν την τεχνική αυτή ως ένα επίτευγμα του Κιέβου ή μια επίδραση γειτονικής χώρας(17), Χερσώνας, Βουλγαρίας κ.λ.π., εκτός από το Βυζάντιο. Μόνο τελευταία ο Μ. Κ. Κarger παραδέχεται ότι η τεχνική δεν μπορεί να αναπτύχθηκε στο Κίεβο, αλλά πρέπει γενικά η αρχιτεκτονική με λιθοδομή να πήγε εκεί από κάποια γειτονική χώρα. Ο Μ. Κ. Κarger επίσης πρώτος δεν αποκλείει το Βυζάντιο, αλλά και δεν το κατονομάζει, αν και παραθέτει ικανοποιητικό υλικό προς την κατεύθυνση αυτή(18).
Τέλος, σχετικά με τη γνώμη Α. Μ. Schneider, που θεωρεί ότι η παραλλαγή της τεχνικής της κρυμμένης πλίνθου με το λοξό κονίαμα είναι μεταγενέστερη(19) – 12ος αι. – από την αντίστοιχη με κατακόρυφο, και την αντίθετη άποψή του Η. Ηallensleben(20), που πιστεύει ότι το λοξό κονίαμα χαρακτηρίζει τα μέσα του 11ου αι. βασικά, δεν υπάρχει ως τώρα αρκετό χρονολογημένο υλικό για να δεχτούμε ανεπιφύλακτα τη μια ή την άλλη άποψη(21), ούτε να αποκλείσουμε μία παράλληλη χρήση των δύο παραλλαγών. Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι δύο ακριβώς χρονολογημένα μνημεία, η Κοσμοσώτειρα στις Φέρρες (1152) και ο Άγιος Παντελεήμων στο Νέρεζι (1164), στα μέσα του 12ου αι. χρησιμοποιούν την παραλλαγή με το κατακόρυφο κονίαμα, η οποία είναι πολύ πιθανόν την εποχή αυτή να βρίσκεται σε ευρύτερη χρήση.
—————————————————————————————————————–
(15).- Ο πρώτος ολοκληρωμένος κατάλογος μνημείων με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου δημοσιεύτηκε από το C. Mango (Nicaea, σελ. 249 κ.ε.). Αργότερα ο Η. Ηallensleben (H. Hallensleben, Untersuchungen, σελ. 115 κ.ε.) πρόσθεσε την Κοσμοσώτειρα στις Φέρρες, το ναό του Αγίου Γεωργίου στην Kolusa και την εκκλησία των Αγίων Θεοδώδων στο Bobosevo. Ο Α. Πασαδαίος την Καμαριώτισσα στη Χάλκη (Α. Πασαδαίος, Καμαριώτισσα, σελ. 41 κ.ε.). Με τη δημοσίευση της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Χορτιάτη (Ν. Νικονάνος, Χορτιάτης, σελ. 109, υποσημ. 32) σημειώσαμε την παρουσία της τεχνικής στη Νέα Μονή Χίου, την Παναγία Κρίνα Χίου και την Παναγία Βελίκα στη Θεσσαλία, ενώ πρόσφατα παρατηρήσαμε την ίδια τεχνική στον Πύργο της Κολιτσούς στο Άγιον Όρος. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι την παρουσία της τεχνικής αυτής στην Κοσμοσώτειρα πρώτος επισήμανε ο Α. Ορλάνδος (Α. Ορλάνδος, Προσθήκαι εις τα περί του βυζαντινού ναού της Θρακικής Βήρας, Επιτύμβιον Χρήστου Τσούντα, Αθήναι, 1941, σελ. 500 κ.ε.).
(16).- H. Schafer, Gul Camii, σελ. 79. Ο ίδιος, Byzanz und Kiev, σελ. 199.
(17).- Όλες τις θεωρείες των σοβιετικών επιστημόνων τις εκθέτει ο H. Schafer, ο οποίος παρατηρεί ότι οι γνώμες αυτές δεν ήταν άσχετες με την κατά καιρούς πολιτική κατάσταση. H. Schafer, Byzanz und Kiev, σελ. 207.
(18).- H. Schafer, Byzanz und Kiev, σελ. 208.
(19).- Α. Μ. Schneider, Byzanz. Vorarbeiten zur Topographie und Archaologie der Stadt, Berlin, 1936, Ist Forch. τ. 8, σελ. 14, εικ. 11.
(20).- Η. Hallensleben, Untersuchungen, σελ. 156, εικ. 8. Με τη γνώμη του Hallensleben συμφωνεί ο Α. Πασαδαίος και χρονολογεί τη μονή Καμαριωτίσσης στον 11ο αι. Βλ. Α. Πασαδαίος, Καμαριώτισσα, σελ.42.
(21).- H. Schafer, Byzanz und Kiev, σελ. 210.
Η κεραμοπλαστική διακόσμηση του μνημείου είναι λιτή αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα με τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Εκτός από τις οδοντωτές ταινίες που περιβάλλουν τα αψιδώματα της νότιας πλευράς και αυτές που γυρίζουν στην ανατολική και δυτική όψη για να σχηματίσουν τα αντίστοιχα αετώματα, όλες οι κορυφές των τοίχων επιστέφονται με γείσα από παρόμοιες ταινίες. Μάλιστα στην ανατολική πλευρά και την κόγχη του Ιερού τα γείσα αυτά αποτελούνται από δύο επάλληλες οδοντωτές ταινίες, από τις οποίες η επάνω εξέχει περισσότερο από την κάτω.
Στη νότια πλευρά η τοιχοποιία με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου ανάμεσα στα δύο αψιδώματα απολήγει επάνω σε μα ζώνη από πλίνθινο βαθμιβωτό κόσμημα και το αέτωμα της ανατολικής όψης κοσμείται με έναν απλό πλίνθινο σταυρό, που η κάθε του κεραία σχηματίζεται με δύο παράλληλες οπτόπλινθους.
Τέλος, στην κόγχη του Ιερού κάτω από το γείσο της κορυφής του τοίχου υπάρχει μια ζώνη από στυλίσκους, οι οποίοι σχηματίζονται από κάθετα κομμάτια πλίνθων που το καθένα τους στηρίζει τρία οριζόντια και συγκροτούν μία σειρά κιονίσκων με τριπλό άβακα.
Η κεραμοπλαστική αυτή διακόσμηση με τους στυλίσκους είναι κυρίως γνωστή στις κόγχες παλαιολόγειων μνημείων, όπως στο νότιο ναό της μονής Λιβός(22) και το νότιο παρεκκλήσι της μονής Παμμακαρίστου(23) στην Κωνσταντινούπολη, στους Αγίους Αποστόλους(24) στη Θεσσαλονίκη(25) καθώς και στο καθολικό της ονής Χελανταρίου στο Άγιον Όρος(26). Στις περιπτώσεις όμως αυτές η κανονικότητα με την οποία μειώνονται προς τα κάτω τα οριζόντια κομμάτια των πλίνθων δημιουργεί τρίγωνα με ευθύγραμμες, καμπυλόγραμμες ή τεθλασμένες πλευρές, τα οποία καθώς εξέχουν από το επίπεδο του τοίχου δίνουν την εντύπωση γείσου με γεισήποδες(27).
—————————————————————————————————————-
(22).- Τα κεραμοπλαστικά αυτά κοσμήματα βρίσκονται στην κόγχη του Ιερού και του διακονικού του νότιου ναού, που κτίστηκε γύρω στα 1300 από τη σύζυγο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) Θεοδώρα. Σχετικά με τη χρονολόγηση του νότιου ναού, που τιμάται στο όνομα του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, βλ. Th. Macridy, A.H.S. Megaw, E.L.W. Hawkins, The Monastery of Lips (Fenari Isa Camii) at Istanbul, DOP 18 (1964), σελ. 249 κ.ε. R. Janin, La geographie ecclesiassique de l’ empire byzantin, τ. ΙΙΙ eglises et les monasteres, Paris, 1969, σελ. 307 κ.ε. R. Krautheimer, Architecture, σελ. 297. Σχέδια και εικόνες της διακόσμης στους Α. Πασαδαίος, Κεραμοπλαστικός διάκοσμος, πιν. Α, 5 και 26 α, γ. C. Mango, Architettura, εικ. 287.
(23).- Το νότιο παρεκκλήσι της μονής Παμμακαρίστου κτίσθηκε γύρω στα 1315 από τη σύζυγο του πρωτομάστορα Γλαβά Ταρχανιώτη Μαρία. Βλ. Η. Ηallensleben, Untersuchungen, σελ. 128 κ.ε., εικ. 15. Σχέδια και εικόνες της διακόσμησης, η οποία βρίσκεται στις κόγχες του Ιερού της πρόθεσης και του διακονικού βλ. στον Α. Πασαδαίο, Κεραμοπλαστικός διάκοσμος, πιν. 6, 26β και 48δ.
(24).- Για τη χρονολόγηση του μνημείου στα 1312-1315 βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Τα ψηφιδωτά του ναού των Αγίων Αποστόλων εν Θεσσαλονίκη, ΑΕ 1932, σελ. 152 κ.ε. Εικόνες και σχέδια της ζώνης με τους στυλίσκους, η οποία βρίσκεται στην κόγχη του Ιερού, βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Πίνανες κεραμοπλαστικών διακοσμήσεων Α΄. Των ναών της Θεσσαλονίκης, ΤΧρ., τευχ. 1 (1962), πιν. V. N. Nικονάνος, Οι Άγιοι Απόστολοι Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1972, πιν. 3, 4, 5.
(25).- Μία παραλλαγή της κεραμοπλαστικής διακόσμησης με στυλίσκους επιστέφει τις κορυφές από τις κόγχες στον Προφήτη Ηλία Θεσσαλονίκης. Εκεί το κατακόρυφο κομμάτι πλίνθου φέρει στα δύο άκρα του, επάνω και κάτω, δύο μικρά οριζόντια κομμάτια πλίνθων. Βλ. Ν. Μουτσόπουλος, πίνακες κεραμοπλαστικών διακοσμήσεων, ό.π., πιν. ΧΙΙΙ. Ο Προφήτης Ηλίας, μετά την ταύτισή του με τη Νέα Μονή χρονολογείται ανάμεσα στα 1360-1370. R. Janin, Les eglises et les monasteres des grands centres byzantins, Paris, 1975, σελ. 373-374, 398-399, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
(26).- Το καθολικό, που σώζεται μέχρι σήμερα, έχει γίνει με χορηγία του Σέρβου ηγεμόνα Μιλούτιν στα 1303. Βλ. S. Radojcic, Ceschichte der serbischen Kunst, Berlin, 1969, σελ. 51. Σχέδια και εικόνες βλ. S. Nenadovic, Chilandar, σχ. 14, εικ. 112, 113.
(27).- Α. Πασαδαίος, Κεραμοπλαστικός διάκοσμος, σελ. 59, πιν. 26 α-δ.
Αντίθετα στην Παναγία Βελίκα και σε δύο άλλα μεσοβυζαντινά μνημεία, όπου συναντάται η διακόσμηση αυτή, συγκεκριμένα στο Gul Camii(28) Κωνσταντι-νουπόλεως και στη Μητρόπολη Βεροίας(29), η έννοια του γείσου με τα τρίγωνα που εξέχουν έντονα από το επίπεδο του τοίχου δεν υπάρχει(30). Εδώ οι πλίνθοι που σχηματίζουν το κεραμοπλαστικό κόσμημα, είτε δεν εξέχουν καθόλου, είτε εξέχουν ελάχιστα(31) από την επιφάνεια του τοίχου και τα κάθετα κομμάτια των πλίνθων που στηρίζονται στο κατακόρυφο σχηματίζουν μια ζώνη διακοσμητικών στυλίσκων με διπλό ή τριπλό άβακα(32). Στη Βέροια μάλιστα, που οι δύο κάθετες πλίνθοι είναι ίσες, η μορφή των στυλίσκων είναι εντελώς ξεκάθαρη και δεν αφήνει αμφιβολία για την αρχική ιδέα της διακόσμησης που πρέπει να ήταν μια κεραμοπλαστική ζωφόρος που μιμείται στυλίσκους.
Τέλος, σχετικά με την υπόλοιπη διακόσμηση πρέπει να προστεθεί ότι δύο θραύσματα από θωράκια, ένα μικρό τμήμα από θύρωμα και ένα κιονόκρανο που βρέθηκαν γύρω από το μνημείο, καθώς και ο αμφικίονας που χρησιμεύει σήμερα ως βαθμίδα στην είσοδο, μας παρέχουν τη βεβαιότητα ότι ο ναός είχε μαρμάρινο τέμπλο, η είσοδός του έφερε μαρμάρινο περίθυρο και ο αμφικίονας με το κιονόκρανο ανήκαν στο δίλοβο παράθυρο της κόγχης του Ιερού(33).
Χρονολόγηση
Η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, της οποίας η χρήση διαρκεί από τα τέλη του 10ου ως τα τέλη του 12ου αι. αυτόματα τοποθετεί την Παναγία Βελίκα μέσα σ’ αυτά τα χρονικά πλαίσια, τα οποία όμως η παρουσία του υψηλού κρηπιδώματος τα περιορίζει ακόμη περισσότερο. Πράγματι, το παλαιότερο ως τώρα γνωστό μνημείο με κρηπίδωμα, ο ναός της Χριστάνου, ανάγεται γύρω στα 1070(34), αλλά σ’ αυτό, όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «η διαφοροποιημένη βάση του κτιρίου μένει χαμηλά
—————————————————————————————————————–
(28).- Η διακόσμηση με στυλίσκους βρίσκεται στις πλάγιες αψίδες της πρόθεσης και του διακονικού, που ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο (12ος αι.). Βλ. Α. Πασαδαίος, Κεραμοπλαστικός διάκοσμος, σελ. 21, πιν. 2, 26. Η. Schafer, Gul Camii, σελ. 77, πιν. 1, 6.
(29).- Φ. Δροσογιάννη, ΑΔ 18 (1963): Χρονικά, σελ. 249 κ.ε., πιν. 279 γ. Ευθ. Τσιγαρίδας, ΑΔ 27 (1972): Χρονικά, σελ. 552-553, πιν. 500 α-β.
(30).- Ο Α. Πασαδαίος (ό.π., σελ. 59, υποσημ. 3) σχετικά με τη διακόσμηση αυτή στο Gul Camii παρατηρεί ότι το «γείσον του ναού της Αγίας Θεοδοσίας παρουσιάζει λίαν πρόχειρον κατασκευήν, δεικνύουσαν έλλειψιν κατανοήσεως, εκ μέρους του τεχνίτου, των αρχών, επί των οποίων εβασίζετο η ιδέα του γείσου το οποίον ήθελε να κατασκευάση». Πράγματι δεν υπάρχει η έννοια του γείσου, γιατί δεν ήθελε να κατασκευάσει γείσο ο τεχνίτης, αλλά μια ζώνη με κεραμοπλαστική διακόσμηση σχηματοποιημένων στυλίσκων.
(31).- Στη Μητρόπολη Βεροίας η έξω επιφάνεια των στυλίσκων βρίσκεται στο επίπεδο του τοίχου, ο οποίος στο τμήμα που βρίσκεται η διακοσμητική αυτή ζώνη υποχωρεί. Στην Παναγία Βελίκα ο τοίχος υποχωρεί λιγότερο και οι πλίνθοι εξέχουν ελάχιστα από την επιφάνεια του τοίχου. Στο Gul Camii ο τοίχος δεν υποχωρεί, αλλά τα κομμάτια των πλίνθων που σχηματίζουν τη ζώνη εξέχουν επίσης ελάχιστα.
(32).- Στη Μητρόπολη Βεροίας και στο Gul Camii τα οριζόντια κομμάτια των πλίνθων είναι δύο, ενώ στην Παναγία Βελίκα τρία.
(33).- Ο μαρμάρινος αμφικιονίσκος και το κιονόκρανο συνανήκουν και οι διαστάσεις τους ταιριάζουν στο παράθυρο της κόγχης του Ιερού (βλ. υποσημ. 169), το οποίο σήμερα είναι κλεισμένο με πρόχειρη τοιχοποιία.
(34).- E. Stikas, L’ eglise byzantine de Christianou, Paris, 1961, σελ. 24.
στο ύψος του εδάφους, μια πραγματική ευθυντηρία»(35). Αντίθετα, το 12ο αι. η κρηπίδα γίνεται υψηλή, όπως δηλαδή είναι στην Παναγία Βελίκα, και η χρήση της χαρακτηρίζει τον αιώνα αυτό.
Παράλληλα, η παραλλαγή της τεχνικής της κρυμμένης πλίνθου με το κατακόρυφο κονίαμα που έχει η Παναγία Βελίκα δεν εμποδίζει την τοποθέτηση του μνημείου στο 12ο αι., τη στιγμή μάριστα που ακριβώς χρονολογημένα μνημεία, όπως η Κοσμοσώτειρα στις Φέρρες (1152) και ο Άγιος Παντελεήμων στο Νέρεζι (1164), χρησιμοποιούν τη μορφή αυτή της τεχνικής και δείχνουν ότι η παραλλαγή με το κατακόρυφο κονίαμα στα μέσα του αιώνα είχε μια ευρύτερη χρήση.
Επίσης, η κεραμοπλαστική ζώνη με τους στυλίσκους δε μοιάζει με τις αντίστοιχες παλαιολόγειες διακοσμήσεις, αλλά με τις μεσοβυζαντινές και συγκεκριμένα πλησιάζει περισσότερο τη διακόσμηση των τμημάτων του Gul Camii στην Κωνσταντινούπολή που ανάγονται στο 12ο αιώνα.
Ακόμη, στον ίδιο αιώνα μας οδηγεί και η ιδιαίτερα τονισμένη επίστεψη με τις οδοντωτές ταινίες. Μπορούμε έτσι να πούμε ότι η Παναγία Βελίκα με το υψηλό κρηπίδωμα στη βάση της, τα τονισμένα κατακόρυφα στοιχεία στον κορμό της, την έμφαση στην αετωματική της απόληξη κι τις αρμονικές της αναλογίες, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό μνημείο του 12ου αιώνα.
Τέλος, αν λάβει κανείς υπόψη ότι δεν είναι πιθανό να εφαρμόστηκαν στην Παναγία Βελίκα(χ) τα στοιχεία που τοποθετούν το κτίσμα στο 12ο αι. πρωτοποριακά, αλλά ότι πρέπει να έφτασαν στην απομονωμένη περιοχή του ανατολικού Κισσάβου μετά από μία γενικότερη επικράτηση, μπορεί να χρονολογήσει το μνημείο γύρω στα μέσα ή το δεύτερο μισό του αιώνα.
Ο Ναός εορτάζει την 23η Αυγούστου, ημέρα της αποδόσεως της εορτής Κοιμήσεως της Θεοτόκου (γνωστή ως εννιάμερα της Παναγίας).
—————————————————————————————————————–
(35).- Χ. Μπούρας, Μανωλάδα, σελ. 254.
(χ).- Ναοί εν Ελλάδι – Κίεβο – Σερβία και Κωνσταντινούπολη, του ιδίου αρχιτεκτονικού τύπου ως η Παναγία Βελίκα (1170 – 1190 μ.Χ.): 1) Ι. Ν. Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, 2) Κοσμοσώτηρα Φέρρες 1152 μ.Χ., 3) Πύργος Κολιτσούς – Άγιον Όρος, 4) Παναγία Χαλκέων – Θεσσαλονίκη 1028 μ.Χ., 5) Νέα Μονή Χίου + Παναγία Κρίνα Χίου, 6) Ναός Δεκάτης – Desjatinna Κιέβου 990 – 996 μ.Χ.;, 7) Ναός Χριστιάνου 1070 μ.Χ. (Τριφυλίας), 8) Άγιος Παντελεήμων Νέρεζι 1164 μ.Χ. (Σερβία), 9) Ι.Μ. Αγίας Θεοδοσίας (Καθολικό) Gul Camii 12ος αιώνας.
Τρίκογχος Ναός(1) (+- 1190-1220) (Κόκκινο Νερό).
Βρίσκεται(2) στη θέση «Τσιλιγιώργη», ένα μικρό πλάτωμα του ανατολικού Κισσάβου αμέσως μετά τις ιαματικές πηγές του Κόκκινου Νερού(3), στα δεξιά του δρόμου που οδηγεί από την παραλία του Αιόκαμπου προς την Καρύτσα και το Τσάγεζι(4).
Στο ίδιο πλάτωμα, 20μ. περίπου βορειοανατολικά από το ναΰδριο σώζονται τα υπολείμματα ενός βυζαντινού πύργου(5), ενώ δυτικά από τη θέση αυτή, ανεβαίνοντας κανείς το ρέμα Κόκκινο Νερό προς τις πηγές του, συναντά μια βυζαντινή γέφυρα του 1719 και την παλαι’α οδό, η οποία πρέπει να ληταν σε συνεχή χρήση τουλάχιστον από τα χρόνια της ρωμαιοκρατίας(6) και αποτελούσε κατά τη βυζαντινή περίοδο τμήμα της παράλιας διαδρομής(7).
Ακόμη σχετικά με τη μνημειακή τοπογραφία στο Κόκκινο Νερό πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι ερευνητές που ασχολήθηκαν με την περιοχή τοποθετούν στις όχθες του ομώνυμου ρέματος την αρχαία πόλη Ευρυμέναι(8), που τα τείχη της ανακαινίστηκαν στα χρόνια του Ιουστινιανού(9).
Από το ναΰδριο διατηρούνται σήμερα μόνο οι κάθετοι τοίχοι σε ύψος από 0,80 ως 3,20 μ. περίπου, ενώ ο τρούλλος, οι καμάρες, τα τεταρτοσφαίρια από τις κόγχες και γενικά όλη η ανωδομή κάποτε γκρεμίστηκαν και μεταβλήθηκαν σιγά-σιγά σε άμορφα κατακρημνίσματα(10).
—————————————————————————————————————–
(1).- Ονομάζεται υποθετικά από ορισμένους ναός του προφήτη Ηλία.
(2).- Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας, από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393. Συμβολή στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική. Αθήναι 1979, σελ. 108-114.
(3).- Philipson – Kirsten, Die griechischen Landschaften, σελ. 130.
(4).- Για την οδό αυτή βλ. Β. Δούσμανης, Στρατιωτική γεωγραφία της Θεσσαλίας, Αθήναι, 1936, σελ. 85 (ανάτυπο από το Δ΄ και Ε΄ τόμο των Θεσσαλικών Χρονικών).
(5).- Ν. Νικονάνος, Έρευνες Ι, σελ. 48-49.
(6).- Ν. Νικονάνος, ό.π.
(7).- Για την παράλια διαδρομή βλ. σελ. 131-133.
(8).- Fr. Stahlin, Thessalien, σελ. 48, 50. A. J. Wace, The Topograrhy of Pelion and Magnesia, JHS 26 (1906), σελ. 147 κ.ε. Ν. Παπαχατζής, Τοπογραφία, σελ. 10. J. Koder – F. Hild, Hellas and Thessalia, σελ. 158.
(9).- Προκοπίου, Περί κτισμάτων, Δ, 3, 14.
(10).- Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε στο δυτικό τμήμα, όπου οι τοίχοι διασώθηκαν σε ύψος από 0,80 ως 1,30 μ. περίπου. Το στρώμα καταστροφής ήταν γεμάτο στάχτες που δείχνουν ότι ο ναός πρέπει να πυρπολήθηκε. Επίσης το δάπεδο ήταν κατασκαμμένο και μόνο σε λίγα σημεία έχει διαφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή. Στα τμήματα του δαπέδου που έχουν διατηρηθεί σώζονται στη θέση τους ένα μικρό μέρος από μαρμαροθετημένο κεντρικό ομφάλιο και λίγα αποτυπώματα της μαρμάρινης πλακόστρωσης στις παρυφές των πλάγιων κογχών, επάνω σ’ ένα λεπτό στρώμα υποδομής από κουρασάνι. Από τη γλυπτική διακόσμηση – τέμπλο, θυρώματα κ.λ.π. – και τις πλάκες του δαπέδου βρέθηκαν ανάμεσα στα κατακρημνίσματα μόνο λίγα μικρά κομμάτια και δύο σχεδόν ακέραιοι αμφικίονες παραθύρων, έξω από το ναό, κάτω από τα αντίστοιχα παράθυρα. Πιθανότατα μετά την πυρπόληση του ναού όλα τα μεγάλα μαρμάρινα κομμάτια τα πήραν για οικοδομικό υλικό και κατέσκαψαν το δάπεδο, για να βγάλουν τις μεγάλες μαρμάρινες πλάκες.
Το μνημείο ανήκει στη γνωστή κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο κατηγορία των μονόκλιτων τρίκιογχων με τρούλο ναών(11) και συγκεκριμένα στον τύπο στον οποίο καμάρες υπάρχουν μόνο στην ανατολική και δυτική πλευρά, ενώ στη βόρεια και νότια οι κόγχες χρησιμεύουν απευθείας ως πλάγια αντερείσματα του τρούλλου(12).
Η επικοινωνία με το εξωτερικό γίνεται με μια είσοδο, πλάτους 1,60 μ., που ανοίγεται στο μέσο της δυτικής πλευράς. Το κατώφλι της είναι ένας μετασκευασμένος μαρμάρνος παλαιοχριστιανικός αμφικίονας παραθύρου. Το ίδιο μαρμάρινα ήταν και τα περιθυρώματα, όπως δείχνουν τα θραύσματα από υπέρθυρο και σταθμούς που βρέθηκαν μέσα στα κατακρημνίσματα γύρω από την είσοδο.
Το εσωτερικό ήταν αρκετά φωτεινό. Εκτός από τα ανοίγματα του τρούλλου, που δεν μπορούμε να ξέρουμε τον αριθμό τους, σώζονται τρία πλατιά παράθυρα στο μέσο κάθε μιας κόγχης.
Στο εσωτερικό ο ναός έφερε τοιχογράφηση, από την οποία τα μόνα υπολείμματα είναι λίγα κονιάματα με ίχνη χρώματος στους τοίχους του Ιερού.
Από τα υπόλοιπα ευρύματα πρέπει να μνημονευθούν μια μαρμάρινη λεκάνη αγιασμού, μια χαμηλή βάση από κίονα και λίγα όστρακα που χρονολογούνται από το 12ο αιώνα και μετά.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μεταγενέστερα πρόσθεσαν μπροστά από την είσοδο, στη βορειοδυτική και νοτιοδυτική εξωτερική γωνιά, από έναν κτιστό πεσσό, πιθανότατα για να στηρίξουν κάποιο προστέγασμα.
Χρονολόγηση
Η εκκλησία στο Κόκκινο Νερό παρουσιάζει όλα τα κοινά χαρακτηριστικά(13) των μικρών μονόκλιτων τρίκογχων ναών, γι’ αυτό με βάση τα τυπολογικά της στοι-
—————————————————————————————————————–
(11).- Σχετικά με τον τύπο των μονόκλιτων τρίκογχων με τρούλλο ναών στην Ελλάδα, βασική παραμένη η εργασία του Α. Ορλάνδου για τον Άγιο Δημήτριο Βαράσοβας (Α. Ορλάνδος, Βαράσοβα). Πρβλ. Γ. Σωτηρίου, Αρχαιολογία, σελ. 433. Στ. Πελεκανίδης, Πρέσπα, σελ. 55 κ.ε. Α. Ξυγγόπουλος, Μνημεία Σερρών, σελ. 39 κ.ε. Για τους τρίκογχους ναούς γενικότερα στο βαλκανικό χώρο βλ. Dj. Stricevic, Triconques, Neli Caneva- Decevska, Les eglises a trois conques du IX-XIV s. des terres bulgares, Archaeologia, τ. ΧΙΙ, τευχ. 4 (1970), σελ. 8-21 (βουλγαρικά με γαλλική περίληψη). H. Theodoru, Contribution a l’ etude de l’ origine et l’ evolution du plan triconque en Moldavie, Buletinul Monumentalor Istorice, 39/1 (1970), σελ. 31- 36 (ρουμανικά με γαλική περίληψη). Επίσης με αφορμή τη δημοσίευση του τρίκογχου ναού του Αγίου Λαυρεντίου στη Μεζάνιε της Απουλίας ο αρχιτέκτονας Γ. Δημητροκάλλης παραθέτει κατάλογο των τρίκογχων της Απουλίας, τους συγκρίνει με τους τρίκογχους της Σικελίας, Δαλματίας και Λομβαρδίας και δίνει τη σχετική βιβλιογραφία. Βλ. Γ. Δημητροκάλλης, Ο ναός του Αγίου Λαυρεντίου στη Μεζάνιε της Απουλίας, ΔΧΑΕ, περ. Δ΄, τ. Ε΄(1969), σελ. 175-184.
(12).- Γ. Σωτηρίου, Αρχαιολογία, σελ. 433.
(13).- Α. Ορλάνδος, Βαράσοβα, σελ. 110 κ.ε. Γ. Σωτηρίου, Αρχαιολογία, σελ. 433.
χεία δεν είναι δυνατή η χρονολόγησή της. Σε κάτοψη έχει σχήμα επιμήκους σταυρού, οι κόγχες εξωτερικά είναι τρίπλευρες(14), – όπως συμβαίνει στους περισσότερους ναούς του τύπου και που από τον 11ο αιώνα κυρίως και μετά είναι σχεδόν κανόνας στη ναοδομία(15) – δεν έχει νάρθηκα και το βασικό τετράγωνο, επάνω στοοποίο στηρίζεται ο τρούλος, έχει πλευρά 2,55 μ., δηλαδή δεν ξεπερνά τα 3 μ.(16).
Επίσης, τα κατασκευθαστικά στοιχεία στην κατάσταση που σώθηκαν δεν έχουν καθοριστική σημασία για την ακριβή χρονολόγηση. Οπωσδήποτε η διαπίστωση ότι την τελική εμφάνιση στην εξωτερική τοιχοδομία την έδινε το παχύ κονίαμα, το οποίο κυριαρχούσε οπτικά στις επιφάνειες, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε για τη Θεσσαλική αρχιτεκτονική, μας οδηγεί προς τον 11ο και το 12ο αι.(17), αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς επιφυλάξεις, γιατί το κονίαμα εξακολουθεί συχνά να παίζει σημαντικό ρόλο στη τελική επεξεργασία των όψεων και το 13ο αιώνα(18). Πάντως, ανεξάρτητα από την ευρύτερη χρονική διάρκεια του φαινομένου στο Θεσσαλικό χώρο, για την περίπτωση του ναού στο Κόκκινο Νερό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η τοιχοποιία του έχει στενή σχέση με τη γειτονική παναγία Βελίκα (μέσα ή δεύτερο μισό 12ου αι.) στα μέρη όπου στη δεύτερη αυτή εκκλησία δε χρησιμοποιείται η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου(19).
Προς την εποχή αυτή μας οδηγούν και τα υπόλοιπα σωζόμενα στοιχεία. Στα κομμάτια των θωρακίων του τέμπλου, μόλο που είναι σχετικά μικρά, είναι φανερή η τεχνική τους και η συνοπτική εικόνα των θεμάτων τους. Στο ένα παριστανόταν επάνω σε βαθμίδες σταυρός(20), από τη βάση του οποίου εκφύονταν φυλλοφόροι βλαστοί που σχημάτιζαν ημιανθέμια. Στο δεύτερο το θέμ δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, αλλά οπωσδήποτε η επιφάνεια, στα άκρα τουλάχιστο, γέμιζε με ελισσόμενους ανθεμωτούς βλασούς. Η καλή τεχνική(21), το σχετικά έξεργο ανάγλυφο και η προτίμηση της θεματογραφίας τους(22) μπορούν να τα χρονολογήσουν στο 12ο
—————————————————————————————————————–
(14).- Έτσι συμβαίνει στους περισσότερους ναούς στην Ελλάδα. Βλ. Α. Ορλάνδος, όπ., σελ. 110.
(15).- Ch. Delvoye, Abside, σελ. 536 κ.ε. Πρβλ. Π. Βοκοτόπουλος, Άγιος Ιάσων, σελ. 159.
(16).- Α. Ορλάνδος, ό.π., σελ.110, σημ. 4, όπου και τα σχετικά παραδείγματα.
(17).- Βλ. π.χ. Μητρόπολη Καλαμπάκας, Παναγία Βελίκα. Ζωοδόχος Πηγή στο Καστράκι.
(18).- Βλ. π.χ. Άγιος Νικόλαος στην Κρήνη, Κοίμηση της Θεοτόκου στο Αχλαδοχώρι.
(19).- Βλ. σελ. 54 κ.ε.
(20).- Σχετικά με το θέμα του σταυρού βλ. D.T. Rice. The Leaved Cross, Byzsl 11 (1950), σελ. 68-81. G. Sheppard, Byzantine Varved Marble Slabs, Art Bulletin 51 (1969), σελ. 66 κ.ε.
(21).- Σχετικά με την τεχνική και τα παραδείγματα του 12ου αι. βλ. Λ. Φιλιππίδου – Μπούρα, Ο εξωνάρθηκας του καθολικού του Οσίου Λουκά Φωκίδος, ΔΧΑΕ, περ. Δ΄, τ. Στ΄ (1972), σελ. 20 κ.ε.
(22).- R. Krautheimer, Arhitecture, σελ. 279. Πρβλ. Δ. Πάλλας, Ανάγλυφος στήλη του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, ΑΕ 1953-54, σελ. 273 κ.ε. Μ. Καμπούρη, Εικοσιφοίνισσα, σελ. 135.
αιώνα. Έτσι τα θωράκια αυτά, που πρέπει να τοποθετήθηκαν στο τέμπλο σε δεύτερη χρήση(23), δίνουν ένα terminus post quem και σε συνδυασμό με την τοιχοποιία προσδιορίζουν με πολλή πιθανότητα την ανέγερση του ναού στα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 13ου αι.
Σ’ αυτά τα χρονικά πλαίσια μπορεί να τοποθετηθεί και το μαρμαροθέτημα του δαπέδου, το οποίο βρέθηκε στην αρχική του θέση και είναι οπωσδήποτε σύγχρονο με την κατασκευή του ναού.
Όπως έχει παρατηρηθεί, τα μαρμαροθετημένα δάπεδα – αντίθετα με τα όσα μέχρι τελευταία πιστεύαμε – είχαν κατά τη βυζαντινή περίοδο μια ευρύτερη χρήση(24). Από τα τέλη του 10ου αι., απ’ όπου σώζονται τα πιο παλαιά γνωστά παραδείγματα(25), η κατασκευή πολυτελών δαπέδων opus sectile συνεχίζεται στους επόμενους αιώνες, με μια ιδιαίτερη ενδοχομένως διάδοση στην εποχή των Κομνηνών(26), ως το 14ο αι.(27).
Ως προς την τεχνική της κατασκευής, ο πιο συνηθησμένος τρόπος είναι αυτός που κομμάτια από μαρμάρινες πλάκες σχηματίζουν το βασικό θέμα και τα ενδιάμεσα κενά γεμίζουν με μικρά και λεπτά κομματάκια μαρμάρου – σαν μεγάλες ψηφίδες – κομμένα σε διάφορα σχήματα, τα οποία φυτεύονται μέσα στο κουρασάνι και σχηματίζουν γεωμετρικά θέματα(28).
—————————————————————————————————————–
(23).- Επειδή τα δύο θωράκια έχουν διαφορετικό θέμα και είναι κατασκευασμένα από διαφορετικό μάρμαρο πρέπει να θεωρείται βέβαιη η χρησιμοποίησή τους σε δεύτερη χρήση, γιατί θα ήταν περίεργο τα δύο μοναδικά θωράκια δεξιά και αριστερά από το βημόθυρο να έγιναν επί τούτου για το ναό με διαφορετική διακόσμηση. Εξάλλου, και στο κατώφλι χρησιμοποιήθηκε αμφικίονας παλαιοχριστιανικός σε δεύτερη χρήση.
(24).- S. Eycice, Mosaic Pavements, σελ. 378 κ.ε., όπου επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση του υλικού τόσο στο Βυζάντιο, όσο και εκτός της αυτοκρατορίας. Μ. Καμπούρη, ό.π., σελ. 138. Πρβλ. Χ. Μπούρας, «Αναγεννήσεις», σελ. 259-260, 271. Η. Megaw, Recent Work of the Byz. Instityte in Istanbul, DOP 17 (1963), σελ. 335 κ.ε. S. Nenadonic, Mosaique, σελ. 75 κ.ε. Η μέχρι το 1971 βιβλιογραφία για τα μαρμαροθετημένα δάπεδα, της Ελλάδος βρίσκεται συγκεντρωμένη στην εργασία της Μ. Καμπούρη, ό.π. Γενική εργασία για τα μεσαιωνικά δάπεδα με πλήρη κατάλογο όσων βρίσκονται στη Γερμανία και πολλές αναφορές στα δάπεδα της Ελλάδας και Ιταλίας, αποτελεί το βιβλίο της Η. Kier (H. Kier, Schmuckfussboden), όπου υπάρχει εκτενέστατη βιβλιογραφία.
(25).- Π.χ. των μονών Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων στο Άγιον Όρος κ.λ.π. Βλ. Μ. Καμπούρη, ό.π., σελ. 143-144. Η Kier, ό.π., σελ. 25-26 Πρβλ. S. Eyice, Mosaic Pavements, σελ. 382. Ο Η. Megaw, ό.π., σελ. 339-340, πιστεύει ότι η χρήση τους αρχίζει από τον 9ο αι. Πρβλ. Χ. Μπούρας, «Αναγεννήσεις», σελ. 260.
(26).- Χ. Μπούρας, ό.π., σελ. 259-260 και 271.
(27).- S. Eyice, ό.π., σελ. 383. Από το Βυζάντιο η τεχνική περνά στην Ιταλία διαμέσου της Σικελίας και Βενετίας που έχουν σχέσεις στενές με την αυτοκρατορία, αλλά και με την μετάκληση βυζαντινών τεχνιτών, όπως συνέβη στο Monte Casino. Βλ. Η. Κier, ό.π., σελ. 27. Επίσης η τεχνική γίνεται αποδεκτή και από τον ισλαμικό κόσμο, όπου διατηρείται ως το 16ο αι. Βλ. S. Eyice, ό.π., σελ. 383.
(28).- Εκτός από αυτόν τον τρόπο κατασκευής υπάρχει και ένας δεύτερος, όπου επάνω σε μια ενιαία μεγάλη μαρμάρινη πλάκα σχεδιάζεται η σύνθεση, έπειτα αφαιρούνται οι ταινίες που σχηματίζουν τα σχέδια και τέλος τοποθετούνται μέσα σ’ αυτές τα μαρμαροθετήματα. Σχετικά με τους δύο αυτούς βασικούς τρόπους βλ. Μ. Καμπούρη, ό.π., σελ. 142-143. Πρέπει να σημειωθεί ότι η μαρμάρινη πλάκα δεν είναι απαραίτητο να είναι ενιαία. Μπορεί να αποτελείται από περισσότερα κομμάτια. Βλ. D.M. Robinson, Excavation ai Olynthus, τ. ΧΙΙ, Baltimote, 1946, σελ. 318-322, πιν. 367-370.
Στο Κόκκινο Νερό παρουσιάζεται μια παραλλαγή της τεχνικής αυτής, γιατί τα ενδιάμεσα κενά στην περίμετρο τουλάχιστον του ορθογωνίου διάχωρου δε γεμίζουν με μαρμαροθετήματα, αλλά με τριγωνικές μαρμάρινες πλάκες, στις οποίες σε επιπεδόγλυφη τεχνική – champleve – έχουν αποδοθεί ζωομορφικές παραστάσεις, στις μαρμάρινες πλάκες ο κάμπος γύρω από τις μορφές είναι γεμάτος με κουρασάνι και μέσα σ’ αυτό τοποθετούνται μικρά μαρμάριν λεπτά κομμάτια χωρίς να σχηματίζουν ιδιαίτερα κοσμήματα, αλλά λειτουργώντας όπως το βάθος των ψηφιδωτών δαπάδων γύρω από τα θέματα. Το ίδιο χωρίς ορισμένα γεωμετρικά θέματα φαίνεται πως ήταν και οι ταινίες μέσα στο ορθογώνιο διάχωρο και μόνο στην εξωτερική περιμετρική ταινία σχηματίζονται λευκοί πλεκόμενοι κύκλοι(29).
Η μεικτή αυτή τεχνική – opus sectile και επιπεδόγλυφο – μας οδηγεί προς το δεύτερο μισό του 12ου αι., οπότε η αυστηρή κατασκευή του μαρμαροθετήματος του 10ου και 11ου αιώνα διαφοροποιείται και δημιουργούνται διάφορες παραλλαγές του είδους, όπως η χρήση ψηφιδωτού και μαρμαροθετήματος(30) ή η πλήρωση των γεωμετρικών μοτίβων των ταινιών με κηρομαστίχα(31). Οπωσδήποτε δεν έχει ακόμη γίνει μεθοδολογική κατάταξη σε σειρά εξέλιξης στην τεχνική των μαρμαροθετημένων δαπέδων. ωστόσο όμως, το terminus post quem μετά τα μέσα τουλάχιστον του 12ου αι., που θέτουν τα θωράκια του τέμπλου στο Κόκκινο Νερό, επιβεβαιώνει την παρατήρηση και τοποθετεί το δάπεδο προς τα τέλη του αιώνα.
Τέλος, η χρονολόγηση του δαπέδου μετά τις αρχές του 13ου αι. δεν φαίνεται πιθανή, γιατί η απόδοση των ζωομορφικών παραστάσεων στις μαρμάρινες πλάκες δε συνηγορεί για την τοποθέτησή του μετά την εποχή αυτή. Οι παραστάσεις, όπως σημειώθηκε, είναι εκτελεσμένες σε επιπεδόγλυφη τεχνική(32), η οποία γενικά δεν προσφέρεται ως χρονολογικό κρυτήριο. Επίσης το θέμα του αετού που πιάνει το λαγό, είναι αρκετά κοινό στη βυζαντινή τέχνη(33), όπως και το μοναχικόπουλί, το
—————————————————————————————————————–
(29).- Οι πλεκόμενοι κύκλοι σχηματίζονται με μικρά λευκά μαρμάρινα κομμάτια κομμένα σε σχήμα αμύγδαλου ή τετράγωνου. Το ίδιο ακριβώς σχέδιο βρίσκεται στο μαρμαροθετημένο δάπεδο του Ταξιάρχη Μεσαριάς στην Άνδρο (1158). Βλ. Α. Ορλάνδος, Μνημεία Άνδρου, σελ. 17, εικ. 8.
(30).- Α. Ορλάνδος, Μονή Σαγματά, σλ. 98 κ.ε. Ο ίδιος, Μνημεία Άρτης, σελ. 29 κ.ε. και σελ.100. Στην Κωνσταντινούπολη από το πρώτο μισό του 12ου αι. παρατηρείται συνύπαρξη ψηφιδωτών και μαρμαροθετημάτων. Η. Μegaw, ό.π., σελ. 337 κ.ε. Στη Δύση οι δύο τεχνικές συνυπάρχουν από τον 11ο αι. Βλ. Α. Ορλάνδος, Μονή Σαγματά, σελ. 104.
(31).- Μ. Καμπούρη, ό.π., σελ. 143.
(32).- Η τεχνική αυτή είναι γνωστή από την παλαιοχριστιανική εποχή. Βλ. Η. Megaw, Cyprus, σελ. 61. Η χρήση της όμως είναι περιορισμένη πριν από την Εικονομαχία. Βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Επιπεδογλυφία, ΑΕ 1917, σελ. 72 κ.ε.
(33).- Α.Κ. Ορλάνδος, Παρηγορήτισσα, σελ. 102. Ο ίδιος, Το τέμπλον της Αγίας Θεοδώρας Άρτης, ΕΕΒς ΛΘ-Μ (1972-73), σελ. 484, υποσημ. 4, όπου τα σχετικά παραδείγματα.
οποίο ιδιαίετρα στην κεραμική παρουσιάζεται συχνότατα. Ακόμη το σταθερό σχέδιο
που παρατηρείται στην απεικόνιση των δύο πουλιών και του λαγού δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία προκειμένου για επιπεδόγλυφο. Ωστόσο, ο τρόπος που αποδίδονται τα φτερά, ιδιαίτερα του αετού, δηλαδή ενωμένα και σχηματοιποιημένα, συνηθίζεται ως τα τέλη του 12ου αι., ενώ στο 13ο αι. τα φτερά παριστάνονται γενικά διαλυμένα και πιο φυσικά(34).
Έτσι, η χρονολόγηση του μαρμαροθετημένου δαπέδου, το οποίο βρέθηκε στην αρχική του θέση, στα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 13ου αι. επιβεβαιώνει τις ενδείξεις που δίνουν τα υπόλοιπα σωζόμενα στοιχεία και τοποθετεί την ανέγερση του ναού μέσα σ’ αυτά τα χρονικά πλαίσια.
Το ΚΑΣΤΡΙ (χωριό του Δήμου Λακέρειας)
Το σημερινό ομώνυμο χωριό στις βόρειες όχθες της αποξηραμένης πια λίμνης Βοίβη – Κάρλα.
Ιστορικά: Στη θέση Κερκίνιον υπήρχε ένας πύργος της πρώιμης Βυζαντινής εποχής, ο οποίος συμπληρώθηκε στην εποχή του Ιουστινιανού. Πρέπει να υποθέσουμε ότι, ίσως εδώ βρισκόταν η Επισκοπή Κατρίας, η οποία αναφέρεται τον 11ο και τον 14ο αιώνα και η οποία θα έπρεπε να ανήκει στη λατινική Επισκοπή του Καστορίου (Castoriensis). Στα 1325, το κάστρο του Καστρίου, μαζί με το κάστρο των Λεχωνίων (Liconia) βρισκόταν στην κατοχή κάποιου έλληνα Μελισσηνού (Misilino), που είχε αναγνωρίσει την επικυριαρχία των Καταλανών και είχε δώσει την αδελφή του στον Καταλανό στρατηγό Odon de Novelles. Μετά το θάνατο του Θεσσαλού χωροδεσπότη Στεφ. Γαβριηλόπουλου (1333) το Καστρί, ο Βόλος και το Λυκοστόμιο, κυριεύθηκαν από τον Κων/νο Μονομάχο. Στα 1350 το Καστρί, περιήλθε στην κυριαρχία του Ιωάννη Καντακουζηνού.
Ο γνωστός στα 1380 Misili de Novelles Senyor del Castel den Estanyol είναι ασφαλώς ο διάδοχος από το γάμο της αδελφής του Μελισσινού (Misilino) του Καστρίου με τον Odon de Novelles, και έτσι πρέπει να ταυτίσουμε το Castel den Estanyol με το Καστρί. Το Estanyol, βεβαίως, είναι βαφτιστικό όνομα: Kastel des don Estanyol.
Ο πύργος που ταιριάζει στην τοποθεσία, βρίσκεται στους πρόποδες του Πηλίου (Μαυροβουνίου). Η έκταση της περιτειχισμένης γης είναι 800 τ.μ. περίπου. Τα τείχη
—————————————————————————————————————–
(34).- Α.Κ. Ορλάνδος, Παρηγορήτισσα, σελ. 100.
είναι από σπαστή πέτρα χωρίς τούβλα. Πολλοί στρογγυλοί πύργοι και ένας τριγωνικός, στην πορεία των περιτειχισμάτων, διατηρούνται ακόμη. Στην κορυφή υπήρχε ο κεντρικός πύργος και δίπλα η στέρνα. Το εσωτερικό κατανέμεται σε 3 τμήματα με 2 οριζόντιους τοίχους.
Στο κατώτερο τμήμα υπάρχει ο μικρός Ναός Άγιος Γεώργιος, κτισμένος στην Τουρκοκρατία, στον οποίο έχουν εντοιχιστεί αρχαία υπολείμματα. Στις όχθες της παλιάς λίμνης υπάρχουν ερείπια ενός πύργου (5,5 Χ 8,5 Χ 3, ύψος, περίπου) από σπαστή πέτρα, αμμοκονίαμα και σπασμένα τούβλα, κοντά σε μια μεγάλη πηγή. Είναι φανερό ότι, ο πύργος αυτός ήταν παλιά σε επικοινωνία με την υπόλοιπη οχύρωση.
Άγιος Γεώργιος Καστρίου
Επί του λόφου υπεράνω του χωρίου Καστρί σώζονται τα ερείπια βυζαντινού φρουρίου το οποίο μάλιστα αναφέρεται και εις κείμενον του Ιωάννου Καντακουζηνού(66). Το φρούριον τούτο ευρίσκεται εις λίαν επίκαιρον θέσιν και κατά την Βυζαντινήν εποχήν είχε μεγάλην στρατηγικήν σημασίαν, διότι ο κατέχων τούτο ηδύνατο να ελέγχη την είσοδον εις την πεδιάδα της Αγιάς και τας οδούς προς Λάρισαν, Κανάλια και Δημητριάδα.
Ο εξωτερικός περίβολος του κάστρου ακολουθεί το σχήμα του λόφου και με δύο εγκάρσια τείχη χωρίζεται εις τρία τμήματα. Το πρώτον τμήμα – πρώτος περίβολος – ευρίσκεται εις το χαμηλότερον τμήμα του λόφου και καταλαμβάνει τον μεγαλύτερον χώρον, αμέσως μετά είναι ο δεύτερος περίβολος και εις κορυφήν του λόφου ο τρίτος περίβολος, ο οποίος απετέλει το τελευταίον καταφύγιον των υπερασπιστών. Κατά μήκος των τειχών – εξωτερικός περίβολος και εγκάρσια τείχη – υπάρχουν πύργοι τετραγώνου, ημικυκλικής και τριγωνικής διατομής. Το πάχος του τείχους κυμαίνεται από 1,30 μ. μέχρι 2,30 μ. και το σωζόμενον ύψος φθάνει τα 5 μ. Η τοιχοδομία είναι εξ αργολιθοδομής με σποραδικήν χρήσιν οπτοπλίνθων.
Εντός του φρουρίου σήμερον διατηρείται ακέραιον μόνον το βυζαντινόν ναΰδριον του Αγίου Γεωργίου εις το μέσον περίπου του πρώτου περιβόλου. Ο Ναός είναι μικρά μονόχωρος βασιλική, εσωτ. Διαστ., άνευ της αψίδος του Ιερού, 4,40 μ. Χ 8,10 μ., απολήγουσα προς ανατολάς εις ημιεξαγωνικήν εξωτερικώς κόγχην. Τα μόνα ανοίγματα του ναϋδρίου σήμερον είναι η είσοδος εις την δυτικήν πλευράν και μια φωτιστική σχισμή εις το Ιερόν, ενώ αρχικώς έφερε και δευτέραν είσοδον εις την νό-
—————————————————————————————————————–
(66).- Ι. Καντακουζηνός, ΙΙ, 28. Πρβλ. Ν. Γεωργιάδου, Θεσσαλία, Βόλος 1984 (β΄ έκδοσις), σ. 132. Απ. Βακαλοπούλου, Τα κάστρα του Πλαταμώνα και της Ωριάς Τεμπών και ο τεκές του Χασάν Μπαμπά, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 97.
τιαν πλευράν και δίλοβον παράθυρον εις την κόγχην του Ιερού. Η τοιχοδομία, ήτις έχει μείνει αλώβητος εκ μεταγενεστέρων επισκευών και αποτελεί το μόνον σχεδόν στοιχείον δια την χρονολόγησιν του απλού τούτου μνημείου, είναι πλινθοπερίκλειστος εις ελευθέραν απόδοσιν και χρησιμοποιούνται εις αυτήν αρχαίοι μαρμάρινοι δόμοι. Εκτός όμως των αρχαίων μαρμάρων, τα οποία ήτο δυνατόν να μεταφερθούν και εκ γειτονικής θέσεως, είς τινα χαμηλά σημεία του τείχους διακρίνονται υπολείμματα τοιχοδομίας Ελληνιστικής εποχής και εντός του πρώτου περιβόλου ανευρίσκονται πρώιμα ελληνιστικά όστρακα, στοιχεία δηλαδή τα οποία αποδεικνύουν, ότι το βυζαντινόν φρούριον ανηγέρθη επί αρχαίου οικισμού(67).
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΡΜΑΡΙΑΝΩΝ
Η Ιερά Βασιλική Πατριαρχική Μονή του Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών υπήρξε ως Βυζαντινό καθίδρυμα από τα τέλη του 12ου αι. (+-1185 μ.Χ.) και ήκμασε στους υστεροβυζαντινούς χρόνους (1318-1362) επί των ορίων της Μητροπόλεως Λαρίσης.
Είναι γνωστή από την Συνοδική διάγνωση του Πατριάρχου Ιωάννη ΙΓ΄, η οποία εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1318(73), καθώς και από το εγκώμιο του Μητροπολίτου Λαρίσης Αντωνίου προς τον προκάτοχό του, Άγιο Κυπριανό. Ο εγκωμιαστικός λόγος του Λαρίσης εξεφωνήθη στα Τρίκαλα το 1362(74), όπου είχε μεταφερθεί η έδρα του Μητροπολίτου Λαρίσης μετά το 1318. Η Μονή των Μαρμαριανών ή Μαρμαριάνων εσεμνύνετο στο όνομα του Αγίου Δημητρίου, όπως γίνεται φανερό από το έγγραφο του 1318, εις το οποίο αναφέρεται θαυμαστή επέμβαση του προστάτου της Μονής Αγίου Δημητρίου, διά να βρεθεί το χαμένο αρχείο της Μονής. Το θαυμαστό γεγονός θορύβησε τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, «προς συναίσθησιν αγαγόντος ………», ο οποίος είχε αποσπάσει την Μονή από το Πατριαρχείο εις το οποίο ανήκε.
Εις το εγκώμιο, επίσης, γίνεται λόγος διά την τιμή του προστάτου της Μονής Αγίου Δημητρίου, «εν η τιμάται ο θείος και μεγάλαθλος του Κυρίου μάρτυς Δημήτριος»(75).
—————————————————————————————————————–
(67).- Είς το Καστρί τοποθετούν ορισμένοι ερευνηταί την αρχαίαν πόλιν Άμυρον. Βλ. Fr. Stahlin, Das hellenische Thessalien, Stuttgart 1924, σ. 58-59. Ν. Παπαχατζή, Η σημερινή θέση της τοπογραφικής μελέτης της αρχαίας Θεσσαλίας, Θεσσαλικά Β΄ (1959), 15. Γ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960, σ. 90-91.
(73).- H. Hunger – O. Kresten, Das Register des Patriarcats im Konstantinopel. Wien 1981, 378-389 και F. Miklosich – J. Muller, Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana I, Wien 1860, 85-88.
(74).- Στ. Γουλούλη, Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιο εις τον Άγιο Κυπριανό Λαρίσης, Προλεγόμενα – κείμενο – μετάφραση, Λάρισα 1991.
(75).- Στ. Γουλούλη, Εγκώμιο, 62, στ. 114.
Η Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου εις την Συνοδική διάγνωση (1318) φέρεται ως «Μαρμαριάνων», προσωνύμιο εις δημώδη έκφραση, «ονομάζεσθαι την τοιαύτην των Μαρμαριάνων μονήν ………» και εις το εγκώμιο, «παρά γαρ την ιεράν των Μαρμαριανών φοιτά ……..» ως λόγιος τύπος του ιδίου προσωνυμίου. Οι μοναχοί της εν λόγω Μονής εκαλούντο όπως συνηθίζεται Μαρμαριανίτες.
Ως ήδη αναφέραμε, η Ιερά Μονή υπήρξε Βασιλική και Πατριαρχική, «Βασιλικήν ούσα άμα και Πατριαρχικήν»(76).
Ο Άγιος Κυπριανός Λαρίσης ήτο γόνος ιερατικής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας στη Λάρισα και μετά τον θάνατό του, ο Κυπριανός εκάρη μοναχός στην Μονήν των Μαρμαριανών και αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας. Έχοντας επιθυμία να γνωρίσει τον αθωνίτικο μοναχισμό έφυγε με δύο ακόμη μοναχούς διά το Άγιον Όρος.
Όταν επέστρεψε στην Θεσσαλία αναλαμβάνει ως ηγούμενος την διοίκηση της Μονής του Αγίου Νικολάου, πλησίον των εκβολών του Πηνειού, η οποία ήτο μετόχι της Μονής των Μαρμαριανών. Μετά από χρόνου διάστημα, όταν εκοιμήθη ο ηγούμενος της Μονής Μαρμαριανών, (εκ πολυχρονίου αρρωστίας) τον διαδέχθηκε ο Κυπριανός. Παρέμεινε ως ηγούμενος αρκετά χρόνια έως το 1318, όπου προκρίθηκε να πληρώσει το θρόνο της χηρευούσης θέσεως του Μητροπολίτου Λαρίσης.
Η Μονή Μαρμαριανών(77) ήταν το μεγαλύτερο μοναστήρι της Μητροπόλεως Λαρίσης. Πλούσιο σε περιουσία και σε πνευματικότητα. Είχε αρκετούς μοναχούς, υποστατικά, μετόχια και καλή οργάνωση. Η επιρροή του στα εκκλησιαστικά θέματα των επισκοπών, (λ.χ. Χαρμενών) και στα μοναστικά ζητήματα του Όρους των Κελλίων ήτο δεδομένη, εύλογη και επιβαλλόμενη. Ο βιογράφος του Αγίου Κυπριανού, Αντώνιος, σαφέστατα επεκτείνει (ως καταδεικνύει και ο κ. Στ. Γουλούλης) την υπεροχή της Πατριαρχικής Μονής στην πνευματική ακτινοβολία των χαρισματούχων Μοναστών, «τον αφανή πλούτον την πνευματικήν δηλαδή πολιτείαν» των μοναχών της.
Εν ολίγοις, η παρουσία του Αγίου Κυπριανού, ο οποίος είναι το μόνο γνωστό πρόσωπο της Μονής, εντοπίζεται προς τα τέλη του 13ου αι. με αρχές του 14ου αι. Ήτο εκ προγόνων σημαντικός και πνευματικός άνδρας ώστε η απουσία του στο Άγιο Όρος
—————————————————————————————————————–
(76).- H. Hunger – O. Kresten, Register ………, 386, στ. 89-90.
(77).- ΜΑΡΜΑΡΙΑΝΟΙ: Μοναστήρι στο σημερινό χωριό Μαρμαρίνη της Όσσας, 18 χλμ. περίπου βορειοανατολικά της Λάρισας.
Ιστορικά: Το όνομα του Μοναστηριού προέρχεται από το σπάσιμο των μαρμάρων στο Μόψιο όρος, 3 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά των Μαρμαριάνων. Το πατριαρχικό αυτό Μοναστήρι επέκρινε συνεχώς τις παραβιάσεις του μητροπολίτη της Λάρισας. Για αυτόν τον λόγο, ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΓ΄ απαγόρεψε στα 1318 το μητροπολίτη της Λάρισας και τον επίσκοπο της Χάρμαινας να ενοχλούν το Μοναστήρι. Πιθανόν να είναι ταυτόσημο με το Μαρμαρίτζιον.
Βιβλιογραφία: Μ.Μ. Ι, 85-88. Dolger: Reg. 1626, 1807, 1808, 2403. Laurent: Reg. 1292.
να θεωρηθεί απώλεια, «οίον εν χερσίν έχοντες απώλεσαν θησαυρόν». Και ενώ μετακαλείται, «ούκ ήν απειθής» τίθεται επί την λυχνίαν και ποδηγετεί την Μητρόπολιν της δευτέρας Θετταλίας και πάσης Ελλάδος. Η θέση μάλιστα του ηγουμένου της Πατριαρχικής Μονής και το όνομα ίσως του Κυπριανού εμπνέει την εμπιστοσύνη στην τοπική άρχουσα τάξη, ώστε λίγο πριν εκλεγεί μητροπολίτης ο Κυπριανός, αναλαμβάνει την κηδεμονία του υιού του αποθανόντος τοπάρχη της Θεσσαλίας Ιωάννης Β΄ Αγγέλου(78).
Η Διαμάχη:
Το υπόμνημα – διάγνωση του πατριάρχου Ιωάννη ΙΓ΄ του Γλυκέως (Οκτ. 1318) εξεδίκασε την διαμάχη μεταξύ της Μονής Μαρμαριανών και της Μητροπόλεως Λαρίσης. Θέμα του συνοδικού σημειώματος η εξακρίβωση της σταυροπηγιακής ιδιότητας και υπαγωγή της Μονής στο Πατριαρχείο.
Ο Μητροπολίτης Λαρίσης Κυπριανός (πρώην ηγούμενος της Μονής Μαρμαριανών) μόλις εξελέγει, περί το 1318, αντιμετώπισε την άρνηση των πιστών να τον δεχθούν ως ποιμένα τους. Ο λόγος ήταν ότι επροβάλλετο ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης, το οποίο δεν ενέκρινε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
(βλ. αν υπήρξε κενό χηρείας Λαρίσης πριν το 1318;).
Ο Κυπριανός λαμβάνει την άδεια του Πατριαρχείου (Αύγουστος 1318) να εγκατασταθεί στην επισκοπή Χαρμαινών, η οποία ευρίσκετο κοντά στην Μονή Μαρμαριανών, «πλησιοχωρούντα της Χαρμαίνης επίσκοπον». Η επισκοπή αναφέρεται στα τακτικά από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα(79) και εκδοτήριον γράμμα του 1277 την τοποθετεί στις υπώρειες του Κισσάβου(80) «τω εις την Χάρμαιναν διακειμένω υπό τους πρόποδας του Κισσάβου».
Από την θέση αυτή ο Κυπριανός εκδηλώνει την πρόθεση να ελέγχει την Μονή των Μαρμαριανών, εισχωρώντας στην πνευματική και οικονομική κυρίως διοίκηση.
Οι μοναχοί αντέδρασαν στο καθεστώς που με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, η Μονή υπαγόταν στη Μητρόπολη Λαρίσης. Κατέφυγαν στο Πατριαρχείο, το οποίο δια συνοδικής αποφάσεως (Οκτώβριος 1318) αναλαμβάνει τον έλεγχο της Μονής(81), κατά το παλαιόν δικαίωμα, «Βασιλικήν ούσαν άμα και Πατριαρχικήν».
——————————————————————————————————-
(78).- P. Magdalino, History of Thessaly, 158 κ.ε.
(79).- Ν. Παπαδημητρίου, «Η επισκοπή Χαρμέ(αι)νης ή Χαρμέ(αι)νων (Ι΄ – ΙΔ΄) αι.» Αθήναι 1981, 382-389.
(80).- F. Miklosich – J. Muller, Acta et Diplomata, IV, 424.
(81).- H.Hunger – O. Kresten, Register 382, στ. 29-30, 386, στ. 94 κ.ε.
Ενώ λοιπόν, ο Κυπριανός είχε νομοκανονική κάλυψη και δια μέσου της Μονής θα εστηρίζετο ως Μητροπολίτης στην αείποτε στασιάζουσα Λάρισα, ο διχασμός ως πολιτικό συμφέρον μεταξύ Πατριαρχείου και τοπικής κοινωνίας του προσέθεσε ταλαιπωρίες, μέχρι του σημείου να εγκατασταθεί στα Τρίκαλα όπου η θέση του επισκόπου ήτο κενή, ποιμένοντας ως Μητροπολίτης δευτέρας Θεσσαλίας, την Μητρόπολή του εξ αποστάσεως.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ:
Το Μοναστήρι των Μαρμαριανών ίσως να ευρίσκεται κοντά στην Μαρμάριανη της Αγιάς που βρίσκεται στις δυτικές υπώρειες της Όσσας, σε απόσταση 17 χλμ. από την Λάρισα. Από την Μαρμάριανη απέχουν 7 χλμ. τα λατομεία της Χασάμπαλης, του
γνωστού Πράσινου Λίθου (verde antico), τα οποία λειτουργούσαν από τον 2ο – 3ο έως και 11ο αιώνα μ.Χ. προμηθεύοντας Ατράκιο μάρμαρο στην Αγία Σοφία Κων/λεως, τα ανάκτορα και τις αυτοκρατορικές σαρκοφάγους. Ίσως λοιπόν το Μοναστήρι και το χωριό να οφείλουν το όνομά τους στο λατομείο και στους μαρμαροτεχνίτες «Μαρμάριοι», «Μαρμάρια» με την κατάληξη –άνος ή την λατινογενή –ιανη.
Η περιοχή της Μαρμάριανης άλλωστε κείται σε στρατηγικό κόμβο. Ανάμεσα στην Όσσα (ανατολικά), την λίμνη Κάρλα (νότια), το όρος Μόψιον όπου τα λατομεία (βόρεια), και την πεδιάδα (δυτικά). Από την περιοχή περνούσε η στρατιωτική οδός (Ελληνιστική εποχή) Λαρίσης –Μελίβοιας, και στα Βυζαντινά χρόνια ο δημόσιος δρόμος Τεμπών – Συκουρίου – Αγίου Νικολάου Φονιά –Καστρίου, με κατάληξη την Δημητριάδα. Μια ορεινή οδός των μυκηναϊκών χρόνων συνέδεε την Μαρμάριανη με την Σπηλιά. Σημαντικό δια την ιστορικότητα της Μαρμάριανης είναι το γεγονός ότι στα δυτικά του χωριού (Μέγας Λάκκος) διατηρείται προϊστορικός οικισμός, έχουν εντοπισθεί στρώματα από την νεότερη νεολιθική εποχή, την πρώιμη χαλκοκρατία και την μυκηναϊκή περίοδο. «The Tholos Tombs of Marmariani», των W. Heurtley και T. Scott, σημειώνουν τάφους της γεωμετρικής εποχής. Ο ρωμαϊκός οικισμός διατηρείται σε μεγάλη έκταση προς τα δυτικά του χωριού. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 απεκαλύφθη θεμέλιο βυζαντινού μνημείου (ρέμα του Λάκκου) ένα χιλιόμετρο δυτικά του χωριού, στη θέση «Μύλος του Μπέη». Πρόκειται για μέρος Βυζαντινού Ναού με τοιχογραφίες ανεικονικού διακόσμου, αδημοσίευτες. Στο χώρο αυτό διακρίνονται ίχνη πλακόστρωτου δρόμου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το χωριό είχε το όνομα «Ντεϊρμέν-ντερέ», (κοιλάδα των Μύλων), κατοικούμενο από Τούρκους αποκλειστικά και διατηρώντας το ελληνικό όνομα Μαρμάρι (1569/70). Το 1880 είχε 80 κατοίκους και το 1881 στην πρώτη απογραφή ήταν 120.
Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων Αγιάς(68) (Σχεδ. 24-25.)
Βρίσκονται 10 χλμ. Περίπου ανατολικά από την Αγιά, κοντά στον παλαιό δρόμο που οδηγεί από την Αγιά στον Αγιόκαμπο, απέναντι από την ομώνυμη μονή των Αγίων Αναργύρων(69). Το μοναστήρι είναι κτισμένο δίπλα σε ένα ρυάκι με πανύψηλα πλατάνια στο χαμηλό ξέφωτο μιας στενής χαράδρας και στους απότομους βράχους που βρίσκονται στα ανατολικά του είναι σκαρφαλωμένα τα ασκηταριά. Πρόκειται για δύο ναΰδρια – το κυρίως ασκηταριό και ένα μικρό θολωτό ναΐσκο – καθώς και για τα ησυχαστήρια που βρίσκονται στα φυσικά κοιλώματα των γύρω βράχων.
1.- Το κυρίως ασκηταριό. Μια υποτυπώδης κλίμακα – αλλού κτιστή και αλλού λαξεμένη στο βράχο – ξεκινά από την όχθη του ρυακιού(70) και ανεβαίνοντας σχεδόν κατακόρυφα, οδηγεί σε μια εξέδρα του βράχου, που στα ανατολικά της ανοίγεται μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα σπηλαίου. Στ βορειοδυτικό τμήμα της αίθουσας αυτής, το οποίο έχει και το μεγαλύτερο ύψος είναι κτισμένο το ασκηταριό ενώ το υπόλοιπο χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο.
Το ασκηταριό αποτελείται από τρία συνεχόμενα μονοθάλαμα ναΰδρια (Σχεδ. 24) και ανήκει στην Τρίτη κατηγορία, δηλαδή τα ίδια τα τοιχώματα του βράχου και κατακόρυφοι κτιστοί τοίχοι διαμορφώνουν μέσα στο σπήλαιο το κτίσμα.
Ένας τοίχος, ο οποίος βρίσκεται λίγο πίσω από το άνοιγμα του σπηλαίου, έτσι ώστε να εξοικονομείται αρκετός υπαίθριος χώρος μπροστά από το ασκηταριό, φράσσει σχεδόν ολόκληρη την είσοδό του και αποτελεί τον κοινό δυτικό τοίχο των ναϋδρίων (Πιν. 58 α). Ο τοίχος αυτός έχει τρεις εισόδους – μία για κάθε ναΐσκο – και στα πλάγια της κεντρικής φέρει δύο τυφλά αψιδώματα, που ζωογονούν τη μόνη ορατή –τη δυτική – όψη του κτίσματος. Στα τυφλά αυτά αψιδώματα και στις υπόλοιπες εξωτερικές επιφάνειες διατηρούνται τμήματα τοιχογραφιών, που δείχνουν ότι τα ναΰδρια είχαν εξωτερική τοιχογράφηση.
—————————————————————————————————————–
(68).- Νικ. Νικονάνος, Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας, από το 10ο αιώνα – 1393, Αθήναι, 1979, σ. 125-128. Ο ίδιος, ΑΔ 26 (1971):Χρονικά, σ. 308 και ΑΔ 27 (1972):Χρονικά, σ. 422. Πρβλ. J. Koder – F. Hild, Hellas und Thessalia, σ. 122.
(69).- ΑΔ 26 (1971):Χρονικά, σ. 308.
(70).- Για την προτίμηση των ασκητών να κατοικούν σε σπήλαια που βρίσκονται κοντά σε ρυάκι πρβλ. Π. Βοκοτόπουλος, Λάτρος, ΕΕΒΣ ΛΕ΄ (1967), σ. 99. Το νερό, τα δένδρα και η θέα, τα οποία υπάρχουν στα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων, είναι τρία στοιχεία που βαραίνουν πολύ στην επιλογή της θέσης μιας μονής ή ενός ναού. Εξάλλου, εκτός από το γεγονός ότι τα περισσότερα μνημεία βρίσκονται στα ωραιότερα μέρη της Ελλάδος με νερό, δένδρα και θέα, και κείμενα μας μιλούν για την προτίμηση των Βυζαντινών να κτίζουν τις εκκλησίες τους και τα μοναστήρια σε τέτοιες θέσεις. Βλ. Επιστολαί Μ. Βασιλείου, τ. Ι, Paris, 1957, σ. 42 κ.έ. (έκδ. Yves Courtonne). Βίος Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99, στ. 121. Πρβλ. και Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Σημάδια του τόπου ή η λογική του ελληνικού τοπίου, Χρονικό ’74, Έκδοση του καλλ. και πνευμ. κέντρου «ΩΡΑ», Αθήναι, Σεπτ. ’73 – Αυγ.’74, σ. 16 κ.ε., όπου επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά – νερό, δένδρα και θέα – αποτελούν χαρακτηριστικά των ιερών τόπων.
Κάθε μια από τις τρεις εισόδους οδηγεί σε ένα στενόμακρο ναΰδριο το οποίο ανατολικά απολήγει σε ημικυκλική κόγχη. Οι διαστάσεις τους είναι: 2,20 Χ 3,90 μ. του βόρειου, 3,60 Χ 5,20 μ. του κεντρικού και 2,00 Χ 6,20 μ. του νότιου. Η κάτοψη στο κάθε ένα έχει σχήμα ορθογώνιο αρκετά ακανόνιστο. Η οροφή και των τριών, καθώς και η βόρεια πλευρά του βόρειου παρεκκλησίου, είναι ο ίδιος ο φυσικός βράχος ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι είναι κτιστοί. Το κεντρικό φέρει στη δυτική πλευρά του βόρειου και νότιου τοίχου από ένα τοξωτό άνοιγμα, για να εξασφαλίζεται η επικοινωνία μεταξύ των τριών χώρων (Πιν. 58 β).
Η τοιχοδομία του κοινού δυτικού τοίχου είναι πλινθοπερίκλειστη σε πολύ ελεύθερη απόδοση. Χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και αδρά δουλεμένοι λίθοι. Οι διαχωριστικές πλίνθοι έχουν πάχος 0,035 ως 0,04 μ. Αντίθετα, οι υπόλοιποι τοίχοι, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, έχουν πιο αμελή κατασκευή και κατά το μεγαλύτερό τους τμήμα είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή. Οι τεχνίτες δηλαδή, ενώ πρόσεξαν τη δυτική όψη που φαίνεται από έξω – τοιχοδομία, πλαστική διάρθρωση με αψιδώματα και εναλλαγή πλήρους και κενού με τοξωτά ανοίγματα – , στους εσωτερικούς τοίχους δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο, γιατί προφανώς είχαν προγραμματίσει την άμεση τοιχογράφηση. Πράγματι, εκτός από τις μεταγενέστερες εξωτερικές τοιχογραφίες, στο εσωτερικό τους και οι τρεις ναΐσκοι διατηρούν πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα τέλη του 12ου και το 13ο αιώνα ως το 16ο αιώνα και δηλώνουν ότι από το 12ο αιώνα τα ναΰδρια ήταν σε χρήση (Πιν. 59 α-β).
2.- Το θολωτό ναΰδριο. Βρίσκεται κάπως υψηλότερα και νοτιότερα από το κυρίως ασκηταριό.
Είναι κτισμένο ως ανεξάρτητος ναΐσκος μέσα σε φυσική κοιλότητα (Πιν. 60 α) και μόνο ο βόρειος και ανατολικός κάθετος τοίχος εφάπτονται στο βράχο (β΄ κατηγορία).
Το ασκηταριό αποτελείται από δύο τμήματα (Σχεδ. 25). Ο πρώτος χώρος στην κάτοψη έχει σχήμα ορθογώνιο ακανόνιστο, με πλάτος 1,80 και μήκος 2,58 μ. στη βόρεια πλευρά και 2,70 μ. στη νότια. Στην ανωδομή σχηματίζονται τέσσερα ρηχά τόξα που ανακρατούν το χαμηλό θόλο και δίνουν στο κτίσμα τη μορφή συνεπτυγμένου σταυρικού ναού. Δυτικά φέρει τοξωτή είσοδο και ανατολικά απολήγει σε μικρή κόγχη που διαμορφώνεται μέσα στο πάχος του τοίχου.
Το δεύτερο τμήμα είναι ένας στενόμακρος καμαροσκέπαστος χώρος που προσκολλάται στη βόρεια πλευρά και χρησίμευε για ταφές. Το μήκος του είναι 1,85 μ., το πλάτος του κυμαίνεται από 0,56 ως 0,70 μ. και στο δάπεδό του φέρει σκάμμα με βάθος 0,40 μ. περίπου(71).
Η τοιχοδομία σε ολόκληρο το κτίσμα είναι από αργολιθοδομή εκτός από τα τόξα και το θόλο, όπου χρησιμοποιούνται πλακοειδείς λίθοι και πωρόλιθοι. Εξωτερικά η δυτική όψη είναι καλοκτισμένη (Πιν. 60 β), ενώ η νότια πλευρά και η στέγη είναι αδιαμόρφωτες.
Στο εσωτερικό υπήρχαν τοιχογραφίες, αλλά σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα ίχνη.
3.- Ησυχαστήρια. Είναι μικρές φυσικές κοιλότητες που βρίσκονται στους γύρω βράχους και αποτελούν τα ησυχαστήρια των αναχωρητών. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις οι κοιλότητες αυτές έχουν στην είσοδό τους τοιχία από αργολιθοδομή, που τεκμηριώνουν τη χρήση τους.
Η ύπαρξη των ησυχαστηρίων αυτών δηλώνει πως στους βράχους δεξιά και αριστερά από τη χαράδρα με το ρυάκι ζούσαν αρκετοί αναχωρητές και ταυτόχρονα παρέχει βάσιμες ενδείξεις ότι το κυρίως ασκηταριό – οι τρεις συνεχόμενοι ναΐσκοι στη σπηλιά – ήταν πιθανότατα το «Κυριακόν» σε μια υποτυπώδη οργάνωση ελεύθερων ασκητών. Στην άποψη αυτή συνηγορούν: α) το άρτιο αρχιτεκτονικό σύνολο του ασκηταριού, β) η φροντισμένη κλίμακα ανόδου, γ) η ύπαρξη της εξέδρας έξω από το δυτικό τοίχο των ναΐσκων, η οποία καθώς καλύπτεται από το βράχο και προστατεύεται στην άκρη από κτιστό πεζούλι δημιουργεί ένα είδος ανοικτού προστώου (Σχεδ. 25. Πιν. 58 α), δ) η συνεχής μέριμνα των μοναχών να ανανεώνουν και να συμπληρώνουν την τοιχογράφηση και ε) το γεγονός ότι οι ελεύθεροι αυτοί ασκητές συγκρότησαν αργότερα – το 17ο αιώνα – κάτω στο ξέφωτο της χαράδρας την ομώνυμη μονή και το ασκηταριό μεταβλήθηκε σε παρεκκλήσι.
Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στη θέση Παλαιομονάστηρο / Μονόπετρο Β΄.
Στην περιοχή των γνωστών από τον Ν. Νικονάνο(1) λειψάνων μοναστηριακού πύργου διεξήψθη ανασκαφική έρευνα από την 7η Ε.Β.Α. και αποκαλύφθηκαν τα ερείπια μονής.
Το καθολικό αποτελείται από τον κυρίως ναό και ένα μεταγενέστερο νάρθηκα.
—————————————————————————————————————–
(71).- Είναι πολύ πιθανό το κτίσμα αυτό με το ναΰδριο και τον ταφικό χώρο να κτίστηκε μετά το θάνατο του ασκητή που ζούσε σ’ αυτή τη φυσική κοιλότητα του βράχου. Ανάλογο παράδειγμα υπάρχει και στο ασκηταριό του Αγίου Θεοδώρου στα Σέρβια. Βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Μνημεία Σερβίων, σ. 114.
(1).- Ν. Νικονάνος ΑΘΜ 1973, 46-48, του ιδίου Θεσσαλία 1970, ΧΑΔ τομ. 26 (1971) Ανάτυπον, Αθήναι 1975, σελ. 307-308, Koder – Hild 1976, 82-83 (προσθήκη Δ. Αγραφιώτη).
Ο κυρίως ναός, εξωτερικών διαστάσεων, χωρίς την ημικυκλική κόγχη του ιερού, 5,55 Χ 8,20 μ., είναι μονόχωρος δρομικός. Τα δύο ζεύγη παραστάδων που διάρθρωναν την εσωτερική επιφάνεια του βόρειου και του νότιου τοίχου του ναού, έφεραν, όπως φαίνεται, δύο σφενδόνια τα οποία διαιρούσαν το χώρο σε τρια μέρη. Το μεσαίο ήταν αισθητά στενότερο από τα δύο ακραία (1,10 έναντι 2,10 και 2,25 μ.). Ο ναός πιθανότατα καλυπτόταν με ημικυλινδρικό θόλο και ο νάρθηκας με άγνωστης μορφής θολοδομία. Οι τοίχοι του μνημείου ήταν από προσεκτικά αρμολογημένη αργολιθοδομή από αργούς λίθους και πλίνθους, οι οποίες κατά τόπους σχηματίζουν σειρές. Οι πλάγιες όψεις του ήταν διαρθρωμένες με τέσσερις παραστάδες, από τις οποίες οι δύο μεσαίες αντιστοιχούσαν σε αντιστοιχία που, όπως φαίνεται, δημιουργούσαν άνισου πλάτους τυφλά αψιδώματα με απλή υποχώρηση. Στους πλάγιους τοίχους του νάρθηκα ήταν διαμορφωμένα αρκοσόλια. Το δάπεδο του ναού ήταν μαρμαροθετημένο. Στα κρημνίσματα βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, μεταξύ των οποίων τεμάχια ενός επιστυλίου τέμπλου, και τμήματα ζεύξεων ορθομαρμαρώσεως, με διάκοσμο μορφής σχοινίου ή αστραγάλου, τα οποία, όμως, προέρχονται πιθανότατα από παλαιότερο κτήριο και βρίσκονται εδώ σε δεύτερη χρήη. Η χρονολόγηση του ναού δεν είναι με τα διαθέσιμα στοιχεία εύκολη. Με επιφύλαξη αυτός θα μπορούσε να τοποθετηθεί στον 11ο αιώνα.
Στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου ερευνήθηκε κτίριο, που έχει σε κάτοψη σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου με διαστάσεις 5,45Χ6,40 μ. Οι τοίχοι του έχουν προσεγμένη κατασκευή αλλά δεν φαίνεται πιθανόν ότι ήταν οχυρωματικός πύργος, καθώς το μικρό πάχος των τοίχων και η ισχυρή κλίση του δαπέδου συνηγορούν υπέρ της πιθανότητας να ήταν ληνός.
Σε απόσταση 300 μ. από το παραπάνω μνημείο, στη βόρεια πλευρά του ρέματος, εντοπίσθηκε δεύτερη βυζαντινή μονή(2), τα πενιχρά ερείπια της οποίας ισοπεδώθηκαν το 2005, κατά την δημιουργία πλατώματος για τις ανάγκες της υλοτομίας.
Ακρωτήριο Δερματάς. Ανώνυμη Μονή στη θέση Λουτρός Μελιβοίας
Ο περίβολος της Μονής, που ανασκάφηκε το 1986-87(3), έχει σε κάτοψη σχήμα τραπεζίου με διαστάσεις 35 ως 38Χ30 ως 37 μ. Το καθολικό αποτελείται από τον κυρίως ναό και τον σύγχρονο με αυτόν νάρθηκα. Καθώς ο νάρθηκας έχει πλάτος
—————————————————————————————————————–
(2).- Σ. Σδρόλια 2006, 413, θέση αρ. 22.
(3).- Koder – Hild 1976, 71 (προσθήκη Δ. Αγραφιωτη), Αγραφιώτης 1994, 425, Δεριζιώτης 1997, 44, Σδρόλια 2006, 406-407. Το 2005 το μνημείο υπέστη μεγάλες φθορές από βανδαλισμό.
ελαφρά μεγαλύτερο από το πλάτος του ναού, το κτίριο έχει σε κάτοψη σχήμα Τ. Το συνολικό του μήκος είναι 14,00 μ. και το πλάτος του 6,40 μ. στο ναό και 7,20 μ. στο νάρθηκα. Εξ αιτίας της κλίσης του εδάφους, ο ναός γίνεται στο ανατολικό του άκρο διώροφος. Στην κατώτερη στάθμη του περιλαμβάνει δύο εν σειρά διατεταγμένους στενούς χώρους που καλύπτονται με ημικυλινδρικούς θόλους. Ο ναός είναι μονόχωρος δρομικός. Από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι αυτός καλυπτόταν με ημικυλινδρικό θόλο ενισχυμένο από δύο σφενδόνια, τα οποία χώριζαν το χώρο σε τρία τμήματα από τα οποία το μεσαίο ήταν αισθητά μεγαλύτερο από τα δύο ίσα μεταξυ τους ακραία. Η κάλυψη του νάρθηκα γινόταν πιθανώς με τρία σταυροθόλια ή τρία φουρνικά. Οι τοίχοι του μνημείου ήταν από αργούς πλακοειδής λίθους και πλίνθους τοποθετημένες κυρίως οριζοντίως. Οι όψεις του ήταν διαρθρωμένες με αβαθή τυφλά αψιδώματα με διπλή υποχώρηση. Το δάπεδό του ήταν στρωμένο με πήλινες πλάκες. Στο εσωτερικό τόσο του ναού όσο και του νάρθηκα υπήρχαν πολυάριθμοι τάφοι. Ο ναός είχε σημαντικό ζωγραφικό διάκοσμο, από τον οποίο σώθηκαν μεν κατά χώραν μόνον οι ποδέες, αλλά αρκετά σπαράγματά του βρέθηκαν στην ανασκαφή. Η οικοδόμηση του καθολικού της Μονής στη θέση Λουτρός θα μπορούσε, βάσει συγκρίσεων με άλλα μνημεία της περιοχής, όπως ο τρίκογχος ναός του Κόκκινου Νερού και η Παναγία Βελίκα, να τοποθετηθεί με επιφύλαξη στο 12ο αιώνα.
Κόκκινο Νερό. Ανώνυμος ναός στο οικόπεδο Γ. Τσανάκα
Από το μνημείο(1), σώζεται σήμερα μικρό τμήμα, στην περιοχή της βορειοανατολικής του γωνίας, εγκλωβισμένο μέσα σε νεώτερες κατασκευές. Η αναπαράσταση της κατόψεώς του που επιχειρείται εδώ, βασίζεται σε συνοπτική αποτύπωση των λειψάνων του και σε ένα ελλιπές αλλά πολύτιμο δημοσιευμέο σχέδιο αποτυπώσεως του μνημείου που έγινε κατά την ανασκαφή του(2). Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων (6,20Χ6,90 μ.) απλό τετρακιόνιο ή, το πιθανότερο, δικιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό, με μεταγενέστερο νάρθηκα εσωτερικών διαστάσεων 4,90Χ3,10 μ. προσκολλημένο στα δυτικά του. Η κόγχη του αγίου βήματος του ναού ήταν εξωτερικά τρίπλευρη, ενώ εκείνες των παραβημάτων ημικυκλικές. Οι όψεις του φαίνεται ότι ήταν επίπεδες και αδιάρθρωτες. Οι τοίχοι του μνημείου ήταν κτισμένοι από αργούς λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν στους οριζόντιους αρμούς
—————————————————————————————————————–
(1).- Λ. Δεριζιώτης ΑΔ 31 (1976) 187-188, πιν. Γ, 137 γ, ο ίδιος, ΑΔ 33 1978, 174, Γιαννακέρη 1987, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή τέχνη, αρ. 23, αρ. 24 (Σ. Χούλια). Βλ. και Σδρόλια 2000, 198-199.
(2).- Σδρόλια 2000, σχ. 2.
σειρές πλίνθων και στους κατακόρυφους ακανόνιστα τοποθετημένοι πλίνθοι και πλινθία, σε μια διάταξη που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος αμελούς πλινθοπερίκλειστου συστήματος δομής. Στο εσωτερικό του κτηρίου παραστάδες υπήρχαν μόνο στον ανατολικό και στο δυτικό τοίχο. Ο ναός είχε μαρμάρινο διάκοσμο και τοιχογραφίες, σε δύο πιθανώς στρώματα. Με βάση τα λείψανα των τοιχογραφιών του το μνημείο έχει χρονολογηθεί στον 11ο ή στο 12ο αιώνα(3). Η πρώτη χρονολογία φαίνεται ότι συνάδει περισσότερο με το χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής του, αν και σε ένα μικρό και ταπεινό μνημείο, όπως αυτό, διαπιστώσεις του είδους αυτού είναι πολύ επισφαλείς.
Το Ασκηταριό της Αναλήψεως – Αετολόφου
Πάνω από το χωριό, νοτιοδυτικά στην πλαγιά του λόφου «Αετός», ένα μικρό φυσικό σπήλαιο μετατράπηκε σε ασκητήριο μοναχών. Εσωτερικά το κοίλωμα του βράχου δεν έχει μετατραπεί. Χτίστηκε όμως στην είσοδο του τοίχος και αφέθηκε μια μικρή είσοδος. Στη θέση της επιχρισμένης κόγχης λίγα ίχνη μαρτυρούν την ύπαρξη τοιχογραφιών. Κατά τον Νικ. Νικονάνο υπάρχουν δύο στρώματα …….. (Βυζ. Ναοί της Θεσσαλίας …., Αθήνα 1979 σελ. 129). Το αρχικό, πρέπει να ανάγεται στα Βυζαντινά χρόνια (9ος -1204 μ.Χ.).
Είναι ένα χαμηλό μακρόστενο σπήλαιο με ανώμαλες πλευρές που προχωρεί 3,35 μ. μέσα στο βράχο. Το μεγαλύτερο πλάτος του, στο μέσο περίπου του μήκους του είναι 1,22 μ. και το ύψος του 2 μ. περίπου. Το άνοιγμά του είναι 1,40 μ. και φράσσεται με τοίχο που φέρει στο μέσο είσοδο. Το εσωτερικό του αποτελείται από το φυσικό βράχο, εκτός από ένα τμήμα του στην ανατολική πλευρά με επιχρισμένα τοιχώματα όπου υπάρχει η παράσταση της Δέησης.
ΠΑΛΙΟΥΡΙΑΣ – ΤΑΡΣΑΝΑΣ(1)
Βορειότερα από την Αθανάτη κατεβαίνει από τον Κίσσαβο(2) (Όσσα) ένας ορμητικός χείμαρρος, ο Παλιουριάς(3) που χύνεται στη θάλασσα στη θέση Ταρσανάς. Εδώ – στον Ταρσανά – οι περισσότεροι ερευνητές τοποθετούν την μαγνητική πολίχνη Ρίζους(4), που συνοικίστηκε στην Δημητριάδα(5).
—————————————————————————————————————–
(3).- Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή τέχνη, αρ. 23, 24 (Σ. Χούλια).
(1).- Αρχ. Θεσσ. Μελ. Τομ. Β΄, Βόλος 1973.
(2).- Από τον 11ο αι. η Όσσα είναι γνωστή ως Κίσσαβος. Βλ. Άννης Κομνηνής, Αλεξιάς, Ε, 5,3.
(3).- Ν. Γεωργιάδου, ό.π., σελ. 144-145. Fr. Stahlin, ό.π., σελ. 49. Γ. Κορδάτου, ό.π., σελ. 501.
(4).- A.J.B. Wace, The Topograghy of Pelion and Magnesia, JHS 26 (1906) 147. Fr. Stahlin, ό.π., σελ. 48-49. Ν. Παπαχατζή, ό.π., σελ. 18.
(5).- Fr. Stahlin, ό.π., σελ. 68.
Ανεξάρτητα όμως από την ταύτιση του Ταρσανά με τον Ριζούντα, που οπωσδήποτε θα παραμένει επισφαλής μέχρι να βρεθούν επιγραφικά και άλλα τεκμή-
ρια, η επισήμανση αρχαίων και βυζαντινών ερειπίων(6) στη θέση αυτή μας οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα, ότι στις εκβολές του Παλιουριά υπήρχε οικισμός, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στην βυζαντινή εποχή. Σχετικά μάλιστα με τη μεσαιωνική φάση του οικισμού αυτού πρέπει να προστεθεί, ότι στις τελευταίες έρευνες εντοπίσθηκαν, εκτός από θραύσματα βυζαντινών πλίνθων, τα ερείπια μιας δεξαμενής στα κράσπεδα του λόφου που βρίσκεται στα νότια του Ταρσανά και στα δυτικά, στη βόρεια όχθη του Παλιουριά, τα υπολείμματα μιας βυζαντινής εκκλησίας(7). Δυστυχώς η μηχανική καλλιέργεια έκανε μεγάλες ζημιές στα επιφανειακά λείψανα του ναού και δεν είναι δυνατόν σήμερα, χωρίς ανασκαφική έρευνα, να εξακριβωθεί ο αρχιτεκτονικός τύπος του μνημείου. όμως τα επίστεγα κεραμίδια, οι πλίνθοι και ιδιαίτερα τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη – θραύσματα θυρωμάτων, θωρακίων, κιονίσκων του τέμπλου κ.λ.π. – μας πείθουν, ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον βυζαντινό κτίσμα. Συγκεκριμένα η Αρχαιολόγος κ. Σ. Σδρόλια(8) αναφέρει τα εξής:
Παλιουριά, θ. Οστροβός (Αγία Παρασκευή)
Ο βυζαντινός ναός που υπήρχε στη θέση αυτή (κτήμα Αποστόλου Χαρατσή) ισοπεδώθηκε στ τέλη της δεκαετίας του 1980(9). Διασώθηκαν τμήματα γλυπτών στην Αρχαιολογική Συλλογή Αγιάς, όπως ανάγλυφα επιθήματα αμφικιονίσκων(10), καθώς και εγχάρακτη κεραμική με ζώα και πουλιά του 12ου αιώνα.
Παλιουριά, κτήμα Γουργιώτη
Μεγάλος ναός έχει επισημανθεί από παλιά στη βόρεια όχθη του χειμάρρου Παλιουριά (1 χλμ. στα δυτικά της παραλιακής θέσης Ταρσανάς), στον οποίο οι καλλιεργητικές εργασίες έχουν προξενήσει μεγάλες φθορές. Πολλά γλυπτά έχουν μεταφερθεί κατά καιρούς στην Αγιά (τμήματα κιονοκράνων, θυρωμάτων κ.α., με σπουδαιότερο τμήμα επιστυλίου τέμπλου με ανθεμωτή διακόσμηση, που ανασύρθηκε από τον παρακείμενο χείμαρρο).
Παλιουριά. Συγκρότημα ληνών στον αγρό Γ. Πλάδα
Στην Παλιουριά ανασκάφηκε το 1998 από την 7η ΕΒΑ ένας μεγάλος μεσαιωνικός ληνός. Πρόκειται για προσεγμένης κατασκευής κτήριο με τοίχους κτι-
—————————————————————————————————————-
(6).- Ν. Γεωργιάδου, ό.π., σελ. 145.
(7).- Ν. Νικονάνου, ΑΔ 25 (1970), Χρονικά, σελ.292.
(8).- Σταύρος Μαμαλούκος – Σταυρούλα Σδρόλια, Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, 2, Πρακτικά (2008).
(9).- Αγραφιώτης 1994, 424.
(10).- Σδρόλια 2006, εικ. 6.
σμένους από αργούς λίθους και πλίνθους, που διέθετε ανοικτή δεξαμενή για το πάτημα των σταφυλιών και κτιστό υπολήνιο. Ο ληνός της Παλιουριάς παρουσιάζει ιδιαίτερο ανδιαφέρον, καθώς αποτελεί σπάνιο δείγμα κτηρίου που σχετίζεται με μια παραγωγική δραστηριότητα στην περιοχή. Άλλο ένα τμήμα ληνού εντοπίσθηκε νοτιότερα, στη θ. Καρούτα, όπου υπήρχαν και άλλα παρόμοια, κατά την παράδοση.
ΣΚΗΤΗ – ΚΑΣΤΡΟ(1)
Στη μέση περίπου της διαδρομής από τον Αγιόκαμπο προς την Αγιά συναντάει κανείς αμέσως μετά το χωριό Σκήτη(2) έναν απότομο και υψηλό λόφο, ο οποίος στην κορυφή του σχηματίζει ένα ευρύχωρο πλάτωμα που οι ντόπιοι το λένε «Κάστρο». Στο πλάτωμα αυτό διατηρούνται ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση ισχυρά τείχη σε μήκος περίπου δύο χιλιομέτρων, υπολείμματα πύργων, τα ερείπια μιας δεξαμενής, πολλά ίχνη τοίχων που ανήκουν σε διάφορα κτίσματα και ένα πλήθος από θραυσματα βυζαντινών κεραμιδιών και οπτοπλίνθων. Το σωζόμενο ύψος στα τείχη φτάνει τα 3μ., ενώ ένας τετράγωνος πύργος στη νότια πλευρά έχει ύψος 6 μ. περίπου. Η τοιχοδομία στα τείχη είναι από αργολιθοδομή, ανάμεσα στην οποία παρεμβάλλονται κομμάτια από οπτοπλίνθους.
Όπως είναι φανερό από τη σύντομη περιγραφή, τα ερείπια αυτά ανήκουν σε κάποια μεσαιωνική οχυρωμένη πόλη, η οποία μάλιστα είχε εξαιρετικά επίκαιρη θέση(3). Δέσποζε σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική πλευρά του Κισσάβου και στη βόρεια του Μαυροβουνίου και έλεγχε τον δρόμο που οδηγούσε από τον Αγιόκαμπο στον κάμπο της Λαρίσης.
Στα ερείπια αυτά ο Ν. Γεωργιάδης(4) είχε δει εντοιχισμένο αρχαίο υλικό, αλλά σήμερα χωρίς να προηγηθεί καθαρισμός του χώρου είναι αδύνατο να έρθουν στο φως οι διαδοχικές φάσεις της ζωής στη σημαντική αυτή θεσσαλική πόλη.
—————————————————————————————————————–
(1).- Ν. Νικονάνος, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τομ. Γ΄, Βόλος 1974, σελ. 174-175.
(2).- Πρόσφατα (Μάρτιος 2007) εις ανασκαφή της 7ης ΕΒΑ αρίσης η κ. Σ. Σδρόλια επεσήμανε θεμέλια Βυζαντινού Ναού.
Η Σκήτη έχει συνδεθεί με την αρχαία Μελίβοια, η οποία λανθασμένα εθεωρείτο ότι βρισκόταν στην παραλία βορειοανατολικά από το Πολυδένδρι, Βλ. Fr. Stahlin, Das Hellenische Thessalien, Amsterdam 1967 (ανατύπωση) σελ. 50 κ.ε. Ν. Γεωργιάδου, Θεσσαλία, Βόλος 1994, β΄ έκδοση, σελ. 143 κ.ε. Ν. Γιαννόπουλου, ΑΕ 1930, σελ. 169. Γ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960, σελ. 81 κ.ε. Η. Biezantz, ΑΑ 74 (1959) 78 κ.ε. Ν. Παπαχατζή, Η σημερινή θέση της τοπογραφικής μελέτης της αρχαίας Θεσσαλίας, Θεσσαλικά 2 (1959) 15.
(3).- Ο Fr. Stahlin (ό.π. σελ. 51) πιστεύει, ότι στην θέση αυτή πρέπει ν’ αναζητήσουμε την Κενταυρούπολη που τα τείχη της τα επισκεύασε ο Ιουστινιανός (Προκοπίου, Περί κτισμάτων, ΙV, 3, 13).
(4).- Ν. Γεωργιάδου, ό.π., σελ. 143.
2.- Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
(1204 – 1453)
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους στην Χώρα Αγιάς αναπτύσσονται τρεις επισκοπές της Μητροπόλεως Λαρίσης. Από τον ΙΑ΄ αιώνα καταγράφονται στα Τακτικά οι επισκοπές Βεσαίνης, Χαρμενών και Κατρίας αι οποίαι ελέγχουν πνευματικώς το Δώτιον Πεδίον τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο μισό του ΙΔ΄ αιώνα (1350 μ.Χ.).
Ταυτόχρονα η παρουσία του Όρους των Κελλίων το οποίο ακμάζει κατά τον 12ο αιώνα με τα πρώτα Μονύδρια στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου και το Πατριαρχικό Σταυροπήγιο των Μαρμαριανών νοτιοδυτικά, έχει να επιδείξει πλέον τρία οργανωμένα κοινόβια (13ος – 14ος αιώνας).
Η παρουσία των μοναχών από την περίοδο που εξετάζουμε και στην διάρκεια των μετέπειτα αιώνων, έδωσε το ιδιαίτερο πνευματικό περιεχόμενο της περιοχής.
Η περίοδος των 250 ετών της Υστεροβυζαντινής περιόδου διακρίνεται από περιπέτειες στην θεσσαλική γη και επιδρομές, Λατίνων, Φράγκων, Καταλανών, Αλβανών.
Χωρίς να αγνοούμε τις ενδοβυζαντινές διαμάχες και την Σερβοκρατία (1348-1393), παρατηρούμε ότι η περιοχή της Αγιάς λόγω των ανωμάλων καταστάσεων υπέστη πληθυσμιακή συρρίκνωση, συγχώνευση των επισκοπών, διάλυση των Ιερών Μονών που σημαίνει ερήμωση και δυστυχία. Τα γεγονότα ως πολιτικο-στρατιωτικές συγκυρίες διευκόλυναν την ειρηνική διείσδυση των Οθωμανών κατ’ αρχάς το 1386/7 μ.Χ. και την πλήρη κατάκτηση της περιοχής μας από τους Τούρκους στα χρόνια 1393 – 1423.
Η Αγιά η οποία ήτο αυτοκρατορική κτήση -επίσκεψη Βεσαίνης- και διοικούνταν από υψηλόβαθμο πολιτικο-στρατιωτικό διοικητή με τον τίτλο του Πρωτοσπαθαρίου έχουσα έντονη θρησκευτική ζωή, κατήντησε πριν να εισέλθουν οι Τούρκοι να έχει μόνον τέσσερα χριστιανικά χωριά.
Η οικονομική άνθιση και η πνευματική έξαρση μαρτυρείται από τον ικανό αριθμό μνημείων τα οποία θα παρουσιάσουμε κατωτέρω. Επιπροσθέτως, ένδειξη του οικονομικού ενδιαφέροντος της περιοχής Δωτίου ή Βεσαίνης, αποτελεί η παρουσία 100 Εβραίων στην αυτοκρατορική επίσκεψη (Βαθύρεμα) οι οποίοι πιθανότατα ησχολούντο με το εμπόριο μετάξης. Επειδή λοιπόν, ευοδούται η κοινοβιακή ζωή κατά το Βυζαντινό πρότυπο, έχουμε εξ’ επιρροής τρία μεγάλα Μοναστήρια στην Αγιάς και τρεις ναούς της αυτής περιόδου.
Νεότερα στοιχεία δια την εν λόγω περίοδο έχουμε εξ ανασκαφής του 1993 σε περιοχή στους πρόποδες του Κισσάβου. Η ανασκαφή έγινε από την 7η Ε.Β.Α. Λαρίσης και την αρχαιολόγο κ. Στ. Σδρόλια.
Ο οικισμός ευρίσκεται νοτιοανατολικά του Συκουρίου(82) και νότια του «Μεγάλου Ρέματος». Ευρέθη οργανωμένο νεκροταφείο, με ταφές που περιείχαν κτερίσματα. Χρονολογούνται στην ύστερη Βυζαντινή περίοδο και ο χώρος χαρακτηρίσθηκε αρχαιολογικός.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ …………….
α) Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Μεγαλοβρύσου (11ος – 13ος αιώνας)
β) Ι.Ν. Παναγίας Αετολόφου (11ος – 1362 μ.Χ.)
γ) Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Αγιάς (13ος αιώνας)
δ) Ι.Μ. «Παλαιομονάστηρο» – Κόκκινου Νερού Μελιβοίας (13ος αιώνας).
ε) Ι.Μ. Εισοδίων Θεοτόκου – Αγίου Παντελεήμονος Αγιάς (1292 μ.Χ. – κ.εξ.)
στ) Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Βαθυρέματος (1302 μ.Χ.)
1. ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΕΓΑΛΟΒΡΥΣΟΥ ΑΓΙΑΣ
Το Μεγαλόβρυσο βρίσκεται 7 χιλιόμετρα επάνω από την Αγιά, στις δυτικές πλαγιές του Κισσάβου(83) και λίγο πριν από την είσοδό του σε ένα πλάτωμα, με θέα προς τον κάμπο της Αγιάς, είναι κτισμένη η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου(84).
Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό μοναστηριακό συγκρότημα (Πιν. 10α), χωρίς μοναχούς σήμερα(85), στο οποίο γύρω από μια ορθογώνια εσωτερική αυλή διατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο τα διάφορα κτίσματα. Η τράπεζα, τα κελλιά, οι αποθήκες και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι σώζονται σε κακή κατάσταση και βρίσκονται στη βόρεια, δυτική και σε ένα μεγάλο μέρος της νότιας πλευράς, ενώ το καθολικό, το οποίο συντηρήθηκε πρόσφατα(86), καταλαμβάνει την υπόλοιπη νότια πλευρά και σχεδόν όλη την ανατολική.
—————————————————————————————————————–
(82).- Στην περιοχή βορείως της Μαρμάριανης, όπου το όρος Χασάμπαλη και ο κλειστός κάμπος του Συκουρίου εντοπίζεται αρχαίος οικισμός και ευρέθη μια επιτάφια Τράπεζα Μαρτύρων, μοναδική στην Θεσσαλία.
(83).- Ο Ν. Γιαννόπουλος τοποθετεί τη βυζαντινή πόλη Χάρμενα και την ομώνυμη επισκοπή στην πλαγιά αυτή – δυτική – του Κισσάβου, στη Σελίτσανη, λίγο πιο επάνω από το Μεγαλόβρυσο. Βλ. Ν. Γιαννόπουλος, Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας, Παρνασσός 11 (1915), σ. 184-185. Ο ίδιος, Μοναί Δημητριάδος Ι, σ. 219, υποσημ. 2. Ο ίδιος, Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας, Θεολογία 14 (1936), σ. 144-145. Αντίθετα ο Γ. Κορδάτος πιστεύει ότι τα Χάρμενα βρίσκονταν στον ανατολικό Κίσσαβο. Βλ. Γ. Κορδάτος, Ιστορία, σ. 461, υποσημ. 1. Τελευταία η Α. Αβραμέα διαπιστώνει πολύ ορθά ότι «δια την ακριβή θέσιν της Χαρμαίνης ουδέν θετικόν γνωρίζομεν». Βλ. Α. Αβραμέα, Βυζαντινή Θεσσαλία, σ. 181.
Σχετικά με τα Χάρμενα τα μόνα στοιχεία που έχουμε είναι οι πληροφορίες των πηγών ότι η πόλη βρισκόταν στους πρόποδες του Κισσάβου και ότι κοντά σε αυτήν ήταν κτισμένη η Μονή Μαρμαριτών, Μαρμαριανιτών ή Μαρμαριτζάνων. Βλ. Α. Αβραμέα, ό.π., σ. 179. Πρβλ. ΜΜ ΙV, σ. 426-429 και J. Koder – F. Hild, Hellas und Thessalia, σ. 139
(84).- Ευτ. Κουρκουτίδου, ΑΔ 22 (1967): Χρονικά, σ. 311.
(85).- Τα περισσότερα μοναστήρια της περιοχής Αγιάς διαλύθηκαν αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα στα 1881. Βλ. Μιλτ. Δάλλας, Η Αγιά δια μέσου των αιώνων, Αθήναι, 1937, σ. 9, 20.
(86).- ΑΔ 28 (1973): Χρονικά, σ. 376. ΑΔ 29 (1973-1974): Χρονικά (σε εκτύπωση).
Το καθολικό αποτελείται από τον κυρίως ναό, το νάρθηκα και μια ανοικτή στοά στη δυτική εξωτερική πλευρά. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, η οροφή επίπεδη, ξύλινη, και μέσα στο Ιερό και το νάρθηκα είναι συγκεντρωμένα αξιόλογα κομμάτια από ξυλόγλυπτα τέμπλα.
Με αφορμή τις εργασίες συντηρήσεως στο Καθολικό της Μονής έγιναν ορισμένες παρατηρήσεις και έρευνες που μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τις οικοδομικές φάσεις στο μνημείο και να προσδιορίσουμε την ανέγερσή του στα παλαιολόγεια χρόνια.
Ο Ναός(87) είναι τρίκλιτη βασιλική με πεσσοστοιχίες και υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος. Στα ανατολικά απολήγει σε τρίπλευρη εξωτερικά κόγχη και στα δυτικά φέρει νάρθηκα. Σε κάτοψη έχει σχήμα ορθογώνιο με μήκος 13,20 μ. και πλάτος 10 μ. Το εσωτερικό του είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες και μια επιγραφή που είναι γραμμένη πάνω από το υπέρθυρο της νότιας εισόδου μας πληροφορεί, ότι ο Ναός «ανεγέρθη κ(αι) ανεστορίθη …………… εν έτει ΖΡΜζ΄» (=1639)(88). Ταυτόχρονα η ξύλινη στέγη με τα χαρακτηριστικά υπερεξέχοντα γείσα συμπληρώνει την εικόνα ενός μεταβυζαντινού μνημείου. Βέβαια η τοιχοποιία είναι πλινθοπερίκλειστη σε ελεύθερη απόδοση, χρησιμοποιούνται οδοντωτές ταινίες και στο δίλοβο παράθυρο της κόγχης του Ιερού υπάρχουν κεραμοπλαστικά κοσμήματα που είναι σε συχνή χρήση στα παλαιολόγεια χρόνια. όμως τα αλλεπάλληλα εξωτερικά αρμολογήματα και οι συμπληρώσεις της τοιχοδομίας σε συνδυασμό με το «ανεγέρθη» της επιγραφής δεν επέτρεπαν τη χρονολόγηση του μνημείου στη βυζαντινή εποχή. Το μόνο που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, κινούμενος όμως στην περίπτωση αυτή στη σφαίρα των θεωριών, είναι ότι στη θέση αυτή ή εκεί γύρω προϋπήρχε βυζαντινός Ναός και ότι, όταν έκτισαν στα 1639 το Καθολικό, μιμήθηκαν μορφές της παλιάς εκκλησίας. Για τους λόγους αυτούς οι εργασίες συντηρήσεως που έγιναν το 1972, εκτός από την εξασφάλιση του μνημείου, απέβλεπαν και στην εξακρίβωση των οικοδομικών φάσεων και του χρόνου της αρχικής κατασκευής.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών διαπιστώθηκε, ότι οι κάθετοι τοίχοι του κυρίως Ναού είναι αρχικοί, ενώ ο νάρθηκας, διάφορες συμπληρώσεις της τοιχοποιίας και η
—————————————————————————————————————–
(87).- Ευτ. Κουρκουτίδου, ΑΔ 22 (1967): Χρονικά, σ. 311.
(88).- Το πλήρες κείμενο της επιγραφής έχει ως εξής:
+ ΑΝΕΓΕΡΘΗ Κ(ΑΙ) ΑΝΕΣΤΟΡΙΘΗ Ο ΘΗΟΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΩΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ
ΠΑΝΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΝΔΩΞΟΥ ΔΕΣΠΙΝΗΣ ΗΜΩΝ Θ(ΕΤΟ)ΚΟΥ
(ΚΑΙ) Α
ΗΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙ(ΑΣ) ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΩΜΗΣ ΚΟΠΟΥ ΤΑΙ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΥ Κ(ΑΙ)
ΜΟΧΘΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝ(Ο)ΣΙΟΤΑ
ΤΟΥ ΕΝ ΙΕΡΟΜΩΝΑΧΗΣ ΚΥ(ΡΟΥ) ΡΟΜΑΝΟΥ Κ(ΑΙ) ΚΑΘΕΙΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΝ
ΕΤΕΙ ΖΡΜζ ΙΝΔΙΚΤΙΩ[ΟΝΟΣ ———-]
κάλυψη είναι μεταγενέστερα. Παράλληλα εξετάσθηκαν τα σπαράγματα των τοιχογραφιών στο νάρθηκα και η παράσταση της Παναγίας στο κογχάριο επάνω από τη δυτική είσοδο και βρέθηκε, ότι η τοιχογράφηση σε ολόκληρο το κτίσμα – κυρίως Ναό και νάρθηκα – είναι ενιαία. Εξακριβώθηκε δηλαδή, ότι η εικονογράφηση έγινε αφού ο ναός πήρε τη σημερινή του μορφή. Έτσι το «ανεγέρθη» δικαιολογημένα μπαίνει δίπλα στο «ανεστορίθη» της επιγραφής και ταυτόχρονα χρονολογεί με ακρίβεια την κατασκευή του νάρθηκα και όλες τις επισκευές και συμπληρώσεις του Καθολικού στα 1639(*).
Μετά από αυτή τη διαπίστωση εξετάσθηκαν τα τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία του αρχικού κυρίως Ναού, τα οποία οδηγούν σε μια χρονολόγηση του μνημείου στην εποχή των Παλαιολόγων. Εξ άλλου στις εκσκαφικές εργασίες που έγιναν γύρω από το Ναό, για να ελευθερωθεί από τα χώματα και να στερεωθεί η θεμελίωσή του, βρέθηκαν πολλά όστρακα που χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα ως τις μέρες μας και μας κάνουν να υποθέσουμε, ότι πριν από τον 13ο αιώνα υπήρχε στη θέση αυτή κάποιο κτίσμα. Πράγματι, κατά μήκος και σε επαφή με τον βόρειο τοίχο του Ναού, αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών τα υπολείμματα ενός τοίχου παλαιότερου από το Καθολικό.
Έτσι σήμερα μετά από τις έρευνες αυτές μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι το παλαιολόγειο Καθολικό κτίσθηκε στη θέση παλαιότερου κτίσματος – πιθανότατα κάποιου ναϋδρίου – και ότι το 1639 το Καθολικό αυτό, που στο μεταξύ είχε πάθει φθορές, το επισκεύασαν, ανανέωσαν τη στέγη του, το μεγάλωσαν με την προσθήκη του νάρθηκα και το τοιχογράφησαν.
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ – ΑΕΤΟΛΟΦΟΥ
Περιγραφή Ναού: Μεσοβυζαντινή ξυλόστεγη τρίκλιτη Βασιλική χωρισμένη με πεσσοστοιχίες σε τρία κλίτη. Είναι κτισμένη σε θεμέλια παλαιοχριστιανικού ή Βυζαντινού Ναού. Διακρίνονται εντοιχισμένα αρχαία, παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά (1362 μ.Χ.) αρχιτεκτονικά μέλη και σώζεται στο Ιερό επισκοπικό σύνθρονο. Γνώρισε συνεχείς επισκευές κατά τον 17ο και 19ο αιώνα. Στον τελευταίο ανήκουν οι λιγοστές τοιχογραφίες του Ναού που διεσώθησαν.
—————————————————————————————————————–
(*).- Δύο επιγραφές επίσης χρονολογούν την πύλη και το τέμπλο του Καθολικού:
α) «Ιστορίθη η θεία πύλη της υπεραγίας Δεσποίνης ημών θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας διά συνδρομής του πανοσιωτάτου ιερμονάχου Κυρού Δανιήλ και αρχιερατεύοντος Κυρού Γρηγορίου έτει ΖΡΝΓ» (7153-5508=1645).
β) «Ιστορίθη το παρόν τέμπλον διά συνδρομής κώπου τε και εξώδου του πανοσιωτάτου εν μοναχοίς παπα κυρ – Ματθαίου εν έτει ΑΨΑ (= 1701)».
Με το Ναό έχουν ασχοληθεί διεξοδικά σε μελέτες τους ο Νικ. Γιαννόπουλος(89) παλαιότερα και στα χρόνια μας ο Νικ. Νικονάνος. Είναι Ναός με τοιχογραφίες του 1820 και 1859. Το μνημείο έχει υποστεί πολλές μετατροπές κατά τη διάρκεια της πορείας του. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ο υπάρχων βυζαντινός ναός χτίστηκε στο σχέδιο και στο μέγεθος μιας άλλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής και σε μια άλλη φάση, κατά την οποία έπαθε ζημίες, επισκευάσθηκε κατά τον 11ο αιώνα. Φέρει δύο στρώματα τοιχογραφιών, του 17ου και του 19ου αιώνος.
Ο επισκοπικός θρόνος, ο οποίος βρίσκεται στην κόγχη του Ιερού Βήματος, έδωσε την ευκαιρία στο Γερμανό Μαυρομάτη να ταυτίσει το ναό αυτό με το ναό της Θεόπαιδος, ο οποίος αναφέρεται, σε έμμετρη επιγραφή του 11ου αιώνος, και κτίσθηκε ή απόκτησε στέγη από το βυζαντινό αξιωματούχο Ευστάθιο.
Πράγματι εκτός από τα βυζαντινά όστρακα που βρέθηκαν μέσα στα χώματα, φάνηκε ότι τα κάτω τμήματα της τοιχοποιίας της μεταβυζαντινής βασιλικής είναι κτισμένα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα σε ελεύθερη απόδοση και ότι μπορούν να αναχθούν στον 11ο ή 12ο αιώνα. Ακόμη βρέθηκε κατά μήκος και σε επαφή σχεδόν με το νότιο τοίχο της εκκλησίας ένας παλαιότερος τοίχος, αλλά η συνέχεια της έρευνας απαιτούσε συστηματική ανασκαφή, για αυτό οι εργασίες διακόπηκαν. Ανεξάρτητα όμως από τις μελλοντικές έρευνες με τα στοιχεία που ήρθαν στο φως διαπιστώθηκε, ότι υπήρχε αρχικά ένα παλιό κτίσμα – πιθανότατα παλαιοχριστιανικός Ναός – , ότι στην ίδια θέση κτίσθηκε τον 11ο ή τον 12ο αιώνα μια βυζαντινή βασιλική με πεσσοστοιχίες και ότι τον 17ο αιώνα η εκκλησία αυτή, που στο μεταξύ η ανωδομή της είχε καταρρεύσει, ανακαινίσθηκε.
«Μετά τις απαραίτητες αυτές διευκρινίσεις, νομίζουμε ότι δεν μπορούν να γεννηθούν ουσιαστικές αμφιβολίες, πως το νόημα της επιγραφής είναι ότι ο πρωτοσπαθάριος Ευστάθιος, που διοικεί αυτή τη χώρα της Βέσαινας, έκτισε την εκκλησία της Παναγίας. Έτσι, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι: α) η βυζαντινή πόλη Βέσαινα είναι η Δέσιανη (σήμερα Αετόλοφος), β) ότι στον Αετόλοφο δεν υπάρχει άλλος Ναός αφιερωμένος στην Παναγία, γ) ότι η μεσοβυζαντινή φάση του Ναού της Παναγίας, όπως συνηγορούν τα υπολείμματά του, πρέπει να έγινε τον 11ο αιώνα, και δ) ότι η δραστηριότητα του πρωτοσπαθάριου Ευσταθίου μπορεί να τοποθετηθεί στον
—————————————————————————————————————–
(89).- Ν. Γιαννοπούλου, Έρευναι εν τη επαρχία Αγιάς, ΕΕΒΣ 16 (1940) 371 κ.ε.
Ν. Γιαννοπούλου, Η επισκοπή Βεσαίνης και η πόλις Βεσαίνη εν Θεσσαλία, Θεσσ. Χρονικά 4 (1933) 212-216.
Ν. Γιαννοπούλου, Έρευναι εν τη επαρχία Αγιάς, σ. 372. Όταν επισκέφθηκε ο Ν. Γιαννόπουλος την εκκλησία υπήρχαν στο δάπεδό της παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά. Σήμερα δυστυχώς το δάπεδο αυτό έχει καλυφθεί με σύγχρονα βιομηχανικά πλακάκια.
11ο αιώνα, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο Ναός της Θεόπαιδος που έκτισε ο πρωτοσπαθάριος Ευστάθιος είναι η βυζαντινή φάση της εκκλησίας της Παναγίας στον Αετόλοφο. Αν η υπόθεση αυτή είναι ορθή, η ύπαρξη στοιχείων που δείχνουν ότι η εκκλησία κτίσθηκε επάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικού Ναού δικαιολογεί ως ένα σημείο και τη φράση ύπερθεν Ευστάθιος τεύξε τέγεον, μια που την εποχή του πρωτοσπαθάριου το παλαιοχριστιανικό κτίσμα πρέπει να ήταν ερειπωμένο ως τη στάθμη των θεμελίων και ο Ευστάθιος το ξαναέκτισε. Ακόμη, η ταύτιση του Αετολόφου με τη βυζαντινή πόλη Βέσαινα, που σύμφωνα με τις πηγές ήταν έδρα επισκόπου, και η ύπαρξη επισκοπικού θρόνου (Πιν. 5β) στο Ναό της Παναγίας, ο οποίος θα υπήρχε στη βυζαντινή φάση του Ναού και τον επανατοποθέτησαν και στη μεταβυζαντινή εκκλησία, μας βεβαιώνει ότι η «Παναγία» ήταν ο επισκοπικός Ναός της πόλης».
Παραθέτουμε τη μοναδική γραπτή αρχαιολογική μαρτυρία για την πόλη Βέσαινα. Την αντέγραψε ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης από τον κατάλογο της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς και την ενσωμάτωσε σε χειρόγραφό του σχετικό με τον Όσιο Συμεών από το Βαθύρεμα της Αγιάς. Το χειρόγραφό του δεν δημοσιεύθηκε όσο ο ίδιος ζούσε και έτσι ως πρώτη δημοσίευση της εγγραφής παρουσιάζεται αυτή του Ν. Γιαννόπουλου.
Η επιγραφή είναι η ακόλουθη:
+ΚΑΛΛΙΠΟΝΩΝ ΙΔΡ[Ω]
ΤΟC APICTEIHCI MOΓ(ΩΝ) (ή ΜΟΓΗΣΑΣ)
ΟΝ ΚΑΤΑΜΑΡΨΟΝ ΙΕΡΟΝ ΤΗS
ΘΕΟΠΑΙΔΟC ΥΠΕΡΘΕΝ
ΕΥCTAΘΙΟC TEYΞΕ
ΤΕΓΕΟΝ ΟC ΛΑΧΕΝ ΑΓ +
ΕΙΝ ΓΑΙΑΝ
ΤΗΝΔΕ ΒΕCAINHC KY
ΔΑΛΙΜΟC ΠΡΩΤΟCΠΑΘ[ΑΡΙΟΣ]
Η περιγραφή εκ ου καταλόγου έχει ως εξής:
Προέλευσις: Εκ Βαθυρρεύματος.
Ημερομηνία: Εκ του ναού του Αγίου Νικολάου. Εκομίσθη εις Αγυιάν των 1932.
Περιγραφή αρχαίου: Κίων λευκού μαρμάρου απολήγων άνω μεν εις κύλινδρον μετά δακτυλίου, μεθ’ ό σχηματίζει μικρόν λαιμόν βραχύν και άρχεται σχηματιζόμενος κάτω εις τετράγωνον στήλην επί της προσθίας πλευράς της οποίας φέρει κακράν έμμετρον βυζαντινήν επιγραφήν.
+
+ΚΑΛΛΙΠΟΝωΝΙΔΡ
ΤΟCAPICTEI΄ΗCIMOΓ……..
ΟΝΚΑΤΑΜΑ΄ΡΨΟΝΙΕΡΟΝΤΗς
ΘΕΟΠΑΙΔΟC ΥΠΕΡΘΕΝ
ΕΥCTA΄ΘΙΟC/ ΤΕΥΞΕ
ΤΕ΄ΓΕΟΝΟCΛΑΧΕΝ/ ΑΓ
ΕΙΝ/ ΓΑΙΑΝ
ΤΗΝΔΕ΄ΒΕCAINHC/ KY
ΔΑ΄ΛΙΜΟC/ ΠΡωΤΟCΠΑΘ
Ύλη: Μάρμαρον λευκόν.
Μέγεθος: Ύψος 1,34. Πλ. 0,25. Πάχ. 0,24. Ύψ. Γραμ. 0,02. Διάστιχον 0,01.
Θέσις: Μουσείον Αγυιάς.
Παρατηρήσεις: Εδημοσιεύθη υπό Ν. Ι. Γιαννοπούλου εν …………….
Ο Ναός κατά τον 17ο αιώνα ανακαινίσθηκε και απόκτησε τοιχογραφίες, για να υποστεί στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα μετατροπές και να αποκτήσει το στρώμα των τοιχογραφιών, το οποίο σώζεται αρκετά αλλοιωμένο σήμερα. Η επιγραφή, η οποία μαρτυρεί την επέμβαση στο κτίριο και στην εικονογράφηση, δημοσιεύθηκε από τον Ν. Γιαννόπουλο και είναι η ακόλουθη:
+Ανηγέρθη και ανιστορήθη ο θυίος ουτος και πάνσεπτος ναός / της
Πανευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημον Θεοτόκου και Α[ει]παρθένου
Μαρίας, ονόματι Κοίμησις, αρχιερατευόντον τον πανιεροτάτον / κε
λογιωτάτον Κοιρίου Κοιρίου Αθανασίου. Εβρισκόμενη υερεις Ιω. ιερέας,
Θεοδοσίου εν κώ – / μη εν κόπον ………… διά συνδρομής ……….»
Στα 1859 ιστορήθηκε ο νάρθηκας από το σαμαρινιώτη ιερέα Γεώργιο. Το δηλώνει η επιγραφή η οποία σώζεται στο υπέρθυρο της εισόδου στον κυρίως ναό, στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα. Την επιγραφή δεν την είχε δημοσιεύσει ο Ν. Γιαννόπουλος. Είναι η ακόλουθη:
«ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΙΕΡΕΟS KAI OIKONOMOY ………….. / KE THΣ ΠΡΕSBITEPIS AUTOU ΣΜΑΡΑΗΔΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΩΝ Κ(ΥΡΙΟΥ) ΔΩΡΟΘΕΟΥ / εν ετει 1859 Δ.Κ. / Β. 17 χειρ ιερεος Γεωργίου Σ.Μ.Ρ.Ν.»
Στο ιερό, δεξιά και πάνω από το τόξο της εισόδου, που οδηγεί στην πρόθεση, υπάρχει η χρονολογία της ιστόρησης του Ιερού:
«Ι(ΣΤ)ΟΡΗΘΙ ΤWΙΕΡΟΝ / ΕΝΕΤΗ 1822»
Οι εργασίες οι οποίες έγιναν τα τελευταία χρόνια για την επισκευή του ναού βοήθησαν να τονιστούν τα βυζαντινά του στοιχεία, δεν έχουν όμως, προχωρήσει στη συντήρηση των τοιχογραφιών της νεότερης εποχής, οι οποίες καλύπτουν με τη σειρά τους ένα άλλο στρώμα τοιχογραφιών της εποχής του 17ου αιώνος.
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΓΙΑΣ
Ο ναός αυτός είναι η δεύτερη ενορία της Αγιάς και βρίσκεται στα Β.Α. της κωμόπολης. Είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, τα κλίτη της οποίας χωρίζονται με ξύλινους κίονες που σχηματίζουν τοξοστοιχίες. Στη νοτιοανατολική γωνία του ναού έχει προσκολληθεί ένα παρεκκλήσιο, που είναι αφιερωμένο στο όνομα των Αγίων Αναργύρων.
Και τα δύο αυτά κτίσματα ανήκουν στο 18ο αιώνα, αφού χρονολογούνται από τις σωζόμενες μέχρι σήμερα επιγραφές. Η μία από αυτές, βρίσκεται πάνω από την είσοδο της νότιας πλευράς του κυρίως ναού, έχει ως εξής:
+ΑΝΑΞ ΑΝΑΝΑΡΧΕ. ΠΑΤΡΟΣ. ΑΝΑΡΧΟΥ. ΛΟΓΕ. ΙΗΣΟΥ, ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΕ. ΜΑΡΙΑΣ
ΓΟΝΕ ΣΥΝ ΤΩ ΝΑΩ ΣΟΥ ΦΡΟΥΡΕΙ ΑΕΙ Κ/ΑΙ/ ΣΚΕΠΕΙ τους ΣΟΙ ΤΕΛΟΥΝ-
ΤΑΣ. ΠΡΟΣΦΟΡΑΝ. ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑΝ-ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΤΟ-
ΡΙΘΗ, Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ Κ/ΑΙ/ ΙΕΡΩΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΩΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ. ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΧΑΛΙΩΤΟΝ Κ/ΑΙ/ ΤΗΣ ΛΥΠΟΙΣ ΧΩΡ(ΑΣ)
ΔΑΠΑΝΗ ΠΛΟΥΣΙΑ Κ/ΑΙ/ ΑΦΘΟΝΟΠΑΡΟΧΟΙΣ ΕΠΙ ΤΗ ΑΡΧΕΙΕΡΑΤΗΑ, ΤΟΥ
ΘΕΟΦΗΛΕΣΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΘΕΟΚΛΙΤΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ζ.Σ.Ν.Ζ.
ιστ ΕΝΕΣΤ(ΕΙ)
κατά μήνα αυγούστου
(δηλ. 7257-5508=1749).
Η άλλη επιγραφή, του παρεκκλησίου, που βρίσκεται πάνω από τη δυτική είσοδο, γράφει:
+ΑΝΗΣΤΟΡΙΘΥ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Κ/ΑΙ/ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ, ΚΟΣΜΑ Κ/ΑΙ/ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
ΔΥΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΙΩΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝΤΟΝ
ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙ ΓΟΥΝΑΡΙ Κ/ΑΙ/ ΚΥΡ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ
ΙΕΡΑΤΕΥΟΤΟΣ ΤΩΝ ΕΥΛΑΒΕΣΤΑΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΙΕΡΕΩΣ
Κ/ΑΙ/ ΕΤΕΡΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΙΕΡΕΩΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ
ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ Κ(ΥΡΙ)Ω Κ(ΥΡΙ)Ω ΚΥΡ ΙΩΑΝΙΚΙΟΥ
ΕΤΕΙ Α Ψ ΣΤ μαρτίου …………….. 22.
(δηλ. το έτος 1706).
Υπάρχουν, ακόμη, δύο ενεπίγραφες πλάκες μαρμάρινες στην ανατολική όψη που αναγράφουν το έτος 1749, χρονολογία που αναγράφεται και στην επιγραφή του κυρίως ναού.
Παρατηρούμε ότι ο κυρίως ναός του Αγίου Γεωργίου «ιστορίθη» το έτος 1749 ενώ το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων το έτος 1706 ή 1709; Έχουμε δηλαδή μία διαφορά σαράντα τριών χρόνων μεταξύ των δύο ιστορήσεων. Η επιγραφή όμως του κυρίως ναού αναφέρει ότι «ανηγέρθη εκ βάθρων» το 1749 ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Ίσως λοιπόν, το παρεκκλήσιο προϋπήρξε του κυρίως ναού ή το «ανηγέρθη εκ βάθρων» σημαίνει μια νεότερη επισκευή ή επέκταση ενός άλλου ναού, μικρότερου του σημερινού. Τούτο όμως, δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί.
Το 1972 η Αρχαιολογική Υπηρεσία, επιδιορθώνοντας το ναό, αφαίρεσε τα ασβεστοχρίσματα της ανατολικής όψης, όπου φάνηκαν οι κατά διάφορες εποχές φάσεις του. Βλέποντας σήμερα την πλευρά αυτή, παρατηρούμε ότι έχει τρεις κόγχες ημικυκλικές εξωτερικά και εσωτερικά. Η τοιχοδομία όμως της νότιας κόγχης είναι διαφορετικής μορφής από τις άλλες δύο (κεντρική και βόρεια), στις οποίες διακρίνεται καθαρά μια προσπάθεια απομίμησης.
Εκτός από την κόγχη διασώζονται πάνω από αυτήν το ανατολικό αέτωμα και μέρος του ανατολικού τοίχου. Επίσης, στην κορυφή του αετώματος διακρίνεται ένα μονόλοβο παράθυρο και στην κόγχη ένα δίλοβο. Όλη η κατασκευή αυτή, από τα μορφολογικά της στοιχεία αποδεικνύει την ύπαρξη ναϊδρίου κατά τη βυζαντινή εποχή (13ος αιώνας) που ενσωματώθηκε στο μεγάλο ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος κατασκευάστηκε το 18ο αιώνα.
Σε σχέση με την ανατολική πλευρά, ο ναός σήμερα είναι αδιακόσμητος. Η πλευρά αυτή, με την εναλλαγή λίθων και πλίνθων, με τη χρήση πωρόλιθων ορθογωνισμένων ή τριγωνικών στο αέτωμα, με το πλίνθινο βαθμιδωτό κόσμημα, καθώς και με την επιμελημένη γενικά τοιχοδομία, αποδεικνύει πόση σημασία δόθηκε στη διακόσμησή της και κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Πρέπει εδώ να παρατηρηθεί η ύπαρξη εντοιχισμένης τετράγωνης πήλινης πλάκας πάνω από το δίλοβο παράθυρο. Η πλάκα αυτή φέρει φυλλοφόρο σταυρό, που ανάμεσα στις κεραίες του υπάρχει η επιγραφή: Ι(ΗΣΟΥ)Σ Χ(ΡΙΣΤΟ)Σ ΝΗΚΑ.
Μετά την περιγραφή αυτή του εξωτερικού του ναού του Αγίου Γεωργίου, θα πρέπει να εξετάσουμε το εσωτερικό του. Όλος ο ναός είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες που ανάγονται στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, σύμφωνα με την επιγραφή που προαναφέραμε.
Επί της αρχιερατείας του Θεοφιλέστατου αγίου Δημητριάδος κυρίου Θεοκλήτου, ιστορήθηκε ο ναός το έτος 1749. Είναι σημαντικό το ότι διασώζεται η επιγραφή και το έτος της «ιστορήσεως» συμπίπτει με την ανάπτυξη της κωμοπόλης της Αγιάς.
Ι. Μονή «Παλαιομονάστηρο»(1) (ανασκαφή), Κόκκινου Νερού Μελιβοίας
«Στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου έχουν επισημανθεί δεκάδες θέσεις με βυζαντινά λείψανα, οι οποίες επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες των Πηγών για τη διπλή σημασία της περιοχής, αφ’ ενός ως τόπου διέλευσης ενός από τους κύριους βυζαντινούς δρόμους που ένωναν τη Μακεδονία με τη Θεσσαλία και αφ’ ετέρου ως θέσης εγκατάστασης σημαντικής μοναστικής κοινότητας που μαρτυρείται από τον 9ο αιώνα, με συνέπεια η περιοχή να λάβει το όνομα «Όρος των Κελλίων».
Στην περιοχή του Κόκκινου Νερού, όπου τοποθετείται από ορισμένους συγγραφείς η αρχαία πόλη Ευρυμεναί, τα τείχη της οποίας επισκεύασε ο Ιουστινιανός, έχουν εντοπισθεί στο παρελθόν αρκετά βυζαντινά κτίσματα. Στην κορυφή του λόφου που βρίσκεται στα βόρεια του οικισμού υπάρχει βυζαντινό φρούριο, ενώ βορειότερα από αυτό και κοντά στις πηγές του Κόκκινου Νερού επισημάνθηκε και ερευνήθηκε από τον καθηγητή κ. Ν. Νικονάνο μικρός τρίκογχος ναός και λείψανα πύργου. Άλλος ένας βυζαντινός ναός ανασκάφθηκε από τον κ. Λ. Δεριζιώτη το 1978 σε ιδιωτικό οικόπεδο στη νότια άκρη του οικισμού. Από το ναό αυτό σήμερα διατηρείται μόνον το ανατολικό τμήμα, ενώ το υπόλοιπο καταστράφηκε κατά την ανέγερση ιδιωτικής κατοικίας(2).
Το καλοκαίρι του 1992 ήλθε καινούριος βυζαντινός ναός, αρκετά μεγαλύτερος από τους προηγούμενους, ο οποίος φέρει πλήθος προκτισμάτων, που δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί. Βρέθηκε κατά τις εργασίες ισοπέδωσης τμήματος του αγρού του κ. Θεόδωρου Ευσταθίου στη θέση «Μητσιάρα» του Κόκκινου Νερού, η οποία ανήκει στην Κοινότητα Μελιβοίας. Ο γύρω χώρος έφερε από παλιά το όνομα Παλιομονάστηρο και ήταν γνωστός στην 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων από δημοσίευμα του Προϊσταμένου του Τοπικού Αρχείου Αγιάς κ. Δ. Κ. Αγραφιώτη του 1991 το οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων την ύπαρξη τμημάτων αρχιτεκτονικών γλυπτών και βυζαντινής κεραμικής μέσα σε έναν υπερυψωμένο χώρο, που περιείχε τα κατακρημνίσματα του ναού και άγρια βλάστηση, χωρίς να έχει ποτέ καλλιεργηθεί.
Κατά την σωστική ανασκαφή που ακολούθησε, – με πολλές δυσκολίες λόγω της πυκνής βλάστησης – αποκαλύφθηκε το περίγραμμα του ναού, και έγιναν ορισμένες
—————————————————————————————————————–
(1).- Σδρόλια Σταυρούλα, «Ανασκαφή Βυζαντινού Ναού στο Κόκκινο Νερό». Πρακτικά Α΄ Ιστορικού-Αρχαιολογικού Συνεδρίου για την Αγιά και την επαρχία της, Αγιά 1993, σ. 45-55.
(2).- Δυστυχώς ο Ναός αυτός κατήντησε «καθιστικό», (με άθλια σκεπή και τσιμεντοκατασκευές) των ιδιοκτητών της κατοικίας. (Βλ. φωτογρ. σελ. 100).
ερευνητικές τομές στο εσωτερικό του, καθώς και στο γύρω χώρο με σκοπό τη διαπίστωη της σημασίας και της έκτασης των βυζαντινών κτισμάτων στο οικόπεδο του κ. Ευσταθίου, ώστε να ληφθεί απόφαση για την τύχη του. Η μεγάλη έκταση των ερειπίων δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της ανασκαφής και για τον λόγο αυτό θα παρουσιασθεί εδώ μια πρώτη εικόνα του μνημείου με την επιφύλαξη της ανακοίνωσης των τελικών συμπερασμάτων στο μέλλον.
Περιγραφή του ναού
Ο ναός έχει διαστάσεις 7,80Χ12,80 μ. και περιλαμβάνει τον κυρίως ναό και το νάρθηκα, ενώ με τον πρόσθετο εξωνάρθηκα, του οποίου αποκαλύφθηκε ένα μόνο τμήμα, αποκτά συνολικό μήκος 15,60 μ. Στην ανατολική πλευρά ανοίγονται τρεις αψίδες, από τις οποίες η μεσαία και μεγαλύτερη είναι τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες ημικυκλικές. Ο ναός έχει τρεις εισόδους, από τις οποίες, οι δύο πλευρικές έχουν αρκετά μεγάλο πλάτος (2,25 μ.) και καθιστούν πιθανό το ενδεχόμενο να οδηγούσαν σε περιμετρική στοά που θα περιέβαλε τον ναό, τμήμα της οποίας ίσως αποτελούσε ο προαναφερθείς εξωνάρθηκας. Δειγματοληπτικές έρευνες έξω από την βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του ναού αποκάλυψαν λείψανα δαπάδων με πήλινες πλάκες, που ενισχύουν την παραπάνω υπόθεση.
Ιδιαίτερα στα νότια θα πρέπει να υπάρχουν προκτίσματα σε μεγάλη έκταση όπως προκύπτει από δύο αποκαλυφθέντες τοίχους που κατευθύνονται προς νότον, ο δυτικότερος από τους οποίους επικοινωνεί με μαρμάρινο κατώφλι με τον χώρο στα ανατολικά τυ, που δεν έχει ανασκαφεί.
Σε απόσταση δέκα μέτρων βορειότερα του ναού αποκαλύφτηκε μακρόστενος χώρος με κατεύθυνση ανατολικά και δυτικά, που χωρίζεται σε άλλους μικρότερους, από τους οποίους ανασκάφηκαν δύο, διαστράσεων περίπου 2Χ2 μ., στρωμένοι με πήλινες πλάκες. Η έκταση των προκτισμάτων και των λοιπών κτιρίων που περιβάλλουν το ναό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αποτελούσε καθολικό μονής, άποψη που ενισχύεται και από την παλιά ονομασία του χώρου.
Οι όψεις του ναού διαρθρώνονται με αλλεπάλληλα τυφλά αψιδώματα, από τα οποία σώζεται μόνον το κάτω τμήμα. Το στοιχείο αυτό υπάρχει και σε άλλα μνημεία της περιοχής, όπως στην Παναγία της Βελίκας, και ήταν πολύ συνηθισμένο σε μνημεία της Μακεδονίας. Η διατήρηση των τοίχων αρχίζει από 0,30 μ. στην δυτική πλευρά, έως 2 μ., σε τμήμα της αψίδας του Ιερού. Γενικά η καλύτερη διατήρηση παρατηρήθηκε στο Ιερό Βήμα, όπου έχει ανασκαφεί μικρό μόνον μέρος του εσωτερικού. Η ολοκλήρωση της ανασκαφής ελπίζουμε να αποδώσει σημαντικά ευρύματα στο χώρο αυτό, ίσως και διατήρηση τμημάτων τοιχογραφιών στους τοίχους του Ιερού, διότι τα αποκαλυφθέντα μέχρι στιγμής τμήματα τοίχων δεν διατηρούσαν καθόλου τοιχογραφίες.
Το Ιερό χωρίζεται σε τρία μη με δύο ογκώδεις πεσσούς από τους οποίους έχει αποκαλυφθεί μόνον ο βόρειος και μικρό τμήμα του νοτίου. Από την τμηματική ανασκαφή του εσωτερικού του ναού, το σημαντικότερο εύρυμα που προέκυψε ήταν τμήμα του πολυγωνικού τρούλλου, που είχε πέσει στο δάπεδο, και το οποίο, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μορφολογικά στοιχεία του ναού, μπορεί να μας οδηγήσει σε διατύπωση υποθέσεως για τον αρχιτεκτονικό τύπο, στον οποίο ανήκε, και ο οποίος φαίνεται ότι ήταν σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακιόνιος και μάλιστα του σύνθετου τύπου, καθόσον το τριμερές Ιερό Βήμα υπάρχει ανεξάρτητο δίπλα στο σταυρικό τετράγωνο.
Παρ’ όλο που δεν βρέθηκαν οι τέσσερις κίονες που θα στήριζαν τον τρούλλο, μπορούμε να ταυτίσουμε τη θέση των δύο δυτικών από αυτούς με δύο ορθογώνιες εξάρσεις που βρέθηκαν στο κονίαμα του δαπέδου στο δυτικό τμήμα του ναού. Οι διαστάσεις της βόρειας από αυτές αντιστοιχούν με εκείνες της μίας από τις δύο βάσεις κιόνων που ανακαλύφθηκαν κατά τον καθαρισμό του βόρειου τοίχου.
Το δάπεδο του ναού ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες διαφόρων χρωμάτων, αλλά δυστυχώς σώθηκε μόνον το υπόστρωμα που τις στήριζε, και ελάχιστα τμήματα πλακών, όπως επίσης και κομμάτια από μαρμαροθετήματα, δηλαδή μικρά πολύχρωμα πλακίδια τοποθετημένα με τρόπο, ώστε να σχηματίζουν διάφορα διακοσμητικά σχέδια. Ανάμεσά τους θα υπήρχαν και μαρμάρινες πλάκες με επιπεδόγλυφη διακόσμηση, από τις οποίες σώθηκε ένα τμήμα με μορφή ζώου. Παρόμοιο δάπεδο ΄φερε και ο τρίκογχος ναός που βρέθηκε κοντά στην πηγή του Κόκκινου Νερού.
Σημαντικός ήταν και ο γλυπτός διάκοσμος του ναού, από τον οπο΄πιο συγκεντρώθηκαν τμήματα κιονίσκων, πιθανώς του τέμπλου, μαρμάρινα περιθυρώματα, αμφικιονίσκοι από τα δίλοβα παράθυρα, καθώς και τμήματα από τον μαρμάρινο κοσμήτη που θα περιέτρεχε τμήματα ή και το σύνολο του κτιρίου.
Τόσο το μέγεθος, όσο και η διακόσμηση, αλλά και ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού,που είναι σπάνιος στη Θεσσαλία, μαρτυρούν ότι πρόκειται για πολύ σημαντικό κτίσμα, και ελπίζουμε ότι η συνέχιση της ανασκαφής θα προσφέρει στοιχεία για την ολοκληρωμένη παρουσίασή του. Παρενθετικά μπορεί να αναφερθεί ότι μέχρι στιγμής μόνον 3 ναοί του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου σύνθετου τύπου έχουν επισημανθεί στη Θεσσαλία, και συγκεκριμένα το καθολικό της μονής Αγίου Λαυρεντίου στο Πήλιο, ο ναός της Ευαγγελίστριας στο Κάστρο της Σκιάθου και ο ναός ου Αγίου Ιωάννη στο Παλιούρι Καρδίτσας, όλοι του 13ου αιώνος».
Οι Αρχαιολόγοι, Σ. Μαμαλούκος – Σ. Σδρόλια, αναφέρουν διά το μνημείο και τα εξής αδημοσίευτα:
«Στο κτήριο είχαν μεταγενέστερα προσκολληθεί ένας εξωνάρθηκας στα δυτικά, δύο στοές κατά μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς του καθώς και άλλα προκτίσματα στα ανατολικά και στα νοτιοανατολικά του. Η μεσαία κόγχη του ιερού του ναού ήταν εξωτερικά τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες ημικυκλικές. Οι όψεις του μνημείου ήταν πλήρως διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα με διπλή υποχώρηση. Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής κατασκευασμένης κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού ήταν πλήρως διαρθρωμένες με παραστάδες. Το ιερό φωτιζόταν από δύο μονόλοβα παράθυρα που ανοίγονται στις κόγχες ων παραβημάτων και από ένα ευρύτερο, ενδεχομένως δίλοβο, παράθυρο που ανοιγόταν στην κόγχη του Αγίου Βήματος. Στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού ήταν διαμορφωμένα τρίβηλα σύνθετα ανοίγματα. Το μνημείο διέθετε πολυτελές μαρμάρινο δάπεδο και πλούσιο γλυπτό διάκοσμο. Ο ναός, ο οποίος παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως και συνδέεται, όπως φαίνεται, με την αρχιτεκτονική της Μακεδονίας αλλά, ίσως, και με εκείνη της Νίκαιας, έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 12ου – αρχές του 13ου αιώνα, μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα».
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ – ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ -ΑΓΙΑΣ
(1292 μ.Χ.)
Η Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, γνωστή ως του Αγίου Παντελεήμονος κείται εις απόσταση 4 χλμ. από το κέντρο της Αγιάς προς τα βορειοανατολικά. Αναφέρεται ότι είναι κτίσμα των χρόνων του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου, χωρίς αυτός να προσδιορίζεται αν είναι ο Ανδρόνικος Α΄ ο Κομνηνός (1183-1185) ή ένας από τους υπόλοιπους τρεις Παλαιολόγους που υπήρξαν Αυτοκράτορες στα χρόνια 1282 έως 1328. Σύμφωνα με αναφορά του Θ. Χατζημιχάλη στο έτος 1292 φέρεται πιθανότερο να κτίσθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου για πρώτη φορά. Το καθολικό της μονής που σώζεται σήμερα είναι κτίσμα μεταβυζαντινό με τοιχογραφίες του ΙΖ΄ και του ΙΗ΄ αιώνος κυρίως αλλά και νεότερες. Εξαιτίας του τρούλου του, ο οποίος ήταν περιχυμένος με μολύβι, που αφαίρεσαν οι Τούρκοι, ονομαζόταν Κουμπέλι. Πιθανόν να χτίσθηκε στη θέση παλαιότερου βυζαντινού ναού, από τον οποίο δεν έχει μείνει κανένα ίχνος. Ορισμένες από τις εικόνες του τέμπλου του ναού αγιογράφησε κατά το έτος 1579/80 ο αγιογράφος Γεώργιος από τον Κλειτσό των Αγράφων, στον οποίο πιθανότατα ανήκε και το παλαιότερο στρώμα των τοιχογραφιών, δείγματα των οποίων έχουν σωθεί. Ο αγιογράφος του πύργου Ηγουμενείου και της Τράπεζας, κατά το έτος 1616, μας είναι άγνωστος. Η επιγραφή του νάρθηκα διασώζει το όνομα του αγιογράφου που ιστόρησε το Καθολικό της Μονής κατά το έτος 1724. είναι ο Ιερομόναχος Γαβριήλ από την Πελοπόννησο.
Το Καθολικό της Μονής είναι σταυροειδής, τετρακιόνιος με χορούς αθωνίτικου τύπου. Η «δενδροχρονολόγηση» ξυλείας της ναοδομής εκτιμήθηκε του 1358 μ.Χ. και 1557 μ.Χ. Τα «λυπηρά» του τέμπλου (1600 μ.Χ.) φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο Αγίων Αντωνίων Αγιάς.
Είναι ανδρικό μοναστήρι με δύο ιερομονάχους, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Πανηγυρίζει την 27ην Ιουλίου – του Αγίου Παντελεήμονος, και την 21ην Νοεμβρίου – των Εισοδίων της Παναγίας.
Πολυάνθρωπο δεν φαίνεται να ήταν ποτέ το μοναστήρι αυτό. Τα κελιά του ήταν λιγοστά και μικροί οι χρειώδεις κοινόχρηστοι χώροι. Επαρκούσαν για 20 με 25 άτομα. Στα 1779 ο Σουηδός περιηγητής Bjornstahl, σημείωσε ότι, στο μοναστήρι έμεναν και μόναζαν 4-5 μοναχοί. Λίγα χρόνια πριν, στα 1724, στην επιγραφή της ανακαινίσεως του ζωγραφικού διάκοσμου, δεν αναφέρεται κανένας μοναχός (ηγούμενος – ιερομόναχος – μοναχός) παρά φέρονται ο μητροπολίτης της Δημητριάδος Ιάκωβος, δύο οφικιάλιοι κληρικοί και τέσσερεις λαϊκοί ως επίτροποι. Τα έξοδα της ανακαίνισης συγκεντρώθηκαν από όλους τους χριστιανούς. Το πιθανότερο είναι να είχε εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς και γι’ αυτό αναγκάστηκαν οι πλησιόχωροι εκκλησιαστικοί παράγοντες και οι κάτοικοι να συνδράμουν εις ανακαίνισιν του.
Από τις επιγραφές μας δίδεται ένας Ιάκωβος τεχνίτης στα 1580 και ο γνωστός επίσκοπος Δημητριάδος Ιάκωβος (1723-1729). Επίσης ο Γαβριήλ μοναχός, αγιογράφος (1724), ο Ιερομόναχος Παρθένιος (1600) και ο Ιωακείμ Ιερομόναχος (ίσως αγιογράφος του χορού) δια συνδρομής του Ιερομονάχου Σεραφείμ οι οποίοι αναφέρονται ομού εις επιγραφάς δύο εικόνων του τέμπλου.
Σημαντική συμβολή ανακαίνησις της Ι. Μονής και διατήρησις του αρχιτεκτονικού διακόσμου της, εδόθη το 1974, από τον διαπρεπή καθηγητή κ. Ι. Κουμουλίδη.
Ο κορυφαίος Άγγλος ιστορικός Sir Steven Runciman γράφει προλογίζοντας βιβλίο(χ) σχετικό με την Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος: «Το μοναστήρι και η Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, κοντά στην κωμόπολη της Αγιάς, είναι ένα από τα πολλά ενδιαφέροντα παραδείγματα της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και του διακόσμου, το οποίο μέχρι τώρα είχε διαφύγει της προσοχής των μελετητών. Επομένως, χρεωστούμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον δρ. Κουμουλίδη, επειδή έφερε στο φως αυτό το σημαντικό σύμπλεγμα των οικοδομημάτων και επειδή φρόντισε όχι μόνον την επισκευή και τη συντήρησή του, αλλά επειδή κυρίως κατέγραψε πλήρως την αρχιτεκτονική και τη διακόσμησή του. Δεν πρέπει να περιμένει να δει κανείς ένα μεγάλο έργο Τέχνης. Ωστόσο η εκκλησία και τα κτίσματά της έχουν όλη την αξιοπρέπεια και τη χάρη της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Και οι τοιχογραφίες, ιδιαίτερα εκείνες του 16ου αι., έχουν μια φρεσκάδα και μια ζωντάνια ξεχωριστή. Δεν υπάρχει τίποτε πολύ πρωτότυπο σ’ αυτές, αλλά οι μεταβυζαντινοί καλλιτέχνες δεν απέβλεπαν στην πρωτοτυπία, επειδή ασχολούνταν με αιώνια πράγματα. Αν οι μεταγενέστερες τοιχογραφίες φαίνονται περισσότερο κοινές και λιγότερο ζωντανές, αυτό ήταν αναπόφευκτο μεταξύ των ζωγράφων που επιζητούσαν να διατηρήσουν μια παλιά παράδοση, χωρίς να έχουν μεγάλη επαφή με τον άλλο κόσμο».
Κειμήλια της Ιεράς Μονής.
Από χειρόγραφα και παλαίτυπα, τα οποία βρέθηκαν στο ναό κατά το 1939, μας παρέχονται οι ακόλουθες πληροφορίες:
α) Παλαίτυπα:
Μηναίον του μηνός Μαΐου, του έτους 1548, Φεβρουαρίου 28.
Μηναίον του μηνός Οκτωβρίου, του έτους 1648.
Μηναίον του μηνός Ιουλίου, του έτους 1689, Μαρτίου 17.
Ιερό Ευαγγέλιο του έτους 1785, του οποίου αναφέρει και μέρος του τίτλου «…… αφιερωθέν μεν τω ποτε Μακαριωτάτω Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κυρίω Κυρίω Χρυσάνθω Νοταρά, νεωστί δε μετατυπωθέν αψπε 1785 παρά Δημητρίω Θεοδοσίου τω εξ Ιωαννίνων». (SUPERORUM PERMISSY)
———————————————————————————————————————————————————–
(χ).- John T. A. Koumoulides – Walter Christopher, Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία εις την Αγιά Θεσσαλίας, Ελλάδος: Η τέχνη και η Αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου του Αγίου Παντελεήμονος (Λονδίνο: Zeno Publishers 1975).
Κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης ευρίσκεται εν κυτίον περιέχον οστά άνευ χρονολογίας.
Επί της προσκομιδής δίπτυχον των μοναχών και λοιπών αποβιωσάντων με αρχαίους χαρακτήρας.
β) Χειρόγραφα:
Δύο περιέχοντα ψαλμούς του Δαβίδ. Το ένα από αυτά, σημειώνει ο παπα-Στέργιος Ζιμπής, έφερε σημείωση, την οποία με δυσκολία ανέγνωσε και την αποδίδει ως εξής:
«Θεού το δώρον και συστρατακίου πόλεως / έγραψα επί έτους θεογονίας αχμβ και από Αδάμ ζρν» [ζρν και αχμβ = 1642, σ. Δ.Α.].
Προφανώς ο ανωτέρω πρώτος στίχος στις δύο τελευταίες λέξεις του πρέπει να αποδοθεί «ευστρατίου πόνος». Παρενόησε ο αντιγραφέας το συντομογραφικό σύμπλεγμα στ = ευ και το απέδωσε «συσ» και το «πόνος» «πόλεως». Συμπληρώνει τις πληροφορίες του σημειώνοντας ότι «μετά το τέλος κάμνει ερωτήσεις και αποκρίσεις». Για το άλλο χειρόγραφο των ψαλμών δεν αναφέρει άλλα στοιχεία.
Επί της Ι. Εικόνος του Τιμίου Προδρόμου η εξής επιγραφή: +ΜΝΗCΘΗΤΕ μου ΚΕ δουλου σου CEPAΦΗΜ ιερομονάχου ιωακείμ ιερομονάχου.
Επί της ιεράς εικόνος των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου η ιδία ως άνω επιγραφή και: δια χειρός του ευτελούς Γεωργίου εκ χώρας Κλειτζού των Αγράφων.
Άνωθεν της θύρας της εισόδου στο εσωτερικό μέρος του Καθολικού της Ιεράς Μονής η επιγραφή ιστορήσεως:
«ΑΝΙSOPISΘH O ΘΕΙΟC KAI ΠΑΝCEΠΤΟC NAOC THC YΠΕΡΑΓΙΑC ΔΕCΠΟΙΝΗC HMΩΝ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ
ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ/
ΜΑΡ(ΙΑC) ΤΗC ΕΒ[Ρ]ΟΔΙΚΛΑΔΙωΤΗCEIC EN TAC HMEPAC TOY ΘΕΟΦΙΛΕSTATOY KAI ΛωΓΙωΤΑΤΟΥ ΗΜωΝ ΑΥΘΕΝΤΟC /
[KAI ΔΕC]ΠΟΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΙΑΚωΒΟΥ. ΕΠΙΤΡΟΠΕΒΟΝΤΕC O ΑΓΙΟC ΕΙΚΟΝΟΜΟC ΠΑΠΑ ΚΥΡ Ιω(ΑΝΝΗC) Κ(ΑΙ) Ο ΑΓΙΟC
CΑΚΕΛΑΡΙΟC ΠΑΠΑ ΚΥΡ CΤΕΡΙΟC / [KAI KYP] AΡΓΗΡΙ Κ(ΑΙ) ΚΥΡ ΧΑΤΖΗΔΗΜΙΤΡΗ: Κ(ΑΙ) ΚΥΡ
ΘΕΟΧΑΡΗC [….ΠΑ]ΝΑΓΙΟΤΙC ΠΙΚΡ(Ο)ΠΟΥΛ(ΟC): ΔΙΑ ΕΞΟΣΟΥ ΠΑΝ(Τω)Ν Τ(ωΝ) ΧΡΙSHANωΝ /
ΕΙC ΨΥΧΙΚΗΝ CωΤΗΡΙ[Ι]ΑΝ. ΕΝ ΕΤΙ ΑΠΟ ΑΔΑΜ: ΖCΛΒ ΑΠΟ ΔΕ ΧΡΙΣΤΟΥ: ΑΨΚΔ: ΕΝ ΜΙΝΗ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΚΑ. / Ιστορίθη παρ’ εμού του (ευ)τελούς γαυριήλ μοναχού της εν Πελοποννήσω
Στα λυπηρά, κάτω από το δεξί χέρι του Χριστού:
ΔΕΗCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ Θ(Ε)ΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΙΕΡΟ-ΜΟΝΑΧΟΥ ΕΝ ΤΗ ΖΡΗ (1600) μηνί ΜΑΡΤΙΟΥ
Πάνω από την Ωραία Πύλη:
ΔΕΗCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Ιω(ΑΝΝΗ) ΤΟΥ ΚΟCTH Κ(ΑΙ) Η CΥΝΒΕΙΑ ΑΥΤΟΥ ΚΗΡΑΝΑC
KAI TON ΤEKNωΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΤΙ ΖΠΗ 1580 ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ιδ
Πάνω από την είσοδο που οδηγεί στο Διακονικό:
ΤΟ CΤΕΡΕωΜΑ ΤΕΜΠΛΟΥ ΠΕΠΟΙΘΟΤωΝ CΤΕΡΕωCON Κ(ΥΡΙ)Ε ΤΗC ΕΚΚΛΗCIAC ΤΑΥΤΗC HN
EKTHCω Τω ΤΙΜΙω COY AIMATI
Στη βάση του Σταυρού των λυπηρών:
ηωακήμ + ηερωμο/νάχου/ΑΝΕ(ΣΤ)ΟΡΗΘΗ ω/ΧΟΡΟς ΔΗα CΗΝ/ΔΡομης σεραφην/ηέρομοναχου/
Στην είσοδο της Τράπεζας, εσωτερικά στο υπέρθυρο της εισόδου από τα ανατολικά:
+ ΔΕΙCIC TON ΔΟΥΛΟΝ ΤΟΥ Θ(ΕΟ)Υ ΓΕΩΡΓ(Ι)ΟΥ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙ ΚΑΛΟ ΑΜΑ CHNBHOY KAI ΤΩΝ
ΤΕΚΝΟΝ ΑΥΤΟΥ-ΑΡΕΤΗ ΙΚΑΤΙΡΗΝΑ ΕΤΟΥC ΖΡΚΔ (1616)
Ετέρα πλαξ γράφει: Εσκεπάσθη η εκκλησία εν έτει ΖΠΗ μηνι οκτωβρίου ςΕC ΚΑ υπό χειρός Ιακώβου.
Πέριξ της Ιεράς Μονής συνέχονται οικήματα επί της δυτικής πλευράς.
«Η Ιερά αύτη Μονή εκέκτητο περιουσίαν(93) πλέον των επτακοσίων 700 στρεμ[μάτων] αγρών και μωρεοκήπου πέριξ της μονής, άτινα μετά την διάλυσιν της Μονής περίλαβε τότε το Κοινοτικόν Συμβούλιον Αγιάς (1914) το οποίον διοικούσε τότε και τας εκκλησίας. Ήδη τα ανωτέρω κτήματα περιήλθον εις τους ακτήμονας
——————————————————————————————————————————————
(93).- Έκθεση – αναφορά του εφημερίου του Αγίου Αντωνίου της Αγιάς, οικονόμου Στεργίου Δ. Ζιμπή προς τη Μητρόπολη της Δημητριάδος η οποία και την είχε ζητήσει με το αρ. 1225/10-5-1939 έγγραφό της. Η αναφορά αυτή με πλήρη τίτλο «Έκθεσις/ αιδ. Στεργίου Δ. Ζιμπή, οικονόμου εφημερίου του Μητροπολιτικού/ Ιερού Ναού Αγίου Αντωνίου Αγιάς/ επί της υπ’ αριθ. 1225 της 10ης Μαΐου 1939 απόφασης του/ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος».
γεωργούς και σωματεία την συντήρησιν ανέλαβεν η Κοινότης Αγιάς».
Ο κατάλογος του 1568/70 καταγράφει σημαντική περιουσία, όλη συγκεντρωμένη γύρω από την Αγιά. Στο τέλος των περιγραφών των φόρων και της παραγωγής της Αγιάς (Τ.D. 695 σελ. 985) διαβάζουμε:
«Τσιφλίκι της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα κοντά στην εκκλησία(94) της Παναγίας, σε επικαρπία του Παπά Domina (Δαμιανού;) πληρώνουν δεκάτη.
Χωράφι καλλιεργήσιμης γης, έκτασης 100 στρεμμάτων, ένα στρέμμα αμπέλι και ένα στρέμμα κήπος και ένας νερόμυλος που δουλεύει μισό χρόνο σε επικαρπία του παπά Σεραφείμ(95) (Serafino) καλόγερου (rahib) του αναφερθέντος μοναστηριού, και άλλων, σε κοινή ιδιοκτησία, πληρώνουν δεκάτη και φόρους.
Χωράφι καλλιεργήσιμης γης (tarla) 55 στρεμμάτων σε επικαρπία του παπά Λαμινογιάννη και παπά Μιχαήλ και άλλων, σε κοινή ιδιοκτησία, πληρώνουν δεκάτη και φόρο.
Ένα αμπέλι 7 στρεμμάτων και μισό στρέμμα κήπος σε επικαρπία του παπά Aherya (πιθανώς: Ανανία(96)) καλόγερου της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής και άλλων σε κοινή ιδιοκτησία, πληρώνουν δεκάτη και φόρους».
Το περιεχόμενο των καταγραφών αυτών αποτελεί terminus ante quem για το θέμα της χρονολόγησης του ναού της Παναγίας στην ομώνυμη συνοικία-ενορία της Αγιάς. Γνωρίζουμε τώρα ότι ο ναός υπήρχε πριν από το 1568/70. έτσι επιβεβαιώνεται
η άποψη του κ. Λάζαρου Δεριζιώτη ότι δεν είναι ναός του 19ου αιώνος αλλά πολύ προγενέστερος(97). Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν και όσα αναφέρει ο Mezieres, ο οποίος επισκέφτηκε την Αγιά στα μέσα του ΙΘ΄ αι. και αναφέρει ότι στο δάπεδο της εκκλησίας είχε δει δυσανάγνωστες επιγραφές(98).
Κοντά στο χωριό Θανάτου το μοναστήρι είχε κάποια περιουσία. Στη σελ. 990 του ταχρίρ του 1570 διαβάζουμε:
«Χωράφι καλλιεργήσιμης γης 40 don um στρεμμάτων σε επικαρπία του Παπά Σωτήρη και Παπαπούλου, από το χωριό της Αγιάς και άλλων σε κοινή ιδιοκτησία, πληρώνουν δεκάτη και φόρους.
Χωράφι καλλιεργήσιμης γης 7 στρεμμάτων σε επικαρπία του παπα Δημήτρη και άλλων, σε κοινή ιδιοκτησία, πληρώνουν δεκάτη και φόρους».
Η περιγραφή της παραγωγής και των φόρων της Αγιάς επίσης έχει 6 νερόμυλους, που λειτουργούν μισό χρόνο, και τρεις άλλους που λειτουργούν όλο το χρόνο. Όμως δεν
—————————————————————————————————————–
(94).- Οι όροι εκκλησία και μοναστήρι χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά από τους Οθωμανούς.
(95).- Το Serafino ανταποκρίνεται στην προφορική εκφορά του ονόματος αυτού του μοναχού. Το όνομά του το συναντούμε ως Σεραφήν σε επιγραφή του εικονοστασίου (τέμπλου) του Αγίου Παντελεήμονα (1579/1580: «ηωακήμ+ηερωμο/νάχου/ ανεςορηθη ω/χορος δηα cην/δρομής σεραφήν ηέρομοναχου». Βλ. John Koumoulidis – Christopher Walter, ό.π. σ. 46, στην εικ. 27 και στη μελέτη της παραπάνω υποσ. 28β. σ. 72.
(96).- Σε επιγραφή στην τοιχογραφία της αψίδας πάνω από τη δυτική είσοδο στο νάρθηκα, εξωτερικά, αναφέρεται ο ιερομόναχος Ανανίας, με έξοδα του οποίου έγινε η παράσταση.
(97).- Ι. Κουμουλίδης – Λ. Δεριζιώτης, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήνα, 1985, σ. 49.
(98).- Βλ. για ευκολία στο μεταφρασμένο από τον Henri-Rierre Corrieu στην Ελληνική γλώσσα απόσπασμα του έργου του Memoire sur Pelion et l’ Ossa με τον τίτλο: Η περιοχή της Όσσας το 1852 κατά τον Mezieres, περ. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 2/1981, σ. 140-145.
είναι ξεκάθαρο, αν ανήκουν στο μοναστήρι ή στους χωρικούς(99). Γενικά η απαρίθμηση αυτή δεν είναι σαφής και δημιουργεί την εντύπωση ότι κάποια περιουσία ίσως ανήκε σε άλλες εκκλησίες στα χωριά της Αγιάς. Το ότι στη γεωργική ζώνη της Αγιάς κατείχαν σημαντικές εκτάσεις και μονές άλλων χωριών της περιοχής επιβεβαιώνεται από στοιχεία του τέλους του 19ου αι. και από υφιστάμενες και σήμερα ιδιοκτησίες της Μονής της Παναγίας της Νεβόλιανης/Μεγαλοβρύσου και της Μονής της Παναγίας του χωριού Ρέτσιανη/Μεταξοχώρι. Η πρώτη κατείχε το 1907 περίπου 163 στρέμματα στις περιοχές Χώρα και Πετρομάγουλα και Χώρα, και η δεύτερη 70 στρέμματα στις περιοχές Πετρομάγουλα και Αγιάννα.
Σχετικώς με εκκλησία στο όνομα της Αγίας Κυριακής, από την οποία προερχόταν ο μοναχός Ανανίας, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ή απλή ένδειξη ότι υπήρχε μέσα στην Αγιά ή στην ελεγχόμενη από αυτή περιοχή. Αντίθετα, υπάρχει στο σημερινό χωριό Μελίβοια/Θανάτου σε μικρή απόσταση στα ανατολικά του. Στο χωριό του παλαιού ναού συναντούμε σήμερα ένα κτίσμα του έτους 1925, το οποίο αντικατέστησε τότε το παλαιό, που πιθανόν κατέρρευσε, ή βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση.
Στο σύνολό της η κτηματική περιουσία του Αγίου Παντελεήμονα ήταν 211,5 στρέμματα ή περίπου 20 εκτάρια. Σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από το περιεχόμενο μιας έκθεσης αγιώτη ιερωμένου αξιωματούχου, η κτηματική περιουσία της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος ανερχόταν, πριν αυτή περάσει στην κατοχή της Κοινότητας της Αγιάς και τμήματά της σε άλλες ενορίες της κωμόπολης, σε 700 περίπου στρέμματα. Και σήμερα κτήματα του Τιμίου Προδρόμου φέρονται με το όνομα Κουμπελιώτικα (ο Άγιος Παντελεήμων ονομαζόταν και Κουμπέλι ή Κουμπελί, λόγω του υπερυψωμένου κεντρικού του τρούλου), όπως διαπιστώνεται από τα βιβλία καταγραφής της κτηματικής του περιουσίας στο αρχείο του ενοριακού Ναού του Τιμίου Προδρόμου της Αγιάς.
Πολλαπλασιασμένη με 12 akce ανά στρέμμα η κτηματική περιουσία των 211,5 στρεμμάτων απέδιδε 2538 akce φόρο το χρόνο ή 19523 akce ως αξία της συνολικής παραγωγής του μοναστηριού. Τα επτά στρέμματα όμως ίσως ανήκαν στον παπα Aherya (=Ανανία), μοναχό της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής και τα 40 στρέμματα ανήκαν στον παπα Σωτήρη που θα μπορούσε να είναι ιερέας του χωριού της Αγιάς. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε η περιουσία και το εισόδημα του μοναστηριού ήταν ένα
—————————————————————————————————————–
(99).- Κατά μήκος του Μυλαύλακου επιβεβαιώνεται ότι υπήρχαν ένας μύλος που ανήκε στη Μονή της Αγίας Τριάδος, ένας στο ναό της Παναγίας, ένας του Αγίου Γεωργίου, ένας των Ταξιαρχών και ένας των Αγίων Θεοδώρων κατά τον 18ο και 19ο αι. Το πιθανότερο είναι ότι κατείχε μόνον κάποιους από αυτούς το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος.
τέταρτο μικρότερη, αλλά παρέμεινε σημαντική. Τον 16ο αιώνα αυτό ήταν, χωρίς
αμφιβολία, το πλουσιότερο μοναστήρι της περιοχής μας, με εισόδημα, χωρίς να υπολογίσουμε τους νερόμυλους, που κυμαίνονταν μεταξύ 15000-20000 akce το χρόνο. Οι χορηγοί του, χωρίς αμφιβολία, προέρχονταν από το πλούσιο χωριό της Αγιάς, ένα χωριό που στην διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα συνέχισε να επεκτείνεται.
Ι. Ν. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ΒΑΘΥΡΕΜΑΤΟΣ)
Ο μονόκλιτος ξυλόστεγος δρομικός Ναός με νάρθηκα στα δυτικά και στοά στη βόρεια πλευρά, εκτός από την αψίδα του Ιερού είναι εντελώς νεότερος, κτισμένος με αργολιθοδομή και ισχνότατο συνδετικό κονίαμα, σύγχρονος με την τοιχογράφηση του 17ου αιώνος. Η αψίδα – πεντάπλευρη – είναι παλαιότερη και πατάει στα κάτω τμήματα μιας ακόμη παλαιότερης ημικυκλικής αψίδας. Υπήρχε δηλαδή ένας αρχικός βυζαντινός Ναός, στον οποίο πρέπει να ανήκουν και τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν καταχωσμένα στο δάπεδο (αμφικίονας και κιονόκρανο παραθύρου, μαρμάρινο κατώφλι). αργότερα στην ίδια θέση έγινε μια νέα εκκλησία από την οποία σώζεται η πεντάπλευρη αψίδα και στο 17ο αιώνα ο Ναός πήρε τη σημερινή του μορφή.
Περίπου μισό χιλιόμετρο δυτικά της Παναγίας του Βαθυρέματος(90) σώζεται επισκευασμένος σήμερα ο Ναός του Αγίου Νικολάου. Διασώζει ακόμη λίγες τοιχογραφίες στο Ιερό και στο βόρειο τοίχο. Ελάχιστα ίχνη διακόσμησης διασώζονται στη δυτική είσοδο του Ναού. Οι καλύτερα διατηρημένες τοιχογραφίες είναι σήμερα του Πρωτομάρτυρα Στέφανου στην κόγχη της προσκομιδής και του Αρχάγγελου Γαβριήλ.
Η Αγία Τράπεζα, στο Ιερό στηρίζεται σε σπόνδυλο αρχαίου κίονα. Στο δάπεδο διακρίνονται ακόμη στην πλακόστρωση επιτύμβιες στήλες. Σε μια από αυτές διακρίνεται εγχάρακτος «χθόνιος Ερμής».
Στο βόρειο μέρος του Ναού υπήρχε στοά επίστεγη. Βρέθηκαν ο ανατολικός της τοίχος και τμήμα του βόρειου. Σε πρόσφατη επίσκεψή μας στο χώρο του Ναού βρήκαμε στο προαύλιο παραριγμένο ένα τμήμα λίθινης στήλης ύψους 38 εκ., πλάτους 24,5 εκ. και πάχους 25 εκ. το οποίο στην επάνω επιφάνεια φέρει εσοχή στήριξης άλ-
——————————————————————————————————————————————
(90).- Στο Βαθύρεμα, στο Ναό Άγιος Νικόλαος, βρέθηκε μιλιοδείκτης των χρόνων του Κωνσταντίνου και Μαξιμίνου (305-306 μ.Χ.), πράγμα το οποίο δείχνει ότι το Βαθύρεμα βρισκόταν πάνω στο δρόμο Αγιά – Λάρισα. Στα Βυζαντινά χρόνια ανάγονται δύο από τους 4 Ναούς του Βαθυρέματος, η Παναγία και ο Άγιος Νικόλαος των Μύρων της Λυκίας. Και τα δύο μνημεία έχουν υποστεί καταστροφές από τη Βυζαντινή ακόμη περίοδο. Τα σωζόμενα μνημεία στηρίζονται σε παλιότερα μνημεία και έχουν ανακαινιστεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
λου τμήματος στήλης. Πιθανολογούμε ότι είναι τμήμα, ή βάση στήριξης, μεγαλύτερης στήλης. Ο Ν. Νικονάνος επισημαίνει το βυζαντινό τμήμα της εξωτερικής πλευράς της κόγχης, η οποία διασώζει οδοντωτή διακοσμητική ταινία και ότι η κόγχη η βυζαντινή εδράζεται σε παλαιότερη ημικυκλική κόγχη.
Ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης διασώζει σε σημειωματάριό του το όνομα του μητροπολίτη της Δημητριάδας Ιωσήφ και την χρονολογία της ανακαίνισης του Ναού,
1302. Ο Γερμανός Μαυρομάτης, μητροπολίτης της Δημητριάδας, δημοσίευσε τμήμα της επιγραφής του Ναού με το ίδιο όνομα του επισκόπου της Δημητριάδας και την ίδια χρονολογία. Τη χρονολογία και τον τίτλο του «Δημητριάδος» στο όνομα του Ιωσήφ τα αμφισβητεί ο Ν. Γιαννόπουλος χαρακτηρίζοντας τον Ιωσήφ ως έναν από τους επισκόπους της Βέσαινας.
Η πλέον πειστική όμως άποψη και με επιχειρήματα αμάχητα βασισμένη, είναι του μακαριστού Δημ. Αγραφιώτη, ο οποίος παραθέτει την κτιτορική επιγραφή του Ναού όπως την δημοσίευσε το 1933 ο Γερμανός Δημητριάδος διορθώνοντας την χρονολόγηση(χ).
«Ανηγέρθη και ανιστορήθη ……/αρχιερατεύοντος Δημητριάδος Ιωσήφ [εν τω ΖΞς΄ έτει] δια συνδρομής Ανδρέου ιερέως και της συζύγου αυτού Αικατερίνης».
«Έπομένως, (γράφει ο Δ. Αγραφιώτης), ο αναμφισβήτητα Βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου πιθανότατα ανακαινίστηκε και ανιστορήθηκε μεταξύ των ετών 1548-1558, στα χρόνια του επισκόπου της Δημητριάδας Ιωσήφ του Α΄, με πιθανότερη και πιο συγκεκριμένη χρονολογία το έτος 1558. προς αυτή τη χρονολόγηση οδηγεί ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού, για τον οποίο ήδη αναφέρθηκε ότι δεν σχετίζεται με τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της υστεροβυζαντινής περιόδου».
Ο Άγιος Νικόλαος(χχ), Βασιλική μονόκογχος, ηρειπωμένη, άνευ στέγης. Ο γυναικωνίτης όλος είναι κατηδαφισμένος. Η εκκλησία είναι Βυζαντινή. Διεσώθησαν εντός αυτής τοιχογραφίαι επί της ανατολικής και βορείου πλευράς ημιεφθαρμέναι. αι επί της μεσημβρινής και δυτικής πλευράς εξηφανίσθησαν υπό των βροχών και είναι δυσδιάκριτοι.
—————————————————————————————————————–
Βιβλιογραφία Ν. Νικονάνου για του Βαθύρεμα: Απ. Κωνσταντινίδης. Η Μονή Φλαμουρίου, Θ.Χ. (1936) 164-174. Δ. Τσοποτός, Φλαμούρι, Θ.Χ. Ι (1930) 111-112. Θ. Χατζημιχάλης, 74-86. Γ. Κορδάτος 480-481. Αβραμέα, 82. Ν. Γιαννόπουλος: ΕΕΒΣ ΙΣΤ΄ (1940), 376 κ.ε. Νικονάνος 27-34 κ.ε. ΑΘΜ 2 (1973) 56-57, Α.Δ. 30 (1975) Β, 202 και Α.Δ. 31 (1976) Β, 187.
(χ).- Δημ. Κ. Αγραφιώτη, «Συμπληρώσεις και σχόλια σε ημιτελή επιγραφή του Αγ. Νικολάου στο Βαθύρεμα της Αγιάς», Θ.ΗΜ., τομ. 32, σελ. 57-64, Λάρισα 1997.
(χχ).- Περιγραφή του Ν. Γ. Γιαννόπουλου, ΕΕΒΣ, ΙΣΤ΄, 1940.
Ο Ναός έχει τρεις θύρας προς βορράν, μεσημβρίαν και δυσμάς. Η προς μεσημβρίαν και η δυτική θύρα είναι δια προχείρου εντοιχίσεως ημίκλειστος, δια να μανδρίζωνται πρόβατα, η δε άνωθεν της μεσημβρινής θύρας επιγραφή, εφ’ υγρώ, είναι δυσανάγνωστος εκ της φθοράς. μόνον ίχνη γραμμάτων δυσδιακρίτων φαίνονται ολίγα και αι χαρακταί γραμμαί της ευθυγραμμίσεως των στίχων. Ουδεμία λέξις αναγινώσκεται ούτε χρονολογία(91).
Η στέγη του Ναού έχει καταπέσει προ πολλού, η δε αψίδα αυτού έξωθεν έχει μια ζώνην κεραμοπλαστικήν και εν τω μέσω σταυρόν διά πλίνθων οπτών.
Έσωθεν εν τη κόγχη σώζεται εν τοιχογραφία η Πλατυτέρα, Θεοτόκος Δεομένη, ης εσώθη το άνω μέρος της κεφαλής, αι χείρες και το κάτω μέρος του στήθους. Κάτωθεν δε της Πλατυτέρας σώζεται η Λειτουργία των Αποστόλων, ο δε Ιησούς Χριστός εντός κιβωρίου μεταδίδει τον άρτον και τον οίνον εις τους Αποστόλους, είναι όμως εφθαρμένη.
Κάτωθεν της Λειτουργίας παρίστανται συλλειτουργούντες οι Ιεράρχαι, αριστερά Ιωάννης ο Χρυσόστομος φέρων φαιλόνιο και ο Αθανάσιος, δεξιά δε Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Εκατέρωθεν της κόγχης είναι δεξιά μεν εις τρεις ζώνες Άγιοι ημιεφθαρμένοι ολόσωμοι, εν τω μέσω δε στηθάρια εντός κύκλων οι ιεράρχαι Άγιος Κυπριανός και έτερος ημιεφθαρμένος, του οποίου το όνομα δεν εσώθη, κάτω δε ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, εν ω παρίσταται η Θεοτόκος ορθία βλέπουσα αριστερά.
Αριστερά εις τρεις ζώνες, έχουσι ζωγραφισθεί άνω μεν ολόσωμοι Άγιοι ημιεφθαρμένοι, εν τω μέσω δε, εντός κύκλων, ο Άγιος Αχίλλειος Λαρίσης και ο Άγιος Επιφάνειος Κύπρου και κάτω ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, κρατών σκήπτρον και ευλογών την Θεοτόκον. Όπισθεν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τη κόγχη της Προσκομιδής, παρίσταται όρθιος μέχρι των γονάτων σχεδόν
κατ’ ενωπιον ο Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυς.
Εν δε τη βορείω πλευρά αι τοιχογραφίαι διετηρήθησαν καλλίτερον, διότι δεν προσεβάλλοντο υπό των ανεμοβρόχων. Διαιρείται δε αύτη κάτω εις τρία μεγάλα ορθογώνια και εν μεν τω πρώτω παρίσταται ο Άγιος Πέτρος, αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας και προ αυτού ο Χριστός εν κιβωρίω, εν δε τω δευτέρω το Ιερόν Τρίμορφον, ήτοι ο Ιησούς Χριστός καθήμενος επί θρόνου κρατών Ευαγγέλιον και
—————————————————————————————————————–
(91) Ο Σεβ. Πρώην Δημητριάδος μητροπολίτης κ. Γερμανός εν τοις Θεσσαλικοίς Χρονικοίς, τομ. Ι΄, 1933, σελ. 160 δίδει χρονολογίαν της επιγραφής ταύτης ινδικτιώνος ξς΄ και τον επίσκοπο Ιωσήφ, ήτοι τω 1302, αλλά η ανάγνωσις είναι εσφαλμένη. Ν. Ι. Γιαννόπουλον εις Θεσσαλικά Χρονικά, τομ. Δ΄ , 1934, σελ. 215, και τον αυτόν εν Θελογία, τομ. ΙΓ΄, 1935, σελ. 26.
ευλογών, δεξιά δε Αυτού η Θεοτόκος και αριστερά ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος λιτανεύοντες και εν τω τρίτω, μετά το Τρίμορφον, παρίστανται τρεις στρατιωτικοί Άγιοι Δημήτριος, Γεώργιος και Νέστωρ.
Άνωθεν δε του πρώτου ορθογωνίου (Πέτρου) είναι τρία στηθάτα Αγίων ημιεφθαρμένα και άνωθεν του Τριμόρφου και των στρατιωτικών Αγίων ορθογώνια, εν οίς παρίστανται σκηναί εκ του βίου και των θαυμάτων του Αγίου Νικολάου.
Αριστερά του Τριμόρφου είναι θύρα εκτισμένη μεταγενεστέρως.
Μετά δε το ορθογώνιον των στρατιωτικών Αγίων είναι η βόρειος θύρα, μεθ’ ήν έπονται αι τοιχογραφίαι της Αγίας Ματρώνας και Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Εντός του Ιερού Βήματος ως υπόβαθρον της Αγίας Τραπέζης κείται σπόνδυλος κίονος ραβδωτού εκ λευκού μαρμάρου, ειλημμένος εξ αρχαίου Ελληνικού ναού, κειμένου, ίσως, παρά το χωρίον Δογάν, πλησίον των Διδύμων Κολωνών.
Προς βορράν του Βαθυρρεύματος, επί τινος των υπερκειμένων λόφων, κείται παρεκκλήσιον τι, επιλείποντος όμως του χρόνου δεν ηδυνήθημεν να επισκεφθώμεν αυτό.
Εκ της τοιχοδομίας των δύο Ναών του Βαθυρρεύματος εξάγεται ότι οι Ναοί ούτοι είναι Βυζαντινοί, υποστάντες βραδύτερον επισκευάς, επειδή δε αι εν τω ηρειπωμένω Ναώ του Αγίου Νικολάου διασωθείσαι τοιχογραφίαι είναι μετά πρασίνης σκιάς και μολυβδίνης άνευ ερυθρού χρώματος εις τα πρόσωπα, εξάγεται εντεύθεν ότι ανάγονται τουλάχιστον εις την Ις΄ εκατονταετηρίδα και είναι έργα της Μακεδονικής σχολής.
Λυπηρόν είναι ότι, ένεκα αμελείας των Μητροπολιτών και επισκόπων Δημητριάδος, των ποιμανάντων την επαρχίαν Αγιάς, ως είναι βέβαιον, από του δευτέρου ημίσεως του Ις΄ αιώνος, και της αβελτηρίας και αμαθείας των κατοίκων Αγιάς δεν επεσκευάσθη ο Ναός ούτος, αλλά αφέθη να καταστραφή απολεσθεισών ούτω λαμπρών τοιχογραφιών και της επιγραφής της ανιστορήσεως. Λυπηρόν ότι σήμερον μανδρίζονται εντός αυτού αιγοπρόβατα!
Επίσης λυπηρόν είναι ότι ο Γεώργιος Λαμπάκης, όστις μετέβη εις Αγιάν και τα πέριξ χωρία και έγραψε περί αυτών εις το Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας κατά το 1903 (92), δεν μετέβη εις το Βαθύρρευμα, διότι δεν το εγνώριζεν, ότε
εσώζοντο ακόμη εις καλλιτέραν κατάστασιν ο τε Ναός του Αγίου Νικολάου ως και ο ——————————————————————————————————————————————
(92).- Ο Γ. Λαμπάκης επεσκέφθη την Αγιάν τω 1903 και τα πέριξ και έγραψε περί αυτών εις τα Δελτία της Χριστ. Αρχ. Εταιρίας Ε΄ 1905 σελ. 19 και Θ΄ 1910 σελ. 3.
έτερος της Παναγίας, και αι τοιχογραφίαι αυτών πάσαι. Εν τοιαύτη περιπτώσει θα τας εφωτογράφει και θα διέσωζε και το κείμενον της επιγραφής, οπότε θα εγνωρίζομεν ακριβώς την χρονολογίαν της ανιστορήσεως του Ναού».
3.- Η ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Μετά τους Καταλανούς (1309), την αυτοκρατορική κυριαρχία στην Θεσσαλία (1333) και την πεντηκονταετή Σερβοκρατία (1348-1393), ακολουθεί η ειρηνική αρχικά είσοδος των Οθωμανών στην θεσσαλική γη το 1386 – 1393 μ.Χ.
Την ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδος (Υστεροβυζαντινή) της ιστορίας της Βυζαντινής Θεσσαλίας, όπου η πολιτική κρίση επέφερε οικονομική και κοινωνική ένδεια – αρρυθμία, διαδέχεται η επί αιώνες κυριαρχία της Αυτοκρατορίας των Οθωμανών.
Το 1423 μετά τις πολλαπλές επιδρομές και δηώσεις κατακτητών, οι Οθωμανοί βρίσκουν στο Δώτιον πεδίο τέσσερα χριστιανικά χωριά: Το Βαθύρεμα, την Αγιά, την Δέσιανη και το Καστρί. Η Αγιά (Γένιτσε) ως μέρος του Καζά του Γενί Σεχίρ (Λάρισας) ανήκε στο Ναχιγιέ της Καστρίτσας (το δεύτερο Ναχιγιέ ήτο του Πλαταμώνος).
Σιγά – σιγά επανιδρύονται τα Λατινογενή ή Σλαβογενή κατά την ονομασία χωριά: Σελίτσανη, Νιβόλιανη, Ρέτσανη, Θανάτου και Κάπιστα, όπως και τα τουρκοχώρια: Νερόμυλοι, Δήμητρα, Ανάβρα, Πρινιά, Τσεκίρι, Καλαμάκι, Γερακάρι.
Πριν περάσουμε σε μια πολιτικο-κοινωνική εκτίμηση της εποχής, είναι ανάγκη να πούμε ότι, ενώ στην Αγιά και στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου το Μοναστικό κέντρο του Όρους των Κελλίων έχει περάσει σε περίοδο παρακμής, μια άλλη πνευματική έξαρση εξελίσσεται στην Θεσσαλία. Οργανώνεται η Μοναστική πολιτεία των Μετεώρων με κοινόβια Μοναστήρια και αναδεικνύονται εξαιρετικές προσωπικότητες, όπως ο Άγιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, ο Άγιος Κυπριανός Λαρίσης ο θαυματουργός, ο Άγιος Αντώνιος ο Νέος Θεολόγος και ο Άγιος Ιωάσαφ – δηλαδή ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Ούρος, ο οποίος εκάρη μοναχός, στην Ι.Μ. ………………………………………………………….…….
Στην Αγιά, μεταξύ των ετών: 1520-1588 μ.Χ. ιδρύονται εννέα Μοναστήρια:
1) Ι.Μ. Γενεσίου Θεοτόκου, στην θέση «Καρπούζα» 1520 μ.Χ., 2) Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ανατολής +-1550 μ.Χ., 3) Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Πολυδενδρίου, 1568 μ.Χ., 4) Ι.Μ. Ιωάννου Θεολόγου, Βελίκας 1571 μ.Χ., 5) Ι.Μ. Γενεσίου Θεοτόκου, Πολυδενδρίου 1575 μ.Χ., 6) Ι.Μ. Εισοδίων Θεοτόκου, Αγιάς – επανιδρύεται το 1580 μ.Χ., 7) Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων Αγιάς 1588 μ.Χ. και τα μονύδρια των 8) Αγίων Αποστόλων Αγιάς 1570 μ.Χ. και 9) Ταξιαρχών Αγιάς 1570 μ.Χ. Η ως άνω εβδομηκονταετία, εκτός από γεγονός σχέσις με το Όρος των Κελλίων το οποίο παρήκμασε λόγω συγκυριών κυρίως πολιτικών, έχει να καταδείξει τις σχέσεις συνύπαρξης μεταξύ του μουσουλμανικο-χριστιανικού πληθυσμού στην χώρα της Αγιάς.
Την περίοδο των ετών 1520-1590 μ.Χ. που ιδρύονται επτά Μοναστήρια στην τουρκοκρατούμενη Αγιά, αλλάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής. Στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς μεταξύ των ετών 1540-1550 η περιοχή παραχωρήθηκε από τον Σουλτάνο στην κόρη του Μιχριμά. Η Μιχριμά μετέτρεψε την Αγιά, τη Θανάτου, τη Νιβόλιανη, τη Σελίτσανη και τη Ρέτσιανη σε Βακούφια (Vafks). «Αφιέρωσε δηλαδή τα έσοδα από τη φορολογία τους σε ευαγή ιδρύματα της Κωνσταντινουπόλεως. Υπ’ αυτήν την ιδιότητα τα χωριά που ανήκαν στην Οθωμανή Πριγκίπισσα είχαν μια προνομιακή φορολογική μεταχείριση, γεγονός που έδωσε σε αυτά τη δυνατότητα μιας γρήγορης και σταθερής δημογραφικής και οικονομικής ανάπτυξης, ακόμη και σε καιρούς δύσκολους, όταν άλλα χωριά εξαφανίζονταν ή παρέμειναν στάσιμα. Την ίδια περίοδο αποσπάσθηκε από την Αγιά η Ρέτσιανη – Μεταξοχώρι, που εξελίχθηκε σε χωριό 300 νοικοκυριών κατά τον 19ο αιώνα. Τότε, ως διέσωσε ο Δημ. Αγραφιώτης(100), έδρευε σε αυτό ο αντιπρόσωπος των συμφερόντων, της κάθε φορά ιδιοκτήτριας πριγκίπισσας των χωριών της περιοχής».
Από τις αρχές του 17ου αιώνα παρατηρούμε στην Αγιά την ανάπτυξη μονυδρίων αστικού τύπου. Μετά τα μονύδρια των Αγίων Αποστόλων και Ταξιαρχών (1570), ιδρύονται η Ι.Μ. Αγίας Τριάδος (1609-1630) και η Μονή του «Χριστού» (1620) πέριξ και εντός της Αγιάς αντίστοιχα. Στο β΄ μισό του 17ου αιώνος ιδρύεται η Μονή του Αγίου Γεωργίου στο Μεταξοχώρι (1663) και έναν αιώνα αργότερα στο ίδιο χωριό η Μονή της Παναγίας (1750) και η Μονή του Αγίου Ευσταθίου (18ος αιώνας).
Εάν πέριξ της Αγιάς, ο Άη-Γιάννης και ο Προφήτης Ηλίας είναι μικρά μονύδρια αφού συναριθμήσουμε και το υστεροβυζαντινό Μοναστήρι του Μεγαλοβρύσου, τότε, μετά τα εννέα Μοναστήρια(100α) της περιόδου 1520 – 1588 μ.Χ. έχουμε ακόμη επτά Μοναστήρια την περίοδο μεταξύ των ετών 1570 – 1750 μ.Χ. Η χώρα της Αγιάς με την προνομιακή φορολογική μεταχείριση εκ μέρους του Στέμματος και τον πληθυσμό των 2.500 κατοίκων, έχει δέκα επτά Μοναστήρια γύρω της, στο Δώτιο Πεδίο, εις τα οποία εμόναζε σημαντικός αριθμός μοναχών. Είχε επίσης οκτώ Ενορίες, γεγονός που καταδεικνύει την οικονομική άνθιση, αλλά και την δυνατότητα αρκετά καλής επικοινωνίας με τους Μουσουλμάνους εποίκους. Διαφαίνεται κλίμα αλληλοσεβα-σμού και κοινωνικών σχέσων καλής γειτονίας με τις μουσουλμανικές κοινότητες,
—————————————————————————————————————–
(100).- Χώρα Αγιά, Δημ. Αγραφιώτη.
(100α).- Την Ι.Μ. Εισοδίων Θεοτόκου Αγιάς, εξετάσαμε ως υστεροβυζαντινό κτίσμα.
όπως αυτή των Νερομύλων (Αϊντινλί) που είχε τα τζαμιά της και τους Μπεκτατζήδες δίπλα στην Αγιά, αλλά και σε περιπτώσεις ανάμικτα μουσουλμανικο-χριστιανικού πληθυσμού όπως στα χωριά Γερακάρι και Ανάβρα.
Την περίοδο, 1520-1624 μ.Χ., η Αγιά των πολλών Ιερών Μονών που την περιβάλλουν, καταμαρτυρείται εις κώδικας, κατάστιχα και Σιγίλλια, ως Αγία. Τοπωνύμιο, ή μάλλον Αγιονύμιο, που την συνδέει με το Μοναστικό κέντρο του Όρους των Κελλίων και την Αγία πολιτεία των Μοναστών.
«Η ευφορία του εδάφους, η μεγάλη παραγωγή βαμβακιού και η παραγωγή μεταξιού επέτρεψαν την εμφάνιση της οικοτεχνίας, η οποία στάθηκε αργότερα, στα μέσα του 18ου αιώνα, η βάση της εμπορικής και βιοτεχνικής ανάπτυξης της Αγιάς και της γύρω περιοχής. Στην περίοδο αυτή η Αγιά απέκτησε τη μορφή της ως οικισμός και στολίστηκε με όμορφες κατοικίες, αλλά και με μεγάλον αριθμό θρησκευτικών μνημείων. Είναι φυσικό όλοι αυτοί οι Μονασταί και τα Μοναστήρια τα οποία εσυντηρούντο από οικονομικές εισφορές των αγιωτών και των κατοίκων των λοιπών χωριών αρχικά, να γίνουν με την πάροδο ετών, ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου και ευφορώτερου τμήματος της πεδινής καλλιεργήσιμης έκτασης της Αγιάς. Το έτος 1888, οπότε και διαλύθηκαν οι Μονές διαμοιράστηκε η περιουσία τους, εκτός ελάχιστης, στους ακτήμονες της περιοχής.
Κατά τον 18ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά τα μέσα του, οι αγιώτες με εμπορικές συντροφίες εμπορεύονται βαμβάκι και το χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη για το κόκκινο νήμα. Το εμπορεύονται μόνοι τους στην κεντρική Ευρώπη, αλλά και για την ύφανση φιτιλιών (βαμβακομέταξων υφασμάτων), τσικμέδων, τσιβρέδων και μαντιλιών. Η βιοτεχνική αυτή ανάπτυξη και το εμπόριο κράτησαν μέχρι το 1809. Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση στην Κεντρική Ευρώπη και οι πολεμικές συγκρούσεις στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων, η χρεοκοπία των Τραπεζών στην ίδια περιοχή, η εμφάνιση όμοιων βιομηχανικών προϊόντων της αγγλικής βιομηχανίας στις ευρωπαϊκές αγορές, έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα σε αυτού του είδους την ανάπτυξη.
Η Αγιά, ωστόσο, δεν ακολούθησε τα Αμπελάκια στην κατάρρευση. Έχοντας ευφορότερο έδαφος και δυνατότητες να αναπτύξει δυναμικά τη γεωργία της, έστρεψε την προσοχή της σε αυτή και ιδιαίτερα στη σηροτροφία και την αμπελουργία, χωρίς να αγνοεί την καλλιέργεια των δημητριακών. Ταυτόχρονα συνεχίστηκε η βιοτεχνική δραστηριότητα στους τομείς της βυρσοδεψίας και της σαπωνοποιίας. Μέσα στις δύσκολες ώρες που περνούσε ο χώρος μας κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η Αγιά κατάφερε να ανασυγκροτηθεί, να αναβαθμίσει το Σχολείο των κοινών Γραμμάτων σε Αλληλοδιδακτικό, να αποκτήσει Ελληνικό Σχολείο και με δωρεά του γιατρού Αλαμάνου Σχολείο Θηλέων (Παρθεναγωγείο)».
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΙΕΡΩΝ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΩΝ
ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
- Ασκητήριον, Αγίου Παντελεήμονος – Μελιβοίας (11ος; – 14ος αιώνας) (τοιχ. 17ος)
- Ι.Μ. Γενεσίου Θεοτόκου – Ανατολής, 1520 μ.Χ.
- Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου – Ανατολής και (Ασκητήριο Αγιου Δαμιανού) 1550 μ.Χ.
- Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου – Πολυδενδρίου, 1568 μ.Χ.
- Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων – Αγιάς, 1570 μ.Χ.
- Ι.Μ. Σωτήρος – Σκήτης (+-1570-71 μ.Χ.)
- Ι.Μ. Ταξιαρχών – Αγιάς, 1570 μ.Χ.
- Ι.Μ. Ιωάννου Θεολόγου – Βελίκας, 1571 μ.Χ.
- Ι.Μ. Γενεσίου Θεοτόκου –Πολυδενδρίου, 1575 μ.Χ.
- Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων – Αγιάς, 1588 μ.Χ.
- Ι.Μ. Αγίας Τριάδος – Αγιάς, 1609-1630 μ.Χ.
- Ι.Μ. Χριστού (Γέννησις) 1620 μ.Χ.
- Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου – Μεταξοχωρίου, 1663 μ.Χ.
- Ι.Μ. Παναγίας – Μεταξοχωρίου, 1750 μ.Χ.
- Ι.Μ. Αγίου Ευσταθίου Μεταξοχωρίου, 18ου αιώνος
- Ι.Ν. Σωτήρος (Κάπιστα) Μεταβυζαντινό κτίσμα (+-17ος-18ος) από Μεσοβυζαντινό Ναό (12ος)
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ
1. ΑΣΚΗΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ [Μελιβοίας(1)]
Ευρίσκεται πλησίον του χωριού Σωτηρίτσα Μελιβοίας. Το ασκητήριον διαμορφώνεται εντός φυσικού κοιλώματος του βράχου, το οποίον φράσσεται έμπροσθεν δι’ ενός τοίχου εξ αργολιθοδομής. Περί το μέσον του τοίχου τούτου ανοίγεται η είσοδος, δεξιά παράθυρον και άνωθεν φωτιστικόν άνοιγμα σχήματος ρόμβου. Το ασκητήριον αποτελείται εκ μιας μικράς αιθούσης, εις ην εισέρχεται τις εκ της εισόδου και εκ του Ιερού (Σχεδ. 1). Το τέμπλον είναι κτιστόν και αι κόγχαι του Ιερού ανοίγονται εις το πάχος του ανατολικού τοίχου. Εις τον ανατολικόν τοίχον και το τέμπλον διασώζονται ημιεξίτηλοι τοιχογραφίαι του 17ου αιώνος.
——————————————————————————————————————————————
(1).- Ν. Νικονάνος, Θεσσαλία 1970, Χρονικά Αρχαιολ. Δελτίου, τομ. 26 (1971), Ανάτυπον, Αθήναι 1975 (σελ. 307, 308).
2. Ι.Μ. «ΓΕΝΕΣΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» Ανατολής.
«Το μοναστήρι της Παναγίας ευρίσκεται εντός βαθιάς χαράδρας, νοτιοανατολικά του χωριού μεταξύ των θέσεων «Καρπούζα» και «Γερακοβούνι», απέχον τούτο μίας περίπου ώρας. Είναι το αρχαιότερο από τα δύο πλησίον του χωριού ευρισκόμενα μοναστήρια.
Την ακριβή χρονολογίαν της ιδρύσεώς του δεν γνωρίζομεν.
Φαίνεται ότι ιδρύθη 3 τουλάχιστον έτη προ της ιδρύσεως του μοναστηρίου του Προδρόμου. Την πληροφορίαν ταύτην μετέδωσε προ 50ετίας και πλέον εις αποθανόντα προ πολλού γέροντα πατριώτην μας ο τότε εφημέριος του χωριού Χαλίτσι, ιερομόναχος Παπα-θεόφιλος, υπηρετήσας επί σειράν ετών ως μοναχός εις το μοναστήριον της Παναγίας κατ’ αρχάς και εις το τοιούτον του Προδρόμου κατόπιν μέχρι της διαλύσεώς του. Κατόπιν τούτου, λαμβανομένου υπ’ όψει ότι το μοναστήριον του Προδρόμου ιδρύθη το 1550, θα πρέπει να συμπεράνωμεν ότι το μοναστήριον της Παναγίας ιδρύθη κατά το 1520 περίπου.
Ήτο, ως διηγούνται, ολοσκέπαστον με τεσσαράκοντα περίπου κελία και απέκτησε πολύ ταχέως μεγάλην ακίνητον περιουσίαν αποτελουμένην από μέγα τμήμα αμπελώνος εις θέσιν «Καλύβια» το λεγόμενον «Παναΐτικα», εν λειβάδιον μεταξύ χωρίου και μοναστηρίου ονομαζόμενον «Παναΐτικον», 800 στρέμματα αγρών και 5.000 ελαιοδένδρων ευρισκομένων εις το χωρίον «Σωτηρίτσα» (πρώην Κάπιστα) Αγιάς και εν μετόχιον με εν χειροκίνητον ελαιοτριβείον εις Μεταξοχώριον (Ρέτσανην). Είχεν επίσης εις την κατοχήν του περισσότερα από 1.000 αιγοπρόβατα και μερικά μεγάλα ζώα. Το μεγάλο αυτό μοναστήριον επυρπολήθη κατά το έτος 1850 υπό του τότε ηγουμένου του Ιγνατίου διά να συγκαλύψη ούτος πολλάς οικονομικάς του ατασθαλίας χάρις εις τας οποίας είχε χρεώσει κατά πολύ το μοναστήριον εις τον μεγαλοκτηματίαν Χατζηλάζαρον. Όπως ήτο επόμενον μετά τούτο, το μοναστήριον, συμφώνως προς τους μοναστηριακούς κανονισμούς διελύθη προσαρτηθέν εις το πλησιέστερον μοναστήριον του Προδρόμου, το οποίον μετ’ ολίγον χρόνον διώρισεν ως επόπτην του μοναστηρίου της Παναγίας τον εκ του προσωπικού του ιερομόναχον Παπαϊωάννην Παπακυριαζή, εις τον οποίον ανέθεσε την υποχρέωσιν να μεριμνήση δια την εκ νέου ανέγερσιν του πυρποληθέντος μοναστηρίου ενεργών εράνους ανά την ύπαιθρον της πεδιάδος Λαρίσης κλπ. και χρησιμοποιών και τα εκ των κτημάτων του εισοδήματα. Πράγματι δε ο δραστήριος εκείνος κληρικός κατώρθωσεν εντός μικρού σχετικώς χρονικού διαστήματος να οικοδομήση πρώτον την εκκλησίαν του μοναστηριού, μικροτέραν όμως της πυρποληθείσης και αργότερον περί τα 10 κελλιά και αποθήκην. Τοιουτοτρόπως το μοναστήριον απετέλεσεν ήδη είδος μετοχίου του μοναστηρίου του Προδρόμου, εις το οποίον παρέμεινον μονίμως 2-3 καλόγηροι τούτου.
Ημίσειαν ώραν προς βορράν του μοναστηρίου της Παναγίας υπήρχε μικρά εκκλησία της Αναλήψεως, η οποία επυρπολήθη υπό ποιμένων του κτηνοτρόφου Ρίζου Μανίκα κατά το έτος 1878 κατόπιν διαταγής του τελευταίου τούτου δια να εξοντωθή ο ληστής της εποχής εκείνης Καπετάν Θεμιστοκλής, ο οποίος συχνά ενοχλούσε τα ποίμνιά του και ο οποίος είχεν εγκαταστήσει το «λημέρι» του εις στενήν χαράδραν ευρισκομένην παραπλεύρως της εκκλησίας. Εις παρατήρησιν των ποιμένων του ότι μετά του «λημεριού» του ληστού και της χαράδρας θα εκείετο και η εκκλησία της Αναλήψεως ο Μανίκας απήντησεν: «Ας καή κι’ αυτή και την ξαναφτιάνω εγώ!» Και η μεν εκκλησία της Αναλήψεως εκάη, όπως ούτος διέταξεν, η δοθείσα όμως υπ’ αυτού υπόσχεσις ουδέποτε εξετελέσθη ούτε υπ’ αυτού ούτε υπό των απογόνων του.
Ουχί μακράν της πυρποληθείσης εκκλησίας της Αναλήψεως υπήρχε και άλλη μικρά εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών, εν είδος μετοχίου του μοναστηρίου της Παναγίας με 2-3 κελλία, του οποίου σώζονται τα ερείπια. Τόσον η τελευταία αύτη, όσον και η εκκλησία της Αναλήψεως εξήρτωντο εκ του μοναστηρίου της Παναγίας, το οποίο τα διηύθυνε δι’ ενός καλογήρου του.
Ονόματα ηγουμένων οι οποίοι διηύθυναν κατά διάφορα χρονικά διαστήματα το μοναστήριον της Παναγίας διεσώθησαν μέχρις ημών μόνον του Ιγνατίου, ο οποίος, ως γράφομεν ανωτέρω, επυρπόλησε την μονήν και εξηφανίσθη κατά το 1850, του Παπαϊωάννου Παπακυριαζή, ο οποίος το ανωκοδόμησεν αργότερον και ενός ετέρου ονομαζομένου Συμεών, του οποίου επιστολή απευθυνομένη εις ένα εκ των διευθυνόντων τον περίφημον Συνεταιρισμόν Αμπελακίων ευρέθη μεταξύ άλλων εις το αρχείον της οικογενείας Δογάνη και εδημοσιεύη εις σχετικόν βιβλίον του φιλολόγου καθηγητού Ηλία Γεωργίου.
Η επιστολή αύτη του ηγουμένου Συμεών έχει ως εξής:
«Αμπελάκια. Την ευγένειάν σου κυρ Δημήτριε εύχομαι
πατρικώς
«Επειδή ο γεωργάκης του γκίνος μας είπεν εδώ ότι τα όσα ειδήσματα του μακαρίτη Παΐση σας εγχείρισεν ο Παπαθεόδωρος εις σέρας δεν τα δήδετε η ευγενία σας χωρίς γράμμα μας δια τούτου στέλνωμεν τον παρόντα Αντώνιον ο οποίος είναι γαμβρός του Παπαθεοδώρου λοιπόν τα δίδεται και μας γράφετε τα όσα πράγματα είναι και βαστάτε την γραφήν μας δια να μην του έχετε καμμίαν υποψίαν…… Ο παρών Αντώνιος έχει και γράμμα από τον Παπαθεόδωρον δια να τα περιλάβη τόσον και μένομεν τα δε έτη σας είησαν παρά Θεού πολλά και ευτυχή.
1820 19 δεκεμβρίου σελίτζανη
ηγούμενος Συμεών της Παναγίας σελίτζανης
καγώ ο Πρωτοπαπάς Ευστάθιος γερονίκου σας εύχομαι
ος και γραφεύς».
(Σημ.: Η ανωτέρω επιστολή του ηγουμένου παρατίθεται με την ορθογραφίαν της και την σύνταξιν με την οποία εγράφη).
3. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Επί της νοτίας πλευράς της Όσσης εις υψόμετρον 1000 μ. περίπου και εις απόστασιν 4 χλμ. από το χωρίον Ανατολή Λαρίσης (Σελίτσανη) εντός δάσους αιωνοβίων δρυών ευρίσκονται τα ερείπια Ιεράς Μονής αφιερωμένης εις τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, γνωστή ως του Τιμίου Προδρόμου. Το μοναστήριον τούτο εκτίσθη υπό του Αγίου Δαμιανού του Νέου κατά το έτος 1550 και εις τα τέλη του περασμένου αιώνος ήτο εν από τα περισσότερον ακμάζοντα της Ανατολικής Θεσσαλίας.
Ο Ιωάννης Α. Λεονάρδος έγραφε εις τα 1836 σχετικώς με την Μονήν: «Η κωμόπολις αυτή (δηλαδή η Σελίτσανη) είναι αξιοσημείωτος δια το προς αυτήν γειτνιάζον ακουστόν εκεί μοναστήριον, το αφιερωμένον εις τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίον είναι διώροφον οικοδόμημα – η εκκλησία του είναι μεν ευπρεπής, πλην μικρά και σκοτεινή, εκ του διότι ο εις αυτήν εισερχόμενος πρέπει να κατεβαίνει ολίγα σκαλίδια. Τούτο έχει περισσοτέρους παρά 3 ή 4 ιερομονάχους»(102).
Το μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου κατείχε περιουσίαν εκ 200 στρεμμάτων αγρών και 20 στρεμμάτων αμπέλων, άνω των 150 αιγοπροβάτων και περί τα 150 βοοειδή. Από του έτους όμως 1850 προσετέθη εις την ως άνω περιουσίαν του Προδρόμου και η τοιαύτη της Μονής της Παναγίας («Καρπούζα»), ευρισκομένης και αυτής πλησίον της Ανατολής και νοτιοανατολικώς αυτής, αποτελουμένη εξ 800 στρεμμάτων αγρών και 5000 ελαιοδένδρων, ευρισκομένων παρά το χωρίον Κάπιστα (σήμερον Σωτηρίτσα). Επίσης κατείχε μέγαν αμπελώνα εις θέσιν Καλύβια της Κοινότητος Ανατολής, εν λειβάδιον μεταξύ χωρίου και μοναστηρίου, ονομαζόμενον Παναΐτικο, εν μετόχιον με εν χειροκίνητον ελαιοτριβείον εις Ρέτσανην (σήμερον Μεταξοχώριον), 1000 περίπου αιγοπρόβατα και αριθμό τινα μεγάλων ζώων(103).
Ονόματα κληρικών, οι οποίοι διηύθυνον το μοναστήριον του Προδρόμου κατά το μακρό διάστημα της λειτουργίας και ζωής του, σώζονται μόνον πέντε, εξαιρουμένου του ιδρυτού του μοναστηρίου Αγίου Δαμιανού του Νέου, ήτοι: 1) Του Ιακώβου του Κιαρίου, του κατόπιν επί σειράν ετών Πρωτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως Λαρίσης, 2) Του Δαυίδ Κουροπαλάτη, 3) Του Ανθίμου Γυρνιώτη, επί της εποχής του οποίου το μοναστήριον εσημείωσεν εξαίρετον ακμήν, 4) Του παπα-Γεωργίου Παπανικολάου και 5) Του παπα-Ιωάννου Παπακυριαζή ή Πήδα, όστις
——————————————————————————————————————————————
(102).- Λεονάρδου Α. Ιωάννου, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εισαγωγή, σχόλια, επιμέλεια, Κώστα Σπανός, εκδ. «Θετταλός», Λάρισα, 19922, σ.109 (α΄ έκδοσις Πέστη 1836).
(103).- Γερορίζου Δημ., Ιστορία της Ανατολής – Σελίτσανης, Αθήναι 1964 σ. ………
υπήρξεν και ο τελευταίος ηγούμενος της Μονής Προδρόμου. Εκ των ως άνω ηγουμένων μόνον οι δύο τελευταίοι κατήγοντο εξ Ανατολής.
Το περί ου ο λόγος μοναστήριον διελύθη συμφώνως προς σχετικόν νόμον κατά το έτος 1889, ολόκληρος δε η κινητή περιουσία αυτού παρελήφθη και εξεποιήθη υπό του οικονομικού εφόρου Αγυιάς υπέρ του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Εκ της ακινήτου περιουσίας, η ευρισκομένη εν τη περιφέρεια της Κοινότητος Ανατολής περιήλθεν εις την αυτήν Κοινότητα, η δε εν τη περιφέρεια της Κοινότητος Σωτηρίτσης (Καπίστης τότε) εις ταύτην. Μετά την διάλυσιν του μοναστηρίου η Κοινότις Ανατολής, επί τω σκοπώ όπως διατηρήση αυτό εις καλήν κατάστασιν, διώριζεν ιερωμένους, οίτινες παρέμενον εις αυτό και εις τους οποίους παρεχώρει την εκμετάλλευσιν των πέριξ του μοναστηρίου αγρών, καθώς και μέρος των εισπράξεων. Τοιουτοτρόπως κατωρθώθη να διατηρηθή εις καλήν κατάστασιν τόσον ο Ιερός Ναός όσον και τα οικήματα και λοιπά παραρτήματα του μοναστηρίου μέχρι προ 70 ετών περίπου ήτοι: πρώτος ιερωμένος επιτετραμμένος εις την συντήρησιν του μοναστηρίου διετέλεσεν επί διετίαν ο εξ Ανατολής καταγόμενος παπα-Στέργιος Κούτρας.
Σήμερον (19) το ιστορούμενον μοναστήριον ευρίσκεται εις πραγματικώς αξιοδάκρυτον κατάστασιν, κατακείμενον εις ερείπια, σωζομένου μόνον του Ναού εις τον οποίον άπαξ του έτους, ήτοι την 29ην Αυγούστου, εορτή του Προδρόμου, τελείται θεία λειτουργία, οπότε και προσέρχονται πανηγυρίζοντες πλήθος προσκυνητών εκ του χωρίου, αλλά και εξ άλλων χωρίων και πόλεων της Ελλάδος.
Η Μονή κατά την ακμήν της έπρεπε να παρουσιάζη μιαν άριστην εμφάνισιν, ως μας αφήνουν να εννοήσωμεν τα ερείπια των κτισμάτων της. Αύτη διετηρήθη εις αρίστην κατάστασιν μέχρι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έκτοτε ήρχισεν η προοδευτική καταστροφή της. Σήμερον ελάχιστα στοιχεία της Μονής διατηρούνται εις καλήν κατάστασιν, αυτά δε εντοπίζονται εις την ΝΑ πλευράν της.
Όσον αφορά το Καθολικόν, τούτο ευρίσκεται σήμερον εις σχετικώς καλήν κατάστασιν από οικοδομικής πλευράς, όχι όμως και από αισθητικής, ιδίως εις το εσωτερικόν του.
Μία γενική εξέτασις της Μονής μας δίδει την εξής εικόνα: Το κτίριον του περιβόλου σχηματίζει εν μέγα μη κανονικόν τετράπλευρον, εις το κέντρον του οποίου ευρίσκεται ο ναός εν τω μέσω του προαυλίου του.
Εις την ανατολικήν πλευράν, ένθα και η είσοδος, υπάρχουν χώροι πιθανώς αναμονής και συναντήσεων των επισκεπτών μετά των μοναχών της Μονής. Εις την νότιαν πλευράν υπάρχουν εκτενείς χώροι χρησιμεύσαντες ως εργαστήρια των μοναχών, ενώ εις την δυτικήν τοιαύτην ευρίσκονται εσκαμμένοι χώροι, οι οποίοι ήσαν επιμελώς επενδεδυμένοι διά ξύλου δια να διατηρούν εν αυτοίς ικανάς ποσότητας εκ του οινοπνευματώδους ποτού της περιοχής, του τσίπουρου. Οι χώροι ούτοι ονομάζοντο καρούται. Τέλος εις την βόρειαν πλευράν της Μονής υπήρχον το ζυμωτήριον (μαγκιπείον), το μαγειρείον (εστία) και το εστιατόριον (τράπεζα) των μοναχών.
Τα κελλία καλύπτουν την νοτίαν και δυτικήν πλευράν του ορόφου του περιβόλου. Εις τον όροφον της βορείας πλευράς υπήρχον αποθήκαι τροφοδοτούσαι τους κάτωθεν αυτών χώρους του ζυμωτηριού και μαγειρείου, ενώ εις τον όροφον της ανατολικής πλευράς ευρίσκεται το θερινόν και κατόπιν αυτού σκεπαστός εξώστης εκ του οποίου δια μιας αιθούσης οδηγείται τις εις το παρεκκλήσιον της Μονής, το αφιερωμένον εις τον Άγιον Δημήτριον.
Χάριν της ιστορίας του μοναστηρίου αναφέρομεν ότι η εντός αυτού κρήνη ανηγέρθη εν έτει 1723 δια δωρεάς του εν Λαρίση σωματείου των αρτοποιών. Η πληροφορία αύτη δίδεται εις μιαν σημείωσιν γραφείσαν υπό του Βησσαρίωνος Χατζηγεωργίου, προέδρου τότε του ισναφίου ψωμάδων (σωματείου αρτοποιών) Λαρίσης. Η σημείωσις ταύτη έχει ως εξής: «Λαρισαίοι κτήτορες της Βρύσης της μονής το Ισνάφι των ψωμάδων και αλευράδων, εν έτει 1723». Το ύδωρ της κρήνης διοχετεύεται διά πηλοσωλήνων εκ της βορειότερον ευρισκομένης πηγής εις την θέσιν «Καναλάκια».
Εις νοτιοδυτικήν γωνίαν της μονής παρατηρούμεν υπόγειον χώρον με κρύπτη. Εδώ κατέφευγον οι μοναχοί εν καιρώ κινδύνου. Εκ του χώρου αυτού ήρχιζεν μια υπόγειος σήραγξ (λαγούμι) η οποία οδηγεί αρκετά μέτρα έξω της Μονής (104).
Εις την βορειοδυτικήν γωνίαν υπήρχαν το ηγουμενείον και η υπόλοιπος πλευρά κατελαμβάνετο υπό κελλίων. Το Καθολικόν της μονής είναι απλούν, ρυθμού Βασιλικής με δίκλινη στέγη, υποστηριζομένη δια τεσσάρων ξυλίνων κιόνων εις το εσωτερικόν. Αξιόλογον ήτο το τέμπλον του Καθολικού. Ήτο κατασκευασμένον εξ ολοκλήρου διά ξυλογλύπτων τμημάτων. Μερικά τεμάχια είχον ευρεθεί (σωζόμενα) εις το Δημοτικόν Σχολείον της Ανατολής και επανατοποθετήθησαν εις το τέμπλο υπό Αγιορειτών μοναχών το 1981.
Η προσπάθεια να επανδρωθεί η Μονή με Αγιορείτας μοναχούς τον Αύγουστον
——————————————————————————————————————————————
(104).- Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον, Α.Σ.Α., Καθηγητής Δημήτριος Ηλ. Κωνσταντινίδης, Σπουδαστικαί Εργασίαι, ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΝ ΕΤΟΣ 1971-72, Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χωριόν Ανατολή Λαρίσης. Αθήναι 1973.
του 1981 απέτυχε, διότι μετά την ανοικοδόμησιν της νέας πτέρυγος, δυτικά της παλαιάς μονής, η αδελφότης των δέκα μοναχών προερχομένων εκ της Ιεράς Μονής Καρακάλλου διελύθη κατά το έτος 1985. Έκτοτε η Μονή του Προδρόμου, παλαιά και νέα, παραμένει εγκαταλελειμμένη.
Σήμερα το ιστορικό Μοναστήρι του Οσιομάρτυρος Δαμιανού καταρρέει. Το καθολικό της Μονής, αποτελεί κίνδυνο για τους προσκυνητές. Είναι τελείως διαβρωμένο. Τα τελευταία χρόνια, δεν ανοίγει ούτε και στις 29 Αυγούστου, ημέρα πανηγύρεως του Τιμίου Προδρόμου, προς αποφυγή ατυχημάτων των πολυπληθών πανηγυριστών, και η Θεία Λειτουργία τελείται στον υπαίθριο χώρο του. Τα κελλιά και τα εξαρτήματα, οι βοηθητικοί και άλλοι χώροι, κείνται σε άμορφη μάζα οικοδομικών υλικών, και η πλήρης φθορά κάνει θορυβωδώς πλέον την εμφάνισή της. Μόλις, τον χειμώνα που μας πέρασε (2002), με εκκωφαντικό ήχο, ένα μεγάλο τμήμα, της νότιας πλευράς του συγκροτήματος, σωριάσθηκε σε ερείπια. Κρίμα ένα τέτοιο αρχιτεκτονικό κόσμημα, ένας τέτοιος ιστορικός και πνευματικός φάρος, θεμελιμένος και οργανωμένος, από έναν τόσο μεγάλο και πανένδοξο Μάρτυρα, να σβήσει απαρατήρητο, αφήνοντας ασυγκίνητους, τοπικούς παράγοντες, φορείς, Οργανισμούς, Υπουργεία, το πιστό και αγνό λαό του Θεού ……………………………………….
Η κατάσταση του «παλιού» όπως το λέγουν, και εννοούν τον Τίμιο Πρόδρομο, το κτίσμα του Αγίου, οι ντόπιοι, βρίσκεται όπως προαναφέραμε σε τραγική κατάσταση. Σχεδόν μέσα σε ένα λόφο από πέτρες και χώμα, απογυμνωμένο από την περιουσία του, την κινητή, που παραλήφθηκε (όταν με νόμο το Μοναστήρι, το 1889, διαλύθηκε), από τον Οικονομικό Έφορο της Αγιάς, και διατέθηκε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο, και από την ακίνητη, που περιήλθε στην Κοινότητα Ανατολής και Σωτηρίτσας, προσπαθεί να ξαναζήσει, να δημιουργήσει, να διακονίσει την Εκκλησία και το λαό, φιλοξενώντας εδώ και τρία χρόνια, την αδελ΄φότητά μας, στην διαλυμένη και κτεστραμένη, από το χρόνο, νέα πτέρυγα, που Αγιορείτες πατέρες, πριν από 18 περίπου χρόνια, οικοδόμησαν.
ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Το ασκητήριον του Αγίου Δαμιανού εις την Σελίτσανη Αγυιάς(105) ιστορικώς αναφέρεται εις το β΄ ήμισυ του 16ου αιώνος και παρουσιάζει δια πρώτη φοράν έναν άγνωστον εκκλησιαστικόν – αρχαιολογικόν χώρον. Με τον υπό εξέτασιν χώρον συνδέομαι προσωπικώς. Τέσσαρα έτη κοινοβιακής ζωής εις το μοναστήριον του Αγίου και κάποιες διανυκτερέυσεις εις το ασκητήριόν του, είναι μάλλον υπαρξιακή μετοχή εις τον προβληματισμόν της σχέσεως του Αγίου Δαμιανού με τούτο το ασκητικόν σπήλαιον.
Ο χώρος του σπηλαίου, καθώς και η ευρυτέρα περιοχή της Σελίτσανης, αποτελούν μέρος αρχαίου μοναστικού κέντρου καλουμένου Όρος των Κελλίων. Εις το Όρος των Κελλίων, βάσει των πηγών, ανεπτύχθη ο μοναχισμός από του 9ου μέχρι του 14ου αιώνος. Αι ανατολικαί υπώρειαι της Όσσης από την Καρύτσαν έως το Μαυροβούνιον βρίθουν βυζαντινών μονών, κελλίων και ασκητηρίων: «Το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις τοις σεμνείοις ενευθυνούμενον»(106).
Μεγάλαι μορφαί, οργανωταί του μοναχικού ιδεώδους, διέρχονται εκ του όρους των Κελλίων: Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω, ο οποίος παρεκλήθη υπό του αυτοκράτορος Αλεξίου του Κομνηνού όπως αναλάβη την κηδεμονίαν των μοναχών εις το Όρος των Κελλίων. Οι Σωφρόνιος και Βαρνάβας, οι οποίοι έσπευσαν να προσκυνήσουν άνδρας ασκητάς με διορατικόν χάρισμα και τα λείψανα του οσίου Βαρβάρου. Οι Αγιορείται Θεόδωρος και Συμεών, κτίτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, εξερχόμενοι του Αγίου Όρους εθεώρησαν ως φυσικήν οδόν πορείας τους το Όρος των Κελλίων το 867, «εις το οποίον έφθασαν δια να νουθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου εις τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας»(107). Χαρισματούχοι ασκηταί, ως ο Θεοδόσιος, αποδεικνύουν σαφώς ότι η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες και άλλα πλεονεκτήματα ελκύουν πολλούς μοναχούς εις κατοίκησιν του όρους, το οποίον κατά την Υποτύπωσιν του Οσίου Χριστοδούλου (1091), «Μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι έφυκεν ανακείμενον»(108). Όμοίως και αργότερον αναφέρεται εις το εγκώμιον Αθανασίου Αντιοχείας (1143-1156) ότι: «Μέχρι του νυν εστίν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων
——————————————————————————————————————————————
(105).- Το κεφάλαιον περί του ασκητηρίου απετέλεσεν θέμα εισηγήσεώς μου εις το Α΄ Αρχαιολογικόν-Ιστορικόν Συνέδριον της Αγυιάς Λαρίσης (3/4 Απριλίου 1993).
(106).- Γουλούλη Σταύρου, Όρος των Κελλίων: Συμβολή Τοπογραφική Ιστορική, Ανάτυπον, Αθήναι 1992, σ. 482.
(107).- Αναγνωστάκη Η. – Ιερομ. Ιουστίνου, Οι Θεσσαλονικείς Όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, Άγιον Όρος, 1984, σ. 83.
(108).- Miklosich F., – Muller J., Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana, I-IV, Wien 1860/90, (Βιέννη) σ. 64.
πλήθος ενδιαιτώμενον»(109). Ασκητήρια εις άλλα σημεία του όρους των κελλίων, βυζαντινά ή νεώτερα, είναι τα ασκητήρια των Αγίων Αναργύρων Αγυιάς, του Αγίου Παντελεήμονος Μελιβοίας και της Αναλήψεως Αετολόφου.
Το υπό εξέτασιν σπήλαιον ή ασκητήριον ευρίσκεται εις απόστασιν τριών χιλιομέτρων από την Ιεράν Μονήν Τιμίου Προδρόμου Ανατολής – Σελίτσανης, εις την θέσιν Δογαντζή(110). Από την Ιεράν Μονήν με κατεύθυνσιν προς τα δυτικά (προς Τσιγγενέ) υπάρχει εις την βάσιν (ρίζα) τεραστίου βράχου και διαμορφώνεται εντός φυσικού κοιλώματος το ασκητήριον. Τούτο φράσσεται από κάθε πλευράν με τοίχους εξ αργολιθοδομής. Είσοδος μικρά με ξύλινην θύραν (0,80 Χ 1,30 μ.), υπάρχει εις την νότιαν πλευράν. Ο εσωτερικός χώρος απαρτίζεται από μικρόν κελλίον και μικρότατο ναΐσκον. Το ναΐδριον, εσωτερικών διαστάσεων (2,15 Χ 1,69 μ.), έχει εκτισμένην ανατολικώς κόγχην Αγίας Τραπέζης με μικρότατον τζαμωτόν παράθυρον εις το κέντρον προς φωτισμόν (0,65 εκατ. Βάθος Αγίας Τραπέζης). Βορείως, εις το σημείον απολήξεως του βράχου, άρχεται ο τοίχος και σχηματίζεται τετράγωνη κτιστή κόγχη προθέσεως (0,40 Χ 0,70 μ.). Ο ναΐσκος έχει ύψος 2,30 μ. Οι χώροι αυτοί διαχωρίζονται από εσωτερικόν μεσότοιχον πάχους 0,40 εκατοστών, χωρίς πόρτα. Υπάρχει ένα παράθυρο εις το κελλίον, εις δε την εκ σχιστολίθων σκεπήν υψούται καπνοδόχος και σφυρήλατος σταυρός. Εσωτερικώς, η σκεπή του ναΐσκου σχηματίζεται εκ του φυσικού κοιλώματος του βράχου και απολήγει εις τον τοίχον. Το κελλίον, όμως, σχηματίζεται εν μέρει από το φυσικό κοίλωμα και εν μέρει από ξύλινα δοκάρια και απέλλες (ύψος 2,40 μ.). Ο περιβάλλων χώρος προς ανατολάς είναι θαμνώδης και λίαν επικλινής προς χαράδραν, η οποία χωρίζει τον βράχον από την απέναντι δασώδη βουνοπλαγιά του μοναστηριού. Εκ της θέσεως εις την οποίαν ευρίσκεται το ασκητήριον φαίνεται ευκρινώς το μοναστήριον και αντιστρόφως. Ο ήλιος φωτίζει και θερμαίνει το απαρηγόρητον τούτο ασκητήριον μέχρι 11:30 π.μ..
Εις το σημείον αυτό πρέπει να αναφέρωμεν ότι εις την Ι.Μ. Φιλοθέου του Αγίου Όρους, διασώζεται ο χώρος του ασκητηρίου του Οσίου Δομετίου, μετά του οποίου συνησκήτευσε επί τριετίαν ο Όσιος Δαμιανός. Ευρίσκεται βορειοδυτικά, εις απόστασιν 500 περίπου μέτρων από την Μονήν είναι κτίσμα του 1500 μ.Χ. περίπου, και η θέσις του μαρτυρεί μεγάλην ομοιότητα με το εξεταζόμενον ασκητήριο της Σελίτσανης. Η θέα, η μορφολογία του εδάφους, το νερό του χειμάρρου, καθώς και οι
——————————————————————————————————————————————
(109).- «Εν τούτοις πλήθος ότι πολύ τον μον΄ρη βίον ανήρηται ……… εις όρη και ερημίας». Βοΐνη Κ., Βίος Οσίου Χριστοδούλου του Ιωάννη Ρόδου (1120-1150), Αθήναι 1884, σ. 123.
(110).- Γερορρίζου Δημ., Ιστορία της Ανατολής – Σελίτσανης, Αθήναι 1964, σ. 58.
διαστάσεις του χώρου είναι ως μια αντιγραφή και απομίμησις γνωστού κτίσματος εις όμοιον χώρο. Εντύπωσις η οποία αμέσως δημιουργείται, εις εκείνον όπου θα θελήσει να επισκεφθεί τα δύο ασκητήρια. Σήμερον εις τον χώρον αυτόν υπάρχει ναΐσκος του 1740. «Ούτος ο ναός της Θεοτόκου ωκοδομήθη το έτος ΑΨΜ». Ο ναός, ως φαίνεται, είναι προέκτασις εις το κελλίον του Οσίου Δομετίου, το οποίον και σήμερον υπάρχει εντός του κοιλώματος του βράχου. Εκ τούτων συμπεραίνομεν ότι ο σπήλαιον – ασκητήριον της Σελίτσανης είναι έργον χειρών του Οσίου Δαμιανού, διότι υπάρχει 100% γεωμορφολογική ομοιότης με το ασκητήριον του Οσίου Δομετίου της Ι.Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, εις το οποίον ο Άγιος ησκήτευσεν επί τρία έτη.
Εκ των κατοίκων της Σελίτσανης, κατά διήγησιν του κ. Σωτηρίου Κυριαζή, ο οποίος ενθυμείται τα όσα ο μακαριστός Στέργιος Παπα-δημητρίου του έλεγε, πληροφορούμεθα ότι ο Όσιος Δαμιανός επανέκτισε προϋπάρχον μοναστήριον του 11ου αιώνος (της εποχής των Κομνηνών;) και ότι ησκήτευσεν εις την θέσιν Δογαντζή επί δέκα οκτώ (18) έτη. Πηγαίον νερόν ελάμβανε ο Όσιος από το κοντινό Κιούγκι εις την απέναντι ρεματιά κάτω από τα χωράφια των αδελφών Τσίνα. Χαμηλότερα, μάλιστα, υπάρχει εν δεύτερον σπήλαιον, η τρύπα του Πούλα, εις το οποίον έστελναν τους υπό κανόναν τελούντας μοναχούς. Ο ανωτέρω ιεροψάλτης Κυριαζής διηγείται, επίσης, ότι ο Όσιος και τα πνευματικά του τέκνα, κατά παράδοσιν, συχνά εκήρυττον και δύο φορές καθ’ έκαστον έτος, του Προδρόμου και της Παναγίας, ελιτάνευον την εικόνα εξερχόμενοι της μονής εις «ζητίαν»(111).
Ο Άγιος μετέβη ως ιεραπόστολος εις την Θεσσαλίαν, μετά του εν Ολύμπω Διονυσίου και προ του Συμεών του μονοχίτωνος, οι οποίοι, ως και ο Δαμιανός προήρχοντο εκ της Μονής του Φιλοθέου. Δεν είχε την πρόθεσιν να μαρτυρήσει, αλλά σκοπός του ήτο να βοηθήσει εν πράξει και λόγω το υπόδουλον γένος. Ήτο λοιπόν, φυσικόν να ασκεί την αποστολήν της διδαχής και κατηχήσεως και παραλλήλως να ασκητεύει. Το μοναστήριον του Προδρόμου, ύστερα από αλλεπαλλήλους μετακινήσεις του Οσίου (Όλυμπος – Κίσσαβος – Άγραφα) υπήρξεν ο
——————————————————————————————————————————————
(111).- Την εποχή κατά την οποίαν εγκατεστάθησαν και διέμεναν κοινοβιακώς οργανωμένοι αγιορείται μοναχοί (Αύγουστος 1981), η πρόσβασις προς το ασκητήριον τούτο ήτο αδύνατος. Όταν δε διά μέσου του δάσους έφθασαν οι μοναχοί εις το σπήλαιον, διεπίστωσαν τα εξής:
- Η στέγη είχε καταπέσει κατά το ήμισυ.
- Η κόγχη, εις το ύψος του παραθύρου, είχε καταρρεύσει.
- Η ξύλινη θύρα της εισόδου είχε σαπίσει και το εσωτερικόν ήτο πλήρες χωμάτων και υπολειμμάτων ζωοτροφών.
Τον Φεβρουάριον του 1983 (έως το 1984), οι μοναχοί π. Ευθύμιος – π. Εφραίμ και ο γράφων, κατεσκεύασαν μονοπάτι και κλιμακοστάσιον προς το ασκητήριον, επισκεύασαν την κόγχην του ναΐσκου, το δάπεδον και την στέγην. Κατόπιν επιχρίσεως ο ναΐσκος εις την μεγαλυτέραν επιφάνειάν του και η μία όψις του μεσοτοίχου αγιογραφήθησαν. Τότε, και δια πρώτην φοράν μετά από αιώνας, ετελέσθη η Θεία Λειτουργία εις τον ναΐσκον του σπηλαίου.
τελευταίος σταθμός πολυετούς πορείας, ένεκα των διωγμών υπό των Τούρκων, οι οποίοι σαφώς ερεθίζοντο από την διδασκαλίαν του.
Πιστεύομεν ότι ο Άγιος εχρησιμοποίει, όπου ευρίσκετο, χώρους ασκήσεως. Εις τα μέρη της Καρδίτσης π.χ. την Ι.Μ. Πελεκητής, ούτως ώστε οι αγιογράφοι να τον εικονίζουν ως κτίτορα αυτής. Η παράδοσις επίσης και η εικονογραφία θέλουν τον Άγιον Δαμιανόν να έχει άμεσον σχέσιν με τον Κίσσαβον. Το υψόμετρόν, ως μέσον αποφυγής των διωκόντων Τούρκων και το κοινόβιον, εν συνδυασμώ προς το ευλογημένον ασκητήριον πρέπει να ανέπαυον την ψυχήν του Αγίου, ο οποίος τελικώς ως μάρτυρας τη προαιρέσει ηξιώθει μετά ταύτα και του δι’ αίματος μαρτυρίου.
Διά την σχέσιν του Αγίου Δαμιανού με το ασκητήριον δυνάμεθα να προτείνωμεν πολλάς εκδοχάς. Η εκ συναξαρίου μόνη γραπτή μαρτυρία είναι του ιερομονάχου Διονυσίου Παπαδοπούλου. Εφ’ όσον όμως τα βιογραφικά στοιχεία είναι πτωχά, δυνάμεθα, συγκρίνοντες αναλόγους κλήσεις Αγίων κατά την συγκεκριμένην ιστορικήν εποχήν, να υποθέσουμεν τα εξής:
α) Ο Όσιος Δαμιανός μετά την φυγήν του εις το Όρος των Κελλίων περί το 1550, ησκήθει μέχρι την ημέρα του μαρτυρίου του, 14ην Φεβρουαρίου 1568, εις το ασκητήριον, το οποίον ηύρε από παλαιοτέρους αναχωρητάς ή έκτισε ο ίδιος, και εις το διάστημα αυτό οικοδομεί το μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου.
β) Ο Όσιος ησκήθει εις τα ασκητήρια των Αγίων Αναργύρων και αργότερον ανεκαίνισεν το προϋπάρχον από τον 11ον αιώνα μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, συστήνων κοινόβιον μοναχών και αποφεύγων έτσι τους Αγαρηνούς, οι οποίοι ήδη τον εδίωκον. Το ασκητήριον το ανεκάλυψεν και το οργάνωσεν ο ίδιος διά πλείονα άσκησιν ή το εκληρονόμησεν από τους προ αυτού κελλιώτας ασκητάς.
γ) Ο Όσιος Δαμιανός πριν μετοικήσει εις Όσσαν συμμετείχε εις ανακαίνισιν της Ι. Μονής Πελεκητής Καρδίτσας περί το 1545. Όταν εδιώχθη από τους κατοίκους ή τους Τούρκους, ηκολούθησεν μίαν από τας ανωτέρω εκδοχάς, με την πιθανότητα η οργάνωσις του ασκητηρίου να προηγείται ή να έπεται της ιδρύσεως της Μονής.
Η βεβαιότης της σχέσεως του Οσίου Δαμιανού με το ασκητήριο της Σελίτσανης στηρίζεται εις την προαναφερθείσαν πρότασιν του Συναξαρίου «ιδία δ’ αυτός ώκει μικρόν από της μονής, προς νότον, εν τινι σπηλαίω παρά τω παραρρέοντι χειμάρρω υπό τον εκεί κρημνόν, τους καθ’ εαυτόν αγώνας εν τούτω ανύων»(112). Εάν λοιπόν, από τα ασκητήρια των Αγίων Αναργύρων προέρχεται η Ιερά Μονή Αγίων Αναργύ-
——————————————————————————————————————————————
(112).- Συναξάριον, Ασματικής Ακολουθίας, υπό Διονυσίου Παπαδοπούλου, 1805, σ. 33.
ρων, από το ασκητήριον του Αγίου Παντελεήμονος Μελίβοιας η Ιερά Μονή Παντελεήμονος Αγυιάς, το «Κουμπελή», γιατί να μην έχει την αιτία της δημιουργίας της η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου εις το ασκητήριον της Σελίτσανης; Προσπαθών επίσης να εξηγήσω το γεγονός της μη αναφοράς του ασκητηρίου εις τους πρώιμους χρονολογικώς Βίους (Συναξάρια) του Αγίου: τον κώδικα της Τυβίγγης 1572, τον όμοιο της Ιεράς Μονής Σιάμου Ν. Καρδίτσης και τον κώδικα Μεταξοχωρίου Αγιάς του 1642/43 μ.Χ., νομίζω ότι δεν αναφέρεται το ασκητήριον, διότι, ο λογιώτατος υμνογράφος διδάσκαλος και ρήτωρ Ματθαίος, ο εν Θεσσαλία διδάσκων το 1569-1572, ή ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, ο συγγράψας τον βίον του Αγίου εις δημώδη γλώσσαν, εθεώρουν ως φυσικόν γεγονός και ανάξιον αναφοράς, ένας ηγούμενος και συνασκητής του μεγάλου Δομετίου του Φιλοθεΐτου, να επιζητεί τρόπους ασκήσεως εις κάθε χρονικήν περίοδον της μοναχικής του ζωής. Είναι μάλιστα σύνηθες φαινόμενον εις την ορθόδοξον αγιολογίαν, οι κτίτορες των Ιερών Μονών (Αθανάσιος Μετεωρίτης, Διονύσιος Ολύμπου, Νικάνωρ Ζάβορδας, Λεόντιος Αιγιαλίας και πολλοί εκ των Αγιορειτών(113) ομοίως), να συνδέονται με κάποιο σπήλαιον, ασκητήριον δια τον συγκερασμόν της διοικητικής μερίμνης μετά της απερισπάστου ησυχίας(114).
——————————————————————————————————————————————
(113).- Σίμων ο Μυροβλήτης – Αθανάσιος ο Λαυριώτης – Γαβριήλ Ίβηρ – Νήφων ο Διονυσιάτης.
(114).- Ο Όσιος Δαμιανός «Θεόν αντιβολών και μόνος μόνω προσομιλείν εφιέμενος»υιοθετεί την παλαιά συνήθεια των ασκητών οι οποίοι γίνονται ηγέται μιας κοινότητος (π.χ. Ιωαννίκιος, Πέτρος της Ατρώας, Παύλος του Λάτρους) και χωρίς να παύουν να είναι οι πνευματικοί πατέρες του ποιμνίου των, έζων κατά διαστήματα ή και συνεχώς απομεμακρυσμένοι από αυτό.
4. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ – ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΙΟΥ
Ο άλλος ναός, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ανήκει χρονολογικά στο 16ο αιώνα. Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα στην κόγχη του Ιερού Βήματος αναφέρει:
+ΕΘΕΜΕΛΗΩΘΗ +ΕΘΕΜΕΛΙΩΘΗ
ΝΟΝΑΩΣ ΤΗΣ ΚΙ ΝΟΝΑΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙ
ΜΗΣΕΩΣ ΜΙΝΙ ΑΥ ΜΗΣΕΩΣ ΜΗΝΙ ΑΥ
ΥΟΥΣΤΟ+ ΙΒ +ΕΤΟΥΣ ΓΟΥΣΤΩ +ΙΒ +ΕΤΟΥΣ
ΖΟΣΤ +Η ΚΙΜΙΣΙΣ ΤΙΣ ΖΟΣΤ +Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ
ΠΑΝΑΥΙΑΣ+ ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ+
Το έτος της θεμελίωσης λοιπόν του ναού της Κοιμήσεως της Παναγίας είναι ΖΟΣΤ = 7076-5508 = 1568. Δηλαδή και ο ναός αυτός ανήει χρονολογικά στο β΄ μισό του 16ου αιώνα, όπως και ο ναός της Μονής της Παναγίας(3) (Γενεσίου).
Και ο ναός αυτός είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες που, όμως, είναι μεταγενέστερες από την κτίση του. Πιθανότατα ανήκουν στο 17ο αιώνα, χωρίς αυτό να στηρίζεται σε επιγραφή. Στο ναό, και πάνω από την δυτική είσοδο, υπάρχει επιγραφή, από την οποία σώζονται μόνο δύο γραμμές και που εύχεται στην αγία Τριάδα ως εξής:
ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΣΤΕΡΕΟΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΩΝ
Ο ΠΑΤΗΡ Ε(ΥΛΟΓΗ)ΣΕΝ
Ο ΥΟΣ ΕΣΤΕΡΕΟΣΕ Κ(ΑΙ) ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ
ΑΓΙΟΝ ΕΦΑΝΕΡΟΣΕΝ ΕΝ ΚΟΣΜΩ ΤΡΙΑΣ ΑΓΙΑ (ΔΟΞΑ ΣΟ)Ι
Στη συνέχεια το κείμενο προφανώς θα αναφέρει για την ιστόρηση ή την ανέγερση, πλην όμως η επιγραφή είναι ασβεστωμένη, ίσως δε και καταστραμμένη.
Δυστυχώς, όλες οι τοιχογραφίες δεν είναι ορατές, γιατί έχουν ασβεστωθεί ή
——————————————————————————————————————————————
(3).- Μ. Κiel, Πρακτικά Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγιάς, Αγιά 2004, σελ. 239. «Για να αρχίσουμε με εκείνο που ήταν ίσως το μικρότερο: το Μοναστήρι της Παναγίας κοντά στο Πολυδένδρι. Στην απαρίθμηση της παραγωγής και των φόρων του Πολυδενδρίου, στο φύλλο 83ν του καταλόγου Τ.Κ.G.M., αριθ. 60 στην Άγκυα, βρίσκουμε την παρακάτω σημείωση:
«Ένα τσιφλίκι αρώσιμης γης επικαρπία των καλογήρων του Μοναστηριού της Παναγίας, καταβάλλουν δεκάτη».
Το χωριό του Πολυδενδρίου ιδρύθηκε, αν θυμόμαστε καλά, μεταξύ 1466 και 1506. Μεταξύ 1506 και 1570 αυξήθηκε από 57 σε 97 νοικοκυριά, αντανακλώντας την μάλλον περιορισμένη περιοχή για γεωργική επέκταση.
Η οικονομία του χωριού αυξήθηκε επίσης και παρήγε εκτός από το συνηθισμένο σιτάρι, βρώμη, κρασί και μεγάλη ποσότητα βαμβακιού, ένδειξη για μια αναπτυσσόμενη οικοτεχνία ενδυμάτων. Η εκκλησία/καθολικό του Μοναστηριού της Παναγίας Κοίμηση της Θεοτόκου, σώζεται ακόμη. Κτίστηκε, σύμφωνα με μια επιγραφή, το 7076 της Βυζαντινής εποχής, δηλαδή το 1568 μ.Χ., ένα χρόνο περίπου, πριν το καταγράψει η απογραφική επιτροπή των ταχρίρ. Έχουν διαπιστωθεί δύο στρώματα τοιχογραφιών σε ορισμένα σημεία. Ίσως κάτω από τις ορατές τοιχογραφίες του 18ου αι. βρίσκεται ένα στρώμα, το οποίο θα έγινε λίγα χρόνια μετά την ανέγερση του ναού. Εκτός από το μοναστήρι αυτό, το χωριό έχει ακόμα μια εκκλησία, το Καθολικό της Μονής της Γεννήσεως της Θεοτόκου, σε μικρή απόσταση προς τα ανατολικά, το οποίο χτίστηκε και ιστορήθηκε με σχετικά καλές τοιχογραφίες το έτος 1590».
έχουν καταστραφεί με τον καιρό. Εκείνο όμως που πρέπει να επισημανθεί εδώ, είναι ότι σε ορισμένα σημεία του ναού διακρίνεται δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών που πιθανώς ανάγεται στο 16ο αιώνα. Το στρώμα αυτό είναι ορατό. Επειδή και στην αρχιτεκτονική του ναού έχουμε επισημάνει στοιχεία που απαιτούν περισσότερη έρευνα, στην οποία η παρούσα περίοδος δε μας επιτρέπει να επεκταθούμε, αλλά και επειδή πιστεύουμε ότι μεταξύ των δύο αυτών ναών υπάρχουν κοινές φάσεις ως προς το χρόνο της λειτουργίας τους, έχουμε τη γνώμη ότι τα δύο αυτά σημαντικά μνημεία πρέπει να ερευνηθούν μαζί, διότι και χρονολογικά αγγίζουν το ένα το άλλο, αλλά και γεωγραφικά δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο, παρά μόνο στη μισή ώρα με τα πόδια. Ίσως ο ναός αυτός να είναι μετόχι της Μονής Γενεσίου της Παναγίας(4)».
——————————————————————————————————————————————
(4).- Προσωπική μας άποψη (Αρχιμ. Νεκτάριος) είναι ότι, το Μοναστήρι της Παναγίας του 1590 μ.Χ. τιμάται εις το Γενέσιο της Θεοτόκου, όπως δηλούται από την Αγιογραφική διάταξη στην περιοχή μας, το δε εκκλησάκι της Παναγίας του 1568 .Χ. είναι, «καθολικό του Μοναστηριού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», που κατά τον Μ. Κiel, «ήταν ίσως το μικρότερο ………….» μοναστήρι στην περιοχή.
5. Ι. ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ – ΑΓΙΑΣ
Πολύ μεγαλύτερου μεγέθους ήταν το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων κοντά στην Αγιά.
Στο βορειότερο τμήμα της ενορίας του Αγίου Νικολάου του Νέου στο δυτικό τμήμα της κωμόπολις της Αγιάς, σε μικρή απόσταση από τη δεξιά όχθη του χειμάρρου που είναι γνωστός με το όνομα Μυλαύλακο, σώζεται μικρός μονόχωρος ναός αφιερωμένος στους πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, αλλά είναι γνωστός με το όνομα «Άγιοι Απόστολοι».
Το μνημείο έχει μελετηθεί διεξοδικά από τον αρχαιολόγο κ. Λάζαρο Δεριζιώτη και τον κ. Ιω. Κουμουλίδη προς την αρχιτεκτονική του μορφή και τον τοιχογραφικό του διάκοσμο, χρονολογείται από την διασωζόμενη επιγραφή στο έτος 1756 μ.Χ., και δημοσιεύτηκε το έτος 1985(120). Στην επιγραφή αναφέρεται ότι ο ναός αποτελεί καθολικό Μονής, στοιχείο το οποίο ενισχύει ουσιαστικά την απόπειρά μας να ταυτίσουμε το μονύδριο που περιέχεται στον κατάλογο με το σωζόμενο και σήμερα υπό το όνομα των Αγίων Αποστόλων μνημείο της Αγιάς.
Ο μελετητής επισημαίνει τις αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες του μνημείου και κυρίως ότι εδράζεται σε παλαιότερο κτίσμα. Το υπάρχον κτίσμα υπέστη και αυτό μετατροπές, πιθανόν κατά το 1756, οπότε και αντικαταστάθηκε η στέγη του και ταυτόχρονα μειώθηκε το ύψος του, επειδή η στέγη στηρίζεται σε ξυλοδοκούς, οι οποίοι δεν στηρίζονται στην κορυφή των μακρών τοίχων, αλλά τους διατρυπούν, με αποτέλεσμα η στέγη εξωτερικά στην ανατολική πλευρά να στηρίζεται στην κάλυψη του τετρατοσφαιρίου της ημικυκλικής αψίδας του Ιερού. Σχεδόν επιφανειακά στον μικρό ελεύθερο χώρο βόρεια του ναού σε αβαθή εκσκαφή συνεχόμενου γειτονικού οικοπέδου, αποκαλύφθηκε παλαιά ταφή και αρκετά όστρακα των υστεροβυζαντινών χρόνων. Αν λάβουμε υπόψη μας την απουσία άλλου μοναστηριού τιμώμενου στο όνομα των Αγίων Αποστόλων σε χώρο πλησίον της Αγιάς, τις ενδείξεις ότι στη θέση υπήρχε παλαιότερο μνημείο, το ότι το υφιστάμενο καθολικό μονής έχει ήδη υποστεί σημαντικές αρχιτεκτονικές μετατροπές και ότι απέκτησε νέο τοιχογραφικό διάκοσμο κατά το 1756, τότε οδηγούμαστε στην αποδοχή της ταύτισης του αναφερόμενου στον Κατάλογο του 1571 μονυδρίου με το σημερινό Ναό των Αγίων Αποστόλων στην ενορία του Αγίου Νικολάου του Νέου στην Αγιά.
Ο κατάλογος του 1570 [(T.D.) σελ. 985] αναφέρει στην Αγιά:
——————————————————————————————————————————————
(120).- Βλ. Ι. Κουμουλίδης – Λάζαρος Δεριζιώτης, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήναι 1985, σσ. 53-78, όπου πλούσια παράθεση έγχρωμων φωτογραφιών των τοιχογραφιών του ναού.
« Έναν κήπο, δύο στρέμματα, και ένα αρρώσιμο χωράφι, 7 στρέμματα, σε επικαρπία των καλογήρων του Μοναστηριού των Αγίων Αποστόλων. Καταβάλλουν δεκάτη και φόρο»(121).
Στην περιγραφή του χωριού Μελίβοια / Μεγάλου Θανάτου (T.D. 698, σελ. 990) αναφέρεται σχετικά με το μοναστήρι αυτό:
« Ένας αρρώσιμος αγρός, 25 στρέμματα, και ένα περιβόλι ένα στρέμμα, σε επικαρπία του Παπά Ευθυμίου και του Παπά Μακαρίου(;) στο αναφερόμενο χωριό ……… Καταβάλουν δεκάτη και φόρο».
Για την περιουσία αυτή των 35 στρεμμάτων το μοναστήρι έπρεπε να πληρώνει 437,5 akce ως φόρο. Αυτό μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τη συνολική παραγωγή σε περίπου 3365 akce από την οποία θα μπορούσαν να ζήσουν 12-16 μοναχοί.
Συμβαίνει όμως στα νοτιοανατολικά από το χωριό Μελίβοια/Θανάτου να υφίσταται μια άλλη ομώνυμη μονή στη ΝΔ πλευρά του πρόβουνου Κούτζιμπος (σε μικρή απόσταση από το εκεί μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου), η οποία αντιπροσωπεύεται σήμερα από ένα ταπεινό μονόχωρο κτίσμα του τέλους του προηγούμενου αιώνα – αρχών του 20ου, σε ένα θαυμάσιο τοπίο, το οποίο περιβάλλεται από αιωνόβιες δρυς και πλατάνια. Στον μεταξύ τους χώρο διακρίνονται τα ίχνη περιβόλου και παραρτημάτων του παλαιότερου μοναστηριού και ελάχιστη κεραμική μεταγενέστερων χρόνων. Από τον παλαιό ναό του μοναστηριού δεν διασώζεται κανένα αρχιτεκτονικό μέλος και κανένα κειμήλιο. Η διατήρηση του μνημείου και η επιτόπια παράδοση για την πολύχρονη παρουσία του στο χώρο αυτό είναι ενδεικτική του ότι αυτό υπήρχε παράλληλα με τη μονή των Αγίων Αποστόλων στην Αγιά.
Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για δύο ομώνυμα μοναστήρια σε διαφορετικό χώρο:
α) Ένα στην Αγιά με περιουσία έναν κήπο 2 στρέμματα και ένα χωράφι 7 στρεμμάτων. (Κατάλογος του 1570, T.D. 695, σ. 985, όπου καταγράφονται οι φόροι της Αγάς) και
β) Ένα στη Μελίβοια/Θανάτου με περιουσία 1 στρέμμα περιβόλι και 25 στρέμματα αρώσιμης γης (T.D. 698, σελ. 990, όπου καταγράφονται οι φόροι του χω-
——————————————————————————————————————————————
(121).- «Osr ve Resm» στο κείμενο. Εδώ δεν έχουμε δύο φορές τον ίδιο φόρο στο ίδιο προϊόν αλλά μια διάκριση του Οθωμανικού δικαίου. Κάνει διάκριση ανάμεσα στους κανονικούς Ισλαμικούς φόρους όπως η δεκάτη στα δημητριακά και τους συνήθεις φόρους που ήσαν κυρίως τοπικής ισχύος και θεωρούνταν κατώτερης τάξης. Υπήρχε σε όλη την αυτοκρατορία φόρος στα γουρούνια. Αυτό δεν ήταν πολύ ισλαμικό, αλλά παρόλα αυτά επιβάλλονταν.
ριού Μελίβοια / Θανάτου).
Αν αυτό συμβαίνει, τότε, τα υπό μελέτη μοναστήρια της περιόδου αυτής στην περιοχή αυξάνονται κατά ένα και αλλάζει και η σειρά στην κατάταξη με βάση την κτηματική τους περιουσία.
Μνημεία: Το καθολικό της μονής που σώζεται σήμερα είναι κτίσμα μεταβυζαντινό 1580 μ.Χ. με τοιχογραφίες του ΙΖ΄ και του ΙΗ΄ αιώνος κυρίως, αλλά και νεότερες. Εξαιτίας του τρούλου του, ο οποίος ήταν περιχυμένος με μολύβι, που αφαίρεσαν οι Τούρκοι, ονομαζόταν Κουμπέλι. Πιθανόν να χτίστηκε στη θέση παλιότερου βυζαντινού ναού, από τον οποίο δεν έχει μείνει κανένα ίχνος.
Βιβλιογραφία: ΑΔ 26 (1971), Β 305 και 27 (1972), Β 422. J. J. Bjornstahl. Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779. Θες/νίκη 1979, 129. J. Koumoulides – C. Walter. Byzantine and post – Byzantine monuments at Aghia in Thessaly Greece. The architecture of the Saint Panteleimon. Λονδίνο 1975, όπου και η λοιπή βιβιογραφία.
6. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
Κοντά στο χωριό Σκήτη, στο ανατολικότερο άκρο του Ναχιγιέ της Καστρίτσας υπήρχε ένα Μοναστήρι αφιερωμένο στον Σωτήρα. Σήμερα σώζεται μόνον το αγιωνύμιο «Σωτήρος», σε απόσταση 1 1/2 χιλμ. Ανατολικώς του οικισμού(115). Εδώ υπάρχουν ακόμη και τα λείψανα μιας βρύσης, η οποία βρισκόταν στο χώρο του μοναστηριού με παροχή του νερού μιας πηγής στα νοτιοδυτικά του, που μεταφερόταν εκεί με πήλινους υδροσωλήνες / κιούγκια.
Ανάμεσα στην παραγωγή και στους φόρους του χωριού Σκήτη βρίσκουμε την παρακάτω παρατήρηση:
«Σταθερός φόρος (maktu) του Μοναστηριού του Σωτήρος, υπόλογος Παπα Ντελή Νίκος, μοναχός. Με στεθερό ποσό 50 akce το χρόνο» (Τ.Κ.C.M., αρ. 60 φ. 73).
Όπως θα δούμε πιο κάτω, ένας φόρος 30-32 akce καταβαλλόταν για ένα cift (ζευγάριον) αρόσιμης γης. Ο υπόλοιπος φόρος, δηλαδή 20 akce, πρέπει να καταβαλλόταν για ένα ή ενάμιση στρέμμα κήπων, για τους οποίους κατά κανόνα καταβάλλονταν 12 ½ akce ανά στρέμμα. Σταθερά ποσά (maktu) διακανονίζονταν με αμοιβαία συμφωνία ανάμεσα στην επιτροπή των ταχρίρ και τον φορολογούμενο. Όταν ο φορολογούμενος, στην περίπτωση αυτή οι μοναχοί, κατάφερναν να αυξήσουν την παραγωγή τους ή την περιουσία τους, το maktu ήταν υπέρ αυτών. όταν όχι, έχαναν. Όταν τα πράγματα χειροτέρευαν οι καλόγεροι, (ή οι φορολογούμενοι γενικά), ζητούσαν να αποδεσμευτούν από το maktu, ή να τους μειωθεί. Μόνο σε περιπτώσεις που η παραγωγή είχε αυξηθεί πολύ περισσότερο από το αρχικό maktu, οι αρχές μπορούσαν να αυξήσουν το καταβαλλόμενο ποσό. Αυτό μπορούσε να γίνει, μόνο όταν γίνονταν νέα καταγραφή (νέο tahrir). Είναι λοιπόν λογικό να υποθέσουμε, ότι η πραγματική περιουσία και παραγωγή του Μοναστηριού του Σωτήρος ήταν μεγαλύτερη από την αναφερόμενη στο ταχρίρ. Όμως αυτό το Μοναστήρι πρέπει να υπολογιζόταν μεταξύ των μικρών. Το χωριό Σκήτη ιδρύθηκε μεταξύ 1466 και 1506, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, και έφτασε στα 155 νοικοκυριά το έτος 1570. Από τον 17ο αιώνα δεν αναπτύχθηκε περισσότερο, αλλά παρήκμασε ελαφρά. Στα 1881,
——————————————————————————————————————————————
(115).- Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στα Βόρεια του χωριού, στην κατωφέρεια, σε μικρή απόσταση από το ρεύμα του ποταμού που ρέει στη συμβολή της Όσσας με το Μαυροβούνι (βόρεια απόληξη του Πηλίου), υπάρχει το τοπωνύμιο Παλιομονάστηρο, και λίγο πιο νότια από τη θέση των ερειπίων του μοναστηριού που μας ενδιαφέρει εδώ, τα τοπωνύμια Μετόχια και Παλιομέτοχο καθώς και αρκετά αγιωνύμια, ενδεικτικά της παρουσίας παλαιότερων ή και σύγχρονων με το του Σωτήρος μνημείων στην περιοχή. Νοτιότερα, και σε μεγαλύτερο υψόμετρο, εμφανίστηκαν τα δύο μοναστήρια του Πολυδενδρίου, η Κοίμηση (1568) και το Γενέσιο (1575). Το ίδιο το όνομα του οικισμού, προέρχεται από την οικεία στο μοναχισμό ελληνική λέξη «σκήτη». Βλ. για την περιοχή, Αγραφιώτης Δημ. Κ., Η Επαρχία της Αγιάς κατά τη βυζαντινή εποχή. Θεσσαλία – Δεκαπέντε χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990, Αποτελέσματα και προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών, 17-22 Απριλίου 1990, τ. Β΄ , σ. 426-428.
σύμφωνα με την Ελληνική απογραφή, όπως και το 1981, σύμφωνα με την ίδια πηγή, είχε περίπου 100 νοικοκυριά. Μεταξύ των ετών 1506 και 1570 η Σκήτη επέκτεινε την οικονομία της δυναμικά. Μεταξύ των δύο αυτών ετών, διπλασίασε τον πληθυσμό της, αλλά η παραγωγή σιταριού τριπλασιάστηκε, το ίδιο και των χοίρων. Όμως, περισσότερο από όλα, αυξήθηκε η παραγωγή βάμβακος: από 385 μπάλες στα 1506 σε όχι λιγότερο από 5000 μπάλες, ή 13 φορές περισσότερο. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των μύλων αυξήθηκε από 4 στα 1506 σε 5 το 1521 και σε 8 το 1570. Η κοινωνία της Σκήτης άνετα μπορούσε να διαθέσει χρήματα για το κτίσιμο και τη συντήρηση ενός μοναστηριού.
Η πολύ μικρή απόσταση από το χώρο, όπου υπάρχουν τα βυζαντινά ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων, στα οποία διαπιστώνεται διαρκής παρουσία μοναχών από τον 12ο μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη, ότι πιθανώς έχουμε και εδώ ένα από τα καλύτερα δείγματα για κάποιο βαθμό συνέχειας μεταξύ των μοναστικών κοινοτήτων του Όρους των Κελλίων και των μονών της Οθωμανικής περιόδου. Σε διάστημα μικρότερο των είκοσι χρόνων, μετά την απογραφή του 1571, εμφανίζεται απέναντι από τα ασκηταριά, στα δυτικά τους, το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων. Το αναφέρουν ο Νικ. Νικονάνος καθώς και οι J. Koder και F. Hild μαζί με τα δύο ασκηταριά, το ένα των οποίων κοσμείται με τοιχογραφίες του 12ου έως και του 16ου αιώνα(116). Η μονή αυτή κτίσθηκε το έτος 1588 καθώς αναφερόταν σε επιγραφές που έχουν καταστραφεί και τις οποίες τμηματικά ή ολοκληρωμένες έχουμε στη διάθεσή μας(117).
——————————————————————————————————————————————
(116).- Νικ. Νικονάνος, στο Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών, 2, 1973, σ. 52 και J. Koder – F. Hild, Hellas und Thessalia, σ. 122.
(117).- Σε έκθεση – αναφορά του έτους 1939, συνταγμένη από τον αρχιερατικό επίτροπο του Μητροπολίτη Δημητριάδος στην Αγιά, Οικονόμο Στέργιο Δ. Ζιμπή, διασώζονται, με σχετική πληρότητα οι υπάρχουσες τότε, αλλά όχι σήμερα, επιγραφές του καθολικού της Μονής. Το πρωτότυπο σχέδιο της αναφοράς αυτής σώζεται στο Αρχείο του ενοριακού Ναού των Αγίων Αντωνίων της Αγιάς. Αντίγραφό του παραχωρήθηκε ευγενώς και στο Τοπικό Αρχείο της Αγιάς.
7. ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ
Μεταξύ των χωρίων του (Μεγάλου) Θανάτου / Μελίβοια της Αγιάς και της Κάπιστας / Άνω Σωτηρίτσας αναφέρεται ότι υπήρχε ένα Μοναστήρι των Αγίων Ταξιαρχών.
Πράγματι, μόλις 300 μέτρα ΒΔ από τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, ΒΑ και σε απόσταση 4 χιλμ. Από το κέντρο της κωμόπολης της Αγιάς, αμέσως πάνω από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που ενώνει την Αγιά με το χωριό Μελίβοια/Θανάτου και το χωριό Άνω Σωτηρίτσα/Κάπιστα, υπάρχει σήμερα ένας ναΐσκος των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πρόκειται για μια μονόχωρη βασιλική, η οποία απολήγει σε τρίπλευρη εξωτερικώς αψίδα. Εντοιχισμένος λίθος φέρει ανάγλυφο σταυρό και τη χρονολογία 1914. είναι, ωστόσο φανερό, τόσο από τα ορατά και σήμερα ίχνη τοίχων, από τους σε δεύτερη χρήση τοποθετημένους, στην ανατολική πλευρά κυρίως, πωρόλιθους, αλλά και σε άλλα σημεία σποραδικώς, όσο και από τα λίγα υστεροβυζαντινά όστρακα και τη λοιπή κεραμική που βρίσκονται στον πέριξ χώρο, ότι το υπάρχον σήμερα κτίσμα διαδέχθηκε παλαιότερο. Πλάι στον ασφαλτόδρομο ένα ταπεινό εικονοστάσι είναι επίσης αφιερωμένο στους Αγίους Ταξιάρχες. Από τους ξένους περιηγητές, τόσο ο J. J. Bjornstahl που επισκέφτηκε την πλησίον μονή του Αγίου Παντελεήμονος τον Ιούνιο του 1779(118), όσο και ο W. M. Leake, ο οποίος επισκέφτηκε τον ίδιο χώρο στα τέλη Δεκεμβρίου του 1809, δεν αναφέρουν κάτι σχετικό με μονή ή εξωκκλήσι στη θέση αυτή, είτε επειδή δεν το θεώρησαν άξιο λόγου, είτε επειδή βρισκόταν από την εποχή αυτή ερειπωμένο. Να σημειωθεί ότι είτε ως μονύδριο είτε ως εξωκκλήσι δεν αναφέρεται από τους ασχοληθέντες με την Αγιά και την περιοχή της από τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Η μόνη αναφορά στη μονή αυτή ως ιδρύματος της Άννας Κομνηνής, διατυπωμένη σε ανέκδοτη μέχρι σήμερα μελέτη του Β. Καλογιάννη, πιθανώς αντανακλά την τοπική παράδοση για τη μακρόχρονη παρουσία αυτού του μονυδρίου με τη μορφή του παλαιότερου κτίσματος και τοποθετεί την πρώτη του εμφάνιση κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους(119). Σήμερα ο μικρός αυτός ναός είναι ένα από τα πολλά εξωκκλήσια της Αγιάς.
Στα ΝΑ του χωριού Μελίβοια/Θανάτου στην Β πλευρά του πρόβουνου Κούτζιμπος, το οποίο καταλήγει στο ακρωτήριο Κίσσαβος (ή Δερματάς ή Cavo di
——————————————————————————————————————————————
(118).- Βλ. J. J. Bjornstahl, Το Οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, Μετάφραση – προλεγόμενα – σημειώσεις: Μεσεβρινός, εκδ. Τα τετράδια του Ρήγα, Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 129.
(119).- Βλ. Καλογιάννης Βάσος, Γενική Ιστορία της Αγιάς Λαρίσης, 1957, σ. 190. Βρίσκεται δακτυλόγραφη σταχωμένη με ναστόχαρτο και ερυθρή επικάλυψη χάρτινη στην Κοινοτική Βιβλιοθήκη της Αγιάς με αριθμό Βιβλίου Εισαγωγής 2099.
Verliqui) υπάρχει πληθώρα αγιωνυμίων, εμφανή ερείπια μνημείων και πλούσια ευρήματα διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών, οστράκων και νομισμάτων από την αρχαιότητα, κυρίως όμως από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα μ.Χ. Μια από τις θέσεις αυτές ονομάζεται «Αϊ Ταξιάρχης». Τα επιτόπια ευρήματα (αμυδρά ερείπια και όστρακα) υποδεικνύουν μνημείο της μεσοβυζαντινής περιόδου, ενώ απουσιάζουν ευρήματα μεταγενέστερων χρόνων. Ακόμη η απόσταση από την Αγιά είναι αρκετά μεγάλη, για να καταγράφεται η μονή στο τμήμα του καταλόγου το σχετικό με την ανήκουσα σε αυτή περιφέρεια. Οδηγούμαστε, επομένως, να προτείνουμε ότι η αναφερόμενη στον κατάλογο μονή των Ταξιαρχών αντιπροσωπεύεται σήμερα από το κτίσμα, το οποίο αντικατέστησε κατά το 1914 προϋπάρχον παλαιότερο και στην ίδια θέση στη μεταξύ της Αγιάς και των χωριών Μελίβοια/Θανάτου και Άνω Σωτηρίτσα/Κάπιστα περιοχή.
Στην απαρίθμηση των φόρων και της παραγωγής του Θανάτου διαβάζουμε (Τ. D. 695 σελ. 990):
«Κήπος, ένα στρέμμα (dφnom), σε επικαρπία των καλογήρων του Μοναστηριού του Ταξιάρχη. Αποδίδουν δεκάτη και φόρο».
Στην περιγραφή της παραγωγής του χωριού Άνω Σωτηρίτσα/Κάπιστα διαβάζουμε (Τ.Κ.G.M. 60 φύλο 76):
«Τεμάχιο αρώσιμης γης, 7 στρέμματα, σε επικαρπία των καλογήρων του Μοναστηριού του Ταξιάρχη. Αποδίδουν δεκάτη και φόρο».
Γνωρίζουμε ότι το 12 ½ akce καταβάλλονταν για ένα στρέμμα κήπου. Το Μοναστήρι του Ταξιάρχη έπρεπε έτσι να πληρώσει περίπου 100 akce ως φόρο. Καθώς η δεκάτη ήταν το ένα δέκατο, επιπλέον της οποίας ήταν 3% του Σαλαρίγιε, μπορούμε να υπολογίσουμε την ολική αξία της παραγωγής αυτού του μοναστηριού ως 700 akce, υπό τον όρο ότι το Μοναστήρι δεν είχε άλλη περιουσία εκτός της περιοχής του. Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα ο μισθός ενός Ιμάμη ή Μουεζίνη ενός μικρού τζαμιού, που έπρεπε να θρέψει την οικογένειά του, ήταν από 800 έως 1000 akce ετησίως. Υποθέτουμε έτσι ότι το Μοναστήρι του Ταξιάρχη θα μπορούσε να στεγάζει και να τρέφει 3 με 4 μοναχούς.
Όσον αφορά στη σημερινή ιδιοκτησία της μονής αυτή είναι ανύπαρκτη. Το εξωκκλήσι εξαρτάται από την ενορία του Τιμίου Προδρόμου, στην οποία πρέπει να περιήλθε σε άγνωστη σε μας χρονική στιγμή και η σε παλαιότερες εποχές ιδιοκτησίας της. Ένας υδρόμυλος σε μικρή απόσταση στα δυτικά του μονυδρίου των Ταξιαρχών, αναφέρεται ως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα ως μύλος του Αϊ Ταξιάρχη, άγνωστο αν εξαιτίας της γειτνίασής του με το μνημείο ή αν αποτελούσε παλαιότερα τμήμα της ιδιοκτησίας του.
Το χωριό Μελίβοια/Θανάτου ιδρύθηκε μεταξύ 1425 και 1455 και επεκτάθηκε από 28 νοικοκυριά το 1455 σε 180 το 1570, αν θυμόμαστε καλά. Η Άνω Σωτηρίτσα/Κάπιστα εμφανίστηκε μεταξύ 1466 και 1506 και επεκτάθηκε από 8 νοικοκυριά το 1506 σε 107 το 1570. εκείνο που μπορούμε να συμπεράνουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο κτήτωρ του μοναστηριού των Ταξιαρχών προερχόταν από τη χριστιανική κοινότητα αυτών των χωριών και να προχωρήσουμε στην παρακινδυνευμένη υπόθεση ότι προϋπήρξε τρόφιμος του ομώνυμου μοναστηριού στο πρόβουνο Κούτζιμπος, το οποίο λίγο πιο πριν, για άγνωστους λόγους, διαλύθηκε.
8. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΒΕΛΙΚΑΣ(1)
Είναι επίσημα πλέον δεκτή η άποψη (διεθνές συνέδριο της Λυών) κ.α. ότι, ο αναφερόμενος στις φιλολογικές πηγές του 12ου αιώνα Βουνός των Κελλίων ή όρος των Κελλίων και αργότερα κατά τον 13ο αιώνα, ως Μοναστήρια των Κελλίων ή απλώς Κελλία ταυτίζεται, κατά κύριο λόγο, με τις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου. Στην περιοχή αυτή στο πρόβουνο που ονομάζεται Κούτζιμπος, απέναντι ακριβώς από το αρχαίο και Βυζαντινό Κάστρο της Βελίκας, βρίσκεται η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Η απόσταση από την παραθαλάσσια περιοχή της Βελίκας σε ευθεία γραμμή είναι 500 μ. περίπου.
Το σωζόμενο κτιριακό συγκρότημα της Μονής αποτελείται από τον κεντρικό Ναό (Καθολικό) και τον Περίβολο. Αρχιτεκτονικά το καθολικό της Μονής περιγράφεται ως εξής: Το Καθολικό είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος (ναός), φέρει στα δυτικά νάρθηκα και απολήγει στα ανατολικά σε τρεις ημικυκλικές εσωτερικά και πολυγωνικές εξωτερικά αψίδες. Στα πλάγια διαμερίσματα του κυρίως ναού και του νάρθηκα φέρει ρηχούς θόλους – ασπίδες, ενώ η Πρόθεση και το Διακονικό καλύπτονται με τρουλίσκους. Στο εξωτερικό το μνημείο αλλάζει μορφή γιατί οι στέγες δεν παρακολουθούν την εσωτερική διάρθρωση της ανωδομής, αλλά η κάλυψη γίνεται με μεγάλες αμφικλινείς και διασταυρούμενες στέγες, επάνω από τις οποίες υψώνονται οι τρεις τρούλοι. Η τοιχοδομία είναι από αργολιθοδομή εκτός από τους τρούλους και τις αψίδες του Ιερού, όπου χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και πλίνθοι.
Ας σημειώσουμε για τον επισκέπτη την παρουσία ενός αρχιτεκτονικού μέλους (θωράκιο) της μεσοβυζαντινής περιόδου το οποίο ευρίσκεται εντοιχισμένο πάνω από την είσοδο του Ναού. Στο θωράκιο υπάρχει ανάγλυφος διπλός σταυρός σε βαθμιδωτή βάση που πλαισιώνεται από κληματίδα με σταφύλια. Σε τέσσερα μετάλλια στις κεραίες του σταυρού αναγράφεται το ΙΣ-ΧΡ, ΝΙ-ΚΑ ενώ στο άνω τμήμα του πλαισίου υπάρχει η επιγραφή: Στ (αυ) ρωπήγιων του Οικουμενικού Πατρι(ά)ρχου, η οποία επαναλαμβάνεται με νεότερους χαρακτήρες και στο κάτω τμήμα του θωρακίου. Στοιχείο δηλωτικό της εξάρτησης της Μονής κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Έχοντας ως βάση μια επιγραφή που βρέθηκε στη θέση Παλιάτες και Λιρούτσες, όπου το τοπωνύμιο «Παλαιοθεολόγος» υποθέτουμε ότι, στη θέση παλαιοτέρας Μονής υψώθηκε το έτος 1571 Μοναστήρι, όταν επίσκοπος Δημητριάδος ήταν ο Ιωσήφ.
—————————————————————————————————————–
(1).- Βλ. Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Η ιστορική Μελίβοια, (Πρακτικά Ημερίδος) Εισήγηση, Αγραφιώτου Κ. Δημ. «Η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου …» σελ. 28-49, εκδ. ΦΥΛΛΑ, Μελίβοια 2006.
Ο Άγγλος ιστορικός Sir Steven Runciman γράφει σχετικά με τον τοιχογραφικό πλούτο της Μονής: «Η βυζαντινή τέχνη, ωστόσο, ήταν κυρίως θρησκετική. Ο σκοπός της ήταν να εκφράσει αιώνιες αλήθειες με ένα ορατό τύπο για τη δόξα του Θεού και έπαιζε έναν ουσιαστικό ρόλο στη λατρεία του. Η αρχιτεκτονική και ο διάκοσμος μιας εκκλησίας ήταν ένα σημαντικό πλαίσιο για τη Λειτουργία. Η Εκκλησία είχε αποφασίσει ότι η Τέχνη της έπρεπε να επιζήσει. Λίγα όμως μπορούσε να κατορθώσει. Πάντοτε δεν είχε χρήματα. Στις πόλεις τα ιερώτερα οικοδομήματά της το ένα μετά το άλλο τα οικειοποιήθηκαν οι κατακτητές. Δεν επιτρεπόταν να κτιστεί κανένα νέο θρησκευτικό οικοδόμημα, εκτός εάν επρόκειτο για κάποιο ταπεινό και άσημο. Μόνο σε μερικά μέρη, όπου υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες, ιδιαιτέρως στη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους, μπορούσαν να συνεχιστούν η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική, όσο βέβαια το επέτρεπαν τα οικονομικά μέσα των μοναχών. Υπήρχαν επίσης μια δύο περιφέρειες, στις οποίες ο τουρκικός νόμος ήταν σχετικά χαλαρός, και μια από αυτές ήταν η Θεσσαλία. Εκεί στους λόφους που περιέβαλαν την κεντρική πεδιάδα, αναπτύχθηκε και ευημερούσε ένας σημαντικός αριθμός μικρών ελληνικών κωμοπόλεων. Ταξιδιώτες περιηγητές κατά τον 17ο και 18ο αιώνα αποκόμισαν ευχάριστες εντυπώσεις από αυτές και την ύπαιθρο που τις περιέβαλε. Κι αυτές επρόκειτο να καταρρέυσουν στην πορεία του 19ου αι΄να, όταν η Θεσσαλία έγινε μια αμφοσβητούμενη συνοριακή Επαρχία. Μέσα και γύρω από αυτές τις κωμοπόλεις, μπορούσαν να συνεχιστούν, σύμφωνα με την παλιά παράδοση, η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική».
Το πλήθος των χάλκινων και χρυσών κυρίως σκυφωτών νομισμάτων, τα λεγόμενα υπέρπυρα της εποχής του Αλεξίου του Κομνηνού (11ο αιώνα) των Παλαιολόγων και τα μεσοβυζαντινά όστρακα-θραύσματα αγγείων, μαρτυρούν τον πλούτο του μοναστηριού που καταστράφηκε στα δύσκολα χρόνια της Θεσσαλικής ιστορίας 14ος – 15ος αιώνας. Στη θέση λοιπόν, Παλιοθεολόγος, στα ερείπια Βυζαντινής Μονής ανοικοδομείται το 1571 μ.Χ. η Ιερά Μονή Ιωάννου του Θεολόγου η οποία στα μέσα του 18ου αιώνος μετακινήθηκε στη θέση που σήμερα ευρίσκεται απέναντι του Κάστρου της Βελίκας. Οι λόγοι μεταφοράς ήταν πιθανότατα η έλλειψη νερού ή οι καθιζήσεις του εδάφους. Ακόμα, η εγγύτητα στην παραλιακή οδό για θαλάσσιες μεταφορές σε εποχή ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του εμπορίου.
Διά την Βυζαντινή Μονή (προ του 1571 μ.Χ.), διά την παρουσία των νομισμάτων της περιόδου του 11ου αιώνος και του Βυζαντινού θωρακίου στο δυτικό τμήμα της σημερινής Μονής, αλλά και λόγω του μεγέθους της κτηματικής περιουσίας της, υποθέτουμε ότι, ενδέχεται να είναι κτίσμα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Σε σχέση βεβαίως με την διέλευσή του αυτοκράτορα από την περιοχή του Όρους των Κελλίων, (ως τούτο καταγράφεται από την Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα) και την θέλησή του να οργανώσει διά του Οσίου Χριστοδούλου το Κοινοβιακό σύστημα ζωής στους ελεύθερους κελλιώτες και ασκητές του «Βουνού των Κελλίων».
Εάν, δηλαδή, οι Κελλιώτες μοναχοί δέχθηκαν εκ των υστέρων τον Κανόνα του Οσίου Χριστοδούλου, (εσωτερικό κανονισμό), ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αιώνος η κεντρική Μονή «το Κυριακό», όπως δηλώνει το ενσωματωμένο σήμερα στο νέο κτίσμα του 1851 μ.Χ. θωράκιο, και αναγορεύθηκε σε Σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η εν λόγω Μονή καταστράφηκε με την παρουσία αργότερα στην περιοχή των Καταλανών και των Τούρκων.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ:
Στο γνωστό αυτό μοναστήρι υπάρχουν μερικές αξιόλογες επιγραφές. Στη δυτική όψη του ανατολικού τμήματος, στο νεοκατασκευασμένο μέρος του περιβόλου του ναού και δεξιά της εισόδου υπάρχει μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα. Αυτή είναι χαραγμένη και στις δύο όψεις της. Την πίσω μπορούμε να τη δούμε από το εσωτερικό του περιβόλου. Τα κεφαλαία γράμματα δεν είναι βαθιά χαραγμένα ή υπέστησαν φθορές και γι’ αυτό διαβάζονται δύσκολα. Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής:
ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ Αν βασιστούμε στη χρονολογία που αναγράφει το έτος 1776
ΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΙΕΡΟ και το όνομα του Ιερομονάχου
Ιεροθέου, το σωζόμενο κτίριο
ΜΟΝΑΧΟΥ 1776 διαδέχθηκε παλαιότερο κτίσμα, των μέσων του 18ου αιώνος.
ΜΗΝΙ ΔΙΚΕΜΡΙΟΣ λ
Κώστας………………..
2.- Στην μπροστινή όψη, γύρω από έναν ανάγλυφο σταυρό με τα σύμβολα IC XC, διαβάζουμε:
Δ[ΙΑ] ΣΙΝΔΡΟΜΙC ΚΑΙ ΚωΠΟΥ CEPA
ΦΜ ΙΕΡΟΜΩ IC XC ΝΑΧΟΥ Ω ΠΑΤΗΡ
ΜΟΥ ΓΕΩΡΓΗΟC Η ΜΗΤΗΡ ΜΟΥ ΦΑΝΗ
ΑΠΟ ΧΟΡΙΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΥ Ι ΚΤΙCTIC
ΤΗC MONHC 18 51 ZOYΠΑΝΟΤΙC
MHCTOY TOYTΩ ΜΑΡΤΙΟΥ 2
ΑΞΟΜΗCTOC TOY
Η δεύτερη επιγραφή μας πληροφορεί ότι η Ιερά Μονή του Θεολόγου Βελίκας η οποία καταστράφηκε από πυρκαγιά το έτος 1848 ανοικοδομήθηκε με έξοδα του ιερομονάχου Σεραφείμ και των γονιών του Γεωργίου και Φανής, που ήταν Αθανατιώτες, στις 2 Μαρτίου 1851 από μαστόρους ζουπανιώτες.
Μέσα στο ιερό του ναού, στα δεξιά της πρόθεσης υπάρχει τοιχογραφημένη μικρογράμματη επιγραφή, που ως συνέχεια της δεύτερης αναφέρει ότι οι εργασίες περατώθηκαν τον Ιούλιο του 1857 οπότε και εγκαινιάστηκε ο Ναός. Η αγιογράφηση ανατέθηκε από τον ηγούμενο Σεραφείμ στον σαμαριναίο ζωγράφο – ιερέα Γεώργιο και περατώθηκε τον Μάιο του έτους 1860, ιστορήθη ο παρών θείος και ιερός «ναός» του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου δηά σηνδρομής του πανοσηοτάτου κυρίου σεραφήμ και ηγουμένου της μονής ταυτις. ιερατεύοτες τους πανσηοτάτου Κυρίους ηοακίμ ιερομονάχου εν έτει 1860 Μαΐου 13 εγγινηάστικεν ο θείος ναός Ιουλίου 12 επή έτους 1857 χει Γ.ω.γ.ου, ιερέως σ.μ.ρ.ν.ου.
Ως ήδη ελέχθη, το Μοναστήρι υπήρχε ανακαινισμένο από τον Ιερομ. Ιερόθεο το 1776 μ.Χ.. Μετά ταύτα ο Οικονόμος της Παπα-Θεόκλητος από την Μελίβοια (1871-1884) διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία από μετόχια της Μονής στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής (χωριό Άγιος Ιωάννης) και στη σκήτη Αγιάς – «Θεολογίτικο μετόχι».
Αποδεδειγμένα το 1874 μ.Χ. o ηγούμενος Ιωακείμ προσπαθεί να επιβεβαιώσει νομικά τα όρια της κτηματικής περιουσίας της Μονής λόγω του ότι ο «συνορλαμάς» (κτηματολόγιο) είχε καταστραφεί στην πυρκαγιά του 1848. μετά το 1874 και για είκοσι χρόνια τα κτήματα της Μονής ενοικιασθήκαν στον Ευγένιο και στην Στεφανία Φάβρ, οι οποίοι δολίως προσεπάθησαν να ιδιοποιηθούν την Μοναστηριακή περιουσία.
Από το 1888 και εντεύθεν τα μοναστήρια της Αγιάς γνωρίζουν παρακμή. Η Μητρόπολη εγκαθιστούσε ως ηγούμενο και Οικονόμο στην Μονή έναν από τους εγγάμους ιερείς (εφημέριο Μελιβοίας). Το 1895 δικαιώθηκαν οι δικαστικές διεκδικήσεις της Μονής και η κτηματική περιουσία της περιήλθε στη διαχείριση της Οικονομικής Εφορίας Αγιάς. Οι δασικές της εκτάσεις παραχωρήθηκαν στην Κοινότητα. Αργότερα, το 1920, επικαρπωτής των εσόδων της Μονής είναι η Ελληνική Αεράμυνα.
Έκτοτε οι καταπατήσεις, οι παράνομες εκχερσώσεις και τελικά η εξαγορά με μικρό τίμημα στους αυθαιρέτως κατέχοντας τα υποστατικά της Μονής κατέστησαν τον «παππού τον Θεολόγο» κατ’ ανάγκην ακτήμονα.
9. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΣΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΙΟΥ(1)
«Σε απόσταση είκοσι περίπου χιλιομέτρων Ν.Α. της Αγιάς και κοντά στην κοινότητα «Αγιόκαμπος» βρίσκεται η τοποθεσία «Πολυδένδρι» πάνω στο βουνό «Μαυροβούνι». Στην τοποθεσία αυτή που είναι σε μεγάλο δάσος, βρίσκονται δύο μικροί ναοί, ο ένας αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου(2) και ο άλλος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Α. Ο πρώτος ναός μάλλον ήταν καθολικό Μονής, όπως αναφέρει και η επιγραφή που σώζεται πανω από την είσοδο στον κυρίως ναό. Η επιγραφή αυτή σήμερα δεν είναι εύκολο να διαβαστεί ολόκληρη, επειδή τα γράμματά της σβήστηκαν από τα νερά της βροχής που έμπαιναν από τη διαλυμένη στέγη. Ευτυχώς, το κείμενό μας διασώθηκε από παλαιότερη δημοσίευση. Πάντως, η χρονολόγηση της ανιστόρησης είναι δυνατό να διαβαστεί σήμερα, ευτυχώς. Το κείμενο της επιγραφής είναι το εξής:
ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΟΠΟΥ, ΜΟΧΘΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙΣ ΠΑΠΑΚΥΡΑΡΣΕΝΙΟΥ ΚΑΙ ΚΤΗΤΟΡΟΣ ……………………. ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΗΜΩΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ …………………….. ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ……………………… ΕΝ ΜΗΝΙ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 11.
Εύχεσθε υπέρ ημών ………………………
Ο ναός αυτός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες πολύ καλής τέχνης, αλλά που βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση. Η απομόνωση του ναού και η απομακρυσμένη τοποθεσία που βρίσκεται, αλλά και οι δυσκολίες που παρουσιάζονται από την έλλειψη πρόσβασης, εμπόδιζαν μέχρι σήμερα την επισκευή. Έτσι, πολλές από τις αξιόλογες πράγματι τοιχογραφίες του ναού καταστράφηκαν. Σήμερα πολλές βρίσκονται στο εργαστήριο της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, για συντήρηση. Επισκευή κατορθώθηκε να αρχίσει εφέτος, μια και ο ναός ανήκει χρονολογικά στο τέλος του 16ου αιώνα (1575 μ.Χ.), (1η επισκευή 1985, 2η 2004).
Στο δάπεδο του ναού αυτού βρέθηκαν αρχαίες επιγραφές και παρουσιάζουμε εδώ δείγματά τους:
——————————————————————————————————————————————
(1).- Τζων Κουμουλίδης – Λ. Δεριζιώτης, Εκκλησίες της Αγιάς Λάρισας, Αθήνα 1985, σελ. 145-161.
(2).- Στο Γενέσιο της Παναγίας (8η Σεπτεμβρίου).
Η μία αναθηματική γράφει: Η άλλη, επιτύμβια μάλλον, γράφει:
ΑΓΕΛΑΕΟΣ ΑΝΦΙΟΝΕΙ
ΤΕΝΕΔΙΟΣ Α ΑΣΤΑΛΑ
ΑΝΕΘΗΚΕ ΤΟΥ ΦΡΟΝ
ΕΤΟΣ
Από το μεγάλο αριθμό αυτών των στηλών αποδεικνύεται ότι κάπου εκεί κοντά υπάρχει αρχαίο ιερό, που κάποτε θα αποκαλυφθεί από τους αρμόδιους.
Για το ναό αυτό, σκοπός μας είναι η πλήρης παρουσίασή του σε ευθετότερο χρόνο και αφού περατωθούν οι εργασίες της συντήρησής του, καθώς και οι σχετικές έρευνες με το γύρω χώρο, γιατί αποκαλύφθηκαν και τμήματα τοίχων που προφανώς ανήκουν στην Ιερά Μονή της Παναγίας.
10. ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ – ΑΓΙΑΣ
Απέχουσα εξ Αγιάς 6 χλμ., είναι ξυλόστεγη Βασιλική, «ανιστορηθείσα αρχιερατεύοντος Παχωμίου μετά του εντιμωτάτου Κυρού Ιωάννου του Νικολάου ιερουργούντος Νεκταρίου ιερομονάχου εν μηνί Αυγούστου 27. Το έτος είναι εφθαρμένον»(101). «Το εσωτερικόν της Ιεράς Μονής είναι πλήρες αγιογραφιών εν καλή καταστάσει (εν έτη 1939) συνέχονται δε και κτίρια άλλα μεν ημικατεστραμμένα άλλα δε τελείως, έναντι της μονής επί βράχου υπάρχει έτερον ναΐδριον εντός του βράχου και περικλείον εντός του βράχου σκήτην». Υπήρχε στα 1588 και κατεστράφη περί το 1940.
Ετέρα επιγραφή άνωθεν της κυρίας εισόδου του Ναού εσωτερικώς αναγράφει τα εξής: «ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΝΤΙΜΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΕΚ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΙΩΑΣΑΦ ΚΑΙ ΗΛΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΡΧΙΕ-ΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΥ* ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΠΙ ΕΤΟΣ ΖΡξζ΄ ή Ζπξζ΄ ΕΝ ΜΗΝΙ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ. (1659 ή 1759)
Η ανωτέρω Ιερά Μονή διαλυθείσα εκέκτητο περιουσίαν πλέον των επτακοσίων (700) στρ. γαιών περιελθουσών εις την κατά το έτος 1914 συσταθείσαν Κοινότητα Αγιάς, ήτις ενέμετο το έσοδον συντηρούσα την άνω μονήν πενιχρώς, η περιουσία αύτη ήδη περιήλθεν εις τους ακτήμονας γεωργούς.
Σώζεται διώροφος πύργος στεγασμένος με χαμηλό θόλο.
Μετόχι της Μονής αναφέρεται ο μικρός ναός των Αγίων Αναργύρων (17ος αιων.) που έχει κτισθεί στα δυτικά του Προφήτη Ηλία Μεταξοχωρίου (1641).
Σήμερα, δυστυχώς, υπάρχουν σπαράγματα τοιχογραφιών μόνον στην κόγχη του Ιερού, πιθανότατα του 17ου αιώνος.
——————————————————————————————————————————————
(101).- Έκθεσις, Στεργίου Δ. Ζιμπή, Οικονόμου εφημερίου, Ι.Ν. Αγίων Αντωνίων Αγιάς, 10ης Μαΐου 1939.
11. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΑΓΙΑΣ
Ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδας βρίσκεται επάνω σε ύψωμα, στα βόρεια της κωμόπολης και ανατολικά του υψώματος «Παλαιόκαστρο». Ο ναός σήμερα αποτελείται από έναν ευρύχωρο νάρθηκα και από τον κυρίως ναό. Ο κυρίως ναός είναι μονόκλιτη βασιλική που στον ανατολικό τοίχο έχει δύο κόγχες εσωτερικά αλλά καμία δεν σχηματίζεται εξωτερικά, δηλαδή ο τοίχος αυτός εξωτερικά είναι επίπεδος.
Στον κυρίως ναό μπαίνουμε από είσοδο που υπάρχει στο διαχωριστικό τοίχο των δύο χώρων, στο νάρθηκα υπάρχουν δύο είσοδοι, μία στη βορεινή πλευρά, καθ’ όλο το μήκος της οποίας υπάρχουν τρία μεγάλα παράθυρα, ένα στο νάρθηκα και δύο στον κυρίως ναό, και μία στη δυτική πλευρά. Παράθυρα μικρότερων διαστάσεων υπάρχουν και στη νότια πλευρά, άλλα τρία, πλήν όμως μόνο στον κυρίως ναό.
Για τη χρονική σχέση των δύο χώρων δεν μπορούμε να πούμε τίποτε το άξιο λόγου. Σήμερα στη νότια πλευρά εμφανώς αλλά και στη βόρεια, διακρίνεται αρμός που διαπερνά όλο το ύψος του τοίχου. Οι αρμοί αυτοί δείχνουν ότι πιθανόν έχουμε μια επισκευή ή επανακατασκευή όλου του τμήματος του νάρθηκα που περιλαμβάνει το βόρειο τοίχο από του ανατολικού σημείου του παράθυρου, όλο το δυτικό καθώς και – ανάλογο προς το βόρειο – τμήμα του νότιου τοίχου. Ένα άλλο σημείο άξιο προσοχής είναι η σε διαφορετικά επίπεδα θέση των δύο τμημάτων του ναού. Το δάπεδο του νάρθηκα δηλαδή είναι υψηλότερο κατά ένα σκαλοπάτι από το δάπεδο του κυρίως ναού. Τούτο, μάλλον ενισχύει την άποψη της υποτιθέμενης επισκευής, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Δεν πιστεύουμε ότι υπήρξαν εμπόδια ανυπέρβλητα, ώστε οι ιδρυτές του ναού ή του καθολικού να αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο.
Στο ναό της Αγίας Τριάδας σήμερα σώζεται μία επιγραφή, κάτω από την είσοδο στον κυρίως ναό και στα εσωτερικά, που γράφει:
+ΑΝΕΓΕΡΘΗ ΚΑΙ ΑΝΕΣΤΟΡΙΘΙ Ω ΘΗΩΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΩΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΙΕΡΕ-
ΤΟΥ
ΤΡΗΑΔΟΣ ΔΗΑ ΣΗΝΔΡΟΜΙΣ ΚΩΠΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΣΕΡΑΦΙΜ ΗΕΡΟΜΩΝΑΧΟΥ
ΔΙΟΝΗΣΗΟΥ ΗΕΡΟΜΩΝΑΧΟΥ-ΝΙΚΤΑΡΙΟΥ ΜΩΝΑΧΟΥ ΕΥΘΙΜΗΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΚΑΙ ΙΠΩ ΑΡΧΗΕΡΑΤΕΒΩΝΤΕΣ ΚΑΛΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΟΣ-ΕΠΗ ΕΤΟΥΣ ΖΡΛΗ
ΕΝ ΜΙΝΗ ΝΟΕΒΡΙΩ ΙΑ
δηλαδή 7138-5508 = το έτος 1630.
Άλλη επιγραφή, που σήμερα μόλις διακρίνεται και βρίσκεται πάνω από την ίδια είσοδο αλλά στο εσωτερικό του νάρθηκα ή της λιτής, γράφει: «Ιστορήθη ο θείος ούτος Ναός της Αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος Αρχιερατεύοντος του Θεοφιλεστάτου Κυρίου Ιωαννικίου του Δημητριάδος του εξ Αιτωλίας δια συνδρομής Γρηγορίου Ιερομονάχου επί έτους 1715 Μαΐου 12».
Στην πρώτη επιγραφή διατηρήσαμε τις ανορθογραφίες που υπάρχουν, διότι έτσι μας διασώζονται. Τη δεύτερη την αντιγράφουμε όπως ακριβώς τη δημοσίευσε αυτός που τη διάβασε(1).
Τέλος, στην αβαθή κόγχη που βρίσκεται πάνω από αυτή την είσοδο και που εκεί εικονίζεται η Φιλοξενία του Αβραάμ, υπάρχει η εξής αναθηματική επιγραφή:
+ΕΤΟΥΣ ΖΡΙΖ+ΔΕ(Η)ΣΙΣ ΤΟΝ
ΔΟΥΛΟ(Ν) ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩ(ΑΝΝΟΥ) ΚΕ ΣΕΡΑΦΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Το έτος ΖΡΙΖ = 7117-5508=1609. Δηλαδή το 1609 ο Ιωάννης και ο Σεραφείμ έφτιαξαν για το ναό την τοιχογραφία της Αγίας Τριάδας στην κόγχη αυτή.
Τοιχογραφίες υπάρχουν μόνο στη δυτική και νότια πλευρά. Στις υπόλοιπες δε διασώζονται ούτε ίχνη. Αντίθετα, τα επιχρίσματα πήραν τη θέση των τοιχογραφιών. Ίσως ολόκληρος ο βόρειος και ανατολικός τοίχος να κατέρρευσαν για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους και να επανακατασκευάστηκαν.
Ένδειξη της υπόθεσής μας αυτής αποτελεί η επίπεδη εξωτερικά μορφή του ανατολικού τοίχου και η σκαμμένη στον τοίχο κόγχη.
Δυστυχώς, οι τοιχογραφίες του νάρθηκα στην κατάσταση που βρίσκονται δεν μπορούν να βοηθήσουν στο να τις διαχωρίσουμε χρονολογικά. Ένας φαινομενικός διαχωρισμός είναι το να δεχθούμε ότι η παράσταση της φιλοξενίας είναι των αρχών του 17ου αιώνα (1609), σύμφωνα με την επιγραφή και οι υπόλοιπες του 1715, σύμφωνα με τη σωζόμενη κατά το παρελθόν επιγραφή. Θεωρούμε όμως, ότι οι παραστάσεις και των δύο μικρότερων κογχών είναι της ίδιας εποχής με την παράσταση της μεγάλης κόγχης. Οι λοιπές τοιχογραφίες πιστεύουμε ότι ανάγονται στο έτος 1715.
Επίσης και για τον κυρίως ναό νομίζουμε ότι η χρονολογία 1630 δεν αντιπροσωπεύει όλες τις σωζόμενες τοιχογραφίες. Έχουμε την εντύπωση πως οι ολόσωμοι άγιοι από τον άγιο Σάββα και προς Α και ίσως οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη και αγία Αικατερίνη, ανάγονται σε μεταγενέστερους χρόνους, δηλαδή στο 1715. Δεν είναι δυνατές οι επαληθεύσεις αυτές τώρα. Η σημερινή κατάσταση των τοιχογραφιών δεν το επιτρέπει. Φαίνεται όμως καθαρά πως υπάρχουν διαφορές και νομίζουμε ότι πρέπει να γίνουν όλες οι ενέργειες για μια πιο εμπεριστατωμένη έρευνα.
——————————————————————————————————————————————
(1).- +Γερμανού Μητροπολίτου Δημητριάδος: Β «Επιγραφαί» Θεσσαλικά Χρονικά, Δελτίον της εν Αθήναις Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών. Αθήναι 1932, Τομ. 3ος σελ. 160 (επιγρ. με αρ. 3).
Πάντως, εκείνο που μπορεί να λεχθεί σίγουρα είναι ότι ο ναός της Αγίας Τριάδας, είναι το καθολικό ομώνυμης μονής. Αυτό το συμπεραίνουμε από τις τρεις επιγραφές που διασώζονται σήμερα και για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω(2).
——————————————————————————————————————————————
(2).- Ο Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης μας παραδίδει ότι: «η μονή της αγίας Τριάδος χρονολογείται κατά το τέλος του 17ου αιώνος».
«Προμηθεύς, ήτοι ερανιστής διαφόρων γνωμών και ιστοριών. Εκδίδοται άπαξ του μηνός υπό Ζωσιμά Εσφιγμενίτου». Έτος α΄ αρ. η΄ σ. 57 Βώλος Ιούλιος 1889. Δε δεχόμαστε τη γνώμη αυτή, καθόσον οι δύο επιγραφές μαρτυρούν ότι ο ναός θα πρέπει να ανήκει στις αρχές του 17ου αιώνα ή, ίσως, και στα τέλη του 16ου. Ίσως ο πληροφοριοδότης του Ζωσιμά αγνοούσε τις επιγραφές αυτές και γνώριζε μόνο την άλλη, που αναφέρεται στο έτος 1715.
12. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ (*)
«Είναι ένας μικρός ναός, απαρατήρητος από τον καθένα και στριμωγμένος ανάμεσα σε σύγχρονα και παλιά κτίρια απέναντι από το σημερινό ναό του Τιμίου Προδρόμου στην ομώνυμη ενορία της Αγιάς. Για τους αγιώτες είναι ο «Ξ’ στος» <Χ΄στος < Χριστός. Τα παρακείμενα κτίσματα (των Χασιωταίων σήμερα, του Σταματόπουλου παλαιότερα), ανήκαν στο ναΐσκο.
Ο μικρός αυτός ναός αποτελεί ένα μικρό τμήμα του όλου συγκροτήματος των μικρών και μεγάλων ναών της περιοχής. Στα ανατολικά του υπήρχαν από παλαιά ο ναός του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος ανακαινίστηκε ριζικά στα 1860 και πήρε τη σημερινή μορφή του στις μέρες μας (1968), και ο ναΐσκος της Παναγίας (Παναγίτσα) στα ανατολικά του Προδρόμου. Το συγκρότημα συμπλήρωνε, πάντα προς τα ανατολικά και νότια του Χριστού ο Πύργος του Προδρόμου (αργότερα, μετά το 1874, του Ντακούλα). Η Παναγίτσα παρέχει κάποια στοιχεία – τοιχογραφίες που τοποθετούν το χρόνο της παρουσίας της τουλάχιστον τον 18ο αιώνα, χωρίς να γνωρίζουμε αν αγιογραφήθηκε αμέσως μετά την ανέγερσή της. Για τον παλαιό ναό του Τιμίου Προδρόμου επίσης δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα τίποτε για το χρόνο της ανέγερσής του. Στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα (1815) υπήρχε και ήταν ο ναός της ομώνυμης ενορίας της Αγιάς. Ο Χριστός αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας από τους Ιω. Κουμουλίδη και Λάζαρο Δεριζιώτη. Ο τελευταίος επισημαίνει, μετά από μια σύντομη περιγραφή των όσων τοιχογραφιών διατηρούνται, ότι ο νάρθηκας είναι μεταγενέστερος και ότι ιδιαίτερα για το ναό του Χριστού και της Παναγίτσας στην περιοχή του Τιμίου Προδρόμου, «η σημερινή μορφή δεν είναι η αρχική, αλλά κραυγάζει, ότι με την ενδεχόμενη έρευνα πολλά θα αποκαλυφθούν…………».
Πατριαρχικό έγγραφο (σιγίλλιο) του έτους 1620 μ.Χ. αναφέρεται στο ναό και το κείμενο του είχε δημοσιευτεί το έτος 1915 από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο(1).
Εις το σιγίλλιο αναφέρεται ότι, πριν από το 1620, υπήρχε στην Αγιά ένα μοναστήρι του Χριστού, το οποίο ήταν εξαρτημένο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη (Σταυροπήγιο).
Είχε στην κατοχή του αρκετά μετόχια – κτήματα και ναούς – στην περιοχή της Αγιάς και ακόμη πιο μακριά, στη νήσο Στρογγυλή, μια των Σποράδων πιθανότατα, ή των Λιχάδων νήσων. Το καθολικό του μοναστηριού αυτού ήταν ο ναός του Σωτήρος Χρι-
——————————————————————————————————————————————
(*).- Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη υπό του γράφοντος μορφή της ανακοινώσεως του μακαριστού Δημ. Κ. Αγραφιώτη, η οποία είχε δημοσιευθεί στα «Αγιώτικα Νέα», τεύχος 6, σελ. 12-13.
(1).- Σπ. Λάμπρος, Δύο Πατριαρχικά Σιγίλλια ανέκδοτα, Νέος Ελληνομνήμων, 12 (1915) 349-353.
στού, ο σημερινός Χριστός.
Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, στα 1620, οι μοναχοί του μοναστηριού ζήτησαν από τον τότε Πατριάρχη, τον Κύριλλο Λούκαρι, την ανανέωση του σταυροπηγιακού χαρακτήρα της μονής και των δικαιωμάτων της στα μετόχια του (Καρυδάκι, Άγ. Αθανάσιος, Άγ. Νικόλαος, Αγ. Παρασκευή, Αη Λιάς και Παναγία στη νήσο Στρογγυλή), πράγμα που έγινε το Νοέμβριο μήνα του ίδιου χρόνου.
Ο ναΐσκος έχει τοιχογραφηθεί στο πρώτο τρίτο του 18ου αιώνος. Τα στοιχεία του ζωγραφικού διακόσμου υποδεικνύουν ως αγιογράφο τον, ήδη γνωστό από την ιστόρηση του καθολικού του Αγίου Παντελεήμονα της Αγιάς, ιερομόναχο Γαβριήλ τον Πελοποννήσιο. Ωστόσο, αρχαιότερη φαίνεται η κεφαλή του Χριστού στην κόγχη πάνω από την είσοδο στον κυρίως ναό. Η μορφή του αετώματος, στο οποίο καταλήγει ο ανατολικός τοίχος του νάρθηκα – δυτικός του κυρίως ναού – φανερώνει ότι ο ναός υπέστη μετατροπές στην αρχιτεκτονική του μορφή και συγκεκριμένα περιορίστηκε το πλάτος του περισσότερο στο νότιο τμήμα και λιγότερο στο βόρειο. Το μικρό τέμπλο και οι λιγοστές εικόνες του είναι παλαιότερα του ΙΗ΄ αιώνα.
Κάποια στιγμή διαλύθηκε ως μονή, πριν από το 1750, οπότε και αυτός και η κτηματική του περιουσία πέρασαν στην διαχείριση του Τιμίου Προδρόμου, όχι όμως και τα μετόχια του. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα μόνον ο μικρός (εκτ. 200 περίπου τ.μ.) κήπος στα ανατολικά του Χριστού αναφερόταν ως ιδιοκτησία του και αυτός όμως έδινε τα έσοδά του στο ναό του Τιμίου Προδρόμου».
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ.
Η «κατά την τοποθεσίαν της Αγίας» Μονή του Σωτήρος Χριστού.
Συμβολή στον εντοπισμό του μνημείου και των μετοχίων του(1).
Συμβαίνει αρκετές φορές στοιχεία για μια περιοχή ή ένα συγκεκριμένο γεγονός, παρά το ότι έχουν προ πολλού δημοσιευθεί ή απλώς γνωστοποιηθεί, να μην έχουν αξιοποιηθεί, για ποικίλους λόγους, από τους ασχοληθέντες με θέματα της τοπικής ιστορίας. Για την περιοχή της Αγιάς ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις του υλικού του σχετικού με την Αγιά αρχείου του Τμήματος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης «Θεσσαλικά – Συνεταιρισμοί Αγιάς» και του Αρχείου του Μιλτ. Δάλλα, του οποίου το μεγαλύτερο τμήμα βρίσκεται στην Αθήνα, στην Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών και ένα μικρότερο στο Τοπικό Αρχείο της Αγιάς. Δεν είναι σπάνιο και δημοσιευμένα κείμενα με αξιόλογες πληροφορίες για την περιοχή της Αγιάς να μην έχουν αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε ή παρέμεναν άγνωστα στις σελίδες κάποιων αξιόλογων, αλλά δυσπρόσιτων σήμερα, περιοδικών.
Ο Σπυρίδων Λάμπρος πιθανολογεί την ταύτιση της «Αγίας» με την κωμόπολη της σημερινής Αγιάς. Καταφεύγει γι’ αυτό σε στοιχεία που παρέχονται από δημοσιεύματα σχετικά με την Αγιά από τον Δωρόθεο Σχολάριο και τον Ζωσιμά Εσφιγμενίτη και αναφέρονται τόσο στην τοπωνυμία και στην ορθή γραφή της, όσο και στους ναούς και στις μονές που βρίσκονται στην Αγιά και σε χωριά της περιοχής της. Πιο πολύ φαίνεται να στηρίζεται στα αναγραφόμενα από τον Δωρόθεο Σχολάριο, ο οποίος συνήθιζε να αναφέρεται στην Αγιά χρησιμοποιώντας τον τύπο «Αγία» και δευτερευόντως στην άποψη του Ζωσ. Εσφιγμενίτη τη σχετική με την προέλευση του τοπωνυμίου Αγιά από το επίθετο «αγία» ως συστατικού της.
Όσον αφορά στα μετόχια ο Σπ. Λάμπρος επισημαίνει ότι ναοί τιμώμενοι στο όνομα των Αγίων που αναφέρονται στο σιγίλλιο υφίστανται και στην ίδια την Αγιά και στην περιοχή της.
Είναι πιθανόν ότι μερικά από τα μνημεία αυτά να μην ανάγονται χρονολογικώς σε περίοδο προγενέστερη ή σύγχρονη του 1620, ή να μην παρέχουν στοιχεία, από τα οποία να μπορεί να διαπιστωθεί ότι διαδέχθηκαν μνημεία αυτής της περιόδου ή αρχαιότερα. Η διάκριση αυτή είναι πολύ συχνά δύσκολη. Πρέπει, ωστόσο, να επιχειρηθεί, για να μην οδηγηθεί αβασάνιστα ο μελετητής σε ταυτίσεις, οι οποίες δεν θα είναι επιτρεπτές από τα πράγματα. Ένας άλλος περιορισμός αφορά στην αναφερό-
——————————————————————————————————————————————
(1).- Μέρος από αδημοσίευτη εργασία του +Δημ. Κ. Αγραφιώτη, την οποία ευγενώς μας παραχώρησε η Διευθύντρια του ΓΑΚ Αγιάς κ. Αικατερίνη Παπαδοπούλου.
μενη στο σιγίλλιο Αγία Παρασκευή, η οποία τοποθετείται στη θέση «Χάρμα». Πρόκειται, βεβαίως, για τη γνωστή μας Χάρμαινα, της οποίας η «υπό τους πρόποδας του Κισσάβου» θέση δεν αμφισβητείται.
Τα αναφερόμενα στο σιγίλλιο τοπωνύμια είναι τα εξής:
1) Τοποθεσία της Αγίας, 2) Καρυδάκι, 3) Καλαμάκι, 4) Νήσος Στρογγυλής, 5) Τούβαρ, και 6) Χάρμα.
Ο Σπ. Λάμπρος σημειώνει «Αι δε τοπωνυμίαι Καρυδάκι, Καλαμάκι, Τούβαρ και Χάρμα δεν δύνανται να εξακριβωθώσι, και μόνον περί της νήσου Στρογγυλής θα ηδυνάμεθα να εικάσωμεν, ότι εκ των ουκ ολίγων ομωνύμων νησίδων των ελληνικών θαλασσών αυτή είνε ίσως μία των Λιχάδων, ούτως ονομαζομένη».
Ειδικότερα:
1.- Αγία – τοποθεσία Αγίας.
Ο Σπ. Λάμπρος πιθανολογεί την ταύτισή της, βάσει όσων προαναφέρθηκαν, με την κωμόπολη της Αγιάς του Ν. Λαρίσης και επισημαίνει ότι κακώς γράφεται «Αγυιά» . Ωστόσο κώμες – χωριά με το όνομα Αγία ή Αγιά υπάρχουν και σε άλλα διαμερίσματα της Χώρας μας. Η ύπαρξη όμως της αναφοράς στο τοπωνύμιο Χάρμα[ινα], έχω τη γνώμη ότι, αρκεί να αποτρέψει την περαιτέρω αμφισβήτηση, η οποία θα ήταν αναγκαία, αν περιορίζαμε τις αποδείξεις μας στην παρουσία των μνημείων, τα οποία αναφέρονται από τον Σπ. Λάμπρο και η σύμπτωση της Αγίας –Αγιάς και τα οποία χρησιμοποιεί ο ίδιος ως βάση, χωρίς να χρησιμοποιήσει ή να σχολιάσει την αναφορά του τοπωνυμίου Χάρμα[ινα]. Ωστόσο θα πρέπει να μας απασχολήσει το θέμα της ταύτισης αυτής από την εξής πλευρά: Ο όρος «τοποθεσία της Αγίας» αφορά στον οικισμό της Αγιάς ή στην ευρύτερη περιοχή <την Επαρχία – της Αγιάς; Παρά το ότι η άποψη του Σπ. Λάμπρου ενισχύεται από την – μη αναφερόμενη από αυτόν ύπαρξη εντός της Αγιάς μικρού ναού, ο οποίος τιμάται στο όνομα του Σωτήρος Χριστού, θα ανέμενε κάποιος πιο συγκεκριμένη αναφορά με εκφράσεις όπως «εν τη χώρα της Αγίας», «εν τω χωρίω της Αγίας», «εν τη κώμη της Αγίας» κ.λ.π., στην περίπτωση κατά την οποία η αφερόμενη Μονή του Σωτήρος Χριστού βρισκόταν εντός της Αγιάς. Εάν ο όρος «τοποθεσία» εκληφθεί ότι ταυτίζεται με τον όρο «περιοχή» της Αγιάς, τα πράγματα περιπλέκονται, εξαιτίας του ότι και άλλες τοποθεσίες και χωριά, εντός των ορίων της Επαρχίας της Αγιάς, έχουν να επιδείξουν ναούς ή ερείπια ή απλώς αγιωνύμια του Σωτήρος Χριστού, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια.
13. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Μεταξοχωρίου)
Τρίκλιτη Βασιλική. Τοιχογραφήθηκε από τους χιοναδίτες αγιογράφους που εργάσθηκαν στην Αγία Παρασκευή κατά τα έτη 1843-1852 κατά την επέκταση του ναού. Ο ναός ήταν ήδη γνωστός από το 1663.
Το Καθολικό της Μονής είναι τρίκλιτη Βασιλική με δίρριχτη στέγη και υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος. Ανηγέρθη το 1663 μ.Χ. και στολίστηκε με τέμπλο σκαλιστό. Το 1715 μ.Χ. ζωγράφισε τις εικόνες ο Αρτινός μοναχός Αρσένιος. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο ναός επεκτάθηκε και απέκτησε καινούριο ζωγραφικό διάκοσμο από τους Χιοναδίτες (της Ηπείρου) Μιχαήλ Ζήκο και την συντροφιά του (1843-1852). Οι Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου εκλάπησαν το 1979.
14. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (Μεταξοχωρίου)
Το καθολικό είναι τρίκλιτη Βασιλική, ξυλόστεγη με υπερυψωμένο γυναικωνίτη. Τοιχογραφήθηκε το 1797 από τον ιερομόναχο Κωνσταντίνο (Σελιτσανιώτη). Ελάχιστα τμήματα των κελλιών σώζονται. Το τέμπλο (1794) είναι έργο ντόπιων ξυλογλυπτών (Κωνσταντής και Δημήτρης) από το Μεγαλόβρυσο. Αρχικά το καθολικό ήταν ένας μικρός ναΐσκος που ενσωματώθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στο νέο Ναό, του οποίου αποτελεί τη βόρεια κόγχη στο ανατολικό του τμήμα. Εξωτερικά ο Ναός ήταν κατάγραφος στη βόρεια πλευρά. Διασώζονται οι τοιχογραφίες των Αγίων Δημητρίου και Γεωργίου.
Εις επιγραφή του έτους 1797 που ευρίσκεται εσωτερικά στο υπέρθυρο της βόρειας εισόδου του Καθολικού της Ι. Μ. Εισοδίων της Θεοτόκου Μεταξοχωρίου, αναφέρεται ο ιερέας Γραμμένος ως ένας από τους συνδρομητές για την ιστόρηση του καθολικού ο οποίος ήταν πατέρας του Αγιώτη Πρωτοσυγκέλλου και προσκυνητή του Παναγίου Τάφου Ιερομονάχου Ιωακείμ.
15. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ (Μεταξοχωρίου)
Το Καθολικό της Μονής χρονολογείται στόν 18ο αιώνα. Στους μοναχούς της μονής αυτής οφείλεται και το σωζόμενο σήμερα τμήμα από τις λιθόκτιστες καμάρες που χρησίμευαν για να στηρίζουν τους σωλήνες (κιούγκια) που μετέφεραν το νερό στο χώρο της Μονής από την πηγή «παπά Αλεβίζη». Ο ναός ανακαινίσθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα(1880/90). Με την τελευταία δυστυχώς ανακαίνιση έχασε κάθε στοιχείο φιλοκαλίας.
16. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (1) (Σωτηρίτσα)
«Στις νοτιοανατολικές παρυφές της Σωτηρίτσας – παλιά Κάπιστα – σε ένα ωραίο πλάτωμα του Κισσάβου βρίσκεται το μεταβυζαντινό ναΰδριο του Σωτήρος και γύρω από αυτό διακρίνει κανείς υπολείμματα τοίχων με ισχυρό συνδετικό κονίαμα και ένα μεγάλο αριθμό βυζαντινών οπτοπλίνθων και κεραμιδιών. Το ναΰδριο είναι ένα μικρό μονοθάλαμο ξυλόστεγο κτίσμα, εσωτερικών διαστάσεων 4,05Χ3,00 μ. περίπου, που απολήγει στα ανατολικά σε ημικυκλική κόγχη. Στα δυτικά φέρει νάρθηκα, εσωτερικών διαστάσεων 3,55Χ3,20 μ., ανοιχτό στη νότια πλευρά. Οκυρίως ναός έχει σήμερα μόνο μια είσοδο στα δυτικά, ενώ παλαιότερα είχε και μια στα νότια. Η δεύτερη αυτή είσοδος είναι κτισμένη και έχει μετατραπεί το επάνω τμήμα της σε τετράγωνο παράθυρο πλάτους μόλις 0,44 μ. ΄Αλλα δύο μικρά τετράγωνα παράθυρα στη νότια πάλι πλευρά είναι επίσης κλεισμένα, ενώ ένα τέταρτο, πολύ στενό στην κόγχη του Ιερού διατηρείται ανοιχτό και φέρει στη μέση σε δεύτερη χρήση, έναν αμφικιονίσκο με το κιονόκρανό του.
Η τοιχοδομία είναι σχετικά πρόχειρη με συλλεκτές πέτρες, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται βυζαντινοί οπτόπλινθοι πάχους 3,5 – 4 εκατ. και 6 – 7 εκατ., μεσοβυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη και ορθογωνισμένοι πωρόλιθοι. Οι πωρόλιθοι αυτοί βρίσκονται κυρίως στη δυτική άκρη του νότιου τοίχου και σχεδόν σε ολόκληρη τη δυτική όψη του κυρίως ναού, όπου η τοιχοδομία έχει μορφή πλινθοπερίκλειστη.
Το ενδιαφέρον όμως στη θέση αυτή του Κισσάβου, δεν είναι το ίδιο το μεταβυζαντινό εξωκκλήσι, αλλά κυρίως τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, που σε δεύτερη χρήση είναι εντοιχισμένα στο ναΰδριο. Τα μαρμάρινα αυτά κομμάτια – αμφικιονίσκοι παραθύρων, μαρμάρινα γείσα, τμήματα μαρμαρίνων θυρωμάτων, κιονόκρανα κ.λ.π. – προέρχονται από κάποιο μεσοβυζαντινό ναό και σε συνδυασμό με τα άφθονα υπολείμματα τοίχων και τους διάσπαρτους στην περιοχή οπτόπλινθους υποδηλώνουν, ότι στη θέση αυτή υπήρχε μια βυζαντινή μονή. Εξ άλλου στην πλευρά αυτή του Κισσάβου ο Ν. Γεωργιάδης είχε δει πριν από έναν αιώνα «ερείπια πολλών μοναστηριών»(2). Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι το σλαβικό Kapiste(3) από το οποίο πιθανόν να προήλθε το παλιό όνομα του χωριού Κάπιστα σημαίνει θυσιαστήριο, βωμός, εκκλησία, πράγμα που ενισχύει την άποψη ότι εδώ, που μέχρι τον περασμένο αιώνα ήταν τσιφλίκι(4), υπήρχε βυζαντινό μοναστήρι.
——————————————————————————————————————————————
(1).- Ν. Νικονάνος, ό.π., σελ. 176-177.
(2).- Ν. Γεωργιάδου, ό.π., σελ. 144.
(3).- Γ. Κορδάτου, ό.π., σελ. 501, σημ. 2.
(4).- Γ. Κορδάτου, ό.π., σελ. 576, σημ. 1.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΧΩΡΑ ΑΓΙΑΣ ΕΙΣ ΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΑ
Μετά την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας (του Ρωμαϊκού κράτους) με το EDICTUM του Θεοδοσίου το οποίο εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 27 Φεβρουαρίου του έτους 380 μ.Χ., ηκολούθησε η απαγόρευση των ελληνορωμαϊκών θρησκειών στον ελλαδικό χώρο και τη Θεσσαλία.
Η χριστιανική εκκλησία είχε την ελευθερία να αναπτυχθεί, να οργανωθεί και με βάσει τα δημιουργηθέντα πολιτικά του Διοκλητιανού (284-305) να χαράξει τα εκκλησιαστικά της όρια. Η επαρχία της Θεσσαλίας υπήχθη από το 392 μ.Χ. εις το ανατολικόν Ιλλυρικόν υπό την εκκλησιαστική διοίκηση του Πάπα της Ρώμης. Ειδικώτερα, ανήκει εις την διοίκησιν Μακεδονίας υπό τον μητροπολίτην Θεσσαλονίκης ο οποίος κατείχε τον τίτλο του εξάρχου του Πάπα.
Μετά την επίσημο καθιέρωση της χριστιανικής πίστεως εις Θεσσαλίαν, η Λάρισα συνδέει την εκκλησιαστική – ιστορική της πορεία με την μορφή του Αγίου Αχιλλίου. Αναφέρεται ότι από το 324 μ.Χ. ανεδείχθη εις αρχιεπισκοπή με πρώτον επίσκοπον της τον Άγιο Αχίλλιον, ο οποίος έλαβε μέρος εις την Α΄ εν Νικαία, Οικουμενικήν Σύνοδον του 325 μ.Χ.
Κατά την βιογραφία του Αγίου Αχιλλίου η οποία συνετάχθη περί τον Ι΄- ΙΑ΄αιώνα(155) υπό του Ιερομονάχου Χαρίτωνος, «ο Άγιος Αχίλλιος θεωρείται πρώτος Μητροπολίτης Θεσσαλίας».
Ωστόσο, κατ’ άλλους το όνομα του Αγίου Αχιλλίου δεν αναγράφεται εις τους επισήμους καταλόγους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου(156). Την ακριβή χρονολογίαν της υπαγωγής των επισκόπων Θεσσαλίας υπό τον Λαρίσης και της αναδείξεως τούτου εις μητροπολίτην Θεσσαλίας αγνοούμεν, καθώς και την χρονολογίαν αναδεί-
—————————————————————————————————————–
(155).- Ανέκδοτοι Βίοι του Αγίου Αχιλλίου διασώζονται εις τους κώδικας αριθ. 143 και 212 της Μονής Διονυσίου. Πρβλ. BHG3, αριθ. 2012 και 2013 και A. Ehrhard, Uberlieferung und Bestand der hagiographischen und homiletischen Literatur der griechischen Kirche, Βερολίνον 1952, τομ. Α΄, 637, Γ΄, 452, 974. Αποσπάσματα του κώδικος αριθ. 143 σχετικά με τους Βουλγάρους εξεδόθησαν υπό Ch. Loparev, εν Vizantijskij Vremennik, τομ. 4 (1897), σελ. 363-364 και εν Fontes Historiae Bulgaricae XI. Fontes Graeci Historiae Bulgaricae VI, Σόφια 1965, σελ. 7. Πρβλ. Gy. Moravesik, Byzantinoturcica, δευτέρα έκδοσις, τομ. Α΄, Βερολίνον 1958, σελ. 554. Τα περί συμμετοχής του Αγίου Αχιλλίου εις την Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον: φυλ. 132β, στ. 19-21.
Ο υπ’ αριθ. 212 κώδιξ της Μονής Διονυσίου εγράφη τον ΙΕ΄ αιώνα κατά τον Σπ. Λάμπρον, Κατάλογος των εν ταις Βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους Ελληνικών κωδίκων, τομ. Β΄, Καίμπριτζ 1900, αριθ. 3746, σελ. 363, τον ΙΔ΄ αιώνα κατά τον Ehrhard, ενθ’ ανωτ., τομ. Γ΄, 974. Εκ της μελέτης των δύο κωδίκων συμπεραίνομεν ότι ο κώδιξ αριθ. 212 περιλαμβάνει εις τα φύλλα 21β-36α Βίον του Αγίου Αχιλλίου αρχόμενον: «Αδικειν μεν εικότως ……», από του φύλλου δε 36β μέχρι του φύλλου 64 αναγράφεται το αυτό κείμενον ως και εις τον κώδικα αριθ. 143, αρχόμενον ούτω: «τον εν Αρχιερεύσιν Αχίλλιον ……».
Νεοελληνική μετάφρασις παρά Κ. Δουκάκη, Μέγας Συναξαριστής πάντων των Αγίων των καθ’ άπαντα τον μήνα Μάϊον εορταζομένων, Αθήναι 1892, σελ. 288-297.
Acta Sanctorum Maii, τομ. Γ΄ σελ. 465. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, ένθ’ ανωτ., στ. 686. Μηνολόγιον Βασιλείου του Β΄, Migne, PG, τομ. 117, στ. 457Β. Σκυλίτζης – Κεδρηνός, τομ. Β΄, σελ. 436. Πρβλ. άρθρον του Louis Petit, Achilius, εν DHGE, τομ. 1 (1912), στ. 312.
(156).- H. Gelzer – H. Hilgenfield – O. Cuntz, Patrum Nicaenorum Nomina, Λειψία 1898, σελ. 54-55, 161, 163. Πρβλ. και βιβλιοκρισίαν της εκδόσεως εν Αnalecta Bollandiana, τομ. 18 (1899), σελ. 53.
ξεως της επισκοπής Λαρίσσης εις μητρόπολιν ακριβώς δεν γνωρίζομεν.
Θεωρούμεν ότι, ανεγνωρίσθη ως Μητρόπολις διά τοπικής συνόδου, η οποία συνεκροτήθη εις την Λάρισα το έτος 531 μ.Χ..
Ως Μητροπολίτης Θεσσαλίας, φέρει τον τίτλον, ο υπογράφων τα πρακτικά της Γ΄ εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου, επίσκοπος Λαρίσσης Βασίλειος(157), κατά το (431 μ.Χ.). Και εις τα πρακτικά της εν Ρώμη συγκληθείσης Συνόδου (531 μ.Χ.) γράφεται ότι αρχαίον έθος ήτο να χειροτονήται μητροπολίτης επαρχίας Θεσσαλίας ο Λαρίσης(158).
Ας σημειωθεί δε ότι, από τον Στ΄ αιώνα μέχρι και τον Η΄ αιώνα, οι εκκλησιαστικές πηγές αναγράφουν την Θεσσαλία ως «επαρχία» («επαρχία Θεσσαλίας») με πρώτη επισκοπή την Λάρισα. Ενώ από τις αρχές του Θ΄ αιώνα (+-800 μ.Χ.) οι εκκλησιαστικές πηγές αναφέρουν το θεσσαλικό χώρο ως ανήκοντα στην «Επαρχία Ελλάδος».
Παρά το γεγονός ότι η κ. Άννα Π. Αβραμέα στην διατριβή της(159) παραπέμποντας εις τον Α. Ηarnack αναφέρει ότι, εις τους επισήμους καταλόγους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρονται μόνον τα ονόματα Κλαυδιανός και Κλεόνικος μετά του προσδιοριστικού Θεσσαλιας, υπάρχει και η γνώμη ότι εις το υπ’ αριθ. 288 του καταλόγου, ως «θεσσαλείας» αναφέρεται ο Κλαυδιανός και ως «Λαρίσσης» υπ’ αριθ. 289, ο Αχίλλειος. Ο μεν Harnack εχαρακτήρισε τον Θεσσαλίας Κλαυδιανόν ως τον πρώτον μητροπολίτην θεσσαλίας(160) και ο Schwartz και Honigmann(161) πιστεύουν ότι ο Κλαυδιανός και Κλεόνικος είναι ένα και το αυτό πρόσωπον, ήτοι ο επίσκοπος Θηβών, (η κλήσις Θεσσαλίας τίθεται ως επεξήγησις γεωγραφική της επισκοπής Θηβών).
Θεωρώντας ότι η Λάρισα κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στις πόλεις της επαρχίας Θεσσαλίας(162), παρατηρούμε ότι, από τις αρχές του 4ου αιώνος ανάγεται σε
—————————————————————————————————————–
(157).- Gerland – Laurent, Corpus, αριθ. 46, σελ. 64 και E. Schwartz, Acta Conciliorum Oecumenicorum. Concilium Universale Ephesenum, τομ. Α΄, 1, 5, σελ. 12312, 5, σελ. 15, 3, σελ. 1332, 3, σελ. 3152. Βλ. και άρθρον του R. Janin, Basile, εν DHGE, Τομ. 6 (1932), αριθ. 118, στ. 1142.
(158).- Mansi, τομ. 8, στ. 742Α,Β: «Isto vero anno aut circiter, cum Proclus episcopus. Larissenus Thessaliae metropolita excesset a vivis ordinatusque in ejus Joco secundum priscam consuetudinem fuisset Stephanus ab episcopis provinciae, regiae urbis Archiepiscopus ……».
(159)- Άννης Π. Αβραμέα, Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204, εν Αθήναις, 1974, σελ. 44.
(160).- A. Von Harnack, Die Mission und Ausbreitung des Christentums, ενθ’ ανωτ., σελ. 790.
(161).- Ed. Schwartz, Uber die Bischofslisten der Synoden von Chalkedon, Nicaea und Konstantinopel, Abh. der bayer. Akad. der Wiss. Philos. Histor. Abt., νέα σειρά, 13, Μόναχον 1937, σελ. 77. E. Honigmann, La liste originale des Peres de Nicee, Byzantion, τομ. 14 (1939), σελ. 41, 61, σημ. 4.
(οι 155, 156, 157, 158, 160 και 161 προέρχονται από την διατριβή της Άννης Π. Αβραμέα ……..).
(162).- Η αναφορά της Λάρισας ανάμεσα στις «περίφημες πόλεις» (famosa oppida), σε δύο γεωγραφικά έργα του 4ου και του 5ου αιώνος, την Σφαίρα του Jolii Honorii (πρίν το 376) και την Κοσμογραφία του Ανωνύμου, μαρτυρεί την ακμή της πόλης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Στην Tabula Peutingeriana (354) η πόλη δηλώνεται συμβολικά με δύο πύργους που συνδέονται με τείχος.
θρησκευτικό κέντρο της Θεσσαλίας και έδρα Αρχιεπισκοπής με πρώτο Αρχιερέα τον
Άγιο Αχίλλιο. Με τον θαυματουργό Άγιο είναι συνυφασμένη η εκκλησιαστική ιστορία της περιφήμου πόλεως, ο δε τάφος του αποτέλεσε λατρευτικό προσκύνημα επί αιώνες.
Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν μας, την πολιτική ιστορία της Θεσσαλίας που την εποχή αυτή και έως τον 7ο αιώνα δεν χαρακτηρίζεται από μεγάλα ιστορικά γεγονότα, πρέπει να σημειώσουμε ότι, η χριστιανική ζωή όπως μας δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα παρουσιάζει τον 5ο και 6ο αιώνα ιδιαίτερη έξαρση(163). Θεωρούμε εν κατακλείδι ότι, ο Άγιος Αχίλλιος ήτο Αρχιεπίσκοπος Λαρίσσης το 324 μ.Χ., μετείχε των εργασιών της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου εν Νικαία(164) (325 μ.Χ.) και η προσωπικότητα του εχαρήσατο διαχρονικά εις την πρωτόθρονη επισκοπή της Λάρισας την Μητροπολιτική αίγλη και αξία εν έτει 431 μ.Χ. – 531 μ.Χ..
Κατ’ αυτήν την περίοδο των πρώτων χριστιανικών αιώνων, η Αγιά υφίσταται ως γεωγραφικός χώρος. Πιθανότατα οικίζεται πέριξ των Ρωμαϊκών λουτρών των Νερομύλων, εκεί που εδράζετο ως εικάζεται, η πολιτεία του αρχαίου Συκουρίου, ή στις προαναφερθείσες θέσεις «Κωσταρή» και «Παλαιόκαστρο».
Έχομεν ήδη σημειώσει ότι, εκπρόσωπος εν τη Αγιά των παλαιοχριστιανικών χρόνων θα μπορούσε να θεωρηθεί το μωσαϊκό δάπεδο στην θέση «Αγιάννα» όπου κατά το 1899 αποκαλύφθηκε ψηφιδωτό της πρωτοβυζαντινής μάλλον περιόδου. Στοιχείο αξιοσημείωτο επίσης αφορά τον Ναό της Μεταμορφώσεως Αγιάς, όπου στη βόρεια πλευρά του και σε απόσταση πέντε περίπου μέτρων, αποκαλύφθηκαν τοίχοι σε βάθος 1 μ. έως 1,30 μ. που πιθανότατα ανάγονται στη ρωμαϊκή ή την παλαιοχριστιανική εποχή(165).
Έχοντες υπ’όψιν ημών το ιστορικόν περίγραμμα της χριστιανικής Αγιάς, όπως ανελύθη τούτο είς το προηγούμενον κεφάλαιον, θα εμβαθύνωμεν επί τη βάσει των πηγών είς την ιστορικοκανονικήν εξέλιξιν της Αγιάς ως υποκειμένης είς την Δημητριάδα. Συγκεκριμένως, θα ερευνήσωμεν την θέσιν αυτής είς τα Τακτικά – Συ-
—————————————————————————————————————–
(163).- Ο Ν. Νικονάνος αναφέρει ότι η βιβλιογραφία ως το 1962 βρίσκεται συγκεντρωμένη στο βιβλίο του Ι. Χασιώτη, Θεσσαλική Βιβλιογραφία, πρώτη καταγραφή (1936-1962), Βόλος, 1971. Για τα ευρήματα μετά το 1962 Βλ. τις σχετικές αρχαιολογικές ειδήσεις των: Δ. Θεοχάρη, Π. Λαζαρίδη, Ευτ. Κουρκουτίδου και Ν. Νικονάνου στο ΑΔ και στα ΠΑΕ από το 1963 κ.ε.
(164).- Καλλίνικος Κυζίκου, (Μητροπολίτης), Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος μετά και τινών συμπληρωμάτων, Ιστορική μελέτη, εν Κων/πόλει, 1930, εν σελ. 106, «ΙΑ΄ πίναξ ονομαστικός των πατέρων μετά των ονομάτων των επαρχιών αυτών».
Θεσσαλείας
288) Θεσσαλείας – Κλαυδιανός, 289) Λαρίσσης – Αχίλλειος, 290) Σκοπέλου – Ρηγίνος(;), 291) Τρίκκης – Διόδωρος(*), 292) Θηβών – Κλεόνικος.
(*).- Οι Σκοπέλου και Τρίκκης μνημονεύονται υπό του Κεδρηνού και Σκυλίτση μετά του Λαρίσης Αχιλλείου.
(165).- Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Τζων Κουμουλίδης, Λάζαρος Δεριζιώτης, Αθήναι 1985, σελ. 124.
νταγμάτια, τα περί της έδρας, της δικαιοδοσίας, ως και τα περί του επισκοπικού καταλόγου αυτής ειδικώτερα προβλήματα.
Στην εκτεταμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το βάρος πέφτει μέχρι τον 9ο και 10ο αιώνα στην Ανατολή, γι’ αυτό και οι πληροφορίες μας για τον Ελλαδικό χώρο, που υπάγεται εκκλησιαστικά μέχρι και τον 8ο αιώνα στη Δύση, είναι περιορισμένες.
Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται προς τις πόλεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, όταν οι ανατολικές επαρχίες καταλαμβάνονται από τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας (Άραβες, Σελτζούκους, Οθωμανούς).
Η πρώτη ίσως αναφορά διά την επαρχία Ελλάδος όπου ο Λαρίσσης κατά την τάξιν προκαθεδρίας ήτο μητροπολίτης εις την λζ΄ θέσιν των τακτικών, ως Αρχιεπίσκοπος, υπολογίζεται περί το 800 μ.Χ.;
Συγκεκριμένα, επί Λέοντος Στ΄ του Σοφού, (886-912) είς την
Ευρώπην υπήρχαν τα θέματα:
- Θράκης
- Μακεδονίας
- Στρυμόνος
- Θεσσαλονίκης
- Ελλάδος
- Πελοποννήσου
- Κεφαλληνίας
- Νικοπόλεως
- Δυρραχίου
- Δαλματίας
- Σικελίας
- Λογγιβαρδίας
- Χερσώνος
Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΕΙΣ ΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ – ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ ΑΥΤΗΣ
NOTITIA PATRIARCHATUS CONSTANTINOPOLITANI
ΤΑΞΙΣ ΠΡΟΚΑΘΕΔΡΑΣ(151) ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ.
α΄ επαρχία Καππαδοκίας, ο Καισαρείας.
—————————————————————————————————————–
(151).- Πρωτοκαθεδρίας
ζ΄ επαρχία Βιθηνίας, ο Νικομηδείας. η΄ επαρχία της αυτής, ο Νικαίας θ΄ επαρχία της αυτής, ο Χαλκηδόνος.
Από τούτων οι Αρχιεπίσκοποι: επαρχία Νήσου, ο Κρήτης. επαρχία Πελοποννήσου, ο Κορινθίας. επαρχία Ιλλυρικής Μακεδονίας, ο Θεσσαλονίκης.
λα΄ επαρχία Νήσων Κυκλάδων, ο Ρόδου. λε΄ επαρχία Ελλάδος, ο Αθηνών.
λζ΄ επαρχία Ελλάδος, ο Λαρίσσης(151α).
+ ακολούθως των αυτοκεφάλων αρχιεπισκόπων ……………….
Η επισκοπή-Μητρόπολις Λαρίσης καλείται «επαρχία Θεσσαλίας Λάρισσα» προ του 535 μ.Χ. εις τον Συνέκδημο Ιεροκλέους και ως επαρχία Θεσσαλίας, περί το 732-733 μ.Χ. ανήκει πλέον εις την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως(1). Περί το 800 μ.Χ. – 976 μ.Χ. ως «Επαρχία Ελλάδος»(2) η Μητρόπολις Λαρίσσης κατέχει εις τα τακτικά τα λζ΄ θέση, την οποία διατηρεί ως λστ΄ το (806-815 μ.Χ.) και λδ΄ στις αρχές του Ι΄ αιώνα κατά την Διατύπωση Λέοντος Στ΄ του Σοφού. Μετά έναν αιώνα, εις τας αρχάς του ΙΑ΄ (κατά άλλους 980 ή 940 – 969 μ.Χ.) παραμένουσα η Μητρόπολις Λαρίσης εις την λδ΄ θέση, καλείται «τω Λαρίσσης, δευτέρας θετταλίας και πάσης Ελλάδος»(3).
Αργότερα, η εξέλιξις της Μητροπόλεως Λαρίσσης έχει ως ακολούθως :
Έκθεσις Βασιλέως ΚΥΡΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ(154) ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ (1282-1328) ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΟΠΩΣ ΝΥΝ ΕΧΟΥΣΙ ΤΑΞΕΩΣ ΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΩ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩ ΘΡΟΝΩ Της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (Σελ. 389)
(γενομένη έκθεσις περί το έτος +-1325 μ.Χ.)
μα΄ ο Λαρίσσης. και αυτή λδ΄ ούσα,
είς μα΄ κατήχθη. (154α)
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΘΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ, ΤΙΝΕΣ ΑΥΤΩΝ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΕΞΑΡΧΟΙ ΚΑΙ ΥΠΕΡΤΙΜΟΙ, ΤΙΝΕΣ ΥΠΕΡΤΙΜΟΙ ΜΟΝΟΝ.
Οι εξής πάντες υπέρτιμοι. ήγουν έξαρχοι, και υπέρτιμοι. (α΄ β΄ γ΄ δ΄ …….. κλπ.
ιγ΄ ο Θεσσαλονίκης, πάσης θετταλίας. έχει δε νυν τον τόπον του Αγκύρας.
—————————————————————————————————————–
(151α).- Πρώτη αναφορά +-800 μ.Χ.
(1).- Από το έτος 732 και μετά η Θεσσαλία, ως τμήμα του Ιλλυρικού, παύει να εξαρτάται από την εκκλησιαστική διοίκηση της Ρώμης και υπάγεται με διάταγμα του Λέοντος Γ΄ Ισαύρου στην διοίκηση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
(2).- Προσωνυμία εκ της πολιτικής διοικήσεως, εφ’ όσον κατά την εποχήν ταύτην η Λάρισα υπάγεται εις το θέμα Ελλάδος.
(3).- Η ονομασία «Δευτέρα Θετταλία» απεδόθη πιθανώς εις την μητρόπολιν Λαρίσης προς διάκρισιν ταύτης από της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης (Αν. Αβραμέα σ.51) η οποία συχνά ονομάζεται «Θετταλών πόλις» ή «Θετταλών μητρόπολις».
(154).- «ΚΥΡΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ», ο οποίος «τας της Κπόλεως μητροπόλεις άλλας μεν εκ μικρών ανεβίβασεν, άλλας δε πάλιν εις μικροτέρας των θρόνων κατεβίβασεν».
(l54α).– κατήλθεν.
κε΄ ο Αθηνών, πάσης Ελλάδος
λα΄ ο Λαρίσσης, δευτέρας θετταλίας και πάσης Ελλάδος.
1.- Η ΧΩΡΑ ΑΓΙΑ ΕΙΣ ΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ –ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΑ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΒΕΣΕΝΗΣ.
Περί τα τέλη του Θ΄ αιώνος η Αγιά αναφέρεται εις τα γνωστά «τακτικά» και τάς «τάξεις πρωτοκαθεδρίας των πατριαρχών και των υπ’ αυτούς υποκειμένων μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκοπών», του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (886-912) ως υποκείμενη εις την υπ’ αριθμόν ιη΄ της νέας τάξεως επισκοπή Βεσένης της Μητροπόλεως Λαρίσσης δευτέρας θετταλίας και πάσης Ελλάδος(152).
Η διατύπωσις της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας έχει ως εξής:
Η γεγονυία διατύπωσις παρά του Βασιλέως Λέοντος του Σοφού(153), όπως έχουσι τάξεως οι θρόνοι των εκκλησιών, των υποκειμένων τω Πατριάρχη Κων/λεως. (σελ. 367).
Η Λάρισα, στην σελ. 369 του καταλόγου:
λδ΄ Η Λάρισσα. 34. Larissa.
Σελ. 371-372 : ΤΑΞΙΣ Προκαθεδρίας των υπό τον αποστολικόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως τελούντων Μητροπολιτών και των υπ’ αυτούς Επισκόπων.
Θρόνος τριακοστός τέταρτος
Τω Λαρίσσης δευτέρας θετταλίας και πάσης Ελλάδος Ρ. (σελ. 380-381)
α΄ ο Φαρσάλου q
β΄ ο Δημητριάδος Demetriadis
γ΄ ο Ζητονίου
δ΄ ο Εζερού
ε΄ ο Λοιδορικίου
στ΄ ο Τρίκκης r. (rR. Τρίκης)
ζ΄ ο Εχίνου
η΄ ο Κολύδρου
θ΄ ο Στέγωνs. (sR. Στάγων)
ι΄ ο Δομενίκου
ια΄ ο Κατρίας – Catriae –
ιβ΄ ο Γαρδικίου
—————————————————————————————————————-
(152).- PATROLOGIAE CURSUS COMPLETUS, του σοφωτάτου Βασιλέως τα ευρισκόμενα πάντα, τομ. 107, σ. 367, 369, 371, 372, 380, 381 έτος 1863 μ.Χ.
pR. Δευτέρας Ελλάδος qR Α΄ ο Δημητριάδος. Β΄ ο Φαρσάλων. Γ΄ PR Δευτ. Ελλ…. qR Α΄ ο Δημ……… Β΄ο Φ…… Γ΄ ο Δομοκού.
(153).- Κ. Αμάντου, ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. Β΄ σ. 93-94. «Την διατύπωσιν της νέας τάξεως της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας εν συνεργασία Λέοντος Στ΄ και Νικολάου Μυστικού, επέβαλε και η γενομένη ένωσις των εκκλησιών, η οποία απήτει καθορισμόν της θέσεως αντιπροσώπων της Καθολικής Εκκλησίας».
ιγ΄ ο ετέρας Γαρδικίας
ιδ΄ ο Εχίνου
ιε΄ ο Περιστεράς
ιστ΄ ο Ραδοβισδίου
ιζ΄ ο Πατζουνάς
ιη΄ ο Βεσένης – Besenae –
ιθ΄ ο Σκοπέλου
κ΄ ο Καλλινδού
κα΄ ο Μαρμαριτζίου – Marmaritsii –
κβ΄ ο Κολύδρου
κγ΄ ο Λυτζάς
κδ΄ ο Χαρμένων – Charmenorum –
κε΄ ο Βουνένης
κστ΄ ο Αλμυρού – Halmyri –
κζ΄ ο Οξυμοκόβου
κη΄ ο Βιαίνης – Biaenae –
Η χώρα Αγιά στην δικαιοδοσία του επισκόπου Βεσένης
Στις αρχές του Ι΄ αιώνα η Μητρόπολις Λαρίσης ευρισκόμενη εις την λδ΄(4) θέση του καταλόγου φέρει την κλήσιν, «δευτέρας θετταλίας και πάσης Ελλάδος». Εκ των κη΄επισκοπών της Μητροπόλεως την ιη΄ θέση εις τον κατάλογον κατέχει, «ο Βεσένης». Εικάζομεν ότι το «Τακτικόν» αριθ. 3 Parthey, χρονολογείται στα μέσα του 10ου αιώνα. Η γνώμη μας διαφέρει της γνώμης την οποία διατυπώνει εις την διατριβή της η κ. Α. Αβραμέα, η οποία χρονολογεί το τακτικόν στις αρχές του ΙΑ΄ αιώνα και συμφωνούμε με την γνώμη του κ. Κονιδάρη(5), ο οποίος θεωρεί ότι το υπό κρίσιν τακτικόν πρέπει να συνετάγει εις το χρονικό διάστημα μεταξύ της «Διατύπωσις» Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού και του Τακτικού Ιωάννου Τζιμισκή. Δηλαδή αρχές Ι΄ αι. – έως 969-976 μ.Χ. Πιστεύομεν ότι, θα μπορούσε ο χρόνος προσδιορισμού του εν λόγω τακτικού να αναχθεί πιο συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 940-969 μ.Χ. και οπωσδήποτε πριν το 976 μ.Χ. Η γνώμη μας βασίζεται στην ανάδειξη της επισκοπής
—————————————————————————————————————–
(4).- Εις το Β΄ ημ. ΙΑ΄ αιω. Η Λάρισα κατέρχεται εις την λε΄ θέση και επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού ανέρχεται εις την λδ΄ έως και μετά το 1204.
(5).- Κονιδάρης, Zur Frage der Entstehung der Diocese des Erzbistums von Achrida und der Notitiae no 3 bei Parthey, Θεολογία, τομ. 30/1 (1959), σελ. 13, τούτο ανάγεται μεταξύ της Διατυπώσεως Λέοντος ΣΤ΄ και του Τακτικού Ιωάννου Τζιμισκή.
Φαρσάλων εις την τάξη των αρχιεπισκοπών μεταξύ των ετών 969-976 μ.Χ. Παρατηρούμε ότι δεν είναι δικαιολογήσιμο, τα Φάρσαλα τα οποία ανέρχονται εις την νβ΄ θέση κατά το 969-976 μ.Χ. και εις την τάξιν των αρχιεπισκοπών (Διασκευή Υποτυπώσεως Λέοντος ΣΤ΄ – προ του Ι. Τζιμισκή) και εις την μθ΄ θέση, ως αρχιεπισκοπή την ίδια εποχή, (Τακτικόν Ιωάννου Τζιμισκή 969-976) να κατέρχονται εις το κατά την κ. Α. Αβραμέα χρονολογικά επόμενο τακτικόν, (αριθ. 3 Parthey) εις την τάξιν των επισκοπών. Δεν είναι μάλλον αποδεκτό άνευ λόγου και αιτίας μια εψηφισμενη αρχιεπισκοπή να εκπίπτει-κατέρχεται, της θέσεώς της.
Είναι πλέον αποδεκτό ότι, μετά τα «Νέα Τακτικά» (930-940) όπου τα Φάρσαλα φέρονται εις την Β΄ θέση μετά την επισκοπή Δημητριάδος, να ανέλθουν εις την Α΄ θέση του καταλόγου των επισκοπών του Λαρίσσης μεταξύ των ετών 940-969 μ.Χ. (διά του Τακτικού αριθ. 3 Parthey) και φυσιολογικά να ανέλθουν έτι και έτι κατά την «Διασκευή Υποτυπώσεως – Λέοντος ΣΤ΄(969-976) εις την τάξιν των αρχιεπισκοπών, την οποία διατηρούν τουλάχιστον έως το 1204 μ.Χ.
Θεωρούμε, ως εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι, ο χρόνος συντάξεως του Τακτικού αριθ. 3 Parthey, είναι 940/69-976 μ.Χ.
Τα γεγονότα και οι ανακατατάξεις διαφοροποιούν συχνά τη σειρά των επισκοπών του θεσσαλικού χώρου, λόγω πολεμικών συμβάντων και επιδρομών μεταξύ Στ΄ και Ι΄ αιώνων. Παρουσιάζοντας πολλά κενά και διπλοεγγραφές εις τους καταλόγους (λ.χ. Εχίνου – Κολύδρου).
Ωστόσο, τα Φάρσαλα εξακολουθούν να σημειώνονται ως αρχιεπισκοπή της Θεσσαλίας και μετά το 1189 μ.Χ.
Στην περίοδο των ετών 940-976 και εξής ο Μητροπολίτης Λαρίσης δεν παραμένει στην έδρα του εξαιτίας των γεγονότων που διαδραματίζονται στο θεσσαλικό χώρο και της φυγής του πληθυσμού. (επιδρομές Βουλγάρων). Στο διάστημα αυτό κατοικοεδρεύει στα Φάρσαλα. Δια τον λόγον αυτό τα Φάρσαλα από το 969 μ.Χ. αναφέρονται στην τάξη των αρχιεπισκοπών και παραμένουν ως αρχιεπισκοπή μέχρι το 1204 μ.Χ.
Καθ’ όν τρόπον έχει πλέον αποδειχθεί ότι η επισκοπή Βεσένης είχε ως έδρα το Βαθύρεμα(6), η πλησιόχωρος Αγιά ανήκε στην πνευματική δικαιοδοσία του επισκόπου Βεσένης από το β΄ ήμισυ του 10ου αιώνος και έως το 1371 μ.Χ.
—————————————————————————————————————–
(6).- Βλ. Δ. Αγραφιώτη.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΒΕΣΑΙΝΗΣ ΕΝ ΑΓΙΑ
Α.- Ο κ. Ν. Ι. Γιαννόπουλος δημοσιεύει το 1933 άρθρο εις τον αναμνηστικόν τόμον Σπυρ. Π. Λάμπρου, με τίτλο «η επισκοπή Βεσαίνης εν Θεσσαλία». Εις το άρθρο του, αναφέρει:
α) Την ύπαρξη εν τοις καταλόγοις των επισκοπών Βεσσαίνης και Βιαίνης, κρίνοντας την δευτέραν ως κακή αντιγραφή του ονόματος της επισκοπής Βεσαίνης. Πού έκειτο η επισκοπή αύτη δεν είναι γνωστόν εις τους επισκοπικούς καταλόγους που και ο ίδιος δημοσιεύει(χ), αναγράφεται όμως άνευ ονομάτων γνωστών επισκόπων.
β) Δημοσιεύει την επιγραφή του Βαθυρέματος που ισχυρίζεται ότι ανηύρε εις το ημιγυμνάσιο Αγυιάς, εν τη συλλογή αρχαίων επιγραφών, λέγοντας ότι κατήρτησε το 1932 Μουσείον λιθίνων αρχαίων. Η επιγραφή κατ’ αυτόν ανάγεται εις τον ΙΓ΄ αιώνα και την αποδίδει φωτογραφικά διότι εν αυτή αναφέρεται το όνομα Βεσαίνης. Υποθέτει ότι η επισκοπή πρέπει «να ζητηθή εν τη επαρχία Αγυιάς μάλλον και ίσως περί την πόλιν Αγυιάς ……….» όπου από του Θ΄ αιώνος μέχρι τέλους του ΙΔ΄ εσώζετο η επισκοπή Βεσαίνης. Πιθανολογεί την θέση της μεταξύ Βυζαντινών ερειπίων Μονών και Εκκλησιών, εις τις ανατολικές πλευρές της Όσσης. Τέλος ομιλεί (εσφαλμένως) δια «γνωστή επισκοπή Αγυιάς περί τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος» (Αραβαντινός 1854) και καταλήγει ότι εις την περιοχή (Πηνειού, Όσσας, Μαυροβουνίου, Ζαγοράς Πηλίου) υπήρξαν οι επισκοπές: των θεσσαλικών Σαλτών, Βεσαίνης, Χαρμενών, Καστρίας, αι οποίαι «συνεχωνεύθησαν η μια μετά την άλλην εις την επισκοπή Αγυιάς και αύτη πάλιν μετά ή προ του 1854 εις την Μητρόπολιν Δημητριάδος».
Β.- Το ίδιο έτος ο κ. Ν. Γιαννόπουλος λαμβάνει επιστολήν παρά του Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Γερμανού, δημοσιευθείσαν εις περιοδικόν(χχ) «Περί της Επισκοπής της Βεσσαίνης». Κατ’ αυτήν, ο Μητροπολίτης αναφέρεται εις το χωρίον Δέσσιανη παρά την Αγυιάν όπου ο Ναός της Κοιμήσεως της θεόπαιδος Μαρίας (Θεοτόκου κατωτέρω) εν τω ιερώ Βήματι του οποίου υπάρχει ιερόν σύνθρονον. Αναφέρει ότι η μελέτη του κ. Γιαννόπουλου του έλυσε απορίας, ωστόσο τον διορθώνει υποστηρίζων την ανυπαρξία επισκοπής Αγυιάς, παραπέμποντας εις μελέτην του επιγραφών Ναών και Μονών της επαρχίας Αγυιάς (Θ.Χ. τομ. Γ΄ ). Γνωμοδοτεί ότι η έδρα της Βεσσαίνης είναι το χωρίον Δέσιανη, διότι εκεί υπάρχει ο ναός της θεόπαιδος, εκεί το σύνθρονον και εκεί μας οδηγεί η ετυμολογία των λέξεων:
—————————————————————————————————————–
(χ).- Ν. Γιαννόπουλος, Ε.Φ.Σ. «Παρνασσός», τομ. ΙΑ, 1915, σελ. 203/4.-
(χχ).- Γερμανού Μητροπολίτου Δημητριάδος, «Ορθοδοξία», 106, 193.
Δεσσάνης – Βεσσάνης.
Τον προτρέπει «να μελετήσει τις παρατηρήσεις του και να είπη την τελευταίαν λέξιν».
Γ.- Το επόμενο έτος, 1934, ο κ. Γιαννόπουλος επανέρχεται με άρθρο του(χ) «Η επισκοπή Βεσαίνης και η πόλις Βεσαίνη εν Θεσσαλία», (Θ.Χ., τομ. Δ΄ , σ. 212-216).
Αφού αναφέρει τα ανωτέρω, της επιστολής του Μητροπολίτου Γερμανού γράφει ψευδώς τα εξής:
«τω 1933 εύρομεν στήλην λευκού μαρμάρου, την οποίαν μετεφέραμεν εις το Μουσείον Αγυιάς εκ τινός χωρίου, και εν τη οποία αναφέρεται …».
Το ψεύδος του κ. Γιαννόπουλου είναι μεθοδευμένο, διότι επτά έτη αργότερα γράφει ότι εκόμισε την στήλη, «εκ του χωρίου Δέσιανης». Η αλήθεια είναι ότι η στήλη βρέθηκε στο ναό του Αγίου Νικολάου, στο Βαθύρεμα της Αγιάς, από τον έφορο αρχαιοτήτων κ. Δημήτριο Φίλιο, ο οποίος, μαζί με άλλα 19 τεμάχια λίθων και μαρμάρων από το Βαθύρεμα και από άλλα χωριά, τα μετέφερε στις 25 Ιουλίου του 1899 στο Ελληνικό Σχολείο της Αγιάς – Σχολαρχείο, και τα παρέδωσε στον τότε Σχολάρχη κ. Χαρ. Σούρλα. Στον ίδιο οφείλεται και η σύνταξη του Καταλόγου της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς(χχ), ο οποίος είχε συσταθεί από τότε(χχχ).
Ούτω πως, ο κ. Γιαννόπουλος γνωμοδοτεί ότι η επισκοπή Βεσαίνης έκειτο εις την επαρχίαν Αγυιάς. Και αφού αναφέρει τα επιχειρήματα του Γερμανού Δημητριάδος, γράφει ότι: «ελύθη το ζήτημα της θέσεως της Βυζαντινής πόλεως Βεσαίνης», «… επομένως και Βέσιανη = Δέσιανη».
Τέλος, διορθώνει και τις απόψεις του (1933) περί επισκοπής Αγυιάς, δεχόμενος ότι παρεσύρθη υπό του κ. Π. Αραβαντινού, (Χρονογραφία Ηπείρου, τόμ. Β΄ 93), και βεβαιοί ότι η επισκοπή Βεσαίνης δεν υφίστατο τον ΙΣΤ΄ αιώνα, συγχωνευθείσα εις την επισκοπή Δημητριάδος.
Δ.- Έξι έτη αργότερα (1940) ολοκληρώνει την θέση του δια την πόλιν της Βεσαίνης, δημοσιεύων νέα μελέτη(*).
Η δημοσίευσή του αρχίζει με το ψέμα περί της ενεπίγραφης στήλης του Βαθυρέματος. Διότι, ενώ γνωρίζει και ομολογεί στο Ευρετήριο της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς κατά το 1933 ότι η στήλη με την Βυζαντινή επιγραφή περί Βε-
—————————————————————————————————————–
(χ).- Ν. Γιαννόπουλος, «Η επισκοπή Βεσένης…, Θ.Χ., τομ. Δ.
(χχ).- (Τις εσφαλμένες (ψευδείς) πληροφορίες για το θέμα αυτό αναπαράγει και ο Γ. Κορδάτος στην «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς», σελ. 480).
(χχχ).- Δ. Αγραφιώτη, «Ο Αετόλοφος (Δέσιανη) και το Βαθύρεμα της Αγιάς», Θ.ΗΜ. Λάρισα 1986.
(*).- Ν. Γιαννόπουλου, «Έρευναι εν τη επαρχία Αγιάς, ΕΕΒΣ, τομ. ΙΣΤ, Αθήναι 1940.
σαίνης βρέθηκε στο Βαθύρεμα της Αγιάς εις την παρούσα ανακοίνωση του εν έτει 1940 κατά αντιεπιστημονικό τρόπο αποκρύπτει ηθελημένα τα γεγονότα. Στο Ευρετήριο η ενεπίγραφη στήλη του πρωτοσπαθάριου Ευσταθίου, στη σελ. 6 καταγράφεται με αριθμ. 26. «Εκ Βαθυρρεύματος: Εκ του ναού του Αγίου Νικολάου: Κίων λευκού μαρμάρου απολήγων άνω μεν εις κύλινδρον ……..» .
Στη σελ. 7 σχεδιάζεται υπό Ν. Γιαννοπούλου η στήλη και η επιγραφή της. Στη στήλη «Παρατηρήσεις» σημειώνει «Εδημοσιεύθη υπό Ν. Ι. Γιαννοπούλου / εν ……». (Δεν αναφέρει, όπως σε άλλα τεμάχια, πότε και από ποιόν μεταφέρθηκε στην Αγιά).
Ενώ λοιπόν γνωρίζει από το 1933 τα γεγονότα, δηλώνει ότι βρήκε τη στήλη «αποκειμένην εν τινι Σχολείω» της Αγιάς, γεγονός που αποτελεί μισή αλήθεια, αναζητεί τη Βέσαινα μεταξύ των θέσεων «Κόκκινο Νερό», «Αγιόκαμπος» στις πλαγιές του Κισσάβου και το 1934 «ιδιοποιείται το μόχθο του Δημ. Φίλιου και καρπώνεται τη «δόξα» του πρώτου ευρετή της στήλης και του μεταφορέα της στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς», όπως με ευθύτητα κρίνει και ο μακαριστός δάσκαλος Δημ. Αγραφιώτης. (Διευθυντής ΓΑΚ – Αγιάς).
Σε επόμενη μελέτη του (όπως ήδη είπωμεν), θα αποσιωπήσει εντελώς τον τόπο ευρέσεως της στήλης εκφράζοντας την γνώμη του ότι προέρχεται από την Δέσιανη, και εις την παρούσα (1940) θα γράψει: «εκομίσαμεν … και στήλην μεγάλην λευκού μαρμάρου … προερχόμένην εκ του χωριού Δέσιανης». Η μελέτη του ωστόσο, που αναφέρεται εις επίσκεψίν του κατά το 1934 στην Δέσιανη, καταγράφει πολύτιμα στοιχεία από τους ναούς του Αγίου Νικολάου του Νέου, των Αγίων Θεοδώρων και της Κοιμήσεως της Θεότοκου, βεβαιωτικά του Βυζαντινού χαρακτήρα του χωριού. Επίσης, αναφέρεται σε σύντομη επίσκεψή του εις Βαθύρεμα, όπου καταγράφει την κατάσταση των Ναών της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, τον τοιχογραφικό διάκοσμο και την λύπην του δια το γεγονός «ότι σήμερον μανδρίζονται εντός αυτού (Αγ. Νικολάου) αιγοπρόβατα!» (Βόλος 27 Μαΐου 1940).
Ε.- Το 1966 ο κ. Γεώργιος Χατζηκώστας δημοσιεύει στα Θ.Χ., μελέτη δια την Βέσσαινα(148) και διορθώνει την ανάγνωση του κεχαραγμένου επιγράμματος της στη-
—————————————————————————————————————–
(148).- Γεώργιος Δ. Α. Χατζηκώστας, Η εν Θεσσαλία πόλις Βέσσαινα και η ομώνυμος επισκοπή, Θ.Χ., 1966, σ. 534-538.
Περί Βεσσαίνης: Βλ. Ν. Ι. Γιαννόπουλος, Έρευναι εν τη Επαρχία Αγιάς, ΕΕΒΣ, τ. ΙΣΤ΄ 1940, σ. 370-383 καθώς και στου ίδιου: Η επισκοπή Βεσαίνης και η πόλις Βεσσαίνη εν Θεσσαλία», Θ.Χ., τ. 4, 1933, σ. 212-216. – Η επισκοπή Βεσσαίνης εν Θεσσαλία, Εις μνήνην Σπυρίδωνος Λάμπρου, Αθήναι, 1933, σ. 199-204, – Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας, Θεολογία, τ. ΙΓ΄, 1935, σελ. 23-27, Βλ. επίσης Αβραμέα Άννα, Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204, Συμβολή εις την Ιστορικήν Γεωγραφίαν, Διατριβή επί διδακτορία, Εν Αθήναις, 1974, σ. 156-157, αλλά και 37, 83, 113, 124, Ν. Νικονάνος, Έρευνες στην Επαρχία Αγιάς Λαρίσης, Α.Θ.Μ., τ. Γ΄, Βόλος 1974, σ. 164-166. – Νίκος Νικονάνος, Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Συμβολή στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Αθήναι, 1979, σελ. 16-27 και J. KODER – F. HILD, HELLAS UND THESSALIA, WIEN, 1976, στην αναφορά του F.H. στο λήμμα «Βέσσαινα», όπου η ταύτιση θεωρείται βέβαιη. Η Βέσαινα: Παραδίδεται ως Βέσαινα – Βέσενα – Βήσσαινα (Βλ. Αβραμέα Άννα, ό.π., σελ. 156-157, όπου πλούσια και λεπτομερής βιβλιογραφία, καθώς και Νίκος Νικονάνος, Βυζαντινοί Ναοί …..…, σελ. 16).
λης του Βαθυρέματος. Ο κ. Γιαννόπουλος ανέγνωσε το 1933 στίχο του επιγράμματος ως εξής: «λάχεν άγειν γαίαν τήνδε Βεσσαίνης» και ο κ. Χατζηκώστας διορθώνει: «λάχε ναίειν γαίαν τήνδε Βεσσαίνης».
Η διαφορά του νοήματος είναι ότι, δια του πρώτου – άγειν, νοείται ο Ευστάθιος ως άγων την χώραν της Βεσσαίνης, ήτοι ως διοικών ή ως τιμαριούχος. Ενώ διά του δευτέρου – ναίειν, αποδίδεται ο Ευστάθιος ως κατοικών ή διαμένων εις Βέσσαινα εκ τυχαίων περιστάσεων (ως υποδηλοί το ρήμα «λάχε») δηλαδή, εξορία ή εκτόπισις λόγω δυσμένειας.
Κατωτέρω ο Δικηγόρος – Ιστοριοδίφης συμφωνεί με τον κ. Ν. Γιαννόπουλο διά την ταύτιση της επισκοπής Βεσσαίνης με το χωριό Δέσσιανη, σημερινό Αετόλοφο και επαναλαμβάνει τα γνωστά λάθη περί της στήλης του Βαθυρέματος. (Τόπος εύρεσις – χρονολογία).
Ας σημειωθεί ότι και ο Δημ. Φίλιος, ο οποίος βρήκε πρώτος την ενεπίγραφη στήλη, διάβασε ορθώς ως ανωτέρω το επίγραμμα και απ’ αυτόν αντέγραψε ο Θ. Χατζημιχάλης χρησιμοποιώντας τον κατάλογο της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς.
ΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΒΕΣΣΑΙΝΗΣ.-
α) Η περιφέρεια Βεσσαίνης διοικείτο υπό ιδίου Βασιλικού άρχοντος, παρά το γεγονός ότι η πόλις αύτη ήτο μικρά και ασήμαντος. (Α. Αβραμέα, σελ. 157) και (Ζακυθηνού, Μελέται, ΕΕΒΣ, τομ. 18 (1948), σελ. 47-48 και του αυτού, Le Despotat grec de Moree, τομ. Β΄ , σελ. 49).
β) Ο Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης (Tudela) ταξίδεψε το Β΄ μισό του 12ου αιώνα (1196 μ.Χ.) από τον Αλμυρό προς τη Θεσσαλονίκη, διαμέσου της Βέσσαινας (BISSENA) με σκοπό την καταγραφή των συμπατριωτών του Εβραίων. Αναφέρεται στη Βέσαινα στην οποία συνάντησε εκατονταμελή Εβραϊκή κοινότητα. Στοιχείο αποδεικνύον την εμπορική δραστηριότητα της πόλεως.
γ) Κατά τον Tafel, η πόλις της Βεσσαίνης έκειτο εις την Μαγνησίαν παρά την θάλασσαν. (Tafel, De Thessalonica eiusque agro, σελ. 474).
Αντιθέτως, ο J. Lelewel, Examen geographique des voyages de Benjamin de Tudele 1160-1173. Lettres adressees a M. Carmoly, Βρυξέλλαι 1852, σελ. 8, εσημείωσεν ότι ο πλησιέστερος λιμήν, απέχων μιας ημέρας οδοιπορίαν εξ Αλμυρού, είναι ο λιμήν του Βώλου. Ως εκ τούτου, ο Γάλλος γεωγράφος συνεπέρανεν, εάν ληφθή υπ’ όψιν ότι η λέξις Βώλος σημαίνει ύψωμα, τότε η λέξις Βήσαινα θα ήτο απλή μετάφρασις της Ελληνικής γλώσσης εις την Σλαβικήν.
δ) Επιστολή του Μιχαήλ Ψελλού προς τον πραίτορα Ελλάδος και Πελοποννήσου, γίνεται λόγος περί επισκόπου τινός Βεσαίνης και περί της πενίας της επισκοπής ταύτης.
«Ο Θεοφιλέστατος Βεσσαίνης επίσκοπος, λογιώτατε και λαμπρότατε, έστι μεν ως απεδείχθη πτωχός και συμπτώχου επισκοπής πρόεδρος ………». (Μιχαήλ Ψελλού, Επιστολαί, εν Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τομ. Ε΄ , αριθ. 103, σελ. 344-345).
ε) Στη συνθήκη – Χρυσόβουλο, του Αλεξίου Γ΄ με τους Βενετούς, στα 1198, αναφέρεται ως «Επίσκεψις Βεσαίνης» (Episcepsis Besenae). (Tafel, De Thessalonica eiusque agro, σελ. 474. Ζακυθηνού, Μελέται, ΕΕΒΣ, τομ. 18, (1948)).
στ) Κατά τη διανομή της Ελλάδας (partirion Romaniae) στα 1204, η vesna (Βέσαινα, Βεσσήνη) παραχωρήθηκε στη σύζυγο του Αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ , ως «pertinentia impetatricis» στη Θεσσαλία. Όταν δηλαδή, οι Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας μοίρασαν τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κατέλυσαν, η περιοχή της Βέσαινας δόθηκε ως προσωπικό κτήμα στη σύζυγο του Αυτοκράτορα και απετέλεσε τμήμα της επισκέψεως της Αυτοκράτειρας Ευφροσύνης. (Ζακυθηνού, Μελέται, ΕΕΒΣ, τομ. 21 (1951), σελ. 191 Carile, Partitio Terrarum, Studi Veneziani, τομ. 7 (1965), σελ. 283).
Μετά τη φραγκική κατάληψη της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε στη Βέσαινα λατινική επισκοπή. Ο λατίνος Αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας, μετά το θάνατο του Βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφατίου, παραχώρησε στη σύζυγό του, ανάμεσα σε άλλες περιοχές της Αυτοκράτειρας στη Θεσσαλία και την περιοχή της Βέσαινας. Στη σχετική επικύρωση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ , στα 1210, αναφέρονται παράλληλα με τη Βέσσαινα και οι πόλεις: Δημητριάδα, Αρχοντοχώριο και οι δύο Αλμυροί. Minge, PL, τομ. 216, αριθ. 42, στ. 230. 1209.
Σημ. : Η σύζυγος του Βονιφατίου του Μομφερατικού ήταν Ουγγαρέζα πριγκίπισσα χήρα του Αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄ .
Στα χρόνια των Σταυροφόρων οι παραχωρήσεις ήταν τυπικές συνήθως. Στην περίπτωση της Βέσσαινας οι ιδιοκτήτες άλλαζαν πολύ συχνά. Μετά τον θάνατο του Βονιφατίου (1207) περιήλθε στη γυναίκα του και στο γιό του Δημήτριο, για να περάσει στα 1212 στην εξουσία του Μιχαήλ του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
ζ) Τον Ιούνιο 28/29 του 1222, Ο μητροπολίτης Λάρισας Καλοσπίτης βρίσκεται στη Βέσσαινα φιλοξενούμενος του επισκόπου της. Ο μητροπολίτης της Ναυπάκτου, Ιωάννης Απόκαυκος, σε επιστολή του προς τον Καλοσπίτη, χαρακτηρίζει τη Βέσσαινα «χωρίον» και ενδεικτικά του αποδίδει δύο βασικά του χαρακτηριστικά: «Βρύον πάσιν τοις αγαθοίς» και «εύυδρον».
«……….. η Βέσαινα έχει σε, το εύυδρον χωρίον και πάσι βρύον τοις αγαθοίς, συνεορτάσοντα πάντως τω θαυμασίω Βεσαίνης, ον προσκυνώ επί τη των Θεοκηρύκων εορτασίμω. και γένου μοι άλλη εορτή και παράκλησις. σοι γαρ γέγηθα καπιλήθομαι κακών». Βλ. N.A. BEES, AUS DEM NACHLASS UN N.A. BEES, UNEDIERTESCRITSTUCKE AUS DER KANZLEITEN JOHANES APOKAUKOS DES MITROPOLITEN UN NAUPAKTOS IN AETOLIEN, B. N. J., 1971 – 1976, ATHEN, 1976, σελ. 144 και ό.π. σελ. 230. Σχόλια Ε. Βέη – Σεφερλή, Προσθήκαι και Παρατηρήσεις. Ο Καλοσπίτης είχε την έδρα του μητροπολίτη της Λάρισας στα 1212 Βλ. (D. M. NICOL, ό.π. σ. 39) και διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ιωάννη Απόκαυκο, επίσκοπο στη Ναύπακτο. Το Φεβρουάριο του 1222 είχε διαδοθεί ότι πέθανε και το Πατριαρχείο, που έδρευε στη Νίκαια, κατηγορούσε τον Ιω. Απόκαυκο, γιατί τάχα είχε εκλέξει στη θέση του άλλον επίσκοπο, χωρίς τη συγκατάθεσή του. Όμως ο Απόκαυκος απάντησε ότι ο θάνατος του Καλοσπίτη ήταν ψέμα. Απλά είχε ασθενήσει και είχε αναρρώσει αναλαβαίνοντας ξανά τα καθήκοντά του. Στη Βέσαινα, την εύυδρη και βέβαια δροσερή, είχε αποσυρθεί, φαίνεται, ο Καλοσπίτης για να αναρρώσει. (Βλ. D. M. NICOL, ό.π. σ. 78).
η) Το 1371 εν σιγγιλιώδει γράμματι του Πατριάρχου Φιλοθέου, απολυθέντι μηνί Σεπτεμβρίω, αναγράφονται δεκαέξ επισκοπαί, μεταξύ των οποίων και η επισκοπή Βεσσαίνης υπό την ιστ΄ τάξιν της Μητροπόλεως Λαρίσης.
(MIKLOSICH – MULLER, ACTA ET DIPLOMATA GRAECA MEDII AEVI, τ. 1, αρ. 325, σ. 587-588).
Ο Δ. Αγραφιώτης σχολιάζει τον κ. Ν. Ι. Γιαννόπουλο, (Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας, Θεολογία, τ. 13, 1935, σελ. 22, 23, 26, 27) το επιχείρημά του οποίου είναι ότι, η επισκοπή της Βέσσαινας αναφέρεται το Σεπτέμβριο του 1371, 16η υπό τον μητροπολίτη της Λάρισας, και γράφει:
«Δεν ανέλυσε όμως προσεκτικά το «σιγιλλιώδες γράμμα», με το οποίο εφοδίασε ο πατριάρχης Φιλόθεος τον Λαρίσης, ο οποίος είχε «…… πολύν χρόνον …… δίχα της δεούσης αρχιερατικής επισκέψεώς». Ο χρόνος φαίνεται ότι ήταν αρκετά μεγάλος, με βάση το περιεχόμενο του γράμματος. Ο Λαρίσης αγνοούσε αν όλες οι επισκοπές, οι οποίες ανήκαν στη μητρόπολή-του, είχαν επισκόπους και ποιους είχαν. Μερικοί από τους υπάρχοντες επισκόπους, που προφανώς είχαν διαδεχτεί άλλους, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν είχαν χειροτονηθεί από τον Λαρίσης, προσποιούνταν ή πράγματι δεν γνώριζαν τα δικαιώματα του Λαρίσης και του αρνιούνταν τα καθήκοντα που απέρρεαν από τον τίτλο του. Ο Πατριάρχης δικαίωσε τον Λαρίσης αποδίδοντάς του 16 επισκοπές, με τελευταία τη Βέσαινα, χωρίς να είμαστε βέβαιοι ότι αυτές οι επισκοπές ήταν «εν ενεργεία» τη χρονιά αυτή. Ίσως του παραχώρησε τις επισκοπές αυτές αντιγράφοντας παλιότερους καταλόγους επισκοπών, οι οποίες υπάγονταν στη μητρόπολη της Λάρισας. Μία ένδειξη για τη μείωση του κύρους και της δύναμης του Λαρίσης από το τελευταίο τέταρτο του 13ου αι. μπορεί να αντλήσει κανείς από τον εκδοτήριο έγγραφο του ιερομόναχου Θεοδόσιου στα 1275, ο οποίος, αν και αρχιμανδρίτης της περιοχής των Χαρμενιτών, ως ηγούμενος και κτήτορας μικρής μονής της Παναγίας δεν την παραχώρησε ως μετόχι σε κάποια πλησιόχωρη επισκοπή, μια και η επισκοπή των Χαρμαίνων έπαψε να υπάρχει, αλλά την παραχώρησε, χαριζόμενος στον άρχοντα της περιοχής Κομνηνό Μαλιασηνό (Ιωάσαφ, στο μοναχικό του όνομα), στη Μακρινίτσα με όλα της τα περιουσιακά στοιχεία. (Βλ. MICLOSICH-MULLER, ACTA ET DIPLOMATA GRAECA MEDII AEVI, τ. 4., σ. 326-329 και τ. Α΄ , σελ. 587-589 για το «σιγιλλιώδες γράμμα» του Πατριάρχη Φιλόθεου). Για τη σύγχυση στη Θεσσαλία στα χρόνια αυτά βλ. Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας ………, στην αναφορά του εισαγωγικά στο Ιστορικό Πλαίσιο καθώς και D. M. NICOL, Το Δεσποτάτον της Ηπείρου, Μτφ. Περικλή Λεύκα Ιωάννινα 1974, όπου συνεχείς διοικητικές μεταβολές και εναλλαγές στην πνευματική κυριαρχία του θεσσαλικού χώρου. Για τους παραπάνω λόγους θεωρούμε σχεδόν βέβαιη την επέκταση της επισκοπής της Δημητριάδας στο χώρο των επισκοπών της Βέσαινας και των Χαρμαίνων με ταυτόχρονη δικαίωση και του Χατζημιχάλη και του Γερμανού, του Μητροπολίτη της Δημητριάδας».
Η επισκοπή Βεσσαίνης εμφανίζεται εις την ιη΄ θέση στο τακτικό αριθ. 3 Parthey 940/69 – 976 μ.Χ., εις την ια΄ θέση στο τακτικό αριθ. 10 Parthey, και εις την ιστ΄ θέση κατά το 1371 μ.Χ. (Σιγίλλιο Πατριάρχου Φιλοθέου) όπου αναφέρεται και η επισκοπή Χαρμενών. Ενώ λοιπόν, η επισκοπή Βεσσαίνης εμφανίζεται εις τας πηγάς από του 10ου αιώνος όπως το Δομένοκον, οι Σταγοί, το Γαρδίκιον, τα Βούναινα και ο Αλμυρός, κατατάσσονται στις πόλεις που δεν ήταν γνωστές συνεχώς κατά την Βυζαντινή περίοδο, αλλά εμφανίσθησαν εις τας πηγάς μετά τον 9ο – 10ο αιώνα και εξής.
Τοπογραφική ταύτιση επισκοπής Βεσαίνης:
Τα δεδομένα διά την ταύτιση της επισκοπής είναι:
α) Το γενικό ιστορικό πλαίσιο του θεσσαλικού χώρου κατά την βυζαντινή περίοδο (6ος – 14ος αιώνας).
β) Οι γραπτές μαρτυρίες για τη ζωή της Αγιάς (Βεσσαίνης-Χαρμαινών-Κατρίας) και του Όρους των Κελλίων.
γ) Τα πορίσματα ερευνών των επιστημόνων, τα συγγράμματα των οποίων μελετήσαμε (Ν. Νικονάνου, Λάζαρου Δεριζιώτη, Ευτυχ. Κουρκουτίδου, Δ. Αγρα-φιώτη, Στ. Σδρόλια, Στ. Γουλούλη, Στ. Μαμαλούκου).
– Το συσκοτισμένο πλαίσιο που προσπάθησε με ψευδείς πληροφορίες να στήσει ο Ν. Γιαννόπουλος, έρχεται ευτυχώς να φιλτράρει με διακριτική ματιά ερευνητού ο Δ. Αγραφιώτης. Η σωματική επαφή του με την υπό εξέταση περιοχή υποβοηθά την διεισδυτική αντιληπτικότητα του και με εύστοχη κριτική βασιζόμενη σε στοιχεία, ανασκευάζει, υποδεικνύει και στρέφει το ενδιαφέρον της έρευνας για την ταύτιση της Βέσαινας προς το Βαθύρεμα.
Τα αποδεικτικά στοιχεία διά την τοπογραφική ταύτιση της επισκοπής είναι τα εξής:
α.- Η ενεπίγραφη στήλη βρέθηκε στο Βαθύρεμα στον Ναό του Αγίου Νικολάου. Ο Ναός της Παναγίας που βρίσκεται 400 μ. δυτικά του Αγίου Νικολάου είναι ο αρχαιότερος Βυζαντινός Ναός στην Θεσσαλία, χρονολογούμενος ως κτίσμα του 9ο αιώνα. Είναι εύλογο να εικάσουμε ότι ο Ναός της θεόπαιδος (κατά την ενεπίγραφη στήλη), αφορά την Παναγία του Βαθυρέματος και όχι του Αετολόφου. Άλλωστε είναι αδιανόητη η απόσπαση της στήλης από τον Αετόλοφο στο Βαθύρεμα όπως ψευδώς έχει ειπωθεί.
β.- Στο Βαθύρεμα βρέθηκε μιλιάριο, αποδεικτικό της απόψεως ότι από αυτό το κεφαλοχώρι διήρχετο η δευτερεύουσα οδός που συνέδεε την Μακεδονία με την Θεσσαλία.
γ.- Γνωρίζουμε την ύπαρξη κοινότητος 100 Εβραίων κατά το 1196 μ.Χ., επομένως υποθέτουμε και οικονομική δραστηριότητα σε κομβικό άξονα δημόσιου δρόμου, ο οποίος συνέδεε την περιοχή με το κέντρο της Μητροπολιτικής Λάρισας.
δ.- Το «εύυδρον χωρίο, βρύον πάσιν τοις αγαθοίς» του 1222 μ.Χ. αρμόζει στο Βαθύρεμα το οποίο υδροδοτούσε την περιοχή στο παρελθόν όπως συμβαίνει και ισχύει μέχρι σήμερα.
ε.- Η Βέσαινα αποτελούσε κατά τον 12ο αιώνα «Επίσκεψιν» – προσωπικό κτήμα της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου, όπως και κατά την σύντομη περίοδο της Λατινοκρατίας. Το 1371 ως καταγράφεται εις σιγίλλιο του Πατριάρχου Φιλοθέου, αναφέρεται για τελευταία φορά υπαγόμενη, «επισκοπή της Βεσσαίνης» στο Μητροπολίτη Λαρίσης.
στ.- Μετά 25 έτη επέρχεται η τουρκική κατάκτηση και το Βαθύρεμα ως πρωτεύουσα της περιοχής του Δωτίου πεδίου και έδρα του επισκόπου Βέσαινας είναι το πρώτο από τα τέσσαρα χριστιανικά χωριά που έχουν διασωθεί από τις αλλεπάλληλες δηώσεις των ποικίλων κατακτητών και τυγχάνει προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης όπως η Αγιά, η Δέσιανη και το Καστρί.
ζ.- Επιπλέον το Βαθύρεμα ενισχυτικά χρεώνεται την ταύτιση με την έδρα της επισκοπής: α) Διά τα πολλά Βυζαντινά σπαράγματα. β) Διά την «παζαρόστρατα», τοπωνύμιο λαϊκής αγοράς κατά την τουρκοκρατία. γ) Διά τους περισσοτέρους Βυζα-ντινούς Ναούς από την Δέσιανη. δ) Διά το ενδεχόμενο εξ αυτού (του Βαθυρέματος) να μιμήθηκαν αρχιτεκτονικά τον επισκοπικό θρόνο στην Δέσιανη. ε) Διά το γεγονός ότι, μετά την καταστροφή του Βαθυρέματος (1688) διακτινίσθησαν οι κάτοικοι στα πέριξ χωριά και μέρος της κουλτούρας, του φυσικού πλούτου και της τοπωνυμίας προσέλαβε το «Μπογιούκ-κιόι» που έδειχνε έως τότε ελλειπώς κατωκημένο.
Η επισκοπή Δημητριάδος εις τα τακτικά:
Η πρώτη αναφορά διά την ύπαρξη έδρας επισκοπής Δημητριάδος και όνομα επισκόπου της πόλεως είναι το 431 μ.Χ., όταν ο Δημητριάδος Μάξιμος συμμετείχε ως συνοδικός στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου.
Εφ΄ όσον τον τίτλον του Μητροπολίτου Θεσσαλίας φέρει ο υπογράφων εις τα πρακτικά της εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου Λαρίσης Βασίλειος (431) και το 531 μ.Χ. εις την σύνοδον της Ρώμης τονίζεται ότι το αρχαίον έθος ήτο να χειροτονήται μητροπολίτης επαρχίας Θεσσαλίας ο Λαρίσης, διαφαίνεται ότι, πρώτη επισκοπή μετά την πρωτόθρονη Λάρισα είναι η Δημητριάδος.
Το όμοιον παρατηρούμεν εις τον Συνέκδημο Ιεροκλέους προ του 535 μ.Χ. εις το Τακτικόν 1555Α (733-746 μ.Χ.) εις την Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως (879-880 μ.Χ.) είς την Διατύπωσιν Λέοντος Στ΄ του Σοφού (αρχαί Ι΄ αιων.), εις τα «Νέα τακτικά»(930-940 μ.Χ.) και εις το «Τακτικόν» αριθ. 10 Parthey (μετά το 1204).
Εξαίρεσιν αποτελεί το «Τακτικόν» αριθ. 3 Parthey όπου η Δημητριάς έπεται της επισκοπής Φαρσάλου.
Εάν όμως, ως υποθέτουμε το «Τακτικόν» δεν αφορά τον ΙΑ΄ αι., αλλά την περίοδο μεταξύ των ετών 940-976 μ.Χ., τότε όπως σημειώνεται στην PATROLOGIA CURSUS COMPLETUS του σοφωτάτου Βασιλέως τα ευρισκόμενα πάντα, (τομ. 107, σελ. 367-381, 1863 μ.Χ.), η Δημητριάς δεν έπεται των Φαρσάλων αλλά είναι πρώτη στον κατάλογο και αμέσως μετά το 976 μ.Χ. τα Φάρσαλα ανέρχονται στην τάξη των αρχιεπισκοπών και στην θέση: νβ΄ – μθ΄ – λθ΄ – λη΄ – λβ΄ -λε΄, κατά σειρά έως εποχής Ισαακίου Αγγέλου (1189 μ.Χ.) και εις την λστ΄ θέση μετά το 1204 μ.Χ.
Η Αγιά ως περιφέρεια της επισκοπής Βεσσαίνης
Μετά τον Θ΄ αιώνα κυριωτέρα πηγή πληροφοριών περί των πόλεων και επισκοπών αποτελούν τα «Τακτικά».
Ως Τακτικά, ορίζονται οι κατάλογοι μητροπόλεων και επισκοπών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Notitiae Episcopatuum).
Η έλλειψη μνείας επισκόπων όχι μόνο της Δημητριάδος αλλά και άλλων θεσσαλικών πόλεων κατά την περίοδο των Αβαροσλαβικών επιδρομών των Ζ΄ και Η΄ αιώνων δεν οφείλεται εις τας πολεμικάς συρράξεις μόνο, αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Τα κενά εις τους επισκοπικούς καταλόγους οφείλοντο εκ ποικίλων αιτιών διά τας οποίας οι επίσκοποι δεν παρίσταντο εις τας Οικουμενικάς Συνόδους (λ.χ. Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος του 786 μ.Χ.).
Ο βιογράφος του Αγίου Νικολάου της Βουναίνης χαρακτηρίζει την Λάρισα ως «προκαθεζομένη της Θετταλίας πόλις».
Ίσως τα κενά στους επισκοπικούς καταλόγους της Θεσσαλίας, (Λαρίσης και Δημητριάδος), κατά τον Η΄ αιώνα, πρέπει να συνδυασθούν και με τις εικονομαχικές έριδες.
Η Θεσσαλία ως περιοχή είχε ιδιαίτερον σύνδεσμο με την αρχαία θρησκεία των Δώδεκα Θεών, κοιτίδα των οποίων υπήρξε ο θεσσαλικός Όλυμπος. Ως εκ τούτου οι κάτοικοι της Θεσσαλίας είχαν συνηθίσει εκ παραδόσεως να λατρεύουν τους θεούς εις απεικονίσεις αγαλμάτων και άλλων εικονογραφικών παραστάσεων. Επηρεασμένοι από την παράδοση των αρχαίων-κλασικών χρόνων, δεν απεδέχοντο τις μεταρρυθμιστικές τάσεις του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ που απαγόρευαν την απεικόνιση της μορφής του Χριστού και των Αγίων σε εικόνες.
Πιστεύουμε λοιπόν ότι η διαμάχη μεταξύ των εικονολατρών και εικονομάχων δίχασε και τους επισκόπους του Θεσσαλικού θέματος οι οποίοι φαίνεται ότι έδειξαν απροθυμία να μετέχουν στις Συνόδους. Μεσολαβούσης της αποσπάσεως της Θεσσαλίας από την υπαρχία του Ιλλυρικού στο θέμα της Ελλάδος (732 μ.Χ.) η επαρχία Θεσσαλίας επηρεασμένη από την αρνητική στάση του πάπα Ρώμης προς την εικονοκλαστική κίνηση του αυτοκράτορα, προβαίνει πριν την υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε αντίδραση κατά της εκκλησιαστικής μεταρρυθμίσεως του Λέοντος Γ΄ το έτος 727 μ.Χ.
Περί το 879 μ.Χ., μετά δηλαδή την οριστική αναστύλωση των εικόνων (843 μ.Χ.), ο επίσκοπος Δημητριάδος Ξενοφών λαμβάνει μέρος ως συνοδικός στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως η οποία συγκλήθηκε το έτος 879 μ.Χ. επί Λέοντος Στ΄ του Σοφού (886-912) υπό την προεδρία του Πατριάρχου Φωτίου.
Ενώ το 896 μ.Χ. η Δημητριάδα καταστρέφεται από τους Σαρακηνούς πειρατές του Δαμιανού (Εμίρη της Τύρου), η Λάρισα υποφέρει από τις Βουλγαρικές επιδρομές με αποκορύφωμα την κατάληψή της, μετά από τριετή αποκλεισμό, από τον Σαμουήλ το 985-986 μ.Χ.(8).
Γλαφυρή περιγραφή της τραγικής καταστάσεως που επικρατούσε στην πόλη κατά την διάρκεια της πολιορκίας και της αρπαγής του λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου, δίδεται στο «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου(9) από το οποίο συνάγεται ότι στα τέλη
—————————————————————————————————————–
(8).- Κων/νου Ι. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τομ. Β΄ (867-1204), Αθήναι 1947, σελ. 173.
(9).- Κεκαυμένου, Στρατηγικόν, ed. β. Wassiliewsky-v. Jernstedt, 1896, σελ. 65-66 και Νέω Ελληνομνήμονι, τ. 16 (1922), σελ. 53. Βλ. Α. Dain, La tactique de Nicephore Ouranos, 1937, σελ. 134.
του 10ου και κατά τον 11ο αιώνα, διετέλεσε έδρα του στρατηγού του θέματος της Ελλάδος, στην οποία υπηρέτησε ο Κεκαυμένος, παππούς του συγγραφέα του Στρατηγικού.
Μετά την καταστροφή των στρατευμάτων του Σαμουήλ στις όχθες του Σπερχειού από τον Νικηφόρο Ουρανό το 996 μ.Χ. (Κεδρηνός, 2, 450), ακολουθεί το έτος 1040 μ.Χ. η κατάληψη της Δημητριάδος από τα Βουλγαρικά στρατεύματα του Πέτρου Δελεάνου και εγκαθίσταται στην πόλη φρούραρχος ο Λυτοβόης Διαβολίτης(10).
Η δεύτερη κατάληψη της Δημητριάδος από τους Σαρακηνούς επέρχεται το έτος 1070 μ.Χ. και τον χειμώνα του 1082 μ.Χ. το κάστρο της Λάρισας αντιστέκεται στην πολιορκία του Νορμανδού Βοημούνδου(11).
Την διάσωση της πόλεως αναλαμβάνει ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, μετά από επιστολές του αρχηγού της φρουράς Λέοντος Κεφαλά.
Ο Αλέξιος παρακάμπτοντας τα στενά των Τεμπών και ακολουθώντας πορεία «διά του Βουνού των Κελλίων», δηλαδή την παράλια διαδρομή των ανατολικών υπωρειών του Κισσάβου, αιφνιδιάζει τους Νορμανδούς και την άνοιξη του 1083 μ.Χ. λύνει την πολιορκία(12).
Η περίοδος από το 1204 ως το 1393, ανάμεσα στη φράγκικη και τουρκική κατάκτηση, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι καταστροφικοί εμφύλιοι πόλεμοι και το γενικό χάος μετά το 1204 πλήττουν συνεχώς τον θεσσαλικό χώρο. Η άμεση γειτνίαση με τη Θεσσαλονίκη, η εξάρτησή της για μεγάλα διαστήματα από το Δεσποτάτο της Ηπείρου, οι παροδικές σχέσεις της με το Δουκάτο των Αθηνών, η εφήμερη φράγκικη κατοχή στα πεδινά, η ύπαρξη του ανυπόταχτου βλαχικού στοιχείου στα ορεινά, η ευπάθειά της στις επιδρομές από τον Βορρά (Καταλανοί, Σέρβοι), οι παντοδύναμοι μεγαλοκτηματίες (Γαβριηλόπουλοι, Μαλιασηνοί κ.λ.π.), που σχεδόν αποκλειστική τους μέριμνα είχαν πώς να επωφεληθούν από την αδυναμία της αυτοκρατορίας, συντέλεσαν ώστε η τελευταία φάση της ζωής στη βυζαντινή Θεσσαλία να είναι ιδιαίτερα ταραγμένη.
Το 1204, με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους, το βασίλειο της Θεσσαλονίκης στο οποίο υπαγόταν και η Θεσσαλία παραχωρήθηκε στον
—————————————————————————————————————–
(10).- Απόστολος Δ. Παπαθανασίου, Η Βυζαντινή Δημητριάδα, 431-1204, Βόλος 1995, σελ. 131.
(11).- Άννης Κομνηνής, Αλεξιάς, Ε΄, 5, 4, τομ. Β΄, σελ. 24-25.
(12).- Άννα Κομνηνή, ένθ’ ανωτέρω, σελ. 83, 88. Άννα Αβραμέα, Η Βυζαντινή Θεσσαλία ….., σελ. 131, υποσ. 5, σελ. 132. Βλ. Έρ. Βρανούση, Όσιος Χριστόδουλος, σελ. 128 κ.ε. Ε. Vranoussi, Le Mont des Kellia, σελ. 459-464.
Βονιφάτιο Μομφερατικό. Την ίδια χρονιά ο άρχοντας του Ναυπλίου Λέων Σγουρός καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και κυριεύει τη Λάρισα, όπου και τελεί τους γάμους του με την Ευδοκία, κόρη του έκπτωτου αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, που είχε καταφύγει στη Θεσσαλία. Την άνοιξη του 1205 ο Βονιφάτιος κατεβαίνει στη Θεσσαλία και καταλαμβάνει, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, τη Λάρισα, την οποία παραχωρεί στον Λομβαρδό βαρώνο Γουλιέλμο, ο οποίος προσέθεσε στο όνομά του τον τίτλο de Larsa. Η Λάρισα γίνεται έδρα Λατίνου αρχιεπισκόπου, ο οποίος είχε μεγάλο κύρος ανάμεσα στον λατινικό κλήρο της Ελλάδας(13).
Η περίοδος της λατινοκρατίας(14) δεν διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς το 1211 ή 1212 ο Μιχαήλ Α΄ της Ηπείρου απελευθερώνει τη Λάρισα και τοποθετεί ως μητροπολίτη τον Καλοσπίτη. Ακολουθεί ταραγμένη περίοδος που χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις τόσο των δεσποτών της Ηπείρου μεταξύ τους, όσο και μεταξύ αυτών και των αυτοκρατόρων της Νίκαιας, κατά την οποία η εικόνα που έχουμε για τη Λάρισα είναι συγκεχυμένη. Μετά το 1266/7, με την ίδρυση του ανεξάρτητου θεσσαλικού κράτους από τον Ιωάννη Α΄, νόθο γιό του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, με έδρα τις Νέες Πάτρες (σημ. Υπάτη), η Λάρισα παύει να είναι το πολιτικό, οικονομικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Θεσσαλίας.
Έχουμε αναφέρει ήδη, ότι η επισκοπή Βεσσαίνης από την εμφάνιση της στα τακτικά – αρχές του 10ου αιώνα – μαρτυρείται αδιάκοπα έως το 1371 μ.Χ.
Το 1277 μ.Χ. δημιουργεί εντύπωση παρακμής των επισκοπών Βεσσαίνης και Χαρμενών, το γεγονός ότι ο Αρχιμ. Θεοδόσιος, παραχωρεί ως μετόχι το μονύδριό του, (λόγω γήρατος), εις τον άρχοντα Κομνηνό Μαλιασηνό, ευρισκόμενο εις Μακρινίτσα στα όρια της επισκοπής Δημητριάδος.
Παρατηρείται ότι, ο Λαρίσης Κυπριανός ως κυρίαρχος Μητροπολίτης δικαιούται «ίνα κατοική εις Χάρμενα», εις την Ι.Μ. Αγίου Δημητρίου Μαρμαριάνων κατά το 1318 μ.Χ. και το ίδιο έτος να συνυπάρχει με την επισκοπή Χαρμενών(*), «του Πατριάρχου ίνα μη ο Λαρίσσης και ο Χαρμενών επεμβαίνουν εις την Μονήν των
—————————————————————————————————————–
(13).- W. Miller, Η ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204-1566), Αθήνα 1960 (Μεταφρ. Αγ. Φουριώτη), 42, 68, 72. Χρ. Γ. Ντάμπλιας, Η ιστορία της Θεσσαλίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., Θεσσαλονίκη 2002, 21 κ.ε., 36 κε..
(14).- Η εξουσία των Φράγκων στο Θεσσαλικό χώρο περιορίζεται κυρίως στις παράλιες περιοχές (Ν. Νικονάνος).
(*).- Βλ. Νόννα Δ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Χαρμέ(αι)νης ή Χαρμέ(αι)νων, Ι΄ -ΙΔ΄ αιών, Αντίδωρον Πνευματικόν, Τιμητικός τόμος Γερασίμου Ιω. Κονιδάρη, Αθήναι 1981, Αβραμέα Άννα, ό.π., σελ. 179, 180-181, καθώς και στους πίνακες Α΄ και Β΄ του ίδιου βιβλίου. Για τα βυζαντινά μνημεία της περιοχής (ναούς, ασκηταριά, οχυρά), βλ. στις παραπάνω αναφερόμενες μελέτες του Νικ. Νικονάνου καθώς και στο «Αρχαιολογικό Δελτίο» των ετών 1970, 1971 και 1972, όπου σύντομες αναφορές. Η ερευνητική προσπάθεια του Νικ. Νικονάνου και η σωτήρια επέμβαση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στις μέρες του και αργότερα, έφεραν στο φως και διέσωσαν πλήθος βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων στην Επαρχία της Αγιάς. Αναφέρουμε τα παραπάνω ως οφειλόμενο χρέος της Επαρχίας προς τον Νικ. Νικονάνο, τον Λάζαρο Δεριζιώτη και την Ευτυχία Κουρκουτίδου πριν από αυτούς.
Μαρμαριανών». Πεντήκοντα και τρία έτη αργότερα όταν ο Πατριάρχης Φιλόθεος εκδίδει σιγίλλιο (1371 μ.Χ.) διά τα εμβατίκια του Λαρίσσης στις επισκοπές του «προς Λαρίσσης, έξαρχο Β΄ Θετταλίας και πάσης Ελλάδος τόπον επέχων της Σίδης, ενεργείν τα νόμιμα δικαιώματα εις τας επισκοπάς του …», φαίνεται οι επισκοπές να οδηγούνται εις διάλυση όταν, ένα ιδιότυπο Ελληνοσερβικό κράτος, υποδηλώνει πολιτική αποσύνθεση και γενική παρακμιακή κατάσταση και σε διάστημα 15 ετών (1386) διευκολύνει την οθωμανική κατάκτηση εις Θεσσαλία και Αγιά.
Εφ’ όσον η Αγιά πλησίον του Βαθυρέματος ευρισκομένη, ανήκει εις την επισκοπή Βεσσαίνης τουλάχιστον μέχρι το 1371 μ.Χ., θεωρούμε αποδεκτό, όταν η επισκοπή Βεσσαίνης δεν μαρτυρείται εις τας πηγάς μετά το 1371 μ.Χ., ότι μαζί με την επισκοπή Χαρμενών και Κατρίας, έχουν υπαχθεί εις την πρωτόθρονο των επισκοπών του Λαρίσσης, Δημητριάδα.
Εάν τούτο, πιθανολογείται κατά το 1371, πρέπει να θεωρείται βέβαιο περί το 1386/7 μ.Χ., όταν οι πρώτοι Οθωμανοί επικοίζουν την θεσσαλική γη και ευρίσκουν εις το Δώτιον πεδίον (Αγιά), τέσσαρα μόνον χριστιανικά χωριά: Το Βαθύρεμα, την Αγιά, την Δέσιανη (Αετόλοφος) και το Καστρί.
Όταν η χώρα της Αγιάς κατά τον 13ο και 14ο αιώνα ευρίσκεται στην δικαιοδοσία της επισκοπής Βεσσαίνης, (η οποία υπάγεται στη Μητρόπολη Λαρίσης), η κατάσταση στην επισκοπή Δημητριάδος εξ’ απόψεως εκκλησιαστικής είναι όπως και στην Μητροπολιτική έδρα(1) ευπερίστατος. Μετά την Λατινοκρατία (1204) εγκαθίσταται Λατίνος Αρχιεπίσκοπος στην Λάρισα (1208) και Λατίνοι επίσκοποι εις Βόλο και Αλμυρό έως το 1246.
Στην ευρύτερη περιοχή της Δημητριάδος εμφανίζεται η αρχοντική οικογένεια των Βρυενίων Μελισσηνών (1207-1320) η οποία διά του Κωνσταντίνου Μελισσηνού, πρώτου τοπάρχη της Μαγνησίας, ιδρύει την Ι. Μ. της Οξείας Επισκέψεως της Πανάγνου Θεομήτορος στην περιοχή της Άνω Δρυανούβαινας (σημερινή Μακρινίτσα) περί το 1215.
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνος όπου επικρατεί έντασις μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών, λαμβάνει χώρα ναυμαχία στο θαλάσσιο χώρο της Δημητριάδος (1275) και πολιορκία της Δημητριάδος από τον Βυζαντινό ναύαρχο Μ. Ταρχανιώτη (1283-84).
—————————————————————————————————————–
(1).- Συνεξετάζομεν την ιστορική περίοδο από κοινού εις Αγιά – Λάρισα και Βόλον (Δημητριάδα), διότι μετ’ ολίγον η Αγιά υπάγεται στην επισκοπή Δημητριάδος, όταν καταργούνται οι επισκοπές Βεσσαίνης, Χαρμενών και Κατρίας.
Τότε ιδρύεται και η Ι. Μονή του Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας (1273-74) από τον Νικόλαο και την σύζυγό του, Άννα Μελισσηνή – Παλαιολογίνα στην Πορταριά.
Την Βυζαντινή οικογένεια των Μελισσηνών διαδέχεται στην Δημητριάδα περί το 1320, η καταλανική οικογένεια των Μελισσηνών – Novelles.
Μετά τον θάνατο του τελευταίου μέλους της δυναστείας των Δουκών και Αγγέλων της Ηπείρου το 1318 μ.Χ. η Θεσσαλία περιήλθε σε μία κατάσταση σχετικής αναρχίας .
Στο νοτιότερο τμήμα της επεκράτησαν οι Καταλανοί (1311) οι οποίοι ίδρυσαν κράτος στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα με πρωτεύουσα την Αθήνα.
Στην υπόλοιπη Θεσσαλία επεκράτησαν διάφοροι ισχυροί κατά τόπους γαιοκτήμονες, οι οποίοι διοίκησαν ως ανεξάρτητοι ηγεμόνες. (λ.χ. ο «σεβαστοκράτωρ» Στέφανος Γαβριηλόπουλος).
Περί το 1333 μ.Χ. επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας η εξουσία του Βυζαντινού κράτους της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία δεν διατηρήθηκε για μακρύ χρονικό διάστημα.
Το 1341 μ.Χ. ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Καντακουζηνών και Παλαιολόγων, ο οποίος ευνόησε την επέκταση του Σερβικού κράτους προς νότον. Ο Στέφανος Δουσάν με τα στρατεύματα του κατέλαβε την Θεσσαλία ως τα τέλη του 1348.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, την περίοδο της Ύστερης Βυζαντινής εποχής (1204-1393) στην Θεσσαλία, ενώ οι Βυζαντινές πηγές δεν κάνουν λόγο για τα λιμάνια του Παγασητικού κόλπου (Αλμυρού, Πτελεού), τα ανασκαφικά ευρήματα αποδεικνύουν περίοδο άνθησης εμπορίου και έντονα αισθητή παρουσία Βενετών κατά τα τελευταία Βυζαντινά χρόνια. Η περιοχή δεν ελέγχονταν άμεσα από τους Βυζαντινούς, αλλά βρισκόταν υπό την εξουσία των Βενετών και Καταλανών. Το λιμάνι του Πτελεού κατείχαν μόνιμα οι Βενετοί οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν ως βάση για τις εμπορικές τους δραστηριότητες στην Μεσόγειο.
Η θεσσαλική πεδιάδα κατά τον 14ο αιώνα, μέρος της οποίας είναι και η Αγιά ως «Δώτιον», δίδει την εικόνα μιας μεγάλης και εύφορης πεδιάδος που περιβάλλεται από ορεινούς όγκους και παρέχει μεγάλα πλεονεκτήματα στη χώρα και τους κατοίκους της.
«Αι τε γαρ δυσχωρίαι των όρων, οις η φύσις πολλαχόθεν την χώραν ωχύρωσεν, ασφάλειάν τε και θάρσος τοις έχουσι δίδωσι» (χ).
—————————————————————————————————————-
(χ).- (Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία Ι. 250, 20-21).
Τα θεσσαλικά όρη διά τον ιστορικό της εποχής είναι ο Όλυμπος, η Όσσα και το Πήλιο. Οδικός κόμβος διά τον διερχόμενο την Θεσσαλία είναι τα Τέμπη.
Τα όρια της Θεσσαλίας προς νότον ήταν η Φθιώτιδα ως ανήκουσα εις αυτήν, δεδομένου μάλιστα ότι η πόλη των Νέων Πατρών, η σημερινή Υπάτη, υπήρξε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα πρωτεύουσα του ενός από τα κράτη που χαρα-κτηρίζονται ως Θεσσαλικά (1267-1318)(2).
Την μεγάλη θεσσαλική πεδιάδα την χαρακτηρίζουν διά την παραγωγικότητα της, ως «γην αγαθήν και πίονα» και ως «χώραν άφθονα φέρουσαν τα προς το ζην επιτήδεια». Τούτο είχε ως αποτέλεσμα, την περίοδο των Καταλανών (1306) οι αρκετά πλούσιοι προεστώτες της χώρας, (κατά τον Νικηφ. Γρηγορά), να εξαγοράσουν τους αρχηγούς των δυτικών στρατευμάτων, προκειμένου να πετύχουν την απομάκρυνσή τους κατά το δυνατόν από την Θεσσαλία προς την Βοιωτία(3).
Κατά τον 14ο αιώνα ως πόλεις αστικές, εμπορικές και αξιόλογες λογίζονται: η Λάρισα, τα Τρίκαλα (Τρίκκη) και οι Νέες Πάτρες (Υπάτη).
«Η των Λαρισσαίων πόλις, η των Τρικκαέων πόλις, η των Νέων Πατρών πόλις»(4).
Αξιοσημείωτοι και περιτειχισμένοι οικισμοί ήταν οι Σταγοί, το Φανάριον, η Δάμασις και η Ελασσών.
Ως πολίσματα αναφέρονται ο Γόλος, το Καστρί(ν), το Λυκόστομον(5).
Όταν αργότερα στην Θεσσαλία επικρατούν οι Σέρβοι, (1348) η θεολογική διαμάχη μεταξύ του Βαρλαάμ μοναχού και του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμά, έχει ως αποτέλεσμα και την μετοίκηση μοναχών από το Άγιο Όρος στο Πήλιο και στο Όρος των Κελλίων. Ο Βαρλαάμ καταδικάζεται από την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1351, και στην θέση της ερειπωμένης Μονής των Αμαλφινών ιδρύεται η Μονή του Αγίου Λαυρεντίου από τον Όσιο Λαυρέντιο, μοναχό της Μεγίστης Λαύρας περί το 1378 μ.Χ.
Η κατάσταση στην Λάρισα από το 1318 έως το 1342 παρουσιάζεται ως οικτρά από τον πρεσβύτερο Μαρίνο Σανούδο (1325) και από τον Μητροπολίτη Αντώνιο ο οποίος καθώς και ο προκάτοχος του Κυπριανός δεν παρέμεινε στην έδρα του αλλά για λόγους ασφαλείας στα Τρίκαλα.
—————————————————————————————————————–
(2).- J. Koder – F. Hild, Hellas and Thessalia – Tabula Imperii Byzantini I., wien 1976, σελ. 223-224.
(3).- B. Ferjancic, Οι Καταλανοί στη Θεσσαλία (1306-1393), Θ. ΗΜ. 12 (1987) 161-173.
(4).- Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιον εις τον Άγιον Κυπριανό Λαρίσης – Στ. Γουλούλη, Λάρισα 1991.
(5).- Ιω. Καντακουζηνός, Ιστορία Ι. 473. 21, – 4742. J. Koder – F. Hild, ένθα ανωτέρω, και Δ. Αγραφιώτης Θ. ΗΜ. 12, 1987 σελ. 12- …… .
Ο αριθμός των κατοίκων της Λάρισας είχε σημαντικά μειωθεί.
Η προσπάθεια αυτονομίας και αυτοδιοίκησης πριν το τέλος του Βυζαντινού κράτους απέτυχε, μια που η Αυτοκρατορία είχε απωλέσει τον έλεγχο της οικονομίας. Η αγροτική οικονομία των Θεσσαλών απέκτησε επικυριάρχους γαιοκτήμονες(6) (Μελισσηνοί, Γαβριηλόπουλοι), οι οποίο αποτελούσαν «την Βουλήν των εκεί προεχόντων κατά γένος», όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Στήριζαν την δύναμή τους στον πλούτο τους εκ της γαιοκτησίας και έπαιρναν αποφάσεις για τον τόπο τους επωφελούμενοι αρχικά από την εξασθένηση και στη συνέχεια από την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας.
Ενώ, συνήθως η ηγεσία των Θεσσαλών παρουσιάζεται συλλογική, «οι των θετταλών πρέσβεις», «τινές των εν θετταλία αρχόντων», «ήτε (εν θετταλία) στρατιά και των πόλεως οι άριστοι»(7), η προσπάθεια εκ μέρους του Καντακουζηνού να αποτελέσει η Θεσσαλία ένα οργανωμένο σύνολο («Κεφαλαττίκιον»)(8) μέσα στα πλαίσια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, απέτυχε. Ο λόγος λοιπόν, του Αντωνίου Λαρίσης(9) ότι, «αυτό το βραχύτατον τμήμα το υπό ρωμαϊκής διεξαγόμενον δεξιάς, μυρίοις καθυποβεβλημένον υπάρχει κακώσεσι. Μαστίζεται γαρ ποικίλως και τυραννείται και εις αιχμαλωσίας πολυτρόπους απάγεται»(10), εκφράζει αλήθειες και την νοσταλγία των χρόνων της Αυτοκρατορίας, τότε δηλαδή που την Θεσσαλία διοικούσε η «ρωμαϊκή δεξιά» (11).
Η σύσταση του πληθυσμού της Θεσσαλίας κατά τον 14ο αιώνα(12) όταν η Αγιά προσχωρεί εις την επισκοπή Δημητριάδος αποτελείται από ένα ψηφιδωτό ντόπιων, ξένων, κατακτητών, αιρετικών και αλλοθρήσκων.
Οι Καταλανοί (1311) μιλούν λατινικά, είναι Καθολικοί και θεωρούνται πολέμιοι(13).
—————————————————————————————————————–
(6).- Βλ. την πρόσφατα μεταφρασμένη στα Ελληνικά μελέτη του Ι. Sokolov, Μεγάλοι και μικροί γαιοκτήμονες της Θεσσαλίας την εποχή των Παλαιολόγων, Θεσσαλικό Ημερολόγιο 27 (1995) 65-72. Το πρωτότυπο στα ρωσικά V V. 24 (1923-26) 35-44. Πρβ. Κ. Κύρρης, Η κοινωνική κατάσταση των αρχόντων του Φαναρίου της Καρδίτσας (1342), Θεσσαλικό Ημερολόγιο 12 (1987) 123-127. Το αρχικό κείμενο της μελέτης στα αγγλικά ΕΛΛΗΝΙΚΑ 18 (1964) 73-78.
(7).- Ιω. Καντακουζηνός, Ιστορία ΙΙ. 309-322.
(8).- Ιω. Καντακουζηνός, Ιστορία ΙΙ. 320-322. Πρβ. PLP. Αρ. 204. D. Nicol, The Byzantine Family of Kantakouzenos, Dumbarton Oaks 1968, σελ. 147. L. Makimovic, The Byzantine Provincial Administation, σελ. 135-136.
(9).- Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιον εις τον Άγιον Κυπριανό στ. 184-188 και 288-290.
(10).- Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιον …………. Στ. 402-404.
(11).- Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιον εις τον Άγιον Κυπριανό στ. 402. Πρβ. Νικ. Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία Ι. 279. 7-11: «Τότε τοίνυν συχναί ……. . γραφαί απεστάλησαν παραινέσεις τε έχουσαι και άμα και φρικώδη τα επιτίμια κατά των μη βουλομένων υπείκειν τω βασιλεί και είναι μία τις Ρωμαίων αρχή συν τοις άλλοις, ων εν τοις πρότερον χρόνοις».
(12).- Ο Ι. Sokolov στη μελέτη του μεγάλοι και μικροί γαιοκτήμονες, ό.π. σελ. 70-71 κάνει λόγο για ελεύθερα χωριά που περνούν στη δικαιοδοσία μεγαλογαιοκτημόνων ως τα τέλη του 13ου αιώνος.
(13).- Νικ. Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία Ι. 249. 24-250. 1: «Των πολεμίων (Καταναλών) δίκην φλογός επιόντων και νεμομένων την χώραν» (1308) η Ιω. Καντακουζηνός, Ιστορία 85-86: «Προς Θετταλίαν δε απελθείν επιτάττω και ταύτης επιτροπεύσαι, των προσοίκων Κατελάνων επικειμένων αυτή και δεινώς πιεζόντων …» (1321).
Οι Αλβανοί (1333), «οι περί θετταλίαν οικούσιν αυτόνομοι νομάδες», μιλούν τη δική τους γλώσσα και έχουν τις δικές τους συνήθειες(14).
Οι Σέρβοι, ως ξένοι κατακτητές (1348), ένεκα της ορθοδόξου πίστεώς των, ενσωματώθηκαν εν μέρει με τους Θεσσαλούς(15).
Ωστόσο, δεν αναφέρονται πλέον εις την υπό εξέτασιν εποχή, οι Βλάχοι, δεδομένου ότι η συσχέτισις – ονομασία, της Θεσσαλίας με το όνομα Μεγάλη Βλαχία(16), εξέλειπε.
Το 1318, μετά το θάνατο του Ιωάννη Β΄ Αγγέλου, το ανεξάρτητο θεσσαλικό κράτος διαμελίζεται και η εξουσία περιέρχεται στα χέρια τοπικών αρχόντων με κυρίαρχη μορφή τον Στέφανο Γαβριηλόπουλο που είχε την έδρα του στα Τρίκαλα. Αξιόλογη πηγή για την ιστορία της πόλης και γενικότερα της Θεσσαλίας κατά τον 14ο αιώνα αποτελεί το Εγκώμιο στον Άγιο Κυπριανό, μητροπολίτη Λαρίσης, που συνέγραψε ο διάδοχός του Άγιος Αντώνιος και μέσα από το οποίο διαγράφεται η ταραγμένη κατάσταση που επικρατούσε στη Θεσσαλία στα μέσα του 14ου αιώνος. Στο εγκώμιο η Λάρισα χαρακτηρίζεται ως «αοίκητος πόλις», από πλευράς ποιμνίου τουλάχιστον και ο ναός του Αγίου Αχιλλείου ως «ληστών ορμητήριον»(χ). Οι δυσχέρειες που αντιμετώπισε ο Κυπριανός είχαν ως αποτέλεσμα την μεταφορά της μητροπολιτικής έδρας στα Τρίκαλα(χχ) όπου και παρέμεινε μέχρι το 1739. Πάντως στα 1333 η Λάρισα αποτελεί έδρα του διοικητή της Θεσσαλίας Μιχαήλ Μονομάχου.
Το 1348 οι Σέρβοι υπό τον Στέφανο Δουσάν, επικρατούν στη Θεσσαλία. Στο εγκώμιο του Κυπριανού αναφέρεται ότι κατά την άφιξη του Ι. Καντακουζηνού στη Θεσσαλία, το 1350, απελευθερώνεται μεταξύ άλλων πόλεων και η Λάρισα, χωρίς όμως να διευκρινίζεται εάν αυτοί που την είχαν καταλάβει ήταν Σέρβοι. Η σέρβικη κυριαρχία καταλύεται μετά τον θάνατο του Στέφανου Δουσάν (1355), όταν η Θεσσαλία καταλαμβάνεται από τον Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο Δούκα, το 1356. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Νικηφόρου στη μάχη του Αχελώου από τους Αλβανούς, (το 1359) και την αναγόρευση του Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου, το ίδιο έτος, ως βασιλέως στην Καστοριά, ιδρύεται ένα ιδιότυπο ελληνοσερβικό κράτος με
—————————————————————————————————————–
(14).- Ιω. Καντακουζηνός, Ιστορία Ι. 450. 15-16
(15).- Χαρακτηριστική η αλλαγή της στάσης του Αντωνίου απέναντι στους πρώτους Σέρβους κατακτητές της Θεσσαλίας στα 1345-48 και απέναντι στον Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο στα 1361-62. Βλ. Εγκώμιον στ. 516-529 και 580-615. D. Nicol, Το Δεσποτάτο ΙΙ. 201 κ.ε.
(16).- Γ. Σούλης, Βλαχία – Μεγάλη Βλαχία – Η εν Ελλάδι Βλαχία, Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλου, Αθήναι 1953, σελ. 489-497 και G. Soylis, The Thessalian Vlachia, Zbornik Radova Visantoloshkog Instituta VIII / I (1963) 271-273, αναδημοσιευμένα και τα δύο Γ. Σούλης, Ιστορικά μελετήματα, Αθήναι 1980, σελ. 107-123.
(χ).- Στ. Γ. Γουλούλης, Αντωνίου Λαρίσης. Εγκώμιο εις τον Άγιον Κυπριανό Λαρίσης (Προλεγόμενα-Κείμενο-Μετάφραση), Λάρισα 1991, 31,33.
(χχ).- Τα οποία (Τρίκαλα) με την ανάπτυξη της μοναστικής πολιτείας των Μετεώρων διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο και στην εκκλησιαστική ζωή της Θεσσαλίας.
έδρα τα Τρίκαλα και ακολουθεί περίοδος ηρεμίας. Η απουσία της Λάρισας από τις πηγές σε αντίθεση με τα Τρίκαλα που αναφέρονται συχνά, προφανώς υποδηλώνει την παρακμιακή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη.
Η πολιτική αποσύνθεση και αταξία που επικρατούσε στη Θεσσαλία διευκόλυναν την οθωμανική κατάκτηση. Το 1386/7 η Λάρισα καταλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Οθωμανούς και αρχίζει να εποικίζεται από μουσουλμάνους.
Ακολουθεί ένας προγραμματισμένος εποικισμός επί Βαγιαζήτ Α΄ (1389-1402), ενώ η οριστική κατάληψη της Λάρισας, όπως και ολόκληρης της Θεσσαλίας γίνεται το 1423, από τον στρατηγό του σουλτάνου Μουράτ Β΄, Γαζή Τουρχάν Μπέη, ο οποίος κατεδάφισε τα παλαιά τείχη της πόλης. Οι συνεχείς εποικισμοί, σε συνδυασμό με την φυγή των περισσότερων κατοίκων της πόλης στα ορεινά, συνέβαλαν στην μετατροπή της Λάρισας σε μια καθαρά μουσουλμανική πόλη, η οποία θα γνωρίσει στους επόμενους αιώνες μεγάλη οικονομική άνθηση. Οι λιγοστοί Χριστιανοί που παρέμειναν τη Λάρισα περιορίζονται στη συνοικία του Τρανού μαχαλά, στο δυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα του λόφου του λεγόμενου «Φρουρίου». Πρόκειται για αυτούς που κατοικούσαν στο χώρο της βυζαντινής ακρόπολης και οι οποίοι σύμφωνα με την παράδοση παραδόθηκαν με συνθήκη και έλαβαν προνόμια ατέλειας.
Στην τελευταία φάση της η ιστορία της βυζαντινής Θεσσαλίας είναι ιδιαίτερα ταραγμένη, όμως, ενώ η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση αποτελεί μόνιμο καθεστώς, η τοπική εκκλησία παίρνει το 14ο αιώνα μια εξαιρετική ανάπτυξη και αναδεικνύονται προσωπικότητες, όπως, ο Άγιος Αθανάσιος ο μετεωρίτης, οι μητροπολίτες Λαρίσης Κυπριανός ο θαυματουργός και Αντώνιος ο «Νέος Θεολόγος», καθώς και ο αυτοκράτορας-μοναχός Ιωάννης Ιωάσαφ Ούρος. Ταυτόχρονα, την εποχή αυτή οργανώνεται η μοναστική πολιτεία των Μετεώρων και ιδρύονται τα μεγάλα μοναστήρια της, τα οποία στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όχι μόνο δεν θα περιπέσουν σε κατάσταση μετοχίων, αλλά αντίθετα θα γνωρίσουν, ιδιαίτερα τον 16ο αιώνα, μια δεύτερη μεγάλη ακμή και θα επιζήσουν ως τις μέρες μας.
Η ταραγμένη δια την Θεσσαλία περίοδος του 14ου αιώνος όπου η Μητρόπολις Λαρίσης μεταθέτει την έδρα της εις Τρίκαλα και παύει η Λάρισα να είναι εκκλη-σιαστικό κέντρο της Θεσσαλίας, σημαίνει φυσικώ τω τρόπω κατάργηση των επισκοπών, όταν μάλιστα την όποια προσωρινή ανεξαρτησία, διαδέχεται Δεσποτοκρατία, αυτοκρατορική κυριαρχία, σερβοκρατία και εν τέλει Τουρκοκρατία.
Εκ τούτων εξάγεται το συμπέρασμα ότι μέχρι της εποχής ταύτης η Αγιά, αυτοτελώς τουλάχιστον, δεν είχε τιμηθεί διά της αξίας της επισκοπής, αλλ’ ήτο χώρα – κωμόπολις συνηνωμένη μετά της επισκοπής Βεσσαίνης ή Βεσένης εχούσης έδρα το Βαθύρεμα.
Η Αγιά στους χρόνους υπαγωγής της εις την επισκοπή Δημητριάδος
(+-1371-1757)
Η Αγιά, όχι μόνον κατά την Τουρκοκρατία, αλλά από τα υστεροβυζαντινά χρόνια, ήταν ένας αξιόλογος οικισμός, ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλη πολιτεία. Τμήμα του ενοριακού ναού του Αγίου Γεωργίου έχει ήδη χρονολογηθεί στον 14ο αιώνα(1). Το ήδη υφιστάμενο καθολικό του Αγίου Παντελεήμονος, χτισμένο προ του 1580, διαδέχθηκε, σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, παλαιότερο κτίσμα του τέλους του 13ου αιώνος(2). Και ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου του Νέου, λεγόμενος «Μητρόπολη», κατά επιγραφή του τέλους του 19ου αιώνος, είχε χτιστεί το 1500 ή, κατά μια σημείωση του Θεοδ. Χατζημιχάλη, το 1585(3). Προ του 1680 χρονολογούνται Καθολικά μονών, ενοριακοί ναοί και παρεκκλήσια της Αγιάς, αποδεικτικά του μεγέθους του οικισμού της. Νεότερες έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία από τους ρωμαϊκούς ακόμη χρόνους(4). Ως ο μεγαλύτερος οικισμός στην Επαρχία μετά το Βαθύρεμα, εντελώς φυσικά, το διαδέχθηκε.
Οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Σέρβων διήρκησαν έως το τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνος. Μετά την είσοδο των πρώτων Οθωμανών στην Θεσσαλία (1393), η περιοχή καταλαμβάνεται το 1423-25 από τον Μουράτ Β΄(χ).
Η Μεγάλη του Χριστού της Κων/λεως Εκκλησία αναδέχεται την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας, όταν το 1453 ο Μωάμεθ ο Πορθητής καταλαμβάνει την Πόλιν και εγκαθίσταται εις αυτήν και εις την συνόλην αυτοκρατορίαν ως η νέα πολιτική εξουσία. Η αναδοχή αυτή διασφαλίζεται διά της παραχωρήσεως προς τον Γεννάδιον, τον πρώτον πατριάρχην μετά την άλωσιν, των προνομίων υπό του Σουλτάνου, ο οποίος θεωρούσεν εαυτόν νόμιμον διάδοχον της
—————————————————————————————————————–
(1).- Νικονάνος Ν., Έρευνες στην Επαρχία Αγιάς Λαρίσης, π. «Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών», τ. Γ, Βόλος 1974, σελ. 170-174, ο ίδιος, Βυζαντινοί Ναοί ……, σελ. 59-64 και Κουμουλίδης Τζών –Δεριζιώτης Λάζαρος, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήναι 1985, σελ. 106-111.
(2).- Αγραφιώτης Δ. Κ., Η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα της Αγιάς, Από τα τέλη του 13ου αι. μέχρι σήμερα, π. «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», τ. 15, Λάρισα 1989, σελ. 65-80.
(3).- Η χρονολογία που παραδίδει ο Χατζημιχάλης αναφέρεται ίσως στην ιστόρηση του Ναού ή στην φιλοτέχνηση των εικόνων του.
(4).- Κουμουλίδης Τζων – Δεριζιώτης Λάζαρος, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήναι 1985, σελ. 124. Βρέθηκαν στοιχεία αναγόμενα στην ύστερη ρωμαιοκρατία ή τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
(χ).- Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς επιτεύχθηκε σε τρεις φάσεις: 1386-1387, 1392-1397 και 1414-1423 και εξής. Η περιοχή του σημερινού νομού της Λάρισας περιήλθε στην οθωμανική εξουσία ήδη από την πρώτη φάση (1386-1387) και έτσι υπήρξαν οι προϋποθέσεις για μια πρώτη απογραφή των κατοίκων της, τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα. Το κατάστιχο αυτής της απογραφής έχει χαθεί, ενώ της απογραφής του 1454/55 σώθηκε και εκδόθηκε το 2001 στην Άγκυρα.
αυτοκρατορίας, διά τούτο, κατά την επιθυμίαν του, ενταφιάζεται μεταξύ των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Τα προνόμια παραχωρούνται εν τω πλαισίω των δικαιωμάτων, τα οποία το ισλαμικόν δίκαιον διασφαλίζει εις τας μονοθεϊστικάς θρησκείας. Η παραχώρησις των προνομίων προϋπέθετε την αποδοχήν της νομιμότητος του Σουλτάνου. Διά των προνομίων τα μιλέτια, το ισλαμικόν, το αρμενικόν, το εβραϊκόν και το ιδικόν μας, το ρωμαίικον – ορθόδοξον, οργάνωσαν την θρησκευτικήν και κοινωνικήν των ζωήν εντός του διοικητικού πλαισίου του μιλετιού των. Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Οικουμενικός Πατριάρχης, Αγία και Ιερά Σύνοδος εις την πόλιν ταύτην, και από το 1601 εις το Φανάρι συγκροτούν το κέντρον εις το οποίον έχουν την αναφοράν των όλοι οι ορθόδοξοι χριστανοί της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως γλωσσικών ή άλλων επί μέρους πολιτιστικών διαφορών.
Μετά την άλωση της Πόλεως, ο Μωάμεθ Πορθητής έδωσε ειδικά προνόμια(χχχ) (1454) στους τουρκοκρατούμενους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ωστόσο, ο θρησκευ-τικός φανατισμός των Οθωμανών συχνά παρουσίαζε εξάρσεις παραβιάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των Χριστιανών. Κοινωνικές ταπεινώσεις, δημεύσεις περιου-σιών, άδικοι φόροι, βίαιη απαγωγή και εξισλαμισμός των χριστιανοπαίδων, δεν έπαυσαν να πλήττουν τους Ορθοδόξους. Μάλιστα, επί Σελίμ του Α΄ (1512-1520), επιχειρήθηκε βίαιος εξισλαμισμός των Χριστιανών.
Κατά την μεταβυζαντινή περίοδο το Οθωμανικό κράτος λειτουργεί με οργανωμένο σύστημα διοικήσεως από το 1454 μ.Χ. Στις υπώρειες του Κισσάβου(*) ιδρύονται ή επανιδρύονται χωριά στην θέση βυζαντινών οικισμών που είχαν διαλυθεί και χρησιμοποιούν τα παλαιά σλαβικά(χχ) ή λατινογενή τοπωνύμια (Κουκουράβα, Σελίτσανη, Νιβόλιανη, Βουλγαρινή, Δέσιανη).
—————————————————————————————————————–
(χχχ).- Τιμάριο δύο Οθωμανών, του Ιμπραΐμ και του Γιουσούφ, γιών του Ισά μπέη και εγγονών του Παύλου Κουρτίκη. Είναι οι οικισμοί Αγιά, Αετόλοφος, Ανατολή, Βαθύρεμα, Έλαφος, Καστρί, Μεγαλόβρυσο, Μελίβοια και Ποταμιά. Οι κάτοικοι αυτών των οικισμών ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Καλλιεργούσαν σιτηρά, λινάρι, αμπέλια, κουκιά, βαμβάκι (το Καστρί), ελιές και εξέτρεφαν πρόβατα, χοίρους και μελίσσια. Για όλα τα προϊόντα τους έδιναν στους τιμαριούχους Ιμπραΐμ και Γιουσούφ τα αναλογούντα ποσά φόρων. Επιπλέον, πλήρωναν σ’ αυτούς τον φόρο νυφιάτικο και την ισπέντσα, έναν φόρο τον οποίο πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι γεωργοί. Σύμφωνα με το απογραφικό κατάστιχο του 1454/55, στους εν λόγω 9 αγιώτικους οικισμούς κατοικούσαν 374 οικογένειες.
(*).- Σπανού Κώστα, «Εννιά αγιώτικοι οικισμοί στην απογραφή των Οθωμανών του 1454-1455», Α΄Πανθεσσαλικό Διεθνές Συνέδριο, Λάρισα 2006.
(χχ).- Οι οικισμοί Αθανάτου (Μελίβοια), Βουλγαρινή (Έλαφος), Νιβόλιανη (Μεγαλόβρυσο), Σελίτσιανη (Ανατολή) και Τσιναρλού-Σακόλοβα (Ποταμιά), κατά το απογραφικό κατάστιχο ιδρύθηκαν 25-30 χρόνια πριν από το 1454/55, δηλαδή τη δεκαετία 1420-30. Από αυτούς μόνο το Τσιναρλού είναι τουρκικό τοπωνύμιο (cinar-πλάτανος). Τα τοπωνύμια Αθανάτου και Βουλγαρινή είναι ελληνικά κυριωνύμια και τα τοπωνύμια Νιβόλιανη και Σελίτσιανη ανήκουν στην κατηγορία των τοπονυμίων με κατάληξη –ιανη, κατηγορία με αρκετή διάδοση στον βορειοελλαδικό χώρο (Ραψάνη, Σμόλιανη, Αιγάνη, Τζερνίτζιανη, Κάλιανη, Σβόλιανη, Ζούλιανη κ.λ.π.). Τα τοπωνύμια αυτής της κατηγορίας παρουσιάσθηκαν μετά τον 7ο αι. μ.Χ. και γι’ αυτό η αναβίωση αυτής της κατάληξης στα μέσα του 15ου αιώνα φαίνεται εξωπραγματική. Πιστεύουμε πως οι οικισμοί προϋπήρχαν της οθωμανικής εισβολής, οι κάτοικοί τους τρομοκρατημένοι σκόρπισαν στα βουνά και στα λαγκάδια της Όσσας και όταν επήλθε κάποια ηρεμία επέστρεψαν στα σπίτια τους. Έτσι εξηγείται η διατήρηση δύο μεσαιωνικών τοπωνυμίων, τα οποία, ως προς τη μορφολογία τους, πρέπει να θεωρηθούν λατινικά ή λατινογενή (Βλάχικα).
Τα χριστιανικά χωριά ανέπτυξαν γρηγορότερα τα «νοικοκυριά» τους από ότι τα μουσουλμανικά(χ) (1455-1570) κυρίως δια της εισροής νέων εποίκων από την δυτική – νοτιοδυτική Θεσσαλία, παρά τις δυσκολίες του 16ου αιώνος (λ.χ. η οθωμανική κρίση του 1585/95).
Η εντυπωσιακή δημογραφική ανάπτυξη ευνοεί την επανασύσταση της μοναστικής ζωής στην επαρχία Αγιάς. Ο υπέρ-πληθυσμός σε συνδυασμό με το προνομιακό φορολογικό καθεστώς (vakfs-Mulk πλήρης ιδιοκτησία) χωριών της Καστρίτσας επιφέρει οικονομική ανάπτυξη. Ο αριθμός νερομύλων λ.χ. και ο αριθμός των ξυλοτομείων αυξήθηκαν πιο γρήγορα από ότι οι άνθρωποι. Συνεπαγωγικά η ανάπτυξη είχε δημιουργήσει κεφάλαια και είχε επιφέρει αποθεματικό χρήμα για να κτιστούν Μοναστήρια και να παραχωρηθεί αρκετά μεγάλη κτηματική περιουσία σ’
αυτά ώστε να επανδρωθούν και γιατί όχι να επεκταθούν. Η νομική δυνατότητα σε μια γραφειοκρατική αυτοκρατορία που ρεαλιστές Οθωμανοί διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους Χριστιανούς υπήρχε, και το χρήμα για κτίσιμο Ναών επίσης υπήρχε.
Εις απόδειξιν των ανωτέρω αναφέρω μια επιγραφή ανεγέρσεως κατά το 1571 Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη θέση «Παλιοθεολόγος» – Μελιβοίας, την οποία δημοσιεύει το 1987 ο κ. Λάζαρος Δεριζιώτης και μας βοηθά να «εικάσωμεν ότι ο Δημητριάδος Ιωάσαφ επεσκεύασε παλιότερον του 1571 ναόν».
Αλλά και το περιεχόμενο της επιγραφής διευκρινίζει σαφώς ότι, η περιοχή όπου ευρίσκετο ο ναός το έτος 1571 υπάγεται στον Επίσκοπον της Δημητριάδος, ο οποίος ήτο ο πνευματικός άρχων της ανατολικής Όσσας.
Στην εξαιρετική μελέτη του Μachiel Kiel για τη μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της ανατολικής Θεσσαλίας, διαβάζουμε ότι «η αυτοκρατορία των Οθωμανών Τούρκων, ιδρύθηκε με το σπαθί». Είναι λιγότερο όμως γνωστό, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ότι η Αυτοκρατορία αυτή διατηρήθηκε με την πέννα.
Υπάρχουν εκατοντάδες εκατομμύρια έγγραφα (14ος – 1922) τα λεγόμενα Tahrirdefters, δηλαδή κατάστιχα απογραφής χρήσεως της γης και φορολογίας. Τα δελτία αυτά από την εποχή του Βαγιαζίτ Α΄ (1393/94) έχουν θεμελιώδη σημασία για τη μελέτη της δημογραφικής ανάπτυξης, της αποικιστικής ιστορίας, της γεωργίας, και διορθώνουν αρκετές ιστορικές ανακρίβειες.
Καταρρίπτεται η τοπική παράδοση ότι το Βαθύρεμα που ήταν το μεγαλύτερο χωριό στην περιοχή πριν αναπτυχθεί η Αγιά καταστράφηκε το 1423, ή από τον Βελή
—————————————————————————————————————-
(χ).- Οθωμανικά χωριά είναι το Πολυδένδρι, η Γρούβιανη, το Τσεκίρι, η Πρινιά-Κερμελί, η Πλασιά, η Ντουγάν, το Τουρκοχώρι (Νερόμυλοι).
Πασά το 1816-1817.
Σύμφωνα με την Οθωμανική διοικητική υποδιαίρεση των επαρχιών, η περιοχή της Αγιάς, του «Γένιτσε», ήταν μέρος του Καζά του Γενί Σεχίρ (της Λάρισας) και υποδιαιρούνταν στο Ναχιγιέ της Καστρίτσας και στο Ναχιγιέ του Πλαταμώνα.
Η Καστρίτσα μετά το 1388 είχε μόνο 4 κατοικημένα χωριά Χριστιανών, όπως καταδεικνύεται από την απογραφή του 1423-25, την Αγιά, το Βαθύρεμα, την Δέσιανη και το Καστρί(τσα).
Τα Δελτία απογραφής αποδεικνύουν ότι η αύξηση πληθυσμού (1455-1570), ήτο έξι φορές μεγαλύτερη των Χριστιανών έναντι τριών των Μουσουλμάνων, δηλαδή, ξεπέρασε την κατά μέσο όρο γενική ευρωπαϊκή ανάπτυξη.
Μετά το 1521 και πριν το 1539-40 τα χωριά Αγιά, Θανάτου, Νιβόλιανη, Σελίτσανη και Ρέτσανη, περιλήφθηκαν στην περιοχή της δικαιοδοσίας του Στέμματος της Οθωμανής Πριγκίπισσας Μιχριμά, αγαπημένης κόρης του Σουλτάνου Σουλεϊμάν, η οποία τα μετέτρεψε σε βακούφια (Vakfs), αφιέρωσε δηλαδή τα έσοδα από τη φορολογία τους σε ευαγή ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης.
«Σε δύσκολους καιρούς όταν οι άλλοι τόποι παρήκμαζαν εξαιτίας κάθε είδους εκμετάλλευσης και κακοδιαχείρισης από τους τοπικούς τοποτηρητές του τέλους της Οθωμανικής εποχής, τα χωριά που ήσαν υπό την προστασίαν μιας πριγκίπισσας ή σουλτάνας συνέχισαν να ευημερούν».
1454/55 | 1570 μ.Χ | 1602 |
Αγιά = 115 νοικ.-> 700 άτομα | 312 | |
Βαθύρεμα = 28 νοικ. Κουκουράβα | 113 35 | 159 129 |
Δέσιανη = 27 νοικ. | 140 | |
Θανάτου = 28 νοικ. | 180 | |
Νιβόλιανη = 5 νοικ. | 86 -> | 156 |
Κατά την περίοδο της Σερβοκρατίας στην Θεσσαλία και στην Αγιά, πιστεύουμε ότι καταργούνται εκ του επισκοπικού καταλόγου οι επισκοπές Βεσσαίνης, Χαρμενών και Κατρίας (1360 – 1370), αι οποίαι συγχωνεύονται στα διοικητικά όρια του πρωτόθρονου επισκόπου της Μητροπόλεως Λαρίσης, δηλαδή, του Δημητριάδος.
Ήδη, η Χώρα Αγίας έχει το 1570 μ.Χ. 312 σπίτια και είναι η σημαντικοτέρα αρχιερατική περιφέρεια του Δημητριάδος.
Τα Μονύδρια κατά τον 16ο αιώνα και τα κοινόβια στην περιοχή των τριών επισκοπών που πλέον έχουν καταργηθεί προσελκύουν αγίους μοναστάς εκ του Αγίου Όρους κυρίως Θεσσαλούς και μάλιστα εκ της Ι. Μονής Φιλοθέου.
Κατά την ως άνω περίοδο ο Άγιος Δαμιανός ο εν Κισσάβω(17) διώκεται από τον Κίσσαβο εις Όλυμπο και από ΄Αγραφα εις Κισσαβον. Συλλαμβάνεται στην Βουλγαρινήν (Έλαφο – Αγιάς) και μαρτυρεί δι’ αγχόνης το 1568 μ.Χ. στην Λάρισα.
Ομοίως περί το 1528 μ.Χ. ο Άγιος Συμεών ο ανυπόδητος(18), ο εκ Βαθυρέματος, θείω νεύματι ορμώμενος εξέρχεται του Αγίου Όρους και μετ’ ολίγον ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω(19), δια να στηρίξουν αμφότεροι το σκληρά δοκιμαζόμενο δούλον γένος των Ρωμιών.
Η ονομασία «ΑΓΙΑ» ως τοπωνύμιον.
Α) Ο Αγιώτης Μιλτιάδης Δάλλας θεωρεί ότι είναι συγκοπή του τοπωνυμίου «Αγιάννα», εκ του Αγία-Άννα, εις την θέση του οποίου υπήρχον ερείπια παλαιού οικισμού.
Β) Εκ της λέξεως «Αγιάν» που σημαίνει Τούρκος διοικητής. Είναι μια εκδοχή αβάσιμη λόγω του ότι οι Οθωμανοί από την πρώτη καταγραφή της πόλεως Αγιάς στα ταχρίρ του 1454/55 την κατονομάζουν όπως εκαλείτο πάντοτε. Γενικά δεν άλλαξαν κανένα χριστιανικό ή σλαβικό όνομα χωριού στην επαρχία.
Γ) Η καταγραφή του ονόματος της επαρχίας ως «Αγυιά» είναι φιλολογική απόδοσις του Αγιά που είναι δηλαδή Χώρα, Κωμόπολις αποτελούσα πέρασμα – διάβαση.
Δ) Εκ της λέξεως – ορολογίας «Αγία» που είναι προσωπική μας άποψη. Με δεδομένο ότι το Όρος των Κελλίων ήκμασε στις ανατολικές υπώρειες της Όσσας,
—————————————————————————————————————-
(17).- Η Ιερά Μονή Προδρόμου Ανατολής, κτίτωρ της οποίας υπήρξε ο Άγιος Δαμιανός, ανηγέρθη περί το 1550 μ.Χ.
(18).- Η Ιερά Μονή Φλαμουρίου (Μεταμορφώσεως), κτίτωρ της οποίας υπήρξε ο Άγιος Συμεών εκ Βαθυρέματος, ανηγέρθη το 1583 – 1595 μ.Χ.
(19).- Η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος – Σουρβιάς, κτίτωρ της οποίας υπήρξε ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, ανηγέριθη περί το 1627 μ.Χ.
μας διευκολύνει να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας μοναστικός χώρος (της ίδιας περίπου εποχής με το αγιώνυμο όρος του Άθω), που διοικητικά κατευθύνεται από «Καθολικά» Μονών, (Οικονομείου – Θεολόγου – Αγίου Παντελεήμονος Αγιάς 1292 μ.Χ.), βρίθει μοναχών και θεωρείται –ΑΓΙΟΣ.
Η χώρα Αγιά, κυκλώνεται από πλήθος «Κελλίων» – μικρών μονυδρίων για ιδιόρρυθμους μοναχούς που εγκαταβιώνουν σε παραγωγικά πλούσια περιοχή και αυτοσυντηρούνται με αγροτικές κυρίως καλλιέργειες, αλιεία και κυνήγι.
Μετά την παρακμή της Αγίας Χώρας των Κελλίων οι Μοναχοί ίσως προτιμούν πια την μοναστική πολιτεία του ασφαλούς κατέναντι Άθωνος.
Την Αγία μοναστική πολιτεία του Όρους των Κελλίων διαδέχεται ονομαστικά η Χώρα της Αγίας η οποία αποτελούσε γεωγραφικά το κέντρο διοίκησης των μοναστών.
Την γνώμη μας για την προέλευση του τοπωνυμίου Αγιά ενισχύουν τρία στοιχεία:
α) Στην πρόθεση 401 του Μεγάλου Μετεώρου (1520-1540) μεταξύ των 220 θεσσαλικών οικισμών, αναφέρεται η Αγία στα φ. 81α – 81β, με 61 αφιερωτές αρχικά και άλλους 25 αργότερα του έτους 1538. Η πρόθεση αυτή είναι η αρχαιότερη όλων και η Αγία του χειρογράφου (βραβείο ή βρέβειο) είναι η Αγιά του Νομού Λαρίσης, (Θ.ΗΜ. τόμ. 43, σελ. 97).
β) Σε Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Κυρίλλου Λουκάρεως, τον Νοέμβριο του 1620 αναφέρεται η Ιερά Μονή του Σωτήρος Χριστού, «κατά την τοποθεσίαν της Αγίας», (πρόδρομη ανακοίνωση +Δημ. Αγραφιώτη στο περιοδικό Αγιώτικα Νέα).
Η τοποθεσία «της Αγίας» είναι πιθανότατα η Αγιά και η Μονή του Σωτήρος Χριστού είναι ο «Χριστός» της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου, γνωστός και ως ’Ξστός.
γ) Σε σύμμεικτο κώδικα της Ι. Μονής Φιλοθέου – Αγίου Όρους, αριθμ. 184 – Κατάλογος Σπ. Λάμπρου, όπου περιέχεται η ακολουθία του Αγίου Οσιομάρτυρος Δαμιανού του νέου, το συναξάριον και λόγος παραινετικός (1624 μ.Χ.), αναφέρεται η Αγιά τρεις φορές «εν τη Αγία» ήτοι: « αχκδ΄ εν τη Αγία : Απριλίω ια΄ τετέλεσται χειρί και πόνω Ιωσήφ του πελοποννυσίου».
Η ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ.
«Όταν κοιτάζουμε τη Δυτική Θεσσαλία(1), που κατακτήθηκε από τον Μπαγιεζίντ Α΄, λίγα χρόνια μετά το ανατολικό μισό τμήμα της χώρας, βλέπουμε μια μάλλον διαφορετική εικόνα. Η μείωση του πληθυσμού εκεί τον 14ο αιώνα ήταν πολύ μικρότερη. Ο αποικισμός των Τούρκων νομάδων και χωρικών έλαβε χώρα σε μικρότερη κλίμακα. Ο κατάλογος του 1455, που δείχνει την Ανατολική Θεσσαλία ως μια χώρα με πολύ λίγους παλαιούς χριστιανικούς οικισμούς, έχει στη Δ. Θεσσαλία μια, σχετικώς ικανοποιητικά, κατοικημένη γη, όλη σχεδόν Χριστιανική. Επιπλέον ο Σουλτάνος είχε μάλλον καλύτερες διαθέσεις απέναντι στην μοναστική ζωή, παραχωρώντας στις νέες και ακόμα μικρές μοναστικές κοινότητες των Μετεώρων σημαντικά προνόμια. Βρίσκουμε τα προνόμια αυτά καταγραμμένα στα Οθωμανικά ταχρίρ, επαναλαμβανόμενα και επιβεβαιούμενα σε μεταγενέστερους καταλόγους, όπως αναφέρεται στις μελέτες των Βeldiceanu-Nasturel και John Alexander(2). Η εκχώρηση προνομίων στα μοναστήρια ακολουθεί μια πολύ γνωστή Οθωμανική πολιτική, που μελετήθηκε με λεπτομέρεια από τον Οικονομίδη για το Άγιον Όρος και την Ζαχαριάδου για το σημαντικό μοναστήρι του Προδρόμου κοντά στις Σέρρες(3). Το σημαντικό μοναστήρι της Ολυμπιώτισσας της Ελασσόνας, που βρίσκεται σε κυρίαρχο σημείο, ελέγχοντας ένα από τους κύριους δρόμους για την Θεσσαλία, επέζησε της Οθωμανικής κατάληψης και, σύμφωνα με τα ταχρίρ του 16ου αιώνα, κατείχε εκτεταμένη περιουσία. Έτσι, υπάρχουν τόσοι λόγοι να υποθέσουμε για το μεγάλο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου (Στομίου), ότι η Οθωμανική κατάκτηση δεν διέκοψε την κοινοβιακή του ζωή, όσοι και ότι η ζωή του διακόπηκε από μια υποτιθέμενη βίαιη κατάκτηση από τους άνδρες του Εβρενός Μπέη. Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι η μοναστική ζωή σταμάτησε, εξαιτίας της βίας του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα, μιας περιόδου συνεχών συγκρούσεων μεταξύ και διαφόρων Λατινικών Δυνάμεων(4). Δεν μπορούμε (ακόμα) να προχωρήσουμε πέρα από υποθέσεις. Ο κατάλογος του 1455 δεν δείχνει ούτε μια μοναστική κοινότητα στην περιοχή μας (Αγιάς). Είτε δεν υπήρχαν, είτε ήσαν σε κάποιο τμήμα που χάθηκε. Ούτε
—————————————————————————————————————–
(1).- Machiel Kiel
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ: Δημ. Κ. Αγραφιώτης – Σταύρος Γ. Γουλούλης
Μετάφραση του κειμένου του Μ. Κ.,Βαγγέλης Τζιγκουνάκης
«ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ»
(2).- Ι. Βeldiceanu-Ρ. Nasturel και John Alexander, The Monsteries of Meteora durihg the first two cebturies of Ottoman Rule, στο Akten des XVI Byzantinischenkongress, II, 2, Βιέννη, 1982, σελ. 95-103.
(3).- Elisabeth Zahariadou, Prodromos Monastery (Serres), Sudost-Forsehungen 28, Monchen 1969 σελ. 1-12 και της ιδίας, Ottoman Documents from the Archives of Dionysioy (Mt. Athos), Sudost-Forcchungen 30, 1971, σελ. 1-35.
(4).- Είναι γνωστό ότι τα Κελλία υπέφεραν πολύ από τις πειρατικές επιθέσεις στις αρχές και τα μέσα του 14ου αι. Ερημώθηκαν οριστικά τότε: Βλ. Στ. Γουλούλης, Εγκώμιο Κυπριανού, ό.π., 62:116-119,29.
ο κατάλογος του 1466 τις αναφέρει, γιατί τέτοιου είδους πληροφορίες δεν καταγράφονταν σε ιτζμάλ ντεφτέρ. Όμως ούτε ο κατάλογος του 1506 περιέχει ένδειξη για κάποιο μοναστήρι στην περιοχή μας, και ο κατάλογος του 1521 διατηρείται μόνο τόσο διαμελισμένος, ώστε δεν επιτρέπει οριστικά συμπεράσματα. Έτσι έχουμε την εντύπωση ότι η μοναστική ζωή στην περιοχή μας διαλύθηκε στην υστεροβυζαντινή περίοδο, ως αποτέλεσμα της Οθωμανικής κατάκτησης, και επέζησε μόνο στην ευνοϊκή περίοδο (στα εύφορα χρόνια) του 16ου αιώνα. Είναι θέμα προσωπικής εκτίμησης να αποδώσουμε τη διάλυση στους Οθωμανούς κατακτητές, στους Καταλανούς και Αλβανούς επιδρομείς, ή στη γενική δυστυχία, τη βία και την υποτροπιάζουσα επιδημία της πανούκλας, που παρμένα ως σύνολο, έκαναν τον 14ο αιώνα στην ευρωπαϊκή ιστορία τόσο ιδιαίτερα καταστροφικό. Απλώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.
Για τα άλλοτε πολυάριθμα ασκηταριά της περιοχής Όσσας και Μαυροβουνίου μπορούμε, θεωρητικά, να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ένα μέρος τους επέζησε της κατάκτησης ολόκληρο τον 15ο αιώνα, επειδή ήσαν πολύ μικρά για να καταγραφούν σε ταχρίρ. Ένας καλόγερος με λίγα πρόβατα, έναν κήπο και ένα-δύο στρέμματα γης, δεν είχε πολύ ενδιαφέρον για την απογραφική επιτροπή. Θα μπορούσαν επίσης να μην είχαν ενδιαφέρον για τους πρώτους κατακτητές, γιατί δεν είχαν τίποτα αξιόλογο για πλιάτσικο. Και το να συλλάβει κάποιος ερημίτες ομήρους, για να τους πουλήσει ως σκλάβους, σύμφωνα με την πολύ διαδεδομένη μεσαιωνική συνήθεια, δεν ήταν και πολύ επικερδές. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό και το γενικό αίσθημα σεβασμού, ή δέους, που έτρεφαν οι Οθωμανοί για τους καλόγερους και τους ιερείς γενικά, ίσως λογικά υπερασπίσουμε την θεωρία ότι τα ασκηταριά επέζησαν και συνέχισαν να υπάρχουν. Μόνο τον 16ο αιώνα, όταν συγκέντρωναν κάποια περιουσία, είχαν, σε ένα τέτοιο σενάριο, αρκετό ενδιαφέρον για να καταγραφούν στα ταχρίρ. Αλλά αυτό είναι απλώς μια θεωρία του τι μπορεί να συνέβη.
Η αμυδρή κατάσταση αρχίζει να αλλάζει τον 16ο αιώνα. Στη διάρκεια ολόκληρου αυτού του αιώνα, γνωστού στην εκτός Ελλάδας ιστοριογραφία ως Οθωμανική Ειρήνη (Pax Ottomanica 1450-1590), ο πληθυσμός των Βαλκανίων αυξήθηκε σε εκπληκτικό ρυθμό. Η Ελλάδα, και ιδιαίτερα περιοχές που δοκιμάστηκαν σκληρά από τον πόλεμο και τον αφανισμό, όπως η Αττική και η Βοιωτία, που καταστράφηκαν κατά την διάρκεια συνεχών πολέμων στα τέλη της περιόδου της Φραγκοκρατίας, αλλά επίσης και η μεγάλη νήσος Εύβοια, που καταστράφηκε εν μέρει στην διάρκεια της βίαιης Οθωμανικής κατάχτησης του 1470, είχαν ένα μεγάλο μερίδιο σ’ αυτήν την ανάπτυξη που ήταν πράγματι ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο».
«ΤΑΧΡΙΡ»(0)
«Μπορούμε να υποθέσουμε ότι λίγο μετά την κατάκτηση της ανατολικής Θεσσαλίας στα 1388/89, από τον Εβρενός Μπέη έγινε μια καταγραφή. Τουλάχιστον μία έγινε μετά την προσάρτηση των Τρικάλων και της Δυτικής Θεσσαλίας (1393/94) από τον Μπαγεζίντ Α΄ . Μετά την ήττα του Μπαγεζίντ στην μάχη της Αγκύρας από τον Τιμούρ Λέγκ/Ταμερλάνο (1402), η κατάσταση ήταν ασταθής, αν και η Θεσσαλία παρέμεινε σε Οθωμανικά χέρια. Ένας κυβερνήτης του σαντζακίου των Τρικάλων (Tirhala Sandjak) είναι γνωστός στα 1413(1) και, το πιο σημαντικό, ένας αριθμός κατόχων τιμαρίων, μέλη του οθωμανικού ιππικού που κατοικούσε στην περιοχή, διατήρησαν τα τιμάρια που τους είχαν παραχωρηθεί από τον Γαζή Εβρενός Μπέη, ή τα κληρονόμησαν από τους γονείς τους, που είχαν έρθει με τον Γαζή Εβρενός στην Θεσσαλία, πράγμα που είναι γνωστό από την έρευνα των Beldiceanu και Nasturel στον παλαιότερο διατηρημένο κατάλογο για τη Θεσσαλία, εκείνον του 1455/56.
Η ιστορία ότι ο Γαζής Τουρχάν Μπέης (Turhan Bey) κατέκτησε τη Θεσσαλία, έφερε αποίκους από το Ικόνιο/Κόνια της Κεντρικής Ανατολίας και ίδρυσε την πόλη του Τυρνάβου, 30 χρόνια πριν από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, είναι ένας μύθος που εμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη, που παρουσιάστηκε στην Ακαδημία Επιστημών του Γκαίτιγκεν (Gottingen) της Γερμανίας, συλλέξαμε τις αποδείξεις για την πραγματικότητα(2). Αυτό που συνέβη 30 χρόνια πριν από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν ότι ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ (1421-1452) διέταξε να γίνει ένα νέο ταχρίρ γύρω στα 1423-25. Όπως στο ταχριρ του Μπαγιεζίντ Α΄ , αυτός ο νέος κατάλογος δεν έχει διασωθεί, αλλά γίνονται πολυάριθμες αναφορές σ’ αυτόν στο παλιότερο διατηρημένο από τα θεσσαλικά ταχρίρ, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του μας έχει παραδοθεί σε άριστη κατάσταση. Πρόκειται για το Maliyeden Mudevver (=MAD), Αριθ. 10, που φυλάσ-
—————————————————————————————————————–
(0).- ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΑΓΙΑΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΑΤΟΥ Α΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΗΣ (3-4/4/1993)
(1).- Αυτός ο Σινάν Μπέης αναφέρεται στα πρωτο-Οθωμανικά χρονικά Ruhi-I Edirnevi, εκδ., H. Cengiz-Y Yucel, στο Belgeler, XVI, Άγκυρα 1992 σελ. 431 και Mevlana Nersi, Kitab-I Cihan-numa εκδ. Unat and Koymen, Άγκυρα 1957, ΙΙ, σελ. 511, και τα δύο περιγράφουν την ήττα του Πρίγκηπα Musa και την τελική νίκη του Mehmed A΄ στα 1413. Αυτός ο Σινάν είναι πιθανόν ο ίδιος με τον μετέπειτα Beylerbey της Ρούμελης, το μαυσωλείο του οποίου εξακολουθεί να στέκεται δίπλα στο τέμενος και την εστία που ίδρυσε στην Οθωμανική πρωτεύουσα Edirne (Ανδριανούπολη). Ο Vakifname για αυτά τα ιδρύματα είναι από το Σεπτέμβριο 1429. Όλες οι επιθυμητές πληροφορίες στου Ε. Η. Ayverdi. Celebi ve II Sultan Murad Devri, 1403-1451. Κων/πολη, 1972 σελ. 377-381 και 468.
(2).- Machiel Kiel, Das Turkisch Thessalien: Etabliertes Geschichtsbild versus Osmanische Quellen. Ein Beitrag zur Entymythologisierung der Geschichte Griechenlands, στο R. Lauer-P. Schreiner (εκδ.), Die Kultur Griechenlands in nachklassicher Zeit, Gottingen, Akademie der Wissensch, 1996.
σεται στα Πρωθυπουργικά Οθωμανικά Αρχεία στην Κωνσταντινούπολη χρονολογούμενο στο έτος 859 από Εγίρας (1454-1455 μ.Χ.), αλλά συνταγμένο στο διάστημα από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο του έτους 1455. Αυτή η πηγή αριθμεί πάνω από 900 σελίδες.
Σύμφωνα με την Οθωμανική διοικητική υποδιαίρεση των επαρχιών (που ίσως αντανακλά, εν μέρει ή κυρίως, την υστερο-Βυζαντινή κατάσταση) η περιοχή του ενδιαφέροντός μας ήταν μέρος του Καζά του Yenisehir/Γενί Σεχίρ (=της Λάρισας) και υποδιαιρούνταν με την σειρά του στο Ναχιγιέ (υποδιαίρεση υπό έναν Ναΐμπ ή Βοηθό Καδή) της Καστρίτσας και στο Ναχιγιέ του Πλαταμώνα. Δυστυχώς το τμήμα του Πλαταμώνα είναι, προφανώς, ατελές. μερικά τμήματα του καταλόγου έχουν σχισθεί και χαθεί.
Στα ταχρίρ του 15ου αιώνα οι κωμοπόλεις και τα χωριά μιας περιοχής δεν καταγράφονται μαζί, σύμφωνα με τη γεωγραφική τους θέση, αλλά τηρούνται με ιεραρχικό τρόπο, σύμφωνα με το βαθμό που είχαν ως τμήματα της Σουλτανικής περιουσίας, ως περιοχή ενός βεζίρη, ή του Σαντζάκ Μπέη ή των μεγάλων διοικητών του ιππικού (Ζαΐμπ, ζαΐμηδων) μέχρι τους κατώτερους ιππείς (τιμαριώτες) και, τέλος, εκείνοι οι οικισμοί που καθορίσθηκαν ως παράγοντες φορολογητέο εισόδημα, από το οποίο πληρώνονταν οι ντόπιοι στρατιωτικοί της φρουράς των κάστρων.
Έτσι οι οικισμοί ενός ναχιγιέ είναι διασκορπισμένοι σε έναν ολόκληρο κατάλογο και δε μπορεί κανείς να ξέρει ποιο χωριό υπήρχε και ποιο όχι, όταν καταγράφηκε σε ένα τμήμα του καταλόγου που τώρα έχει χαθεί. Στη διάρκεια της βασιλείας του Σουλτάνου Σουλεϋμάν του Μεγαλοπρεπούς αυτό το σύστημα άλλαξε. Από τότε και μετά ολόκληρη η διοικητική περιοχή είναι σε ένα μπλοκ.
Η επόμενη πηγή στη διάθεσή μας είναι ο κατάλογος MAD 66, χρονολογούμενος στο έτος 871 από Εγίρας (1466/67). Οι Οθωμανοί κρατούσαν δύο ειδών καταλόγους:έναν λεπτομερή (mufassal/μουφασάλ) και έναν συνοπτικό (icmal/ιτζμάλ) που δίνει μόνο τα ονόματα των χωριών και τον αριθμό των νοικοκυριών και το συνολικό φόρο, αλλά παραλείπει τις μεγάλες λίστες των ονομάτων των νοικοκυριών και της αγροτικής παραγωγής. Το MAD 66 είναι ένα ιτζμάλ. Όπως και στο κατάλογο του 1455, λείπουν τμήματα. Πρέπει να έγινε ο κατάλογος γύρω στα 1482-85, (στον οποίο γίνονται αναφορές στον κατάλογο που ακολούθησε), αλλά δεν διασώθηκε. Μάλλον πλήρης, εξάλλου είναι ο κατάλογος Tapu Defter (TD αρ. 35) χρονολογούμενος στο έτος 912 από Εγίρας (1506/7), ένας θαυμάσια διατηρημένος κατάλογος μουφασάλ πάνω από 1300 σελίδες (!) και σχεδόν πλήρης. Για τον υπόλοιπο 16ο αιώνα πρέπει να υπήρξαν άλλοι τρεις κατάλογοι:1521, 1539/40 και 1569/70. Εκείνος του 1539/40 δυστυχώς χάθηκε. Ο κατάλογος του 1521 είναι μάλλον ατελής, σχεδόν το ένα τρίτο των χωριών του ναχιγιέ της Καστρίτσας έχουν χαθεί. Ο κατάλογος του 1569/70, εξ άλλου, διατηρείται ολόκληρος, διαιρεμένος σε δύο ογκώδης τόμους (Άγκυρα, Γενική Διεύθυνση του Καντάστερ (Τ.Κ.G.M.), αριθ. 56 και 60. Αν και η Οθωμανική διοίκηση συνέχισε να κάνει κτηματολογικές και φορολογικές καταγραφές, μέχρι την αρχή του 17ου αιώνα (και περιστασιακά για νεοκατακτημένες ή επανακτηθείσες επαρχίες μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα), για τη Θεσσαλία το 1570 σηματοδοτεί το τέλος. Μπορούμε να δούμε ότι ο κατάλογος του 1570 είναι ο τελευταίος που έγινε για τη Θεσσαλία, λόγω του όγκου των μεταγενέστερων εγγράφων, που παρεμβληθήκαν στους δύο τόμους, κωδικοποιώντας αλλαγές στο καθεστώς της φορολογίας διαφόρων χωριών ή περιοχών. Οι συνθήκες εργασίας στα αρχεία της Άγκυρας είναι μάλλον δύσκολες και η άδεια για εργασία εκεί χρειάζεται μήνες για να χορηγηθεί. Η Οθωμανική συνήθεια, όμως, να κάνουν αντίγραφα των μεγάλων καταλόγων, εξυπηρετώντας δύο σκοπούς, έκανε το περιεχόμενο των καταλόγων της Άγκυρας προσβάσιμο σε μας με τη μορφή του καταλόγου TD695 στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης. Αυτό το αντίγραφο είναι γραμμένο βιαστικά και έχει προσβληθεί στο πάνω μέρος από υγρασία, καθιστώντας μη αναγνώσιμα μερικά τμήματά του. Όμως με τη βοήθεια του κειμένου της Άγκυρας, που χρησιμοποιήθηκε για έλεγχο, έχουμε ολόκληρο το έργο».
Η Αγιά και η Αρχιεπισκοπή Δημητριάδος (1757 – 1794)
Η Αγιά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατά το δεύτερο μισό του 1 8ου αιώνα, ανήκε στην κατηγορία των χωριών με προνόμια (ελευθερίες και φοροαπαλλαγές) κατοικούμενη από Έλληνες. Το σύστημα αυτοδιοίκησης εκείνη την εποχή ήταν της Δημογεροντίας. Οι δημογέροντες ως αιρετοί άρχοντες εκλέγονταν από τον λαό και ανέθεταν στους δελημουχτάρηδες την συλλογή των φόρων. Ένα αιώνα πριν (1614) οι αιρετοί άρχοντες αναφέρονται ως κοτσαμπάσηδες (γέροντες) των οποίων την εκλογή επικύρωνε ο Μποστατζήμπασης. Το 1840 ο Καϊμακάμης χρησιμοποιεί ως φοροεισπράκτορες τους Ζαμπίτες, σε μια διακυβέρνηση όπου οι Οθωμανοί είχαν διαιρέσει τις διοικητικές περιφέρειες σε ζιαμέτια, τιμάρια, βακούφια και χάσια.
Θεωρείται εκ των πηγών βέβαιο, ότι οι υπόδουλοι Έλληνες μπορούσαν άνετα να καλλιεργούν την γη και να αναπτύσσουν διάφορες τέχνες, όπως την υφαντική, την μεταξουργία και την βαφή των νημάτων.
Με την πάροδο του χρόνου στις προνομιούχες περιοχές της Θεσσαλίας αναπτύχθηκε η βιοτεχνία. Οι Έλληνες ένωσαν δημιουργικά τις δυνάμεις τους, οργάνωσαν συνεταιρισμούς και στα τέλη του 18ου αιώνα διαμόρφωσαν τις πρώτες ολοκληρωμένες συνεταιριστικές οργανώσεις.
Με σπουδαιότερη συνεργατική οργάνωση στην Ελλάδα την κοινή συντροφία των Αμπελακίων, αναπτύχθηκαν συνεταιρισμοί στην Αγιά, στον Τύρναβο και στην Ζαγορά.
Κατά τα Ομηρικά χρόνια από την Μελίβοια του Φιλοκτήτη, είχε προέλθει η βαφική της πορφύρας (purpura Melibea) που προερχόταν από το γνωστό όστρακο και απέδιδε το ίδιο άλικο κόκκινο χρώμα με αυτό που δίνουν οι ρίζες από το φυτό ερυθρόδανον ή ριζάρι, (Rubia tinctorum), ή αλιζάρι κατά την αρχαιότητα, το οποίο είχε την ιδιότητα να μην ξεβάφει – ξεθωριάζει από τον ήλιο και τον χρόνο.
Οι σχέσεις των Αμπελακίων και της Αγιάς(1) (1781 – 1818) είναι γεγονός για την Θεσσαλία, με το οποίο έχει ασχοληθεί η Ευρωπαϊκή Βιβλιογραφία ένεκα των κοινωνικών – οικονομικών διαστάσεων του θέματος.
Η γνωστή οικοτεχνία της βαφής νημάτων η οποία ξεκινά από το 1658 εξελίχθηκε διά των Συντροφιών σε βιοτεχνική κοκκινάδικη τέχνη και νηματουργία, σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των ετών 1750/60 ή πιο συστηματικά 1780 έως και το 1815(2).
Συνοπτικά εξετάζοντας την πορεία της Αγιάς στην οικονομία και το εμπόριο παρατηρούμε ότι, στο εύφορο έδαφός της παράγει πολύ και άριστης ποιότητας μετάξι και βαμβάκι.
Επεξεργάζεται κατ’ οίκον και νηματοποιεί το βαμβάκι και σε συνδυασμό με το μετάξι, υφαίνει αλατζάδες, πετσέτες και κατασκευάζει φιτίλια. Εμπορεύεται βαμβάκι και βαμμένα κόκκινα βαμβακερά νήματα, έχοντας συντροφίες (ή σπίτια – υποκαταστήματα) με αντιπροσώπους στην κεντρική Ευρώπη έως το 1809. Σχετικά με το θέμα ο Δημ. Αγραφιώτης(3) αναφέρει:
«Παραλλήλως με τις συντροφίες των Αμπελακίων λειτουργούσαν και συντροφίες στην Αγιά, ανεξάρτητες και μη διαπλεκόμενες οργανικά με τις όμοιες των Αμπελακίων. Οι Αγιώτικες συντροφίες, εκτός των φιτιλιών, των αλατζάδων, των πετσετών, προϊόντων που προορίζονταν και κάλυπταν τις ανάγκες της εντόπιας αγο-
—————————————————————————————————————–
(1).- Πολιτιστικός Σύλλογος Αμπελακίων, Α΄ Συνέδριο Αμπελακιώτικων Σπουδών, Δημ. Αγραφιώτη, «Σχέσεις Αμπελακίων και Αγιάς (1781-1818)» 1994, σελ. 57-67.
(2).- Ειδικά διά το θέμα των Συντροφιών και βαφής των νημάτων …….. βλ. Αστέριος Γ. Βόγιας, Αμπελάκια Θεσσαλίας (18ος – 19ος αιώνας) εκδ. Φύλλα, Τρίπολη 2006, όπου καταχωρείται Βιβλιογραφία: πενήντα (50) σελίδων.
(3).- Δημ. Αγραφιώτης, «Σχέσεις ……. Αγιάς ……..» ό.π., σελ. 61.
ράς, προμηθεύονταν βαμβάκι και βαμβακερά νήματα, τα έβαφαν σε κιρχανάδες (εργαστήρια) και τα πουλούσαν στην Κεντρική Ευρώπη μέσω δύο βασικών δικών τους εταιριών όπως των Αδελφών Χατζηϊωάννου και του Μαγαλιού Χατζηγεωργίου, αλλά και άλλων των Χατζηϊωάννου και Δημητρίου Χ(ατζη) Αθανασίου, του Χατζηγεωργίου με τους αδελφούς Ρίζου από το χωριό Θανάτου και αργότερα -1800- με κοινή Συντροφία Χατζηϊωάννου – Χατζη Αποστόλη και αδελφών Ρίζου. Είχαν δικούς τους αντιπροσώπους στη Βιέννη, στο Κροτάου, στο Στέρνμπεργ, στη Λειψία και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης».
Μεταξύ των παραγωγών Αγιάς και Αμπελακίων υπήρχε ανταγωνισμός και κάποτε αθέμιτος.
«Οι Αμπελακιώτες έχοντας μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, ανέβαζαν υπερβολικά τις τιμές του βαμβακιού της ντόπιας παραγωγής, όσο και των λευκών νημάτων στα γύρω της Αγιάς χωριά, ώστε οι Αγιώτες αδυνατούσαν να τους παρακολουθήσουν και υποχρεώνονταν, για να δουλεύουν και αυτοί, ή να αγοράζουν ντόπια υλικά μειώνοντας τα ποσοστά του κέρδους τους ή να αναζητούν πρώτες ύλες ακόμη και στην περιοχή των Τρικάλων, του Βελεστίνου, των Φαρσάλων και όπως προαναφέρθηκε ήδη των Σερρών και της Μικράς Ασίας. Στην έγκαιρη μετακίνηση των αγιώτικων φορτίων παρεμβαίνουν οι Αμπελακιώτες, γιατί κάθε καθυστέρηση μεταφοράς της αγιώτικης παραγωγής ευνοεί την διάθεση των αμπελακιώτικων προϊόντων στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης».
«Από τα κατάστιχα των αγιώτικων συντροφιών και την αλληλογραφία προκύπτει ότι υπήρχαν στενές σχέσεις αμπελακιωτών και αγιωτών και βεβαίως συνεργασία και αλληλοβοήθεια στο εξωτερικό, ιδίως στη Βιέννη και στο Κροτάου, στα πλαίσια της αμοιβαίας εξυπηρέτησης και των κοινών συμφερόντων. Αλλά και εκεί, στα τέλη του 18ου αιώνος, οι Αμπελακιώτες, παρά τις δικές τους έριδες, εκμεταλλεύονται τις έριδες των αγιωτών, διαδίδουν στην εκεί πελατεία ότι οι αγιώτες πρόκειται να διαλύσουν τις συντροφίες τους και να αποχωρήσουν και επιχειρούν να προσελκύσουν παραδοσιακούς πελάτες των αγιωτών, (κυρίως της συντροφίας των Χατζηϊωάννου)».
Καταγράφοντας τις απόψεις του μακαριστού Δημ. Αγραφιώτη, αποκαθιστούμεν αδικίες μελετητών, που με προχειρότητα συνέγραψαν επί του θέματος, όπως ο Φιλάρετος Γεώργιος, στο έργο του: «Συνεργατικοί Συνεταιρισμοί Αμπελακίων, Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών», β΄ έκδοσις, Εν Αθήναις 1927, σελ. 18. Ο Γεώργιος Φιλάρετος ήταν ο πρώτος στον οποίο γνωστοποιήθηκε και παραδόθηκε το έτος 1905(;) για μελέτη το αρχείο των Συντροφιών της Αγιάς από τον Αγιώτη νομικό, πολιτικό και συγγραφέα, Μιλτιάδη Δάλλα. Το υλικό αυτό, παρά το ότι παρέμεινε πολύ καιρό στα χέρια του, δεν αξιοποιήθηκε, δυστυχώς, από τον Φιλάρετο. Αν το μελετούσε, βεβαιότατα, δεν θα έγραφε ότι έγραψε και θα είχαν αποφευχθεί συγχύσεις και παρανοήσεις και βεβαίως αδικίες. Ο ίδιος δικαιολογείται ως εξής (σελ. 9): «.…..… ο πολύτιμος φίλος μου Μιλτιάδης Δάλλας μοι έπεμψε κιβώτιον περιέχον τα έγγραφα περί του εξαγωγικού εμπορίου νημάτων Αγιάς – Βιέννης, άτινα είχον περιέλθει αυτώ εκ συγγενών του, των αδελφών Χατζηαποστόλη, ως μοι έγραφεν εν τη από 10η Ιανουαρίου 1905 επιστολή του. Αλλ’ άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει. Αδυνάτου, ένεκα πολλών λόγων, καταστάσης της εκπληρώσεως του πόθου μου τούτου, κατέθηκα τα έγγραφα (τη συναινέσει του Δάλλα) εις την Εθνικήν Βιβλιοθήκην, και εις θήκας φέρουσας την επιγραφήν «Αρχεία Αμπελακίων», ως αποδεικνύεται εκ της εγχειρισθείσης μοι αποδείξεως από 12 Μαΐου 1914, υπογεγραμμένης υπό του τότε εφόρου αυτής Δ. Γρ. Καμπούρογλου. Επί τη ελπίδι ότι άλλοι έσονται εμού ευτυχέστεροι, δημοσιεύω πάσας τας ανωτέρω πληροφορίας, ίσως προς βοήθειάν των …….». Ο Μιλτιάδης Δάλλας ωστόσο, το 1937, παρέχει την πληροφορία ότι το Αρχείο αυτό το είχε παραδώσει στον Φιλάρετο από το έτος 1893(!) υποσχεθέντα (τον Φιλάρετο, σημ. Δ.Κ.Α.) την παράδοσιν …….. εις την Εθνικήν Βιβλιοθήκην». (Βλ. ΔΑΛΛΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ, Ιστορικόν Αρχείον Κοινότητος Αγυιάς, Αθήναι 1937, σελ. 3, αλλά και σε ανέκδοτα πρόχειρα σημειωματάρια – ενθυμητάρια του Αρχείου του).
Κατ’ αυτήν την τεσσαρακονταετία (1757-1794) όπου η Αγιά(χ) γνωρίζει εμπορική και οικονομική ανάπτυξη, η Δημητριάς ως επισκοπή εις την οποία ανήκει η Αγιά, αναδεικνύεται το πρώτον εις Αρχιεπισκοπή (1757) και μετά 37 έτη προβιβάζεται εις Μητρόπολιν (1794). Η εκκλησιαστική κατάσταση με γνώμονα τα υπομνήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας είναι έκρυθμη δια την επισκοπή της Δημητριάδος, η οποία υπάγεται στην Μητρόπολη Λαρίσης. Συγκεκριμένα, κατά το 1755 (Μαρτίου 20) το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχεται αναφορά του Αναστασίου Βασιλοπούλου κατά του Λαρίσης Μελετίου και του επισκόπου Θαυμακού Διονυσίου. Μετά από δύο χρόνια το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχεται γενική αναφορά των κατοίκων της Επισκοπής Δημητριάδος οι οποίοι αιτούνται έλεος,
—————————————————————————————————————–
(χ).- Κορδάτου Γ., «Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς», σελ. 506, «η περιοχή της Αγιάς είχε σημαντική εμπορική και βιοτεχνική ανάπτυξη, κυρίως στα χρόνια 1780-1810».
να μας ξεχωρίση από την μητρόπολιν αυτήν (Λαρίσης)……. να υποκείμεθα εις τον οικουμενικόν θρόνον, διατί δεν ημπορούμεν να υποφέρωμεν πλέον, τα καθημερινά σίζαλα, και καταδρομάς …».
Όπως φαίνεται από τις υπογραφές των αντιπροσώπων των χωριών της επι-σκοπής Δημητριάδος, η αίτησις των πιστών, «να γλυτώσουν από την Μητρόπολιν της Λαρίσης» ήτο κοινό αίτημα και θερμή παράκλησις, όθεν εισηκούσθη σύντομα ικανοποιώντας το αίσθημα των πιστών.
Εξεδόθη πάραυτα πατριαρχικό σιγίλλιον προβιβάζον την επισκοπή Δημητριάδος και Ζαγοράς εις Αρχιεπισκοπήν τον Μάιο του 1757 επί Θεοκλήτου αρχιερέως, όστις παραιτήθη υπέρ του Γρηγορίου τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Κατά το γεγονός του προβιβασμού, εδόθη προς τον κυρ – Γρηγόριον πατριαρχικόν συνοδικόν εξοφλητικόν γράμμα ότι δέδωκε φιλοτιμίαν εις το κοινόν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, εγχειρίσας δύο χιλιάδες πεντακόσια γρόσια (Ιούνιος 1757).
Είναι σημαντικό ότι στην γενική αναφορά των κατοίκων της επισκοπής υπογεγραμμένη από εκπροσώπους είκοσι επτά (27) χωριών του Δημητριάδος, τα επτά (7) είναι της περιφέρειας Αγιάς.
Και μόνον το ποσοστό μεταξύ των περιφερειών της επισκοπής καταδεικνύει την σημαντική θέση της Αγιάς στην Αρχιεπισκοπή της Δημητριάδος.
Αναφορά Αναστασίου Βασιλοπούλου κατά Λαρίσης Μελετίου και Θαυμακού Διονυσίου. (Αριθ. Κώδικος Ε΄, σελ. 135. Ημερομηνία 1755, Μαρτίου 20).
Ίσον απαράλλακτον του πρωτοτύπου.
Παναγιώτατε θεοδόξαστε, κ(αι) σεβασμιώτατε ημών αυθέντα, κ(αι) δέσποτα οικουμενικέ π(ατ)ριάρχα [ – ] Κύριλλε, ο ευτελής δούλος της υμετέρ(ας) παναγιότητος προσκυνώ δουλικώς / της ευλαβείας κ(αι) υποκλίσε(ως) [ – ] μα τας αγίας χείρας αυτής.
+Επειδή η αγία του Χριστο/ύ μεγάλη Εκκλησία μη………… [— — —]
, υπερασπιστής, κ(αι) παν…….. άλλο αγαθόν παντός του χριστιανικού ληρώματος, /τούτου χάριν [ – ] της αγί(ας) του Χ/ριστο/ύ μεγάλης Εκκλησί(ας) υπάρχων, κ(αι) δούλος ευπειθέστατος της υμετέρας παναγιότητος αντί –ταπεινός, κ(αι) ευτελής, κ(αι) αδιαφορήμον κ(αι) αγωγή/μον είναι μετά, πολλώ [ – ] κ(αι) βαθμώ διαφέροντος, κ(αι) υπερέχοντος μου του πανιερωτάτου μ(ητ)ροπολίτου αγίου Λαρίσσης κυρίου Μελετίου, [ – ] με θάρρος προστρέχων διά του γέρον/τος, αναγγέλλη το προσκυνητόν κ(αι) δουλικόν μου της υμετέρας παναγιότητος, κ(αι) της περί αυτόν αγίας κ(αι) ιεράς συνόδου, ελπίζων αδιστάκτως να εύρω ελ ……. . /ράσπισιν, κ(αι) να τύχω της προσωπικής [ – ] κ(αι) αμύνης εν οις αναιτίως κ(αι) παραλόγως πέπονθαι. το παράπονόν μου παναγιώτατε δέσποτα είναι, ότι παιδιόθεν εξ Ιωαννίνων ελθών /εις Λάρισσαν, κ(αι) διατρίβων εν αυτή κ(αι) πραγματευόμενος υπέρ τους εσσαράκοντα ήδη χρόνους, κ(αι) συζήσας με μ(ητ)ροπολίτας μεν κυρ Ιακώβου, κυρ Γαβριήλ, κυρ Παρθένιον, επισκό/πους δε πολλούς, κ(αι) διαφόρους, κ(αι) εις διαφόρους [ – ] θέσεις κ(αι) χρείας διαφόρως κ(αι) λόγοις κ(αι) έργοις, κ(αι) χρήμασι κ(αι) γράμμασι συγκοινωνητά [ – ] συμπεριπλεχθείς τιούτον περιστατι/κόν, τοιούτου …..κόν ποτ……… έ…..ον αλλ’ούτε άλ……. είδον [ – ] [ – ] ήδη πέπονθα υπό του αγίου Λαρίσσης κυρ Μελετίου, και του επισκόπου Θαυμακού κυρ Διονυσίου την υπό/θεσιν όλην, πως ηκολούθησε, οι πλησιόχωροι θεοφιλέστατοι επίσκοποι ακριβή είδησιν έχοντες ταύτης ανέφερον προλαβόντος …… . υμάς της [ – ] παναγιώτατε δι’ αναφοράς αυ/των, κ(αι) δεν είναι χρεία να ενοχλώ τας αγίας υμών ακοάς του ότι της λογί…….., τούτο μόνον ότι λέγω ότι είς την υπόθεσιν ταύτην της μελετηθείσης πραγματί(ας) του αγίου Δημητριάδος προς / τον διδάσκαλον κυρ Λάμπρον, αν κ(αι) ο άγιος Δημητριάδος εστάθη εξ αρχής μη μεγ κ(αι) ο κυρ Λάμπρος εγώ όμως όλως της / τοιαύτης μελετήσεως, κ(αι) του τοιούτου σκοπού του αγίου Δημητριάδος υπέρ του κυρ Λάμπρου, μάλιστα δε έστρεγον να γένη καθ’ όλα μη ύπολα ……………………. Ως επραγματευόμην την φιλίαν / του αγίου Δημητριάδος, κ(αι) ίνα μη έχω βάρος την φροντίδα της του χρέους ενοχάς, κ(αι) κυβερνήσεως του κυρ Λάμπρου, ως συγγενούς, τούτο ομολογώ αληθώς κ(αι) αδόλως εις την υμετέραν πανα/γιότητα επί μαρτύρω αυτώ τω φοβερώ κ(αι) καρδιογνώστη θεώ, αφ’ εαυτού δε ο άγιος Δημητριάδος, [ – ] από αιτήσεως κ(αι) παρακλήσε(ως) του κυρ Λάμπρου εκινήθη εις τον [ – ον] / κ(αι) είχε μεν τον τοιούτον σκοπόν ο Δημητριάδος, πριν δε να τον φανερώση εις τον Λαρίσσης, εγώ ήμην ει…….νικώς, κ(αι) ούκ έμελλέ μοι ύλως περί τούτου αφ’ ου δε εγνωρίσθη το πράγμα εις τον / Λαρίσσης, από ………………………………………………………
……………………………………………… αψνε (1755) Μαρτίου 20.
της υμετέρας Σεβασμιοτάτης Παναγιότητος
δούλος ευτελής
αναστάσιος Βασιλόπουλος
Αναφορά γενική των κατοίκων επισκοπής Δημητριάδος κατά των Μητροπολιτών Λαρίσσης.
(Αριθμ. Κώδικος Ε΄, σελ. 135 – 136. Ημερ. 1757)
Ίσον απαράλλακτον του πρωτοτύπου
Πανιερώτατε κ(αι) σεβασμιώτατε ημών αυθέντα κ(αι) δέσποτα, την υμετέρ(αν) περιφρούρητον παναγιότητα πανευλαβώς προσκυνούμεν, και την πανάγιον αυτής δεξιάν ταπεινώς κατασπαζόμεθα.
+ ύστερον από το δουλικόν κ(αι) ταπεινόν ημών προμυνήσης, με την παρούσαν δουλικήν ημών αναφοράν αναφέρομεν, κ(αι) φανερώνομεν τη θεοφρουρήτω αυτής παναγιότητι, διά την θεοφι:/λεστάτην επικοπήν Δημητριάδος, ότι εξ αρχής κ(αι) άνωθεν, και εις τον καιρόν του Ιακώβου, και του νυν μ(ητ)ροπολίτου, δεν έλλειψαν ποτέ αι άδικοι καταδρομαί, κ(αι) ζημίαι από τον / επίσκοπόν μας Δημητριάδος, καθώς κ(αι) τώρα από μίαν τοιαύτην καταδρομήν τον εφευγάτησον από την επισκοπήν του εις την Πόλιν και είναι πασίδηλον αι κα[………………………] ακολουθήσασαι / ζημίαι, κ(αι) ατιμίαι από την επισκοπήν μας αυτήν από τον μ(ητ)ροπολίτην της Λαρίσσης, καθ΄’ως εις πλάτος φαίνονται εις τας αναφοράς οπού εδόσαμεν όλα τα χωρία κοινώς εις χεί:/ρας του αρχιερέως μας, εάν εκίνησεν απ’ εδώ προ δύο χρόνων τώρα διά την Πόλιν εις τον καιρόν του κυρ Κυρίλλου διά να κινήση αγωγήν εις την μεγάλην Εκκλησί(αν) / διά τα δικαιολογήματά μας αυτά, και κακώς οπού τραβούμεν από τον μ(ητ)ροπολίτην, με το να ίδωμεν όμως έως τώρα καμμί(αν) διόρθωσιν, διά τούτο με τους αυτόθι ερχο:/μένους προεστούς μας οπού εστείλαμεν κ(αι) διά άλλας υποθέσεις του τόπου μας, εκδόσαμεν κ(αι) την παρούσαν αναφοράν μας να κινήσωμεν αγωγήν έμπροσθεν της παναγιό:/τητός της, κ(αι) της ιεράς συνόδου φανερώνοντες κ(αι) διά ζώσης φωνής τα δικαιολογήματά μας, δίδοντες άδειαν εις αυτούς να πάρουν από τον ανθότοπόν μας κ(αι) τας προγενομέ:/νας αναφοράς οπού ευρίσκονται εις χείρας του, κ(αι) να τας παρρησιάσουν έμπροσθεν της ιεράς συνόδου. δεόμεθα μόνον θερμώς να τους δοθή ακρόασις κ(αι) να κάμη εις / ημάς ένα έλεος να μας ………..………. κ(αι) να μας ξεχωρίση από την μ(ητ)ρόπολιν αυτήν, με αρχικόν [ – ] να υποκείμεθα εις τον οικουμενικόν θρόνον, διατί δεν ημπορούμεν να / υποφέρωμεν πλέον, τα καθ’ ημερινά σίζαλα, κ(αι) καταδρομάς και στέρησιν του αρχιερέως μας να τον φευγατίζη, να καθεύδη εις την Πόλιν, αυτή είναι η ταπεινή μας θερ:/μη παρακάλησις, κ(αι) δεόμεθα να εύρωμεν το δικαιόν μας από την μητέραν μας Εκκλησί(αν). Ει δε κ(αι) μας κλωτζίση ως νόθα, καθώς κ(αι) εις τον καιρόν του κυρ Κυρίλλου // οπού δεν ……………. Λογόθημεν, προβάλλοντος λόγον ………………. Μεν, ανάγκη είναι να στενοχωρηθώμεν, κ(αι) να περιπέσωμεν εις πολυχρόνους αυθέντας των χωρίων μας, [ – ] / …… ησυχία [ – ], κ(αι) να μας γλυτώση από την μ(ητ)ρόπολιν αυτήν, [ – – ] κ(αι) εκ τρίτου παρακαλούμεν να μη καταντήσωμεν, ουδέ να μας αφήση [ – ] / [ – ] να περβάλλωμεν υποθέσεις εκκλησιαστικάς εις εξωτερικάς πόρτας, διότι απεφασίσαμεν όλα τα χωρία της επισκοπής ταύτης να επινοήσωμεν τον τρίτον του / ….λ:ντομού, κ(αι( έχομεν καλάς ελπίδας το ζήτημά μας να τελειώση εκκλησιαστικώς. ταύτα ταπεινώς κ(αι) προσκυνητώς.
Της υμετέρ(ας) θεοφρουρήτου παναγιότητος δούλοι ταπεινοί
ελλ: κατοχώρι γεώργιος π(α)π(ά) προσκυνητά
νικόλας ρεΐζης προσκυνητώς
α΄στήλη | β΄ στήλη |
νικολός ιωάννου προσκυνητώς | μακρινίτζα |
δημήτρης χαντζή γεωργίου προσκυνητώς | σταμούλης αγγελή προσκυνητώς |
άγιος λαυρέντιος | δημήτριος σταμούλη προσκυνητώς |
[ – ] γιάννης προσκυνητώς | χατζή γιάννης προσκυνητώς |
[ – – ] προσκυνητώς | μηλαίς |
άγιος γεώργιος | στάθης χατζή προσκυνητώς |
διανέλος νικολού προσκυνητώς | νικόλας διαμάντη προσκυνητώς |
σταμούλης πολυμέρου προσκυνώ | νεοχώρι |
κερασαία | αναγνώστης [ – ] προσκυνητώς |
τραντάφλο γιάννη προσκυνώ | ιωάνη προσκυνώ σας |
διανέλο βάρσαμη προσκυνώ | |
μουτζέλα | τζαγαράδα |
κωνσταντής ράϊζου προσκυνώ | χατζή κωνσταντής προσκυνητώς |
πολυμέρης νικολού προσκυνώ | νικόλαος πάρδαλι προσκυνητώς |
βελεστίνος | ζαγορά |
χατζή αγγελής προσκυνητώς | δήμος τζομπανίκουπροσκυνητώς |
χατζή γιάννης προσκυνητώς | χατζή δημήτριος προσκυνητώς |
ρέτζενι | κυριαζή ρεΐζης προσκυνητώς |
ιωάννης διαμάντη προσκυνητώς | κανάλια |
γεώργη δημητρη προσκυνητώς | χατζή γεώργης προσκυνητώς |
χατζή νίκος προσκυνητώς | |
δέσενη | |
καλογιάννης προσκυνώ | |
πάσχος προσκυνώ |
γ΄στήλη | δ΄ στήλη |
πορταρέα | δράκεια |
χατζή αγγελής προσκυνητώς | γιάννης νικολού προσκυνητώς |
νικόλαος μπάϊλας προσκυνητώς | αποστόλης τρανταφύλλου προσκυνητώς |
δήμος π(α)π(ά) προσκυνητώς | δημήτρης αλεξάνδρου προσκυνητώς |
[ – ] χατζή προσκυνητώς | |
αργαλαστή | νεβόλιανη |
αποστόλης π(α)π(ά) προσκυνώ | γιάννη πανταζή προσκυνώ |
γιάννης χαρίτου προσκυνητώς | αποστόλης γιάνης προσκυνώ |
λαύκος | σηλήτζιανη |
γεώργιος δήμου προσκυνώ | γεροκυριαζής προσκυνώ |
κωνσταντή π(α)π(ά) προσκυνώ | στάθης παναγιώτη προσκυνώ |
κισσός | σέσκλος |
κωνσταντή μαλαχία προσκυνητώς | κωνσταντή νάνου προσκυνητώς |
αποστόλη νικολάου προσκυνητώς | χατζή γιάννης προσκυνητώς |
ανήλιον | κάπερνα |
αναγνώστης χατζή προσκυνητώς | χατζή γεώργιος, κ(αι) χατζή αλεξανδρής προσκυνητώς |
αποστόλης χατζή προσκυνητώς | γερονίκου προσκυνώ |
τζαγκαράδα | αγειά |
χατζή κωνσταντής προσκυνητώς | γέρο τριαντάφυλλος προσκυνητώς |
νικόλαος καρτάλη προσκυνητώς | γέρο ηρακλής προσκυνητώς |
θανάτου | γέρο μαργαρίτης προσκυνώ |
γεροστέφανος προσκυνώ | |
γεώργιος αναγνώστης | |
Σιγίλλιον προβιβάζον την επισκοπήν Δημητριάδος και Ζαγοράς εις Αρχιεπισκοπήν. (Αριθμ. Κώδικος Ε΄, σελ. 136-137-138. Ημερ. 1757 Μαΐου).
Τον αρχιερέα αυτόν κυρ-θεόκλητον ………………….. προβιβασθήναι την επισκοπήν ταύτην είς αρχιεπισκοπήν………… υποκειμένην τω καθ’ημάς ………… οικουμενικώ θρόνω ………….. των εν αυτή χριστιανών μετά του αρχιερέως αυτών απαλλαγήναι των τοσούτων κακών ών πρό χρόνων ήδη τοσούτων άχρι τούδε υπέστησαν …………. απαλλαγμένους και των συνεχώς επαγομένων αυτοίς ζημιών και καταδρομών και διαφόρων επιβουλών και ταραχών και σκανδάλων …………… ικανόν πλήθος χριστιανών από της επισκοπής ταύτης ……………. αναφοράς ………….. από της προς την μητρόπολιν λαρίσσης υποταγής μετά πολλής ……… θερμώς ………… εξετήσατο τον της αρχιεπισκοπής προβιβασμόν της πατρίδος αυτών ταύτης …………… αναγκασθήσονται πάντως ……………………………. και σπλαγχνισθέντας κηδεμονικώς και φιλαγάθος επί ταις κοιναίς δεήσ….. και προσκλαύσεσι των τοσούτων χριστιανών …………. ευαγγελικού ποιμένος ……….. και τον αρχιερέα αυτών απαλλάξαι πάσης εις το εξής ενδεχομένης κακώσεως και ταραχής ………………….. κατά κοινήν και συνοδικήν απόφασιν την ρηθείσαν επισκοπήν δημητριάδος ………….. προβιβάζομεν εις αρχιεπισκοπήν και εις αυτόνομο ……………… προβιβασμού εις την αρχιεπισκοπικήν αξίαν …………….. και ενδεχόμενα τας εν αυτή χιστιανοίς δεινά και χαλεπά ………… και τον εκ της αλληλομαχίας …………….. αυτής ψυχικόν κίνδυνον …………….. τω καθ’ ημίν οικοιμενικώ θρόνω ………. μηδεμία του λοιπού …………. εχόντων τη μητροπόλη λαρίσσης τούτου χάριν …………. την δύναμιν και εξουσία και χαρ του παναγίου και τελεταρχικού και παν……………………………………………… ιερωτάτου αγαπητόν ημών αδελφόν και συλλειτουργόν …………. επαρχία δημητριάδος και ζαγοράς η μέχρι τούδε επισκοπήν δημητριάδος από τούδε ……….. αρχιεπισκοπή του καθ’ημάς …………………. Οικουμενικού θρόνου
…………………………… εν αυτή κύρ-θεόκλητος υπάρχει και λέγεται αρχιεπίσκοπος δημητριάδος συναριθμούμενος τοις λοιποίς δυ………… αρχιεπισκόποις του καθ’ημ οικουμενικού θρόνου ……………………………… του αξιώματος του ιερωτάτου ως αξιούμενος και ελευθεροι…….πα από της προς τον μητροπολίτην λαρίσσης υποταγής οικουμενικώ θρόνω υπό αυτό ……………… αρχιερατεύων εν αυτή κυρ.θεόκλητος και ο μ αύτην διαδεξάμενος την αρχιεπισκοπήν ταύτην ……………………………… την αρχιεπισκοπήν ταύτην αξίαν και τάξιν εν τη επαρχία Δημητριάδος αναφαίρετον αμετάθετον (αμετακίνητον) και α’π λλ ον δι’όλου εις αιώνα τον απαντα και …………… ήδη ιερωτάτου μητροπολίτην λαρίσσης κυρ.μελέτιον ούτε την μετ’αυτόν διαδεξαμενον την μητρόπολιν ταύτην τολμάν
χρόνω και καιρώ κινήσαι αγωγήν αύθις της επαρχίας δημητριάδος ως δήθεν εκκλησιαστική διαγνώση άποφα απ’ αυτής κανονικώς και νομίμως χριστιανών και των θεοφιλεστάτων επισκόπων της μητροπόλεως ταύτης …………….. του χυ μεγάλης εκκλησίας ………………. τον προβιβασμόν τούτων της αρχιεπισκοπής ………………………………. σιγιλλιώδες μεμβράναις τω ιερώ κώδικι της καθ’ημάς του χυ μεγάλης εκκλησίας και εδόθη ……………. ιερωτάτω αρχιεπισκόπω δημητριάδος και ζαγοράς κυρ θεοκλήτω 1757 κατά μήνα μάιο εξ δε δια μείζονα ……………………. προβιβασμού εις αρχιεπισκοπήν της ……………………….. επαρχία δημητριάδος …………….. κατά πάντα καιρόν ………………….. συνοδικώς αποφανθίσης ……………………. ημών διατάξεως ……………… τολμήση από τούδε ………………… του προβιβασμού τούτου ………………………………… …………………………………………………………………………………………………………………………….. και νομίμω συνοδική ψήφω και αποφάση ημών ταύτη και θελήσει ανατρέψαι ……………………………………. αφωρισμένος ………………………………. της αγίας και ομοουσίου και ζωοποιού και αδιαιρέτου ……………………….. τριάδος του ενός τη φύση μόνου θεού και κατηραμένος και ασυγχώρητος και μετά θάνατον άλυτος εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι ………… αυτού μετά του προδότου Ιούδα και των θεομάχων Ιουδαίων των σταυρωσάντων Χριστόν των της δόξης. και πάσαις ταις φρικταίς και συνοδικαίς αραίς υπόδικος και ένοχος του πυρός της γεέννης και υπόδικος τω αιωνίω αναθέματι εξ αποφάσεως:
+ Καλλίνικος ελέω θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης
Υπογραφαί Σιγιλλίου:
Ηρακλείας (Γεράσιμος), Νικομηδείας Γαβριήλ ……………………………….. Ιερεμίας, Χαλκιδόνος Ιωαννίκειος Δέρκων Σαμουήλ, θεσσαλονίκης Γαβριήλ, ανδριανουπόλεως …………………………… αμασείας; Βενιαμίν …………..;παξών Παρθένιος λέ…….πόλεως ραφαήλ σερρών Ιωαννίκειος μιτυλήνης άνθιμος, Γάνου και χώρας νεόφυτος, Χίου διονύσιος πριγκιποννήσων νικηφόρος
Συνοδικόν εξοφλητικόν γράμμα. (1757 Ιουνίου).
Διά του παρόντος ημετέρου π(ατ)ριαρχικού συνοδικού γράμματος γίνεται δ΄γλον, ότι του ιερωτάτου αρχιεπισκόπου πρώην Δημητριάδος, και Ζαγορά κυρ Θεοκλήτου παραίτησιν ιδιοθελή κ(αι) /αβίαστον ποιησαμένου της αρχιεπισκοπής ταύτης διά κανονικών ψήφων, κ(αι) συνοδικής εκλογής διαδέξατο αυτόν ο ήδη ιερώτατος αρχιεπίσκοπος Δημητριάδος, κ(αι) Ζαγορά / εν αγίω πν(εύματ)ι αγαπητός ημών αδελφός, κ(αι) συλλειτουργός κυρ Γρηγόριος, ός-τις μετά το χειροτω[νη]θήναι διά τον γεγονότα προβιβασμόν κοινή και συνοδική διαγνώσει της επαρχίας / ταύτης εις την της αρχιεπισκοπής αξίαν της καίτι μην δέδωκε φιλοτιμίαν εις το κοινόν της καθ’ ημάς του Χ(ριστο)ύ μεγάλης Εκκλησίας δύο χιλιάδ(ες) κ(αι) πεντακόσια γρόσια εγχειρίσας αυ:/τά ανελιπώς κατά τελείαν εξόφλησιν. όθεν εις την περί τούτου ένδειξιν εγένετο κ(αι) το παρόν ημέτερον π(ατ)ριαρχικόν συνοδικόν εξοφλητικόν γράμμα, και εδόθη τω /διαλει(φθέντι) ιερωτάτω αρχιεπισκόπω Δημητριάδος, και Ζαγορά, και συναδελφώ ημών κυρ Γρηγόριω. εν έτει σωτηρίω αψνζω, εν μηνί Ιουνίω (1757 Ιουνίου) ινδικτιών(ος) εης
ο ηρακλεί(ας) Γεράσιμος. ο νικομηδείας Γαβριήλ. ο νικαί(ας) Ι………………
ο αδριανουπόλε(ως) ο σερρών Ιωαννίκιος. ο μιτυλήνης Άνθιμος
ο γά(ν)ου κ(αι) χώρας νεόφυτος ο χίου διονύσιος
+Καλλίνικος ελέω θ(εο)ύ αρχ(ιεπίσκο)πος Κων(σταντινου)πόλεως νέας ρώμης και οικο(μενικ)ος πατριάρχ(ης).
Η Αγιά στην «Μητρόπολη» Δημητριάδος (1794)
Ο Κώδιξ 133 της βιβλιοθήκης της Ζαγοράς πιστοποιεί ότι, επί της Πατριαρχείας Γερασίμου, ελέω θεού Αρχιεπισκόπου Κων/λεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχου, εν έτει 1794, Σεπτεμβρίου ιγ΄ (κατόπιν παραιτήσεως του Αρχιεπισκόπου Δημητριάδος και Ζαγοράς κ. Γρηγορίου) προβιβάζεται η Αρχιεπισκοπή Δημητριάδος εις Μητρόπολιν Δημητριάδος και Ζαγοράς.
Πρώτος Μητροπολίτης Δημητριάδος εψηφίσθη ο Αθανάσιος ο Κύπριος (1794).
Κατά την δεκαετία 1821-1830 ξεκινούν και με επιτυχία δρομολογούνται οι καινούριες και αποτελεσματικές απόπειρες για την απελευθέρωση των Ελλήνων.
Παράλληλα, έχουν αρχίσει οι προσπάθειες συνδιαλλαγής των αντιμαχομένων πλευρών, Ελλάδας και Τουρκίας, για την παραχώρηση κάποιας αυτονομίας ή και ανεξαρτησίας στις επαναστατημένες περιοχές.
Μετά από υπογραφές Πρωτοκόλλων εις Πετρούπολη (1826), Λονδίνο (1827), Αλεξάνδρεια (1828), κατά την διάσκεψη των πρεσβευτών των δυνάμεων στον Πόρο, ο Ιωάννης Καποδίστριας θα υποβάλει υπόμνημα, στο οποίο προτείνει και τα πρώτα σύνορα του Ελλαδικού κράτους.
Τα σύνορα, τα οποία θα ήσαν «τα μάλλον συνεσταλμένα», θα άρχιζαν «από τον κόλπο του Βώλου, και αφήνοντα μεν εις τους Τούρκους την θεσσαλίαν και πολύ της Ηπείρου μέρος, διά δε την ισχυροτάτων ορεινών όγκων φθάνοντα εις Σαγιάδαις».
Μετά από διαπραγματεύσεις, καθυστερήσεις, αναβολές και παλινδρομήσεις, τον Αύγουστο του 1832 κρίνεται ως καταλληλότερη γραμμή συνόρων εκείνη «από το στόμιον του Παγασητικού κόλπου …………… καταλήγει διά του Αμβρακικού εις την θάλασσαν …………».
Οι περιπέτειες των θεσσαλών της παραμεθόριας περιοχής θα εκδηλωθούν δέκα χρόνια αργότερα (1842) και θα διαρκέσουν ως την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881.
Ορισμένοι από τους κατοίκους της Σούρπης «δελεάστηκαν» ή αναγκάστηκαν από την τακτική του Τουρκικού κράτους να «μεταναστεύσουν» στον Σουρπιώτικο κάμπο περνώντας τα σύνορα, και να αποδεχθούν τους όρους του τουρκικού δημοσίου. (αλλαγή υπηκοότητας κ.λ.π.).
Εξ’ αιτίας της οροθετικής γραμμής των πρώτων Ελληνοτουρκικών συνόρων, εις περίοδο όπου τα Ελλαδικά μας πράγματα συνέχιζαν να είναι «αόριστα και μετέωρα και άνευ κυβερνητικής νομιμότητος», παρατηρούμε ότι: Τα Ν.Α. σύνορα της Μητροπόλεως Δημητριάδος από τον Μάρτιο του 1829 παραχωρούνται στο Ελλαδικό κράτος ενώ η Σούρπη, ο Αλμυρός, η Αγχίαλος, ο Βόλος το Πήλιο και η Αγιά(χ) παραμένουν υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
Η περιφέρεια της Αγιάς, ως είδομεν, συνυπογράφει την γενική των κατοίκων της επισκοπής Δημητριάδος αναφορά του 1757 (σελ. 238) και ως διαφαίνεται εκ των κτιτορικών επιγραφών, ενθυμήσεων και γεγονότων ανήκει εις την δικαιοδοσία του Δημητριάδος έως το 1878(1). Έχει λεχθεί ότι, «πρίν την απελευθέρωση (1881) η Μητρόπολις Δημητριάδος είχε μόνο την επαρχία Βόλου, ενώ οι επαρχίες Αλμυρού και Αγιάς υπάγονταν στη Μητρόπολη Λαρίσης»(2). Ωστόσο, υποθέσεις των –Φάβρ –
—————————————————————————————————————–
(χ).- Το 1805 ο Βελή πασάς αγοράζει την Δέσιανη, το 1836 η Ρέτσιανη έχει 300 σπίτια, το Καστρί έχει 30 σπίτια το 1850 ενώ ή Πλασιά έχει 100 σπίτια.
(1).- Το 1815, αναφέραται υπό του Αργ. Φιλιππίδη, 1820 υπό του Pouqueville 1859 επιγραφή εις Αετόλοφο, 1864 εις Μελίβοια, 1866 εις Αγιά ως και 1824, 1827/8, 1858 είς επιγραφάς και ενθυμήσεις ανήκει εις τον Δημητριάδος.
(2).- Δημητρίου Τσιλιβίδη, «Διοικητική και Εκκλησιαστική διαίρεση της Θεσσαλίας», περιοδικό Πληροφόρηση, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2006.
Εις το Μεταξοχώρι Αγιάς, διά ενοικιάσεις μοναστηριακών κτημάτων, αναφέρονται εις τον αρμόδιον της Δημητριάδος Μητροπολίτην κ. Γρηγόριον Ε΄, έως τα έτος 1878.
Εάν λοιπόν, διά κάποιαν αιτίαν ο Λαρίσης κατείχε την Αγιά μεταξύ των ετών 1878-1881, υποθέτουμε ότι είχε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα της εξεγέρσεως των θεσσαλών τα οποία έλαβον χώραν από 1ης Ιανουαρίου του 1878 εις Πήλιο, 16ης Ιανουαρίου εις Βρύνια Αλμυρού, 25η Φεβρουαρίου εις Αγιά, με την ολοκλήρωση της εξεγέρσεως της 2ας Μαρτίου του 1878 εις την Αγιά, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την διακοίνση της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας την 26 Μαρτίου 1881 και την υπογραφή Ελληνοτουρκικής Συνθήκης για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας την 20η Ιουνίου του 1881.
Εις τα υπομνήματα εκλογής των Μητροπολιτών Δημητριάδος (σελ. 255) ο Δημητριάδος Μητροπολίτης καλείται και Ζαγοράς το 1821-1823 και 1858.
Το 1873 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ο ΣΤ΄ αποκαλεί εις εγκύκλιό του τον Δημητριάδος, «Υπέρτιμο και Έξαρχο Πελασγών» και ο τίτλος διατηρείται έως της σήμερον.
Ο νόμος 940 της 19ης Μαΐου 1882 εντάσσει τις επαρχίες Αλμυρού και Αγιάς στην Μητρόπολη Δημητριάδος, αλλά, το 1899 η Επισκοπή Δημητριάδος αποκτά την επαρχία Σκοπέλου-Σκιάθου, που αποσπάται από την Επισκοπή Χαλκίδος και χάνει την επαρχία Αγιάς που υπάγεται στον Λαρίσης.
Η Αγιά, επανέρχεται στον Δημητριάδος μετά από 10 έτη, το 1909 με τον νόμο ΓΥΛΔ΄ (3434) ο οποίος καταργεί τον νομό Μαγνησίας.
Αναφέραμε ήδη ότι, το 1899 η Μητρόπολις Δημητριάδος (νόμος ΒΧΔ΄) καλείται Επισκοπή, όπως όλες οι 34 Μητροπόλεις της Ελλάδος εκτός των Αθηνών. Το 1923 με νέα απόφαση οι Επισκοπές έγιναν Μητροπόλεις και η Μητρόπολις Αθηνών Αρχιεπισκοπή. Οι επίσκοποι πλέον καλούνται Μητροπολίτες και ο Αθηνών Αρχιεπίσκοπος.
Παρατηρούμεν βάσει των μετατροπών εκ τως νομοθεσίας ότι, το 1901 ο Δημητριάδος Γρηγόριος Δ΄ καλείται Μητροπολίτης διότι: «όσοι των επιζώντων Σεβ/των αρχιερέων έφερον μέχρι τούδε (1899) τον τίτλο του Μητροπολίτου, θέλουσιν διατηρήσει αυτόν εφ’ όρου ζωής», και ποιμαίνει επισκοπή (1913), ενώ ο διάδοχος του Γερμανός αναφέρεται εις τα έγγραφα, ως επίσκοπος, έως το 1923. μετα δε την αλλαγή της νομοθεσίας (1918), ο Γερμανός καλείται Μητροπολίτης. Εις έκθεσιν εντυπώσεων Ιεροκήρυκος της «Επισκοπής» Δημητριάδος (1906), όπου το έγγραφο είναι εκ δευτέρου διορθωμένο «Αρχι/σκοπής» (δείγμα της αμηχανίας των υφισταμένων, διά την δεοντολογικά σωστή σύνταξιν των τίτλων), η Αγιά δεν αναφέρεται διότι ανήκει στον Νομό Λαρίσης και στην Επισκοπή Λαρίσης, ενώ ο Νομός Μαγνησίας ταυτίζεται με την Επισκοπή Δημητριάδος και περιλαμβάνει Βόλον, Αλμυρό, Σκόπελο και Σκιάθο.
Εν τέλει, από το 1922, όταν η επαρχία Αλμυρού αποσπάται από την Μητρόπολιν Λαρίσης επανέρχεται στην Επισκοπή Δημητριάδος, και μέχρι σήμερα η Μητρόπολις Δημητριάδος συγκροτείται από τις επαρχίες Βόλου, Αλμυρού και Αγιάς.
Η Αγιά ως υπερέχουσα στην Μητρόπολιν της Δημητριάδος.
Τα στοιχεία που φανερώνουν την εξέχουσα θέση της Αγιάς μεταξύ των επαρχιών του Δημητριάδος (Πήλιον – Ζαγορά – Αλμυρός) κατά την Τουρκοκρατία, είναι τα εξής:
- Η ύπαρξη Μετοχίου της Παναγίας Κύκκου εκ της Κύπρου στην Αγιά και η ανάδειξη του πρώτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.κ. Αθανασίου, καταγομένου εκ της νήσου Κύπρου.
- Το γεγονός ότι «οι κατά καιρούς Επίσκοποι διέτριβον μήνας τινάς εν τη έδρα Αγιάς, διό και η κοινότης έχει ανεγείρει επί θέσεως περιόπτου μεγαλοπρεπή οικοδομήν καλουμένην Μητρόπολιν». (Μ. Δάλλας).
Τον Οκτώβριον του 1823 ο από Περιστεράς Καλλίνικος, καταγόμενος εκ Σελίτσιανης (Ανατολής) Αγιάς, αφού εποίμανε την Δημητριάδα για τρία και πλέον έτη, έως τον Ιούλιο του 1827 παραιτηθείς ετελεύτησε μετά ένα χρόνο και ετάφη στον «Άγιον Νικόλαο της Μητροπόλεως» (Άγιο Νικόλαο «Κερασά» τον εκ Βουναίνης)(1).
- Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην «Μητρόπολη» ετάφησαν εκτός του Δημητριάδος Καλλινίκου (1828) και οι Επίσκοποι της Δημητριάδος Γαβριήλ, Ιουνίου 12η του 1663, Ιωαννίκιος, Μαϊου 12η του 1720, και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος ο Σάμιος, το 1858 (+- 23η Σεπτεμβρίου)(2).
—————————————————————————————————————–
(1).- Επειδή δε, και ο μετ’ αυτόν Νεόφυτος το 1828 έγινε δεκτός με υποδοχή εις Άγιον Αντώνιον «οι Ιερείς και Προεστώτες της Πολιτείας Αγιάς εσυνοδεύσαμεν αυτόν έως εις την Μητρόπολιν», φαίνεται ότι, κατά το 1823-28 ο Άγιος Νικόλαος ο Κερασάς λέγεται Μητρόπολις ως έδρα του Δημητριάδος εν Αγιά (είχεν επισκοπείον) και θεωρείται Μητροπολιτική Ενορία.
(2).- Ο Γαρδικίου Ιερόθεος κατήγετο εκ Ρετσάνης (Μεταξοχώρι Αγιάς) εις ήν και αφιέρωσε το Παρθεναγωγείον. ως ηγούμενος της Μονής Παναγίας Ρετσάνης (κατά Μ. Δάλλα) μετέβη εις Πατριαρχεία Κων/πόλεως κληθείς εις απολογίαν ένεκα αιτιάσεως κατ’ αυτού του ιατρού Δημ. Α. Αλαμάνου και τω ανετέθη η Επισκοπή Γαρδικίου.
Ένα οθωμανικό κείμενο του 1871 για την Επαρχία της Αγιάς*.
«Ο κασαμπάς (=μεγαλοχώρι) του Γενιτζέ1 περιέχει τριακόσια εβδομήντα σπιτικά και βρίσκεται στην πλαγιά του φημισμένου όρους Κίσσαβος, σε απόσταση έξι ωρών ανατολικά του Γενισεχίρ (=Λάρι-σας). Διατελεί υπό τη διοίκηση ενός μουδίρη. Διαθέτει περίφημο νερό και κλίμα και άφθονους κήπους με μουριές. Ένα πλήθος από νερά τρεχούμενα και βρύσες τον καθιστά θαυμάσιο τόπο αναψυχής.
Ο ναχιγιές του Γενιτζέ περιλαμβάνει εικοσιεφτά χωριά και τσιφλίκια και η περίετρός του εκτείνεται σε μήκος είκοσιτεσσάρων ωρών.
Πέντε με δέκα χωριά του χαχιγιέ βρίσκονται στην άκρη της θάλασσας. Το κύριο εμπόρευμα της περιοχής είναι τα μεταξωτά προϊόντα. Βρίσκει κανείς εδώ εξαίρετα και ανθεκτικά μεταξωτά υφάσματα που προτιμούνται ιδιαίτερα στο εσωτερικό του σαντζακιού των Τρικάλων.
Επειδή τα περισσότερα χωριά είναι κτισμένα σε μέρη ψηλά με ωραία νερά και κλίμα, οι κάτοικοί τους έχουν όλα τα εξωτερικά χαρίσματα που προσφέρει η φυσική ζωή στον άνθρωπο. Τους θερινούς μήνες το Γενισεχίρ προμηθεύεται από τον ναχιγιέ του Γενιτζέ τον πάγο και το χιόνι που του χρειάζεται.
Στα χωριά του ναχιγιέ βρίσκονται θαμμένα τα ακόλουθα πανάγια λείψανα (Οθωμανών ιερωμένων). Στο χωριό Αϊδινλί(2) (Νερόμυλος), του Σέιχ Φερίτ εφέντη, στο χωριό Αλιφακλάρ (Καλαμάκι) του Ισκεντέρ εφέντη, στο χωριό Κερμενλί του Τουργκίτ μπαμπά, στο τσιφλίκι Σέιχ Μπεντρελί (το Γερακάρι) του Σέιχ Μπεντρεντίν εφέντη και στο χωριό Δογάνη (Ανάβρα) του Γιαμσίν μπαμπά.
Στα σχολεία του ναχιγιέ φοιτούν γύρω στους εξακόσιους μαθητές.
Στο έδαφος του ναχιγιέ υπαρχουν ογδόντα τρεις βρύσες, χωρίς κληροδοτήματα ή άλλα έσοδα, που για το λόγο αυτό επιβλέπονται και επισκευάζονται από τους κατοίκους. Τέλος στο ναχιγιέ του Γενιτζέ, μέσα σ’ ένα δάσος μεταξύ των χωριών Καρύτσα και Θανάτου, αναβλύζει ένα κόκκινο νερό, όπου από τις 20 του Ιουλίου μέχρι τον Αύγουστο έρχονται οι κάτοικοι και το χρησιμοποιούν για υδροθεραπεία(3).
—————————————————————————————————————–
(*).- Κοκολάκης Μιχαήλ, Μετάφραση οθωμανικού σαλναμέ (Ημερολογίου), π. Ιστωρ, τευχ. 1, 1990, σελ. 65-66.
(1).- Γιενιτζέ (= «Νέος τόπος»). Τουρκική ονομασία της Αγιάς. Συναντιέται επίσης με τη μορφή Γενιτζέ-ι-Ρουμ ή Γενιτζε-ι-Γκιαβούρ («των Ρωμιών» ή «των Γκιαούρηδων»), σε αντιδιαστολή με το Γενιτζέ-ι-Βαρντάρ (τα Γιαννιτσά της Μακεδονίας) και το Γενιτζέ –ι Καράσού (ή Γενισέα της Ξάνθης). Για την ετυμολογία βλ. Β. Δημητριάδης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Θεσσαλονίκη, 1973, σελ. 62-64.
(2).- Αϊδινλί ονόμαζαν οι Τούρκοι το λεγόμενο Τουρκοχώρι, που σήμερα λέγεται Νερόμυλοι. Τα χωριά Αλιφακλάρ, Κερμενλί και Δογάνη (στο πρωτότυπο: Αλιφακαλάρ, Κερμιανλού και Ταγάν, έχουν μετονομαστεί αντίστοιχα Καλαμάκι, Πρινιά και Ανάβρα. Την ονομασία «Σέιχ Μπεντρελί» δεν τη συναντώ σε άλλη πηγή, αλλά ίσως να πρόκειται για το Γερακάρι, ανάμεσα στο Τουρκοχώρι και στη Δογάνη. Όλα αυτά τα χωριά κατοικούνταν και από Μουσουλμάνους.
(3).- Πρόκειται για την πηγή του Κόκκινου Νερού στους ανατολικούς πρόποδες του Κισσάβου. Το χωριό Θανάτου (στο πρωτότυπο «Σανάντ», (Θανάτου) λέγεται σήμερα Μελίβοια.
(…) Στον κάμπο του Γενισεχίρ υπάρχει μια λίμνη που λέγεται λίμνη της Κάρλας και έχει πλάτος μιας ώρας και μήκος τριών. Η λίμνη αυτή σχηματίζεται από τα νερά που κατεβάζουν οι χείμαρροι και οι νεροσυρμές από το όρος Κίσσαβο και τα γειτονικά του βουνά, καθώς και από τις πλημμύρες του ποταμού Κιοστέμ [=Πηνειού] και τις χρονιές που επικρατεί μεγάλη ανομβρία δίνει συχνά την εντύπωση ότι έχει στεγνώσει τελείως. Υπάρχουν πολυάριθμα ψάρια στη λίμνη αυτή και από το ψάρεμά τους το δημόσιο εισπράττει ετήσιο φόρο εκατόν δέκα χιλιάδων γροσίων. Τα ψάρια που βγαίνουν εδώ ανήκουν σε ένα είδος γριβαδιού……»
Η Αγια και η σχέσις αυτής με το Μετόχιον της Ι.Μ. Παναγίας Κύκκου
(της Κύπρου)
Στην επαρχία της Αγιάς μαρτυρείται μετόχιον της Ι. Μονής Παναγίας Κύκκου από το 1792.
Το μετόχι ευρίσκετο ως πρόκτισμα παραπλεύρως της Αγίας Παρασκευής στην ενορία του Αγίου Γεωργίου. Διοικητικά συνίστατο από έναν πρωτοσύγκελο και δύο ιερομονάχους, οι οποίοι περιερχόμενοι την Λάρισα, τον Πλαταμώνα και τον Βόλο, εδέχοντο τις συνδρομές των πιστών δια το Μοναστήρι γράφοντας τα ονόματα σε βιβλίο – κατάστιχο, το οποίο ελέγετο παρρησία.
Εκ των ενθυμήσεων του Θ. Χατζημιχάλη(3) γνωρίζουμε τους επιτροπεύοντας το Μετόχι ιερομονάχους κατά το 1792, Μελχισεδέκ – Κοσμά και Φιλήμωνα και τους κατά το 1802 Ευθύμιο – Αθανάσιο και Γεράσιμο, καθώς και το ότι ο ανωτέρω Αθανάσιος εκοιμήθη στην Αγιά το 1820 και ετάφη εις την Αγία Παρασκευή.
Το 1794 η Αρχιεπισκοπή Δημητριάδος ανυψώθη εις Μητρόπολιν. Στον θρόνο της Αρχιεπισκοπής Δημητριάδος ευρίσκετο από το 1793 ο Κύπριος Αθανάσιος ο οποίος αναδειχθείς πρώτος Μητροπολίτης και αρχιερατεύσας μέχρι το 1822 συνέδεσε κατά τραγικόν τρόπον το όνομά του με την Αγιά.
Το 1803 ή 1816 υπέστη μεγίστη ταπείνωσιν όταν ο Βελή πασάς τον ηγγάρευσεν μετά των ιερών και του λαού της Αγιάς να σκάψουν λίμνην εις το σεράγιόν του στην Δέσιανη κατά την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού μας, ανήμερα, δηλαδή, του Πάσχα.
Η συνοικία των Αγίων Αντωνίων περί το 1860, εκαλείτο « Βλαχομαχαλάς», ενδεικτικό του ότι, ένα μόνον μικρό τμήμα των αγιωτών ήταν Βλάχοι.
Τουρκικές οικογένειες δεν ήταν εγκατεστημένες στην Αγιά και ούτε οθωμανικό νεκροταφείο, ούτε τζαμί, ούτε ιδιοκτησίες Τούρκων υπήρχαν στην Αγιά. Η Αγιά είναι «αμιγής ξένου πληθυσμού» «ούτε τέμενος, ουδέ μία οικία οθωμανική ωκοδομήθη ποτέ εν αυτή»(4).
Τοπική παράδοση αναφέρεται στη ματαίωση των προθέσεων των λιγοστών Οθωμανών της Αγιάς, κατά το 1860/70 για την ανέγερση τεμένους σ’ αυτή, σε οικόπεδο που αγοράστηκε στη συνοικία της Παναγίας από τους Οθωμανούς του Τουρκοχωρίου(5) και δωρήθηκε στον τεκκέ του ιδίου χωριού.
—————————————————————————————————————–
(3).- Βλ. Νεκτ. Δρόσος, Τρεις ενθυμήσεις από την Αγιά για την Μητρόπολη της Δημητριάδος, 1792-1829, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 40, (Λάρισα 2001), σελ. 113.
(4).- « Νέα Εφημερίς», Ανώνυμη ανταπόκριση, 22-3-1983, Αθήναι
(5).- Αναφέρονται τζαμιά στους Νερομύλους (Τουρκοχώρι), στο Γερακάρι, στην Ανάβρα και στο Καλαμάκι.
Σχολείο τουρκικό επίσης, δεν υπήρχε στην Αγιά.
Στην Αγιά έδιναν το παρόν μόνον οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι εκτελούσαν την υπηρεσία των σ’ αυτή, αλλά διέμεναν μόνιμα στους Νερομύλους, χωριό οθωμανικό με τζαμί και τεκκέ(6). Ακόμη και ο βοεβόδας, αντιπρόσωπος των συμφερόντων της μητέρας του Σουλτάνου, διέμενε στο Μεταξοχώρι (τη Ρέτσιανη)(7). Παρουσία Τούρκων στην Αγιά δεν αναφέρουν ούτε ο Bjornstahl, ούτε οι Δημητριείς, ο Leake, ο Αργύρης Φιλιππίδης, ο Ιω. Οικονόμου Λαρισσαίος, ο Λεονάρδος κ.λ.π. στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνος. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνος, αναφέρεται από τον Mezieres ότι διέμεναν στην Αγιά, πλάι στο ποτάμι, λίγες οικογένειες οθωμανών, από τα διασωζόμενα σε εμπορικά κατάστιχα ονόματα των οποίων φαίνεται ότι ήταν αλβανοί στρατιώτες, υπηρέτες πλουσίων αγιωτών ή εργάτες. Ακόμη και στα τελευταία χρόνια της παρουσίας των Τούρκων στην Αγιά το αξίωμα του Μουδίρη το κατείχαν Οθωμανοί από τη Λάρισα(8).
– 1881 –
ΔΗΜΟΣ ΔΩΤΙΟΥ ΔΗΜΟΣ ΚΑΣΘΑΝΑΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΕΥΡΥΜΕΝΩΝ
Σελίτσανη Κουκουράβα Τσάγεζι
Νιβόλιανη Καστρί Καρύτσα
Μαρμάργιανη Καλαμάκι
Γερακάρι Βουλγαρινή
Τζούξανι Σκλήθρο
Πλασιά Πολυδένδρι
Δογάνη
Δέσιανη
Κερμενλή
Τσεκίρι
Ρέτσανη
Τουρκοχώρι
ΑΓΙΑ
Αθανάτου
Κάπιστα
Σκήτη
Ποταμιά
—————————————————————————————————————–
(6).- Leake W. M., Travels in Northern Greece, London 1935, τ. 4, σ. 413.
(7).- Σπεράντσας Θεοδόσης Κ., Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, Μερική Γεωγραφία – Βιβλίον Ηθικόν, Επιμ. Αρχιμ. Φιλαρέτου Βιτάλη, Αθήναι 1978, σελ. 141.
(8).- Βλ. Περιοχή τη Όσσας το 1852 κατά τον Mezieres, Μτφ. Ερρίκος – Πέτρος Κορριέ, π. «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», τ. Β. Λάρισα 1981, σ. 140-146. Σε κατάστιχα των Οικογενειών Ηρακλείδη και Αλεξούλη (1854 κ.ε.), αναφέρονται ονομαστικά – και κατά ηλικία, αξίωμα και καταγωγή – , τα μέλη στρατιωτικών αποσπασμάτων (σοβαρήδες) για την τήρηση της τάξεως (1851 – 1853) και αργότερα (1860 – 1870), καθαριστές χαντακιών, κτίστες, οδοκαθαριστές, ξυλοκόποι και εργάτες γης με τα αντίστοιχα ποσά που αμείβονται για τις εργασίες των. Όλοι είναι αλβανικής καταγωγής. Όλοι οι λοιποί Οθωμανοί που αναφέρονται στα κατάστιχα αυτά και σε άλλα έγγραφα αναφέρονται πάντοτε και με το όνομα του χωριού στο οποίο κατοικούν: [Κερμελί (Πρινιά) – Γερακάρι – Αϊντινλί, Τουρκοχώρι (Νερόμυλοι) – Τσεκίρι – Δογάνη (Ανάβρα) – Μερμαρίνη]. (Βρίσκονται στα αντίστοιχα αρχεία στο Τοπικό Αρχείο της Αγιάς).
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΕΩΚΤΗΣΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Μετά την εισβολή τους οι Τούρκοι ακολούθησαν το σύστημα καλλιέργειας που κληρονόμησαν από τους Φράγκους και τους Βυζαντινούς προκατόχους τους, με μικρές μόνο τροποποιήσεις στα έθιμα που επικρατούσαν και στους φόρους που εισέπρατταν προς το συμφέρον του Οθωμανικού Κράτους αφού τήρησαν το αυτοκρατορικό τους διάταγμα «Χατί Σερίφ» που όριζε να μην πειράζεται η ιδιοκτησία στις περιοχές που παραδίνονταν ειρηνικά.
Σημαντικότερη μεταβολή επήλθε μόνον στην αύξηση του γεωργικού πληθυσμού με την μεταφορά πολυαρίθμων νέων γεωργών από άλλες ορεινές και άγονες περιοχές της Ελλάδας και της Ασίας, χωρίς ωστόσο να αλλάξει και το είδος της καλλιέργειας.
Το κτηματολόγιο το οποίο καταρτίστηκε στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη σύμφωνα με τον Δ. Τσοποτό περιελάμβανε τις παρακάτω κατηγορίες γεωκτησίας.
α. Γη του Στέμματος ή Δημόσια έκταση: Παραχωρείτο στον Σουλτάνο ή στην οικογένειά του μετά την κατάληψη μιας περιοχής ή προέρχονταν από την κατάσχεση της περιουσίας των Μουσουλμάνων λόγω μη ύπαρξης κληρονόμων.
β. Βακουφική γη: Η έκταση αυτή ανήκε στα Μοναστήρια και δωρίζονταν σε αυτά από τον Σουλτάνο ή από ευσεβείς πολίτες. Διαχειρίζονταν από τον Μουτεβελή και νοικιάζονταν από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους με τίμημα το 1/10 της παραγωγής.
γ. Ιδιωτική γη: Ήταν ιδιοκτησία των Μουσουλμάνων πολεμιστών και αποδίδονταν σε αυτούς από τον Σουλτάνο σαν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους με τη δέσμευση να πληρώνουν φόρο στο κράτος το 1/10 της παραγωγής.
δ. Υποδημόσια γη: Η μεγαλύτερη έκταση γης που υπήρχε υπό την κατοχή των Οθωμανών αλλά με αρκετές δεσμεύσεις και περιορισμούς όσον αφορά την πώληση, μεταβίβαση, κληρονομιά και την εκμετάλλευση.
ε. Νεκρή γη: Ήταν μακριά από κατοικημένες περιοχές και δεν εκμεταλλεύονταν από κανέναν.
Η ΧΩΡΑ ΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Εκ των ανωτέρω, ως είπομεν την εποχή του Λέοντος Στ΄ του Σοφού η Αγιά, δεν είχε τιμηθεί αυτοτελώς δια της αξίας της επισκοπής, αλλ’ ήτο απλή κοινότης συνηνωμένη μετά της επισκοπής Βεσένης.
Η Δημητριάδα ήτο δεύτερη στην ιεραρχία των επισκοπών ή κατά τον σχολιαστήν πρώτη, ακολουθούσης της επισκοπής Φαρσάλων.
Ούτω πως η θέσις της Χώρας Αγιάς εις τα συνταγμάτια του Οικουμενικού Θρόνου ήτο ασταθής εν όσω υπήγετο εις την επισκοπή Βεσένης, εις την επισκοπή Δημητριάδος, εις την Αρχιεπισκοπήν Δημητριάδος και εν τέλει εις την Μητρόπολιν Δημητριάδος.
Τούτων ούτως εχόντων, όσον αφορά εις τον επισκοπικόν κατάλογον της Δημητριάδος, πολλοί επεχείρησαν κατά το παρελθόν ίνα προέλθωσι εις τον καταρτισμόν αυτού. Εκ του γεγονότος όμως, ότι υπάρχουν πλείστα σκοτεινά σημεία, εκ του ότι αι σωζόμεναι πηγαί δεν εβοήθουν εις την έρευναν και διότι κυρίως, δεν εξηρευνήθησαν ως θα έδει τα σωζόμενα ιστορικά κείμενα του αρχείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν κατέστη δυνατόν να προέλθη κατάλογος συνεχής και αλάνθαστος των επισκόπων Δημητριάδος.
Εις την σύνταξιν του παρόντος επισκοπικού καταλόγου ελήφθησαν υπ’ όψιν τα υπομνήματα εκλογής των Μητροπολιτών εκ του Αρχειοφυλακίου του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου μας από το έτος 1794 μ.Χ. έως το 1907(χ).
———————————————————————————————————————————————————–
(χ).- Έσχάτως και για ολίγον διάστημα, (2αν Νοεμβρίου 1991 έως 29 Ιανουαρίου 1993) η περιφέρειά μας, εψηφίσθη προσωποπαγής αυτόνομη Μητρόπολις Αγιάς και Συκουρίου διά το πρόσωπο του από Παραμυθίας Παύλου Καρβέλη επανελθούσα μετά την κοίμησιν του ανδρός (29-1-1993) εις τον Δημητριάδος Χριστόδουλον.
4ος ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
1/1 | Μ. L. QUIEN. | N.I. ΓΙΑΝΝΟΠΟ-ΛΟΣ | Β.Γ. ΑΤΕΣΗ | Α.Π. ΑΒΡΑΜΕΑ | ΟΝΟΜΑ | ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ ΟΡΙΑ |
1. | MAXIMIUS | Μάξιμος | Μάξιμος | Μάξιμος | Μάξιμος | 422, 431 |
2. | CONSTANTINUS | Κωνσταντίνος | Κωνσταντίνος | Κωνσταντίνος | Κωνσταντίνος | 449, 451 |
3. | ABUNDANTIUS | Αβουδάντιος | Αβουδάντιος | Προβιανός | Αβουδάντιος | 458-531; |
4. | PROBIANUS | Προβιανός | Προβιανός | Αβουδάντιος | Προβιανός | 531 |
5. | – | – | Ανώνυμοι | Σάββας | Σάββας | Θ΄αιών. Β΄ ήμισυ |
6. | XENOPHON | Ξενοφών | Ξενοφών | Ξενοφών | Ξενοφών | 879, 880 |
7. | – | – | – | Λέων | Λέων | Ι΄ αιών, Β΄ ήμισυ |
8. | JOANNES | Ιωάννης | Ιωάννης | Ιωάννης | Ιωάννης | 1110 -1115 |
9. | – | – | – | Νικηφόρος | Νικηφόρος | ΙΒ΄αιών, Β΄ ήμισυ |
10. | – | Αρσένιος | Αρσένιος | – | Αρσένιος | 1215 – 1222 |
11. | DOMINICUS | – | – | – | 1216 – 1222 | |
12. | – | Νικόλαος | Νικόλαος Βλαττής | – | Νικόλαος | 1230 – 1240/6 |
13. | – | Νεόφυτος Α΄ | Νεόφυτος Α΄ | – | Νεόφυτος Α΄ | 1240 – 1256 |
14. | – | Μιχαήλ Πανάρετος | Μιχαήλ Πανάρετος | – | ΜιχαήλΠανάρετος | 1272 – 1276 |
– | – | Ανώνυμοι | – | Ανώνυμοι | 1276- 1489; | |
15. | – | Βησσαρίων | Βησσαρίων | – | Βησσαρίων | 1490 – 1525; |
16. | – | Ιωσήφ | Ιωσήφ | – | Ιωσήφ Α΄ | 1541 – 1558 |
17. | – | Ιωάσαφ Α | Ιωάσαφ ή Ιωσήφ | – | Ιωάσαφ | 1558 |
18. | THCOPHILUS | – | Θεόφιλος Α΄ | – | Θεόφιλος Α΄ | 1564/5 |
19. | – | Δομετιανός ή Δομένικος | Δομετιανός ή Δομένικος | – | Δομετιανός ή Δομένικος | 1569 |
20. | – | Ιωάσαφ Β΄ | Ιωάσαφ Β΄ | – | Ιωάσαφ Β΄ | 1571 |
21. | – | Παχώμιος | Παχώμιος | – | Παχώμιος | 1581 – 1590 |
22. | – | – | Θεόφιλος Β΄ | – | Θεόφιλος Β΄ | 1593 |
23. | – | Φιλόθεος | Φιλόθεος | – | Φιλόθεος | 1596 |
24. | – | Αγάπιος | Αγάπιος | – | Αγάπιος | 1600 – 1610 |
– | Γαβριήλ | Γαβριήλ Α΄ | – | 1605; | ||
25. | Κάλλιστος | Κάλλιστος | – | Κάλλιστος | 1630 – 1639 | |
26. | – | Θεόκλητος | – | – | Θεόκλητος Α΄ | 1639 -1642 |
27. | – | – | Γρηγόριος Α΄ | – | Γρηγόριος Α΄ | 1643 – 1651 |
28. | – | – | Τιμόθεος | – | Τιμόθεος | 1651 |
29. | – | Γαβριήλ Α΄ | Γαβριήλ Β΄ | – | Γαβριήλ Α΄ | 1653 – 1663 |
30. | – | Διονύσιος Α΄ | Διονύσιος Α΄ | – | Διονύσιος | 1663 – 1670 |
31. | – | Ιωαννίκιος | Ιωαννίκιος Β΄ | – | Ιωαννίκιος Α΄ | 1670 – 1688 |
32. | – | Καλλίνικος | Καλλίνικος Α΄ | – | Καλλίνικος Α΄ | 1688 – 1690 |
33. | – | – | Ιωαννίκιος Γ΄ | – | Ιωαννίκιος Β΄ | 1706; – 1711 |
34. | – | Παρθένιος | Παρθένιος Α΄ | – | Παρθένιος Α΄ | 1714 |
35. | NECTARIUS | Νεκτάριος | Νεκτάριος | – | Νεκτάριος | 1721 |
36. | – | Ιάκωβος | Ιάκωβος | – | Ιάκωβος | 1723 – 1732 |
37. | – | Θεόκλητος Β΄ | Θεόκλητος | – | Θεόκλητος Β΄ | 1735 – 1757 |
– | – | Μακάριος | – | |||
38. | – | Γρηγόριος Α΄ | Γρηγόριος Β΄ | – | Γρηγόριος Β΄ | 1757 – 1794 |
– | Διονύσιος | Διονύσιος | – | – | ||
– | Δημήτριος | – | – | |||
39. | – | Αθανάσιος | Αθανάσιος Κασαβέτης | – | Αθανάσιος Α΄ Μητροπολίτης | 1794 – 1821 |
40. | Βαρθολομαίος | Βαρθολομαίος | 1821 – | |||
41. | – | – | Παρθένιος Β΄ | – | Παρθένιος Β΄ | 1821 |
42. | – | – | Καλλίνικος Β΄ | – | Καλλίνικος Β΄ | 1823 – 1827 |
43. | Νεόφυτος Β΄ | Νεόφυτος Β΄ | – | Νεόφυτος Β΄ | 1827 – 1836 | |
44. | Ιωσήφ Β΄ | Ιωσήφ Β΄ | – | Ιωσήφ Β΄ | 1836 – 1837 | |
45. | Γρηγόριος Β΄ | Γρηγόριος Γ΄ | – | Γρηγόριος Γ΄ | 1837 – 1838 | |
46. | Ματθαίος | Ματθαίος | – | Ματθαίος | 1838 – 1841 | |
47. | Μελέτιος | Μελέτιος | – | Μελέτιος | 1841 – 1846 | |
48. | Γαβριήλ Β΄ | Γαβριήλ Γ΄ | – | Γαβριήλ Β΄ | 1846 – 1855 | |
49. | Γρηγόριος Γ΄ | Γρηγόριος Δ΄ | – | Γρηγόριος Δ΄ | 1855 – 1858 | |
50. | Δωρόθεος ο Σχολαρ. | Δωρόθεος ο Σχολαρ. | – | Δωρόθεος ο Σχολάριος | 1858 – 1870 | |
51. | Γρηγόριος Δ΄ | Γρηγόριος Ε΄ Φουρτ. | – | Γρηγόριος Ε΄ Φουρτουνιάδης | 1870 – 1907 | |
52. | Γερμανός ο νυν | Γερμανός Μαυρ. | – | Γερμανός Μαυρομάττης | 1907 – 1935 | |
53. | Ιωακείμ | Ιωακείμ Αλεξόπουλος | 1935 – 1957 | |||
54. | Δαμασκηνός | Δαμασκηνός Χατζόπουλος | 1957 – 1968 | |||
55. | Ηλίας | Ηλίας Τσακογιάννης | 1968 – 1974 | |||
56. | Χριστόδουλος | Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης | 1974 – 1997 | |||
57. | Ιγνάτιος Γεωργακόπου-λος | 1997 – | ||||
ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ(0) ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Β΄ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ (-.7.1821-21.2.1827)
Από την ίδρυσή της, τον 5ον αι. μ.Χ., η Επισκοπή της Δημητριάδας υπαγόταν στην Μητρόπολη της Λάρισας. Το 1757 αναδείχθηκε σε Αρχιεπισκοπή, με πρώτον αρχιεπίσκοπο τον Θεόκλητο (1757) και τελευταίον τον Γρηγόριο Β΄ (1757-1794)(1), αδελφό του ζαγοριανού πατριάρχη Καλλινίκου Δ΄. Μετά το 1794 η Δημητριάδα αναδείχθηκε σε Μητρόπολη, με πρώτον μητροπολίτη τον Αθανάσιο Κύπριο (1794-1821)(2). Την εν λόγω Επισκοπή/Μητρόπολη, κατά την μακραίωνη ιστορία της, εποίμαναν πολλοί αρχιερείς, τα ονόματα και η αρχιερατία των οποίων δεν είναι γνωστά με πληρότητα. Από τα σωζόμενα υπομνήματα εκλογής τους δημοσιεύθηκαν μόνο μερικά(3), γεγονός το οποίο δικαιολογει τα μεγάλα κενά και τα λάθη του επισκοπικού καταλόγου.
Με τον επισκοπικό κατάλογο της Δημητριάδας ασχοληθήκαμε την περίοδο των μεταπτυχιακών σπουδών μας στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Οι δυσκολίες, τις οποίες συναντήσαμε τότε, για την σύνταξη του καταλόγου υπήρξαν ανυπέρβλητες. Εσχάτως σκεφθήκαμε να προσφύγουμε στα αρχεία του Πατριαρχείου μας και να ζητήσουμε αντίγραφα των υπομνημάτων εκλογής μητροπολιτών Δημητριάδας και Λαρίσης. Με την ευλογία του Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, λάβαμε τα υπομνήματα εκλογής των μητροπολιτών Δημητριάδας του 19ου αιώνα. Εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας προς την Σεπτήν Κεφαλήν του Οικουμενικού Θρόνου, βαθυσεβάστως ευχαριστούντες διά την αγάπη και συμπαράσταση προς την ταπεινότητά μας. [Από τα εν λόγω υπομνήματα θα παρουσιάσουμε των μητρο-πολιτών Βαρθολομαίου, Παρθενίου και Καλλινίκου Β΄, οι οποίοι αρχιεράτευσαν από τον Ιούλιο του 1821 έως τις 21.2.1827, την εποχή δηλαδή του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων].
—————————————————————————————————————–
(0).- Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Υπομνήματα Α΄, Θ.ΗΜ., τομ. Σελ…… Λάρισα 1….
(1).- Βλ. Γερ. Ι. Κονιδάρης, Δημητριάδος Μητρόπολις, ΘΗΕ, 5 (Αθήναι 1964) 1047. Απ. Δ. Παπαθανασίου, Η βυζαντινή Δημητριάδα, 431-1204, Βόλος 1995, 318.
(2).-Το σχετικό έγγραφο της προαγωγής της επισκοπής Δημητριάδας σε Μητρόπολη και της χειροτονίας του μεγάλου αρχιδιακόνου του Πατριαρχείου Αθανασίου, από τον Πατριάρχη Γεράσιμο Γ΄, δημοσίευσε ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (Ημερολόγιον Φήμη, Βόλος 1888, 110 και εξής). Στους γνωστούς επισκοπικούς καταλόγους (Γερ. Ι. Κονιδάρης, ό.π., σελ. 1048), η αρχιερατία του Αθανασίου αρχίζει το 1794. Σε μια ενθύμηση, όμως, αναφέρεται ότι «κατά τους 1793 Σεπτεμβρίου, ιδ΄ εχρημάτισε μητροπολίτης της επαρχίας ταύτης Δημητριάδος ο πανιερώτατος και μουσικώτατος κύριος Αθανάσιος Κύπριος (……). Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Τρεις ενθυμήσεις από την Αγιά για την Μητρόπολη της Δημητριάδας, 1792-1829, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 40 (2001) 114. Ίσως ο Αθανάσιος χειροτονήθηκε στις 14.9.1793 και ανέλαβε τα καθήκοντά του στις αρχές του 1794.
(3).- Βλ. Κώστας Σπανός, Τα υπομνήματα εκλογής τριών επισκόπων της Δημητριάδας, 1651-1688, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 35 (1999) 225-236.
ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ
1.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ
ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
Ο μητροπολίτης Αθανάσιος ο Κύπριος, λόγω της επανάστασης στη Μαγνησία, εγκατέλειψε την Μητρόπολή του και κατέφυγε στην Νότια Ελλάδα, τον Ιούνιο/Ιούλιο 1821. επειδή, λοιπόν, ο Αθανάσιος «εκ μέσου γενομένου και την επαρχίαν καταλιπόντος υπό κακοβουλίας» έπρεπε να εκλεγεί ο διάδοχός του. Τα μέλη της Συνόδου του Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριιάρχη Ευγενίου Β΄ (1821-1822)(4), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχό του Αθανασίου. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση πρότειναν τρεις υποψήφιους, με πρώτο τον πρώην Γρεβενών Βαρθολομαίο(5), ο οποίος και εκλέχθηκε, τον Ιούλιο του 1821.
Δεν γνωρίζουμε εάν ο Βαρθολομαίος εγκαταστάθηκε στη Μητρόπολη της Δημητριάδας. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1821 υπέβαλε την παραίτησή του στο Πατριαρχείο «οικεία βουλή και αυθαιρέτω γνώμη» για να αποκαταστήσει αυτό «όν αν εγκρίνη και βούλεται», χωρίς να αναφέρει τους λόγους αυτής της ενέργειάς του. Το γεγονός ότι ο διάδοχός του, όπως θα δούμε πα\ρακάτω, εκλέχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1821, δηλαδή στις 29 ή στις 30 φανερώνει ότι ο Βρθολομαίος ήταν στο Πατριαρχείο όταν υπέβαλε την παραίτησή του και ταυτοχρόνως έγινε η εκλογή του διαδόχου του. Έτσι, λοιπόν, είναι πολύ πιθανόν να μην πήγε ποτέ στην έδρα της επαρχίας του. Εάν πήγε έφυγε αμέσως λόγω της επανάστασης και των βιαιοτήτων στις οποίες προέβησαν οι Οθωμανοί.
α) Το υπόμνημα εκλογής του Βαρθολομαίου (-7.1821)
Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος, και Ζαγοράς(6) απροστατεύτου διαμεινάσης, / άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος Αθανασίου εκ μέσου γενομένου, και την επαρχίαν / καταλιπόντος υπό κακοβουλίας αυτού, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του / παναγιωτάτου, και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου, και δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου / κυρίου Ευγενίου, συνελθόντες εν τω
—————————————————————————————————————–
(4).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 19962, 602-603.
(5).- Ο Βαρθολομαίος είχε παυθεί από μητροπολίτης των Γρεβενών, στις αρχές του φθινοπώρου του 1820. Ο διάδοχός του Άνθιμος εκλέχθηκε τον Οκτώβριο του 1820 «παυθέντος Βαρθολομαίου». Βλ. Αιμ. Τσακόπουλος, Επισκοπικοί κατάλογοι κατά τους κώδικας των υπομνημάτων του Αρχειοφυλακίου του Οικουμενικού Πατριαρχίου, Ορθοδοξία, ΛΑ (1956) τεύχος Α, 438.
(6).- Από το 1794, ο αρχιερέας της Δημητριάδας έχει τον τίτλο του μητροπολίτη Δημητριάδας και Ζαγοράς. Βλ. Νέος Ελληνομνήμων, 19 (1925) 378. Γερ. Ι. Κονιδάρης, ό.π., σ. 1048. Σε ενθύμηση της εποχής του, ο μητροπολίτης Αθανάσιος αναφέρεται και ως «έξαρχος Πελασγών». Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Τρεις ενθυμήσεις …….., ό.π., σ. 114.
πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος / Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, εις εύρεσιν και εκλογήν / αξίου, και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν, και ποιμαν/τικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως. αον μεν εθέμεθα τον πανιερώτατον, και / θεοπρόβλητον μητροπολίτην πρώην Γρεβενών, εν αγίω πν(εύματ)ι αγαπητόν ημών αδελφόν, κυρ / Βαρθολομαίον. βον δε τον Βενέδικτον, και γον τονΚαλλίνικον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη / εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή, κ(αι) παράστασιν μόνιμον.
Εν έτει σωτηρίω: αωκα: κατά μήνα Ιούλιον, επινεμήσεως θης:.
+ Ο Καισαρείας Ιωαννίκιος έχων και τας γνώμας των συναδελφών σεβασμι(ωτάτων) γερόντων, του τε / αγίου Εφέσου κυρίου Μακαρίου, του αγίου Ηρακλείας κυρίου Μελετίου και του αγίου / Κυζίκου κυρίου Κωνσταντίου
+ Ο Νικομηδείας Πανάρετος
+ Ο ………………………
+ Ο Χαλκηδόνος Γρηγόριος
+ Ο Δέρκων Ιερεμίας
+ Ο Τορνόβου Ιλαρίων (;)
+ Ο Αδριανουπόλεως Νικηφόρος
ΠΗΓΗ, Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 450.
β) Η παραίτηση του Βαρθολομαίου (29.9.1821)
+ Διά της παρούσης μου ενυπογράφου και ενσφραγί/στου οικειοθελούς και αβιάστου παραιτήσεως δηλοποιώ / ότι οικεία βουλή και αυθαιρέτω γνώμη παραιτούμαι / από της επαρχίας μου Δημητριάδος, ου μην δε κ(αι) της αρχιερωσύνης μου, ίνα η αγία του Χ(ριστο)ύ Μεγάλη / Εκκλησία αποκαταστήση εν αυτή όν αν εγκρίνη / και βούλεται. Διό εις ένδειξιν εγένετο και η παρούσα / μου οικειοθελής ενυπόγραφος κ(αι) ενσφράγιστος παραίτησις.
αωκα΄ Σεπτεμβρίου: κθ΄
+ ο πρώην Δημητριάδος Βαρθολομαίος βεβαιοί.
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 4.
2.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ
Μετά την παραίτηση του Βαρθολομαίου (29.9.1821) η Σύνοδος του Πατριαρχείου συνήλθε, την ίδια μέρα ή την επομένη (30.9.1821)(7), στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου «προτροπή και αδεία» του ίδιου Οικουμενικού Πατριάρχη (Ευγενίου), για να εκλέξει νέον μητροπολίτη της Δημητριάδας. Πρώτος από τους τρεις υποψηφίους τοποθετήθηκε ο αρχιμανδρίτης Παρθένιος, ο οποίος και εκλέχθηκε μητροπολίτης κατά την συνήθη πρακτική. Ο Παρθένιος εγκαταστάθηκε στον Βόλο και αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Σύμφωνα με μια ενθύμηση, «αφού ηλθεν από την Κωνσταντινούπολιν, μόνον μήνα έναν εχάρη την επαρχίαν και έφυγεν από τον Βόλον εις τα νησσήα(8) αφής την επαρχίαν εις μεγάλον χρέος εις τους αωκβ΄ Αυγούστου 15»(9). Επειδή ο Παρθένιος «ανάγωγος και απαίδευτος ως λύκος βαρύς επιπεσών κατά του ποιμνίου αυτού, βία και δυναστεία παρεισφρήσας και λιποτακτήσας (……) και φυγή χρησάμενος παντελώς καθαιρείται»(10).
Το υπόμνημα εκλογής του Παρθενίου (29/30.9.1821)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος / κυρ Βαρθολομαίου παραίτησιν οικειοθελή απ’ αυτής, και αβίαστον ποιησαμένου, ως αντικρύ κατεστρωμένη / φαίνεται, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή, και αδεία του παναγιωτάτου, και σεβασμιωτάτου ημών αυ/θέντου, και δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Ευγενίου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ / ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύ/ρεσιν, και εκλογήν αξίου, και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν, και ποι/μαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως. αον μεν εθέμεθα τον πανοσιώτατον αρχιμανδρίτην, εν / ιερομονάχοις κυρ Παρθένιον. βον δε τον Χρύσανθον και γον τον Διονύσιον, ων και τα ονόματα κα/τεστρώθη εν τώδε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας εις διηνεκή ένδειξιν, κ(αι) μόνιμον παράστασιν.
Εν έτει στηρίω αωκα΄ κ(ατ)ά μήνα Σεπτέμβριον επί νεμήσ(εως) 1ης
+ Ο Καισαρείας Ιωαννίκιος + Ο Εφέσου Μακάριος
+ Ο Νικομηδείας Πανάρετος + Ο Δέρκων Ιερεμίας
+ Ο Τορνόβου Ιλαρίων (;) + Ο Σμύρνης Άνθιμος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 5.
—————————————————————————————————————–
(7).- Βλ. όσα αναφέρουμε, παραπάνω με αφορμή την παραίτηση του Βαρθολομαίου.
(8).- Ο Παρθένιος κατέφυγε στο Τρίκερι όπου παρέμεινε μέχρι το 1823. Βλ. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960, 655, σημ. 1.
(9).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Τρεις ενθυμήσεις ……, ό.π., σ. 116.
(10).- Βλ. Βασ. Α. Μυστακίδης, Επισκοπικοί κατάλογοι, ΕΕΒΣ, 12 (Αθήναι 1936) 169.
3.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Β΄ .
Όπως προαναφέραμε, ο μητροπολίτης Παρθένιος εκλέχθηκε στις 29 ή 30.9.1821 και ύστερα από παραμονή ενός μήνα εγκατέλειψε την Μητρόπολη της Δημητριάδας και κατέφυγε στα νησιά. Λόγω των πολεμικών γεγονότων, τα οποία ακολούθησαν την έναρξη της επανάστασης του 1821, η Μητρόπολη παρέμεινε ακέφαλη μέχρι τον Οκτώβριο του 1823. ο Οθωμανός διοικητής της Λάρισας, με έγγραφό του προς την Υψηλή Πύλη(11), έκανε γνωστή την ενέργεια του Παρθενίου και ταυτοχρόνως διαβίβασε την αίτηση των χριστιανών κατοίκων της Μαγνησίας, με την οποία ζητούσαν να εκλεγεί μητροπολίτης τους ο επίσκοπος της Περιστεράς Καλλίνικος(12).
Ο Καλλίνικος, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Ανατολή (τότε Σελίτσανη) της Αγιάς(13), «διέτριβε»στον Βόλο αυτό το διάστημα. Ως βοηθός του μητροπολίτη της Λάρισας πρέπει να είχε σταλεί εκεί για να μην είναι ακέφαλη η Μητρόπολη και έτσι είχε γίνει γνωστός στους κατοίκους της περιοχής. Καθώς, λοιπόν, τον γνώριζαν καλά, τον συνέστησαν στο Πατριαρχείο ως «άνδρα γνωστόν, αρμόδιον και τίμιον μαρτυρούμενον υπ’αυτών, ειδήμονα δε των εντοπίων ηθών και εθών, και άξιον προς διοίκησιν της επαρχίας αυτής, θεάρεστόν τε και ευάρεστον κατά το εκκλησιαστικόν και πολιτικόν».
Η Σύνοδος του Πατριαρχείου, αφού έλαβε υπόψη της το «ηγεμονικόν» έγγραφο και τις αναφορές των Χριστιανών της περιοχής, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Ανθίμου (1822-1824)(14), συνήλθε στν πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξει τον διάδοχο του Παρθενίου. Με την απόφασή της η Σύνοδος μετέθεσε τον επίσκοπο της Περιστεράς Καλλίνικο «εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος και Ζαγοράς», τον Οκτώβριο του 1823.
Ο Καλλίνικος Β΄ αρχιεράτευσε μέχρι την 21.2.1827(15). Κατά την διάρκεια άσκησης των καθηκόντων του συνάντησε πολλές δυσκολίες, κυρίως οικονομικής υφής. Όπως αναφέρει στην παραίτησή του, δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το χρημα-
—————————————————————————————————————–
(11).- Υψηλή Πύλη, το Υπουργείο των Εξωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
(12).- Ο ιερομόναχος Καλλίνικος, επίτροπος της Μητρόπολης της Λάρισας, εκλέχθηκε επίσκοπος της Περιστεράς στις 25.9.1807. Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, Συμβολή στην ιστορία της Επισκοπής Περιστεράς. Η εκλογή των επισκόπων Παϊσίου (1800) και Καλλινίκου (1807), Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 33 (1998) 246-254.
(13).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, ό.π., σ. 246, σημ. 32. π. Νεκτ. Δρόσος, Τρεις ενθυμήσεις ……, ό.π., σ. 116.
(14).- Πρόκειται για την Τρίτη πατριαρχία του Ανθίμου. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 603-604.
(15).- Στον επισκοπικό κατάλογο της Δημητριάδας δεν αναφέρεται ο χρόνος της αρχιερατίας του (βλ. Γερ. Ι. Κονιδάρης, ό.π., σ. 1048). Ο Βασ. Ατέσης (Επισκοπικοί κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’αρχής μέχρι σήμερον, εν Αθήναις, 1975, 40) και ο Βασ. Α. Μυστακίδης (ό.π., σ. 169) αναφέρουν την περίοδο 1823-1827.
τικό ποσό για τις υποχρεώσεις της Μητρόπολής του προς το Πατριαρχείο. Οι οικονομικές δυσκολίες κατέστησαν ανυπέρβλητες διότι, όπως αναφέρει στην παραίτησή του, «εντόνως εβιάσθην [από τον μητροπολίτη της Λάρισας Μελέτιο] εξαργυρώσαι εκ τούτων δέκα χιλιάδας γρόσια(16)». Πέρα από όλα αυτά, δεν τον βοηθούσε και η ηλικία του («έχων προσέτι και το υπέρ κεφαλής γήρας»). Τα ίδια ακριβώς αναφέρονται και σε μια ενθύμηση της εποχής: «(……) κατά τους αωκγ [1823] Φεβρουαρίου 17, εψηφίσθη (……) ο άγιος Περιστεράς Συλιτζανιώτης(17) κυρ-Καλλίνικος (……). Ποιμάνας τοινήν και αυτός την [Μητρόπολιν] της Δημητριάδος χρονους γ΄ άχρι του αωκζ [1827] τρέχοντος έτους, κατά μήνα τον Μάρτιον(18), μη δυνάμενος να υπωμένη τα βάρη και μεγάλα χρέη της επαρχίας, ως γέρων και αδύνατος έδοκε εκουσίως την παραίτησίν του και μετά ένα χρόνον ετελεύτησε και ενταφιάσθη εις τον Άγιον Νικόλαον της μητροπόλεώς μας [της Αγιάς](19)».
α) Το υπόμνημα εκλογής του Καλλινίκου Β΄ (-.10.1823)
Επειδή οι θείοι και ιεροί νόμοι και κανόνες παραγγέλλουσιν μηδεμίαν επαρχίαν μένειν χηρεύουσαν επί πολύν / χρόνον, απροστάτευτόν τε και αποίμαντον αρχιερατικής και πνευματικής προστασίας επί πολύ διάστημα καιρού. Διό / ούν της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος και Ζαγοράς εν στερήσει αρχιερατικής επισκέψεως γενομένης, άτε δε του / εν αυτή αρχιερατεύσαντος κακο-Παρθενίου φυγή χρησαμένου(;) και δια ταύτα καθαιρέσει παντελεί της αρχιερωσύνης αυτού / καθυποβληθέντος ως φαίνεται αντικρύ κατεστρωμένης, κατά τα προς την Υψηλήν Πόρταν έγγραφα περί τούτου του εκεί […/…](20) υψηλοτατου ηγεμόνος την φυγήν εκείνου αναγγέλοντος. ίνα κατά την αίτησιν των Χριστιανών αποκατασταθή εν τη μητροπόλει ταύτη αρχιερεύς ο εκεί διατρίβων θεοφιλέστατος επίσκοπος Περιστεράς κύριος Καλλίνικος. έτι δε και κατά τας εν/ υπογράφους αναφοράς των προκρίτων και λοιπών ευλογημένων Χριστιανών της επαρχίας ταυτής, οίτινες γράφον/τες προς την Εκκλήσίαν κοινώς αιτούσι και θερμώς παρακαλούσιν αποκατασταθήναι εν τη επαρχία ταύτη κανο/νικόν αυτών αρχιερέα και ποιμένα τον ειρημένον εν τη πατρίδι αυτών διατρίβοντα θεοφολέστατον επίσκοπον / Περιστεράς κυρ Καλίνικον, ως άνδρα γνωστόν αρμόδιον
—————————————————————————————————————–
(16).- Για ποιόν λόγο ο Μελέτιος της Λάρισας πήρε τα 10.000 γρόσια από τον Καλλίνικο δεν δευκρινίζεται. Κάτι παρόμοιο έγινε και στην Μονή του Δουσίκου:»1822:έτος, Μελέτιος έως 1834. Ετούτος επήρεν από το μοναστήριον τρεις 3.000 γρόσια και άλλα ψοχομερίδια διά τους αποθανόντας καλογήρους, ήτοι οικειοποιήθη και την βούλαν του μοναστηρίου». Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, Προσθήκες και διορθώσεις στον επισκοπικό κατάλογο της Λάρισας, 1799-1870, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 41 (2002) 155.
(17).- Σιλιτζανιώτης, από την Σελίτσανη, την σημερινή Ανατολή της Αγιάς.
(18).- Το σωστό, 21.2.1827.
(19).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Τρείς ενθυμήσεις ……, ό.π., σ. 116. Σε ενθύμηση από την Ποταμιά της Αγιάς, πέθανε στις 18.5.1828.
(20).- Μια δυσανάγνωστη λέξη.
και τίμιον μαρτυρούμενον υπ’ αυτών, ειδήμονα δε(;) των εν/τοπίων ηθών και εθών, και άξιον προς διοίκησιν της επαρχίας αυτής, θεάρεστον τε και ευάρεστον κατά τε το εκκλησια/στικόν και πολιτικόν. τοιαύτας ου πληροφορίας λαβούσα η Εκκλησία εκ τε του ηγεμονικού εγγράφου και εκ των αναφο/ρών των ειρημένων Χριστιανών, απεφήνατο την κανονικήν αποκατάστασιν του αγίου Περιστεράς εν τη αγιωτάτη / Μητροπόλει Δημητριάδος και Ζαγοράς, καθ’ έν και έδοξε(;) οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιω/τάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότυ, του Οικομενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Ανθίμου, συνήχθησαν εν / τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και συντελεσθείσης κανονικώς και / κατά την εκκλησιαστικήν διοατύπωσιν της μεταθέσεως του ειρημένου θεοφολεστάτου επισκόπου αγίου Περιστεράς συναδελ/φού ημών αγαπητού κυρ Καλλινίκου, μεταθέντες αποκαταστήσαμεν αυτόν εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημη/τριάδος και Ζαγοράς, ου και το όνομα κατέστρωται εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλη/σίας εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον.
Εν έτει σωτηρίω χιλιοστώ οκτακοσιοστώ εικοστώ τρίτω κατά μήνα Οκτώμβριον. / επί νεμήσεως Ιβας.
+ Ο Εφέσου Μακάριος
+ Ο Νικομηδείας Πανάρετος: – έχων κ(αι) την γνώμην του συναδελφού γέροντος / αγίου Καισαρείας κυρίου Ιωαννικίου.
+ Ο Διδυμοτείχου Ιερεμίας
+ […………… …………](21) έχων και τας γνώ/μας των πανιερωτάτων και σεβασμιωτάτων αγίων γερόντων, του τε αγίου Ηρακλεί(ας) κυρίου Ιγνατίου, του αγίου Κυζίκου κυρίου Ματ/θαίου, του αγίου Νικαί(ας) κυρίου Ιεροθέου, και του αγίου Χαλκηδόνος κυρίου Καλλινίκου και του αγίου Σμύρνης κυρίου Παϊσίου.
[άλλες πέντε δυσανάγνωστες υπογραφές αρχιερέων]
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 43.
β) Η παραίτηση του Καλλινίκου Β΄ (21.2.1827)
+ Διά του παρόντος ενυπογράφου, αποδεικτικού και ενσφραγίστου της παραιτήσεως γράμματος / δήλον ποιούμαι ότι, επειδή αι περιστάσεις κατέστησαν εις το ανοικονόμητον την εμπι/στευθείσαν μοι παρά της μητρός μου Μεγάλης Εκκλησίας επαρχίαν Δημητριάδος και / βλέπων, ότι αι επακολουθούσαι αυταί περιστάσεις επί το
—————————————————————————————————————–
(21).- Η υπογραφή του μητροπολίτη είναι δυσανάγνωστη.
χείρον μάλλον προάγονται / ημέραν παρ’ ημέραν, και τούτου ένεκα ου δύναμαι εξοικονομήσαι τα εν τη βα/σιλευούση εκκλησιαστικά χρέη της επαρχίας ταύτης, και μάλιστα τα μετά την αρχιερα/τείαν μου επιφορτισθέντα, υπέρ ων και άλλοτε, και ήδη του πανιερωτάτου αγίου / Λαρίσης κυρ Μελετίου, εντόνως εβιάσθην εξαργυρώσαι εκ τούτων δέκα χιάδας / γρόσια, και ούκ ηδυνήθην, έχων προσέτι και το υπέρ κεφαλής γ΄ρας απάγον με / της προθυμίας, και δεούσης φροντίδος. τούτων ουν ένεκα απάντων ευχαρίστως, και οικειο/θελώς παραιτούμαι της επαρχίας μου ταύτης Δημητριάδος (ουχί δε και της αρχιερωσύνης μου) / και ανατίθεμαι ταύτην εις την ελεήσασαν, και ευεργετήσασάν με μητέρα μου αγίαν Εκ/κλησίαν, εφ’ ής ουδεμίαν του λοιπού εγώ έξω δεσποτείαν, ή εξουσίαν, αλλά ειμί ξένος / και αλλότριος. παρακαλώ δε μετά δακτύων την κοινήν ευεργέτιδα αγίαν Εκκλησίαν, / ίνα δείξη κάμοί τω ελαχίστω την συνήθη αυτής μητρικήν συμπάθειαν, και πρόνοιαν / περί της εξοικονομήσεως του εσχάτου γήρως μου. όθεν εις ένδειξιν εγένετο η παρούσα / μου ενυπόγραφος, και εσφράγιστος παραίτησις, και επιστέλλεται τη Μεγάλη Εκκλησία εις / διηνεκή ασφάλειαν.
21 Φεβρουαρίου 1827
(τ.σ.) Ο Δημητριάδος Καλλίνικος βεβαιοί
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 125
ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ
ΝΕΟΦΥΤΟΥ Β΄, ΙΩΣΗΦ Β΄, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Γ΄ ΚΑΙ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(1)
ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ (-.7.1827 – 10.11.1838)
1.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ Β΄
Όπως είδαμε, ο μητροπολίτης Καλλίνικος Β΄ παραιτήθηκε, στις 21.2.1827, οικειοθελώς επειδή αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη της επαρχίας του(2). Η Μητρόπολη της Δημητριάδας παρέμεινε εν χρεία μέχρι τον Ιούλιο του 1827 οπότε αποφασίσθηκε η εκλογή νέου μητροπολίτη. Τα μέλη της Συνόδου του Πατριαρχείου «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Αγαθαγγέλου (1826-1830)(3), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχο του Καλλινίκου Β΄. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση πρότειναν τρεις υποψήφιους, με πρώτο τον πρωτοσύγγελο Νεόφυτο, ο οποίος και εκλέχθηκε τον Ιούλιο του 1827. σε ενθύμηση(4) της εποχής του αναφέρονται τα εξής: «Μετά δε τούτον [= Καλλίνικον Β΄] εχρημάτισε μητροπολίτης ο πανιερολογιώτατος κύριος Νεόφυτος, λόγω τε και έργω και τάξει εκκλησιαστική πεπαιδευμένος, ο οποίος όταν ήλθεν εκ της Κωνσταντινουπόλεως εις τους αωκη΄ Νοεμβρίου γ΄ , ημέρα ε΄(5) ευγήκαμεν εις προϋπάντησίν του εις Άγιον Αντώνιον, οι δε ιερείς ενδεδυμένοι τας ιερατικάς αυτών στολάς και οι πρωεστώτες της πολιτείας ταύτης Αγειάς εσυνοδεύσαμεν αυτόν έως εις την μητρόπολιν, ο οποίος αρχιερατεύει έως τώρα, αωκθ(6) Μαρτίου 15» . Το 1827 καθιέρωσε ένα αντιμνήσιο για τον ναό του Αγ. Νικολάου στο Μεταξοχώρι της Αγιάς(7). Ο Νεόφυτος Β΄ ποίμανε την Μητρόπολη της Δημητριάδας μέχρι το 1836, οπότε μετατέθηκε στην Μητρόπολη της Αγχιάλου(8).
Το υπόμνημα εκλογής του Νεοφύτου Β΄ ( -.7.1827)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυή αρχιερατεύοντος / κυρ Καλλινίκου, παραίτησιν απ’ αυτής οικειοθελή, και
—————————————————————————————————————–
(1).- Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Υπομνήματα Β΄, Θ.ΗΜ., τομ. Σελ. . Λάρισα 1
(2).- Βλ. π. Νεκτάριος Δρόσος, Τα υπομνήματα ….., ό.π., σ. 272.
(3).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 19962, 606-608.
(4).- Βλ. π. Νεκτάριος Δρόσος, Τρεις ενθυμήσεις από την Αγιά για την Μητρόπολη της Δημητριάδας, 1792-1829, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 40 (2001) 116-117.
(5).- Δηλαδή την Πέμπτη 3.11.1828, ο Νεόφυτος Β΄ επισκέφθηκε την Αγιά.
(6).- αωκθ΄ 1829.
(7).- Σε παλιότερο δημοσίευμά μας [Επιγραφές και ενθυμήσεις από το Μεταξοχώρι της Αγιάς, 1645/46-1932, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 29 (1996) 225 και σημ. 5], λόγω φθοράς του αντιμηνσίου διαβάσαμε ως έτος καθιέρωσής του το 1821 αντί του ορθού 1827, με αποτέλεσμα να δώσουμε λανθασμένο τον χρόνο αρχιερατίας του Νεοφύτου Β΄. τώρα, χάρη στο υπόμνημα της εκλογής του, αποκαθίσταται εκείνο το λάθος μας.
(8).- Στην Μητρόπολη της Αγχιάλου αναφέρει ότι μετατέθηκε και ο Βασ. Α. Μυστακίδης [Επισκοπικοί Κατάλογοι, ΕΕΒΣ, 12 (1936) 169] ενώ ο Βασ. Γ. Ατέσης (Επισκοπικοί κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1975, 40) αναφέρει, λανθασμένα, ότι μετατέθηκε στην Μητρόπολη της Σωζοαγαθούπολης. Λανθασμένα, επίσης, αναφέρεται ο Νεόφυτος Β΄ τον Ιούνιο του 1810 από τον Γερ. Ι. Κονιδάρη [Δημητριάδος Μητρόπολις, ΘΗΕ, 5 (Αθήναι 1964) 1048].
αβίαστον ποιησαμένου, ως αντικρύ κατεστρωμένη / φαίνεται, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου, και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου, / και δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυίου κυρίου Αγαθαγγέλου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πα/τριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προ/βαλόμενοι, εις εύρεσιν, και εκλογήν αξίου, και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν / προστασίαν, και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον / οσιώτατον πρωτοσύγγελον κυρ Νεόφυτον, βον δε τον Νικηφόρον, και γον τον Σαμουήλ, ων και / τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις / διηνεκή ένδειξιν, και μόνιμον παράστασιν.
Εν έτει σωτηρίω αωκζ΄, κ(α)τα(ά) μήνα Ιούλιον, επινεμήσε(ως) ιεης.
+ Κυζίκου Ματθαίος έχων και τας γνώμας των σεβασμ: γερόντων, του αγίου Ηρακλείας κυρίου Ιγνατίου, του αγ: Χαλκηδόνος κυρ Ζαχαρίου, / του αγ: Αδριανουπόλ(εως) κυρίου Γερασίμου, και του αγ: [-] κυρίου Νεοφύτου.
+ Νικομηδείας Πανάρετος
+ Νικαίας Ιωσήφ
+ Δέρκων Νικηφόρος έχων και τας γνώμας των πανιερωτάτων συναδελφών του τε αγίου Αγκύρας / κυρ Αγαθαγγέλου κ(αι) του αγίου Βιζύης κυρίου Ιωάσαφ.
+ Νέων Πατρών Δοσίθεος
+ Φαναρίου και Φερσάλων Διονύσιος
+ [–] Δανιήλ (;)
+ [–] Γρηγόριος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ.125.
2.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ Β΄
Επειδή ο Νεόφυτος Β΄ «διά κανονικών ψήφων» μετατέθηκε το 1836 στην Μητρόπολη της Αγχιάλου, η Μητρόπολη της Δημητριάδας έμεινε απροστάτευτη. Για τον λόγο αυτό, τα μέλη της Συνόδου του Πατριαρχείου «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ (1831-1840)(9) συνήλθαν στον πατριαρχικό, μάλλον, ναό του Αγ. Γεωργίου(10) για να εκλέξουν τον διάδοχο του Νεοφύτου Β΄. Πρώτος στον κατάλογο τοποθετήθηκε ο «πανιερώτατος μητροπολίτης Ερσεκίου»(11)
—————————————————————————————————————–
(9).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες ….., σ. 612-614.
(10).- Δεν αναφέρεται ο ναός στο υπόμνημα.
(11).- Ερσέκα, πόλη της Βόρειας Ηπείρου στους δυτικούς πρόποδες του Γράμμου.
Ιωσήφ, ο οποίος και εκλέχθηκε νέος μητροπολίτης της Δημητριάδας το 1836. Στο Βόλο έφθασε πριν από τις 20.11.1836, ημερομηνία κατά την οποία επισκέφθηκε την Μονή του Αγίου Λαυρεντίου, στον ομώνυμο οικισμό του Πηλίου, σύμφωνα με σχετική ενθύμηση(12). Στις 28.3.1837 καθιέρωσε ένα αντιμήνσιο για τον ναό του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου της Κορόπης (Πουρνάρι) του Πηλίου(13). Τον Νοέμβριο του 1837 καθαιρέθηκε(14) (εσχάτη ποινή και παντελή της αρχιερωσύνης καθαιρέσει καθυποβληθέντος …….. και από της επαρχίας αυτής εξωσθέντος δι’ υψηλού βασιλικού ορισμού). Στις 22.9.1842, ως πρώην Δημητριάδας, πήγε στην Προύσα ως πατριαρχικός έξαρχος(15).
Το υπόμνημα εκλογής του Ιωσήφ Β΄ (1836)
+ Της αγιωτ(άτης) Μ(ητ)ροπόλ(εως) Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερα/τεύοντος κυρ Νεοφύτου δια κανονικών ψήφων μετατεθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μ(ητ)ρο/πόλ(εως) Αγχιάλου, ημείς οι ενδυμούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιω(τάτου) κ(αι) σεβα/[σμιωτάτου] ημών αυθέντου, και δεσπότου, του οικουμενικού πατριάρχου κυρί(ου) κυρί(ου) Γρηγορίου, / ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου προσώπου του αναδεξο/μένου την αρχιερατικήν προστασίαν, και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής / μητροπόλεως, αον μεν εθέμεθα τον πανιερώτατον μητροπολίτην Ερσεκίου / αγαπητόν ημών εν Χ(ριστ)ώ αδελφόν κύριον Ιωσήβ. βον δε τον Ιακώβ(;) και γον τον Βενέδοκτον, ων και τα ονό/ματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι εις διηνεκή ένδειξιν. αωλς΄
[–] έχων κ(αι την γνώμην του σεβ. Γερ: αγίου Εφέσου κυρ Χρυσάνθου
+ ο Χαλκηδόνος Ιερόθεος έχων και την γνώμην του σ: γ: αγίου Νικομηδείας
[–] έχων και την γνώμην του γερ: Δέρκ(ων)
+ ο Αμασείας Καλλίνικος
+ ο Λαρίσης Άνθιμος
[–], [–], + ο Σοφίας [–]
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 274.
—————————————————————————————————————–
(12).- Βλ. Σπ. Λάμπρος, Ενθυμήσεων, ήτοι χρονικών σημειωμάτων συλλογή πρώτη, Νέος Ελληνομνήμων, 7 (Αθήναι 1910) 267.
(13).- Βλ. Μυρτώ Ρ. Καμηλάρι, Ιεραί αναγραφαί, Θεσσαλικά Χρονικά, 5 (Αθήναι 1936) 78.
(14).- Κατά τον Βασ. Γ. Ατέση (ό.π., σ. 40) παραιτήθηκε.
(15).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικαί Εφημερίδες, Αθήναι 1936-1938, 417.
3.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Γ΄
Μετά την «παντελή καθαίρεσιν» του Ιωσήφ Β΄, η Μητρόπολη της Δημητριάδας έμεινε χωρίς αρχιερέα. Γι’ αυτό, τα μέλη της Συνόδου του Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ (1831-1840) συνήλθαν, τον Νοέμβριο του 1837, στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου για να εκλέξουν τον διάδοχο του Ιωσήφ Β΄. Πρώτον στον κατάλογο τοποθέτησαν τον «πανιερώτατον και θεοπρόβλητον μητροπολίτην πρώην Πρεσλάβας»(16) Γρήγοριο, που εκλέχθηκε μητροπολίτης της Δημητριάδας. Ο Γρηγόριος Γ΄(17) πέθανε τον Νοέμβριο του 1838, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του διαδόχου του Ματθαίου.
Το υπόμνημα εκλογής του Γρηγορίου Γ΄ (-.11.1837)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή, ως μη ώφειλεν αρχιερα/τεύοντος Ιωσήφ εσχάτη ποινή και παντελή της αρχιερωσύνης καθαιρέσει καθυποβληθέντος δι’ εκκλησιαστικού / γράμματος περιέχοντος τας αιτίας και τα κανονικά αυτού εγκλήματα, και από τη επαρχίας αυτής έξω/σθέντος δι’ υψηλού βασιλικού ορισμού, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του πανα/γιωτάτου, κ(αι) σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου Γρηγορίου, / συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου / και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου / την αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλ(εως), πρώτον μεν / εθέμεθα τον πανιερώτατον και θεοπρόβλητον μητροπολίτην πρώην Πρεσλάβας, αγαπητόν / ημών εν Χ(ριστ)ώ αδελφόν κυρ Γρηγόριον. βον δε τον Μελέτιον, και γον τον Ευγένιον, / ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας εις έν/δειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον.
Εν έτει σωτηρίω αωλζ΄ κ(α)τα(ά) μήνα Νοεμβ: επινεμήσεως ιαης.
[- -] [- -] [- -] [- -]
[- -] [- -] [- -] [- -]
+ Ο Φιλαδελφείας Πανάρετος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 308.
—————————————————————————————————————–
(16).- Πρεσλάβα, πόλη της Βουλγαρίας
(17).- Ο Γερ. Ι. Κονιδάρης (ό.π., σ. 1048) τον προσδιορίζει, λανθασμένα, ως Γρηγόριο Β΄.
4.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Όπως ήδη αναφέραμε, ο Γρηγόριος Γ΄ απεβίωσε στις αρχές του Νοεμβρίου 1838. Για την πλήρωση της κενής μητροπολιτικής έδρας, τα μέλη της Συνόδου το Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ (1831-1840) συνήλθαν, στις 10.11.1838, στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου για να εκλέξουν τον διάδοχό του. Πρώτον στον κατάλογο έθεσαν τον «πανιερώτατον και θεοπρόβλητον μητροπολίτην Σηλυβρίας»(18) Ματθαίο. Η αρχιερατίσα του Ματθαίου δεν υπήρξε ανέφελη. «Εξ επηρείας του μισοκάλου δαίμονος ανεφύησαν σκάνδαλα τινά» τα οποία δεν κατονομάζονται. Τα σκάνδαλα αυτά, για τα οποία «μηδενί όλως εγκλήματι υπεύθυνος ών», όπως αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του διαδόχου του, τον αναστάτωσαν πολύ και γι’ αυτό, «κατανοήσας την εξ αυτών τελείαν ανατροπήν» της ησυχίας του, υπέβαλε την παραίτησή του, στις 21.5.1841, στο Πατριαρχείο. Ως πρώην Δημητριάδας εκλέχθηκε, αμέσως, μητροπολίτης Γάνου και Χώρας(19), στη θέση του Μελετίου, ο οποίος παραιτήθηκε από την εν λόγω Μητρόπολη και εκλέχθηκε μητροπολίτης της Δημητριάδας. Το Οικ. Πατριαρχείο, δηλαδή, προκειμένου να ηρεμήσει ο λαός της Δημητριάδας, προέβη στην αμοιβαία μετάθεση των αρχιερέων της Δημητριάδας και της Γάνου και Χώρας.
α) Το υπόμνημα εκλογής του Ματθαίου (10.11.1838)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρίου / Γρηγορί(ου) προς Κύριον εκδημήσαντος, και εις τας ουρανίους μονάς μεταστάντος, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, / προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου, και δεσπότου, του Οικουμενικού / Πατριάρχου κυρίου κυρίου Γρηγορίου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγα/λομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, κ(αι) ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν / αξίου κ(αι) αρμοδίου προσώπου, του καταδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν, κ(αι) ποιμαντικήν ράβδον / της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον πανιερώτατον και θεοπρόβλεπτον / μητροπολίτην Σηλυβρίας, αγαπητόν ημών εν Χ(ριστ)ώ αδελφόν κύρι(ον) Ματθαίον. βον δε τον Ευγένιον / και γον τον Ιερόθεον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ / Μεγάλης Εκκλησίας εις ένδειξιν διηνεκή, κ(αι) παράστασιν μόνιμον.
—————————————————————————————————————–
(18).- Σηλυβρία, πόλη της Ανατολικής Θράκης.
(19).- Στη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας ανήκε το τμήμα της Ανατολικής Θράξης μεταξύ της Ραιδεστού και του Μυριόφυτου.
Εν έτει σωτηρί(ω) αωλη΄, κατά μήνα Νοέμβριον 10, επινεμήσεως Ιβης
+ Ο Χαλκηδόνος Ιερόθεος έχων και την γνώμην του σ: γ: Ηρακλείας.
[- -] [- -] [- -] [- -]
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 327.
β) Η παραίτηση του Ματθαίου (21.5.1841)
Η ταπεινότης η εμή, διά της παρούσης ενυπογράφου και ενσφραγίστου, αβιάστου τε / και οικειοθελούς αυτής παραιτήσεως, δηλοποιεί ότι, επειδή εξ επηρείας του μισοκάλου δαίμονος, / ανεφύησαν σκάνδαλα τινά εν τη θεόθεν λαχούση μοι επαρχία Δημητριάδος, και / ταραχαί άλλως πως ακατεύναστοι ούσαι, κατανοήσας εγώ την εξ αυτών τελείαν ανα/τροπήν της φίλης μοι ανέκαθεν ησυχίας, και ότι τα απροόπτως παρεμπεσόντα / ταύτα δεινά έπονται προς τοις άλλοις εμποδών προς την απαιτουμένην, και κατά λό/γον πν(ευματ)ικήν επίσκεψιν των εν αυτή τη επαρχία χρεών, και αξιόχρεον διοί/κησιν, ης ουδέν άλλο τίθημι προτιμότερον, κατά το επικείμενόν μοι άφευκτον / χρέος, διά τι τούτο παραιτούμαι οικεία μου βουλή απ’ αυτής ταύτης της προε[……]θείσης / μοι επαρχίας Δημητριάδος, ου μην δε και της αρχιερωσύνης μου, αφοσιούμενος / την περί της διαδοχής αναγκαιοτάτην διαίτησιν εις την απαραλόγιστον κρίσιν / και απόφασιν της κοινής, και ευεργέτιδός μου αγίας του Χ(ριστο)ύ Εκκλησίας / εμαυτόν δε εις την μητρικήν αυτής διηνεκή πρόνοιαν, και προμήθειαν, / αποδεχόμενος ευγνωμόνως ός αν υπό της θείας χάριτος, εμπνευσθείσα / κρίνοι και δοκιμάσοι και περ εμού του οικείου αυτής, και γνησίου μέλους, / και άπαν το επ’ εμοί, όσον προς ένδειξιν της ολοτελούς προς αυτήν εν ευ/γνωμοσύνη αφοσιώσεώς μου, και επιδειξαμένου, και επιδείξοντος μέχρι της τελευταίας / μου αναπνοής. όθεν εις ένδειξιν, προσφέρω αυτή και την ιδία μου χειρί / υπογεγραμμένην, και ενσφράγιστον ταύτην οικειοθελή μου παραίτησιν.
αωμαω: Μαΐου κα΄
Ο πρ: Δημητριάδος Ματθαίος: βεβαιώ.
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/22 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 6α.
ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ (1)
ΜΕΛΕΤΙΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛ Β΄, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Δ΄, ΔΩΡΟΘΕΟΥ
ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ
( -.5.1841 – 2.4.1870)
1.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Όπως είδαμε ο μητροπολίτης Ματθαίος παραιτήθηκε, στις 21.5.1841, «επειδή εξ επηρείας του μισοκάλου δαίμονος, ανεφύησαν σκάνδαλα τινά εν τη θεόθεν λαχούση» σ’ αυτόν επαρχία της Δημητριάδας(2). Ο Ματθαίος παραιτήθηκε «καίτοι μηδενί όλως εγκλήματι υπεύθυνος ών, και μηδεμιά αιτία κανονική την αφαίρεσιν υπαγορευούση της θεόθεν αυτώ λαχούσης επαρχίας», προκειμένου να ηρεμήσουν οι κάτοικοι της περιοχής, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του διαδόχου του. Αμέσως μετά αποφασίσθηκε η εκλογή νέου μητροπολίτη. Για τον σκοπό αυτό «οι ενδημούντες αρχιερείς» στο Οικ. Πατριαρχείο, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Ανθίμου Ε΄ (1841-1842)(3), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχο του Ματθαίου. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση πρότειναν τρεις υποψηφίους, με πρώτο τον «πανιερώτατο και θεοπρόβλητον μητροπολίτην Γάνου και Χώρας(4) Μελέτιον», ο οποίος και εκλέχθηκε πιθανόν την ημέρα παραίτησης του προκατόχου του (21.5.1841) ή μία – δύο ημέρες αργότερα.
Ο Μελέτιος στις 16.10.1841 υπέγραψε, το διοριστήριο ενός επιτρόπου του στην Ανατολή Αγιάς(5). Στις 2.7.1842 αναφέρεται στην επιγραφή ανέγερσης του καθολικού της Μονής της Παναγίας Καμπάνας, στην Έλαφο(6) της Αγιάς, και στις 3.3.1843 στην επιγραφή ιστόρησης του ναού του Αγ. Γεωργίου του Μεταξοχωρίου(7) της Αγιάς. Στη Βιβλιοθήκη των Μηλιών σώζεται μια επιστολή του προς τον Γρηγόριο Κωνσταντά, με χρονολογία 30.9.1843(8). Ο Μελέτιος ποίμανε την Μητρόπολη της Δημητριάδας μέχρι τον Ιούνιο του 1846, οπότε μετατέθηκε στη Μητρόπολη του Ικονίου.
—————————————————————————————————————–
(1).- Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Υπομνήματα Γ΄, Θ.ΗΜ., τομ. Σελ. . Λάρισα 1
(2).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Τα υπομνήματα εκλογής των μητροπολιτών Νεοφύτου Β΄ ….., ό.π., σ. 287-288.
(3).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 19962, 614-615.
(4).- Στη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας ανήκε το τμήμα της Ανατολικής Θράκης μεταξύ της Ραιδεστού και του Μυριοφύτου.
(5).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Επιγραφές από την Ανατολή της Αγιάς, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 27 (1995) 235-236.
(6).- Βλ. Γερμανός της Δημητριάδας, Σταυροί – Επιγραφαί, Θεσσαλικά Χρονικά, 3 (Αθήναι 1932) 161.
(7).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Επιγραφές και ενθυμήσεις από το Μεταξοχώρι της Αγιάς, 1645/1646-1932, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 29 (1996) 229.
(8).- Βλ. Γιώργος Θωμάς, Το πανωπροίκι στη Μαγνησία, μια ανέκδοτη επιστολή του μητροπολίτη της Δημητριάδας προς τον Γρ. Κωνσταντά, 1843, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 36 (1999) 136-137.
Το υπόμνημα εκλογής του Μελετίου (-.5.1841)
η προς το συμφέρον, και εύφημον των αντιπιπτόντων εσθ’ ότε μεθαρμογή(9), και διαίτησις, φρο/νήσεως εστί πάντες και ευβουλίας τεκμήριον. ένθα δε και οικονομίας απαιτείται λόγος, ευστό/χως και προσφυώς τω καιρώ και τοις πράγμασι συμμετρούμενοι, αναγκαιοτάτη η μεταρρύθμισις αύτη, καν άλλως δοκεί τους κειμένους όρους διαδιδράσκουσα. διό καν τοις ενδο/εκκλησιαστικοίς πολλά τοιαύτα συμβαίνοντα καθοράται δια προλαβόντων παραδειγμάτων / άρτιον, και κατά σκοπόν αγαθόν διεξαγόμενα, και διευθυνόμενα ένθεν τοι και νυν σκανδάλων τινών εν τη επαρχία Δημητριάδος αναδυέντων, εξ επηρείας σατανικής τοιαύ/την τινά την διαίτησιν, ως ακολούθως, υποδεικνυμένων, ο μεν γνήσιος της επαρχίας αυτής κυριάρ/χης, πανιερώτατος, και κατά πνεύμα ημίν περιπόθητος αδελφός άγιος Δημητριάδος, κύρι(ος) / Ματθαίος, καίτοι μηδενί όλως εγκλήματι υπεύθυνος ών, και μηδεμιά αιτία κανονική, την αφαίρε/σιν υπαγορευούση της θεόθεν αυτώ λαχούσης επαρχίας, όμως παρητήσατο συνοδικώς απ’ αυτής, / εμφρόνως την εκ των άλλως ακατευνάστων εκείνων πραγμάτων απαλλαγήν εαυτώ μνώμε/νος, και ευχαρίστως αποδεξάμενος την εν τη επαρχία Γάνου και Χώρας εγκριθεισαν από/κατάστασιν αυτού λόγω προεδρίας το γε νυν εις ένδειξιν της εποφειλομένης αυτώ εκκλησιαστικής /προνοίας και προμηθείας, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή, και αδεία του παναγιωτ(άτου), / και σεβασ. ημών αυθέντου, και δεσπότου, του οικουμενικού πατριάρχου κυρίου Ανθίμου, /συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωρ/γίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν, και εκλογήν αξίου, κ(αι) αρ/μοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν, και ποιμαντικήν ράβ/δον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον πανιερώτατον κ(αι) θεοπρόβλη/τον μ(ητ)ροπολίτην Γάνου και Χώρας, αγαπητόν ημών συναδελφόν εν Χ(ριστ)ώ κυρ Μελέτιον, / βον δε τον ακάριον, και γον τον Παρθένιον ων και τα ονόματα κατεστρώθη / εν τω δε τω ιερώ κώδικι της του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή κ(αι) παράστα/σιν μόνιμον.
αωμα΄ κατά μήνα Μάϊον επί/νεμήσεως ιδης.
+ ο [- -]
+ ο [- -] έχων κ(αι) την γνώμην του σεβ:γέροντος αγίου Χαλκηδόνος κυρίου Ιεροθέου.
+ ο Νικομηδείας Διονύσιος
+ ο Δέρκων Γερμανός
ΠΗΓΗ:Κωδ. Α/22 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σ. 5.
—————————————————————————————————————–
(9).- Μεθαρμογή < μεθαρμόζω, διορθώνω, επανορθώνω. Βλ. Ιω. Σταματάκος, Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Αθήναι 1972, 604.
2.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ Β΄ .
Μετά την «διά κανονικών ψήφων και συνοδικής εκλογής» αποκατάσταση του Μελετίου «προεδρικώς εις τον θρόνον» της Μητρόπολης του Ικονίου, τον Ιούνιο του 1846, η Μητρόπολη της Δημητριάδας έμεινε απροστάτευτη. Για τον λόγο αυτό «οι ενδημούντες αρχιερείς» της Συνόδου του Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ΄ (1845-1848)(10), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου για να εκλέξουν τον διάδοχο του Μελετίου. Πρώτος στον κατάλογο τοποθετήθηκε ο ιερομόναχος Γαβριήλ, πρώην αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη της Ηρακλείας, ο οποίος και εκλέχθηκε, τον Ιούνιο του 1846.
Ο Γαβριήλ, στις 3.4.1847, επισκέφθηκε την Συκή του Πηλίου, σύμφωνα με σχετική ενθύμηση(11). Στις 14.1.1852 αναφέρεται στην επιγραφή ιστόρησης του ναού της Αγ. Παρασκευής(12) του Μεταξοχωρίου και στη 1.2.1852 στην επιγραφή ιστόρισης του νάρθηκα του Αγ. Γεωργίου του ίδιου χωριού(13). Στις 11.7.1855 ο Γαβριήλ μετατέθηκε στη Μητρόπολη της Αίνου της Ανατ. Θράκης.
Το υπόμνημα εκλογής του Γαβριήλ Β΄ (-.6.1846)
+ Της αγιωτάτης Μ(ητ)ροπόλεως Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρί(ου) Μελετίου / διά κανονικών ψήφων κ(αι) συνοδικής εκλογής αποκατασταθέντος / προεδρικώς εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μ(ητ)ροπόλεως Ικονίου, / ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή κ(αι) αδεία του πα/ναγιωτάτου κ(αι) σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου κ(αι) δεσπότου, του / Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου Ανθίμου, συνελθόντες / εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου / μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, κ(αι) ψήφους / κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν κ(αι) εκλογήν αξίου / κ(αι) αρμοδίου προσώπου, του αναδεξαμένου την αρχιερατι/κήν προστασίαν κ(αι) ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης / αυτής μ(ητ)ροπόλεως, αον μεν εθέμεθα τον οσιολογιώτατον / εν ιερομονάχοις κυρ Γαβριήλ, τον κ(αι) αρχιδιάκονον / χρηματίσαντα της αγιωτάτης Μ(ητ)ροπόλεως Ηρακλείας. βον / δε τον Κωνστάντιον, και γον τον Γρηγόριον, ων κ(αι) τα ονόματα / κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης / Εκκλησίας εις ένδειξιν διηνεκή κ(αι) παράστασιν μόνιμον.
αωμς΄ : κατά μήνα Ιούνιο / επινεμής(εως) Δης
—————————————————————————————————————–
(10).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 617-618.
(11).- Βλ. Απ. Ζαχαρός, Ο κατάλογος των παλαιτύπων βιβλίων του ναού του Αγ. Γεωργίου της Συκής του Πηλίου με τις ενθυμήσεις τους, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 21 (1992) 91.
(12).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Επιγραφές και ενθυμήσεις από το Μεταξοχώρι …., ό.π., σ. 235-236.
(13).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, Επιγραφές και ενθυμήσεις από το Μεταξοχώρι….., ό.π., σ. 229.
+ ο [- -] + ο [- -]
+ ο [- -] + ο [- -]
+ ο Σερρών Ιάκωβος + ο [- -]
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/22 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σ. 116.
3.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Δ΄ .
Επειδή ο Γαβριήλ Β΄ μετατέθηκε, τον Ιούλιο του 1855, στη Μητρόπολη της Αίνου, η Μητρόπολη της Δημητριάδας έμεινε απροστάτευτη. Γι’ αυτό τον λόγο «οι ενδημούντες αρχιερείς» της Συνόδου του Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ΄ (1853-1855)(14), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου για να εκλέξουν τον διάδοχο του Γαβριήλ Β΄ . Πρώτος στον κατάλογο τοποθετήθηκε ο μητροπολίτης της Σάμου Γρηγόριος(15), ο οποίος και εκλέχθηκε, δεύτερος ο Ματθαίος και τρίτος ο Κωνστάντιος, προφανώς ιερομόναχοι.
Ο Γρηγόριος Δ΄, Ωρολογάς επωνυμούμενος, Μοσχονήσιος, αναφέρεται στην κτιτορική επιγραφή του ναού των Αγ. Αντωνίων της Αγιάς, στις 25.4.1857. Απεβίωσε, πριν από τις 23.9.1858, και τον έθαψαν στην Αγιά.
Το υπόμνημα εκλογής του Γρηγορίου Δ΄ (11.7.1855)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος / κυρ Γαβριήλ μετατεθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Αίνου, ημείς οι ενδημούντες / αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου, / του οικουμενικού πατριάρχου κυρίου κυρίου Ανθίμου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ / ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς / προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου του αναδεξαμένου / την αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον πανιερώτατον και θεοπρόβλητον μητροπολίτην / άγιον Σάμου, αγαπητόν ημών εν Χ(ριστ)ώ αδελφόν και συλλειτουργόν κυρ Γρηγόριον, / βον δε τον Ματθαίον, και γον τον Κωνστάντιον, ων και τα ονόματα / κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας εις έν/δειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνομον.
Εν έτει σωτηρίω αωνε΄ , κατά μήνα Ιούλιον 11, επινεμήσεως ιγης.
—————————————————————————————————————–
(14).- Πρόκειται για την δεύτερη πατριαρχία του Ανθίμου ΣΤ΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 619-620.
(15).- Ο Γρηγόριος Γ΄ ποίμανε την επαρχία της Σάμου την περίοδο 1843-1855. Βλ. Βασ. Γ. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ αρχής μέχρι σήμερον, εν Αθήναις 1975, 231.
+ ο Εφέσου Παΐσιος
+ ο Ηρακλείας Πανάρετος έχων και την γνώμην του αγ: γ: σεβασμιωτάτου Κυζίκου κυρ(ίου) Ιωακείμ.
+ ο Νικομηδείας Διονύσιος + ο Χαλκηδόνος Γεράσιμος
+ ο Δέρκων Γεράσιμος + ο Αμασείας Κύριλλος
+ ο πρόεδρος Διδυμοτείχου Μελέτιος + ο [–] Βενέδικτος
+ ο [- -]
ΠΗΓΗ:Κωδ. Α/22 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σ. 300.
4.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ
Όπως προαναφέραμε, ο Γρηγόριος Δ΄ απεβίωσε πριν από τις 23.9.1858 και έτσι η Μητρόπολη της Δημητριάδας έμεινε απροστάτευτη. Γι’ αυτό τον λόγο «οι ενδημούντες αρχιερείς» της Συνόδου το Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του Οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου Ζ΄ (1855-1860)(16) συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου για να εκλέξουν τον διάδοχο του Γρηγορίου Δ΄ . Πρώτος στον κατάλογο τοποθετήθηκε ο «πανιερώτατος και θεοπρόβλητος μητροπολίτης Σωζοαγαθουπόλεως»(17) Δωρόθεος, ο οποίος και εκλέχθηκε, δεύτερος ο Κύριλλος και τρίτος ο Ματθαίος, προφανώς ιερομόναχοι.
Ο Δωρόθεος Σχολάριος γεννήθηκε στις 2.2.1812 στη Βεντίστα, σήμερα Αμάραντο της Καλαμπάκας. Ύστερα από πολύχρονη περιπλάνηση στα Τρίκαλα, Μετέωρα, Σκόπελο, Άγιο Όρος, Βουκουρέστι και Θεσσαλονίκη, για δουλειά και σπουδές, εκάρη μοναχός στις 26.9.1834, μετά από δύο μήνες χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και στα 1836 ιερομόναχος. Μετά το 1838 άρχισε να διδάσκει στη Σάμο, Ρέθυμνο, Σύρο και Αθήνα. Στην Αθήνα σπούδασε στη Φιλολογική και Θεολογική Σχολή και μετά διορίσθηκε για δύο χρόνια δάσκαλος στο ελληνικό Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης (1846-1848). Το 1849 και για 3,5 χρόνια τοποθετήθηκε ως διευθυντής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στις 12.3.1852 εκλέχθηκε μητροπολίτης της Σωζοαγαθουπόλεως, απ’ όπου μετατέθηκε στη Μητροπόλη της Δημητριάδας, στην οποία ανέλαβε τα καθήκοντα τον Νοέμβριο του 1860. Στις 2.4.1870 μετατέθηκε στη Μητρόπολη της Λάρισας αλλά, λόγω των αντιδράσεων των Λαρισαίων, δεν έφθασε ποτέ στη Λάρισα(18).
—————————————————————————————————————–
(16).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 620-621.
(17).- Στη Μητρόπολη Σωζοαγαθουπόλεως ανήκε ένα τμήμα της Αν. Θράκης και της Βουλγαρίας στις ακτές του Εύξεινου Πόντου.
(18).- Βλ. Κ. Σπανός, Ο επίσκοπος Δωρόθεος Σχολάριος, ιδρυτής του σχολείου στο Αμάρανο της Καλαμπάκας, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 5 (1983) 7.
Με βάση το υπόμνημα εκλογής του (23.9.1858) πρέπει να διορθωθεί η χρονολογία της σφραγίδας του, από 1856 σε 1858(19), η οποία αποτυπώθηκε με την επικύρωση ενός εγγράφου και έχει ως εξής: «Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ 1856». Ο Δωρόθεος αναφέρεται, στις 17.12.1859, στην επιγραφή ιστόρησης του νάρθηκα του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, στον Αετόλοφο της Αγιάς(20). Στο αρχείο του Δάλλα υπήρχαν τρία έγγραφά του:ένα επιτίμιο των κατοίκων της Αθανάτης-Μελίβοιας, του έτους 1864, ένα έγγραφο με το οποίο αναθέτει σε λαϊκό τον διορισμό επιτρόπων στους ναούς της Αγιάς, του έτους 1866, και μια επιστολή προς τους προεστούς της Αγιάς περί ομονοίας, του έτους 1867(21). Στις 24.5.1866 υπέγραψε, στο Βόλο, ένα επιτροπικό με το οποίο διόρισε εφόρους στο σχολείο της γενέτειράς του Αμάραντο της Καλαμπάκας(22).
Μετά το 1874 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και απεβίωσε, στις 29.6.1888. Εκεί εξέδωσε τα εξής έργα: α) Έργα και Ημέραι, Αθήναι 1877, β) Κλείς Πατρολογίας του Μigne και βυζαντινών συγγραφέων, Αθήναι 1879, γ) Ταμείον Πατρολογίας, Αθήναι 1883(23). Το 1876 ίδρυσε την Δωροθέα Σχολή των Τρικάλων(24).
Το υπόμνημα εκλογής του Δωροθέου Σχολαρίου (23.9.1858).
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος και Ζαγοράς απροστατεύτου διαμεινά/σης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρ Γρηγορίου προς Κύριον εκδημή/σαντος και εις τας ουρανίους μονάς μεταστάντο, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προ/τροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου, / του οικουμενικού πατριάρχου κυρίου κυρίου Κυρίλλου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω / πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου / και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προ/σώπου του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της / αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον πανιερώτατον και θεο/πρόβλητον μητροπολίτην Σωζοαγαθουπόλεως, αγαπητόν ημών εν Χ(ριστ)ώ αδελφόν κύριον / Δωρόθεον, βον δε τον Κύριλλον και γον τον Ματθαίον, ών και τα /
—————————————————————————————————————–
(19).- Βλ. Κώστας Λιάπης, Αρχειακά της Μονής Μεγα-Σωτήρα του «Μεγάλου» Αϊ-Γιώργη του Πηλίου, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 4 (1983) 89.
(20).- Βλ. Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Ο Αετόλοφος και το Βαθύρεμα της Αγιάς (……), Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 10 (1986) 37.
(21).- Βλ. Μιλτιάδης Δάλλας, Αρχείον Ιστορικόν, Θεσσαλικά Χρονικά, 5 (Αθήναι 1936) 242.
(22).- Βλ. Κώστας Σπανός, Ο επίσκοπος ………….., ό.π., σ. 8-9.
(23).- Βλ. Κώστας Σπανός, Ο επίσκοπος ………….., ό.π., σ. 7.
(24).- Βλ. Έφη Γουγουλάκη, Η Δωροθέα Σχολή των Τρικάλων (1876-1976), Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 8 (1985) 9-13. Εκτενέστερα για τον Δωρόθεο, βλ. Δημ. Γ. Καλούσιος, Δωρόθεος Σχολάριος, μητροπολίτης της πρώην Λαρίσης (2.2.1812-29.6.1888), Θεσσαλικά Σύμμικτα, Πρακτικά Α΄ Επιστημονικής Ημερίδας, Βόλος 8 Δεκ. 2001, Τρίκαλα –Βόλος 2004, 25-79.
ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλλης Εκ/κλησίας εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον.
Εν έτει σωτηρίω αωνη΄ κατά μήνα Σεπτέμβριον 23, επινεμήσεως γης.
+ ο Έφέσου Παΐσιος + ο Κυζίκου Ιωακείμ
+ ο Ηρακλείας Πανάρετος + ο Δέρκων Γεράσιμος
+ ο [- -] + ο [- -]
+ ο [- -] + ο [- -]
+ ο πρόεδρος Διδυμοτείχου Μελέτιος + ο [–] Σωφρόνιος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/22 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σ. 340.
5.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄ .
Μετά την μετάθεση του Δωροθέου Σχολαρίου στη Μητρόπολη της Λάρισας, στις 2.4.1870, την ίδια μέρα έγινε η πλήρωση της κενής θέσης του μητροπολίτη της Δημητριάδας. Οι συγκροτούντες την Σύνοδο του Πατριαρχείου Αρχιερείς συνήθλαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου και «μετά την γενομένην συνοδικώς πρότασιν» κατάρτισαν τον πίνακα των υποψηφίων, με πρώτο τον επίσκοπο της Ξανθουπόλεως Ιγνάτιο, δεύτερο τον αρχιμανδρίτη Αμβρόσιο και τρίτο τον μεγάλο αρχιδιάκονο Γρηγόριο. Αυτή τη φορά δεν εκλέχθηκε ο πρώτος του πίνακα αλλά ο τρίτος, δηλαδή ο μέγας αρχιδιάκονος Γρηγόριος Φουρτουνιάδης(25).
Σε εγκύκλιο του 1873, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄ (1871-1873)(26) τον αποκάλεσε «υπέρτιμο και έξαρχο Πελασγών»(27). Στις 17.12.1880 ενέκρινε ένα συμφωνητικό, του 1877, για την ενοικίαση κτημάτων της Μονής του Αγ. Αθανασίου στα Κωτίκια του Λαύκου(28). Την 1.7.1890 υπέβαλε οικειοθελώς, την παραίτησή του στη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας(29). Ύστερα, όμως, από ένα περίπου έτος επανήλθε στη Μητρόπολη της Δημητριάδας. Στις 22.3.1901 συνυπέγραψε, με άλλους αρχιερείς, το υπ’ αριθ. 2177 έγγραφο της Εκκλησίας της Ελλάδας για το Κυπριακό Ζήτημα(30). Απεβίωσε στις 19.7.1907, στο Βόλο, και τον έθαψαν στον περίβολο του ναού των Αγ. Θεοδώρων.
—————————————————————————————————————–
(25).- Για το επώνυμό του, βλ. Βασ. Γ. Ατέσης, ό.π., σ. 40.
(26).- Πρόκειται για την Τρίτη πατριαρχία του Ανθίμου ΣΤ΄ . Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 624-625.
(27).- Βλ. Γιώργος Θωμάς, Μία άγνωστη εγκύκλιος του Πατριάρχη προς τον μητροπολίτη της Δημητριάδας το 1873, για την εκπαίδευση στο Πήλιο, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 24 (1993) 97-100.
(28).- Βλ. Χαρ. Γ. Χαρίτος, Σελίδες από την ιστορία της Μονής του Αγ. Αθανασίου στη θέση Κωτίκια του Λαύκου, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 1 (1980), επανέκδοση 1997, 62.
(29).- Το έγγραφο της παραίτησής του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Προμηθεύς (Βόλος 1890), 153.
(30).- Βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, ΚΑ/25 τ. 46 (Κωνσταντινούπολη 16.11.1901) 455-456.
Το υπόμνημα εκλογής του Γρηγορίου Ε΄ (2.4.1870).
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δημητριάδος απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν / αυτή αρχιερατεύοντος κυρί(ου) Δωροθέου διά συνοδικής εκλογής και κανονικών ψήφων / μετατεθέντος και προβιβασθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσσης, / ημείς οι την Ιεράν Σύνοδον συγκροτούντες αρχιερείς, μετά την γενομένην συνοδικώς πρό/τασιν και προβολήν τριών υποψηφίων των μάλλον καταλλήλων εις διαδοχήν της επαρ/χίας ταύτης: ήτοι του θεοφιλεστάτου επισκόπου Ξανθουπόλεως κυρ Ιγνατίου, του / οσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου κυρ Αμβροσίου και του οσιολογιωτάτου μεγάλου αρχιδια/κόνου κυρ Γρηγορίου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδό/ξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου / και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου / κυρίου κυρίου Γρηγορίου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, τη εκκλήσει του πανα/γίου πνεύματος, εις ανάδειξιν του εξ αυτών αναδεξαμένου την αρχιερατικήν / προστασίαν και ποιματικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, προεκρίναμεν παμψηφεί τον οσιολογιώτατον μέγαν αρχιδιάκονον κυρ Γρηγόριον.
Εφ’ ώ είς διηνεκή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν κατεστρώθη τα ονόματα / αυτών εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
Εν έτει σωτηρίω από, αωο΄ κατά μήνα Απρίλιον (2), επινεμήσεως ιγης.
+ ο [- -] + ο [ – ] Προκόπιος
+ ο Χαλκηδόνος Γεράσιμος + ο Νύσσης Καλλίνικος
+ ο Δέρκων Νεόφυτος + ο [ – ] Γεννάδιος
+ ο Τορνόβου (;) Γρηγόριος + ο Δράμας Αγαθάγγελος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/68 του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σ. 61.
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Μετά την δημοσίευση όλων των υπομνημάτων εκλογής των μητροπολιτών της Δημητριάδας του 19ου αιώνα, μπορούμε να συνθέσουμε τον επισκοπικό κατάλογο αυτού του αιώνα.
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Ιούλιος 1821 -29.9.1821.
ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ, 29.9.1821 – Οκτώβριος 1821.
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ Β΄ , Οκτώβριος 1823 – 21.2.1827.
ΝΕΟΦΥΤΟΣ Β΄ , Ιούλιος 1827 – 1836.
ΙΩΣΗΦ Β΄ , 1836 – Νοέμβριος 1837.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Γ΄ , Νοέμβριος 1837 – 10.11.1838.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 10.11.1838 – 21.5.1841.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ, 21.5.1841 – Ιούνιος 1846.
ΓΑΒΡΙΗΛ Β΄ , Ιούνιος 1846 – 11.7.1855.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Δ΄ , 11.7.1855 – πριν από τις 23.9.1858.
ΔΩΡΟΘΕΟΣ, 23.9.1858 – 1870.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄ , 2.4.1870 – 19.7.1907.
ΕΞΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ(0)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ (1803-1821)
Όπως είναι γνωστό, οι επισκοπικοί κατάλογοι έχουν πολλά κενά και συχνά λάθη, τα οποία οφείλονται στο ότι δεν έχουν εκδοθεί τα υπομνήματα εκλογής των αρχιερέων που αποκαθιστούν την τάξη. Έχοντας, λοιπόν, υπόψη μας την επικρατούσα κατάσταση και στον επισκοπικό κατάλογο της Λάρισας(1), αποφασίσαμε να προβούμε στη μελέτη και έκδοση των υπομνημάτων εκλογής των μητροπολιτών του 19ου αιώνα. Για τον σκοπό αυτό ζητήσαμε και μας χορηγήθηκαν αντίγραφα των σχετικών υπομνημάτων από το Οικ. Πατριαρχείο. Μετά την δημοσίευση της μελέτης μας, ο επισκοπικός κατάλογος της Λάρισας του 19ου αιώνα θα είναι πληρέστερος από τους έως τώρα δημοσιευμένους.
1.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΡΑΦΑΗΛ
Την περίοδο 1791-1803 μητροπολίτης της Λάρισας ήταν ο Διονύσιος Ε΄ ο Καλλιάρχης, ο οποίος μετατέθηκε στη Μητρόπολη της Εφέσου, τον Σεπτέμβριο του 1803(3). Μετά την μετάθεση του Διονυσίου Ε΄ και επειδή ο μητροπολιτικός θρόνος της Λάρισας τελούσε σε χηρεία, τα μέλη της Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Καλλινίκου Ε΄ (1801-1806)(4), συνήλθαν στο ναό του Αγ. Δημητρίου του Κουρούτζεσμε, για να εκλέξουν τον διάδοχό του. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση πρότειναν τρεις υποψφίους με πρώτο τον μητροπολίτη του Ικονίου Ραφαήλ, ο οποίος και εκλέχθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1803, αμέσως μετά την εκλογή του Διονύσίου Ε΄ ως Εφέσου.
Ο Ραφαήλ αναφέρεται ως νέος μητροπολίτης της Λάρισας, σε μια επιστολή του επισκόπου της Περιστεράς Παϊσίου, την οποία έστειλε από τους Σοφάδες, στις 30.10.1803, προς τον δάσκαλο του Τυρνάβου Ιωάννη Πέζαρο(5). Στις 11.1.1804, ο
—————————————————————————————————————–
(0).- Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Υπομνήματα Δ΄, Θ.ΗΜ., τομ. Σελ. . Λάρισα 1
(1).- Το ίδιο κάναμε και για τον επισκοπικό κατάλογο της Δημητριάδας, του 19ου αιώνα, με τρία δημοσιεύματα, στους τόμους 46 (2004) 265-272, 47 (2005) 279-288 και 48 (2005) 289-302 του Θεσσαλικού Ημερολογίου.
(3).- Λανθασμένα ο Τάσος Γριτσόπουλος [«Λαρίσης και Πλαταμώνος Μητρόπολις», ΘΗΕ 8 (Αθήναι 1966) 131] αναφέρει την περίοδο 1791-1806 ως χρόνο της αρχιερατίας του Διονυσίου Ε΄. Εκτός πραγματικότητας είναι ο Β. Ατέσης (Επισκοπικοί κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ αρχής μέχρι σήμερον, εν Αθήναις 1975, 138) ο οποίος αναφέρει ως διάδοχο του Διονυσίου Ε΄ τον Γαβριήλ, για την τριετία 1803-1805, αλλά που αλλού (ό.π., σ. 319) αναφέρει ότι «αντί τούτου (δηλαδή του Γαβριήλ) αλλαχού αναφέρεται ως Ραφαήλ ο από Ικονίου, 1803-1806 καθαιρεθείς. Πλησιέστερα προς την πραγματικότητα είναι ο Β. Σπανός ο οποίος, βασιζόμενος σε πληροφορίες του κώδικα 59 της Μονής του Δουσίκου, αναφέρει την περίοδο 8.11.1804 – Σεπτέμβριος 1806 ως χρόνο της αρχιερατείας του Ραφαήλ. Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες και διορθώσεις στον επισκοπικό κατάλογο της Λάρισας, 1799-1870», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 41 (2002) 159.
(4).- Πρόκειται για τη πρώτη πατριαρχία του Καλλινίκου Ε΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 19962, 589.
(5).- Βλ. Δημ. Γ. Καλούσιος, «Εφτά επιστολές του Περιστεράς Παϊσίου προς τον δάσκαλο του Τυρνάβου Ιω. Πέζαρο, 1803-1805», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 46 (2004) 209 και 236.
Ραφαήλ έστειλε μια επιστολή του, από την Κωνσταντινούπολη, στον Ιωάνη Πέζαρο παρακαλώντας τον να πληρωθεί μια συναλλαγματική(6). Σε μια επιστολή του, από την Κωνσταντινούπολη με χρονολογία 22.5.1804, ο Περιστεράς Παΐσιος αναφέρει ότι ο Ραφαήλ αναχωρεί, σε 2-3 μέρες, για την Μητρόπολη της Λάρισας(7). Η ακριβής ημερομηνία ερχομού του στη Λάρισα δεν είναι γνωστή. Οπωσδήποτε τον Ιούνιο του 1804 βρισκόταν στην έδρα του. Στις 8.11.1804 βρέθηκε στη Μονή του Δουσίκου από την οποία δανείσθηκε 2.000 γρόσια, με επιτόκιο 6,5% και υπέγραψε την σχετική ομολογία. Νωρίτερα είχε δανεισθεί, από την ίδια μονή, 500 γρόσια και είχε αφιερώσει ένα χρυσό περιζώνιο της αδελφής του αξίας 500 γροσίων(8). Στις 21.11.1804 επικύρωσε και επιβεβαίωσε ένα γράμμα του επισκόπου του Θαυμακού Αθανασίου(9). Το 1806 απαγόρευσε τον Ιωάννη Πέζαρο να κηρύττει στις εκκλησίες του Τυρνάβου, επειδή δεχόταν ως ορθή την άποψη του Κοπέρνικου περί περιστροφής της γης γύρω από τον ήλιο. Ο Κων. Κούμας, αναφερόμενος στον θάνατο του Πεζάρου, εξαιτίας αυτής της απαγόρευσης, έγραψε τα εξής: «(……) όταν ένας βάρβαρος μητροπολίτης Λαρίσης Ραφαήλ περιΰβρισε τον υπό πάντων των προτέρων μητροπολιτών τιμηθέντα διδάσκαλον και του αφαίρεσε την άδειαν του κηρύττειν επ’ εκκλησίας, τότε κακοήθης πυρετός προστεθείς εις τας λύπας του αφήρπασεν ε του βίου τον Σωκράτην του Τυρνάβου, και εξήπλωσε πένθος κοινόν εις όλην την Θετταλίαν»(10).
Ο Ραφαήλ δημιούργησε προβλήματα στη Λάρισα τα οποία ανάγκασαν το Οικ. Πατριαρχείο να τον καθαιρέσει, ως κακοοικονόμο και λυμεώνα της επαρχίας του, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του διαδόχου του Γαβριήλ, τον Σεπτέμβριο του 1806, συμπληρώνοντας τρία χρόνια στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας, Ενώ, όμως, το Οικ. Πατριαρχείο τον καθαίρεσε και εξέλεξε τον διάδοχο του Γαβριήλ Β΄ , τον Σεπτέμβριο του 1806, φέρεται να υπέβαλε την παραίτησή του στις 8.4.1808! Προφανώς, μετά την παραίτηση του πατριάρχη Καλλινίκου Ε΄ (22.9.1806)(11), ο οποίος τον είχε καθαιρέσει, και την ανάρρηση στρον θρόνο του Γρηγορίου Ε΄ , για δεύτερη φορά (19.10.1806 -10.9.1808)(12), ο Ραφαήλ ομαλοποίησε τις σχέσεις του με το Οικ. Πατριαρχείο. Προκειμένου, λοιπόν, να αποκατασταθεί και να διεκδικήσει,
—————————————————————————————————————–
(6).- Βλ. Δημ. Γ. Καλούσιος, ό.π., σ. 212-215.
(7).- Βλ. Δημ. Γ. Καλούσιος, ό.π., σ. 217.
(8).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες …….», ό.π., σ. 147.
(9).- Βλ. Δημ. Ζ. Σοφιανός –Φ. Δημητρακόπουλος, Τα χειρόγραφα της Μονής Δουσίκου –Αγ. Βησσαρίωνος, ΚΕΜΝΕ, Αθήνα 2004, 157.
(10).- Βλ. Κων. Μ. Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, 12 (Βιέννη 1832) 572.
(11).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαρίσης ….», ό.π., σ. 131 .
(12).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 592.
στο μέλλον, κάποια άλλη μητρόπολη, μεθοδεύτηκε η παραίτησή σου, με καθυστέρηση 17 περίπου μηνών, «επειδή αι περιστάσεις κατέστησαν εις το ανοικονόμητον την εμπιθστευθείσαν» σ’ αυτόν Μητρόπολη της Λάρισας. Το έγγραφο της παραίτησής του παρέσυρε τον Τάσο Γριτσόπουλο να εκλάβει το έτος 1808 ως το τέλος της αρχιερατίας του, παραπέμποντας στην Εκκλησιαστική Αλήθεια (Θ, 5, 11)(13).
Το υπόμνημα εκλογής του Ραφαήλ (-.9.1803)
+ Της αγιωτάτης μητροπόλεως Λαρίσσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δή του εν αυτή αρχιερατεύοντος προϊσταμένου /κυρ Διονυσίου μετατεθέντος και προβιβασθέντος κανονικώς δια συνοδικών ψήφων εις την αγιωτάτην μητρό/πολιν Εφέσου, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου / ημών αυθέντου, και δεσπότου του οικουμενικού πατριάρχου κυρίου κυρίου Καλλινίκου, συνελθόντες εν τω κατά / τον Κουρούτζεσμε ιερώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του μυροβλήτου, και ψήφους / κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου του αναδεξομένου την αρ/χιερατικήν προστασίαν, και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης ταύτης μητροπόλεως, πρώτον μεν / εθέμεθα τον πανιερώτατον μητροπολίτην Ικονίου συναδελφόν ημών αγαπητόν και περιπόθητον / κυρ Ραφαήλ, δεύτερον δε τον Νεόφυτον, και τρίτον τον Γερμανόν, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας / εις διηνεκή ένδειξιν, και ασφάλειαν.
αωγω: κ(α)τα(ά) μήνα Σεπτέμβριον, επινεμήσεως Θης
+ ο Εφέσου Διονύσιος
+ ο Ηρακλείας Μελέτιος
+ ο Κυζίκου Ιωακείμ, έχων και την γνώμην του αγίου Προύσης κυρ Ανθίμου:-
+ ο Νικομηδείας Αθανάσιος έχων και την γνώμην του αγίου Αγγύρ(ας) κυρ Ιωαννικίου:-
+ ο [- -]
+ ο [- -], έχων και την γνώμην του αγίου Προϊλάβου κυρ Παρθενίου:-
+ ο [- -].
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 203.
—————————————————————————————————————–
(13).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαρίσης ……», ό.π., σ. 131.
Η παραίτηση του Ραφαήλ (8.4.1808)
+ Διά της παρούσης μου ενυπογράφ(ου), και ενσφραγίστ(ου) παραιτήσεως δηλοποιώ, ότι επειδή αι περιστά/σεις κατέστησαν εις το ανοικονόμητον την εμπιστευθείσαν μοι παρά της κοινής μητρός αγί(ας) / ημών Εκκλησί(ας) αγιωτάτ(ην) Μ(ητ)ρόπολιν της Λαρίσσης, βλέπων ότι επί το χείρον μάλλον προήγοντο τα κατ’ αυτήν εκ των περιστάσεων, ως είρηται, ανεθέμην τα της οικονομί(ας) αυτής / εις την δυνατήν προμήθειαν, και κηδεμονί(αν) της κοινής μητρός αγί(ας) ημών Εκκλησί(ας). Του/του ένεκα οικειοθελώς παραιτούμαι ήδη της επαρχίας ταύτης, ουχί δε και της αρχιερω/σύνης, εις την τιμήσασάν με, και ελεήσασαν κοινήν τροφόν και ευεργέτιδά μοι αγί(αν) του / Χριστού Εκκλησί(αν), και αφιερώ όλον εμαυτόν ίνα επιβλέψη ιλέω τω όμματι και επ’ ε/με τον ελάχιστον, και ελεήση προσπίπτοντα, και ελπίζοντα μετά θε(ού) εις τα φιλάνθρωπα /αυτής σπλάχνα. Όθεν εις ένδειξιν εγένετο η παρούσα μου ενυπόγραφος, και ενσφρά/γιστος παραίτησις, και εδόθη εις την αγί(αν) του Χριστού Εκκλησί(αν) προς διηνεκή ασφάλειαν.
αωκω: Απριλλί(ου) ηης.
(τ.σ.) + ο πρώ(ην) Λαρίσς(ης) ραφαήλ βεβαιοί
ΠΗΓΗ:Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 233.
2.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ Β΄ ΓΚΑΓΚΑ
Ο Τάσος Γριτσόπουλος, όπως αναφέραμε, λνθασμένα δίνει ως χρόνο της αρχιερατίας του Ραφαήλ την τριετία 1806-1808, παραπέμποντας στην Εκκλησιαστική Αλήθεια (Θ, 5, 11)(14) και ως διάδοχό του τον Πορφύριο (1808)! Ο Βασ. Ατέσης αναφέρει ως διάδοχο του Διονυσίου Ε΄ τον Γαβριήλ (1803-1805), διάδοχο αυτού τον Πορφύριο (1805-1806) και διάδοχο αυτού τον Γαβριήλ Β΄ Γκάγκα, τον από Γρεβενών (1806-1810), μετατεθέντα στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων(15). Ο μόνος που μας δίνει ακριβείς πληροφορίες είναι ο Βασ. Σπανός(16).
Η εκλογή του Γαβριήλ Β΄ Γκάγκα δεν έγινε στο Οικ. Πατριαρχείο, όπως γινόταν με την εκλογή των μητοπολιτών. Με βάση τα όσα αναφέρονται στο υπόμνημα εκλογής του, μετά την καθαίρεση του Ραφαήλ «και απ’ αυτής της θεοσώστου επαρχίας (…) απελαθέντος και αμετακλήτως εξωστρακισθέντος (…)», το Οικ. Πατριαρχείο ανέθεσε στον μητροπολίτη της Άρτας Πορφύριο να συγκαλέσει μία
—————————————————————————————————————–
(14).- Βλ. παραπάνω την σημείωση 13.
(15).- Βλ. Βασ. Ατέσης, ό.π., σ. 138, 319.
(16).- Βλ. Βασ. Κ. Σπανός, «Προσθήκες …..», ό.π΄, σ. 159.
τοπική, τρόπον τινά, σύνοδο, αποτελούμενη από πλησιόχωρους αρχιερείς, η οποία θα προβεί στην εκλογή νέου μητροπολίτη της Λάρισας. Εάν διαβάσαμε σωστά τις υπογραφές των αρχιερέων(17), στην εκλογή του Γαβριήλ Β΄ συμμετείχαν, εκτός από τον Πορφύριο της Άρτας, ο Γαβριήλ των Σταγών, ο Ιωαννίκιος της Ελασσόνας και Δομενίκου, ο Ανανίας του Γαρδικίου και ο Αθανάσιος της Δημητριάδας. Οι αρχιερείς αυτοί πρότειναν τρεις υποψηφίους, με πρώτο τον μητροπολίτη των Γρεβενών Γαβριήλ Γκαγκα, ο οποίος και εκλέχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1806, αμέσως δηλαδή μετά την καθαίρεση του Ραφαήλ.
Στο υπόμνημα αναφέρεται ότι η εκλογή του Γαβριήλ Β΄ έγινε στο ναό «του εν αγίοις πατρός ημών Αθανασίου του μεγάλου», χωρίς όμως να αναφέρεται η πόλη όπου βρίσκεται αυτός ο ναός. Όμως, ο Β. Μυστακίδης αναφέρει ότι η εκλογή του έγινε στο ναό των Ταξιαρχών του Μεγ. Ρεύματος της Κωνσταντινούπολης(18).
Ο Γαβριήλ Β΄ , μετά τον ερχομό του στη Λάρισα, επισκέφθηκε την Μονή του Δουσίκου, από την οποία δανείσθηκε ένα μεγάλο ποσό χωρίς να το επιστρέψει. Στον κώδικα 59, της εν λόγω μονής, αναφέρονται τα εξής: «1804 (=1806;): Ομοίως και ο Γαβριήλ Γκάγκας, το επίνωμα, ύστερον έγινε Ιωαννίνων, έλαβεν και αυτός δάνεια με ομόλογον 3.000, τρεις χιλιάδες, και δεν τα έδωσεν. Σώζεται η ομολογία του»(19). Σε μία επιστολή από την Κωνσταντινούπολη (Φεβρουάριος 1807), του Ιωαννικίου της Ελασσόνας, αναφέρεται ότι ο Γαβριήλ Β΄ είχε κάποιες οικονομικές διαφορές μεταξύ του: «(…) γράφει ο Λαρίσσης διά τα 500: γρ: οπού τον χρεωστεί ο πρώην, εις την εκκλησίαν (…)»(20). Στις 25.8.1807 ο Κων.Κούμας του έστειλε μια επιστολή από την Βιέννη. Ο Κούμας, ενθουσιασμένος, προφανώς από την καθαίρεση του «βάρβαρου» Ραφαήλ, έγραψε στον Γαβριήλ μεταξύ άλλων και τα εξής: «(…) Είναι αρμόδιον, θεοπρόβλητε ιεράρχα, να είπω ενταύθα το του Θεολόγου: Πάλιν το σκότος λύεται, πάλιν το φως υφίσταται (…)»(21). Στις 22.8.1807 ο πατριάρχης Γρηγόριος του έστειλε συνοδική επιστολή με την οποία του έδωσε την άδεια χειροτονίας ενός τιτουλαρίου επισκόπου της Περιστεράς ως βοηθόν του. Την εκλογή, όμως, του Καλλινίκου της Περιστεράς, στις 25.9.1807, διενήργησαν τρεις επίσκοποι της Μητρόπολης της Λάρι-
—————————————————————————————————————–
(17).- Από την θέση αυτή εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας στον κ. Κώστα Σπανό, εκδότη του ΘΗΜ, για την συμβολή του στην μεταγραφή του κειμένου των υπομνημάτων.
(18).- Βλ. Β. Α. Μυστακίδης, Θετταλικά σημειώματα εκ χειρογράφων, Κωνσταντινούπολις 1923, 18.
(19).- Βλ. Βασ. Κ. Σπανός, «Προσθήκες….», ό.π., σ. 149.
(20).- Βλ. Κώστας Λάππας – Ρόδη Σταμούλη, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. αλληλογραφία, ΚΕΜΝΕ, 1 (Αθήνα 1989)58, 294.
(21).- Βλ. Ιωάννης Οικονόμου Λαρισσαίος, Επιστολαί Διαφόρων, 1759-1824, φιλολογική παρουσίαση Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα 1964, 134-135.
σας, επειδή ο Γαβριήλ έλειπε στα Ιωάννινα, στην πατρίδα του(22).
Στις 12.5.1808 ο Γαβριήλ Β΄ έστειλε μία επιστολή, από τον Τύρναβο, στον Κων. Οικονόμου, στην Τσαριτσάνη, παραγγέλλοντάς τον να έρθει στη Λάρισα, ως εκπρόσωπος του Ιωαννικίου της Ελασσόνας, ο οποίος απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη, και να παρουσιασθεί, με τους προεστούς των χωριών, ενώπιον του Μουχτάρ πασά(23). Στις 17.6.1808 αναφέρεται στο έγγραφο παραίτησης του επισκόπου του Γαρδικίου Ανανία και στις 27.6.1808 στο υπόμνημα εκλογής του διαδόχου του Ιωαννικίου(24). Τέλος, στις 30.3.1810 αναφέρεται στην επιγραφή ανακαίνισης του ναού του Αγ. Αθανασίου του Παλαμά της Καρδίτσας(25). Στις 4.7.1810 έστειλε μία παραμυθιτική επιστολή στον επίσκοπο της Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεο(26). Τον Οκτώβριο του 1810, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Ιερεμία (1809-1813)(27), συνήλθαν, στον ναό του Αγ. Νικολάου των Ιωαννίνων, ο μητροπολίτης των Γρεβενών Βαρθολομαίος και οι επίσκοποι της Βελλάς Θεοδόσιος και της Δρυινουπόλεως Γαβριήλ και αποφάσισαν την μετάθεση του Γαβριήλ Β΄ στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων και Άρτας, η οποία βρισκόταν σε χηρεία. Η μετάθεσή του έγινε με ανορθόδοξο τρόπο, προφανώς λόγω των σχέσεων του με τον Αλή πασά των Ιωαννίνων και ως επακόλουθο της συνδρομής του στον κατευνασμό των πνευμάτων στη Θεσσαλία, μετά την επαν΄’ασταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, το 1808. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι, ενώ το υπόμνημα εκλογής του διαδόχου του συντάχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1810, το υπόμνημα – πρακτικό της μετάθεσής του συντάχθηκε τον Οκτώβριο του 1810! Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Γαβριήλ Β΄ είχε αναχωρήσει από την Λάρισα χωρίς να περιμένει την εκλογή του Οικ. Πατριαρχείου.
Το υπόμνημα εκλογής του Γαβριήλ Γκάγκα (-.9.1806)
+ Της αγιωτάτης μητροπόλεως Λαρίσσης απροστατεύτ(ου) διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύ/σαντος Ραφαήλ κακοοικονόμου, αγνώμονός τε προς την κοινήν τροφόν, και ευεργέτιδα αγίαν / του Χ(ριστο)ύ Εκκλησί(αν), και λυμεώνος της επαρχίας
—————————————————————————————————————–
(22).- Βλ. Β. Κ. Σπανός, «Συμβολή στην ιστορία της Επισκοπής Περιστεράς. Η εκλογή των επισκόπων Παϊσίου (1800) και Καλλινίκου (1807)» Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 33 (1998) 245, 251-254.
(23).- Βλ. Κώστας Λάππας – Ρόδη Σταμούλη, ό.π., σ. 72, 300. Η συγκέντρωση των αρχιερέων του θεσσαλικού χώρου έγινε μετά την ήττα των Βλαχαβαίων στο Καστράκι στις 5.5.1808 Ο Γαβριήλ είχε στενές σχέσεις με τον Αλή πασά και αναφέρεται ότι συνετέλεσε με τις παραινέσεις του στον κατευνασμό των πνευμάτων και στην καθήλωση της ανταρσίας. Βλ. F.C.H.L. Pouqueville, Histoire de la Regeneration de la Grece, Παρίσι 1825, τ. Ι, 336, Απ. Βακαλόπουλος, «Τα ελληνικά αρματολίκια και η επανάσταση του Θ. Μπλαχάβα», Παγκαρπία μακεδονικής γης, Θεσσαλονίκη 1980, 508.
(24).- Βλ. Κώστας Σπανός, «Τα υπομνήματα εκλογής έξι επισκόπων του Γαρδικίου (1707-1860)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 26 (1994) 216-219.
(25).- Βλ. Ιω. Καρατζόγλου, «Ο Άγιος Αθανάσιος Ρουμ-Παλαμά Καρδίτσας», Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, 3 (Αθήνα 1989) 146.
(26).- Βλ. Θωμάς Ζαρκάδας, «Μία επιστολή του μητροπολίτη της Λάρισας Γαβριήλ προς τον επίσκοπο της Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεο (4.7.1810)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 36 (1999) 241-245.
(27).- Πρόκειται για τον Ιερεμία Δ΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 549.
ταύτης αποδειχθέντος, και διά τούτο καθαιρέσει /παντελεί της αρχιερωσύνης καθυποβληθέντος, και απ’αυτής της θεοσώστου επαρχίας, ει ήν / αναξίως εισεφρήσεν εισπηδήσας, απελαθέντος, και αμετακλήτως εξωστρακισθέντος, των δε / κανονικών ψήφων της νομίμου αποκαταστάς(εως) του αρμοδίου και αξίου αναφανέντος εις αρχιε/ρατικήν τω όντι προστασίαν και πνευματικήν διοίκησιν, προνοία της Εκκλησί(ας) ανατεθεισών τω / πανιερωτάτω και θεοπροβλήτω μητροπολίτη αγίω Άρτης κυρίω Πορφυρίω, και διά πατριαρχικής / και συνοδικής εκδός(εως) τη αυτή πανιερότητι επιτροπεισών, προσκληθέντες ημείς οι πλη/σιόχωροι των επισκόπ(ων), και συνελθόντες εν τω πανσέπτω ιερώ ναώ του εν αγίοις / πατρός ημών Αθανασίου του μεγάλου, ψήφους τε κανονικάς συνωδά τη κοινή μητρί αγία / του Χ(ριστο)ύ Εκκλησία προβαλόμενοι μετά της αυτού πανιερότητος. πρώτον μεν εθέμεθα / τον παρά πάσιν ικανόν, και δόκιμον εγκριθέντα, τον πανιερώτατον, [- -], και θεοπρό/βλητον μητροπολίτην άγιον Γρεβενών συναδελφόν ημών αγαπητόν κύριον Γαβριήλ, / όνκαι κυριάρχην ημών ευχαρίστ(ως) αποδεχόμενοι συνομολογούμεν, δεύτερον δε τον / Ιωαννίκιον, και τρίτον τον Παρθένιον, ών και τα ονόματα κατε/στρώθη ιδίως εν τω παρόντι, και απεστάλη τη κοινή μητρί αγία του Χ(ριστο)ύ Μεγάλη Εκκλησία εις διηνεκή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν.
Εν έτει σωτηρίω αωστω: κ(α)τα(ά) μήνα Σεπτέμβριον, επινεμήσε(ως) Ιης.
+ ο Άρτης Πορφύριος
+ ο Σταγών Γαβριήλ
+ ο Ελασσώνος και Δομενίκου Ιωαννίκιος
+ ο Γαρδικίου Ανανίας
+ ο Δημητριάδος Αθανάσιος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 233α΄.
Το υπόμνημα εκλογής του Γαβριήλ Β΄ ως μητροπολίτη των Ιωαννίνων (-.10.1810)
Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Ιωαννίνων και Άρτης απροστατεύτου διαμεινάσης / άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρού Ιεροθέου το ζην εκμετρήσαντος, και / εις τας αιωνίους μονάς μεταστάντος, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή / και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου, του / οικουμενικού πατριάρχου κυρίου κυρίου Ιερεμίου, ανεθέμεθα τας κανονικάς / ψήφους τω πανεριωτάτω μητροπολίτη Γρεβενών κυρ Βαρθολομαίο, όπως / συμπαραλαβών τους θεοφιλεστάτους επισκόπους, τον τε άγιον Βελλάς κυρ Θε/οδόσιον, και τον άγιον Δρυϊνουπόλεως κυρ Γαβριήλ απέλθη εν τω εν Ιωαν/νίνοις πανσέπτω ναώ του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου και ποιήσαι / τας κανονικάς ψήφους, μεταθέση τον πανιερώτατον μητροπολίτην Λαρίσσης κυρ / Γαβριήλ εις τον θρόνον της αγιωτάτης μητροπόλεως Ιωαννίνων και Άρτης, / όθεν εις ένδειξιν και διηνεκή την ασφάλειαν εγένετο το παρόν υπό/μνημα:-
1810ω Οκτωβρίου -επινεμήσεως
+ ο Γρεβενών Βαρθολομαίος
+ ο Βελλάς Θεοδόσιος έχων και την γνώμη του αγίου Δρυϊνουπόλε(ως) με το να έτυχεν η / θεοφιλία του ασθενής εις την επαρχίαν αυτού:
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 274.
3.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
Όταν το Οικ. Πατριαρχείο πληροφορήθηκε την εγκατάλειψη της Μητρόπολης της Λάρισας από τον Γαβριήλ προέβη στις δέουσες ενέργειες. Τον Σεπτέμβριο, λοιπόν, του 1810, τα μέλη της Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Ιερεμία Δ΄ (1809-1813)(28), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχο του Γαβριήλ. Πρώτο στον κατάλογο τοποθέτησαν τον επίσκο της Τρωάδας Πολύκαρπο Δαρδαίο(29), ο οποίος και εκλέχθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1810. ο χρόνος εκλογής του δίνεται λανθασμένα (1811) από τον Τ. Γριτσόπουλο(30), τον Βασ. Ατέση(31) και τον δισέγγονο της αδελφής του Σπ. Ζέγκο(32). Τον ακριβή χρόνο (1810) αναφέρουν ο Β. Α. Μυστακίδης(33) και ο Βασ. Σπανός(34).
Επειδή η εκλογή ενός μητροπολίτη δημιουργούσε σ’ αυτόν οικονομικές υποχρεώσεις, ο Πολύκαρπος προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα αμέσως μετά τον ερχομό του στη Λάρισα, τον Φεβρουάριο του 1811, δημιουργώντας αντιδράσεις. Επισκέφθηκε την Μονή του Δουσίκου και «έλαβεν και αυτός δάνεια χωρίς ομόλογον, πλήν είπεν να γραφθή εις την διαθήκην του αγίου [Βησσαρίωνος], και να τα επιστρέψει, αλλ’ οι πατέρες τον απεκρίθηκαν, πρώτον να επιστρέψη και έπειτα να
—————————————————————————————————————–
(28).- Βλ. παραπάνω την σημείωση 27.
(29).- Ο Πολύκαρπος Δαρδαίος, κατά κόσμο Πέτρος Βέσσης, γεννήθηκς στη Δάρδα της Βόρειας Ηπείρου. Σπούδασε στις σχολές της Μοσχόπολης, της Καστοριάς, των Ιωαννίνων και του Μπερατίου. Το 1806 χειροτονήθηκε διάκος και το 1808 επίσκοπος της Τρωάδας. Περισσότερα γι’αυτόν, βλ. π. Σπύρος Ζέγκος, Βιογραφία Πολυκάρπου του Δαρδαίου, μητροπολίτου Λαρίσης, καρατομηθέντος υπό του Μαχμούτ πασά. Σύντομος περιγραφή της Δάρδας, μετά εικόνων, εν Αθήναις 1927.
(30).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαρίσης ……», ό.π., σ. 131.
(31).- Βλ. Βασ. Α. Ατέσης, ό.π., σ. 138.
(32).- Βλ. π. Σπύρος Ζέγγος, ό.π., σ. 31.
(33).- Βλ. Β. Α. Μυστακίδης, ό.π., σ. 18.
(34).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες …..», ό.π., σ. 149. 159.
υπογραφούν (…)»(35). Τον Ιούνιο του 1811, με επιστολή του ζήτησε από τον επίσκοπο της Τρίκκης Γαβριήλ να συνάξει τα δικαιώματα από το χωριό Πουλιάνα (Μουριά και Πηγή) των Τρικάλων, «της μεν ζητείας διπλάς κατά το έθος της αης χρονιάς προς παράδες 16: το κάθε ανδρόγυνον δεκαέξι. φιλότιμα ιερέων γρόσια 60: ανά τριάκοντα τον καθ’ έναν και ταις ιερολογίαις αυτών διπλαίς ανά δώδεκα και δώδεκα συμποσούμενα γρόσια εικοσιτέσσερα. Εκατόν γρόσια διπλά λειτουργικά και βοήθεια. Και το σιτάρι το κανονικόν ανά δύο λουτζέκια το κάθε ζευγάρι (…)»(36).
Οι οικονομικές απαιτήσεις του Πολυκάρου έφεραν αναταραχή στη Λάρισα. Οι συντεχνίες διαμαρτυρήθηκαν, ήδη στις 15.8.1812, στο Οικ. Πατριαρχείο, πρωτοστατούντος του παπα-Δημητρίου Οικονόμου, θείου του Ιωάννη Οικονόμου Λογιωτάτου, αλλά το Πατριαρχείο δικαιολόγησε τις απαιτήσεις του Πολυκάρπου. Ακολούθησαν και άλλες αναφορές των Λαρισαίων καθώς και του Βελή πασά, διοικητή της Θεσσαλίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα(37).
Το 1810 και 1811, ο Πολύκαρπος έστειλε βοήθεια στο ναό της Ξηροκρήνης(38), στις 17.7.1812 υπέγραψε και επιβεβαίωσε ένα κατάστιχο χαλκωμάτων της Μονής του Δουσίκου(39) και τον Οκτώβριο του 1813, ως συνοδικός συνυπέγραψε με άλλους το σιγίλιο του Κυρίλλου ΣΤ΄ υπέρ της Μονής της Ολυμπιώτισσας(40).
Μετά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, ως συνοδικού, ο Πολύκαρπος επέστρεψε στη Λάρισα, όπου όμως η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι έκρυθμη. Αυτό αντανακλάται και στις ληψοδοσίες του ναού του Αγ. Αχιλλίου, οι οποίες είναι καταγραμμένες στον κώδικά του. Ο Πολύκαρπος επιβεβαίωσε μόνο μία φορά τους λογαριασμούς, στις 29.2.1812, όπως φαίνεται στα φ. 10β – 11α του κώδικα(41). Στις 15.2.1818 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και υπέγραψε, με άλλους, ένα γράμμα του πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ΄ υπέρ της Μονής του Κωνσταμονίτου του Αγ. Όρους(42). Λόγω, όμως, του αδιεξόδου, στο οποίο είχε περιέλθει, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί τον επόμενο μήνα (Μάρτιος του 1818)(43).
—————————————————————————————————————–
(35).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες ….», ό.π., σ. 149.
(36).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες ….», ό.π., σ. 149-151.
(37).- Την σχετική αλληλογραφία και τις απόψεις για το θέμα αυτό, βλ. Ιωάννης Οικονόμου Λαρισσαίος, ό.π., σ. 169-201, Γιώργος Β. Ντρογκούλης, «Οι συντεχνίες στη Λάρισα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας», Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συμποσίου, Λάρισα: Παρελθόν και Μέλλον, Λάρισα 1825, 283-292, Ιω. Ε. Αναστασίου «Η αλληλογραφία του Βελή πασά με το Πατριαρχείο για τον μητροπολίτη Λαρίσης Πολύκαρπο», Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού –Αρχαιολογικού Συμποσίου …., σ. 323-339.
(38).- Βλ. Β. Α. Μυστακίδης, ό.π., σ. 18.
(39).- Βλ. Δημ. Ζ. Σοφιανός – Φ. Α. Δημητρακόπουλος, ό.π., σ. 155.
(40).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Ένα ανέκδοτο σιγίλιο για την Μονή της Ολυμπιώτισσας (1813)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 43 (2003) 26.
(41).- Ευχαριστούμε τον κ. Κώστα Σπανό, εκδότη του ΘΗΜ, για την πληροφορία αυτή.
(42).- Βλ. Χαράλαμπος Γάσπαρης, «Αρχείο Πρωτάτου», Αθωνικά Σύμμεικτα, 2 (Αθήνα 1991) 96-97.
(43).- Ο Β. Α. Μυστακίδης (ό.π., σ. 18) αναφέρει ότι πέθανε τον Μάρτιο του 1818 «διάδοχον σχών τον Βελλάς και Κονίτσης Θεοδόσιον».
Το υπόμνημα εκλογής του Πολυκάρπου (-.9.1810)
Της αγιωτάτης Μητροπόλε(ως) Λαρίσσης απροστατεύτου εναπομεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος / κυρ Γαβριήλ διά κανονικών ψήφων και συνοδικής εκλογής μετετεθέντος, και προβιβασθέντος εις τον θρό/νον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Ιωαννίνων και Άρτης, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του / παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου του οικουμενικούπατριάρχου κυρίου κυρίου / Ιερεμίου συνεισελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωρ/γίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώ/που, του αναδεξαμένου την αρχιερατικήν προστασίαν, και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης εκείνης μη/τροπόλε(ως), πρώτον μεν εθέμεθα τον θεοφιλέστατον επίσκοπον Τρωάδος, και συναδελφόν ημών αγα/πητόν κυρ Πολύκαρπον, δεύτερον δε τον Νεόφυτον και τρίτον τον Ιωάσαφ, ών και τα / ονόματα κατεστρώθη εν τώδε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας εις διηνε/κή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν: εν έτει σωτηρίω χιλιοστώ οκτακοσιοστώ δε/κάτω κατά μήνα Σεπτέμβριον, επινεμήσεως δεκάτης τετάρτης:-
+ ο Καισαρείας Φιλόθεος
+ ο Εφέσου Διονύσιος έχων και τας γνώμας των πανιερωτάτων συναδελφών μου του τε αγίου Νικομηδείας κυρ Αθα/νασίου, του αγίου Δέρκων κυρ Γρηγορίου.
+ ο Κυζίκου Μακάριος έχων και την γνώμην του πανιερωτάτου γέροντος αγίου Χαλκηδόν(ος) κυρ Ιερεμίου.
+ ο Νικαίας Δανιήλ
+[—–]
+ ο Αγκύρας Ιωαννίκιος
4.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Μετά την παραίτηση του Πολυκάρπου, τον Μάρτιο του 1818, τα μέλη της Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ΄ (4.3.1813-13.12.1818)(44), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχό του. Πρώτο στον κατάλογο τοποθέτησαν τον επίσκοπο της Βελλάς και Κόνιτσας Θεοδόσιο, ο οποίος και εκλέχθηκε τον Μάρτιο του 1818.
—————————————————————————————————————–
(44).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 596.
Ο χρόνος αρχιερατίας του Θεοδοσίου, κατά τον Τάσο Γριτσόπουλο είναι το έτος 1821(45), κατά τον Βασ. Ατέση η διετία 1818-1819(46) και κατά τον Αιμ. Τσακόπουλο(47) και τον Βασ. Σπανό(48) το ακριβές χρονικό διάστημα, Μάρτιος 1818 – Ιούλιος 1819.
Για τον Θεοδόσιο, στον κώδικα 59 της Μονής του Δουσίκου, αναφέρονται τα εξής:» 1818: έτος. Θεοδόσιος ο πρώην Βελάς. Και ούτος έλαβεν από το μοναστήριον τρεις 3.000 γρόσια. έπειτα εμάλωσεν και αυτός εις Τύρναβον με τον Βελή πασά και απέθανεν»(49).
Μετά την εκλογή του, η οποία έγινε στις 21.3.1818 ή 1-2 μέρες νωρίτερα, ο Θεοδόσιος έστειλε στους Λαρισαίους μία επιστολή του, με χρονολογία 21.3.1818, και μαζί ένα πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα, γνωρίζοντάς τους την εκλογή του στον μητροπολιτικό θρόνο της πόλης τους. Μεταξύ των άλλων, έγραψε και τα εξής: «(…). Ουδείς αμφιβάλει πόσα δεινά και οχληρά πράγματα από τινος καιρού συνέβησαν εις αυτήν την αγιωτάτην μητρόπολιν, τα οποία έδιδον αφορμάς εις όλους σας μιας άκρας αδημονίας, και λύπης, αλλά τέλος πάντων ΄φθασεν ο καιρός οπού ήτον προωρισμένος διά να διαλυθώσιν όλα, και να εύρη η επαρχία την καλήν της κατάστασιν, και οι εν αυτή πάντες Χριστιανοί τα εν Κυρίω αγαπητά ημών τέκνα, την ποθουμένην ησυχίαν, και άνεσιν (…). Γνωρίζοντες επίπάσι τούτοις και γενικόν επίτροπον τον θεοφιλέστατον επίσκοπον Γαρδικίου (…) κυρ Ιερώνυμον και εκείνους οπού η θεοφιλία του ήθελε διορίση κατά μέρος, προς τους οποίους θέλετε προσφέρει ετοίμως τα παρεμπίπτοντα κύρια, και τυχηρά εισοδήματα ημών, και δικαιώματα, έως ότου να έλθωμεν προσωπικώς και ημείς (…)»(50).
Το υπόμνημα εκλογής του Θεοδοσίου (-.3.1818)
Της αγιωτάτης Μ(ητ)ροπόλε(ως) Λαρίσσης και Τυρνάβου(51) απροστατεύτου διαμεινάσης, ά τε δη του εν αυτή αρ/χιερατεύοντος κυρ Πολυκάρπου παραίτησιν απ’ αυτής ενυπόγραφον κ(αι) ενσφράγιστον ποιησαμένου, ως / αντικρύ κατεστρωμένη φαίνεται, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείις, προτροπή κ(αι) αδεία του παναγιωτάτου και / σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου κ(αι) δεσπότου, του οικουμενικού πατριάρχ(ου) κυρίου κυρίου Κυρίλλου, συνελθόντες / εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου
—————————————————————————————————————–
(45).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαρίσης ….», ό.π., σ. 131.
(46).- Βλ. Βασ. Α. Ατέσης, ό.π., σ. 132.
(47).- Βλ. Αιμ. Τσακόπουλος, «Επισκοπικοί Κατάλογοι», Ορθοδοξία, 31 (1956) 201, 437.
(48).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες ….», ό.π., σ. 152-153.
(49).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες …», ό.π., σ. 152.
(50).- Βλ. Ιωάννης Οικονόμου Λαρισαίος, ό.π., σ. 201-202.
(51).- Είναι η πρώτη φορά κατά την οποία ο μητροπολίτης της Λάρισας αναφέρεται ως «Λαρίσσης και Τυρνάβου».
ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, κ(αι) ψήφους κανο/νικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν κ(αι) εκλογήν αξίου κ(αι) αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν / προστασίαν κ(αι) ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μ(ητ)ροπόλε(ως), πρώτον με εθέμεθα τον θεοφι/λέστατον επίσκοπον Βελλάς κ(αι) Κονίτζης, περιπόθητον ημίν εν κ(υρί)ω αδελφόν Θεοδόσιον, βον δε / τον [ ] κ(αι γον τον Κωνστάντιον ων κ(αι) τα ονόματα κατεστρώθη εν τώδε τω ιερώ κώδι/κι της καθ’ ημάς του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησί(ας) εις ένδειξιν διηνεκή κ(αι) παράστασιν μόνιμον:-
αωιηω κατά μήνα Μάρτιον επινεμήσε(ως) στ:
+ ο Καισαρείας Μελέτιος έχων και τας γνώμας των σεβασμίων γερόντων του τε αγίου Εφέσου κ(υρί)ου Διονυσίου κ(αι) του αγίου / Ηρακλείας κυρίου Μελετίου:
+ ο Νικομηδείας Αθανάσιος έχων κ(αι) τας γνώμ(ας) των πανιερωτάτων συναδελφών κ(αι) γερόντων / του τε αγίου Χαλκηδόνος κυρίου Γερασίμου, και του αγίου Δέρκων κυρίου Γρηγορίου.
+ ο [- -]
+ ο [- -]
+ ο [- -] έχων κ(αι) την γνώμην του γέροντος αγίου Κυζίκου κυρίου Κωνσταντίνου.
+ ο Σηλυβρίας Ιωαννίκιος
+ ο [- -]
+ ο Δερβών Δοσίθεος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 391.
5.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ Α΄ ΒΟΓΑΣΑΡΗ
Με τον θάνατο του Θεοδοσίου, τον Ιούλιο του 1819, η Μητρόπολη της Λάρισας έμεινε χωρίς αρχιερέα. Για την πλήρωση του κενού, τα μέλη της Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (1818-1821)(52), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχο του Θεοδοσίου. Πρώτο στον κατάλογο τοποθέτησαν τον μεγάλο πρωτοσύγγελο του Οικ. Πατριαρχείου Κύριλλο, ο οποίος και εκλέχθηκε, τον Ιούλιο του 1819.
Ο Κύριλλος Βογάσαρης καταγόταν από την Δημητσάνα και ήταν συμπατριώτης του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, του οποίου υπήρξε μέγας πρωτοσύγγελος. Στις 11.3.1819
—————————————————————————————————————–
(52).- Πρόκειται για την Τρίτη πατριαρχία του Γρηγορίου Ε΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 599.
έστειλε μία επιστολή του στον Κων. Οικονόμο(53). Ερχόμενος στη Λάρισα επισκέφθηκε την Μονή τυου Δουσίκου από την οποία πήρε και αυτός 3.000 γρόσια(54). Στη Λάρισα παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1820(55), οπότε παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 έφυγε για την Πελοπόννησο όπου διορίσθηκε, το 1822, τοποτηρητής της επαρχίας Ωλένης και το 1833 μητροπολίτης της Αργολίδας(56).
Το υπόμνημα εκλογής του Κυρίλλου Α΄ Βογάσαρη (-.7.1819)
Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσσης και Τυρνάβου απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή, / αρχιερατεύοντος κυρ Θεοδοσίου το ζην εκμετρήσαντος, και εις τας ουρανίους μονάς μεταστάντος, ημείς οι / ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δε/σπότου του οικουμενικού πατριάρχη κυρίου κυρίου Γρηγορίου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ / ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν / προστασίαν, και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μ(ητ)ροπόλε(ως, αον μεν εθέμεθα τον πανο/σιολογιώτατον μέγαν πρωτοσύγκελλον της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας κυρ Κύριλλον, / βον δε τον Δαβίδ (;) και γον τον Παρθένιον ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι / της αγίας και Μεγάλης Εκκλησίας, εις διηνεκή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν:
αωιθω κατά μήνα Ιούλιον [——].
+ ο Καισαρείας Ιωαννίκιος
+ ο [- -] Ιωσήφ:έχων και τας γνώμας των συνα/δελφών αγί(ων) γερόντων του τε αγί(ου) Ηρακλεί(ας) κυρί(ου) Μελετίου, / του αγί(ου) Κιζίκ(ου) κυρί(ου) Κωνσταντίν(ου), και του αγί(ου) Δέρκ(ων) / κυρί(ου) Γρηγορί(ου).
+ ο [- -]
+ ο Σμύρνης Άνθιμος έχων και τας γνώμ(ας) των συναδελφών, του τε / αγίου Αθηνών κυρί(ου) Γρηγορί(ου), και αγί(ου Μαρωνεί(ας) κυρί(ου) Κωνσταντίου.
+ ο Βιζύης Ιερεμίας (;)
+ ο [- -]
+ ο [- -]
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 408.
—————————————————————————————————————–
(53).- Βλ. Κώστας Λάππας – Ρόδη Σταμούλη, ό.π., 2 (2002) 53-54.
(54).- Βλ. Βασλιλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες ….», ό.π., σ. 153.
(55).- Ο μήνας Ιούνιος προκύπτει από μια επιστολή του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ προς τον Βενιαμίν των Σερβίων και Κοζάνης, της 26.6.1820, στην οποία αναφέρει ως μητροπολίτη της Λάρισας τον Πολύκαρπο. Βλ. Μιχ. Αθ. Καλινδέρης, Γραπτά μνημεία από την Δυτ. Μακεδονία χρόνων Τουρκοκρατίας, Πτολεμαΐς 1940, 70.
(56).- Βλ. Αιμ. Τσακόπουλος, ό.π., σ. 437, Γερμανός Σάρδεων, «Κατάλογος Μ. Πρωτοσυγκέλλων (ΙΖ΄ – Κ΄ αι.)», Ορθοδοξία, 8 (1933) 373, Βασ. Α. Ατέσης, «Ο Λαρίσης Κύριλλος Βογάσαρης, τοποτηρητής Ωλένης», Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, 11 (1956) 11-23, 101-108, 189-197, Τάσος Γριτσόπουλος, Μονή Φιλοσόφου, Αθήναι 1960, 469-473, Κων. Μπόνης, «Κατάλογος επισκόπων διαμενόντων εν Ελλάδι, μετά ή άνευ επισκοπής κατά το έτος 1833», Θεολογία, 43 (1972) 47-48.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΔΑΡΔΑΙΟΥ
Σύμφωνα με τον κώδικα 59 της Μονής του Δουσίκου, ο Κύριλλος Α΄ Βογάσαρης το 1820 «εξώθη εις Αθήνας»(57). Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για παραίτησή του, η οποία έγινε πριν από τις 26.6.1829(58). Την παραίτηση του Κυρίλλου Α΄ εκμεταλλεύθηκε ο Πολύκαρπος και επανήλθε στη Μητρόπολη της Λάρισας πριν από τις 26.6.1820(59).
Η δεύτερη αρχιερατίας του Πολυκάρπου στη Λάρισα υπήρξε συντομότατη. Έφθασε στην έδρα του με τον Μαχμούτ πασά Δράμαλη, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με την εξόντωση του αποστάτη Αλή πασά. Ο Πολύκαρπος συγκέντρωσε τους καπεταναίους της περιοχής και 500 στρατριώτες, για να τους στείλει εναντίον του Αλή πασά. Η ενέργειά του αυτή, όμως, δυσαρέστησε τον Δράμαλη(60). Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, ο Πολύκαρπος περιέπεσε στη δυσμένεια του Δράμαλη, ο οποίος ενήργησε για την καθαίρεσή του. Τον Ιούνιο, λοιπόν, του 1821 «καθ’ υψηλόν ορισμόν»(61), δηλαδή με διαταγή του σουλτάνου, αποβλήθηκε από την Μητρόπολή του και στη συνέχεια συνελήφθηκε και φυλακίσθηκε. Τελικά, στις 19.9.1821, ο Δράμαλης διέταξε να τον αποκεφαλίσουν(62).
6.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ Β΄ ΤΡΙΚΚΑΙΟΥ
Μετά την καθαίρεση του Πολυκάρπου, τον Ιούνιο του 1821, η Μητρόπολη της Λάρισας έμεινε και πάλι χωρίς αρχιερέα. Για τον λόγο αυτό, τα μέλη της Συνόδου του Οικ. Πατριαρχείου, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Ευγενίου Β΄ (1821-1822)(63), συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχο του Πολυκάρπου. Πρώτο στον κατάλογο έθεσαν τον ιερομόναχο Κύριλλο, ο οποίος και εκλέχθηκε, στις 25.6.1821, το αργότερο, ή 1-2 μέρες νωρίτερα.
Ο Κύριλλος καταγόταν από τα Τρίκαλα και ήταν συγγενής του τρικαλινού γιατρού Κων. Νοσημάχου, όπως αναφέρει σε μια επιστολή του, την οποία έστειλε
—————————————————————————————————————–
(57).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες …..», ό.π., σ. 153.
(58).- Βλ. παραπάνω στην σημείωση 55.
(59).- Ο Τάσος Γριτσόπουλος («Λαρίσης ….», ό.π., σ. 131) αναφέρει ότι επανήλθε τον Νοέμβριο του 1820, αγνοώντας, προφανώς την επιστολή του Γρηγορίου Ε΄ προς τον Βενιαμίν των Σερβίων και Κοζάνης της 26.6.1820.
(60).- Βλ. π. Σπύρος Ν. Ζέγκος, ό.π., σ. 46-47.
(61).- Όπως αναφέρεται στο υπόμνηα εκλογής του διαδόχου του Κυρίλλου Β΄.
(62).- Βλ. Ιω. Ε. Αναστασίου, ό.π., σ. 336-337. Σε μια ενθύμηση, γραμμένη σε ένα εκκλησιαστικό βιβλίο του Τυρνάβου, αναφέρεται πως ο αποκεφαλισμός του Πολυκάρπου έγινε στις 17 Σεπτεμβρίου. Βλ. Στεφ. Π. Δαλαμπύρας, Επιγραφαί εκ βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων της επαρχίας Τυρνάβου, Λάρισα 1967, 9.
(63).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 602.
από την Κωνσταντινούπολη, στις 25.6.1821, προς τον παπα-Δημήτρη Οικονόμου, στη Λάρισα, γνωρίζοντάς του την εκλογή του και ορίζοντάς τον επίτροπόν του(64).
Η αρχιερατία του Κυρίλλου Β΄ υπήρξε συντομότατη. Στον κώδικα 59 της Μονής του Δουσίκου δίνεται ο ακριβής χρόνος: «1821: έτος. Κύριλλος Τρικαληνός σαράντα ημέρας και απέθανεν»(65). Ο θάνατός του σημειώθηκε στη Ματαράγκα των Σοφάδων, σύμφωνα με την παρακάτω ενθύμηση: «Εις τας 29 Σεπτεμβρίου [απεδήμησεν]εν Κυρίω ο Λαρίσης Κύριλλος Τρικκαίος εις χωρίον Ματαράγκα αωκα»(66). Με βάση τα παραπάνω φαίνεται ότι ο Κύριλλος Β΄ εκλέχθηκε γύρω στις 25.6.1821, έφθασε στη Λάρισα στις 19.8.1821 και απεβίωσε στις 29.9.1821.
Το υπόμνημα εκλογής του Κυρίλλου Β΄ (25.6.1821)
+ Της αγιωτάτης μητροπόλεως Λαρίσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιε/ρατεύοντος κυρ Πολυκάρπου καθ’ υψηλόν ορισμόν αποβληθέντος από της επαρχίας ταύτης / ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυ/θέντου, και δεσπότου του οικουμενικού π(ατ)ριάρχ(ου κυρί(ου) Ευγενί(ου), και κατά την έννοιαν / του γενομένου προς ημάς ορισμού, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου / ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμε/νοι, αον μεν εθέμεθα τον οσιώτατον εν ιερομονάχοις κυρ Κύριλλον, βον δε τον / Παγκράτιον και γον τον Διονύσιον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω / ιερώ κώδικι της αγί(ας) του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας, εις διηνεκή ένδειξιν, κ(αι) μόνιμον παράστασιν.
εν έτει σωτηρί(ω) αωκαω: κατά μήνα Ιούνιον επινεμήσεως θης.
+ ο Καισαρείας Ιωαννίκιος
+ ο Εφέσου Μακάριος έχων και τας γνώμας των σεβασμί(ων) / Γερόντων συναδελφών του τε αγίου Ηρακλεί(ας) κυ(ρίου) Μελετίου / και του αγί(ου) Κυζίκου κυ(ρίου Κωνσταντίνου.
+ ο Νικομηδείας Πανάρετος
+ ο [- -] + ο [- -]
+ ο [- -] + ο [- -] Γεράσιμος.
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/9 του Οικ. Πατριαρχείου, σ.446.
—————————————————————————————————————–
(64).- Βλ. Ιωάννης Οικονόμου Λαρισαίος, ό.π., σ. 202-203.
(65).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες …..», ό.π., σ. 154.
(66).- Βλ. Στεφ. Π. Δαλαμπύρας, ό.π., σ. 9.
ΕΦΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ (1)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
(1821-1875)
1.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ Δ΄
Όπως ήδη αναφέραμε, ο Κύριλλος Β΄ Τρικκαίος απεβίωσε στις 29.9.1821(2). Στη συνέχεια εκλέχθηκε ως διάδοχός του ο Δαμασκηνός του Φαναρίου και Φαρσάλων, τον Νοέμβριο του 1821(3), επί πατριαρχίας του Ευγενίου Β΄ (10.4.1821 – 29.7.1822)(4). Ο Δαμασκηνός πήγε στη Λάρισα με μετάθεση και λόγω της έκρυθμης κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε με την Επανάσταση, προφανώς δεν συντάχθηκε το σχετικό υπόμνημα εκλογής του ως μητροπολίτη της Λάρισας. Για τον Δαμασκηνό, ο χατζη-Γεράσιμος Δουσικιώτης έγραψε τα εξής: «1821: έτος. Δαμασκηνός πρώην Φερσάλων, δύο μήνες και απέθανεν»(5). Εφόσον, λοιπόν, μετατέθηκε στη Λάρισα τον Νοέμβριο του 1821 και παρέμεινε δύο μήνες, συμπεραίνουμε ότι πέθανε στα τέλη του Δεκεμβρίου ή στις αρχές του Ιανουαρίου 1822.
Μετά τον θάνατο του Δαμασκηνού, ο μητροπολιτικός θρόνος της Λάρισας τελούσε σε χηρεία. Για την εκλογή του διαδόχου του, οι «ενδημούντες» συνοδικοί, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Ευγενίου Β΄, συνήλθα στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου. Πρώτον στον κατάλογο έθεσαν τον ιερομόναχο Μελέτιο, ο οποίος είχε χρηματίσει και μέγας αρχιδιάκονος του Οικ. Πατριαρχείου και ο οποίος εκλέχθηκε τον Μάρτιο του 1822. Ο χρόνος αρχιερατίας του Μελετίου Δ΄ δίνεται λανθασμένα, από τον Τ. Γριτσόπουλο, την περίοδο 1832-1835 «ασαφώς Κύριλλος ταυτόχρονος»(6). Ο Β. Α. Μυστακίδης τον αναφέρει απλώς ως διάδοχο του Δαμασκηνού(7), ο Βασ. Σπανός δίνει ως χρόνο αρχιερατίας του το διάστημα Μάρτιος 1822 – μετά την 1.5.1836(8) και ο Βασ. Ατέσης την περίοδο 1822-1835(9).
Στις 4.5.1822 βρισκόταν ακόμα στην Κωνστανινούπολη. Την ημέρα αυτή έστειλε μια επιστολή στον επίσκοπο του Θαυμακού Κύριλλο και στον παπα-Δημήτρη, οικονόμο της Μητρόπολης της Λάρισας και επίτροπό του, με την οποία
—————————————————————————————————————-
(1).- Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Υπομνήματα Ε΄, Θ.ΗΜ., τομ. Σελ. . Λάρισα 1
(2).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, ό.π., σ. 160.
(3).- Βλ. Β. Α. Μυστακίδης, «Επισκοπικοί Κατάλογοι», ΕΕΒΣ, 12 (1936) 196.
(4).- Πρόκειται για την δεύτερη πατριαρχία του Ευγενίου Β΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 19962, 602-603.
(5).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, «Προσθήκες και διορθώσεις στον επισκοπικό κατάλογο της Λάρισας, 1799-1870», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 41 (2002) 154.
(6).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, «Λαρίσης και Πλαταμώνος Μητρόπολις», ΘΗΕ, 8 (1996) 131.
(7).- Βλ. παραπάνω την σημείωση 3.
(8).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, ό.π., σ. 160.
(9).- Βλ. Βασ. Γ. Ατέτης, Επισκοπικοί κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ αρχής μέχρι σήμερον, εν Αθήναις 1975, 139.
τους προτρέπει (πιεζόμενος προφανώς από τα αντίποινα των Οθωμανών εις βάρος των Ελλήνων, μετά την έναρξη της Επανάστασης), να ηρεμήσουν τα πνεύματα στις περιοχές τους, υπαγορεύοντας «την εις το βασίλειον κράτος υποταγήν άκρα»(10). Στις 21.1.1831 υπέγραψε, με τον Κύριλλο της Τρίκκης, σε κάποιον λογαριασμό της Επισκοπής Τρίκκης(11), και τον Ιούνιο του 1835 αναφέρεται στην επιγραφή ιστόρησης του ναού του Αγ. Αθανασίου του Παλαμά(12). Ο Μελέτιος Δ΄ εξέπεσε του μητροπολιτικού θρόνου τον Σεπτέμβριο του 1835(13), «κατ’ υψηλήν επιταγήν», σύμφωνα με το υπόμνημα εκλογής του διαδόχου του, δηλαδή με εντολή των Οθωμανών, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ο λόγος. Στο φ. 56ν, πάντως, του κώδικα του ναού του Αγ. Αχιλλίου, ο Μελέτιος Δ΄ αναφέρεται μέχρι την 1.5.1836. το 1837 εκλέχθηκε μητροπολίτης της Σόφιας(14). Αναφερόμενος σ’ αυτόν ο χατζη-Γεράσιμος Δουσικιώτης έγραψε τα εξής: «1822: έτος. Μελέτιος έως 1834. Ετούτος επήρεν από το μοναστήριον τρεις 3.000 και άλλα ψυχομερίδια διά τους αποθανόντας καλογήρους, ήτοι οικειοποιήθη και την βούλαν του μοναστηριού. Έκαμεν και ηγούμενον όποιον ηθέλησεν, επώλησεν και τα μούλκια της Βλαχίας, έπαιρνεν και εις ταις χειροτονίαις (διότι οι άλλοι δεν έπαιρναν), έκαμεν και αντέτι [συνήθεια, έθιμο] διαβάσει ή δεν διαβάσει ο άγιος εις την επαρχίαν του να δίδη κατ’ έτος γρόσια 400»(15).
Το υπόμνημα εκλογής του Μελετίου Δ΄ ( -.3.1822)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του επί τη πραγματική διοικήσει αυτής πρωτοεκλεγέν/τος (;) κυρ Δαμασκηνού το ζην εκμετρήσαντος, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή, / και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου, και δεσπότου, του οικουμενικού πατριάρχου κυρίου κυρίου Ευγενίου συνελ/θόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προ/βαλλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου, και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν, και ποι/μαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, αον μεν εθέμεθα τον οσιολογιώτατον εν ιερομονάχοις κύρι(ον)
—————————————————————————————————————–
(10).- Βλ. Ιωάννης Οικονόμου –Λαρισαίος, Επιστολαί Διαφόρων, 1759-1824, φιλολογική παρουσίαση Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα 1964, 599.
(11).- Βλ. Νίκος Α. Βέης, Τα χειρόγραφα των Μετεώρων, τ. Β. Τα χειρόγραφα της Μονής Βαρλαάμ, Αθήνα 1984, 392.
(12).- Βλ. Ιω. Καρατζόγλου, «Ο Άγιος Αθανάσιος Ρουμ-Παλαμά Καρδίτσας», Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά τηνΆλωση, 3 (1989) 146.
(13).- Βλ. Χρυσ. Μπούας, Σαμουήλ μητροπολίτης Αιγίνης, Αθήνησιν 1937, 14 σημ. 2.
(14).- Βλ. Χρυσ. Μπούας, ό.π., σ. 14.
(15).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, ό.π., σ. 155.
Μελέτιον, / τον και μέγα αρχιδιάκων χρηματίσαντι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας, βον δε τον Γρηγόριον (;) και γον τον Κάλ/λιστον (;) ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνε/κή, και παράστασιν μόνιμον. εν έτει από Χρ(ιστ)ού αωκβ΄ : κατά μήνα Μάρτιον επί νεμήσεως ι: 5η ινδ:
+ ο [- -] + ο Ηρακλείας Ιγνάτιος + ο Κυζίκου Κωνσταντίνος
+ ο [- -] + ο [- -] + ο [- -]
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 18.
2.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ Β΄
Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Μελετίου Δ΄ κινήθηκε η διαδικασία πλήρωσης της κενής μητροπολιτικής θέσης. «Προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Κωνσταντίου Β΄ (18.8.1834 – 26.9.1835)(16) οι «ενδημούντες» συνοδικοί συνήλθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου για να εκλέξουν τον διάδοχο του Μελετίου Δ΄. Πρώτον στον κατάλογο έθεσαν τον μητροπολίτη του Ικονίου (Οκτώβριος 1825 –Σεπτέμβριος 1835) Άνθιμο Βαμβάκη(17), ο οποίος και εκλέχθηκε στις αρχές, μάλλον, του Σεπτεμβρίου 1835(18), καθώς ο πατριάρχης Κωνστάντιος Β΄ παύθηκε στις 29 του ίδιου μήνα. Η περίοδος της αρχιερατίας του δίνεται χονδρικώς, 1835-1837, από τον Τ. Γριτσόπουλο(19) και τον Βασ. Ατέση(20). Διορθωτέος ο Βασ. Σπανός, ο οποίος αναφέρει το διάστημα μετά την 1.5.1836 –Αύγουστο 1837(21). Ο Άνθιμος Β΄, μετά την άφιξή του στη Λάρισα επισκέφθηκε την Μονή του Δουσίκου από την οποία επήρε «(…) τρεις χιλιάδες γρόσια και εις μίαν χειροτονίαν επήρεν γρόσια 200 και έτερα 500 γρόσια τα κατ’ έτος (…)»(22). Το 1836, ως συνοδικός υπέγραψε με άλλους το υπόμνημα εκλογής του Ιωσήφ Β΄ της Δημητριάδας(23). Τον Αύγουστο του 1837 εκλέχθηκε μητροπολίτης της Νικομήδειας(24) και τον Φεβρουάριο του 1840 οικουμενικός πατριάρχης ως Άνθιμος Δ΄ (1840-1841)(24α).
—————————————————————————————————————–
(16).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί ……., σ. 611-612.
(17).- Βλ. Β. Θ. Σταυρίδης, Επισκοπική Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη 1996, 275.
(18).- Τον Σεπτέμβριο του 1835 αναφέρει και ο Μαν. Ι. Γεδεών (Πατριαρχικοί …., σ. 614).
(19).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 131.
(20).- Βλ. Γ. Ατέσης, ό.π., σ. 139.
(21).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, ό.π., σ. 160.
(22).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, ό.π., σ. 156.
(23).- Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, «Τα υπομνήματα εκλογής των μητροπολιτών Νεοφύτου Β, Ιωσήφ Β΄, Γρηγορίου Γ΄ και Ματθαίου της Δημητριάδας, (-.7.1827 – 10.11.1838)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 47 (2005) 282-284.
(24).- Βλ. Β. Θ. Σταυρίδης, ό.π., σ. 114, Μαν. Ι. Γεδεών, ό.π., σ. 614.
(24α).- Πρόκειται για την πρώτη πατριαρχία του Ανθίμου Δ΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί …., σ. 614.
Το υπόμνημα εκλογής του Ανθίμου Β΄ ( -.9.1835)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερα/τεύοντος κυρ Μελετίου, κατ’ υψηλήν επιταγήν εκπεσόντος της επαρχίας ταύτης, ημείς οι εν/δημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου, κ(αι) σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου, / κ(αι) δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρ(ίου) κυρ(ίου) Κωνσταντίου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω / πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, κ(αι) ψήφους κανο/νικάς προβαλλόμενοι εις εύρεσιν, κ(αι) εκλογήν αξίου κ(αι) αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου / την αρχιερατικήν προστασίαν κ(αι) ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, / πρώτον μεν εθέμεθα τον πανιερώτατον κ(αι) θεοπρόβλητον μητροπολίτην Ικονίου, αγαπητόν / ημών εν Χ(ριστ)ώ αδελφόν κυρ Άνθιμον, δεύτερον δε τον Γερμανόν, και γον τον Ευγένιον, / ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας, / εις ένδειξιν διηνεκή, και παράστασιν μόνιμον. αωλε΄ . κατά μήνα Σεπτέμβ(ριον).
+ ο [- -] + ο [- -] έχων κ(αι την γνώμην του σεβαστού γέροντος αγίου Νικομηδείας κυρ(ίου Παναρέτου
+ ο [- -] + ο [- -] Αμβρόσιος + ο Σοφίας [- -]
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 258.
3.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΝΙΑ
Μετά την μετάθεση του Ανθίμου Β΄, τον Αύγουστο του 1837, στη Μητρόπολη της Νικομήδειας, «διά κανονικής εκλογής και συνοδικών ψήφων», η Μητρόπολη της Λάρισας έμεινε κενή. Αμέσως μετά, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ (1831-1840)(25), συνήλθαν οι «ενδημούντες» συνοδικοί στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχο του Ανθίμου Β΄. Πρώτον στο κατάλογο έθεσαν τον μητροπολίτη της Ρασκοπρεσραίνης Ανανία, ο οποίος και εκλέχθηκε τον Αύγουστο του 1837. Στους επισκοπικούς καταλόγους αναφέρεται ορθά ο χρόνος της αρχιερατίας του, 1837-1853)(26). Ο μόνος που λανθάνει είναι ο χατζη-Γεράσιμος, ο οποίος αναφέρει το έτος 1836 και τα εξής: «(…) Έλαβεν και αυτός [από την Μονή του Δουσίκου] 3.000 τρείς χιλιάδες γρόσια και άλλα έτερα πλήν όλων υπερασπίζονταν το μοναστήρι (…). Έβαλεν και επιτρόπους όποιους ήθε-
—————————————————————————————————————–
(25).- Πρόκειται για την πρώτη πατριαρχία του Γρηγορίου ΣΤ΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαχικοί …, σ. 612-614.
(26).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 131. Βας. Γ. Ατέσης, ό.π., σ. 139. Βασίλης Κ. Σπανός, ό.π., σ. 157.
λεν, πλην εγράφθη και εις την διαθήκην του αγίου [Βησσαρίωνα]. Όμως εις τους 1849 έτος, εις αυτού την ιεραρχίαν εκβήκεν το σιγίλλιον του μοναστηριού προς υπεράσπισιν»(27).
Ο Ανανίας, το 1838, υπέγραψε στη διαθήκη του αγίου Βησσαρίωνα(28), στη Μονή του Δουσίκου, και την 1.9.1839 επικύρωσε ένα έγγραφο των Τυρναβιτών για το σχολείο τους(29). Στις 7.12.1841 θεώρησε τον λογαριασμό του ναού της Παναγίας Φανερωμένης των Τρικάλων(30), στις 13.2.1842 υπέγραψε στον κατάλογο της βιβλιοθήκης του σχολείου των Τρικάλων(31), το 1843 υπέγραψε σε δύο επιτροπικά(32), και στις 3.10.1844 υπέγραψε το έγγραφο για την «μεταρρύθμιση» των σχολείων των Τρικάλων(33). Την διετία 1843-1844 επικύρωσε τους οικονομικούς απολογισμούς και τις δοσοληψίες της Μονής του Δουσίκου(34) και τον Φεβρουάριο του 1845, ως πατριαρχικός έξαρχος, κατέστρωσε τον κώδικα 595 (κτηματολόγιο) της Μονής του Μεγ. Μετεώρου(35). Τέλος, στις 8.6.1851 αναφέρεται στην κτιτορική επιγραφή του ναού του Προφήτη Ηλία, στα Φίλια της Καρδίτσας(36). Στις αρχές του Νοεμβρίου 1853 υπέβαλε παραίτηση «οικειοθελή και αβίαστον». Ο λόγος της παραίτησής του δεν αναφέρεται. Σε παλαιότερο, όμως, σημείωμα αναφέρονται τα εξής: «Ο άγιος Λαρίσσης κύριος Ανανίας πάλιν κατατρέχεται, και φοβούμαι μήπως γίνη ‘πρώην’»(37). Άραγε «κατατρεχόταν»μέχρι το 1853;
Το υπόμνημα εκλογής του Ανανία ( -.8.1837)
+ Της αγιωτάτης Μ(ητ)ροπόλεως Λαρίσσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρίου Ανθίμου, / διά κανονικής εκλογής, και συνοδικ(ών) ψήφ(ων), μετατεθέντος τε και προβιβασθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης / Μητροπόεως Νικομηδείας, ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμι/ωτάτου ημ(ών) αυθέντου, και δεσπότου, του οι-
—————————————————————————————————————–
(27).- Βλ. Βασίλης Κ. Σπανός, ό.π., σ. 156.
(28).- Βλ. Δημ. Ζ. Σοφιανός, «Ο άγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-1540)», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, 4 (Αθήνα 1992) 219.
(29).- Βλ. Σωκράτης Β. Κουγέας, «Τυρναβίτες πνευματικοί πρόγονοι του Αχ. Τζαρτζάνου», Θεσσαλικά Χρονικά, 7-8 (Αθήναι 1959) 374.
(30).- Βλ. Νίκος Α. Βέης, Τα χειρόγραφα (…) της Μονής Βαρλαάμ …, σ. 392.
(31).- Βλ. Νίκος Α. Βέης, Τα χειρόγραφα (…) της Μονής Βαρλαάμ …, σ. 391.
(32).- Βλ. Βασίλης Μπάκας, «Ένα ανέκδοτο επιτροπικό γράμμα του μητροπολίτη της Λάρισας Ανανία, 4.5.1843», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 35 (1999) 237-240, Ο ίδιος, «Ένα ανέκδοτο επιτροπικό γράμμα του Ανανία της Λάρισας 28.6.1843», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 36 (1999) 64-67.
(33).- Βλ. Νίκος Α. Βέης, Τα χειρόγραφα (…) της Μονής Βαρλαάμ …, σ. 392.
(34).- Βλ. Δημ. Ζ. Σοφιανός – Φώτης Δημητρακόπουλος, Τα χειρόγραφα της Μονής Δουσίκου –Αγ. Βησσαρίωνος, Αθήνα 2004, 156.
(35).- Βλ. Νίκος Α. Βέης, Τα χειρόγραφα των Μετεώρων, τ. Α΄, Αθήναι 1967, 626.
(36).- Βλ. Τριαντ. Παπαζήσης, «Εκκλησίες της αρχιερατικής περιφέρειας του Κιερίου», Σοφάδες (Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου), Λάρισα 1994, 73.
(37).- Βλ. Μαν. Γεδεών, Πατριαρχικαί Εφημερίδες, Αθήναι 1936-1938, 421.
κουμενικού π(ατ)ριάρχου κυρίου κυρίου Γρηγορίου, συνελθόντες εν τω πανσέπτω / π(ατ)ριαρχικώ ναώ, του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβα/λόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προσ/τασίαν, και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον πανιε/ρώτατον και θεοπρόβλητον μ(ητ)ροπολίτην Ρασκοπρεσραίνης, αγαπητόν ημ(ών) εν Χ(ριστ)ω αδελφόν κύ(ριον) Ανανίαν, /βον δε τον Κύριλλον, και γον τον Μελέτιον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τώδε τω / ιερώ κώδικι της του Χ(ριστο)ύ Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν και παράστασιν. αωλζω, κατά μήνα Αύγουστον / επινεμήσεως Ιης.
+ ο [- -] + ο [- -] + ο [- -]
+ ο [- -] + ο Δερκών Γερμανός + ο Φιλαδελφείας Πανάρετος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/14 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 298.
4.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ Β΄
Μετά την παραίτηση του Ανανία, στις αρχές του Νοεμβρίου 1853, « προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ΄ (24.9.1853 – 21.9.1855)(38) συνήλθαν οι «ενδημούντες» συνοδικοί στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, για να εκλέξουν τον διάδοχο του Ανανία. Πρώτον στον κατάλογο έθεσαν τον ιερομόναχο Στέφανο, ο οποίος είχε χρηματίσει μέγας αρχιδιάκονος του Οικ. Πατριαρχείου και ο οποίος εκλέχθηκε στις 14.11.1853. Ο χρόνος αρχιερατίας του Στεφάνου Β΄ δίνεται λανθασμένα (1860-1870) από τον Τ. Γριτσόπουλο(39) και σωστά από τον Βασ. Ατέση (1853-1870)(40) και τον Βασ. Σπανό (πριν από τον Δεκέμβριο του 1853 – πριν από το καλοκαίρι του 1870)(41).
Για τον Στέφανο Β΄ ο χατζη-Γεράσιμος Δουσικιώτης έγραψε τα εξής: « Και το αυτό έτος [1853](42) ήλθεν εις την Μονήν Δουσίκου ο νυν κυριάρχης κύριος Στέφανος και ελειτούργησεν εδώ την Κυριακήν της Τυροφάγου, Φεβρουαρίου 6»(43). Στις 15.3.1860 αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του επισκόπου Ιεροθέου του Γαρδικίου(44), στις 7.3.1863 στην επιγραφή ιστόρησης του ναού του Προφήτη Ηλία,
—————————————————————————————————————-
(38).- Πρόκειται για την δεύτερη πατριαρχία του Ανθίμου ΣΤ΄. Βλ. Μαν. Γεδεών, Πατριαρχικοί …, σ. 619-620.
(39).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 131.
(40).- Βλ. Β. Γ. Ατέσης, ό.π., σ. 139.
(41).- Βλ. Β. Κ. Σπανός, ό.π., σ. 160.
(42).- Το σωστό είναι «1854». Εκλέχθηκε τον Νοέμβριο του 853 και η Κυριακή της Τυροφάγου είναι αυτή του 1854.
(43).- Βλ. Β. Κ. Σπανός, ό.π., σ. 157.
(44).- Βλ. Κώστας Σπανός, «Τα υπομνήματα εκλογής έξι επισκόπων του Γαρδικίου (1707-1860)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 26 (1994) 220-221.
στα Φίλια των Σοφάδων(45), τον Μάϊο του 1863 αναφέρεται ως συνοδικός(46), την 1.1.1864 αναφέρεται σε μία ενθύμηση(47) και το 1869 στην επιγραφή της εικόνας με την Κοίμηση της Θεοτόκου του ναού του Αγ. Αθανασίου της Λάρισας(48). Πέθανε στις 20.3.1870(49) και τον έθαψαν πίσω από το ναό του Αγ. Αχιλλίου της Λάρισας.
Το υπόμνημα εκλογής του Στεφάνου Β΄ (14.11.1853)
Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρ:/χιερατεύοντος κυρ Ανανίου παραίτησιν οικειοθελή και αβίαστον απ’ αυτής ποιησαμένου ως κάτωθι / καταγεγραμμένη φαίνεται(50), ημείς οι ενδημούντες αρχιερείς,προτροπή και αδεία του παναγιωτάτ(ου) και σεβασ:/μιωτάτ(ου) ημών αυθέντου και δεσπότου του οικουμενικού πατριάρχου κυρίου κυρίου Ανθίμου, συνελ:/θόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του / τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρ:/μοδίου προσώπου του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της / αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον οσιολογιώτατ(ον) εν ιερομονάχοις κύρι(ον) Στέ:/φανον τον και μέγαν αρχιδιάκονον χρηματίσαντα της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. βον / δε τον Αθανάσιον, και γον τον Δανιήλ, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω δε / τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας εις ένδειξιν διηνεκή και παρά:/στασιν μόνιμον. Επί έτει σωτηρίω αωνγω κατά μήνα Νοέμβριον 14, επινεμήσεως ιαης.
+ ο Καισαρείας Παΐσιος + ο Εφέσου Παΐσιος έχων και τας γνώμας των
+ ο Νικομηδείας Διονύσιος σεβασμίων γερόντων [ – ] και Κυζίκου
+ ο Δέρκων Γεράσιμος + ο Χαλκηδόνος Γεράσιμος
+ ο Άρτης Σωφρόνιος + ο Πρόεδρος Διδυμοτείχου Μελέτιος
+ ο Λήμνου Δανιήλ (;) + ό [- -]
+ ο Σάμου Γρηγόριος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/22 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 277.
—————————————————————————————————————–
(45).- Βλ. Τριαντ. Παπαζήσης, ό.π., σ. 73.
(46).- Γερμανός Σάρδεων, «Επισκοπικοί κατάλογοι των εν Ηπείρω και Αλβανία επαρχιών του Πατριαρχείου Κ/πόλεως», Ηπειρώτικα Χρονικά, 12 (1937) 27, 93.
(47).- Βλ. Δημ. Γ. Καλούσιος, «Ο άγιος Νικόλαος ο Νέος της Βουναίνης στο νομό των Τρικάλων», Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου για την Καρδίτσα και η περιοχή της, Καρδίτσα 1996, 150.
(48).- Βλ. Θεόδωρος Γ. Παλιούγκας, «Συναγωγή επιγραφών και ενθυμήσεων των παλαιών ναών της Λάρισας. Βιβλίον Β΄», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 34 (1998) 168-169.
(49).- Στο δημοσίευμα του Βασίλη Κ. Σπανού (ό.π., σ. 159) αναφέρεται ότι ο Στέφανος Β΄ απεβίωσε στις 20.4.1870, με βάση πληροφορία την οποία του παρέσχε Γ. Β. Νικολάου, ο οποίος μελέτησε έγγραφα του γαλλικού προξενείου της Λάρισας του 1870. εφόσον ο διάδοχός του Δωρόθεος εκλέχθηκε στις 2.4.1870, ο Στέφανος είχε πεθάνει, μάλλον, στις 20.3.1870.
(50).- Η παραίτηση του Ανανία δεν συμπεριλαμβάνεται στα αποσταλλέντα έγγραφα.
5.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
Μετά τον θάνατο του Στεφάνου Β΄ (20.3.1870), «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄(1867-1871)(51), οι συνοδικοί αρχιερείς συνήρθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου και εξέλεξαν τον διάδοχο του. Πρώτον στο κατάλογο έθεσαν τον μητροπολίτη της Δημητριάδας Δωρόθεο(52), ο οποίος και εκλέχθηκε, στις 2.4.1870. Λόγω, όμως, των αντιδράσεων των Λαρισαίων δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στη Μητρόπολη της Λάρισας(53).
Το υπόμνημα εκλογής του Δωροθέου (2.4.1870)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρ/χιερατεύοντος κυρ(ίου) Στεφάνου προς Κύριον εκδημήσαντος και εις τας ουρανίους μονάς μετα/στάντος, ημεις οι την Ιεράν Σύνοδον συγκροτούντες αρχιερείς, μετά την γενομένην συνο/δικώς πρότασιν και προβολήν των υποψηφίων των μάλλον καταλλήλων εις διαδοχήν της / επαρχίας ταύτης ήτοι των πανιερωτάτων και θεοπτροβλήτων μητροπολιτών Δημητριάδος / κυρ(ίου) Δωροθέου, Βελεγράδων κυρ(ίου) Ανθίμου και Πισσιδείας Κυρ(ίου) Καισαρίου, συνελθόντες / εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του / τροπαιοφόρου, προτροπή και αδεία του παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέν/του και δεσπότου του οικουμενικού πατριάρχου κυρίου κυρίου Γρηγορίου, και ψήφους κανο/νικάς προβαλόμενοι, τη επικλήσει του παναγίου Πνεύματος, εις ανάδειξιν του εξ αυ/των αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της α/γιωτάτης μητροπόλεως ταύτης, προεκρίναμεν δι’ απολύτου πλειονοψιφί(ας) τον πανιερώ/τατον και θεοπρόβλητον μητροπολίτην Δημητριάδος κύρ(ιον) Δωρόθεον. εφ’ ω εις διη/νεκή ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν κατεστρώθη τα ονόματα αυτών εν τω/δε τω ιερώ κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
εν έτει σωτηρίω αωοω κατά μήνα Απρίλιον (2), επινεμήσεως ιγης.
+ ο Κυζίκου Νικόδημος + ο Χαλκηδόνος Γεράσιμος + ο Δέρκων Νεόφυτος
+ ο Τορνόβου Γρηγόριος + ο Δράμας Αγαθάγγελος + ο [- -]
+ ο Νύσσης Καλλίνικος + ο Γρεβενών Γεννάδιος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/68 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 5.
—————————————————————————————————————–
(51).- Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί …, σ. 623-624.
(52).- Ο Δωρόθεος Σχολάριος εκλέχθηκε μητροπολίτης της Δημητριάδας στις 23.9.1858. Βλ. π. Νεκτ. Δρόσος, «Τα υπομνήματα εκλογής των μητροπολιτών Μελετίου, Γαβριήλ Β΄ , Γρηγορίου Δ΄, Δωροθέου και Γρηγορίου Ε΄ της Δημητριάδας (-.5.1841-2.4.1870)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 48 (2005) 296-300.
(53).- Ο Δωρόθεος Σχολάριος γεννήθηκε στο χωριό Αμάραντο της Καλαμπάκας, στις 2.2.1812. Περισσότερα γι’ αυτόν, βλ. Κώστας Σπανός, «Ο επίσκοπος Δωρόθεος Σχολάριος, ιδρυτής του σχολείου στο Αμάραντο της Καλαμπάκας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 5 (1983) 7-13.
6.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ
Λόγω των αντιδράσεων των Λαρισαίων, ο Δωρόθεος δεν έφθασε ποτέ στη Λάρισα, όπως προαναφέραμε. «Διά τους εν τοις πρακτικοίς της Ιεράς Συνόδου κατ’ έκτασιν αναφεομένους λόγους», ο Δωρόθεος παραιτήθηκε «οικειοθελώς και τέλεον» αποχώρησε. Ύστερα από αυτό, οι συνοδικοί αρχιερείς, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ (1867-1871)(54) συνήρθαν στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου και εξέλεξαν τον διάδοχόν του. Πρώτον στον κατάλογο έθεσαν τον πρώην Βελισσού Άνθιμο αλλά εξέλεξαν παμψηφεί τον τρίτο στη σειρά, τον αρχιμανδρίτη και αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου Ιωακείμ, στις 26.11.1870.
Ο Ιωακείμ Κρουσουλίδης ή Κοκκώδης αναφέρεται, το 1871, σε μια εικόνα του τέμπλου του ναού του Αγ. Βησσαρίωνα, στο χωριό Άγιος Βησσάριος των Σοφάδων(55) και στην επιγραφή ιστόρησης του νάρθηκα του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μελισσοχώρι της Καρδίτσας(56). Αχρονολόγητα, τέλος, αναφέρεται στην κτιτορική επιγραφή του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στον Κραννώνα της Λάρισας(57). Παρέμεινε στη Μητρόπολη της Λάρισας μέχρι τις 7.8.1875, οπότε εκλέχθηκε μητροπολίτης Δέρκων (7.8.1875-1.10.1884) και στη συνέχεια οικ. Πατριάρχης, ως Ιωακείμ Δ΄ (1.10.1884 – 14.11.1886)(58). Στους επισκοπικούς καταλόγους ο χρόνος της αρχιερατίας του αναφέρεται σωστά, 1870-1875(59).
Το υπόμνημα εκλογής του Ιωακείμ (26.11.1870)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αριερα/τεύοντος κυρ(ίου) Δωροθέου διά τους εν τοις Πρακτικοίς της Ιεράς Συνόδου κατ’ έκτασιν ανα/φερομένους λόγους παραιτηθέντος οικειοθελώς και τέλεον αποχωρήσαντος, ημείς οι την Ιεράν / Σύνοδον συγκροτούντες αρχιερείς, μετά την γενομένην συνοδικώς πρότασιν και προβολήν / τριών υποψηφίων των μάλλον καταλλήλων εις διαδοχήν της επαρχίας ταύτης, ήτοι του ιερω/τάτου μητροπολίτου πρώην Βελισσού κυρ Ανθίμου, του θεοφιλεστάτου επισκόπου Ξαν/θουπόλεως κυρ Ιγνατίου και του οσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτουκαι αρχιγραμματέως της Ιε/ράς Συνόδου κυρ Ιωακείμ, συνελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ / του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, προτροπή και αδεία του / πανα-
—————————————————————————————————————–
(54).- Βλ. παραπάνω την σημείωση 51.
(55).- Βλ. Τριαντ. Παπαζήσης, ό.π., σ. 70.
(56).- Βλ. Τριαντ. Παπαζήσης, ό.π., σ. 72.
(57).- Την επιγραφή αυτή έθεσε υπόψη μας ο εκδότης του ΘΗΜ Κώστας Σπανός, στον οποίο εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας.
(58).- Βλ. Β. Θ. Σταυρίδης, ό.π., σ. 169.
(59).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 131, Βασ. Γ. Ατέσης, ό.π., σ. 139.
γιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου του οικουμενικού / πατριάρχου κυρίου κυρίου Γρηγορίου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι τη επικλήσει / του παναγίου Πνεύματος, εις ανάδειξιν του εξ αυτών αναδεξομένου την αρχιερατικήν / προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής μητροπόλεως, προεκρίναμεν / παμψηφεί τον οσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην κυρ Ιωακείμ, εφ’ ω εις διηνεκή / ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν κατεστρώθη τα ονόματα αυτών εν τω δε τω ιερώ κώδικι της / αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
εν έτει σωτηρίω αωοω κατά μήνα Νεέμβριον (26) επινεμήσεως ιδης.
+ ο Κυζίκου Νικόδημος + ο Νικαίας Ιωαννίκιος έχων κ(αι την γνώμην του
+ ο Δέρκων Νεόφυτος Σ. Γ. Νικομηδείας Διονυσίου
+ ο Τορνόβου Γρηγόριος
+ ο Δράμας Αγαθάγγελος έχων κ(αι) την γνώμην του αγί(ου) Γρεβενών κυρίου Γενναδίου.
+ ο [- -] + ο Νύσσης Καλλίνικος
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/68 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 66.
7.- ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
Μετά την εκλογή του Ιωακείμ στη Μητρόπολη των Δέρκων, στις 7.8.1875, την ίδια μέρα συνήρθαν οι συνοδικοί αριερείς, «προτροπή και αδεία» του πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ (1873-1878)(60), στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου για να εκλέξουν τον διάδοχό του. Πρώτον στον κατάλογο έθεσαν τον μητροπολίτη των Σερρών Νεόφυτο(61), ο οποίος και εκλέχθηκε, στις 7.8.1875. Ο Νεόφυτος αρχιεράτευσε την περίοδο 7.8.1875 – 1896, οπότε απεβίωσε. Είναι γνωστές δύο επιστολές του προς τον μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης Καλλίνικο Γ΄, η μία της 28.1.1881 και η άλλη της 17.9.1881(62), και μια αναφορά του σε ενθύμηση της 13.5.1899, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του(63). Το 1899, με τον νόμο ΒΧΔ΄ καταργήθηκε η Επισκοπή του Πλαταμώνα, το θεσσαλικό τμήμα της επαρχίας της προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη της Λάρισας και ο επίσκοπός της Αμβρόσιος Κασσάρας μετατέθηκε στη Μητρόπολη της Λάρισας(64).
—————————————————————————————————————–
(60).- Πρόκειται για την δεύτερη πατριαρχία του Ιωακείμ Β΄. Βλ. Μαν. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί …., σ. 625-626.
(61).- Ο Νεόφυτος Πετρίδης, μητροπολίτης των Σερρών (1867-1875), διετέλεσε μητροπολίτης των Φαναριοφαρσάλων την περίοδο 1854-1867. Βλ. Β. Γ. Ατέσης, ό.π., σ. 77, 239.
(62).- Βλ. Β. Πλάτανος, «Δύο επιστολές του Νεοφύτου της Λάρισας προς τον μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης (1881)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 48 (2005) 285-288.
(63).- Βλ. Δημ. Γ. Καλούσιος, «Ο άγιος Νικόλαος ο Νέος ….», ό.π., σ. 152.
(64).- Βλ. Τάσος Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 131-132.
Το υπόμνημα εκλογής του Νεοφύτου (7.8.1875)
+ Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Λαρίσσης απροστατεύτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυ/τη αρχιερατεύοντος κυρί(ου) Ιωακείμ προβιβασθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητρο/πόλεως Δέρκων, ημείς οι την Ιεράν Σύνοδον συγκροτούντες αρχιερείς μετά την γενομέ/νην συνοδικήν πρότασιν και προβολήν τριών υποψηφίων των μάλλον καταλλήλων εις / διαδοχήν της επαρχίας ταύτης, ήτοι των ιερωτάτων μητροπολιτών Σερρών κυρί(ου) Νέο/φύτου, Φιλαδελφείας κυρί(ου) Διονυσίου και Ρασκοπρεσρένης κυρί(ου) Μελετίου / κατελθόντες εν τω πανσέπτω πατριαρχικώ ναώ του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος / Γεωργίου του τροπαιοφόρου και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, προτροπή και αδεία του / παναγιωτάτου και σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και δεσπότου, του οικουμενικού / πατριάρχου κ(υρί)ου Ιωακείμ, τη επικλήσει κ(αι) χάριτι του παναγίου Πνεύματος / εις απόδειξιν του εξ αυτού αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαν/τικήν ράβδον της αγιωτάτης ταύτης μητροπόλεως, προεκρίναμεν τον ιερώτατον / μητροπολίτην Σερρών κύρι(ον) Νεόφυτον. εφ’ ω και εις διηνεκή / ένδειξιν και μόνιμον παράστασιν κατεστρώθη τα ονόματα αυτών εν τω δε τω ιερώ / κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
εν έτει σωτηρίω αωοεον κατά μήνα Αύγουστον (7) / επινεμήσεως γ΄.
+ ο Κυζίκου Νικόδημος έχων και την γνώμην του αγίου Σερρών κυρίου / Νεοφύτου.
+ ο Χαλκηδόνος Καλλίνικος + ο [—] + ο [—]
+ ο Βελεγράδων Άνθιμος + ο Γρεβενών Κύριλλος
+ ο Σισανίου Αμβρόσιος + ο Κω Γερμανός
ΠΗΓΗ: Κωδ. Α/68 του Οικ. Πατριαρχείου, σ. 170.
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Μετά την δημοσίευση όλων των υπομνημάτων εκλογής των μητροπολιτών της Λάρισας του 19ου αιώνα, μπορούμε να συντάξουμε τον επισκοπικό κατάλογο αυτού του αιώνα.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ε΄ ΚΑΛΛΙΑΡΧΗΣ, 1791 – Σεπτέμβριος 1803.
ΡΑΦΑΗΛ, Σεπτέμβριος 1803 – Σεπτέμβριος 1806.
ΓΑΒΡΙΗΛ Β΄ ΓΚΑΓΚΑΣ, Σεπτέμβριος 1806 – Σεπτέμβριος 1810.
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ (α΄ φορά), Σεπτέμβριος 1810 – Μάρτιος 1818.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, Μάρτιος 1818 – Ιούλιος 1819.
ΚΥΡΙΛΛΟΣ Α΄ ΒΟΓΑΣΑΡΗΣ, Ιούλιος 1819 – πριν από τις 26 Ιουνίου 1820.
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΔΑΡΔΑΙΟΣ (β΄ φορά), πριν από τις 26 Ιουνίου 1820 – 25 Ιουνίου 1821.
ΚΥΡΙΛΛΟΣ Β΄ ΤΡΙΚΚΑΙΟΣ, 25 Ιουνίου 1821 – 29 Σεπτεμβρίου 1821.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ Δ΄ , Μάρτιος 1822 – Σεπτέμβριος 1835.
ΑΝΘΙΜΟΣ Β΄ , Σεπτέμβριος 1835 – Αύγουστος 1837.
ΑΝΑΝΙΑΣ, Αύγουστος 1837 – Νοέμβριος 1853.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Β΄, 14 Νοεμβρίου 1853 – 20 Μαρτίου 1870.
ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ, 2 Απριλίου 1870.
ΙΩΑΚΕΙΜ, 26 Νοεμβρίου 1870 – 7 Αυγούστου 1875.
ΝΕΟΦΥΤΟΣ, 7 Αυγούστου 1875 – 1896.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΕΝ ΑΓΙΑ.
1ον.- ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Οι Αγιώται, ανέκαθεν λαός πιστός και αφωσιωμένος εις την ορθόδοξον χριστιανικήν πίστιν, καθ’ όλην την διάρκειαν της ιστορίας των, από της διαδόσεως του Χριστιανισμού εν τη Θεσσαλία και μέχρι σήμερον, δεν έπαυσαν να λατρεύουν τον Θεόν κατά τας παραδόσεις των, άλλοτε εν μεγαλοπρεπέσι τελεταίς και εν λιτανείας, όταν το επέτρεπον οι καιροί και οι περιστάσεις, άλλοτε εν ταπεινότητι ως υπόδουλοι ραγιάδες. Γεγονός όμως αναμφισβήτητον είναι ότι η καθ’ ημέραν ζωή των Αγιωτών περιεστρέφετο πέριξ του Ναού, της Εκκλησίας του χωριού των. Περί τα τέλη της Οθωμανικής κυριαρχίας η Χώρα Αγιάς είχε οκτώ ενορίες, οι οποίαι μειώθηκαν εις τρεις ήτοι: των Αγίων Αντωνίων, του Αγίου Γεωργίου και του Τιμίου Προδρόμου. Σήμερα, δυνάμεθα να τελέσουμε την Θεία Λειτουργία εις τριάκοντα και δύο, διαφορετικά θυσιαστήρια εν Αγιά. Το κήρυγμα του Θείου Λόγου, ιδίως μέχρι των μέσων και πέραν της ιθ΄ εκατονταετηρίδος, ήτο σχεδόν ανύπαρκτον, καθόσον δεν υπήρχεν εγγράμματος κλήρος εν τη Αγιά. Πέραν της θετικής επιδράσεως των Αγιωτών εκ της μοναστικής πολιτείας του Όρους των Κελλίων, επ’ εσχάτων των ημερών η Αγιά σεμνύνεται διά της λειτουργίας δύο κοινοβιακών Ιερών Μονών. Την γυναικεία Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής και την ανδρώα Ιερά Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου – Αγίου Παντελεήμονος Αγιάς.
Οι κάτοικοι της Αγιάς ευλαβούντο και ετήρουν τας εορτάς και τας νηστείας της Εκκλησίας μας, ιδιαιτέρως τας γνωστάς μνήμας των Αγίων και νεοφανών μαρτύρων, μηδαμώς εργαζόμενοι κατ’ εκείνην την ημέραν.
Το 1840 όταν εκδίδεται εν Αθήναις υπό του ιατρού Χριστοδούλου το βιβλίο «Η Μέλισσα», εις τον κατάλογον συνδρομητών αναγράφονται οι εφημέριοι:Αγίου Αντωνίου, Προδρόμου, Αγίων Θεοδώρων, Σωτήρος, Παναγίας, Αγίου Αθανασίου.
Μαζί με τους μη καταγεγραμμένους του Αγίου Γεωργίου και Αγίου Νικολάου του Κερασά οι ενορίες είναι οκτώ.
Το 1883 εις πρακτικό διορισμού επιτρόπων(1) οι ενορίες είναι οκτώ.
Το 1889 ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης αναφέρει τέσσερις ναούς. Ίσως, Άγιο Αντώνιο, Άγιο Γεώργιο, Τίμιο Πρόδρομο και Αγίους Θεοδώρους. Το 1939 (κατάλογος π. Ζιμπή) οι ενορίες είναι τρείς.
Ο ιστορικο-αρχαιολογικός πλούτος της Αγιάς είναι ως είδωμεν σημαντικός και ευεπίφορος διά κάθε είδους επιστημονική έρευνα.
—————————————————————————————————————–
(1).- Βλ. Δημ. Αγραφιώτης, Η δολοφονία του πρώτου εκλεγμένου δημάρχου του Δωτίου – Αγιάς Ιω. Μ. Δάλλα στις 4-9-1883, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 6, (Λάρισα 1984), σελ. 172.
Η «περιουσία» όμως της Χώρας των Αγιωτών είναι τα περικαλέστατα Μοναστήρια της, οι ταπεινοί Ιεροί ναοί και τα εξωκκλήσια, ο εξαιρετικός τοιχογραφικός πλούτων των Ιερών και κυρίως η Σύναξις των Αγιωτών Αγίων.
Διά όλα τα ανωτέρω θα αναφερθούμε διεξοδικά στο παρόν κεφάλαιο.
α. Η Σύναξις των Αγιωτών Αγίων.
«Αι συνάξεις»(1), προς τιμήν αγίου τινος ή αγίων, είναι αρχαίον έθος εις την Εκκλησία του Χριστού. Ήδη από των πρωτοχριστιανικών χρόνων οι χριστιανοί συνήγοντο εις τα «μαρτύρια», τους καθαγιασμένους δηλαδή τόπους, ένθα εμαρτύρησαν άγιοι. Εκεί διενυκτέρευον εν παννύχω στάσει, ετέλουν την Θείαν Λειτουργίαν και εποίουν τας «αγάπας», την συνεστίασιν.
Ιδίως εις την Κωνσταντινούπολιν αυταί αι «συνάξεις» του λαού του Θεού, εις τιμήν αγίου ή αγίων, ήτο τι το σύνηθες. Μάλιστα, ενταύθα καθωρίσθηκαν «συνάξεις» εις τιμήν ιερών προσώπων, τα οποία καθυπούργησαν εις σπουδαία γεγονότα της Εκκλησίας.
Ούτω την 26ην Μαρτίου ετελείτο «σύναξις» ει τιμήν του αρχιστρατήγου Γαβριήλ «ως τω θείω και υπερφυεί Μυστηρίω και απορρήτω καθυπουργήσαντος», την 26ην Δεκεμβρίου έχομεν «σύναξιν» εις τιμήν της Θεοτόκου, ως τεκούσης τον Κύριον, την 7ην Ιανουαρίου εις τιμήν του Τιμίου Προδρόμου, «ως τω μυστηρίω του θείου Βαπτίσματος υπουργήσαντος» κ.λ.π.
Εγένοντο αυταί αι ιεραί «συνάξεις» εις περιωνυμους ναούς της Πόλεως, εν τους Αρματίου, εν τω Νεωρίω, εν τοις Λευκαδίου, εν τοις Μαρανακίου, πέραν του Άστεως, εν τοις Καλλιστράτου, εν τοις Χαλκοπρατείοις, τν τω Κυπαρίσσω ….. και ιδίως εις τον «κάλλιστον νεώ», τον ναόν της Αγίας του Θεού Σοφίας».
Ήταν παραμονή του Αγίου Χρυσοστόμου με το παλαιό Ημερολόγιο και το ταξίδειόν μας προς Δάφνη με το πλοίο «΄Αξιον Εστί» ήταν ευχάριστο. Στο καλογερικό καμαράκι του σκάφους συνταξιδεύαμε για το περιβόλι της Παναγίας με τον Αρχιερέα της Βέροιας, κ.κ. Παντελεήμονα.
Έχοντας ξεκινήσει να γράφω για τους Αγίους Αντωνίους της Αγιάς, η κουβέντα μας περιήλθε στον Προστάτην της Βεροίας και Πολιούχον της Αγιάς, Αντώνιον τον Νέον. Φθάσαμε στο Κελλίον του π. Μωυσέως διά την Αγρυπνίαν. Τελειώνοντας τον Εσπερινόν ο π. Μωυσής παρέθεσε τράπεζαν και αργότερα στο αρχονταρίκι συνήλθον οι Πατέρες γύρω από τον Δεσπότη.
—————————————————————————————————————–
(1).- Έκδοσις, Οικουμενικόν Πατριαρχείον Ημερολόγιον 2004 (Βγ΄ σ.έ.).
Αρχιμ. Δοσίθεος, Ηγούμενος Ι. Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας.
Μιλήσαμε για το Εσφιγμένου, ίσως και για την τρομοκρατία, αλλά ο Γέροντας του Κελλίου είναι ΄΄Αγιογράφος΄΄ και έτσι η κουβέντα μας, ως ήτο φυσικό, κατέληξε στην ευλογημένη Αγιολογία – τους βίους και την πολιτεία των Οσίων – Μαρτύρων – Νεομαρτύρων. Και τότε, η ταπεινότης μου, είπε, ότι στην Χώρα της Αγιάς όπου και είμαστε η Μοναστική Πολιτεία του ΄Ορους των Κελλίων, έχουμε τοπική Σύναξη Αγίων που εν πολλοίς είναι άγνωστος.
Η δε σχέσις μας με τους Βερροιείς είναι πνευματικά αγιολογική και θα ήταν πολλαπλώς ωφέλιμο να συνεργασθούμε.
Ο παπα-Αναστάσης έβλεπε, ήκουε και ως συνηθίζει εζωγράφιζε με τον νούν του. Ξαφνικά είπε ο π. Ιουστίνος, να ήταν δυνατόν να μιλήσουμε σε μία σύναξη για τους Αγίους …. Τι θα λέγατε, Πατέρες για μετά το Πάσχα; π. Μωυσή είναι ευλογημένο; Άγιε Βερροίας; Και έτσι απλά, αναπάντεχα σαν να ήταν ΄΄ παγκενιά ΄΄ (ομαδική εργασία μοναχών), οι Πατέρες είπαν όλοι, ναι. Νάναι ευλογημένο.
Την άλλη ημέρα στο κτιτορικό Μνημόσυνο, αφού όλην την νύχτα έκαμα τους υπολογισμούς μου, μοιράσαμε και τις εισηγήσεις που σήμερα θα ακούσετε και που μόνο επειδή ήθελαν οι ΑΓΙΟΙ ήλθαν όλα κατ’ ευχήν διά να συντελεσθεί η παρούσα Σύναξη.
Η σημερινή παρουσία μας στη Σύναξη των Αγιωτών Αγίων, δεν είναι εκδήλωση πολιτισμού ή πολιτιστική εκδήλωση.
Είναι ανάγνωση αγιογραφίας. Σπουδή στην γνώση της ιστορίας. Άσκηση στην φιλοκαλία της σκέψης και μαθητεία στην πολιτεία των Αγίων.
Σκοπός μας να διδαχθούμε, παρά να διδάξουμε, για να κάνουμε λιγότερα λάθη στο μέλλον.
Να διψάσουμε για την Αλήθεια ……..
Η «ευχή» του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος, κ.κ. Ιγνατίου.
Αγαπητοί μου πατέρες, ελλογιμώτατοι καθηγηταί, εντιμότατοι άρχοντες, φιλόθεο και φιλάγιο ποίμνιο της τοπικής μας Εκκλησίας,
Με πολλή χαρά και ικανοποίηση χαιρετίζω την έναρξη της ιεράς αυτής Συνάξεως, που λαμβάνει χώρα εις τιμήν και μνήμην όλων των αγίων, των τιμωμένων στην αρχιερατική περιφέρεια και πόλη της Αγιάς. Θεωρώ την σύναξη αυτή πρωταεχικής σημασίας, διότι σε μια εποχή ευδαιμονισμού, σαρκολατρείας, αρρωστημένων ψυχολογικών εξαρτήσεων και πάσης μορφής διαφθοράς, έρχεται να δώσει το αντίδοτο στις δηλητηριασμένες, από το φαρμάκι της αμαρτίας, ψυχές, αλλά και να ενδυναμώσει τους αγωνιστάς της πίστεως. Το αντίδοτο αυτό είναι ο λόγος, η ενασχόληση με τον βίο, το παράδειγμα, την διδασκαλία των αγίων μας.
Οι άγιοι είναι τα πρότυπά μας, η στηλογραφία της ζωής της Εκκλησίας μας, είναι αυτό που μπορούμε όλοι μας να γίνουμε με την χάρη του Θεού, εάν και εμείς το θελήσουμε. Δόξα τω Θεώ που η πατρίδα μας είναι σε θέση να διεκδικήσει δικαίως τον τιμητικό τίτλο της «αγιοτόκου» και «αγιοσκεπάστου».
Η επαρχία της Αγιάς βρίθει από αγίους: Άγιος Αντώνιος ο Νέος, Όσιος Συμεών εκ Βαθυρέματος Αγάς, Οσιομάρτυς Δαμιανός ο εν Κισσάβω, Οσιομάρτυς Νικόλαος ο εν Βουναίνη ο θαυματουργός, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ο Ισαπόστολος, και άλλα αστέρια του αγιολογικού στερεώματος της Εκκλησίας μας, αποτελούν την βαρύτιμη πνευματική κληρονομιά της ευλογημένης αυτής περιφερείας. Όλοι εμείς, οι πνευματικοί των απόγονοι, οι ομογάλακτοι και σύναιμοί των, εφόσον είμεθα τέκνα της Μιάς Μητρός Ορθοδόξου Ελλαδικής Εκκλησίας, καλούμεθα να τους τιμήσουμε, όχι μόνο με τον φιλάγιο λόγο μας, αλλά και με τον φιλάγιο βίο μας.
«Τω μεν σώματι μακράν, τη δε αγάπη και σκέψει εγγύς», ευλογώ την παρούσα Σύναξη, στην οποία, δεν έχω, δυστυχώς, την δυνατότητα να μετέχω προσωπικώς. Επικαλούμαι δε πατρικώς πλούσια την ευλογία, τον φωτισμό και τις πρεσβείες των Αγιωτών Αγίων μας επί τους Πανοσιολογιωτάτους, Οσιολογιωτάτους και Ελογιμωτάτους Ομιλητάς και όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα, που με τις εμπνευσμένες εισηγήσεις και την παρουσία τους θα αποδώσουν σ’ αυτούς, τους ήδη τετιμημένους παρά Θεού, την αρμόζουσα τιμή και υιϊκή αγάπη.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ
ΠΡΩΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Πρωτοπρεσβύτερος π. Χαρίλαος Παπαγεωργίου,
Αρχιγραμματεύς Ι. Μ. Δημητριάδος.
Έναρξις: Προσευχή
Το χρονικό της Συνάξεως των Αγιωτών Αγίων – Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
Χαιρετισμός Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.κ. Ιγνατίου.
Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης, «Οι δια των Αγίων σχέσεις Αγίου Όρους και Ι.Μ. Δημητριάδος».
Αρχιμ. Ιουστίνος Μπαρδάκας, Πρωτοσύγκελος Ι.Μ.Φλωρίνης, «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Βίος – Διδαχές – Προφητείες. Εθνική και κοινωνική προσφορά».
Δημ. Ζ. Σοφιανός, Καθηγ. Ιονίου Πανεπιστημίου, «Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη και η τιμή αυτού στην Αγιά»
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, «Ο Άγιος Αντώνιος, Η χώρα Αγιά και το Όρος των Κελλίων».
Ερωτήσεις – Σχόλια – Τοποθετήσεις
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Γέρων Μωϋσής Αγιορείτης
Μοναχή γ. Θεοδέκτη, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Ανατολής, «Ο κτίτωρ οσιομάρτυς Δαμιανός ο εν Κισσάβω».
Αρχιμ. Αθηναγόρας Ι.Μ.Βεροίας, «Ο Άγιος Αντώνιος ο Νέος (εν Βεροία) και η τιμή αυτού στην Αγιά».
Ιερομ. Αναστάσιος, Αγιορείτης, «Ο Όσιος Συμεών ο Αγιορείτης εκ Βαθυρέματος Αγιάς».
Ερωτήσεις – Σχόλια – Τοποθετήσεις
Συμπεράσματα – π. Μωϋσής Αγιορείτης.
Έκθεσις ζωγραφικής με θέμα το Άγιον Όρος από τα Αθωνικά Δίπτυχα, του Αγιορείτου Ιερομονάχου π. Αναστασίου, Γέροντος Κελλίου Διονυσίου του εκ Φουρνά.
Τα Συμπεράσματα(1) της Συνάξεως, ήτοι: το Αγιολόγιον της Χώρας Αγιάς.
«Είναι ώρα πλέον να βγάλουμε συμπεράσματα είτε πορίσματα του πράγματι μπορούμε να πούμε ενδιαφέροντος αυτού Συνεδρίου. Μέσα σε μια μέρα μιλήσαμε για δέκα αιώνες περίπου και μέσα στις επτά εισηγήσεις, τέσσερις το πρωί και τρεις σήμερα το απόγευμα, αναφέρθησαν πολλές χρονολογίες, πολλά πρόσωπα, πολλά ονόματα που πράγματι θα μπορούσαν να γραφούν και έχουν γραφεί βιβλία για το καθένα από αυτά. Εδώ οπωσδήποτε ήταν μια αφετηρία, ήταν μια συμπύκνωση, ήταν μια έτσι συγκεντρωμένη εργασία για τον τόπο αυτό όπως προείπαμε τον αγιοτρόφο.
Στην εισήγηση που έκανε η ταπεινότητά μου το πρωί, μετά τους χαιρετισμούς, αναφέρθησαν οι δια των Αγίων σχέσεις του Αγίου Όρους και της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος στα σημερινά όρια. Αναφέραμε δώδεκα Αγίους οι οποίοι έχουν σχέση με τον τόπο της Μητροπόλεως, με την επαρχία και το ΄Αγιον Όρος και επτά εξ αυτών παρουσιάσθηκαν συγκεντρωτικά για πρώτη φορά ώστε νομίζουμε δεν είναι μια ευκαταφρόνητη προσθήκη στις Αγιολογικές Δέλτους της επαρχίας της Μητροπόλεως Δημητριάδος.
Στην δεύτερη εισήγηση που έκανε ο Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, ο π. Ιουστίνος Μπαρδάκας, ήτανε μια επίσης εισήγηση για την μεγάλη μορφή του Ισαποστόλου Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, μια μορφή η οποία πρέπει να πούμε ότι έχει ερευνηθεί επαρκώς και πάντοτε βεβαίως υπάρχουν στοιχεία που μπορεί κανείς να ερευνήσει, έχει εκδοθεί ολόκληρο βιβλίο του Κώστα Σαρδελή, με την πλήρη βιβλιογραφία περί του Αγίου που αποτελεί ένα βιβλίο μόνο η βιβλιογραφία, οι τίτλοι δηλαδή των βιβλίων και των άρθρων. Και μάλιστα δεν είναι πρόσφατη, είναι του 1975, μετά το 1975 θα έχουμε άλλο ένα βιβλίο μάλλον, και είναι πράγματι καταπληκτικό το σθένος και η ορμή αυτού του αγίου ανθρώπου όπως μας περιεγράφη από τον π. Ιουστίνο.
Το τελευταίο μέρος της εισηγήσεώς του ήτανε κυρίως γι’ αυτήν την επαρχία της Αγιάς από την οποία διήλθε ο ΄Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός κατά την δεύτερη περιοδία του, αποστολική περιοδία του, που από τους μελετητές του και τον πολύ καλό μελετητή του, όπως ανέφερε ο π. Ιουστίνος, τον Γέροντα Επίσκοπο Αυγουστίνο, εντάσσεται στη δεκαετία 1763-1773.
Ο Καθηγητής κ. Σοφιανός ο οποίος έχει κάμει διατριβή επιστημονική, (η οποία βεβαίως έχει εγκριθεί), για τον ΄Αγιο Νικόλαο τον εν Βουναίνοις, έγραψε επίσης
—————————————————————————————————————–
(1).- π. Μωϋσής Αγιορείτης, απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Προέδρου της Ημερίδας, της συνάξεως των Αγιωτών Αγίων.
αξιόλογη εισήγηση και μας έδωσε ένα περίγραμμα του βίου του και των στοιχείων κυρίως που μας αφορούν περισσότερο. Της Τιμής του Αγίου που ήτο ένας, από τους πρώτους Νεομάρτυρες. την παρουσία του εις την ζωγραφική, την τοιχογραφία, τις εικόνες, τους Ναούς, την παράδοση και την λατρεία τοπικά.
Και ο τέταρτος εισηγητής της πρωινής Συνεδρίας ήταν η ψυχή αυτού του Συνεδρίου που πρέπει οπωσδήποτε ειλικρινά και εγκάρδια και ολόψυχα και ολόθερμα να τον ευχαριστήσουμε και να τον συγχαρούμε για τον πολύ του κόπο και μόχθο και την αγάπη του για τον τόπο αυτό. Που ενώ δεν είναι από αυτή την επαρχία η καταγωγή του, έχει γίνει δεύτερη πατρίδα του και την έχει αγαπήσει, και θα πρέπει να συνδράμουμε σ’ αυτήν την αγάπη του για την ανάδειξη αυτού του τόπου, ο οποίος έχει μια πολύτιμη ιστορία πνευματική και προσωπογραφική. Μας μίλησε λοιπόν ο π. Νεκτάριος, στην πράγματι ενδιαφέρουσα και με πολλά στοιχεία, άγνωστα εν πολλοίς, για τον Ναό του Αγίου Αντωνίου, τον κεντρικό Ναό της Αγιάς του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου και του Αγίου Αντωνίου του Νέου, για τις τέσσερις εκδοχές της ονομασίας Αγιά – Αγία και για το περίφημο ΄Ορος των Κελλίων το οποίο οριοθέτησε και το διαχώρισε σαφώς και αυστηρώς μάλιστα, από το Πήλιον. Το οποίο ορισμένοι λανθασμένα οπωσδήποτε, ταυτίζουν διότι με τη μικρή έρευνα που έχουμε κάνει και εμείς, πράγματι είναι σ’ αυτήν εδώ την περιοχή του Κισσάβου το ΄Ορος των Κελλίων αποδεδειγμένα από όλα αυτά τα πολύ ωραία και τεκμηριωμένα που μας είπε, για την ύπαρξη Μονιδρύων, Κελλίων, Ασκητηρίων, Σπηλαίων που καταδεικνύουν ότι περί αυτού του εντοπισμένου πλέον χώρου των Κελλίων αναφερόμαστε.
Στην απογευματινή Συνεδρία η εισήγηση της Οσιολογιοτάτης Γεροντίσσης Θεοδέκτης της Ι. Μ. Προδρόμου, της πρόσφατα επανδρωθείσης από μια φιλόθεη πράγματι συνοδία με έναν εκλεκτό, σεβάσμιο και πολιό γέροντα, τον π. Δοσίθεο, είχε πνευματική χάρη η εισήγηση αυτή, μας μίλησε για τον γνωστό βεβαίως βίο του Οσιομάρτυρος αλλά με μια έτσι διασάφιση, ερμηνεία και ανάκλιση ορισμένων στοιχείων του βίου και μας τόνισε στο τέλος και πρέπει και εμείς να το τονίσουμε και να μείνει σαν συμπέρασμα ότι πρέπει άμεσα οι Αρχές οι αρμόδιες να επέμβουν στο κτίριο το οποίο και εμείς το επισκεφθήκαμε εχθές. Με πολλή συγκίνηση, είδαμε να καταρρέει και είναι μεγάλο κρίμα ένα τέτοιο Μοναστήρι με τόση ιστορία, με ΄Αγιο Κτίτορα, να καταρρέι στις ημέρες μας, όταν επισκευάζονται τζαμιά στην Ελλάδα και καταρρέουν τα Ορθόδοξα Μοναστήρια.
Εις την εισήγησή του ο π. Αθηναγόρας Μπίρδας, Αρχιμανδρίτης από την Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, μας μίλησε για τον Πολιούχο της Βεροίας, όπως είπα στον μικρό σχολιασμό μου και πριν, μας έδωσε πολύ καλά στοιχεία για τους βιογράφους – εγκωμιαστές του Αγίου, χρονολογικές ερμηνείες, τοποθετήσεις και για τη τιμή του στην Αγιά και για την σχέση των δύο αυτών τόπων, Βεροίας και Αγιάς, διά του Αγίου Αντωνίου του Νέου του θαυματουργού, ο οποίος δεν ξέρουμε βεβαίως αν πράγματι ήταν δια Χριστόν Σαλός, αλλά θεράπευε, (είχε μια ειδικότητα), πολλούς σαλούς και η εποχή μας η οποία είναι σαλεμένη θα πρέπει ιδιαίτερα να έχει προστάτη τον ΄Αγιο Αντώνιο για να την απαλλάσσει από τα φοβερά αυτά ψυχικά νοσήματα. Χαρακτηρίστηκε (κάνω μια μικρή παρένθεση), ο παρελθών αιώνας ο 20ος, δυστυχώς , επιτυχώς ως αιώνας των ψυχιάτρων διότι η πολλή αμαρτία έφερε ψυχικές σοβαρές ασθένειες και χαριτολογόντας θα έλεγα ότι το έμβλημα θα πρέπει να είναι οι αλισύδες αυτές που υπάρχουν ακόμη πίσω από τον Ναό τον περικαλλή του Αγίου Αντωνίου, που έδεναν τους ασθενείς αυτούς αδελφούς μας και που πολλοί από αυτούς εθεραπεύοντο όπως και στη Βέροια έτσι και εδώ.
Τέλος ο π. Αναστάσιος ο αγαπητός και σεβαστός Γέροντας ομίλησε για άλλο ένα θέμα αυτής της περιοχής τον ΄Αγιο Συμεών. Είναι πολύ κατανυκτικός, και μας τον παρουσίασε και πολύ γλαφυρά και ωραία ο π. Αναστάσιος, ο βίος του Αγίου Συμεών, έχει έτσι μια χάρη, μια ευωδία ιδιαίτερη αυτός ο ΄Αγιος, πολύ ασκητικός, πολύ ταπεινός, οι λόγοι του μετρημένοι, έχει μια χάρη, μια ευωδία και στην φλύαρη εποχή μας την πλεονάζουσα σε βερμπαλισμό, σε στόμφο, σε πολυλογία και σε κενολογία, τέτοιοι ΄Αγιοι που μιλούν με μέτρο, με διάκριση, με χάρη, τα πρέποντα, τα αρμόζοντα, τα κύρια, τα ουσιαστικά, θα πρέπει να μας εμπνέουν, να μας παραδειγματίζουν και να μας ενδυναμώνουν τον βίο τον προσωπικό του καθενός μας.
Εγώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τελειώνοντας για την πρόσκλησή μου στο Συνέδριο αυτό που αποτελεί τιμή για μένα. Να συγχαρώ και πάλι προσωπικά τον π. Νεκτάριο για τον πολύ του μόχθο, να συγχαρώ και εσάς και να σας ευχαριστήσω που αφήσατε άλλες ευκαιρίες και ήρθατε στην ωραία αυτή αίθουσα η οποία μας φιλοξένησε με αγάπη και είχαμε αυτό πιστεύω το σημαντικό Συνέδριο του οποίου η σημαντικότητα θα φανερωθεί ακόμη καλύτερα με την έκδοση των πρακτικών η οποία πρόκειται να γίνει σύντομα και θα διαιωνίσει αυτόν τον μικρό μας κόπο, της αγάπης μας προς αυτόν τον τόπο.
Σας ευχαριστώ και για την Προεδρία που μου ανετέθη και που ανεπιτυχώς εξετέλεσα και η οποία λήγει παραδίδοντας τον λόγο για λίγο στον π. Νεκτάριο για να μας πει, αυτά τα οποία θεωρεί ότι πρέπει να μας πει, κλείνοντας εδώ το Συνέδριο. Σας ευχαριστώ».
«Ο Άγιος Αντώνιος ο Νέος (εν Βεροία)».
Πολλά στοιχεία της βιογραφίας του Πολιούχου της πόλεως και διασήμου ασκητού, του οσίου Αντωνίου του Νέου, ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Τα δύο παλαιότερα αγιολογικά κείμενα, ο βίος που συνέταξε ο επίσκοπος Καστορίας Κύριλλος ή Κύρος και ο εγκωμιαστικός λόγος του Σακελλίωνος της εκκλησίας της Βέροιας Κωμανίτζη, παρέμειναν για αιώνες ανέκδοτα ενώ το περιεχόμενό τους ήταν εν μέρει γνωστό χάρη στη μοναδική μέχρι τις ημέρες μας μελέτη για τον πολιούχο της πόλεως, από τον κ. Γεώργιο Χιονίδη. Η ταυτότητα των συγγραφέων τους, ο χρόνος συγγραφής τους και η εποχή στην οποία έζησε ο όσιος Αντώνιος αποτέλεσαν το αντικείμενο της έρευνας και των υποθέσεων πολλών μελετητών. Οι δύο βιογράφοι, αν και συμφωνούν σε πολλά σημεία, δίνουν όμως συχνά διαφορετικές πληροφορίες για τη ζωή του οσίου και τα γεγονότα που ακολούθησαν την κοίμησή του. Και οι δύο συγγραφείς μιλούν για προγενέστερους βίους του οσίου οι οποίοι όμως δυστυχώς δεν έχουν σωθεί. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα κείμενα, αρκετά νεώτερα συναξάρια που έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις Ασματικών Ακολουθιών προς τιμήν του οσίου Αντωνίου. Τα κείμενα αυτά φαίνεται ότι αντλούν άλλοτε από τα ανέκδοτα αγιολογικά κείμενα του Κύρου και του Κωμανίτζη και άλλοτε πάλι απηχούν πιθανά στοιχεία της προφορικής παράδοσης η οποία παρέμεινε πάντοτε ζωντανή. Αν και το αγιολογικό κείμενο του επισκόπου Καστορίας Κυρίλλου ή Κύρου χαρακτηρίζεται ως βίος και πολιτεία, δεν υστερεί καθόλου σε ρητορικά στοιχεία σαν αυτά που χαρακτηρίζουν ένα εγκώμιο.
Αναλυτικότερος από τον βίο του επισκόπου Καστορίας, ο λόγος του Σακελλίωνος της Βεροίας Κωμανίτζη, παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός εγκωμίου γραμμένου σύμφωνα με τους κανόνες της ρητορικής τέχνης. Αν και το σχήμα της αφηγήσεως, τόσο στον βίο του επισκόπου Καστορίας Κυρίλλου ή Κύρου όσο και στον εγκωμιαστικό λόγο του Κωμανίτζη, είναι παρόμοιο, η προσεκτική ανάγνωση των δύο κειμένων οδηγεί στην διαπίστωση κάποιων διαφορών. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους παλαιότερους μελετητές στην υπόθεση της υπάρξεως μιας διπλής παραδόσεως για τον βίο του οσίου Αντωνίου. Ενώ, λοιπόν, και οι δύο συμφωνούν ότι ο όσιος ασπάσθηκε σε νεαρή ηλικία τον μοναχικό βίο, έζησε με αυστηρή νηστεία και αδιάλειπτη προσευχή, για πολλά χρόνια, μέσα σε ένα σπήλαιο που δέχθηκε τις προσβολές του πονηρού, παρέδωσε το πνεύμα του αφού μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων την 1η Ιανουαρίου και περιγράφουν με τον ίδιο τρόπο τη θαυματουργική αποκάλυψη του ιερού λειψάνου του οσίου, διαφοροποιούνται στα ακόλουθα σημεία.
α) Ο επίσκοπος Καστορίας υποστηρίζει ότι ο όσιος έζησε από την αρχή ως ερημίτης σε ένα σπήλαιο το οποίο εγκατέλειψε στη συνέχεια για χάρη της απόλυτης ησυχίας και επανήλθε εκεί λίγο πριν από τον θάνατό του. Αντίθετα, ο Κωμανίτζης αναφέρεται σε μια οργανωμένη μοναστική αδελφότητα στην οποία έλαβε το μοναχικό σχήμα και έζησε για είκοσι χρόνια πριν να αποσυρθεί με την άδεια του προεστώτος στην ησυχία του σπηλαίου όπου έζησε πενήντα τέσσερα χρόνια μέχρι την κοίμησή του.
β) Η δεύτερη διαφορά έγκειται στο ότι ο Κωμανίτζης υπολογίζει ότι ο όσιος παρέδωσε το πνεύμα του σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, αφού μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια από έναν ιερέα παλαιό γνώριμό του που η πρόνοια του Θεού οικονόμησε να μαζεύει ξύλα στην περιοχή στην οποία ζούσε ο όσιος. Ο επίσκοπος Καστορίας Κύριλλος αντίθετα αναφέρει ότι, σύμφωνα με την μαρτυρία όσων τον γνώριζαν, ο όσιος έζησε ογδόντα χρόνια, ενώ σε σχέση με τον ιερέα μας πληροφορεί ότι τον επισκέφθηκε μετά από δική του πρόσκληση όταν συναισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος του. Ο Κωμανίτζης αναφέρει τρία επιπλέον περιστατικά τα οποία αποσιωπώνται στο κείμενο του επισκόπου Καστορίας. Πρόκειται για την εμφάνιση του οσίου μετά την κοίμησή του στον αρχιερέα της Βέροιας, στην διαμάχη που ξεσπά μεταξύ των κατοίκων της Βέροιας και των κατοίκων της περιοχής, για το ποιος θα διαφυλάξει το λείψανο του οσίου, και όσα θαυμαστά συμβαίνουν μπροστά στη σωρό του οσίου με τη θεραπεία των δαιμονιζομένων. Αν και οι διαφορές δεν είναι αμελητέες οι πολλές ομοιότητες που παρουσιάζουν τα δύο κείμενα, και στη διατύπωση και στη χρήση παραθεμάτων, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι μάλλον απίθανο ο νεότερος συγγραφέας, ο Κωμανίτζης, να αγνοεί το παλαιότερο κείμενο ή τουλάχιστον το πρότυπό του. Στα βασικά στοιχεία του συνοπτικότερου βίου του επισκόπου Καστορίας, ο Κωμανίτζης προσθέτει και άλλα στοιχεία που είτε είναι προσθήκες με βάση τα ιστορικά δεδομένα της εποχής του είτε τα αντλεί από άλλες ίσως πηγές. Έτσι η αναφορά στη μονή στην οποία μονάζει ο όσιος σύμφωνα με το κείμενο του Κωμανίτζη σχετίζεται ίσως με τις συνθήκες του μοναστικού βίου όπως είχαν διαμορφωθεί στην εποχή του Κωμανίτζη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε κανένα από τα δύο κείμενα δεν υπάρχει πληροφορία ότι ο όσιος Αντώνιος έζησε ως δια Χριστόν Σαλός, μία πληροφορία που προκύπτει μετά από την ανακάλυψη μιας τοιχογραφίας στην παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, την δεκαετία του 1980, από τον Σωτήρη Κίσσα, που χρονολογείται μεταξύ των ετών 1215 και 1230.
Η υπόθεση του αειμνήστου Σωτήρη Κίσσα ότι η εκκλησία της Βεροίας πρόβαλε τον όσιο ως αναχωρητή υποκρινόμενο μωρία, δεν επιβεβαιώνεται από το κείμενο του αξιωματούχου της Μητροπόλεως Βεροίας, Κωμανίτζη. Το πρόβλημα της χρονολογήσεως των κειμένων συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της ταυτότητος των συγγραφέων και έμμεσα με τον χρόνο ζωής του οσίου Αντωνίου. Τα χρονολογικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας είναι ελάχιστα. Και τα δύο κείμενα σώζονται σε ένα μόνο χειρόγραφο, που θησαυρίζεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Φιλοθέου και είναι του 16ου αιώνος και, κατά συνέπεια, είναι με βεβαιότητα προγενέστερα. Το όνομα του επισκόπου Καστορίας Κυρίλλου ή Κύρου δεν είναι γνωστό από τους επισκοπικούς καταλόγους της Καστορίας και το μόνο στοιχείο χρονολογήσεως του κειμένου προσφέρει ο χαρακτηρισμός του επισκόπου Καστορίας Κυρίλλου ή Κύρου ως Πρωτοθρόνου Βουλγαρίας. Ο τίτλος αυτός μαρτυρείται μετά το έτος 1019 κατά το οποίο ο Βασίλειος 2ος ο Βουλγαροκτόνος ανασύστησε με Συγίλλιο την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας και μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε τον βίο το ενωρίτερο στις αρχές του 11ου αιώνος. Η απόφαση του επισκόπου Καστορίας να ασχοληθεί με τον Βεροιαίο ασκητή, αποτέλεσμα μιας παλαιότερης υπόσχεσής του, όπως λέει ο ίδιος, κάνει πιθανή την υπόθεση που διατύπωσε ο Γεώργιος Χιονίδης ότι ο Κύριλλος ή Κύρος καταγόταν ή σχετιζόταν τουλάχιστον με την Βέροια. Τα εσωτερικά στοιχεία του κειμένου που θα συνέβαλαν στην χρονολόγησή του είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του ο μακαριστός Κίσσας υποστήριξε τη χρονολόγηση του βίου στην 3η ή 6η δεκαετία του 11ου αιώνος. Οι υπολογισμοί, γράφει, στηρίζονται στα δεδομένα ότι στο κείμενο δεν αναφέρονται Βούλγαροι και τον συγγραφέα χωρίζει από τον χρόνο κοίμησης του οσίου το πολύ-πολύ μια γενιά ανθρώπων. Η αρχαιότητα του κειμένου συνάγεται επίσης από την πληροφορία ανυπαρξίας μοναχικής ζωής στην μετέπειτα περιοχή της Σκήτης και στην ομοιότητα που παρουσιάζει ο τρόπος άσκησης του οσίου Αντωνίου με τους αρχαιότερους ασκητές του Άθωνα. Ο τρόπος με τον οποίον αναφέρεται ο Κύριλλος στους προγενέστερους εγκωμιαστές του οσίου, μας επιτρέπει ενδεχομένως να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας απέχει χρονικά από τον όσιο περισσότερο από μια γενιά. Μία χρονολόγηση του κειμένου στο τέλος του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνος θα ήταν πιο πιθανή. Με αυτό το δεδομένο θα μπορούσαμε να δεχθούμε και τον προσδιορισμό του χρόνου ακμής του οσίου στο τέλος του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνος, σύμφωνα με την πρόταση του Σωτήρη Κίσσα.
Σε αντίθεση με τον βίο του επισκόπου Καστορίας, ο εγκωμιαστικός λόγος του Κωμανίτζη είναι πιθανότατα κείμενο του 14ου αιώνος. Ο Κωμανίτζης, πρόσωπο άγνωστο από άλλες πηγές, έχει το αξίωμα του Σακελλίωνος της Εκκλησίας της Βεροίας. Μια χρονολόγηση του κειμένου στον 14ο αιώνα θα συμφωνούσε και με τα στοιχεία που παρέχει ο συγγραφέας για την ύπαρξη οργανωμένης μοναστικής ζωής στο Όρος της Βέροιας στην εποχή του. Σύμφωνα με την μαρτυρία του αγίου Φιλοθέου του Κοκκίνου αλλά και του ιστορικού Ιωάννου Καντακουζηνού, η Σκήτη της Βεροίας υπάρχει όταν το 1326 άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επισκέπτεται την περιοχή. Ενδεικτικές για την εποχή στην οποία γράφεται το κείμενο είναι και οι αναφορές του Κωμανίτζη σχετικά με το φως της θείας χάριτος και την μέθεξη του ανθρώπου στο θείο που απηχούν πιθανότατα τις απόψεις των Ησυχαστών που διαμορφώνονται και διαδίδονται αυτά τα χρόνια τόσο στο Άγιον Όρος όσο και στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και της Σκήτης της Βεροίας.
Ο συγγραφέας όμως δεν αναφέρεται καθόλου στη διέλευση και την παραμονή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, γεγονός που ενδεχομένως μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το κείμενο γράφεται πριν από την κοίμησή του το 1359 ή τουλάχιστον πριν από την επίσημη αναγραφή του στις αγιολογικές δέλτους της Εκκλησίας το 1368, έτσι ώστε ο Κωμανίτζης δεν θεωρεί τη μνεία του ονόματος του απαραίτητη. Με το επίθετο δε Κωμανίτζης είναι γνωστά στην Βέροια του 14ου αιώνος δύο ακόμα πρόσωπα. Ένας γαιοκτήμονας που μαρτυρείται σε έγγραφο περίπου το 1329 και ο Εμμανουήλ Κωμανίτζης, γραφέας ενός χειρογράφου με αγιολογικά κείμενα που χρονολογείται το 1358. ο συγγραφέας του εγκωμιαστικού λόγου αν και σχετίζεται πιθανότατα με την οικογένεια αυτή, δεν είναι βέβαιο ότι ταυτίζεται με τον ομώνυμό του γραφέα.
Και τα δύο κείμενα, ο βίος δηλαδή του επισκόπου Καστορίας Κυρίλλου ή Κυρού και ο εγκωμιαστικός λόγος του Κωμανίτζη, σώζονται στο χειρόγραφο 62 της Μονής Φιλοθέου. Με βάση τα υδατόσημα και τη γραφή του, το χειρόγραφο χρονολογείται στα μέσα του 16ου αιώνος και μεταφέρθηκε στο Άγιον Όρος σύμφωνα με την υπόθεση του Γεωργίου Χιονίδη από την Βέροια.
Η τιμή του Αγίου Αντωνίου στην Αγιά.
Διαβάζοντας τα κείμενα, του Χατζημιχάλη (1926), του Σακελλίωνος, του Κορδάτου, του Σχοινά από τον Βόλο, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει για ποιο λόγο βρέθηκε, για ποιο λόγο άρχισε να τιμάται και από πότε ο Άγιος Αντώνιος εδώ στην Αγιά. Ο Άγιος Αντώνιος, όπως ανέφερε και στον βίο του ο μητροπολίτης Βεροίας Κύριλλος, άρχισε να πανηγυρίζεται στο ναό της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. Δεν υπήρχε ναός του οσίου Αντωνίου μέχρι και το 1860 εις την Βέροια. Απλώς στο ναό της Παναγίας της Καμαριωτίσσης ετιμάτο ο όσιος Αντώνιος. Το 1860 χτίζεται ο πρώτος ναός που τιμάται ο Άγιος Αντώνιος στη θέση του ναού της Παναγίας της Καμαριωτίσσης ο οποίος καίγεται στα 1864 στη μεγάλη πυρκαϊά της Βέροιας που κάηκε η μισή πόλη, ξαναχτίζεται, ξανακαίγεται στα 1898 και ο καινούριος που χτίζεται με δαπάνες της Ευδοξίας Μαλακούση εγκαινιάζεται στα 1904. είναι αυτός που υπάρχει σήμερα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει στις σημειώσεις του ο Χατζημιχάλης, ο νυν υπάρχων ναός του στην Αγιά είναι κτίσμα του 1856 και κτίστηκε πάνω στα θεμέλια παλαιότερου που ίσως είχε καεί. Από ό,τι αναφέρει, στα θεμέλια όταν γινόταν η εκσκαφή βρέθηκαν τρεις πλάκες κτιτορικές, τις οποίες βεβαίως και αυτός τις έχει ακούσει από αυτόπτες μάρτυρες. δεν ήταν ο ίδιος την εποχή εκείνη, δεν ζούσε. Επομένως και εγώ κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η πανήγυρις και η τιμή στον όσιο Αντώνιο μεταφέρθηκε από την Βέροια όχι όπως λέει ο Χατζημιχάλης το 1746 μετά από την πρώτη έκδοση της Ασματικής Ακολουθίας του οσίου Αντωνίου αλλά πιστεύω ότι η τιμή μεταφέρθηκε εδώ αμέσως μετά από την άλωση και την καταστροφή της Νάουσας και των πέριξ χωριών της Βέροιας, του Βερμίου, από τον Αμπουλουμπούτ Ουργούτ πασά το 1822. Πιθανότατα να υπήρχαν πληθυσμοί, νομάδες βλαχικοί και νωρίτερα στην περιοχή αλλά έγινε μια πολύ μεγάλη μεταφορά τέτοιων πληθυσμών και στο Στεφανοβίκειο και στην Αγιά αλλά και σε άλλα χωριά του κάμπου της Θεσσαλίας, στα 1823, που μαρτυρείται στις πηγές. Λοιπόν, όλοι αυτοί οι πληθυσμοί οι οποίοι έφυγαν από τα περίχωρα της Βέροιας και οι οποίοι σημειωτέον ότι τον χειμώνα κατοικούσαν στη Βέροια, γιατί δεν ήταν δυνατόν ούτε στο Σέλι, ούτε στο Ξερολίβαδο να κατοικήσουν το χειμώνα, μετέφεραν μαζί τους και τις εικόνες ίσως και την τιμή στον όσιο Αντώνιο. Και εδώ στην Αγιά που εγκαταστάθηκαν βρήκαν ναό του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου στον οποίο συνέχισαν να τιμούν και τον Άγιο Αντώνιο το Νέο και γι’ αυτό το λόγο ο ναός τιμάται και στους δύο Αγίους Αντωνίους, τον Μέγα και τον Νέο, τον Βεροιώτη.
Επίσης η μεγάλη εμποροπανήγυρη που γινόταν παλιά και την μνημονεύει και ο Χατζημιχάλης αλλά και ο Σακελλίων στο πόνημά του, που άρχιζε από την 1η και τελείωνε την 8η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, έρχεται ακριβώς και συμπίπτει με την παλιά πανήγυρη – εμποροπανήγυρη πάλι του Αγίου Αντωνίου στη Βέροια. Εδώ και 150 χρόνια η πανήγυρη, η δεύτερη του οσίου Αντωνίου στην Βέροια, γίνεται την 1η Αυγούστου. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματική δεύτερη πανήγυρη – εμποροπανήγυρη. Η πανήγυρη αυτή άλλαξε από τον Σεπτέμβριο του 1862 με σουλτανικό φιρμάνιον το οποίον υπάρχει στα αρχεία της Ιεράς Μητροπόλεώς μας. Η πανήγυρη γινόταν 1η έως 4η Σεπτεμβρίου ακριβώς όπως γίνεται και εδώ στην Αγιά. Άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου με την εορτή του Αγίου Αντωνίου και τελείωνε την 4η με την εορτή της Αγίας οσιομάρτυρος Ιερουσαλήμ, την Κάρα της οποίας φυλάσσουμε στο ναό του Αγίου Αντωνίου.
Το 1862 μετατίθεται η πανήγυρη και μεταφέρεται την 1η Αυγούστου. Εσείς δηλαδή εδώ κρατάτε την τάξη την παλαιά ακριβώς στην δεύτερη πανήγυρη, την εμποροπανήγυρη, που γίνεται τον μήνα Σεπτέμβριο. Αυτό μνημονεύει και το Εορτολόγιο της Μακεδονικής Βεροίας, του Θεοδοσίου Κουτουνίου, του 1846, του οποίου σώζονται μόνο αποσπάσματα σε άλλους συγγραφείς. δεν υπάρχει το πρωτότυπο, δεν υπάρχει κανένα αντίτυπο αυτού του βιβλίου, δεν έχει βρεθεί πουθενά. Μνημονεύει ότι ακριβώς η πανήγυρη του Αγίου Αντωνίου άνοιγε την 1η Σεπτεμβρίου και τελείωνε την 4η, με Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στο ναό της Παναγίας της Καμαριωτίσσης προς τιμήν της οσιομάρτυρος Ιερουσαλήμ και των τέκνων της Σεκέδου, Σεκενδίκου και Ικιγόρου.
Ενδιαφέρουσα είναι και η προφορική παράδοση που αναπτύχθηκε σχετικά με την ανέγερση του πρώτου ναού του οσίου το έτος 1000, της Παναγίας δηλαδή της Καμαριωτίσσης, σύμφωνα με την οποία η μνήμη του οσίου εορταζόταν πάντοτε πανηγυρικά στη Βέροια, στις 17 Ιανουαρίου, ημέρα της μετακομιδής του λειψάνου του στην πόλη, αλλά και την 1η Αυγούστου με μεγάλη εμποροπανήγυρη.
Ο Άγιος Δαμιανός, ο κτίτωρ της εν Κισσάβω Ι.Μ. του Τιμ. Προδρόμου.
(Τα εκ Κωδίκων βιογραφικά του στοιχεία).
«Εις την μελέτην μας(1), την σχετικήν με το «Μαρτύριον» του Αγίου Δαμιανού, παρατηρούμεν ότι οι βιογράφοι του, Ματθαίος, Μάξιμος και Διονύσιος, μας δίδουν εν λαμπρόν και ζωντανόν πορτραίτον του Αγίου: Ούτος αρχίζει την μοναστικήν του ζωήν εν υπακοή εις κοινόβιον, διάγει τρία έτη πλησίον αναχωρητού, καθίσταται πνευματικός πατήρ και διδάσκαλος της Δευτέρας Θετταλίας, ζει ως ερημίτης εις ασκητικόν σπήλαιον και ιδρύει ακολούθως κοινόβιον, το οποίον διοικεί επί αρκετά έτη. Εν τέλει σφραγίζεται η ζωή του με το μαρτύριον. Διαγράφει κατ’ αυτόν τον τρόπον τον ιδεώδη κύκλο του μοναχού, κύριος σκοπός του οποίου είναι η κατάκτησις της τελειότητος.
Ανεξαρτήτως των επιφυλάξεών μας διά τας επιμέρους λεπτομερείας, (χρονολογικόν διάγραμμα) τα βασικά συμπεράσματά μας διά τον βίον του οσίου Δαμιανού συνοψίζονται ως ακολούθως:
α) Ο όσιος έζησε και έδρασε κατά τας αρχάς του 16ου αιώνος (+- 1512 – 1568).
β) Ο Βίος, τον οποίον μας διέσωσε ο κατά το έτος 1572 συγγραφείς κώδιξ της Τυβίγγης, αποτελεί το αρχικόν κείμενον και είναι συναξάριον ακολουθίας με πολύ ολίγα βιογραφικά στοιχεία. Του αρχικού Βίου διασκευή αποτελεί το Συναξάριον Μαξίμου του Πελοποννησίου εις δημώδη γλώσσαν, το οποίον αντιγράφει εις κώδικα του 17ου αιώνος ο ιερεύς Ευστράτιος (1642/43). Εξ αυτού λαμβάνει το κείμενον ο ιερομόναχος Διονύσιος Παπαδόπουλος, ο οποίος το μετεσκεύασε εν έτει 1805 εις την λογίαν εκκλησιαστικήν γλώσσαν.
γ) Ο Άγιος Δαμιανός δεν είναι ο κτίτωρ της Ι. Μονής Πελεκητής. Εις το χρονικό διάστημα 1545-50, ανακατασκεύασε ή ανήγειρε μέρος της μονής. Ο πνευματικός Πορφύριος μετά από 50 έτη περίπου, (1606) έκτισε πιθανώτατα ως εξάρτημα (μετόχι) τον Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, πλησίον της κυριάρχου Ι.Μ. Πελεκητής. Ο κτίτωρ της Ι.Μ. Πελεκητής δεν είναι γνωστός μέχρι σήμερα.
δ) Τελευταίος σταθμός δράσεως του Αγίου εις την Θετταλίαν είναι η Σελίτσανη (+- 1550 – 1568).
—————————————————————————————————————–
(1).- Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης, μεταπτυχιακή μελέτη, εγκριθείσα το 1993, εκδ. ΦΥΛΛΑ, Αθήναι 1999 σελ. 100.
ε) Το συναξάριον, το οποίο διέσωσε την μαρτυρίαν της σχέσεως του Αγίου με το ασκητήριον-σπήλαιον, είναι αυτό της ασματικής ακολουθίας του Αγίου παρά του εν ιερομονάχοις Διονυσίου Παπαδοπούλου, εν έτει 1805.
στ) Το ασκητήριον εις θέσιν Δογαντζή Σελιτσάνης είναι έργον χειρών του Οσίου Δαμιανού, διότι υπάρχει 100% γεωμορφολογική ομοιότης με το σπήλαιον του οσίου Δομετίου της Ι.Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, μετά του οποίου ο Άγιος ησκήτευσε επί τρία έτη.
ζ) Ο συγγραφεύς του αρχικού βίου Ματθαίος, πιθανώτατα, ταυτίζεται με τον λογιώτατον διδάσκαλον Ματθαίον, ο οποίος διδάσκει εις Θεσσαλίαν το 1568/69 έτος.
η) Νεώτεραι εκδόσεις εξηκολούθησαν να παράγονται, από αντιγραφείς ή διασκευαστάς, μέχρι την έκδοσιν του αρχ. Ιγνατίου Μαδενλίδη (1974) και το πόνημα του Κων/νου Παΐση, δικηγόρου (1993).
Πιστεύομεν ότι ο Άγιος εχρησιμοποίει, όπου ευρίσκετο, χώρους ασκήσεως. Εις τα μέρη της Καρδίτσης π.χ. την Ι.Μ. Πελεκητής, ούτως ώστε οι αγιογράφοι να τον εικονίζουν ως κτίτορα αυτής. Η παράδοσις επίσης και η εικονογραφία θέλουν τον Άγιον Δαμιανόν να έχει άμεσον σχέσιν με τον Κίσσαβον. Το υψόμετρον, ως μέσον αποφυγής των διωκόντων Τούρκων και το κοινόβιον, εν συνδυασμώ πος το ευλογημένον ασκητήριον πρέπει να ανέπαυον την ψυχή του Αγίου, ο οποίος τελικώς ως μάρτυρας τη προαιρέσει ηξιώθη μετά ταύτα και του δι’ αίματος μαρτυρίου.
Διά την σχέσιν του Αγίου Δαμιανού με το ασκητήριον δυνάμεθα να προτείνωμεν πολλάς εκδοχάς. Η εκ συναξαρίου μόνη γραπτή μαρτυρία είναι του ιερομ. Διονυσίου Παπαδοπούλου. Εφ’ όσον όμως τα βιογραφικά στοιχεία είναι πτωχά, δυνάμεθα, συγκρίνοντες αναλόγους κλήσεις αγίων κατά την συγκεκριμένην ιστορικήν εποχήν, να υποθέσουμε τα εξής:
α) Ο όσιος Δαμιανός μετά την φυγή του εις το Όρος των Κελλίων περί το 1550, ησκήθη μέχρι την ημέρα του μαρτυρίου του, 14η Φεβρουαρίου 1568, εις το ασκητήριον, το οποίον ηύρε από παλαιοτέρους αναχωρητάς ή έκτισε ο ίδιος, και εις το διάστημα αυτό οικοδομεί το μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου.
β) Ο όσιος ησκήθη εις τα ασκητήρια των Αγίων Αναργύρων και αργότερον ανεκαίνισεν το προϋπάρχον από τον 11ον αιώνα μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, συστήνων κοινόβιον μοναχών και αποφεύγων έτσι τους Αγαρηνούς, οι οποίοι ήδη τον εδίωκον. Το ασκητήριον το ανεκάλυψεν και το οργάνωσεν ο ίδιος διά πλείονα άσκησιν ή το εκληρονόμησεν από τους προ αυτού κελλιώτας ασκητάς,
γ) Ο όσιος Δαμιανός πριν μετοικήσει εις Όσσαν συμμετείχε εις ανακαίνισιν της Ι. Μονής Πελεκητής Καρδίτσας περί το 1545, και αφού εδιώχθη από τους κατοίκους ή Τούρκους, ηκολούθησεν μίαν από τας ανωτέρω εκδοχάς, με την πιθανότητα η οργάνωσις του ασκητηρίου να προηγείται ή να έπεται της ιδρύσεως της Μονής.
Η βεβαιότης της σχέσεως του οίου Δαμιανού με το ασκητήριο της Σελίτσανης στηρίζεται εις την προαναφερθείσαν πρότασιν του Συναξαρίου «ιδία δ’ αυτός ώκει μικρόν από της μονής, προς νότον, εν τινι σπηλαίω παρά τω παραρρέοντι χειμάρρω υπό τον εκεί κρημνόν, τους καθ’ εαυτόν αγώνας εν τούτω ανύων»(2). Εάν, λοιπόν, από τα ασκητήρια των Αγλιων Αναργύρων προέρχεται η Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων, από το ασκητήριον του Αγίου Παντλεήμονος Μελίβοιας η Ιερά Μονή Παντελεήμονος Αγυιάς, το «Κουμπελή», γιατί να μην έχει την αιτία της δημιουργίας της η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου εις το ασκητήριον της Σελίτσανης; Προσπαθών επίσης να εξηγήσω το γεγονός της μη αναφοράς του ασκητηρίου εις τους πρωίμους χρονολογικώς Βίους (Συναξάρια) του Αγίου: τον κώδικα της Τυβίγγης 1572, τον όμοιο της Ι.Μ. Σιάμου Ν. Καρδίτσης και τον κώδικα Μεταξοχωρίου Αγυιάς του 1642/43 μ.Χ., νομίζω ότι δεν αναφέρεται το ασκητήριον, διότι ο λογιώτατος υμνογράφος διδάσκαλος και ρήτωρ Ματθαίος, ο εν Θεσσαλία διδάσκων το 1569-1572, ή ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, ο συγγράψας τον βίον του Αγίου εις δημώδη γλώσσαν, εθεώρουν ως φυσικόν γεγονός και ανάξιον αναφοράς, ένας ηγούμενος και συνασκητής του μεγάλου Δομετίου του Φιλοθεΐτου, να επιζητή τρόπους ασκήσεως εις κάθε χρονικήν περίοδον της μοναχικής του ζωής. Είναι μάλιστα σύνηθες φαινόμενον εις την ορθόδοξον αγιολογίαν, οι κτίτορες των Ιερών Μονών (Αθανάσιος Μετεωρίτης, Διονύσιος Ολύμπου, Νικάνωρ Ζάβορδας, Λεόντιος Αυγιαλίας και πολλοί εκ των Αγιορειτών(3) ομοίως), να συνδέονται με κάποιο σπήλαιον, ασκητήριον δια τον συγκερασμόν της διοικητικής μερίμνης μετά της απερισπάστου ησυχίας(4).
—————————————————————————————————————–
(2).- Συναξάριον, Ασματικής Ακολυθίας, υπό Διονυσίου Παπαδοπούλου, 1805, σελ. 33.
(3).- Σίμων ο Μυροβλήτης – Αθανάσιος ο Λαυριώτης – Γαβριήλ Ίβηρ – Νήφων ο Διονυσιάτης.
(4).- Ο όσιος Δαμιανός «Θεόν αντιβολών και μόνος μόνω προσομιλείν εφιέμενος» υιοθετεί την παλαιά συνήθεια των ασκητών οι οποίοι γίνονται ηγέται μιας κοινότητος (π.χ. Ιωαννίκιος, Πέτρος της Ατρώας, Παύλος του Λάτρους) και χωρίς να παύουν να είναι οι πνευματικοί πατέρες του ποιμνίου των, έζων κατά διαστήματα ή και συνεχώς απομεμακρυσμένοι από αυτό.
ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΗΜΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Κείμενον | Τόπος Γεννήσεως | Ασκητήριο Σελίτσανης | Μνήμη Αγίου |
Κώδιξ Τυβίγγης | Ρίχοβον | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Κώδιξ Μεταξοχωρίου | Ρίχοβον | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Νικοδήμου Συναξαριστής | …………… | αναφέρεται | 23η Φεβρουαρίου |
Ματθαίου Συναξαριστής | Αράχωβα Παρακαμπυλίων | ……………. | 23η Φεβρουαρίου |
Θ.Η.Ε. | Αράχωβα Παρακαμπυλίων | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Θ.Χ.Ε. | Μυρίχοβον | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Δουκάκη Συναξαριστής | Μυρίχοβον | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Ιγνατίου Μαδενλίδη | Μυρίχοβον νυν Αγ. Τριάς, τέως δήμου Σιλλάνων Καρδίτσης | αναφέρεται | 14η Φεβρουαρίου |
Ιεζεκιήλ Φαναριοφερσάλων | Μυρίχοβον ή Ρίχοβον | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Παΐση Κωνσταντίνου | Αράχωβα ή Ράχωβα ή Ρίχοβο Ευρυτα-νίας, πλησίον χωριού Παλαιοκάτουνο | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Νέον Μαρτυρολόγιον | Ρίχωβον Αγράφων | ……………. | ……………. |
Π. Ι. Βασιλείου | Αράχωβα Παρακαμπυλίων | ……………. | ……………. |
Σωφρονίου Ευστρατιάδου | Μυρίχοβον | ……………. | 14η Φεβρουαρίου |
Ι. Αρχικός βίος (Συναξάριον) συνταχθείς υπό του Ματθαίου
α) Ο κώδιξ Mb 31 της Τυβίγγης
Ο πρώτος εκπρόσωπος του αρχικού κειμένου του Συναξαρίου είναι ο υπ’ αριθμ. Mb 31 κώδιξ της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης(5).
Περιγραφή και χρονολόγησις του χειρογράφου
Ο κώδιξ Μb 31 είναι χαρτώος, διαστάσεων 0,14Χ0,20 μ., σύγκειται δε εκ 13 φύλλων (φφ. 3α-15β). Κωδικογραφικά σημειώματα: εν τω φύλλω 3α, εις την άνω ωάν αναινώσκομεν:
«Attulit e Constantinopoli Tybingem D.D. Steph. Gerlachius et mihi M. Martino Crusio 30 junii D.D. 1581», εν δε τη κάτω «11 Decemb. 1572 Gerlachius Tybingem attulit». Επειδή ο υπ’ αριθμ. Μb 37 κώδιξ της βιβλιοθήκης της Τυβίγγης είναι ακριβές αντίγραφον του Μb 31 κώδικος, συγκρίνοντες το πρώτον χειρόγραφον με το δεύτερον παρατηρούμεν ότι: εν τω δευτέρω και εν φύλλω 20 εν τέλει γράφεται: «Disciripsit mihi M. Martino Grusio Jacobs Maier Biniccisis, θεράπων meus 1581 mense Aprilii».
Εκ των ανωτέρω σημειώσεων καθίσταται δήλον ότι την πρώτην ακολουθίαν του Δαμιανού έστειλεν εις Τυβίγγην ο Γερλάχιος τω 1572, το δε 1581 εδωρήθη αυτή τω Κρουσίω κατά μήναν Ιούνιον, τα’ αυτώ δ’ έτος κατά μήνα Απρίλιον αντεγράφη αύτη υπό του Φιλίππου Μάγιερ, του βοηθού φοιτητού του Κρουσίου και εδόθη αυτώ.
Ο δεύτερος κώδιξ του έτους 1581 φέρει αριθμόν Mb 37 (φφ. 11-20) (πρβλ. κατάλογον Schmid σελ. 58 και 73). Πρώτος εν Ελλάδι ο καθηγητής Β.Α. Μυστακίδης εν τοις «Θετταλικοίς σημειώμασι»(6), γράφων περί Κρουσίου αναφέρει τα ανωτέρω χειρόγραφα. Ο μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Ιεζεκιήλ ο από Βελανιδίας, αφού έλαβε φωτοαντίγραφα των χειρογράφων τη μεσολαβήσει του εν Λειψία εφημερίου της Ελληνικής Κοινότητος Παρασκευαΐδου Θεολόγου, αρχιμανδρίτου, εξέδωσε την ακολουθίαν του Αγίου Δαμιανού εις τον Ζ΄ τόμον της Επετηρίδος της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών (1930, σελ. 53-63).
Ανατύπωσις της εν λόγω ακολουθίας εγένετο εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου «Εστία», ο έτος 1931. Εις τα προλεγόμενα της εκδόσεως ταύτης ο μητροπολίτης Ιεζεκιήλ γράφει και τα ακόλουθα:
—————————————————————————————————————–
(5).- Τα αντίγραφα του κώδικος και μικροφίλμς έλαβον εκ της εν λόγω βιβλιοθήκης τη φροντίδει του αγαπητού συναδέλφου κ. Παναγιώτου Κισλά. Φωτοαντίγραφα του κώδικος και μικροφίλμς έχω ήδη δωρίσει εις το Ιστορικόν Αρχείον της Αγυιάς.
(6).- Μυστακίδου Α. Β., Θετταλικά σημειώματα εκ χειρογράφων, Νέος Ποιμήν 5, Κωνσταντινούπολη 1923, σελ. 72-74. (Είχον ήδη περιγράψει τους κώδικας Mb 31, Mb 37) και επισημάνει την Ακολουθία οι C. Van de Votst και Η. Delehaye).
«Εν τη κάτω ώα της πρώτης ακολουθίας (φ. 3α) υπάρχει η σημείωσις: «Ο Ρενδίνης D. Damascinus cujus putatur fuisse propinguus hic Damianus(7)» και εν τη ώα της δευτέρας ακολουθίας (Δ. 11α) «Ο Ρενδίνης hoc manu Theodosii Zygomalae scriptum erat: reliqua omnia manu του Ρενδίνης(8). Ηic vocatur D. Damascenus: cu jus putatur propinquus fuisse hic Damianus»(9).
Ούτω, λοιπόν, η πρώτη ακολουθία του Αγίου Δαμιανού συνετέθη τέσσαρα έτη μετά το μαρτύριον, ήτοι το 1572(10).
β) Ο κώδιξ της Ι.Μ. Αγίας Τριάδος Σιάμου (Οξυάς)
Ο τρίτος όμοιος κώδιξ είναι εκείνος τον οποίον ανεκάλυψε, ως λέγει, παρερριμένον εν τη διαλελυμμένη και ερήμω Μονή της Αγίας Τριάδος Σιάμου Αργιθέας Καρδίτσης, ο μητροπολίτης Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης(11). Η περιγραφή του χειρογράφου εδημοσιεύθη εις το περιοδικόν ΕΚΚΛΗΣΙΑ αριθμ. 3 την 18ην Ιανουαρίου 1930 υπό του καθηγητού Κ. Δυοβουνιώτου και έχει ως εξής:
Νέα δωρεά εις την βιβλιοθήκην του θεολογικού σπουδαστηρίου
«Ο διαπρεπής ιεράρχης σεβ. Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Ιεζεκιήλ εδωρήσατο προ τινος εις την βιβλιοθήκην του σπουδαστηρίου της Θεολογικής Σχολής του εν Αθήναις Πανεπιστημίου πολύτιμον χειρόγραφον ευρεθέν υπ’ αυτού παρερριμένον εν τινι ερμαρίω της εγκαταλελειμμένης Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος της θεοσώστου αυτού επισκοπής.
Η Θεολογική Σχολή λαβούσα γνώσιν της πολυτίμου ταύτης δωρεάς ανέθηκεν εις τον κοσμήτορα αυτής όπως δι’ επιστολής ευχαριστήση εκ μέρους της Θεολογικής Σχολής τον λόγιον ιεράρχην Το δωρηθέν χειρόγραφον, όπερ κατετέθη εν τη βιβλιοθήκη των χειρογράφων του θεολογικού σπουδαστηρίου υπ’ αύξοντα αριθμόν οκτώ, αποτελείται εκ φύλλων 194, διαστάσεων 0,21Χ0,14 μ., αριθμηθέντων υπ’ εμού όν ακέφαλον και κολοβόν, η στάχωσις του χειρογράφου είναι βυρσίνη επί ξυλίνων πινακίδων μετ’ επιτυπωμάτων και θυλακωτηρίων, ών ίχνη μόνον σώζονται νύν(12).
—————————————————————————————————————–
(7).- Ο Ρενδίνης Δαμασκηνός ο οποίος είναι εγκατεστημένοςεις την περιοχήν του Δαμιανού.
(8).- Πρόκειται περί του εξόχου θεολόγου του 16ου αιώνος Δαμασκηνού του Στουδίτου, επισκόπου της κατά Μακεδονίαν επισκοπής Λιτής και Ρενδίνης. (Βλ. Δημητρακοπούλου Φ., Αρσένιος Ελασσόνος, σελ. 42, υποσημ. 45 και 50).
(9).- Εγράφη διά χειρός του Θεοδοσίου Ζυγομαλά. Όλα τα υπόλοιπα δια χειρός του Ρενδίνης. Ταύτα λέγει ο Δαμασκηνός, ο οποίος είναι εγκατεστημένος εις την περιοχήν του Δαμιανού.
(10).- Περισσότερα βλ. Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης, μεταπτυχιακή μελέτη, εγκριθείσα το 1993, εκδ. ΦΥΛΛΑ, Αθήναι 1999 σελ. 37-39.
(11).- Δυστυχώς σήμερον, ο ανωτέρω κώδιξ δεν υπάρχει εις το Σπουδαστήριον της Θεολογικής Σχολής, αλλ’ ούτε και εις τους καταλόγους κωδίκων, τόσον του καθηγητού κ. Φυτράκη (1973) όσον και ει τους μετά ταύτα καταγεγραμμένους υπό του καθηγητού κ. Σπ. Κοντογιάννη.
(12).- Βλ. Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης, μεταπτυχιακή μελέτη, εγκριθείσα το 1993, εκδ. ΦΥΛΛΑ, Αθήναι 1999 σελ. 44-45.
γ) Ο Κώδιξ της Ιεράς Μονής Δουσίκου Τρικάλων
Ο εν λόγω κώδικας, ως διεπιστώσαμεν εις επισκεψίν μας εν τη Μονή του Δουσίκου, είναι αντίγραφο του αρχικού κώδικος της Τυβίγγης. Ο υμνογράφος ονομάζεται και εδώ Ματθαίος: «Εν δε τοις Θεοτοκίοις Ματθαίος».
Ο κωδικογράφος, πιθανώτατα, είναι ο υπογράφων εις το «τέλος του κανόνος του νέου οσιομάρτυρος Δαμιανού», Νικόλαος ο Αιτωλός. Ο βιβλιοθηκάριος της Μονής Χατζή – Γεράσιμος, εις χάρτινη ετικέτα επί της εξωτερικής πλευράς της Α΄ πινακίδος του Κώδικος κατονομάζει τον Άγιο Δαμιανό «Μεριχοβίτη».
Το υδατόσημο του χειρογάφου δείχνει ότι το κείμενο εγράφη όχι πολύ μετά το μαρτύριο του Αγίου, ως λέγει ο μελετήσας τον κώδικα καθηγητής Φ. Δημητρακόπουλος, ο οποίος και περιγράφει αυτόν ως εξής(13):
«Κωδ. Δουσίκου 51. Χαρτ. 21,5Χ15. φφ. Α, Β + 69. 16 αι.
Τα φύλλα έχουν αριθμηθή με μολύβι από μένα. Ερυθρόγραφα αρχικά τροπαρίων κ.λ.π. Στάχωση του βιβλιοδετικού εργαστηρίου του Δουσίκου από το χέρι του ιερομονάχου Ιερωνύμου το έτος 1828 (σύμφωνα με σημείωση στο φ. 66ν). μαύρο δέρμα πάνω σε ξύλινες πινακίδες με όμοια διακόσμηση: δύο τετραπλές γραμμές στον περίγυρο των πινακίδων και στο μεταξύ τους διάστημα κιγκλιδόσχημα έντυπα. ρομβοειδές έντυπο στο κέντρο και μικρά ανθέμια στις τέσσερες πλευρές και γωνίες. έξι ράχες και πέντε χώρες με ανθοειδές έντυπο σε κάθε χώρα. Κατάσταση αρκετά καλή ……..».
ΙΙ. Διασκευαί του Βίου του Αγίου Δαμιανού
α) Συναξάριον εις δημώδη γλώσσαν υπό Μαξίμου ιερομονάχου του Πελοποννησίου
Το κείμενον τούτο περιέχεται εις σύμμεικτον κώδικα (φφ. 66-70) του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Μεταξοχωρίου – Αγυιάς και είναι ανέκδοτον.
Περιγραφή και χρονολόγησις του χειρογράφου
Είναι χαρτώον, διαστάσεων (202mm Χ 148mm), αποτελείται δε εξ 74 φύλλων.
Εχει απλήν χάρτινην στάχωσιν και είναι κολοβόν. Υπάρχει χάσμα μεταξύ των σελίδων 48-49, ενώ τα φύλλα 16 και 74 είναι κατά το ήμισυ κατεστραμμένα. Ευρέθη και απεκολλημένο εκ των κώδικος φύλλον, περιέχον μέρος των κανόνων του όρθρου Αθανασίου και Κυρίλλου.
—————————————————————————————————————–
(13).- Βλ. Δημητρακοπούλου Φ., Ο Κώδικας 51 της μονής Δουσίκου, ΕΕΦΣΠΑ 25 (1975-1977), σελ. 112.
Κωδικογραφικά σημειώματα υπάρχουν εις τρία σημεία:
Εις την σελ. 66β εν τη κάτω ώα με κόκκινην μελάνην υπάρχει η σημείωσις «αθανάσιος ιερεύς από λάρισα».
Εις την σελ. 71α εν τη κάτω ώα με μαύρην μελάνην η σημείωσις «+Θεού το δώρον και Ευστρατήκοι ιερέως πόνος + Δέησις του δούλου του Θεού Ιωάννου ιερέως του Πάπα Σύμου ο υιός».
Τέλος εις την σελ. 24α εν τη κάτω ώα με μαύρην μελάνην η σημείωσις «εγράφη δια χειρός Κυριαζή αχξστ΄».
Το κάθε κωδικογράφημα είναι από διαφορετικόν γραφέα. Διά την χρονολόγησιν του κώδικος δύναται να ορισθεί ως terminus post quem το 1642/43, επειδή εις έτερον χειρόγραφον του ναού, το οποίον περιλαμβάνει τρεις Λειτουργίας και είναι «Ευστρατήκοι πόνος» (δηλαδή του ιδίου κωδικογράφου), υπάρχει χρονολόγησις από αδάμ – ζρνα΄ – έτος σωτήριον αχμγ΄ = 1643. γνωστόν δε τυγχάνει και από άλλα χρονολογημένα πονήματα του Ευστρατίου εις την Αγυιά ότι γράφει περί το 1642/43.
Εν εξ αυτών είναι σημείωσις κτητορική εις χειρόγραφον της Ι.Μ. Εισοδείων της Θεοτόκου (Άγιος Παντελεήμων) Αγυιάς εις τν οποίαν αναφέρεται «Θεού το δώρον και ευστρατίκοι πόνος – έγραψα επί έτους Θεογονίας αχμβ΄ και από αδάμ ζρν΄(=1642)».
Ως διεπιστώσαμεν εκ της μελέτης του κώδικος, ούτος εγράφη μεν υπό διαφόρων χειρών, αλλά κατά την αυτήν περίπου εποχήν και επί χάρτου της αυτής ποιότητος και ηλικίας, ήτοι του α΄ ημίσεως του ιζ΄ αιώνος.
ΙV. Το Σιγίλλιον του 1606 δια την Ι.Μ. Παναγίας Πελεκητής της Καρύτσας(14).
ΤΟ ΣΙΓΙΛΛΙΟ ΤΟΥ 1606
Το παρουσιαζόμενο εδώ σιγίλλιο είναι ήδη γνωστό, βιβλιογραφικώς, από το 1930(15). Φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, απ’ όπου ο μοναχός Λάζαρος Βατοπεδινός έκανε για μας ένα φωτοαντίγραφό του. Είναι γραμμένο σε λευκή μεμβράνη, που διατηρείται καλά, έχει μήκος 69 – 80 εκ. και πλάτος 50 – 56 εκ.. είναι μολυβδόβουλο, πρωτότυπο, φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του πατριάρχου Ραφαήλ Β΄ (1603-1607) και την εξαρτημένη στερεά από θύσανο (95 περίπου κυανόχρωμων νημάτων) μολύβδινη σφραγίδα.
—————————————————————————————————————–
(14).- Πρώτη δημοσίευσις του εν λόγω σιγιλλίου, βλ. Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, Θ.ΗΜ., τομ. 32ος, Λάρισα 1997, σελ. 296-300.
(15).- Βλ. Ευστρατιάδη Σωφρ., Ιστορικά μνημεία του Άθω, Ελληνικά, 3 (Αθήναι 1930) 50.
Η μεμβράνη είναι χαρακωμένη, από το δίπλωμα σε τρία μέρη, οριζοντίως και καθέτως, η γραφή της είναι με μαύρη μελάνη, συντμημένη και δυσανάγνωστος. Το κείμενο του σιγιλλίου απλώνεται σε δεκαοχτώ στίχους και άλλους δύο στίχους καλύπτει η υπογραφή του πατριάρχου. Η μολύβδινη σφραγίδα φέρει τυπωμένη, μέσα σε διπλό κύκλο, εις την μία όψιν την Παναγία να κρατή τον Χριστό, με τα συνηθισμένα μονογράμματα ΜΡ/ΘΥ και ΙΣ/ΧΡ και εις την άλλη, κάτω από τον σταυρό, έκτυπη την επιγραφή: Ραφαήλ ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινου-πόλεως, Νέας Ρώμης και οικουμενικός Πατριάρχης.
Από το σιγίλλιό μας πληροφορούμαστε ότι ο ηγούμενος της Μονής του Σωτήρος, ιερομόναχος Πορφύριος, κατέφυγε εις το Πατριαρχείον και πέτυχε να μετατρέψη το μικρό επαρχιακό μοναστήρι του σε σταυροπήγιο. Έτσι, στο εξής θα ήταν ελεύθερο το μοναστήρι από δοσίματα εις τονβ αρχιεπίσκοπο του Φαναρίου(16). Οι μοναχοί του θα μνημόνευαν το όνομα του εκάστοτε πατριάρχου, εις τον οποίον, ως ένδειξιν υποταγής, θα προσέφεραν ετησίως οκτώ λίρας κηρί. Ο τοπικός επίσκοπος δεν θα μπορούσε πια να επεμβαίνη εις τα μοναστηριακά ζητήματα, απειλούμενος με αργία και αφορισμό.
Η έκδοσις του σιγιλλίου έγινε στις 5 Αυγούστου του έτους ζριδ΄, δηλαδή στις 5-8-1606. Με αυτό εντελλόταν ο επίσκοπος της Λιτζάς και Αγράφων(17), ως ο πιο κοντινός της αρχιεπισκοπής του Φαναρίου, να πήξη (στερεώση) εις τα θεμέλια της μονής το σταυροπήγιον, δηλαδή έναν σταυρόν.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
1512 (περίπου), Γέννησις Οσίου Δαμιανού
1530 Μοναχός εις Ι.Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους
1540-43 Άσκησις μετά του Οσίου Δομετίου
1543 Εις Δευτέραν Θεταλίαν (Όλυμπος – Όσσα – Άγραφα)
1545-50 Εις Ι.Μ. Πελεκητής Καρδίτσας
1550-68 Ασκητήριο και Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Σελίτσανης
1568 Μαρτύριον εις Λάρισαν
—————————————————————————————————————–
(16).- Αυτήν την περίοδο αρχιεπίσκοπος του Φαναρίου ήταν ο Ιωάσαφ (1602 – 1610). Βλ. Γριτσοπούλου Α.Τ., Η Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 6 (Αθήναι 1965) 436.
(17).- Δεν γνωρίζουμε ποίος ήταν επίσκοπος της Λιτζάς και Αγράφων στα 1606. Στα 1600 αναφέρεται ο Αθανάσιος και στα 1609/1611 ο Ακάκιος. Βλ. Π.Ι. Βασιλείου, Η Επισκοπή Λιτζάς …., σελ. 143 και 145. Το γεγονός ότι ο πατριάρχης ανέθεσε σ’αυτόν την στερέωσιν του σταυρού εις τη Μονή του Σωτήρα της Καρύτσας και όχι εις τον οικείο αρχιεπίσκοπο του Φαναρίου σημαίνει ότι ο τελευταίος δεν είχε καλές σχέσεις με την μοναστική κοινότητα της Καρίτσας.
Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΙΓΙΛΛΙΟΥ
+ ραφαήλ ελέω θ(εο)ύ αρχιεπίσκοπος κων(σταντινου)π(ό)λεως νέ(ας) ρώμ(ης) και οικουμενικός π(ατ)ριάρχ(ης).
+ και θείοι ναοί και περίβολοι, και ασκητών καταγώγια, και άλλο ό,τι τοις προτέροις θείω ζήλω ανωκοδόμητ(αι) εις ένδειξιν ευσεβεί(ας) δεδόμητ(αι) / ανενδεές γαρ το θείον, και των καθ’ημάσ μηδενός προςδεόμενον. επειδή τοίνυν και ο οσιώτατος εν ιερομονάχοις και πν(ευματ)ικοίς κύριος πορφύριος αιτήσας / και ηξιωσας των ευσεβών χριστιανών των εν τη χώρα καρίτζη της επαρχί(ας) φαναρίου αρχιεπισκοπής και των πέριξ χωρίων, απελθών πρό χρόνου ουκ ολίγου κε / [——-] καρίτζης ταύτη εν τινι κελοίω επίκλησιν έχον του σ(ωτή)ρ(ο)σ, ουκ εποίησε δε μέχρι του νυν ιερόν βή[μα] / αυτώ ούτε μην σταυρόν ως σύνηθες έπιξεν, ουδέ καθιέρωσε ναόν, και διά τούτο εζήτησε και ηξίωσε την ημετέρα μετριότητα, ίνα και τα π(ατ)ριαρχικά / ημέτερα προνόμια, ο ευρισκόμενος επίσκοποσ λητζάσ και αγράφων, ποιήση εν αυτώ ως εξ ημών την τεταγμένην στ(αυ)ροπηγιακήν ακολουθί(αν), και πίξη σταυ/ρόν όν πέμπομ(εν), και γένητ(αι) π(ατ)ριαρχικόν και καθολικόν σταυροπήγιον, συντεταγμένον, και συναριθμούμενον τοις λοιποίς άπασι / σταυροπηγίοις τοις π(ατ)ριαρχικοίς και ημετέροις τοις ευρισκομένοις εν τε ανατολή και δύσει, τούτου χάριν και η μετριότ(ης) ημών την αίτησιν / αυτού αποδεξαμένη εύλογον ούσαν και θεάρεστον, αποφαίνετ(αι), και ένα(;) γε παρακελεύεται πν(εύματ)ι, ίνα τελεσθήσ(εται) (;) σταυροπηγιακής ακο/λουθί(ας) ταύτ(ης) παρά του θεοφιλεστάτου ως είρητ(αι) επισκόπου λητζάσ και αγράφων, κομισθέντ(ων) των σταυρών και πιχθέντ(ων) επί τω ονόματι / του κυ(ρίου) Θ(εο)ύ και σ(ωτη)ρ(ο)ς/ημών ι(ησο)ύ χ(ριστο)ύ υπάρχη και ονομάζετ(αι) εις τον εξής άπαντα αιώνα καθολικόν σταυροπήγιον π(ατ)ριαρχικόν, και έχη / πάσαν ελευθερί(αν) και αδουλευσί(αν) ως και τα λοιπά, και μνημονεύητ(αι) εν αυτώ το του κα(τά) καιρούς οικουμενικού [[μενικού]] π(α)τριάρχου / όνομα και ουδενός άλλου, μηδενός των περί την επαρχί(αν) ταύτην ευρισκομέν(ων) αρχιερέ(ων) τολμήση τισ εναντιωθήναι κατά τι /εν αργία ασυγνώστω και αφορισμώ αλύτω τω από θ(εο)ύ παντοκράτορι. τελεί δε ετησίως της καθ’ ημάσ του χ(ριστο)ύ μεγ(ά)λ(ης) εκκλησίας και / τον π(α)τριάρχην, υποταγής ένεκ(εν, κηρόν λίτρασ οκτώ. εις γάρ την περί τούτου δήλωσιν εγένετο και το παρόν συγιλλιώδεσ / και επεδόθη αυτώ τω οσιωτάτω εν ιερομονάχοις και πν(ευματ)ικοίς κυρ(ίω) πορφυρίω και τοις μετ’αυτόν, κατά το ζρϊδον έτος, μήνι αυγούστω εη. Ιινδ(ικτιώ)νος δ:
+ ραφαήλ ελέω θ(εο)ύ αρχιεπίσκοπος κων(σταντινου)π(ό)λεως νέ(ας) ρώμης και / οικουμενικός π(ατ)ριάρχης.
ΣΧΟΛΙΑ
καταγώγια. η λέξις εδώ προσδιορίζει τον μοναστικό χώρο. Εις τα συναξάρια των αγίων το καταγώγιον σημαίνει ενδιαίτημα.
Φαναρίου αρχιεπισκοπή. Η επισκοπή του Φαναρίου αναφέρεται για πρώτη φορά το 1371. Το 1382 ο επίσκοπος Δαμιανός αναφέρεται ως Καππούας και Φαναρίου. Μετά το 1453 αναφέρονται παραλλήλως η Επισκοπή του Φαναρίου υπαγομένη εις την Μητρόπολιν Λαρίσης και η Αρχιεπισκοπή του Φαναρίου εξαρτωμένη από το Πατριαρχείο. Μετά το 1588 αναφέρεται ως Αρχιεπισκοπή Φαναρίου και Νεοχωρίου, ενώ εις το σιγίλλιό μας μόνο ως Φαναρίου. Από τον Μάρτιο του 1821 μέχρι τον Μάιο του 1882 ενώθηκε με την Επισκοπή των Φαρσάλων και απετέλεσαν την Μητρόπολη των Φαναριοφερσάλων. Από το 1889 μέχρι 1910 δημιουργήθηκε η Επισκοπή Φαναρίου και Θεσσαλιώτιδος, το 1910 δημιουργήθηκε η Επισκοπή Φερσάλων, Φαναρίου και Θεσσαλιώτιδος και το 1921 η Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων(18).
κηρόν λίτρασ οκτώ. η απόδοσις του κερίου εις το Πατριαρχείο ήταν ένδειξις της υποταγής σ’ αυτό. Μία λίτρα ισοδυναμούσε με 340 γραμάρια (1/30 του μέτρου, το οποίο ήταν ίσο με 10,256 σημερινά λίτρα). Η απόδοσις ποσότητος κερίου εις τον τοπικό επίσκοπο ή τον πατριάρχη ήταν μια πρακτική γνωστή από την Βυζαντινή Εποχή(19).
—————————————————————————————————————–
(18).- Βλ. Γριτσοπούλου Α.Τ., ένθ. ανωτ. Σελ. 436-437.
(19).- Βλ. Σπανού Κ.Β., Ιστορία –προσωπογραφία της Β.Δ. Θεσσαλίας κατά το β΄ μισό του ΙΔ΄ αιώνα, Λάρισα 1995, 50 σημ. 105.
Β) ΕΝΟΡΙΑΚΟΙ ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ
Οι εκκλησίες της Αγιάς είναι καταγραφή όλων των ναών και Μονών της κωμόπολης της Αγιάς, της Λακέειας και της Μελίβοιας. Η περιφέρεια της Αγιάς βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Κίσσαβος, που ήταν γνωστό κατά την αρχαιότητα ως όρος Όσσα, φημισμένο στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο για τα ιατρικά βότανά του και αναφερόμενο σαν «Πολυβότανος Οσσά». Η περιοχή υπάγεται στην πολιτική δικαιοδοσία του Νομάρχη της Λάρισας και την εκκλησιαστική διοίκηση του Μητροπολίτη Δημητριάδας, του οποίου η έδρα βρίσκεται στην πόλη του Βόλου. Η περιοχή απαρτίζεται από 21 χωριά για τα οποία η κωμόπολη της Αγιάς χρησιμεύει ως διοικητικό κέντρο. Η κωμόπολη της Αγιάς κείται τριάντα δύο περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης της Λάρισας και τριακόσια πενήντα επτά περίπου χιλιόμετρα από την Αθήνα. Ασφαλτοστρωμένος δρόμος συνδέει την κωμόπολη με τις πόλεις της Λάρισας και του Βόλου, καθώς επίσης και με τη θαλάσσια ακτή του Αγιόκαμπο. Υφίσταται συγκοινωνία μεταξύ της κωμόπολης και των 21 χωριών της περιοχής.
Η κωμόπολη της Αγιάς έχει περίπου εννιακόσια σπίτια και περίπου τρεις χιλιάδες κατοίκους. Η εμπορική βάσις της περιοχής βρίσκεται στην κωμόπολη της Αγιάς και είναι βοηθητική της γεωργίας της. Αρκετά ιδιωτικά ψυκτικά εργοστάσια, εργοστάσια για φλοκάτες, μία μονάδα επεξεργασίας δερμάτων, λίγα σιδηρουργεία, μια μικρή αγγειοπλαστική εταιρεία και διάφορες μικρές βιοτεχνίες εξυπηρέτησης καταναλωτών. Δεδομένου ότι η κωμόπολη με την εβδομαδιαία αγορά της (κάθε Παρασκευή) είναι το οικονομικό κέντρο της περιοχής, υπάρχει υποκατάστημα της Εθνικής, της Εμπορικής και της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. η κωμόπολη έχει επίσης Κέντρο Υγείας, οδοντιάτρους και έναν μικρό ξενώνα. Η περιοχή έχει ένα Λύκειο, ένα Γυμνάσιο, δύο δημοτικά σχολεία και δύο νηπιαγωγεία καθώς και έναν παιδικό σταθμό τα οποία βρίσκονται στην κωμόπολη της Αγιάς. Το σπουδαιότερο θησαύρισμα και καύχημα εν Πνεύματι, είναι τα δύο «Μοναστήρια της». Η ανδρώα Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία λειτουργεί πλησίον της Αγιάς και η γυναικεία Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου Ανατολής, η οποία ακμάζει στον Κίσσαβο ως αγροτοκτηνοτροφικό πολυεθνικό Κοινόβιο και εργαστήρι προσευχής και καλλιτεχνίας.
1.- ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΓΙΩΝ ΑΝΤΩΝΙΩΝ
Περιγραφή Ναού: Η χρονολογία που φέρει λίθινη με ανάγλυφους χαρακτήρες πλάκα στον ανατολικό τοίχο του κυρίως ναού εξωτερικά, είναι το έτος 1857. ωστόσο ο ναός υπήρχε κατά τα μέσα του 17ου αιώνα ως καθολικό Μονής, όπως φανερώνουν ενθυμήσεις σχετικές με τη λεηλασία της Αγιάς από Αρβανίτες (1663) και από τη χρονολογία σταχωμένου Ευαγγελίου του Ναού. Στο ρυθμό είναι βασιλική τρίκλιτη στεγασμένη εσωτερικά με καμάρα και εξωτερικά με κεραμίδια. Ο ναός έφερε ελάχιστες τοιχογραφίες στο Ιερό Βήμα και εξωτερικά πάνω από την δυτική είσοδο. Στο νάρθηκα επίσης έργα του ιερέα αγιογράφου Γεωργίου Σαμαριναίου (1856-1860). Φέρει τέμπλο γύψινο κατασκευασμένο το έτος 1875. Οι εικόνες του φιλοτεχνήθηκαν από τον Χαλκιδαίο αγιογράφο Ιωάννη Κ. Βασδέκη και χρονολογούνται επίσης στο έτος 1875 (5 Απριλίου). Παλαιότερα, προ του 1987, πριν ο ναός αγιογραφηθεί, υπήρχαν σε αυτόν αναρτημένες οι εξής εικόνες (ζωγραφική σε μουσαμά) που μεταφέρθηκαν σήμερα στον Ι.Ν. της Παναγίας της Αγιάς:
1.- Η του ελεήμονος Σαμαρείτου, έργο των Παπαμερκουρίου και Π. Γκίνη από τη Λάρισα (1934), δωρεά Αφροδίτης Αθ. Πετράκη.
2.- Η της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, έργο των Παπαμερκουρίου και Π. Γκίνη από τη Λάρισα του έτους 1919, δωρεά Νικολάου Κ. Μίχου, (ευρίσκεται στο σκευοφυλάκιο).
3.- Η της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, έργο των Παπαμερκουρίου και Π. Γκίνη από τη Λάρισα κατά το έτος 1934, δωρεά ανωνύμου.
4.- Η του Παναγίου Τάφου, δωρεά του καθηγητή της Θεολογίας Τσαφταρίδου, έργο του Χ΄΄Νικολάου, προσκυνητού του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου του έτους 1847, (ομοίως στο σκευοφυλάκιο).
Ο Ιερός Ναός τυγχάνει πανθεσσαλικής φήμης σεμνυνόμενος εις την μνήμην των θαυματουργών Αγίων Αντωνίων ταις πρεσβείες των οποίων πολλοί φρενοβλαβείς έτυχον και τυγχάνωσι ιάσεως.
Του Ναού υπάρχει λίθινο Καμπαναριό του 1862.
Διά την ιστορική πορεία της ενορίας των Αγίων Αντωνίων, Βλ. Αρχιμ. Νεκτ. Δρόσου, «Η ενορία των Αγίων Αντωνίων Αγιάς», Αγιά 2000.
Πανηγύρεις: Την 17η Ιανουαρίου και την 1η Σεπτεμβρίου (7ήμερο πανηγύρι).
Παρεκκλήσια: Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, εντός του Πνευματικού Κέντρου.
Στον Μητροπολιτικό Ναό υπάγονται οι παλαιές ενορίες:
α) Της Παναγίας (Κοίμησις). Τρίκλιτη βασιλική του 1569/70 μ.Χ. με πολλές κατά καιρούς επεμβάσεις. Εντυπωσιάσει η αρχοντική λιτότητα του καμπαναριού και η κυματοειδής απόληξη της στέγης, στη νότια πλευρά του ναού. Κειμήλιο της παλαιάς ενορίας, ο «Επιτάφιος» του 1668 μ.Χ. κεντημένος με μεταξοκλωστή και χρυσοκλωστή, ο οποίος φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο των Αγίων Αντωνίων. Συνεχείς ανακαινίσει μέχρι το 1860 και νεότερες από την 7η ΕΒΑ.
Πλάκα λίθινη με ανάγλυφα γράμματα στο πρόστυλο της Εκκλησίας που βρέθηκε – σαν λίθος της δόμησης – κάτω από το τσιμέντο της σημερινής εξωτερικής εισόδου του Ναού.
Υπάρχει εν τω Ναώ προσκυνητάριον σκαλιστόν του 1834. Εικόνα Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δωρεά Μαργαρίτου Μαγαλιού προσκυνητού του 1852. Εικόνα της Γέννησις του Χριστού του 1865.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΙ ΑΓΑΠΩΝ
ΤΕΣ ΤΗΝ ΕΥΠΡΕΠΙ-
ΑΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΤΑΥΤΑ ΤΑ ΛΑΜΠΡΑ
ΚΑΙ ΩΡΑΙΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙ
Α ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕ-
ΠΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟ-
ΚΟΥ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ-
ΣΑΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1866
ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΜΑΡ
ΤΙΟΝ 10.
Σε έγγραφο με αριθμό Θ 36/1783-29 Σεπτεμβρίου, επιστολή Μαγαλειού Χατζηγεωργίου προς Χατζηαπόστολο Παπαθεοκλήτου ο Ναός ονομάζεται «μιτόχη πολιδενδρίτικου» (Τμήμα χειρογράφων Εθνικής Βιβλιοθήκης: «Θεσσαλικά – Συνεταιρισμοί Αγιάς») σ. 49.
Πανηγύρεις: Την 15ην Αυγούστου και την 23ην Αυγούστου.
β) Του Αγίου Αθανασίου Πατριάρχου Αλεξανδρείας.
Υπήρξε ενορία από το 1700 τουλάχιστον. Ο π. Στέργιος Ζιμπής έγραψε ότι το ξυλόγλυπτο τέμπλο και οι δεσποτικές εικόνες είναι εκ του Αγίου Αντωνίου. Ετοποθετήθηκαν εις τον Άγιο Αθανάσιο το 1857 όταν εγένετο ανακαίνησις εις τον Άγιο Αντώνιο.
Ο Άγιος Αθανάσιος ανακαινίσθη το 1866. Είναι δείγμα Ναού τουρκοκρατίας με Γυναικωνίτη που φέρει τα «καφασωτά», Νάρθηκα, με βαπτιστήριον και φορητές εικόνες στην θέση των επισοβατισμένων τοιχογραφιών.
Διοικείται και συντηρείται υπό της ενοριακής επιτροπείας Αγίων Αντωνίων. Κτίσμα νέου ρυθμού απλούν και άνευ τοιχογραφιών μόνον η Πλατυτέρα των Ουρανών, ήτις, ως εικών, παριστά το Επί σοι Χαίρε κεχαριτωμένη ιστορηθείσα 1870 Απριλίου 10. Αι δεσποτικαί εικόνες και το σκαλιστόν τέμπλον φαίνεται ότι ετοποθετήθησαν εις τον άνω Ιερόν Ναόν όταν ανεκαινίσθη ο Ιερός Ναός των Αγίων Αντωνίων και τούτο εξάγεται εκ των χρονολογιών της ανακαινίσεως των Αγίων Αντωνίων 1857 και της ανεγέρσεως του Αγίου Αθανασίου 1866, η εν τη ανατολική πλευρά εντετοιχισμένη πλάξ φέρει την εξής επιγραφήν:
«Ούτος ο θείος και πάνσεπτος ιερός ναός του εν αγίοις πατρός ημών Αθανασίου του Μεγάλου και Πατριάρχου Αλεξανδρείας ανηγέρθη εκ θεμελίων εν τω σωτηρίω έτει 1866 και ετακτοποιήθη το 1867 Αρχιερατεύοντος του Πανιερωτάτου αγίου Δημητριάδος Κυρίου Δωροθέου και εφημερεύοντος του εν ιερεύσι αιδεσιμωτάτου κυρίου Βησσαρίωνος επιτρόπου δε ιεράς ταύτης εκκλησίας του αξιοτίμου κυρίου Αθανασίου Δ. Καλλίτσου δια συνδρομής των φιλοχρίστων και φιλαλήθων ορθοδόξων χριστιανών των κατοίκων της κωμοπόλεως Αγιάς και των τιμιωτάτων ενοριτών της ιεράς ταύτης εκκλησίας άξιος ο μισθός και αιωνία αυτών η μνήμη. ζωής δε γράψον εν τη βίβλω τούτους άπαντας και γε τον σον ικέτην Χρ. Ευθυμιάδην
Περιουσίαν δε κέκτηται ενός μωρεοκήπου εκτάσεως στρεμμάτων δύο περίπου.
Πανηγύρεις: Την 18η Ιανουαρίου και την 2α Μαΐου.
Ναός ανήκων εις την ενορίαν: Ο ναός του Αγίου Δημητρίου.
Ο ιερός αυτός ναός ως κτίριον παλαιόν και απλούν εν ω τελούνται κατ’ έτος δύο πανηγύρεις κατά 26 και 27 Οκτωβρίου. Διοικείται και συντηρείται υπό της ενοριακής επιτροπείας Αγίων Αντωνίων. Είναι απλός δρομικός ναός με εξωνάρθηκα στη νότια πλευρά. Ελάχιστες οι τοιχογραφίες του, ανάγονται στον 18ο αιώνα. Ο Άγιος Δημήτριος δεσπόζει ένθρονος στο τέμπλο. Περιουσίαν κέκτηται μόνον μικρόν κήπον και ενός κελλίου. Εσωτερικώς σώζονται μερικαί τοιχογραφίαι. Αι δεσποτικαί εικόνες αρχαίαι άνευ χρονολογίας.
Εξωκκλήσια: Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων. Απέναντι από την Μονή των Αγίων Αναργύρων (νεότερη Βασιλική), η οποία χρονολογείται στο έτος 1588, διασώζονται στα τοιχώματα των βράχων δύο ασκηταριά. Το χαμηλότερο αποτελείται από τρία επικοινωνούντα ναΐδρια διαμορφωμένα μέσα στην κοιλότητα του βράχου. Διατηρούν και τα τρία τοιχογραφικό διάκοσμο της βυζαντινής περιόδου και των επόμενων αιώνων της Τουρκοκρατίας (12ος -17ος αι.). Το άνω ασκηταριό της ίδιας περιόδου διασώζει ίχνη τοιχογραφιών.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ:
α) Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων. Το «Καθολικό» παλαιοτέρας Ι. Μονής που κάηκε, είναι μονόχωρος ξυλόστεγη Βασιλική με σπαράγματα τοιχογραφιών του 17ου αιώνος. Διαδέχθηκε τα ασκηταριά του 12ου αιώνος. Γνωρίζουμε ότι υπήρχε το 1588 και ανακαινίσθηκε τον 17ο αιώνα. Από τον περίβολο της Μονής σώζεται μόνον ένας διώροφος οχυρωματικός πύργος, στεγασμένος, με χαμηλό θόλο. Ανατολικά της Ι. Μονής στα τοιχώματα των βράχων σώζονται τα δύο Ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων.
Πανηγυρίζει την 1η Ιουλίου.
β) Ι.Μ. Παντελεήμονος (1292-1580). Το Καθολικό της Μονής είναι μεταβυζαντινό κτίσμα, κατάγραφο τοιχογραφιών του 17ου και 18ου αιώνος. Σταυροειδής, τετρακιόνιος με χορούς αθωνίτικου τύπου, εικάζεται ότι ανηγέρθη το πρώτον, επί Ανδρόνικου Β΄ του Παλαιολόγου -1292 μ.Χ. Η «δενδροχρονολόγηση» ξυλείας της ναοδομής εκτιμήθηκε του 1358 μ.Χ. και 1557 μ.Χ. Τα «λυπηρά» του τέμπλου (1600 μ.Χ.) φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο Αγίων Αντωνίων Αγιάς και το Καθολικό της Μονής επανεζωγράφισε το 1724 μ.Χ. ο Πελοποννήσιος μοναχός Γαβριήλ. Η Τράπεζα της Μονής τοιχογραφήθηκε το 1616. Είναι ανδρικό μοναστήρι με δύο ιερομονάχους, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Πανηγυρίζει την 27ην Ιουλίου και την 21η Νοεμβρίου.
Πνευματικό Κέντρο: Αγίων Αντωνίων, εντός του οποίου φυλάσσεται Συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων.
Κειμήλια εκ του Σκευοφυλακίου της Ενορίας των Αγίων Αντωνίων:
1. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Διαστάσεις στάχωσης: 0,325Χ0,245.
Περιγραφή: Ευαγγέλιο με βελούδινη επένδυση μαύρου χρώματος. Στην Α΄ όψη, στο κέντρο, φέρει προσηλωμένο αργυρό έλασμα σε σχήμα μεταλλίου με παράσταση της σταύρωσης. Στην β΄ όψη και στο αντίστοιχο τμήμα η παράσταση Ευαγγελιστού.
Στο πρώτο φύλλο αναγράφεται: ΘΕΙΟ ΚΑΙ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ αψηε ΕΝΕΤΙΗΣΙ, 1785
Ήτο της Ι.Μονής Αγ. Παντελεήμονος παρά Δημητρίω Θεοδοσίου του εξ Ιωαννίνων.
Το Ευαγγέλιον φέρει 256 σελ. και άλλες 148 Ευαγγελισταρίου.
«Υπό χειρός Δήμου από Ρέτσανη έτος 1666. Ετούτο το θείο Ευαγγέλιο είναι από την Αγιά από τον Άγιο Αντώνιο (διά) συνδρομής της Δημοκα».
2. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (έκδοσις Βενετίας 1811)
Περιγραφή: Ευαγγέλιο με βελούδινη επένδυση χρώματος βυσσινί. Η στάχωση φέρει επίθετα αργυρά ελάσματα που κοσμούσαν παλαιότερα βιβλία. Στις τέσσερις γωνίες μετάλλια με τα σύμβολα των Ευαγγελιστών. Στο κέντρο εικονίδιο με την παράσταση της σταύρωσης. Επάνω από αυτό εξαπτέρυγο και κάτω δικέφαλος αετός. Εκατέρωθεν του αετού δύο ζωόμορφα ελάσματα με την επιγραφή:
Το αριστερό: ΄΄ξαφαριC ΕΡΤξΗ/ΚCE. KHACTOHΠΟ/ΧΗΡ ΟCΔ/Η ΜΟ
ΑΠΟ/ΤΗ ΡΕ / ΤΑ ΝΗ/ΕΤΟ Ο/CΑΠΟΧΥ αχξξ΄΄.
Στο δεξί: C 1966 ΄΄ΕΤΟ ΤΟΙ ΘΕ/βαΓΓΕΛΗΟΝ Η/ΝιεΠΟΤΗΝ ΑΓΙ/αα
ΑΠΟΤ/ΟΝ ΑΓΗ/ΟΝ ΑΝΤ/ΟΝΗΟΝ/ ΕΝCΗΔΡΟ/ΜΗ ΤΗΨ ΔΗΜΟΚΑ/βλετξ.
Τα τέσσερα μετάλλια των συμβόλων των ευαγγελιστών ενώνονται με ελάσματα που φέρουν φυτική διακόσμηση και είναιδιακοσμημένα με ημιπολύτιμους λίθους (τρεις λίθοι λείπουν).
Στο πίσω μέρος δεκατέσσερα αργυρά εικονίδια περιβάλλουν ένα νεότερο έλασμα με παράσταση της Ανάστασης. Τα εικονίδια απ’ τ’ αριστερά προς τα δεξιά παριστάνουν: Υπαπαντή, Γέννηση, Βάπτιση, Βαϊοφόρος, Σταύρωση, Ανάσταση, Ανάληψη, Ανάσταση Λαζάρου, Υπαπαντή, Τα Άγια Τοις Αγίοις, Κοίμηση, Ευαγγελισμός, Μεταμόρφωση, Γέννηση. Τα πλακίδια είναι σμαλτωμένα, εκτός από τα 1, 8, 12 και 14, που προέρχονται από άλλα βιβλία.
Από τα σπάνια και πολύτιμα θρησκευτικά μας κειμήλια. Επιτάφιος κεντημένος με μεταξοκλωστή και χρυσοκλωστή. Παρά τη χρονολογία ςχξΗ (6668-5508=) 1168 μ.Χ., το κειμήλιο ανήκει στο έτος αχξΗ, στο 1668 μ.Χ. Διατηρείται και σήμερα στον Ι. Ν. των Αγίων Αντωνίων της Αγιάς. Προλερχεται από τον Ι. Ν. της Παναγίας της Αγιάς σύμφωνα με μια παλαιότερη καταγραφή των κειμηλίων που έγινε από τον παπά Στέργιο Ζιμπή. Η επιγραφή:
ΕΝΕΤΗ Ε ςχξΗ
ΜΝΙςΙΤΙ ΗΜΟΝ ΚU
EN TI BACV-ΛVACOVTI ΔV-ΛVCOV
ΑΝΑςΑCVA
Δηλαδή «Εν έτει ςχξη (αλλά: αχξη) Μνήσθητι ημών Κύ(ριε) εν τη βασιλεία σου τη δούλη σου Αναστασία». Η αναφερόμενη Αναστασία αφιέρωσε – και ίσως κέντησε η ίδια – αυτόν τον επιτάφιο στο ναό της Παναγίας της Αγιάς.
Σταυρός αγιασμού
Διαστάσεις: 0,29Χ0,096Χ0,091
Διάμ. Βάσης Χ0,028μ.
Περιγραφή: Ο σταυρός έχει ξυλόγλυπτο πυρήνα. Στη μία όψη, στο κέντρο εικονίζεται η Σταύρωση. Στην κάθετη κεραία η Ανάληψη, η Πεντηκοστή και η Σταύρωση, ενώ στην οριζόντια η εις Άδου Κάθοδος και η Βαϊοφόρος. Στην άλλη όψη, στο κέντρο η Γέννηση. Στην κάθετη κεραία ο Ευαγγελισμός, η Μεταμόρφωσις, η Έγερση του Λαζάρου και στην οριζόντια η Υπαπαντή και η Βάπτιση.
Ο Σταυρός φέρει αργυρή επένδυση με συρματερά και σμάλτα, μπλέ και πράσινου χρώματος, καθώς και ημιπολύτιμους λίθους. Στη λαβή φέρει πλοχμό από συρματερά και στην κορυφή η λαβή επιγραφή, στην οποία αναγράφεται:
΄΄ΔΙΑ CΙΔΡΟΜΗC ΜΑ/ΠΚΙΡCAΦΥ
ΡΙCΙΟΥ/ΧΡΙΣΟΔΟΛΟΥ/ ΕΤΟΥΣ
ΜΡ (1643)/ καταφιμΡΟΘΗΚΗΛ/ΥSITI
ΠΑΝΑΓΙΑ/ΤΙΝ ΑΓΙΑ/ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ
ΦΟ/ΡΙΠΕΡΓΗ ρα/ΣΤΟ ΚΙΝΟΒΙΟ….
Διατήρηση: Ο ξύλινος πυρήνας έχει καταστραφεί.
Έντυπα χαρτώα εκ του Σκευοφυλακίου
της Ενορίας των Αγίων Αντωνίων Αγιάς
Το πρώτο καθ’ αυτό ελληνικό τυπογραφείο στην Βενετία ίδρυσαν ακριβώς στο τέλος του 15ου αιώνα 1499 οι Κρητικοί Ζαχαρίας Καλλιέργης κα Νικόλαος Βλαστός.
Στο τέλος του 16ου αιώνα ο Χιώτης Εμμανουήλ Γλυζούνης με τους τυπογράφους Giuliani και Ζanetti (1586-1590) συνεργάζονται (Έλληνας λόγιος και Ιταλοί τυπογράφοι επιχειρημαίες Χριστόφορος και Πιέρρος Ζανέτος;) τυπώνοντας κατεξοχήν θρησκευτικά βιβλία και μάλιστα για χρήση των εκκλησιών της ορθόδοξης Ανατολής.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΙΕΡΟΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τετύπωται Ενετίησιν παρά τοις κληρονόμοις πέ-
τρου του Τζαννέτου. αναλώμασι τοις αυτών,
επιμελεία δε και επιδιορθώσει, Διονυσίου ιερο-
μονάχου του κατηλιανού μαθητού του πανιε-
ρωτάτου και σοφωτάτου Φιλαδελφείας
κυρίου Γαβριήλ περιέχον και τα των
ευαγγελίων κεφάλαια. ς τον σκοπόν
καθεκάστου κεφαλαίου άτινα ούχ’
υπήρχον εν τοις προτυπωθείσιν
ευαγγελίοις, ως και εν
τω πίνακι δείκνυται.
Έτει από της ενσάρκου
οικονομίας αφπ΄θ΄(1599)
Ετούτο το παρόν εβαγκέληον το αγόρασε ο δήμος της ευγενούς και το επροσίλοσε εις την Παναγήα διά ψυχική του σοτιρία και ύτης το αποξενόσι να έχη τας αράς τον τριακοσίον δέκα κε οκτό θεοφόρον πατέρον και την παναγία μου αντίδικον
νεόφητος ιερομόναχος
και πνευματικός
2.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Είναι τρίκλιτη μεταβυζαντινή βασιλική, ξυλόστεγη, η οποία στα ανατολικά απολήγει σε τρεις αψίδες, μια πεντάπλευρη στη μέση και δυο ημικυκλικές στα πλάγια. Ο ναός είναι ένας από τους αρχαιότερους μεταξύ εκείνων που διασώθηκαν εντός του οικισμού της Αγιάς. Τη νότια κόγχη της ανατολικής πλευράς του σημερινού κτιρίου (διακονικό), είναι φανερό ότι την αποτελεί βυζαντινός ναΐσκος του 13ου-14ου αιώνος μ.Χ. (εποχή Παλαιολόγων). Φέρει αξιόλογη κεραμοπλαστική διακόσμηση, την οποία ανεπιτυχώς επιχείρησαν να μιμηθούν οι τεχνίτες που εκτέλεσαν τις εργασίες της διαπλάτυνσης του ναού στα μέσα του 18ου αιώνα.
Στις αρχές του 18ου αιώνα (1706) προσαρτήθηκε στη νότια πλευρά του βυζαντινού ναΐσκου, στο ανατολικό τμήμα, ο μικρός ναΐσκος των Αγίων Αναργύρων, μετόχι πιθανότατα της ομώνυμης Μονής της Αγιάς ο οποίος είναι τοιχογραφημένος. Διαπλατύνθηκε και διαμορφώθηκε σε τρίκλιτη βασιλική, όπως σώζεται σήμερα, κατά το έτος 1749, επί επισκόπου Δημητριάδος Θεοκλήτου Β΄. Φέρει τοιχογραφικό διάκοσμο του 18ου αιώνος, έργο στο μεγαλύτερο τμήμα του του αγιώτη αγιογράφου Θεοδώρου Ιερέως κάτω από τον οποίο υπάρχει παλαιότερο στρώμα που πιθανότατα είναι το αρχικό Βυζαντινόν.
Στη βορειοδυτική γωνία εξωτερικά φέρει πενταόροφο καμπαναριό.
Πανηγύρεις: 23η Απριλίου ή Β΄ Διακαινησίμου.
Παρεκκλήσια: Αγίων Αναργύρων με τοιχογραφίες του 1709.
Εξωκκλήσια: Θεωρούνται η Ι.Μ. Αγίας Τριάδος και η Ι.Μ. Αναλήψεως.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ:
α) Ι.Μ. Αγίας Τριάδος: Μονόκλιτη βασιλική με δύο εσωτερικές κόγχες ανατολικά. Καθολικό Μονής χτισμένο το 1630 επί Καλίστου αρχιερέως. Περιέχει τοιχογραφίες του 1715 Ιωαννικίου Δημητριάδος, αλλά και του 1609 στην κόγχη πάνω από την είσοδο, όπου η Φιλοξενία του Αβραάμ «δέησις Ιωάννου και Σεραφείμ». Βρίσκεται στα βόρεια της Αγιάς, ανατολικά του υψώματος «Παλαιόκαστρο».
Πανηγυρίζει του Αγίου Πνεύματος.
β) Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων: Οι ρεαλιστικές, εκφραστικές, λεπτομερείς αλλ’ ουχί φλύαρες τοιχογραφίες του αγιώτη αγιογράφου Θεοδώρου Ιερέως (1756) ιστορούν πλήρως τον μικρό τούτο μονόχωρο δρομικό ναό. Στην Αγιά αναφέρεται κατά το 1569/70 Ι. Μονή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, σε Τούρκικα κατάστιχα απογραφής. Η σωζόμενη επιγραφή ιστορήσεως του Ναού, αναφέρει: «Ιερατεύονταις δε εν τη Μωνί ταύτι αλεξάνδρου». Πανηγυρίζει την 29η και 30η Ιουνίου.
γ) Ι.Μ. Αναλήψεως: Η Ι.Μ. Αναλήψεως είναι κτίσμα του 1896. διαδέχθηκε το παλιό Μοναστήρι που κάηκε το 1866. Πανηγυρίζει την Πέμπτη Αναλήψεως.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
α) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (γνωστός ως Κοινόβιο).
Περιγραφή Ναού: Επιμήκης ναός του τύπου της μονόχωρης δρομικής βασιλικής, με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στις αρχές του 18ου αιώνος. Διαπιστώθηκε η ύπαρξη και δεύτερου στρώματος τοιχογραφιών. (στον εξωνάρθηκα του ναού αφιέρώθηκε το ετος 2004 παρεκκλήσιον εις τιμήν του Οσιομάρτυρος Αγίου Εφραίμ Νέας Μάκρης).
Πανηγύρεις: 6 Δεκεμβρίου.
β) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Περιγραφή Ναού: Μονόχωρο δρομικό ναΐδριο. Βρίσκεται νοτιοδυτικά και σε μικρή απόσταση από τον Ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου. Διασώζει αρκετά αξιόλογα στοιχεία (αρχιτεκτονικά και τοιχογραφίες). Πρόσφατα (2006) ευρέθη τάφος κάτωθεν του δαπέδου ψηφιδωτό τμήμα και αγγεία πήλινα. Υπάρχει πληροφορία ότι υπήρχε μετόχι της Ιεράς Μονής της Παναγίας του Κύκκου: «Ταύτης υπήρχε μετόχιον παρά το ναΐδριον της Αγίας Παρασκευής, το οποίον εζωγράφισε ζωγράφος, ο οποίος ωνομάζετο – Ζωγράφος Θεσσαλός του ποτέ Μιχαήλ Αποστόλη – «Θεσσαλ. Χρονικά» Τομ. Ε΄ 1936, σ. 242 Αρχείον Ιστορικόν Μ. Δάλλα, υποσημ. (1).
Στο μετόχιο αυτό βρέθηκαν τεμάχια λιθογραφίας των τοιχογραφιών της Ιεράς Μονής του Κύκκου. Πληροφορία χρονολόγησης τοιχογραφιών του Ναού από χειρόγραφο του Θ. Χατζημιχάλη, (σ. 47), «ότι έγιναν το 1642 αρχιερατεύοντος Δημητριάδος Γρηγορίου». Εσχάτως (Φεβρουάριος 2007) εις εργασίας αρμολογήσεως εξωτερικής τοιχοποιΐας ευρέθη στην νότια πλευρά χρονολόγησις αγιογραφίας σε υπέρθυρο με το έτος 1584.
Πανηγύρεις: 26η Ιουλίου.
γ) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ (παλαιά ενορία)
Περιγραφή Ναού: Τρίκλιτη Βασιλική; (1650). Ενοριακός ναός παλαιότερα. Ανακαινίσθηκε το 1832 και έλαβε «σύγχρονη» μορφή το 2006 όταν αφαιρέθηκε το παλαιό τέμπλο και επικαλύφθησαν οι ελάχιστες τοιχογραφίες του Ιερού με «καλύτερες»της εποχής μας.
Πανηγύρεις: Σάββατο της Α΄ εβδομάδας των Νηστειών και την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
δ) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ του ΝΕΟΥ του εν Βουναίνης (Κερασάς)
Περιγραφή Ναού: Υπήρξε ο ενοριακός Ναός και ταυτόχρονα μητροπολιτικός μέχρι τη δεκαετία του 1870. Διέθετε και επισκοπείο δια τον εκάστοτε Δημητριάδος.
Ο Ναός σήμερα έχει τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής, που απολήγει στα ανατολικά σε τρεις ημικυκλικές εξωτερικώς αψίδες. Τη μορφή αυτή την απέκτησε ο Ναός κατά το 1890. ο παλαιότερος Ναός, άγνωστο ποιας μορφής, υπέστη ζημιές κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Διασώζονται μόνο στο Ιερό Βήμα λίγες τοιχογραφίες, οι οποίες μπορούν να τοποθετηθούν χρονολογικώς στον 16ο αιώνα. (Κατά τον Θεόδωρο Χατζημιχάλη στο έτος 1585). Διατηρούνται ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά τμήματα ενός βυζαντινού κτίσματος (αρχές καμαρών και οικοδομικά στοιχεία στο κάτω ορατό τμήμα της κεντρικής αψίδας του ναού εξωτερικά).
Στο εσωτερικό του ναού, εκτός των λίγων τοιχογραφιών, διασώζεται και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο κοσμούσε το Ναό των μεταβυζαντινών χρόνων. Έχει συμπληρωθεί αριστερά και δεξιά, για να καλύψει το σημερινό πλάτος που δόθηκε στο κτίριο κατά την εκ νέου ανέγερσή του το 1890. Από τις εικόνες του τέμπλου διατηρούνται αρκετές του 18ου αιώνος. Υπάρχουν ακόμη και αρκετές εικόνες ζωγραφισμένες από τον Νικαιώτη ζωγράφο-αγιογράφο Νικόλαο Αργυρόπουλο και μια του γιου του Γεωργίου Ν. Αργυρόπουλου.
Στη Ν.Α. γωνία του Ιερού υπάρχει διώροφο εξάπλευρο κωδωνοστάσιο, χτισμένο το 1897. Επιγραφή αναφέρει ως χρόνο ανέγερσης του Ναού το 1500 μ.Χ.
Στα λίγα εκκλησιαστικά βιβλία, τα οποία βρίσκονται σε κακή κατάσταση, διασώζονται αρκετές πολύτιμες για την τοπική Ιστορία σημειώσεις – «ενθυμήσεις» των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Πανηγύρεις: Την 9η Μαΐου.
3.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Περιγραφή Ναού: Παλαιός ναός. Ανακαίνιση 1860 και 1969. Βασιλική σταυροειδής μετά τρούλου.
Πανηγύρεις: 1η και 7η Ιανουαρίου, 12 Δεκεμβρίου εις τιμήν και μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνος, 1η και 29η Αυγούστου, Τρίτη ημέρα του Πάσχα.
Παρεκκλήσια:
1ο.- Αγίων Οσιομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης όπου φυλάσσονται τα ιερά λείψανα των Αγίων, (σύγχρονος Ναός).
2ο.- Παναγίτσα με τοιχογραφίες πιθανότατα του τέλους του 17ου ή αρχές 18ου αιώνος.
3ο.- Χριστού με τοιχογραφίες πολύ καλής τέχνης, αναφέρεται το 1620. (Χριστός του 17ου αιώνα –τοιχογραφίες των αρχών του 18ου αιώνα, +- 1724). Καθολικό μεγάλης μονής μέσα στον οικισμό της Αγιάς αναφέρεται σε έγγραφα του έτους 1620. Διασώζει ελάχιστες τοιχογραφίες του 18ου αιώνος.
Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Κυρίλλου Λούκαρι (Νοέμβριος 1620). Αφορά στα δικαιώματα της Ι. Μονής του Σωτήρος Χριστού «κατά την τοποθεσίαν της Αγίας», το σημερινό δηλαδή εκκλησάκι του Χριστού της Αγιάς.
Εξωκκλήσια:
α) Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου. Πανηγυρίζει την 2αν Μαΐου.
β) «Σωτηρίτσα» -Ζωοδόχου Πηγής. Πανηγυρίζει την Παρασκευή της Διακαινησίμου.
Ι.Ν. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ (παλαιά Ενορία)
Περιγραφή Ναού: Μονόχωρη επιμήκης βασιλική, καταλήγει εξωτερικά σε πεντάπλευρη εξωτερικά αψίδα. Ο ναός ιστορήθηκε το 1653 από ανώνυμο αξιόλογο αγιογράφο με προσηρτημένο το παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων (τοιχογραφίες του 1656).
Πανηγύρεις: Την 6η Αυγούστου, 1η Νοεμβρίου, 1η Ιουλίου και την 9η Νοεμβρίου.
Παρεκκλήσια: Παραπλεύρως συναπτόμενο του Ναού του Σωτήρος, ο Ναός των Αγίων Αναργύρων.
Ι. Ν. ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ (μεταξύ Λυκείου και Πυροσβεστικής).
α) ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (Γεννέσιο)
Περιγραφή Ναού: Ευρίσκεται επί της επαρχιακής οδού Αγιάς-Μελιβοίας. Έχουν ευρεθεί πέριξ του Ναού βυζαντινά στοιχεία. Ανακαινίσθηκε το 1754 και πρόσφατα το 1980.
Πανηγύρεις: Την 24η Ιουνίου.
β) ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Έχει στοιχεία του 17ου αιώνος. Ανακαινίσθηκε στα τέλη του 18ου αιώνος. Ελάχιστα τοιχογραφικά κατάλοιπα στο Ιερό Βήμα.
Πανηγύρεις: Την 20η Ιουλίου.
γ) Ι. Μ. ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ
Περιγραφή Ναού: Ευρίσκεται επί της επαρχιακής οδού Αγιάς-Μελιβοίας και χρονολογείται από το 1569/70.
Πανηγύρεις: Την 8η Νοεμβρίου.
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Περιγραφή Ναού: Τρίκλιτη Βασιλική με δίρριχτη στέγη και αποτμήσεις στις δύο στενές πλευρές, έχει πυργοειδές κωδωνοστάσιο. Σύμφωνα με τις πηγές υπήρχε τον 17ο αιώνα ως δισυπόστατος ναός Αγίας Παρασκευής και Αγίου Σπυρίδωνος. Επεκτάθηκε και αγιογραφήθηκε από χιοναδίτες αγιογράφους το 1843 και 1852. διαθέτει θαυμάσιας τεχνικής ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Πανηγύρεις: Την 26η Ιουλίου.
Παρεκκλήσια: Αγίας Τριάδος, πανηγυρίζει του Αγίου Πνεύματος.
1. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (1763;)
Το καθολικό είναι τρίκλιτη Βασιλική, ξυλόστεγη με υπερυψωμένο γυναικωνίτη. Τοιχογραφήθηκε το 1797 από τον ιερομόναχο Κωνσταντίνο (Σελιτσανιώτη). Ελάχιστα τμήματα των κελλιών σώζονται. Το τέμπλο (1794) είναι έργο ντόπιων ξυλογλυπτών (Κωνσταντής και Δημήτρης) από το Μεγαλόβρυσο. Αρχικά το καθολικό ήταν ένας μικρός ναΐσκος που ενσωματώθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στο νέο Ναό, του οποίου αποτελεί τη βόρεια κόγχη στο ανατολικό του τμήμα. Εξωτερικά ο Ναός ήταν κατάγραφος στη βόρεια πλευρά. Διασώζονται οι τοιχογραφίες των Αγίων Δημητρίου και Γεωργίου.
Εις επιγραφή του έτους 1797 που ευρίσκεται εσωτερικά στο υπέρθυρο της βόρειας εισόδου του Καθολικού της Ι. Μ. Εισοδίων της Θεοτόκου Μεταξοχωρίου, αναφέρεται ο ιερέας Γραμμένος ως ένας από τους συνδρομητές για την ιστόρηση του καθολικού ο οποίος ήταν πατέρας του Αγιώτη Πρωτοσυγκέλλου και προσκυνητή του Παναγίου Τάφου Ιερομονάχου Ιωακείμ.
Πανήγυρις: Την 15η Αυγούστου.
2. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Τρίκλιτη Βασιλική. Τοιχογραφήθηκε από τους χιοναδίτες αγιογράφους που εργάσθηκαν στην Αγία Παρασκευή κατά τα έτη 1843-1852 κατά την επέκταση του ναού. Ο ναός ήταν ήδη γνωστός από το 1663.
Το Καθολικό της Μονής είναι τρίκλιτη Βασιλική με δίρριχτη στέγη και υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος. Ανηγέρθη το 1663 μ.Χ. και στολίστηκε με τέμπλο σκαλιστό. Το 1715 μ.Χ. ζωγράφισε τις εικόνες ο Αρτινός μοναχός Αρσένιος. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο ναός επεκτάθηκε και απέκτησε καινούριο ζωγραφικό διάκοσμο από τους Χιοναδίτες (της Ηπείρου) Μιχαήλ Ζήκο και την συντροφιά του (1843-1852). Οι Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου εκλάπησαν το 1979.
Πανήγυρις: Την 23η Απριλίου.
Ι. Ν. ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Ευρίσκεται στον αύλειο χώρο της Μονής.
3. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ (1713);
Το Καθολικό της Μονής χρονολογείται στόν 18ο αιώνα. Στους μοναχούς της μονής αυτής οφείλεται και το σωζόμενο σήμερα τμήμα από τις λιθόκτιστες καμάρες που χρησίμευαν για να στηρίζουν τους σωλήνες (κιούγκια) που μετέφεραν το νερό στο χώρο της Μονής από την πηγή «παπά Αλεβίζη». Ο ναός ανακαινίσθηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα(1880/90). Με την τελευταία δυστυχώς ανακαίνιση έχασε κάθε στοιχείο φιλοκαλίας.
Πανήγυρις: Την 20η Σεπτεμβρίου.
Παρεκκλήσια: Των Αγίων Αναργύρων, είναι του 17ου αιώνος και μετόχι της Μονής των Αγίων Αναργύρων Αγιάς. Πρόσφατα συντηρήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
γ) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ (Κοιμητηριακός)
Σύγχρονος ναός ο οποίος εγκαινιάσθη υπό του Μητροπολίτου Αυλώνος κ. Χριστοδούλου εν έτει …………..
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
α) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Περιγραφή Ναού: Είναι νέος ναός (1900) στη θέση του παλαιού. Είναι μουσειακός ναός όπου φυλάσσονται εικόνες μεγάλης αξίας. Από τον παλαιό Άγιο Νικόλαο (1641 ή 1646) διασώζεται τμήμα του νάρθηκα με υπολείμματα τοιχογραφιών όπως η Ρίζα του Ιεσσαί στον βόρειο τοίχο, η Δευτέρα Παρουσία στον ανατολικό τόιχο, τα οποία χρήζουν σωστικής επεμβάσεως.
Πανηγύρεις: Την 6η Δεκεμβρίου.
Παρεκκλήσια: Του Αγίου Χαραλάμπους, πανηγυρίζει στις 10 Φεβρουαρίου και βρίσκεται στον αύλειο χώρο, (1778 μ.Χ.), εφάπτεται με τον παλαιό Άγιο Νικόλαο και απετέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος της 7ης ΕΒΑ. Αφαιρέθηκαν και συντηρήθηκαν τοιχογραφίες οι οποίες επεστράφησαν σε πλαίσια το καλοκαίρι του 2006.
β) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Περιγραφή Ναού: Είναι των μέσων του 17ου αιώνος (1641). Ιστορήθη με καλής τέχνης αγιογραφίες από ζωγράφους εκ Λινοτόπι Καστοριάς, όπως διασώθηκε σε τμήμα του τέμπλου: «Νικόλας από χώρα Λινοτόπι». Ο Ναός επεκτάθηκε προς τα βόρεια και δυτικά το 1835 ενώ οι καμάρες που βρίσκονται στα δυτικά του, προστέθηκαν το 1875. Ανακαινίσθηκε κατά τον 19ο αιώνα.
Πανηγύρεις: Την 20η Ιουλίου.
ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Περιγραφή Ναού: Βασιλική του 18ου αιώνος.
Πανηγύρεις: Την 30η Ιουνίου.
ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Είναι πρόσφατα κτισμένο και ευπρεπισμένο.
Πανηγύρεις: Την 23η Απριλίου.
ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Περιγραφή Ναού: Ευρίσκεται στην είσοδο του χωριού και είναι κτίσμα του 2007.
Πανηγύρεις: Την 26η Ιουλίου.
ΑΝΑΒΡΑ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Ναός του 19ου αιώνος. Οι εικόνες του τέμπλου φιλοτεχνήθηκαν το 1872-1885.
Πανηγύρεις: Την 18η Ιανουαρίου και την 2α Μαΐου (ανακομιδή).
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
1.- Αγίας Οσιομάρτυρος Παρασκευής, πανηγυρίζει την 26 Ιουλίου
2.- Αγίου Μοδέστου, στο συνοικισμό Πρινιάς, πανηγυρίζει την 18 Δεκεμβρίου και 15 Μαΐου (του Αγίου Αχιλλείου).
Λειτουργεί Πνευματικό Κέντρο εις την πλατεία του χωριού.
ΑΕΤΟΛΟΦΟΣ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Περιγραφή Ναού: Μεσοβυζαντινή ξυλόστεγη τρίκλιτη Βασιλική χωρισμένη με πεσσοστοιχίες σε τρία κλίτη. Είναι κτισμένη σε θεμέλια παλαιοχριστιανικού ή Βυζαντινού Ναού. Διακρίνονται εντοιχισμένα αρχαία, παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά (1362 μ.Χ.) αρχιτεκτονικά μέλη. Σώζεται στο Ιερό επισκοπικό σύνθρονο. Γνώρισε συνεχείς επισκευές κατά τον 17ο και 19ο αιώνα. Στο τελευταίο ανήκουν οι λιγοστές τοιχογραφίες του Ναού που διεσώθησαν.
Με το Ναό έχουν ασχοληθεί διεξοδικά σε μελέτες τους ο Νικ. Γιαννόπουλος παλαιότερα και στα χρόνια μας ο Νικ. Νικονάνος. Είναι δρομικός τρίκλιτος Ναός (Βασιλική) με τοιχογραφίες του 1820 και 1859. Το μνημείο έχει υποστεί πολλές μετατροπές κατά τη διάρκεια της πορείας του. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ο υπάρχων βυζαντινός ναός χτίστηκε στο σχέδιο και στο μέγεθος μιας άλλης χριστιανικής βασιλικής και σε μια άλλη φάση, κατά την οποία έπαθε ζημίες, επισκευάσθηκε κατά τον 11ο αιώνα. Φέρει δύο στρώματα τοιχογραφιών, του 17ου και του 19ου αιώνος, της γ΄ φάσης του.
Ο επισκοπικός θρόνος, ο οποίος βρίσκεται στην κόγχη του Ιερού Βήματος, έδωσε την ευκαιρία στο Γερμανό Μαυρομάτη να ταυτίσει το ναό αυτό με το ναό της Θεόπαιδος, ο οποίος αναφέρεται, σε έμμετρη επιγραφή του 11ου αιώνος, ότι κτίσθηκε ή απόκτησε στέγη από το βυζαντινό αξιωματούχο Ευστάθιο. Ο ναός, ο βυζαντινός, κτίσθηκε κατά το Νικ. Νικονάνο στον 11ο αιώνα.
Παραθέτουμε τη μοναδική γραπτή αρχαιολογική μαρτυρία για την πόλη Βέσαινα. Την αντέγραψε ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης από τον κατάλογο της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς και την ενσωμάτωσε σε χειρόγραφό του σχετικό με τον Όσιο Συμεών από το Βαθύρεμα της Αγιάς. Το χειρόγραφό του δεν δημοσιεύθηκε όσο ο ίδιος ζούσε και έτσι ως πρώτη δημοσίευση της εγγραφής παρουσιάζεται αυτή του Νικ. Γιαννόπουλου.
Η επιγραφή είναι η ακόλουθη:
+ΚΑΛΛΙΠΟΝΩΝ ΙΔΡ[Ω]
ΤΟC APICTEIHCI MOΓ(ΩΝ) (ή ΜΟΓΗΣΑΣ)
ΟΝ ΚΑΤΑΜΑΡΨΟΝ ΙΕΡΟΝ ΤΗS
ΘΕΟΠΑΙΔΟC ΥΠΕΡΘΕΝ
ΕΥCTAΘΙΟC TEYΞΕ
ΤΕΓΕΟΝ ΟC ΛΑΧΕΝ ΑΓ (103)
ΕΙΝ ΓΑΙΑΝ
ΤΗΝΔΕ ΒΕCAINHC KY
ΔΑΛΙΜΟC ΠΡΩΤΟCΠΑΘ[ΑΡΙΟΣ]
Ο ναός κατά τον 17ο αιώνα ανακαινίσθηκε και απόκτησε τοιχογραφίες, για να υποστεί στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα μετατροπές και να αποκτήσει το στρώμα των τοιχογραφιών, το οποίο σώζεται αρκετά αλλοιωμένο σήμερα. Η επιγραφή, η οποία μαρτυρεί την επέμβαση στο κτίριο και στην εικονογράφηση, δημοσιεύθηκε από τον Νικ. Γιαννόπουλο και είναι η ακόλουθη:
+Ανηγέρθη και ανιστορήθη ο θυίος ουτος και πάνσεπτος ναός / της
Πανευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημον Θεοτόκου και Α[ει]παρθένου
Μαρίας, ονόματι Κοίμησις, αρχιερατευόντον τον πανιεροτάτον / κε
λογιωτάτον Κοιρίου Κοιρίου Αθανασίου. Εβρισκόμενη υερεις Ιω. ιερέας,
Θεοδοσίου εν κώ – / μη εν κόπον ………… διά συνδρομής ……….»
Στα 1859 ιστορήθηκε ο νάρθηκας από το σαμαρινιώτη ιερέα Γεώργιο. Το δηλώνει η επιγραφή η οποία σώζεται στο υπέρθυρο της εισόδου στον κυρίως ναό, στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα. Την επιγραφή δεν την είχε δημοσιεύσει ο Νικ. Γιαννόπουλος. Είναι η ακόλουθη:
«ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΙΕΡΕΟS KAI OIKONOMOY ………….. / KE THΣ ΠΡΕSBITEPIS AUTOU ΣΜΑΡΑΗΔΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΩΝ Κ(ΥΡΙΟΥ) ΔΩΡΟΘΕΟΥ / εν ετει 1859 Δ.Κ. / Β. 17 χειρ ιερεος Γεωργίου Σ.Μ.Ρ.Ν.»
Στο ιερό, δεξιά και πάνω από το τόξο της εισόδου, που οδηγεί στην πρόθεση, υπάρχει η χρονολογία της ιστόρησης του Ιερού:
«Ι(ΣΤ)ΟΡΗΘΙ ΤWΙΕΡΟΝ / ΕΝΕΤΗ 1822»
Οι εργασίες οι οποίες έγιναν τα τελευταία χρόνια για την επισκευή του ναού βοήθησαν να τονιστούν τα βυζαντινά του στοιχεία, δεν έχουν όμως, προχωρήσει στη συντήρηση των τοιχογραφιών της νεότερης εποχής, οι οποίες καλύπτουν με τη σειρά τους ένα άλλο στρώμα τοιχογραφιών της εποχής του 17ου αιώνος.
Πανηγύρεις: Την 15η Αυγούστου.
Παρεκκλήσια:
Ναοί ανήκοντες στην Ενορία:
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ του εν Βουναίνης
Περιγραφή Ναού: Μνημείο του 18ου αιώνος με μεταγενέστερες επεμβάσεις και τοιχογραφίες του 1820/22.
Οι μόνες πληροφορίες που έχουμε προέρχονται από τον Ν. Γιαννόπουλο, ο οποίος έγραψε σε μικρό του δημοσίευμα ότι κατάγραψε κατά την επίσκεψή του στο χωριό στα 1934. Η επίσκεψή του στον Αετόλοφο ήταν και βιαστική και οπωσδήποτε όχι ευχάριστη. Για τον ίδιο το ναό δεν μας άφησε πολλά στοιχεία. Του χρωστάμε τη διάσωση της επιγραφής του ναού, η οποία πια δεν υπάρχει. Την αναδημοσιευουμε για να τη σχολιάσουμε.
« – ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΥΟΣ ΟΥΤΩΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΔΟ / ΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΩΝ ΠΑΝΙΕΡΟΤΑΤΟΝ ΚΕ ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΗΜΩΝ ΔΕ ΑΥΘΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ / ΚΟΙΡΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ. ΟΙ ΔΕ ΕΒΡΙΣΚΟΜΕΝΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ / ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΙΕΡΕΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΙΕΡΕΟΣ ΚΕ ΠΡΟΕΣΤΟΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΖΑΓΓΛΗ νάσιος Παπαγεωργίου / Συνδρομή της Δανιλακοις. Πήτροπος Μήτρος Παλπάγας. Εν έτει 1820 Νοεμβρίου 8, κε παρ’εμού ευτελούς χήρ Κωνσταντή Μουσελιτσανιώτη».
Πρώτα-πρώτα μαθαίνουμε ότι ζωγράφος του ναού ήταν ο καλόγερος από το χωριό Σελίτσιανη της Αγιάς, τη σημερινή Ανατολή, Κωνσταντίνος, γνωστός στην περιοχή από παλαιότερη ιστόρηση τηςε μοναστηριακής εκκλησίας, του καθολικού της Μονής των Εισοδίων στο Μεταξοχώρι της Αγιάς. Η κατάληξη επομένως της επιγραφής πρέπει να πάρει την επόμενη μορφή: «…… χηρ Κωνσταντή Μον[αχού] σελιτσανιώτη». Αυτός είναι ο αυτοχαρακτηριζόμενος, κατά τη συνήθεια των καλογέρων, «ευτελής». Η λέξη «Δανιλάκοις» είναι βέβαια γένους αρσενικού υποκοριστικό του Δανιήλ -> Δανιηλάκης -> Δανιλάκης. Για το λόγο αυτό οι δύο λέξεις, «Συνδρομή της» πρέπει να νοηθούν ως μια, στη λέξη «Συνδρομητής».
Αξιόλογη μας είναι η ιδιότητα των δυο ανδρών, του Νάσιου Παπαγεωργίου και του Τριαντάφυλλου Ζαγγλή. Μετά τη φυγή του Βελή, στα 1819, από τη Δέσιανη, στην ταραγμένη περίοδο της προσπάθειας των σουλτανικών στρατευμάτων να λυγίσουν τη δύναμη του Αλή, βρήκαν οι ντόπιοι την ευκαιρία να εκλέξουν τους προεστώτες τους. Ο Βελής είχε ήδη από τις 20 Αυγούστου του 1820 παραδοθεί στους Τούρκους. Δεν είναι και τυχαίο ότι όλες οι διατηρούμενες εκκλησίες του χωριού ιστορήθηκαν και πάλι στο διάστημα 1820-1822, όπως θα διαπιστώσουμε παραθέτοντας και τα στοιχεία για τους υπόλοιπους ναούς.
Εκτός από την παρατήρηση, που ισχύει για τους τρεις ναούς για τους οποίους παραθέτει στοιχεία ο Ν. Γιαννόπουλος, ότι δηλ. είναι «παλαιοί, υποστάντες μεταγενεστέρας ανακαινίσεις», δεν δίνονται στο δημοσίευμα άλλες πληροφορίες. Ο ναός είναι καθολικό μονής, μονόκλιτος με νάρθηκα. Πρίν μπούμε στο ναΐσκο, στην κόγχη, πάνω από το υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, πλάι στη μορφή του αγίου Νικολάου διαβάσαμε την επιγραφή.
«Ο Αγιος Νικόλαος ο νέος
δέησις του δούλου του
θειου Δημητρίου
Ζαχαράκη
1821»
Σε παρακείμενη, νότια του ναού, βρύση, η οποία «ανακαινίστηκε» με αρκετό τσιμέντο στα 1972, οι τεχνίτες είχαν την καλή έμπνευση να διατηρήσουν εντοιχισμένη, προξενώντας ελάχιστη ζημία, μια επιγραφή σχετική με μια άλλη ανακαίνιση της βρύσης στα 1831:
1831 | ΜΑΡΤΙΟΥ | Α ΕΚΑΙΝ[ΟΥ] | ΡΓΟΘΗ |
1 ΣΤΕΡΝΑ | ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΡΥΣΙ | ΣΤΟ ΔΕΞΙΟΝ | ΜΕΡΟΣ |
…………….. | ……… ΠΙΗΤΗΣ | ΘΕΟΔΟΣΙΣ» |
Προχωρώντας στο εσωτερικό του ταπεινού ναΐσκου, εκτός από λίγες τοιχογραφίες, οι οποίες γλίτωσαν από το επίχρισμα του ασβέστη, μια επιγραφή μικρή μας διασώζει τη χρονολογία της ιστόρησης του νότιου τοίχου:
«1822
Φε[β]ρο[υ]αρ[ίου]
26»
Στο Ιερό, στην Προσκομιδή, σε κακοπαθημένο τρίπτυχο, συναντήσαμε ένα πλήθος ονομάτων ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών και μοναζουσών, και λαϊκών συνδρομητών του ναού ή «κεκοιμημένων» για μνημόνευση, τα οποία στον ονοματολόγο θα φανούν, πιστεύουμε πολύ χρήσιμα. Αντιγράφουμε από το τρίπτυχο αυτό, το οποίο φέρει στην επίστεψη την εικόνα του αγίου Νικολάου του νέου, δεξιά του παρατηρητή τη σελήνη προσωποποιημένη και τον ήλιο αριστερά, την ακόλουθη μικρογράμματη επιγραφή:
«ανιστορίθη η πρό
θεσις αυτή του αγιου οσιο
μάρτυρος νικολάου του νέου
με τα κελία ομού δια εξόδων των φι
λοχρήστων χριστιανών συνδρομής δε και κό
που Ιωάννη Χρυσικού. Έτους αψκα΄ (=1721)»
Στα δύο πτυσσόμενα φύλλα του τριπτύχου υπάρχουν λίγα και δυσδιάκριτα ονόματα. Στο κεντρικό όμως και πολλά είναι και ευδιάκριτα. Σημειώνουμε μόνον τα ονόματα των ιερέων, των ιερομονάχων, των μοναχών και των μοναζουσών:
Ιερείς Μοναχοί Ιερομόναχοι Μοναχές
Μιχαήλ Γεράσιμος Ευγένιος Κυπριανή
Τριαντάφυλλος Μακάριος Παρθένιος Σιμιανή
Μιχαήλ Διονύσιος Νεόφυτος Σάρρα
Αδάμης
Κομνηνός
Αθανάσιος
Αναστάσιος
Μιχαήλ
Αβράμης, Φίλος, Ιωακείμ, Ιωάννης, Αλέξανδρος, Συράκης κ.α.
Στο βόρειο τοίχο του ναού εξωτερικά διακρίνεται η φραγή της εισόδου. Η επιγραφή η οποία βρισκόταν σε μικρή παραλληλόγραμμη πλάκα πάνω από την κλειστή είσοδο, πνιγμένη από τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα δεν αφήνει να εξακριβώσουμε μιαν άλλη πιθανώς χρονολογία. Η φραγή πάντως της εισόδου αυτής έγινε πριν να ιστορηθεί ο ναός στα 1821-22, επειδή οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό συνεχίζονται χωρίς διακοπή στο σημείο αυτό.
Πανηγύρεις: Την 9η Μαΐου.
β) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ
Περιγραφή Ναού: Τρίκλιτη βασιλική. Διατηρεί τοιχογραφίες καλής τέχνης του 18ου και 19ου αιώνος.
Μικρός ναός, δρομικός, με νάρθηκα. Σώζεται και το μικρό του κωδωνοστάσιο. Βρίσκεται πολύ κοντά στο δρόμο που ενώνει σήμερα το χωριό με την Αγιά. Ο Νικ. Γιαννόπουλος δεν έδωσε παρά λίγα στοιχεία γι’ αυτόν. Δεν βρήκε επιγραφή και τότε. Βρήκε όμως μέσα στο ναό διάφορα μάρμαρα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά. Ένα από αυτά το είδαμε κατά την επίσκεψή μας στον ίδιο ναό. Ο Νικ. Γιαννόπουλος το περιγράφει ως «……… μάρμαρο αδήλου χρήσεως πυραμιδοειδές …… μετά γλυφών λεπιδωτών». Έχουμε τη γνώμη ότι πρόκειται για αναπαράσταση κυπαρισσιού προερχόμενο από διάκοσμο κάποιου τάφου. Αυτή την εντύπωση τουλάχιστον μας έδωσε η πρώτη του εξέταση. Σήμερα είναι επιχρισμένο με ασβέστη, πλάι στα λίθινα κηροπήγια στο νάρθηκα. Οι τοιχογραφίες είναι πολύ νεότερες του τέμπλου και των εικόνων και πιθανότατα ανήκουν στον ίδιο ζωγράφο με τις άλλες εκκλησίες του χωριού της εποχής 1820-21.
Στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα, στην κάτω ζώνη και τελευταία προς το μέρος του νότιου τοίχου εικονίζεται σε τοιχογραφία ο Ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός. Αριστερά από το φωτοστέφανο και το πρόσωπο του σημειώνεται:
Ο ΑΓΗ[ΟΣ] ΚΟ
ΣΜΑΣ ΚΗΤ
ΟΣ ΤΟΥ ΑΓΗ[ΟΥ] ΟΡΟ[Υ]Σ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΚΟΡΟΥ
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΛΗΤΗΣ
ΗΕΡΟΚΥΡΙΞ ΟΣΙΟ
ΜΑΡΤΗΣ»
Σε εικόνα του τέμπλου, η οποία εικονίζει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο διαβάσαμε την επιγραφή:
ΔΕ ΥC
IC THN
ΔΟΥΛΗΝ
ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΠΕΡ
ΔΙΚΟ»
Δηλαδή «Δέησις της δούλης του Θού Περδίκω[ς]».
Στη δεκάπλευρη πυραμιδοειδή βάση ενός Αγίου Ποτηριού, βρήκαμε μια επιγραφή, η οποία καλύπτει έξι συνεχόμενες πλευρές. Μας διασώζει το όνομα ενός ιερέα και την πρεσβυτέρας του και του επιτρόπου του ναού στα 1821:
ΤΟ ΑΠ ΤΡΙ ΑΝ ΠΙ
ΑΓΙΟ Ο ΧΟ ΑΝΤ ΓΕΛ ΤΡΟ
Ν ΓΙΟ ΡΙΟΝ ΑΦΙΛΟ ΟS Π ΠΟS 18
ΤΙΡΙV ΔΕC HEPE PICBI ΠΑΝ 21
ΙΝΕ ΑΝΗ ΟS TEPAS ΑΓΙΟ
ΤΙS
Δηλαδή «Το Άγιον Ποτήρι[ο]ν [ε]ι νε από χορίον Δεσανη Τριανταφιλο[υ] ηερεος ανγελος (=Αγγέλως) πρισβιτέρας [ε]πίτροπος Πααγιότις 1821».
Στο κωδωνοστάσιο, πάνω από την είσοδο, ως ανώφλι, έχει τοποθετηθεί παραλληλόγραμμη πλάκα από λευκό μάρμαρο, βάση πιθανότατα κάποιου αγάλματος, όπως δείχνουν οι υπάρχουσες εσοχές της στήριξης.
Το ότι και ο ναΐσκος αυτός είναι παλαιότερος του 1821 αποδείχνουν μια σειρά σημειώσεων σε παλαίτυπα, εκδόσεις Βενετίας, τα οποία συναντήσαμε στο ναό της Παναγίας στο ίδιο χωριό. Σε ακέφαλο Πεντηκοστάριο, στη σελ. 3, γράφεται:
«το παρόν πεν[ν]τι κοστάριον / ινι του αγιου θιοδορου από / χορίον δεσιανης αφι[ε]ρο / τε ………….. ετος 1782 / απριλιου 22 / αθανάσιος Παπα Γεωργίου Γραφο τα ανοθεν».
Στο ίδιο παλαίτυπο, στη σελ. 4, καταγράφεται το όνομα του Ιωάννη γιου του Παπαγιώργη, ο οποίος καταγόταν από το Μοριά:
«Ιωάννης Π[α]π[α] Γεώργη: Μοραϊτης
1847: Δικιμ[βρίου] 12»
Στην ίδια σελίδα ολιγογράμματος κάτοικος του χωριού σημειώνει
«Των Κιριων της ζοης. υτούτου το βυβλήον ηναι
του αγιου θεοδορου του / στρατιλάτου οπιος το παρούν
να υναι αφορισμενους και εποικα / τάρατος. Ετος 1859
μαιου 12 / γραφου εγω αναγνωστης παντουλης».
και μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας ένας άλλος σημειώνει, χωρίς να ξεπερνάει στη λογιοσύνη τον προηγούμενο, αν και παινεύεται ότι, σ’ ένα χωριουδάκι με ελάχιστους κατοίκους ήταν «αρχιψάλτης»:
«1882 γεωργιος γραφω, ετουτου το πεντηκο(στ)αριον είναι
ου θεοδορου του τηρανος (!) 1882, τη 4 Μαϊου γεώργιος
γράψας
οπιος θα τοπαρη να διαβαση να το παγενη εις τον τοπον του
εκει οπου καθετ’ ο γιωργης αρχιψαλτης
γραψασ»
Στο ναό των Αγίων Θεοδώρων υπάρχει το τέμπλο το οποίο αναφέρει ο Ν. Γιαννόπουλος και λίγες εικόνες, παλαιότερες του ναού. Δεν είδαμε τις εικόνες του χορού των Αποστόλων, τις οποίες βρήκε αποθηκευμένες στο ναό. Του φάνηκε μάλιστα αρκετά παράξενο, το ότι κάποιος γραμματέας της Κοινότητας δεν του επέτρεψε να πάρει μία για το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας.
Πανηγύρεις:
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ
Μικρός μονόχωρος ναΐσκος με τοιχογραφίες του 1800.
Μικρός δρομικός ναός με νάρθηκα, περνάει απαρατήρητος λόγω του μεγέθους του και της εξωτερικής του μορφής, η οποία δε διαφέρει από τα ταπεινά κάπου-κάπου σωζόμενα τουρκόσπιτα. Ο Νικ. Γιαννόπουλος δεν αναφέρει τίποτε γι’ αυτόν. Μπήκαμε στο σκοτεινό εσωτερικό του και διαπιστώσαμε ότι διασώζει την επιγραφή του σχεδόν ανέπαφη. Είναι χτισμένος και ιστορημένος, κατά το περιεχόμενο της επιγραφής, στα 1800, στα χρόνια του μητροπολίτη της Δημητριάδας Αθανασίου του Κυπρίου, με συνδρομές του επίτροπου Μήτζου Δημητρίου Τζιαμα[ν]του, του γιού του Συράκη και δωρεές όλων των κατοίκων του χωριού.
Η επιγραφή βρίσκεται στο υπέρθυρο του δυτικού τοίχου του κυρίως ναού και είναι η ακόλουθη:
«ΑΝΕΓΕΡΘΗ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ / ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΗΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΗΙΛ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΩΣ / ΤΟΥ ΠΑΝΗΕΡωΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΙωΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΗΜΩΝ ΔΕ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΚΑΙ / ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΚΟΙΡΙω ΚΟΙΡΙω ΑΘΑΝΑΣΙω ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟ / ΠΟΣ ΜΗΤΖΟΥΣ ΤΖΑΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΙΡΑΚΥ ΚΑΙ ΔΙ ΕΞΟΔΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΟΥ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ / ΤΟΝ ΧΡΟΙΣΤΙΑΝΟΝ ΕΤΙΛΗΟΘΗ ΦΡΒΟΑΡΙΟΥ ΣΤ ΕΝΕΤΗ 1800».
Εξωκκλήσια:
1.- ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
Πάνω από το χωριό, στην πλαγιά του λόφου «Αετός», ένα μικρό φυσικό σπήλαιο μετατράπηκε σε ασκητήριο μοναχών. Εσωτερικά το κοίλωμα του βράχου δεν έχει μετατραπεί. Χτίστηκε όμως στην είσοδό του τοίχος και αφέθηκε μια μικρή είσοδος. Στη θέση της επιχρισμένης Κόγχης λίγα ίχνη μαρτυρούν την ύπαρξη τοιχογραφιών. Κατά το Νικ. Νικονάνο υπάρχουν δυο στρώματα από αυτές. Το αρχικό, κατά τον ίδιο πρέπει να ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια.
2.- ΕΞΩΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ -> 1955 στη θέση παλαιότερου Ναού
Σε απόσταση 3 χιλιομέτρων έξω από το χωριό βρίσκεται ο ναός του Προδρόμου. Το κτίριο είναι πρόσφατο (1995) και υψώθηκε στα ερείπια παλαιότερου ναού. Ο Θεοδ. Χατζημιχάλης επισημαίνει την ύπαρξη ενός μεγάλου κίονα στη θέση αυτή και υποθέτει την ύπαρξη ειδωλολατρικού ιερού στο χώρο αυτό. Ο Ν. Νικονάνος στις μέρες μας επισημαίνει επιπλέον την ύπαρξη ενός μεγάλου μαρμάρου 80Χ63Χ60 εκ.και το μισό από το στόμιο ενός παλαιού πηγαδιού.
3.- ΕΡΕΙΠΙΑ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
(εις θέση «Τσεκίρι»).
Ότι απόμεινε είναι λίγα από τη θεμελίωσή του και το ναωνύμιο. Ένας αριθμός εικόνων του ίσως σώζεται ανάμεσα στις συγκεντρωμένες στην Παναγία. Και αυτές όλες βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση.
Έτεροι Ναοί:
Στην περιοχή του χωριού μέσα στην ιδιοκτησία του Τσάπου υπάρχει το ναωνύμιο «΄Αγιοι Απόστολοι», ενδεικτικό της ύπαρξης ναΐσκου παλαιότερα. Στην κορυφή του λόφου «Αετός» επίσης αναφέρεται ότι υπήρχε ναΐσκος της Αγίας Τριάδας. Κατά την ισοπέδωση του χώρου πρίν δύο χρόνια, βρέθηκαν τα θεμέλια και τοίχοι μικρού ύψους ενός μικρού κτίσματος κατά τις πληροφορίες κατοίκων του χωριού. Στη θέση των Αγίων Αποστόλων ως δεύτερο τοπωνύμιο ακούγεται το «Παλιόπυργος». Ο Θ. Χατζημιχάλης διατηρεί τη μορφή του «Παλαιόπυργος» προσθέτοντας ότι στα χρόνια του διακρίνονταν «αμυδρότατα ίχνη» του ναΐσκου. Νότια της πλατείας του χωριού, το ναωνύμιο «΄Αγιος Γεώργιος» είναι δηλωτικό της ύπαρξης σε παλαιότερα χρόνια ομώνυμου ναού.
Εκτός των δύο Ναών, που αναφέρθηκαν παραπάνω, προσθέτουμε το Ναό των Αγίων Θεοδώρων, το Ναΐσκο των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, τα ερείπια του Αγίου Αθανασίου (Τσεκίρι) και των Αγίων Αποστόλων, καθώς και το ασκηταριό της Ανάληψης στην πλαγιά του λόφου Αετός. Μαρμάρινα υπολείμματα από παλαιότερο Ναό (μονόλιθος κίονας – στόμιο πηγαδιού) και ενδείξεις για την ύπαρξη παλαιότερου μνημείου υπάρχουν και στη θέση στην οποία πρόσφατα (το 1955), χτίστηκε ο Ναΐσκος του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, σε μικρή απόσταση από το χωριό, ανάμεσα στην Αγιά και στον Αετόλοφο (2,5 χλμ.).
Βιβλιογραφία: Ν.Α. Bees: Aus dem Nachlas von N. A. Bees: BNJ (1971 – 1976) 144 – προσθήκες, σ. 230. Χατζημιχάλης, 128 – 129. Νικονάνος 129 και ΑΘΜ 3 (1974) 21. Αγραφιώτης 15-57.
ΜΕΓΑΛΟΒΡΥΣΟ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Κεντρικός ναός.
Πανηγύρεις: Την 18η Ιανουαρίου.
Εξωκκλήσια:
1ο.- Αγίων Αναργύρων, πανηγυρίζει την ………..
2ο.- Προφήτου Ηλιού, πανηγυρίζει την 20η Ιουλίου.
3ο.- Αγίου Παντελεήμονος, πανηγυρίζει την 27η Ιουλίου.
4ο.- Αγίου Χαραλάμπους (1706 μ.Χ.), πανηγυρίζει την 10η Φεβρουαρίου.
5ο.- Αγίας Τριάδος.
6ο.- Ιερός Ναός Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πανηγυρίζει την 27η Ιανουαρίου.
7ο .- Αγίου Στεφάνου και Αγίας Αικατερίνης, πανηγυρίζει την 27η Δεκεμβρίουκαι την 25η Νοεμβρίου.
8ο .-Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, πανηγυρίζει την 21η Μαΐου.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Την 23η Απριλίου ή την 2α του Πάσχα.
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Την 26η Οκτωβρίου.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ:
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Περιγραφή Ναού: Τρίκλιτη βασιλική με καθολικό μεταγενέστερο (1639). Διατηρεί στοιχεία του παλαιότερου ναού που ανάγεται στον 13ο αιώνα.
Το εικονιζόμενο «Καθολικό» της Μονής διατηρεί στοιχεία τοιχοποιίας και κεραμοπλαστικά κοσμέματα της Παλαιολόγειας περιόδου. Είναι τρίκλιτη Βασιλική με πεσσοστοιχίες και υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος. Στα ανατολικά απολήγει σε τρίπλευρη εξωτερικά κόγχη και στα δυτικά φέρει νάρθηκα. Η σημερινή μορφή ανακαίνισης ανάγεται στο 1639 μ.Χ. εποχή κατά την οποία «ανεστορίθη» , δηλαδή αγιογραφήθηκε ο ναός (ΖΡΜζ΄).
Πανηγύρεις: Την 15η Αυγούστου.
ΠΟΤΑΜΙΑ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Ο ναός κτίσθηκε το 1880.
Πανηγύρεις: 26 Οκτωβρίου.
Ναός: Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου (Β΄ μισό του 19ου αιώνος – εντός του χωριού).
Εξωκκλήσια: Των Αγίων Αποστόλων.
ΣΚΗΤΗ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Του Αγίου Πνεύματος.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
1ο.- Αγίου Αθανασίου (18ος αιώνας). Πανηγυρίζει την 2α Μαΐου.
2ο.- Αγίων Ταξιαρχών (Κοιμητηρίου).
3ο.- Αγίας Άννης. Οικισμός Αγιοκάμπου.
Εξωκκλήσια:
1ο.- Ιερός Ναός Ιωάννου Θεολόγου.
2ο.- Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου (Πολυδένδρι).
3ο.- Προφήτου Ηλιού. Πανηγυρίζει την 20η Ιουλίου.
4ο.- Μεταμορφώσεως Σωτήρος. Πανηγυρίζει την 6η Αυγούστου και 8η Μαϊου δια την μνήμη του ερειπωθέντος πλησίον Εξωκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ:
1ο.- Πολυδενδρίου Α΄ 1568, Κοιμήσεως της Θεότοκου, (Μονόχωρος, ξυλόστεγος ναός με τοιχογραφίες του 17ου αιώνος. Πανηγυρίζει την 15η Αυγούστου).
Πολυδενδρίου Β΄ 1530, Γενεσίου της Θεοτόκου. (Καθολικό Μονής, ανήκει στον 16ο αιώνα με θαυμάσιες τοιχογραφίες του +-1575/90. Πανηγυρίζει την 8η Σεπτεμβρίου).
ΣΚΛΗΘΡΟ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Την 29η Ιουνίου.
Εξωκκλήσια:
1ο.- Προφήτου Ηλιού, πανηγυρίζει την 20η Ιουλίου
2ο.- Αγίου Νικολάου, λειτουργεί την 1η Μαΐου
3ο.- Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Δεν λειτουργεί διότι κρίνεται ακατάλληλο.
ΑΝΩ ΣΩΤΗΡΙΤΣΑ (ΚΑΠΙΣΤΑ)
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Την 23η Απριλίου ή την 2α του Πάσχα.
Εξωκκλήσια:
1ο.- Κοιμήσεως Θεοτόκου.
2ο.- Αγίας Παρασκευής (18ου αιώνος).
3ο.- Ιερός Ναός Σωτήρος. Μεταβυζαντινό κτίσμα με ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα από παλαιότερο Βυζαντινό ναό προϋπάρχοντα στην ίδια θέση.
4ο.- Ζωοδόχου Πηγής (Κοιμητηρίου).
ΚΑΤΩ ΣΩΤΗΡΙΤΣΑ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ
ΚΑΙ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΗΣ
Περιγραφή Ναού: Σύγχρονος Ναός.
Πανηγύρεις: Την 21η Μαΐου και την 17η Ιουλίου.
ΜΕΛΙΒΟΙΑ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Περιγραφή Ναού: Κτισμένο ως παρεκκλήσιον στην πλατεία του χωριού το 199….. στην θέση του παλαιού μεταβυζαντινού Ναού.
Πανηγύρεις: Την 20η Μαΐου.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ (Ενοριακός)
Περιγραφή Ναού: Έλαβε την θέση του πρώτου Ενοριακού Ναού ο οποίος ατυχώς κατηδαφίσθη δια την δημιουργία πλατείας.
Πανηγύρεις: Την 26η Ιουλίου.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ :
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Περιγραφή Ναού: Βρίσκεται στη Βελίκα. Το «Καθολικό» είναι του 18ου αιώνα (επιγραφή 1776). Ανακαινίσθηκε το 1854 και οι τοιχογραφίες είναι του 1860ν στο Ιερό Βήμα. Υπάρχει εντοιχισμένο θωράκιο του 11ου και 12ου αιώνος στο δυτικό υπέρθυρο εξωτερικά. Ο ναός είναι σταυροειδής με τρεις τρούλους.
Πανηγύρεις: Την 8η Μαΐου και την 26η Σεπτεμβρίου.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία :
1.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
(Παλαιά Ενορία)
Περιγραφή Ναού: Μεταβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική. Ανέγερση 1820.
Πανηγύρεις: Την 15η Αυγούστου.
2.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ «ΠΑΝΑΓΙΑ» (ΒΕΛΙΚΑ)
Περιγραφή Ναού: Βυζαντινός ναΐσκος του τέλους του 12ου αιώνα με αέτωμα και περίτεχνη τοιχοδομία και κεραμοπλαστική διακόσμηση.
Βυζαντινός μονόχωρος ναός του 1170/90 μ.Χ. με αέτωμα και περίτεχνη τοιχοδομία η οποία ανήκει στην τεχνική της κεκρυμμένης ή αποκεκρυμμένης πλίνθου. Δια την σπάνια κεραμοπλαστικ΄’η του δόμηση ο ναός που εορτάζει τα εννιάμερα της Παναγίας απησχόλησε την διεθνή Βιβλιογραφία-ναοδομία.
Πανηγύρεις: Την 23η Αυγούστου.
Παρεκκλήσια:
- Του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Θωμά.
- Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, πανηγυρίζει την 6η Αυγούστου.
- Ζωοδόχου Πηγής (Πατσούκα).
- Αγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακής, πανηγυρίζει την 7η Ιουλίου.
Εξωκκλήσια:
- Άγιου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, πανηγυρίζει την 23η Απριλίου ή την 2α του Πάσχα.
- Άγιου Αθανασίου, πανηγυρίζει την 18η Ιανουαρίου.
- Η Σύναξις των δώδεκα Αποστόλων, πανηγυρίζει την 30η Ιουνίου.
- Η Αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου, πανηγυρίζει την 29η Αυγούστου.
- Της Αγίας Τριάδος (Βελίκα).
- Προφήτου Ηλιού, πανηγυρίζει την 20η Ιουλίου.
- Ασκηταριό Αγίου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος, (τοιχογραφίες του 17ου αιώνος), πανηγυρίζει την 27η Ιουλίου.
- Το Γενέθλιον της Υπεραγίας Θεοτόκου «Μαλάτη», πανηγυρίζει την 8η Σεπτεμβρίου.
Οικισμοί Παραλίων:
- Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, (Βελίκα), πανηγυρίζει την 6η Αυγούστου και την 24ην Αυγούστου. (Ανηγέρθη 1990-2004).
- Αγίας Μαρίνας (Παλιουριά), πανηγυρίζει την 17ην Ιουλίου. (2002).
- Ειρήνης Χρυσοβαλάντου – Κοιμήσεως της Θεοτόκου πανηγυρίζει την 15ην Αυγούστου και την 28ην Ιουλίου. (2000).
ΜΑΡΜΑΡΙΝΗ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Λιθόκτιστος Βασιλική του 18ου αιώνος.
Πανηγύρεις: Την 26η Οκτωβρίου.
Παρεκκλήσια:Αγίου Στυλιανού. Πανηγυρίζει την 26ην Νοεμβρίου.
Εξωκκλήσια: Ταξιαρχών στο Κοιμητήριο.
ΔΗΜΗΤΡΑ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Κτισμένος πριν από το 1950 και πρόσφατα ανακαινισμένος με πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο.
Πανηγύρεις: Την 18η Ιανουαρίου και την 2α Μαΐου.
ΑΝΑΤΟΛΗ (ΣΕΛΙΤΣΙΑΝΗ)
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Τρίκλιτη Βασιλική με κωδωνοστάσιο.
Πανηγύρεις: Την 23η Απριλίου.
Απωλεσθέντα Εξωκκλήσια:
1ο.-Ταξιαρχών
2ο.-Αναλήψεως
ΜΟΥΣΕΙΟ: Φυλάσσεται συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
1.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Περιγραφή Ναού: Υπήρχαν τοιχογραφίες σε δύο στρώματα. Η ανέγερσή του έγινε το 1735 και η ανακαίνισή του το 1920. Σήμερα οι επιχρίσεις ασβέστου εκάλυψαν τα πάντα.
Πανηγύρεις: Την 6η Δεκεμβρίου.
2.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ (1640/41) [ΜΕΤΟΧΙ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ]
Περιγραφή Ναού: Δικιόνιος σταυροειδής με τρούλο και χορούς αθωνίτικου τύπου. Είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες του 1641 με πλουσιο αγιογραφικό πρόγραμμα και πιθανότατα ανηγέρθη το 1639 (ζρμζ).
Πανηγύρεις: Την 27η Ιουλίου.
3.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (Ενορία)(1)
(κάτω μαχαλάς)
Περιγραφή Ναού: Είναι κτισμένος στα θεμέλια παλαιότερου ναού. Τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα. Ανέγερση πρίν το 1631/32. Ξυλόγλυπτο τέμπλο φέρων σκαλισμένη χρονολογία ΖΜΡ-1632. Οι πιο πρόσφατες τοιχογραφίες ανήκουν στο 19ο αιώνα 1821, διά χειρός Κωνσταντίνου, ο οποίος τοιχογράφησε το Ναό του Αγίου Νικολάου του Νέου στον Αετόλοφο και το Καθολικό της Μονής των Εισοδίων της
—————————————————————————————————————–
(1).- Εις Τριώδιον του 18ου εν τω χωρίω Πινακάτες Πηλίου περιέχεται αφιερωματική επιγραφή «εις την μονήν της Παναχράντου Θεοτόκου Σελήτσανη».
Θεοτόκου στο Μεταξοχώρι της Αγιάς. Διαπιστώθηκε η ύπαρξη στρώματος του 17ου αιώνος.
Πανηγύρεις: Την 15η Αυγούστου. (Το μεγάλο πανηγύρι του χωριού, 3ήμερος γιορτή με διάφορες εκδηλώσεις, χορούς κ.λ.π.).
4.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Περιγραφή Ναού: Μονόχωρος σταυροειδής με τρούλο. Η σκεπή με σχιστόπλακες. Είναι κτίσμα του 1645/46 και οι τοιχογραφίες του 1731 κατά Ν. Νικονάνο. Δυστυχώς δεν έτυχε σωτηρίας.
Πανηγύρεις:
5.- ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις:Την 26η Ιουλίου.
6.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (Ενορία)
Περιγραφή Ναού: Μονόχωρος ναΐσκος με τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης στον δυτικό τοίχο εσωτερικώς και εξωτερικώς. Κατά την επιγραφή «Ανεγέρθη και Ανιστορήθη 1553». Τον επόμενο αιώνα ο ναός ανακαινίστηκε και επαναζωγραφίστηκε εν έτει 1630 ως επιγράφεται. Μεταγενέστερα ανακαινίσθηκε ανεπιτυχώς.
Πανηγύρεις: Την 18η Ιανουαρίου.
7.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
8.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ (κορυφή Κισσάβου).
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Την 20η Ιουλίου.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ:
α) ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
β) ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΣΙΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΥ «Καρπούζα»
γ) ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ (16ος αιώνας).
Ευρίσκεται απέναντι της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής. Κτίσμα του Αγιορείτου Οσιομάρτυρος Δαμιανού ο οποίος κατώκησε στο σπήλαιο το 1530 μ.Χ. περίπου, διωκόμενος από τους Τούρκους. Όταν το 1539 η περιοχή περιελήφθη στην δικαιοδοσία του Στέμματος, της Οθωμανής πριγκίπισσας Μιχριμά, ως «Βακούφι», ο Άγιος Δαμιανός έκτισε την Μονή και διατηρούσε το ασκηταριό με το μικρό ναΐδριο εντός του βράχου δια να προσεύχεται κατά μόνας. (Την 14ην Φεβρουαρίου 1568, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Δαμιανό, τον κρέμασαν στην Λάρισα και τον έκαψαν πλησίον του Πηνειού ποταμού).
ΚΑΣΤΡΙ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (Κεντρικός)
Περιγραφή Ναού: Στο ναό ο οποίος είναι μονόχωρος δρομικός του 18ου αιώνος (1739), φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα του Αγίου ο οποίος εικονίζεται ένθρονος. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Διασώζονται σε κακή κατάσταση λίγες τοιχογραφίες του 18ου αιώνος, πιθανότατα (1781) καθώς μαρτυρεί επιγραφή εικόνος στο δεσποτικό, «Αρχιερατεύοντος του Πανιερωτάτου Επισκόπου κ.κ. Γρηγορίου αψπα΄».
Πανηγύρεις: Την 26η Οκτωβρίου.
Παρεκκλήσια: Στον νότιο νάρθηκα του ναού, ο ναός του Αγίου Νικολάου του Νέου του εν Βουναίνης, που κάποτε σώζονταν (1976) τοιχογραφίες, όπως η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με την επιγραφή «ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Χαράγματα στους τοίχους του νάρθηκα φανέρωναν τις τιμές των προϊόντων στις αρχές του 19ου αιώνος και πληροφορία για την περισυλλογή βδελλών από την λίμνη της Κάρλας διά να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της υψηλής πίεσης.
Εξωκκλήσια:
1ο.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (στο Κάστρο)
Περιγραφή Ναού: Δρομικός μονόχωρος ξυλόστεγος ναός που απολήγει σε ημιεξαγωνική εσωτερικά κόγχη, (τρίπλευρη εξωτερικά). Αναφέρεται στις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα ή στις πρώτες του 13ου. Επιμελημένη τοιχοποιΐα η οποία εμπεριέχει σε επάλληλες σειρές αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη (μαρμάρινες πλάκες, κιονόκρανο, αμφικιονίσκος παραθύρου).
Πανηγύρεις: Την 23η Απριλίου ή τη 2α του Πάσχα.
Ναός ανήκων εις την Ενορίαν:
Σύγχρονος ναός της Παναγίας ανατολικά του χωριού, στη θέση παλαιοτέρου κτίσματος της Τουρκοκρατίας.
Πανηγυρίζει: Την 15η Αυγούστου.
2ον.- Άγιος Νικολαος ο Νέος ο «Φονιάς».
Σύγχρονος ναός του εν Βουναίνης Αγίου στη θέση περίπου του παλαιού. Σε μικρή απόσταση στα δυτικά του, πλάι στο σύγχρονο αντλιοστάσιο, υπήρχε παλαιότερα χάνι (πανδοχείο) και αυτό με τη σειρά του είχε κτιστεί πάνω στα ερείπια του Ναού του Αγίου Νικολάου. Τα πλούσια βυζαντινά όστρακα στο χώρο επιβεβαιώνουν την τοπική παράδοση και αιτιολογούν το τοπωνύμιο. Λέγεται ότι κινδύνεψε να σκοτωθεί ο πρώτος Τούρκος που επιχείρησε να περάσει προς τη λεκάνη της Αγιάς, όταν το άλογό του αφηνίασε θαμπωμένο από τη λάμψη του μολυβιού της στέγης του Ναού. Ο Τούρκος έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο Ναός, να χτιστεί πανδοχείο και να διαπλατυνθεί ο στενός δρόμος που υπήρχε σκαμμένος στο βράχο.
Οικισμός: Νεοχωρίου – Πλασιά
Άγιος Αθανάσιος (1958). Στη θέση του υπήρχε παλαιότερος ομώνυμος ναός του 19ου αιώνος, (διασώζεται μία μόνον φωτογραφία). Ο παλαιός Ναός κτίσθηκε πιθανότατα μετά την εγκατάλειψη του οικισμού Ορμάν-τσιφλίκ, δυτικά – νοτιοδυτικά του λόφου Παλιόκαστρο, στον οποίο υπήρχε στη θέση Παλιοκκλήσια Ναός του Αγίου Αθανασίου, σύμφωνα με το διασωζόμενο ναωνύμιο.
ΑΜΥΓΔΑΛΗ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ
Περιγραφή Ναού: Κεντρικός ενοριακός ναός, σήμερα αν και το χωριό φέρεται εις τα δίπτυχα ως ενορία του Αγίου Γεωργίου.
Πανηγύρεις: Την 21η Μαΐου, την Δευτέρα της Διακαινησίμου, την Κυριακή του Θωμά και την 23η Απριλίου.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ:
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Περιγραφή Ναού: Ανηγέρθη περί το 1600 και ο Ναός είναι κατάγραφος τοιχογραφιών, του 1749.
Πανηγύρεις: Την 29η Αυγούστου.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορία:
1.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (στη θέση «Λιβαδάκι») – [Κουκουράβα; 18ος ] (Εξαιρετικές τοιχογραφίες) και Νάρθηξ «Αγίου Νικολάου».
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Την 23η Απριλίου ή την Δευτέρα της Δακαινησίμου.
2.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ («ΛΙΒΑΔΑΚΙ») ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ.
3.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (Κουκουράβα)
Περιγραφή Ναού: Ναός του 1763. Πιθανότατα είναι ο τελευταίος ναός τον οποίο αγιογράφησε ο Αγιώτης αγιογράφος Θεόδωρος Ιερέας. Το πρόγραμμα, τα χαρακτηριστικά του ύψους του, ο γραφικός του χαρακτήρας και τα χρώματα οδηγούν σ’ αυτόν. Μόνο που εδώ στον Άγιο Αθανάσιο ελευθερώνεται λόγω της ύπαρξης χώρου και δίνει μέγεθος στις παραστάσεις του οι οποίες καλύπτουν ολόκληρο το εσωτερικό του ναού και την κλειστή στοά στη νότια πλευρά του ναού. (Νάρθηξ με κόγχη). Υπάρχει ξυλόγλυπτο τέμπλο με πλήρες δωδεκάορτο (12 εικονίδια) και την εικόνα της Παναγίας
Πανηγύρεις: Την 2α Μαΐου.
4.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Κουκουράβα)
Ζωοδόχος Πηγή: Εικάζεται ότι αφορά Μονύδριο αναφερόμενο σε Βυζαντινό δωρητήριο του 1274 μ.Χ. προς το μοναστήρι της Νέας Πέτρας πλησίον Βόλου.
ΖΣΜΗ = 7248 Τοιχογραφίες, εκ του «εργαστηρίου της Αγιάς».
1740 μ.Χ. Τέμπλο εξαιρετικής τέχνης, διάτρητο με «αποστολικά» εκ των οποίων διασώζονται τρεις εικόνες. Στην Νότια πλευρά στο υπέρθυρο τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου; Έφιππου και δεξιά επί της τοιχοποιϊας ασβεστωμένη λιθανάγλυφη επιγραφή.
Λιθανάγλυφος σταυρός στην κόγχη του ιερού.
Πανήγυρις την Παρασκευή της Διακαινησίμου.
5.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Κουκουράβα–Παλαιό χωριό) 1797 [τιμώμενος κατά τον 17ο αιώνα και ο Άγιος Χαράλαμπος].
Περιγραφή Ναού: Τρίκλιτη βασιλική – Ενοριακός Ναός του παλαιού χωριού. Εξωτερικά λιθανάγλυφη κτιτορική επιγραφή. Εικόνα του Αγίου Γεωργίου (1873) στο τέμπλο.
Πανηγύρεις: Την 23η Απριλίου (ή την Κυριακή του Θωμά).
6.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ (Σιβίλη)
Περιγραφή Ναού: Ο Νικ. Γιαννόπουλος το 1930 ανέσκαψε το ναό και τον χρονολόγησε στον 9ο αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για ένα ναό μικρό με νάρθηκα κτισμένο με συλλεκτές πέτρες αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη παλιού λουτρού. Στο εσωτερικό του σώζεται ημικατεστραμένη σαρκοφάγος της υστεροβυζαντινής περιόδου. Ήδη έχει επικρατήσει η κατάσταση εγκατάλειψης (χορτάρια, βάτοι και αγκάθια). Τελευταία υψώθηκε μέσα στο χώρο του μνημείου ένα σύγχρονο προσκυνητάρι, και αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του μνημείου. Σε απόσταση 30 μ. βόρεια, υπάρχει εξωκκλήσι που δεν επηρεάζει καθόλου το παλαιό μνημείο.
Το ότι ο προϊστορικός οικισμός και τα ερείπια του βυζαντινού ναού βρίσκονται στον ίδιο χώρο, ευνοεί μια ενιαία αντιμετώπιση του προβλήματος της διάσωσης και του προϊστορικού οικισμού και της ανάδειξης όσο είναι δυνατόν του βυζαντινού μνημείου. Είναι τόσο μικρή η απόσταση από τον οικισμό της Αμυγδαλής, ώστε η κάθε προσπάθεια που θα αποβλέπει στην προβολή των δύο ιστορικών χώρων θα λειτουργεί προς όφελος του χωριού.
Πανηγύρεις: Παρασκευή της Διακαινησίμου. Δεν λειτουργείται.
7.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΓΕΝΕΣΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Περιγραφή Ναού: Νεόκτιστος έναντι του παλαιού της «Παναγίας», δηλαδή Ζωοδόχου Σιβίλη.
Πανηγύρεις: Την 8η Σεπτεμβρίου.
8.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ
Περιγραφή Ναού: Σύγχρονος ναός.
Πανηγύρεις: Την 27η Αυγούστου.
9.- ΕΡΕΙΠΙΑ ΝΑΟΥ (ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ;)
Περιγραφή Ναού: Ναΐσκος του 9ου αιώνος, βορειοδυτικά του χωριού Αμυγδαλής στη θέση «Καλύβια» Τσιντσιλάρ ρέμα. Η περιοχή βρίθει κεραμεικών της εποχής ταύτης.
10.- ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ
Περιγραφή Ναού: Είναι και το Κοιμητήριο του χωριού.
Πανηγύρεις: Την 9η Νοεμβρίου.
ΚΑΛΑΜΑΚΙ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Περιγραφή Ναού:
Πανηγύρεις: Την 26η Ιουλίου.
Παρεκκλήσια: Εις τον συνοικισμό κάτω καλαμάκι των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Η μνήμη τους εορτάζεται την 1η Ιουλίου και την 1η Νοεμβρίου.
ΚΑΤΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ: Ιερός Ναός στο Κοιμητήριο, αφιερωμένος στην Ανάσταση του Λαζάρου.
ΕΛΑΦΟΣ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Περιγραφή Ναού: Κεντρικός ναός, κτισμένος το 1846.
Πανηγύρεις: Την ημέρα της Αναλήψεως.
Εξωκκλήσια:
1.- Άγιος Αθανάσιος (πρώτη ενορία του 1782). Αγιογραφίες του 1874 (21 φορητές εικόνες).
2.- Προφήτης Ηλίας
3.- Άγιος Γεώργιος
4.- Ζωοδόχου Πηγής (Κοιμητηρίου) 1873. 8κλιτος κόγχη ιερού. Αγιογράφησις κατεστράφη ένεκα ανακαινίσεων και εγκαταλήψεως. (22 φορητές εικόνες). Διασώζεται εφαπτόμενο στο ύψος του ιερού Νότια παρεκκλήσιον αγνώστου Αγίου, με ελάχιστες αγιογραφίες και Πλατυτέρα καλής ζωγραφικής.
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ:
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑΣ (ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)
Περιγραφή Ναού: Ναός των μέσων του 19ου αιώνος στη θέση παλαιότερου που κάηκε.
Πανηγύρεις: Την 15η Αυγούστου.
ΓΕΡΑΚΑΡΙ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Περιγραφή Ναού: Στο ναό υπάρχει εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου η οποία με θαυμαστό τρόπο βρέθηκε στον τόπο όπου σήμερα υψώνεται ο ναός.
Πανηγύρεις: Την 25η Μαρτίου και την 15η Αυγούστου.
Εξωκκλήσια: Προφήτη Ηλία, πρόσφατα ανεγερμένο, πανηγυρίζει την 20η Ιουλίου.
Ναοί ανήκοντες εις την Ενορίαν:
Ιερός Ναός Αγίου Συμεών του Ανυποδήτου και μονοχίτωνος, ανηγέρθη το έτος 2004/5 και πανηγυρίζει την 21η Αυγούστου.
ΒΑΘΥΡΕΜΑ
Εις την Ενορία των Νερομύλων υπάγονται και οι Ναοί του Βαθυρέματος:
α) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΘΥΡΕΜΑΤΟΣ
Περιγραφή Ναού: Ο αρχαιότερος εν λειτουργία Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, είναι τρίκλιτη βασιλική του 9ου αιώνος και εορτάζει την Κοίμηση της Παναγίας.
Δείγμα αρχιτεκτονικής του παλαιού ναού αποτελεί η κόγχη της ανατολικής πλευράς.
Ο ναός φέρει εσωτερικά τρία στρώματα τοιχογραφιών.
Πανηγύρεις: Την 23η Αυγούστου.
β) ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΑΘΥΡΕΜΑΤΟΣ
Περιγραφή Ναού: Μονόκλιτος ξυλόστεγος δρομικός ναός με νάρθηκα στα δυτικά και στοά στη βόρεια πλευρά. Πρέπει να προσθέσουμε ότι εκτός από την αψίδα του Ιερού ο υπόλοιπος ναός είναι εντελώς νεώτερος, κτισμένος με αργολιθοδομή και ισχνότατο συνδετικό κονίαμα, σύγχρονος με τοιχογράφηση του 16ου αιώνος(1).
—————————————————————————————————————–
(1).- Γιαννόπουλος Ν. Ι., Έρευναι εν τη Επαρχία Αγιάς, σελ. 381, όπου οι αγιογραφίες του Αγίου Νικολάου θεωρούνται έργα ζωγράφου της Μακεδονικής Σχολής του 16ου αιώνος. Βλ. και Νικονάνος, Έρευνες …………. Βυζαντινοί Ναοί ….. σελ. 29.
Η αψίδα –πεντάπλευρη – είναι παλαιότερη και πατάει στα κάτω τμήματα μιας ακόμη παλαιότερης ημικυκλικής αψίδας. Υπήρχε, δηλαδή, ένας αρχικός βυζαντινός ναός, στον οποίο πρέπει να ανήκουν και τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν καταχωσμένα στο δάπεδο (αμφικίονας και κιονόκρανο παραθύρου, μαρμάρινο κατώφλι). αργότερα στην ίδια θέση έγινε μια νέα εκκλησία από την οποία σώζεται η πεντάπλευρη αψίδα και στο 17ο αιώνα ο ναός πήρε τη σημερινή του μορφή.
Πανηγύρεις: Την 6ην Δεκεμβρίου.
γ.- Το καθολικό της μονής του Αγίου Αθανασίου.
Βορειοδυτικά του Αγίου Νικολάου, στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου βρίσκεται το καθολικό της μονής του Αγίου Αθανασίου, το οποίο τιμάται στη μνήμη της εύρεσης των λειψάνων του Αγίου Αθανασίου. Βρίσκεται μέσα στα όρια της ιδιοκτησίας των αδελφών Τσακνάκη. Εκτός από ελάχιστες πληροφορίες, δεν υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία για το ναό σχετικά με το χρόνο της ανέγερσης και της ιστόρησής του.
Σωστά παρατηρεί ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης γράφοντας ότι, αν δεν χρησιμοποιούνταν οι χώροι των κελλιών της ως κατοικία των κατά καιρούς ιδιοκτητών της περιοχής ή του τμήματος γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο, θα είχε καταρρεύσει. Απόδειξη είναι η σημερινή κατάσταση του ναού, η οποία επιδεινώθηκε από τη στιγμή κατά την οποία οι σημερινοί ιδιοκτήτες της περιοχής έπαψαν να τη χρησιμοποιούν ως κύρια κατοικία.
Διασώζονται λιγοστές τοιχογραφίες στον κυρίως ναό, στο βόρειο τοίχο. Σχεδόν ακέραιη διατηρεί την εικονογράφησή του το Ιερό. Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης παριστάνεται η Παναγία με το Χριστό και κάτω ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και ο Μέγας Βασίλειος. Στο νότιο τοίχο του Ιερού παριστάνονται ανάμεσα σε άλλους Αγίους οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος. Στο βόρειο τοίχο του Ιερού διασώζεται, όπως ακριβώς και στο Άγιο Νικόλαο, ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος, στον ανατολικό τοίχο η «Άκρα Ταπείνωσις» στην κόγχη. Η καταπληκτική ομοιότητα της μορφής, του εικονιζόμενου στο ναό αυτό πρωτομάρτυρα Στέφανου με τη σωζόμενη, επίσης, στον Άγιο Νικόλαο τοιχογραφία του, δείχνουν πιθανότατα ότι βγήκαν από το ίδιο χέρι ενός άγνωστου αγιογράφου της Μακεδονικής Σχολής, κατά τον Ν. Γιαννόπουλο.
Στο ναό, εκτός από την ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη, της οποίας το περιεχόμενο δημοσιεύτηκε ως περιεχόμενη σε χειρόγραφο του Θ. Χατζημιχάλη, είδαμε (μέσα στο ναό) ένα απλό λίθινο επίκρανο, ένα μικρό τεμάχιο μικρού κίονα και κορυφή μιας θραυσμένης στήλης, η οποία απολήγει σε καμπύλη κορυφή με εγχάρακτους δύο επάλληλους κύκλους και στο μέσο εσοχή μικρού βάθους. Προς τα κάτω συνεχίζει με τη μορφή κλιμακωτής ανάστροφης πυραμίδας θραυσμένη ανώμαλα. Υπάρχουν επίσης και δύο επιτύμβιες στήλες. Η μια διατηρεί ίχνη εγχάρακτου χθόνιου Ερμή.
Η εξωτερική πλευρά της κόγχης δεν παρουσιάζει τίποτε το ιδιαίτερο εκτός από τον εντοιχισμένο και καμωμένο με κεραμίδι σταυρό στο κέντρο περιγεγραμμένο από τετράγωνο με κεραμίδι επίσης. Στη νότια πλευρά της, κοντά στη σύνδεσή της με το ευθύ τμήμα του ανατολικού τοίχου πήλινος σωλήνας εντοιχισμένος εξέχει περίπου 8 εκ. από την τοιχοδομία. Χρησιμοποιούνταν προφανώς για την εκροή του νερού, το οποίο από την παρακείμενη βόρεια – ανατολική βρύση μεταφερόταν στο ιερό με πήλινους σωλήνες (κιούγκια) αναφαίνονταν πλάι στην κόγχη του ανατολικού τοίχου και μέσα από την οπή, που υπάρχει σε αβαθή λίθινη μικρή λεκάνη με συνεχόμενους υδροσωλήνες, κατέληγε έξω από το ναό.
Από τα ναό απουσιάζει κάθε άλλος διάκοσμος(1). Δεν υπάρχει πια ο επισκοπικός («αρχιερατικός» κατά τον Θ. Χατζημιχάλη) θρόνος, ο οποίος ήταν «θαυμασίας κατασκευής» και έφερε «κοσμήματα εξ ελεφαντόδοντος».
Αξίζει να επισημάνουμε την υπέροχη θέα που ξανοίγεται στα μάτια του θεατή από τη θέση του μοναστηριού και της βρύσης του. Προβάλλει μπροστά στο θεατή η περιοχή από την Πρινιά (Κερμελί) ως τον Προφήτη Ηλία της Αγιάς. Απέναντι το Μαυροβούνι, στο κέντρο ακριβώς ο λόφος του «Αετού», πάνω από τη Δέσιανη, και ο κάμπος ανάμεσα στην Πρινιά, στην Ανάβρα, στην Ποταμιά, στην Αγιά, στους Νερόμυλους και στο ερειπωμένο Βαθύρεμα.
δ.- Τα ερείπια του ναού των Αγίων Θεοδώρων.
Μεταξύ της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, σε απόσταση 30-0 μέτρων συναντήσαμε τα ερείπια των Αγίων Θεοδώρων, τα οποία επιτρέπουν να σχηματίσει κάποιος σαφή εικόνα για την αρχιτεκτονική μορφή του μνημείου. Ήταν ένας μονόχωρος ναός με αρκετά ευρύχωρο νάρθηκα. Οι τοίχοι του όλοι σώζονται σε ύψος 1,80μ. – 2,50μ. Στην κόγχη στη θέση που συνήθως παριστάνονται οι ιεράρχες σώζεται τμήμα της κεφαλής ενός από αυτούς με το φωτοστέφανό του. Ο φόβος των φιδιών, τα οποία φανερά χαίρονταν τον ήλιο στο χώρο του ναού, μας ανάγκασε να
—————————————————————————————————————–
(1).- Δυστυχώς ο ναός εκάη κατά την πυρκαϊά του Ιουλίου 2007.
στεκόμαστε στο πλάτος των όρθιων τοίχων, από όπου φωτογραφήσαμε και αρχιτεκτονικά μέλη από παλαιότερο μνημείο. Ο νάρθηκας στο βόρειο και στο νότιο τοίχο έχει πεζούλια σε όλο το μήκος του. Ο ναός ολόκληρος περιβάλλεται από τοίχο, ο οποίος σώζεται σε διάφορο ύψος σε όλες τις πλευρές. Ανατολικά από το κέντρο της κόγχης ξεκινάει ένας τοίχος 2μ. στο μήκος, ο οποίος με τοίχο από βόρεια και ανατολικά αποτελούσε το οστεοφυλάκιο του ναού.
Για το ναό αυτό δεν βρήκαμε τίποτε δημοσιευμένο στα νεότερα χρόνια. Ο Ν. Γιαννόπουλος δεν το επισκέφθηκε. Φαίνεται ότι ούτε την ύπαρξή του γνώριζε, επειδή δεν αναφέρει, στο σχετικό με το Βαθύρεμα σημείωμά του το ναό, όπως έκανε για τον Άγιο Αθανάσιο, τον οποίο δεν είχε το χρόνο να επισκεφθεί.
ε.- Πληροφορίες για άλλους ναούς.
1) Η παράδοση επιμένει ότι μισό χιλιόμετρο δυτικά του Αγίου Νικολάου, βρισκόταν ναός του Οσίου Συμεών, ο οποίος καταγόταν από το χωριό αυτό. Λέγεται ότι εκεί ακριβώς ήταν το σπίτι του, στο χώρο του οποίου οι συγχωριανοί του ύψωσαν μικρό ναό. Τα διάσπαρτα ίχνη των τοίχων στην περιοχή δεν επιτρέπουν να επαληθεύσουμε την παράδοση. Ούτε τα δένδρα και οι βάτοι.
2) Νοτιοδυτικά του Αγίου Νικολάου, αρκετά κοντά στο δρόμο που συνδέει την Αγιά με το Γερακάρι, σώζονταν έως τα τελευταία χρόνια όρθιοι οι τοίχοι ναού, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο. Στη θέση του σήμερα, αφού διασκορπίσθηκαν οι πέτρες, υψώνονται μηλιές.
3) Μικρό τοξωτό γεφύρι, πάνω από το οποίο περνά το δίκτυο της σωλήνωσης του υδραγωγείου (μεταφέρει το νερό από τη Μεγάλη Βρύση στην Ανάβρα), υπάρχει στο ρέμα κοντά στις δύο γέφυρες, παλιά και νέα, του δρόμου Αγιά – Λάρισα. Φαίνεται παλιό γεφύρι. Το στρώμα του αγριοκισσού τόσων χρόνων, και τα χόρτα που θεριεύουν εκεί, δεν επιτρέπουν να γίνει ορατή η τοιχοδομία του. Χρειάζεται καθαρισμός και εξέταση της τοιχοδομίας του, για να διαπιστωθεί η παλαιότητά του. Ένα γεφύρι επικοινωνίας του χωριού με τον Αετόλοφο και με την Ανάβρα ήταν αναγκαίο σ’ αυτό το σημείο. Αυτό μας οδηγεί να δεχθούμε ότι ……………… ……………………………………………………………..……………………………………………….
γ) ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ – ΝΑΟΔΟΜΙΑ
Η Θεσσαλία είναι ιδιαιτέρως ευνοημένη από αρχιτεκτονικά επιτεύγματα μεταβυζαντινών Εκκλησιών. Τα Καθολικά των Μετεώρων, το Δούσικο, η Μονή Πέτρας, η Μονή Φλαμουρίου, ο Άγιος Παντελεήμονας Αγιάς είναι μνημεία εξαιρετικής αρχιτεκτονικής με άριστο τοιχογραφικό διάκοσμο και όλα σαφέστατα επηρεασμένα από το Άγιον Όρος.
«Τα κτίρια του έχτισαν οι Έλληνες κατά την Τουρκοκρατία ήταν αναγκαστικά μέτρια. Οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Χριστιανούς να απολαμβάνουν τη χαρά της επίδειξης. Πολλά από αυτά τα μνημεία δεν διατηρήθηκαν. Σε λίγες μόνο περιοχές της υπαίθρου επέζησαν άθικτα. Μια τέτοια περιοχή είναι και η Αγιά της Θεσσαλίας» (1).
Οι απόψεις δια την αρχιτεκτονική των Εκκλησιών της Τουρκοκρατίας διϊστανται.
«Οι αρμόδιοι επιστήμονες θεωρούν ότι κατά την Τουρκοκρατία,
α) Υπήρξε μεγάλος αριθμός μνημείων με υψηλή ποιότητα, αν και όχι πάντοτε.
β) Υφίσταται συνέχεια της αρχιτεκτονικής από το Βυζάντιο έως το τέλος τουλάχιστον του 17ου αι.
γ) Η αρχιτεκτονική των μνημείων διατήρησε την αυτοδυναμία της και δεν επηρεάσθηκε αισθητά από ξένα στοιχεία».
« Οι Εκκλησίες της Αγιάς αξίζουν ιδιαίτερης μελέτης, αφού η Αγιά κατά το δέκατο όγδοο αιώνα ήταν μια σχετικά ευημερούσα περιοχή, που είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί καλούς αρχιτέκτονες και τεχνίτες και που, ευτυχώς, επηρεάστηκε πολύ λίγο από τις σύγχρονες επιρροές. Έτσι, οι Εκκλησίες παρέμειναν βασικά άθικτες. Μπορούμε να μάθουμε από αυτές πως η βυζαντινή παράδοση διατηρήθηκε και προσαρμόσθηκε στις ανάγκες των καιρών, και μπορούμε να μάθουμε πως διατηρήθηκαν τα επίπεδα της της τέχνης» (2).
Οι ιστορικοί της τέχνης προβληματίζονται ωστόσο, αν η εποχή της Τουρκοκρατίας είναι ή όχι μια μεγάλη εποχή αρχιτεκτονικής. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι σπουδαία περίοδος (Ορλάνδος – Kiel) και άλλοι πιστεύουν ότι διακρίνεται προσκόλληση στα μεσαιωνικά πρότυπα (Krautheimer) επανάληψη και πτώση της δημιουργικότητος.
Είναι βεβαίως αλήθεια, ότι κατά την Τουρκοκρατία κυριαρχεί πνεύμα απομόνωσης.
—————————————————————————————————————–
(1).- Sir STEVEN RUNCIMAN, Προλογικό του σημείωμα στο, «ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ».
Χαράλαμπος Θ. Μπούρας, «Η βυζαντινή παράδοση στην Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια του 16ου και του 17ου αιώνος», Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1994, σελ. 159-160.
(2).- Sir STEVEN RUNCIMAN, ό.π., ………………
Οι περισσότερες λ.χ. Εκκλησίες της Αγιάς εμφανίζουν σχετική ομοιομορφία ρυθμού και αρχιτεκτονικής. Επομένως, η τάση της μεταβυζαντινής τέχνης να προσβλέπει πάντοτε προς το παρελθόν παρά προς το μέλλον, δικαιολογεί συντηριτισμο και δυσπιστία προς την ευρωπαϊκή εικαστική κουλτούρα.
Υπήρξαν περιπτώσεις όπου αρχιτεκτονικές μορφές στην Αγιά χάθηκαν εντελώς και ανεπίτρεπτα, ύστερα από επεμβάσεις σε διάφορες εποχές («Παναγία» Βαθυρέματος κ.α.), αλλά στην υπό εξέτασιν εποχή βλέπουμε και μεγάλες προθέσεις με υψηλής ποιότητος αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα (Ι. Μ. Εισοδίων Θεοτόκου – Άγιος Παντελεήμονας Αγιάς).
Οι Εκκλησίες και τα μοναστήρια της Αγιάς δεν είναι όπως και οι ειδικοί(3) κατέγραψαν θαυμάσιας καλλιτεχνικής σημασίας, είναι όμως οπωσδήποτε σημαντικές. Αντιπροσωπεύουν ένα ενδιαφέρον στάδιο στην ιστορία της Ελληνικής Εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.
«Η μελέτη αυτών αντιπροσωπευτικών μνημείων της αρχιτεκτονικής των μεταβυζαντινών Εκκλησιών της Αγιάς, έδωσε μια πολύτιμη επίγνωση της θλιβερής ιστορίας της Οθωμανικής κατοχής της Ελλάδας, μιας περιόδου κατά την οποία οι κάποτε υπερήφανοι Έλληνες είχαν υποβιβασθεί σε θέση δεύτερης κατηγορίας μέσα στην ίδια τη χώρα τους ……….……. Το ταπεινό εξωτερικό αυτών των δειγμάτων της μεταβυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής μπορεί να θεωρηθεί ότι αντανακλά, κατά κάποιο τρόπο τη φυσική αιχμαλωσία και τους μορφωτικούς περιορισμούς ….»(4).
Ενδιαφέρουσα κριτική μελήτη των Σ. Μαμαλούκου – Σ. Σδρόλια διά την αρχιτεκτονική των Μονών και Εκκλησιών του Όρους των Κελλίων αναφέρει τα εξής:
«Ορισμένα από τα καθολικά των μοναστηριών των Κελλίων ήταν κτήρια υψηλών προθέσεων, όπως εκείνα της Μονής του Στομίου και του Παλιομονάστηρο του Κόκκινου Νερού, ενώ άλλα ήταν μικρά και πιο ταπεινά κτίσματα, πάντως οι περισσότερες εκκλησίες ήταν μετρίων διαστάσεων. Σε πολλούς ναούς διαπιστώνεται η συνήθης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική πρακτική της προσθήκης προσκτισμάτων, κυρίως ναρθήκων και εξωναρθήκων ή στοών.
Από την άποψη της τυπολογίας, στη ναοδομία των Κελλίων διαπιστώνεται με-
γάλη σχετικά ποικιλία. Οι περισσότεροι από τους σωζόμενους ναούς ανήκουν στον
—————————————————————————————————————–
(3).- Sir STEVEN RUNCIMAN, ό.π., ………………
(4).- Ιωάννη Κουμουλίδη, Εισαγωγή (σ. 19), Μεταβυζαντινές Εκκλησίες της Επαρχίας Αγιάς Θεσσαλίας.
ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο των μονόχωρων δρομικών(5). Ένας μόνο από τους ναούς, ο ναός της Παναγίας στην Καρίτσα, ανήκε κατά πάσα πιθανότητα στον τύπο των τρίκλιτων βασιλικών. Επίσης ένας μόνο ναός, ο ναός στη θέση Τσιλιγιώργη του Κόκκινου Νερού, ανήκε στον τύπο των μονόχωρων τρικόγχων. Τέσσερις, τέλος, ναοι, τα καθολικά των μονών Αγίων Αποστόλων και Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο, Παλιομονάστηρου Κόκκινου Νερού και ο ναός του οικοπέδου Τσανάκα, επίσης στο Κόκκινο Νερό, από τους οποίος ο πρώτος είναι ίσως μεταβυζαντινός, ανήκουν στον τύπο του στραυροειδούς εγγεγραμμένου. Οι τρεις πρώτοι ήταν σύνθετοι τετρακιόνιοι, ανήκαν, δηλαδή, σε έναν τύπο του οποίου λίγα παραδείγματα μας είναι προς το παρόν γνωστά στη Θεσσαλία(6). Ο τέταρτος ήταν μάλλον δικιόνιος. Η ποικιλία που παρατηρείται στο σύνολο των εκκλησιών που εξετάσθηκε παρουσιάζει ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο. Από αυτήν αποδεικνύεται ότι ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού όχι μόνο δεν αποτελεί τη μοναδική αλλά ούτε καν την πιο συνηθισμένη επιλογή στα καθολικά των μικρότερων και λιγότερο σημαντικών βυζαντινών μοναστηριών. Ενδιαφέρον εξάλλου παρουσιάζει η απουσία μεταξύ των γνωστών καθολικών των μονών των Κελλίων ναών αθωνικού τύπου, πράγμα που πιστοποιεί τη μιρή σχετικά διάδοση του τύπου στη μέση βυζαντινή περίοδο(7).
Τόσο στον τομέα της τυπολογίας, όσο και – κυρίως – σε εκείνους της μορφολογίας και της κατασκευής οι βυζαντινοί ναοί των Κελλίων είναι σαφές ότι συνδέονται περισσότερο με την οικοδομική παράδοση της Μακεδονίας, πράγμα που, όπως έχει παρατηρηθεί, ισχύει σε μεγάλο βαθμό στη Θεσσαλία(8). Η εξέταση ναών που για πρώτη φορά παρουσιάζονται εδώ, όπως τα καθολικά των Μονών στις θέσεις Λουτρός στο Ακρωτήριο Δερματάς και Μονόπετρα, επιβεβαιώνουν σαφώς την παραπάνω άποψη. Από τα μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία που εντοπίζονται στους ναούς του Ανατολικού Κισσάβου, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εξής:
α) Οι όψεις των περισσοτέρων ναών ήταν διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα και οι εσωτερικές επιφάνειες των ταοίχων τους ήταν σε πολλές περιπτώσεις διαρθρω-
—————————————————————————————————————-
(5).- Σχετικά με το τύπο και τη διάδοσή του βλ. Μπούρας – Μπούρα 2002, 344-345 όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
(6).- Σδρόλια 2000, 202. Στα παραδείγματα ναών του τύπου που παρατίθενται από την Σδρόλια πρέπει να προστεθεί και το Καθολικό της Μονής Ξενιάς (Μαμαλούκος 2005 β, 198-199).
(7).- Σχετικά με τον ορισμό και την προέλευση του τύπου βλ. Μαμαλούκος 2001, 138-152.
(8).- Νικονάνος 1979, 107, Βελένης 2003, 69 σημ. 113, 104 και σημ. 189. η σχέση, εξ άλλου, που σύμφωνα με μιαν άποψη του καθ. Γ. Βελένη, ενδεχομένως υπάρχει μεταξύ της αρχιτεκτονικής των Κελλίων και εκείνης της Νίκαιας δεν μπορεί, προς το παρόν, να αποκλεισθεί (Βελένης 2003, σημ. 189).
μένες με παραστάδες, σε αντιστοιχία με τα τόξα που έφεραν τη θολοδομία, κατά το σύστημα της «Σχολής της Κωνσταντινούπολης»(9).
β) Εξωτερικά οι κόγχες ήταν συνήθως τρίπλευρες, κατά το σύνηθες στη δεύτερη χιλιετία. Οι τοίχοι των φτωχότερων, κυρίως, ναών ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή, από τοπικούς λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν πλίνθοι ή πλινθία, κάποτε με τρόπο που έδινε την εντύπωση αμελούς πλινθοπερίκλειστου συστήματος δομής(10).
γ) Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε εκείνες του καθολικού του Παλιομονάστηρου του Κόκκινου Νερού και, ίσως, και εκείνου της Μονής Στομίου, οι τοίχοι ήταν κτισμένοι από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής, δηλαδή κατά το σύνηθες στην αρχιτεκτονική της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως και των περιοχών της επιρροής της «μικτό σύστημα» τοιχοποιίας, το γνωστό από τη Ρωμαϊκή εποχή ως «opus mixtum»(11). Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, στο καθολικό του Παλιομονάστηρου και το ναό της Παναγίας Βιλίκα, έχει χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία οπτοπλινθοδομή κατασκευασμένη κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου(12). Όσον αφορά την κατασκευή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός σε ορισμένα από τα εξεταζόμενα κτήρια, όπως στο καθολικό της Μονής Στομίου, παραδειγμάτων συστημάτων ενισχύσεως της τοιχοποιίας με ξυλοδεσιές(13) και θεμελιώσεως των κιόνων σε ανεξάρτητα μεταξύ τους και από τους τοίχους βάθρα και όχι σε διασταυρούμενους «θεμελιότοιχους» ή άλλα εξελιγμένα συστήματα(14), μιας πρακτικής η οποία φαίνεται ότι ήταν επίσης συνήθης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική(15).
Καθίσταται σαφής η μεγάλη σημασία της αρχιτεκτονικής των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών μοναστηριών του Όρους των Κελλίων και το ενδιαφέρον που αυτή παρουσιάζει για τη μελέτη της αρχιτεκτονικής όχι μόνο της Θεσσαλίας, αλλά και των γειτονικών περιοχών και της βυζαντινής αρχιτεκτονικής εν γένει, ώστε να καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για πραιτέρω έρευνα και προστασία των μνημείων».
—————————————————————————————————————-
(9).- Πρόχειρα βλ. σχετικά Μπούρας 1994, 224.
(10).- Για το σύστημα βλ. Μπούρας – Μπούρα 2002, 457-458, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
(11).- Για το «μικτό σύστημα» τοιχοποιίας βλ. πρόχειρα Βελένης 1984, 46-47, όπου και βιβλιογραφία. Βλ. επίσης Vocotopoulos 1981, 553, Ousterhout 1999, 169 και Μαμαλούκος 2001, 178.
(12).- Για το σύστημα αυτό κατασκευής βλ. πρόχειρα Μαμαλούκος 2001, 178, σημ. 447, όπου η προγενέστερη βιβλιογραφία.
(13).- Για το σύστημα βλ. πρόχειρα Μαμαλούκος 2001, 179, όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία.
(14).- Για τα ζητήματα θεμελιώσεων στη βυζαντινή αρχιτεκτονική βλ. πρόχειρα Ousterhout 1999, 157-169. Βλ. επίσης Μαμαλούκος 2005 α, 11.
(15).- Μαμαλούκος 2005 α, 11.
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
Όλες οι Εκκλησίες της Αγιάς είναι πλούσια διακοσμημένες και έχουν τοιχογραφίες που κυμαίνονται εξ’ απόψεως τεχνικής μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα. Εξαίρεση αποτελεί ο Ναός της Παναγίας Βαθυρέματος 10ου αι. ο οποίος κοσμείται δια τριών επιστρώσεων τοιχογραφιών και τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων των οποίων οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στα μέσα του 12ου αιώνος.
Οι τοιχογραφίες των Ναών που μέχρι σήμερα διατηρούνται μαρτυρούν την ανάπτυξη της Χώρας Αγιάς κατά τον 18ο αι.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αγιογράφοι της εποχής, με εξαίρεση τους Χιοναδίτες, δεν υπογράφουν τα έργα τους. Ούτω πως, δεν διασώζονται ονόματα αγιογράφων εκτός όσων εικάζεται ότι ανήκουν στο «εργαστήριο της Αγιάς».
«Οι ζωγράφοι της Αγιάς τηρώντας την ανωνυμία τους, τήρησαν την παράδοση του Βυζαντίου, φαινόμενο το οποίο δεν είναι συνηθισμένο στους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες της Τουρκοκρατίας» (1).-
Ο Sir Steven Runciman, στον πρόλογο του σχετικού με τον Άγιο Παντελεήμονα Αγιάς βιβλίο των Τ.Α. Κουμουλίδη και Κρίστοφερ Ουώλτερ το έτος 1975, υποστηρίζει ότι: «Η βυζαντινή τέχνη ήταν κυρίως θρησκευτική. Ο σκοπός της ήταν να εκφράσει αιώνιες αλήθειες με ένα ορατό τύπο για τη δόξα του Θεού και έπαιζε έναν ουσιαστικό ρόλο στη λατρεία του. η αρχιτεκτονική και ο διάκσμος μιας εκκλησίας ήταν ένα σημαντικό πλαίσιο για τη Λειτουργία. Η Εκκλησία είχε αποφασίσει ότι η τέχνη της έπρεπε να επιζήσει. Λίγα όμως μπορούσε να κατορθώσει. Πάντοτε δεν είχε χρήματα. Στις πόλεις τα ιερώτερα οικοδομήματά της το ένα μετά το άλλο τα οικειοποιήθηκαν οι κατακτητές. Δεν επιτρεπόταν να κτιστεί κανένα νέο θρησκευτικό οικοδόμημα, εκτός εάν επρόκειτο για κάποιο ταπεινό και άσημο. Μόνο σε μερικά μέρη, όπου υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες, ιδιαιτέρως στη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους, μπορούσαν να συνεχιστούν η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική, όσο βέβαια το επέτρεπαν τα οικονομικά μέσα των μοναχών. Υπήρχαν επίσης μια δυό περιφέρειες, στις οποίες ο τουρκικός νόμος ήταν σχετικά χαλαρός. μία από αυτές ήταν η Θεσσαλία. Εκεί στους λόφους που περιέβαλαν την κεντρική πεδιάδα, αναπτύχθηκε και ευημερούσε ένας σημαντικός αριθμός μικρών ελληνικών κωμοπόλεων. Ταξιδιώτες περιηγητές κατά τον 17ο και 18ο αιώνα αποκόμισαν ευχάριστες εντυπώσεις από αυτές και την ύπαιθρο που τις περιεβα-
—————————————————————————————————————–
(1).- Τζών Κουμουλίδης –Λάζαρος Δεριζιώτης, Εκκλησίες της Αγιάς, βλ. επίλογος σ. 163.
λε. Κι αυτές επρόκειτο να καταρρεύσουν στην πορεία του 19ου αιώνα, όταν η Θεσσαλία έγινε μια αμφισβητούμενη συνοριακή επαρχία. Μέσα και γύρω από αυτές τις κωμοπόλεις, μπορούσαν να συνεχιστούν, σύμφωνα με την παλιά παράδοση, η Αριτεκτονική και η Ζωγραφική(χ)».
Τα νεώτερα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι, οι ζωγράφοι της Αγιάς μεταξύ των ετών 1740-1763 λειτουργούσαν ως ομάδα με επικεφαλής ίσως τον ιερέα Θεόδωρο εξ Αγιάς έχοντας σπουδαίο αγιογραφικό πρόγραμμα, εκκλησιαστικό ήθος και θεολογική παιδεία.
Ο Τζων Κουμουλίδης αναφέρει:
«Οι πλούσιες διακοσμήσεις του εσωτερικού των εκκλησιών αυτών είναι ενδεικτικές του πνεύματος του ελληνικού λαού. Κατά τα χρονια της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ ο λαός της Ελλάδας καταναγκαζόταν σε πολιτική και πνευματική αιχμαλωσία, παρέμεινε πνευματικά ελεύθερος. Η ανάγκη των Ελλήνων να συμμετέχουν και να ανήκουν σε κάτι, ικανοποιούνταν από την εκκλησία, το μόνο βυζαντινό θεσμό που επιτρεπόταν να επιζήσει κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας».
«Η ζωή στην Αγιά αλλά, επειδή έτσι ταιριάζει στους περισσότερους ανθρώπους της Αγιάς. Ελκυστικά παλαιά λιθόκτιστα σπίτια ωκατεδαφίζονται και στη θέση τους χτίζονται άλλα από τσιμέντο και τούβλα. Οι όμορφοι κήποι και οι αυλές υποχωρούν σιγά-σιγά -αλλοίμονο!- στα επιδεικτικά πλαστικά λουλούδια και άλλα άγουστα δείγματα του βιομηχανοποιημένου και συνθετικού κόσμου του εικοστού αιώνα».
Η κ. Σδρόλια επίσης, σε ανέκδοτη μελέτη της, αναφέρει:
«Οι ζωγράφοι της Αγιάς στα τέλη του 16ου και στο πρώτο μισό του 17ου αιώνος οι οποίοι κινούνται και στην περιοχή της Καρίτσας μιμούνται ζωγράφους που εξακολουθούν να εφαρμόζουν τις αρχές της παλαιολόγειας ζωγραφικής, εμπλουτισμένες από τα επιτεύγματα της εποχής τους και ιδίως της Κρητικής σχολής, χωρίς έντονα αντικλασικά χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν άλλα μακεδονικά εργαστήρια».
«Ο ζωγράφος Θεόδωρος από την Αγιά, ο οποίος εργάσθηκε στην Καρίτσα (Ι. Μονή Στομίου 1758), Αγιά (1749) και Καρδίτσα (1754) εντάσσεται στο λεγόμενο «Εργαστήριο της Αγιάς», το οποίο από τη δεκαετία του 1740 και εξής οδήγησε την τέχνη σε νέους δρόμους».
———————————————————————————————————————————————————–
(χ).- John T. A. Koumoulides – Walter Christopher, Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία εις την Αγιά Θεσσαλίας, Ελλάδος: Η τέχνη και η Αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου του Αγίου Παντελεήμονος (Λονδίνο: Zeno Publishers 1975).
«Η ανανέωση της ζωγραφικής που θα επιχειρήσει από την 4η δεκαετία του 18ου αιώνα ο ζωγράφος Θεόδωρος, δεν παρουσιάζει την ξηρότητα άλλων διακόσμων της εποχής αυτής, όπως της Ι. Μ. Παντελεήμονος Αγιάς 1721» (1) .
Εις την Διδακτορική Διατριβή του κ. Ιωάννη Κ. Τσιουρή με θέμα: «Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του Καθολικού της Μονής Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας (1758) και η εντοίχια θρησκευτική ζωγραφική του 18ου αιώνα στην περιοχή των Αγράφων», περιλαμβάνεται κεφάλαιο, με αντικείμενο μελέτης τον Ζωγράφο Θεόδωρο Ιερέα και τα εντοίχια έργα που αποδίδονται σ’ αυτόν και τον κύκλο του.
Ο ερευνητής τοποθετεί τον Θεόδωρο ως μέλος ενός τοπικού εργαστηρίου ζωγραφικής το οποίο ονομάζει «Εργαστήριο της Αγιάς».
Η περίοδος παραγωγής του εργαστηρίου καλύπτει επτά δεκαετίες μέσα στην οποία εργάζονται αρκετοί αγιογράφοι, εκ των οποίων γνωρίζουμε τα ονόματα μόνο τεσσάρων:
α) Θεόδωρος από την Αγιά (Κοίμηση Θεοτόκου Αστρίτσας, 1734)
β) Θεόδωρος Ιερέας Αγιώτης (Ι. Μ. Αγίων Αποστόλων Αγιάς , 1756 + μέρος του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Αγιάς, 1749, / ; Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Λεύκης Καρδίτσας / Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας ;1762, / Στόμιο 1758)
γ) Κωνσταντίνος και ανώνυμος εκ Σελίτσανης (Ι. Μ. Εισοδίων της Θεοτόκου Μεταξοχωρίου)
δ) Παρ(θένιος) και τους μαθητές του ………………………. υπογράφει σε φορητή εικόνα της Αγίας Τριάδος (1734) εκ του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Αγιάς.
Οι Ναοί που τοιχογραφήθηκαν από τους εκπροσώπους
του εργαστηρίου Αγιάς
- Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Αστρίτσας 1734 μ.Χ.
- Παρεκκλήσιον του Αγίου Αντωνίου της Ιεράς Μονής Αγίου Αθανασίου Τσαριτσάνης Ελασσόνας 1746 μ.Χ.
- Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Αγιάς 1749 μ.Χ.
- Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης 1749/50 μ.Χ.
- Ιερά Μονή Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Αγιάς 1756 μ.Χ,
- Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Λεύκης Καρδίτσας 1754 μ.Χ.
—————————————————————————————————————–
(1).- Βλ. και Σταυρούλα Σδρόλια, Η ζωγραφική της Μονής της Θεοτόκου στο Πολυδένδρι Αγιάς (1590), Δ.Χ.Α.Ε., περ. Δ΄, τομ. ΚΖ΄, σελ. 221-232, Αθήνα 2006.
7. Ιερά Μονή Παναγίας Αγίου Δημητρίου Οικονομείου ;1758 μ.Χ.
8. Παρεκκλήσιον Αγίου Διονυσίου Ολύμπου στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Λιτοχώρου ;1762 μ.Χ.
- Ιερά Μονή Εισοδίων Θεοτόκου Μεταξοχωρίου Αγιάς 1797 μ.Χ.
Η θέση του Θεοδώρου Ιερέως στο Εργαστήριο της Αγιάς(χ).
Η εύπορη, κατά την εξεταζόμενη περίοδο Αγιά(1), αποτέλεσε το κέντρο του Εργαστηρίου αυτού, καθώς σχεδόν όλοι οι γνωστοί στην έρευνα ζωγράφοι κατάγονται από αυτήν και την περιοχή της. Η ανάπτυξη του εμπορίου της, η εσωτερική μετανάστευση κατοίκων της Μακεδονίας και ιδίως της Βέροιας σε αυτήν(2) και συγχρόνως η δραστηριότητα Αγιωτών στη Ρουμανία συνετέλεσε μεταξύ άλλων στο καταστάλαγμα στη θρησκευτική τέχνη της περιοχής, κατά τον εξεταζόμενο αιώνα, αισθητικών αντιλήψεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν από μια τάση ανανέωσης μέσω της συνδυαστικής χρήσης «παραδοσιακών» φορμών και «νεωτεριστικών» σχημάτων.
Η σύντομη παρουσίαση των εντοπισμένων εντοίχιων έργων που εντάσσονται στο Εργαστήριο της Αγιάς, σε συνδυασμό με την αντιπαραβολή των παραστάσεών τους με αυτές της Ι.Μ. Δρακότρυπας δείχνει όχι μόνο τη θέση του Θεοδώρου Ιερέως εντός αυτού, αλλά και τις καλλιτεχνικές καταβολές, ως σύνολο, των υπολοίπων ζωγράφων.
Οι εμφανείς εικονογραφικές επιρροές στο έργο τους και από τις δύο κυρίαρχες Σχολές του 16ου αιώνα, η σύνδεσή τους με τη ζωγραφική της Καστοριάς, δικαιολο-γούμενη από τα εντοίχια σύνολα των προηγούμενων αιώνων στην περιοχή, η ζωγραφική των οποίων σχετίζεται με αυτήν της Μακεδονίας(3), η γνώση Επτανησιακών έργων τέχνης, η προέλευση των πρώτων τουλάχιστον εξ αυτών από τη Ρουμανία(4) και τέλος η χρήση ορισμένων παλαιολόγειων εικονογραφικών θεμάτων, δημιουργούν ένα ιδιότυπο σύνολο με σαφώς αναγνωρίσιμα εικονογραφικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά.
—————————————————————————————————————–
(χ).- Ιω. Κ. Τσιουρή.
(1).- Για την ιστορία της Αγιάς κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 4, 528-531, βλ. Κουμουλίδης Τζ. – Δεριζιώτης Λ., Αγιά, 16 κ.ε., με παλαιότερη βιβλιογραφία.
(2).- Χαρακτηριστικό είναι ότι στην περιοχή της Αγιάς εικονίζεαι πολύ συχνά ο Άγιος Αντώνιος ο εκ Βεροίας. Για τον Άγιο βλ. Χιονίδης Γ., Ιστορία της Βέροιας, 170, με παλαιότερη βιβλιογραφία.
(3).- Οι περισσότεροι ναοί είναι αδημοσίευτοι. Για ορισμένους από αυτούς βλ. Κουμουλίδης Τζ. – Δεριζιώτης λ., Αγιά, 34 κ.ε.
(4).- Από το Βουκουρέστι δηλώνουν την προέλευσή τους ο Παρ(θένιος;) με τους μαθητές του στην φορητή εικόνα στον Άγιο Γεώργιο Αγιάς (1734) και ο Θεόδωρος σε φορητή, επίσης, εικόνα στην Ι. Μ. Σπηλιάς.
Ως προς το θεματολόγιό τους φαίνεται ότι αυτό είναι κοινό και αρκετές παραστάσεις στηρίζονται σε ανθίβολα παρόμοια ή παραπλήσια μεταξύ τους, στα οποία, συνήθως, το κεντρικό θέμα παραμένει το ίδιο, ενώ παραλλάσσει ανά ζωγράφο ο περιβάλλων χώρος και τα επιμέρους δευτερεύοντα χαρακτηριστικά.
Παρά, όμως, την κοινή καλλιτεχνική καταγωγή των ζωγράφων και τον κοινό, επίσης, χώρο στον οποίο κινούνται, οι επιμέρους τεχνοτροπικές, κυρίως, διαφοροποιήσεις στο έργο τους προσδιορίζουν δύο τουλάχιστον τάσεις εντός του Εργαστηρίου κατά τη διάρκεια των χρόνων της ακμής του (1734-1762). Η πρώτη εκφράζεται με τους διάκοσμους των Ι.Μ. Σπηλιάς και Δροσάτου, του κυρίως ναού του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης και του Αγίου Γεωργίου Λεύκης (συνεργάτης Θεοδώρου Ιερέως). Οι συγκεκριμένοι ζωγράφοι χαρακτηρίζονται για τη μικρογραφική και διακοσμητική διάθεση στην απόδοση επιμέρους στοιχείων της κάθε σύνθεσης και την προσθήκη με πιστότητα αλλά και προσαρμογή στο προσωπικό τους ύφος «νεωτεριστικών» εικονογραφικών θεμάτων, όπως η Λειτουργία των Αγγέλων του Δαμασκηνού, το εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλου στις Ι.Μ. Σπηλιάς και Δροσάτου και ο ύμνος Άξιον Εστίν.
Στη δεύτερη τάση εντάσσονται ο Άγιος Γεώργιος και οι Άγιοι Απόστολοι Αγιάς, η ζωγραφική των εξωτερικών όψεων του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης και το παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου της Ι.Μ. Αγίου Αθανασίου Τσαριτσάνης, η Ι. Μ. Δρακότρυπας, καθώς και μέρος του κυρίως ναού και ο νάρθηκας του Αγίου Γεωργίου Λεύκης. Η ζωγραφική των μνημείων αυτών μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συντηρητική σε σχέση με τα προηγούμενα, κυρίως ως προς τη χρήση λιγότερων διακοσμητικών μέσων και την έμφαση στο κυρίως γεγονός παρά στα περιβάλλοντα αυτό στοιχεία, πρόσωπα, οικοδομήματα και φυσικό τοπίο.
Κύριος εκπρόσωπος αυτής της τάσης είναι ο Θεόδωρος Ιερέας καθώς τα περισσότερα από τα αναφερόμενα παραπάνω μνημεία αποδίδονται στον ίδιο. Παρά τη συνεργασία του με ζωγράφους περισσότερο δεκτικούς από ότι ο ίδιος σε θέματα ξένα στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση, εμφανίζεται εξαιρετικά επιλεκτικός και εκλεκτικός στην επιλογή των εικονογραφικών θεμάτων και των εικονογραφικών τους τύπων του.
Στα σαφώς αναγνωρίσιμα έργα του Θεοδώρου παρατηρείται γνώση ενός ποικίλου και ιδιαίτερα πλούσιου θεματολογίου, μέσα από το οποίο αντλεί ανά περίσταση και πιθανώς και με τη συμβολή των χορηγών. Ως προς τους εικονογραφικούς τύπους των σκηνών αλλά και των μεμονωμένων μορφών δεν παρατηρείται κάποια διαφοροποίηση ανά διάκοσμο, παρά το πέρασμα αρκετών χρόνων από το πρώτο μνημείο (Άγιος Γεώργιος Αγιάς) μέχρι και το τελευταίο γνωστό (Ι.Μ. Δρακότρυπας). Η ίδια αυτή παρατήρηση ισχύει και για ορισμένες φορητές από τη μονή και φυλασσόμενες σήμερα στον ενοριακό ναό της Δρακότρυπας, οι δεσποτικές εικόνες των Αγίων Αποστόλων και η εικόνα του Ακαθίστου Ύμνου (1762) στο ναό του Αγίου Γεωργίου Αγιάς(5). Μάλιστα η τελευταία χρονολογεί τουλάχιστον μέχρι το 1762 τη δράση του ζωγράφου μας».
Ο ιερέας Θεόδωρος κατά τον κ. Κ. Τσιουρή, φέρεται να έχει αρχίσει την αγιογραφική του δράση με τον Άγιο Γεώργιο Αγιάς (1749) και να έχει ως τελευταίο του γνωστό έργο την Ι.Μ. Δρακότρυπας (+- 1762 και πέντε φορητές εικόνες στην ενορία της Δρακότρυπας).
Οι φορητές εικόνες των Αγίων Αποστόλων και η του Ακαθίστου Ύμνου στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Αγιάς, χρονολογούν μέχρι το 1762 τη δράση του βασικού ζωγράφου στο εργαστήριο της Αγιάς.
Ωστόσο, οι επιγραφές των Ναών της Κουκουράβας εκτείνουν την δράση του Θεοδώρου Ιερέως, δέκα ακόμη χρόνια(6).
———————————————————————————————————————————————————–
(5).- Οι φορητές εικόνες, που είναι αδημοσίευτες, δεν φέρουν κάποια επιγραφή που να προσδιορίζει τον ζωγράφο εκτός από αυτήν του Αγίου Γεωργίου Αγιάς που φέρει τη χρονολογία 1762. τα εικονογραφικά, όμως, και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τους οδηγούν με ασφάλεια στην απόδοσή τους στον Θεόδωρο Ιερέα.
(6).- Ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής (βλ. σελ. …………) ανιστορήθη το έτος 1740 μ.Χ. και ο Ναός του Αγίου Αθανασίου το 1763 μ.Χ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
2. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Η εκπαίδευση από την περίοδο της Τουρκοκρατίας έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
«Η επαρχία Αγιάς έχει να επιδείξη σχολείον από του 1700. Τούτο ελειτούργει εν Μεγαλοβρύσω (Νιβόλιανη) όπου το 1745 διδάσκει ο μοναχός Ευστάθιος. Εκτός του εν Αγιά διδάξαντος διδασκάλου Γ. Καρτερού βεβαιοί τούτο και ο Τρ. Ευαγγε-λίδης ο οποίος γράφει: «Νιβολιάνης κώμης ου μακράν της Αγυιάς …… τω 1700 διετήρει σχολείον, ου διδάσκαλον γινώσκομεν τω 1745 τον μοναχόν Ευστάθιον. Δεδομένου δε ότι αι Μηλεαί έχουν σχολείον από του 1760 κατά τους Δημητριείς, η επαρχία Αγιάς έχει να επιδείξη σχολείον 60 έτη πρότερον. Ενώ εν Μεταξοχωρίω (Ρετσάνη) Αγιάς αναφέρεται σχολείον από του 1780. εν Αγιά κατά την κατωτέρω μαρτυρίαν των ιδίων Δημητριέων (Κωνσταντά και Φιλιππίδου)(1)».
«Το πρώτο σχολείο στην επαρχία Αγιάς σύμφωνα με τη μαρτυρία λειτούργησε στο μοναστήρι της Παναγίας, που είναι το παλιότερο χτίσμα στο χωριό.
Επώνυμος δάσκαλος μέχρι το 1900 δεν είναι γνωστός στο χωριό μας μετά το μοναχό Ευστάθιο και τον «κυρ-Γεώργιος δάσκαλος» που αναφέρεται και σε άλλες μαρτυρίες για το χωριό μας. Από μια στατιστική του Μιλτιάδη Δάλλα παρμένη από το αρχείο του Ιωάννη Δάλλα βλέπουμε ότι το 1880 η Νιβόλιανη είχε 550 κατοίκους, ένα σχολείο και 40 μαθητές. Η στατιστική ακόμα αναφέρει ότι οι δάσκαλοι την εποχή εκείνη πληρώνονταν από την εκκλησία.
Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 έγιναν ριζικές αλλαγές στην παιδεία σε όλη την Ελλάδα και στον επαρχιακό μας χώρο χτίστηκαν αρκετά σχολεία. Ας δούμε τι μας λέει σχετικά ο Μιλτιάδης Δάλλας: «Κατά το πρώτον έτος της απελευθερώσεως (1881-1882) ιδρύθησαν 6 σχολεία εν ισαρίθμοις χωρίοις (Αθανάτη, Μεταξοχώρι, Ποταμιά, Κουκουράβα, Σκήτη, Βουλγαρινή) και ούτω ήμερον αριθμούνται εν τη επαρχία 22 σχολεία, (31 προ της συγχωνεύσεως εις μεικτά). Τα σχολεία ταύτα κατανέμονται αναλόγως του αριθμού των δασκάλων. Έν εξατάξιον Αγιάς. Τριτάξια 4 (Αθανάτης, Ανατολής, Σκλήθρου, Καρίτσης). Διτάξια 5 (Μεταξοχωρίου, Μεγαλοβρύσου, Δογάνης, Σκήτης, Βουλγαρινής). Μονοτάξια 12 (Νερομύλων, Αετολόφου, Καστρίου, Καλαμακίου, Κουκουράβας, Κερμελί, Ποταμιάς, Σωτηρίτσας, Μαρμαρίνης, Τζιούξανης, Γερακαρίου και Στομίου)(2)».
—————————————————————————————————————–
(1).- Ηλία Π. Γεωργίου, Η περί των Αγιωτών άδικος κρίσις του Γρηγ. Κωνσταντά, Θ.Χ., έκτακτη έκδοση, Αθήνα 1965, σελ. 514-526.
(2).- Αντωνίου Π. Παπαμιχαήλ, Το Μεγαλόβρυσο της Αγιάς (Νιβόλιανη), Εκδ. Κοινότητας Μεγαλοβρύσου, Κέντρο Τύπου Αγιάς, 1998, σελ. 222-223.
Ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς, που επισκέφθηκε το Μεγαλόβρυσο το 1889, αναφέρει τα εξής:
«Είδομεν οικίσκον διώροφον αρκούντως ευρύχωρον υπέρ ου εδαπανήθησαν διακόσιαι πεντήκοντα και μόνον δραχμαί. Αλλ’ επειδή το σχολείον ακόμη δεν ήτο τελειωμένον αι παραδόσεις γίνονται υπό τον νάρθηκα του αντίκρυ κειμένου ναού του Αγίου Αθανασίου. Ο νεαρός δημοδιδάσκαλος εκτελεί το καθήκον του ευσυνειδήτως καίτοι στερούμενος όλων των προς διδασκαλίαν απαιτουμένων, αλλά δεν τολμώ να επικρίνω τους Νεβολιανούς αφού άλλοι ασυγκρίτως ευπορώτεροι δήμοι του κράτους κλείουν τα παιδία μέσα εις σκοτεινάς και δυσώδεις τρώγλας κατασκευάζουν δε διά τους κακούργους υπό την επιτροπείαν ευαισθήτων κυρίων και κυριών καθαρά και ευάερα σωφρονιστήρια, εξ’ ου αγόμεθα εις το συμπέρασμα ότι η ελληνική κοινωνία θα ελάμβανε και υπέρ των παίδων κάποιαν πρόνοιαν, εάν εβεβαιούτο ότι θα γίνωσιν αφεύκτως και αυτά προϊούσης της ηλικίας κακούργοι». (Περιοδικό «ΕΣΤΙΑ», 1889, τομ. Α΄, σελ. 38).
Ο Γ. Δ. Καρτερός, δάσκαλος της Αγιάς της εποχής εκείνης, ο οποίος έκανε εκτενείς περιγραφές για το χωριό μας επισκεπτόμενος το δημοτικό σχολείο για επιθεώρηση, σκιαγραφεί την κατάσταση στην εκπαίδευση σε δύο γραμμές: «Περί δε των εξετάσεων του σχολείου δυστυχώς θεωρώ πάντη περιττόν και αυτόχρημα άγονον ως εκ της παντελώς αμεθόδου του διδάσκοντος διδασκαλίας». (Περιοδικό «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ», τομ. Β΄, 1890, σελ. 173).
α) Ιστορία της εκπαιδεύσεως εν Αγιά.
Είναι γνωστό στους φιλίστορες ότι παλιότεροι συγγραφείς, αναφερόμενοι στην Αγιά, σχολιάζουν δυσμενώς την έλλειψη ενός σχολείου ανώτερου επιπέδου σ’ αυτήν. Πρώτοι οι Δημητριείς έγραψαν στα 1791 τα εξής: «Οι Αγειώται (ας είν’ καλά ο φιλομαθής επίσκοπός τους) είναι αμαθείς, και κρίμα στα προνόμια και προτερήματα οπού έχει ο τόπος τους. Όταν διαβάσουν τον παρόντα λόγο, ας μη θυμώσουν, αλλά ας πασχίσουν να εξαλείψουν το πράγμα από πάνω τους και τότε λέγονται προκομμένοι και άξιοι του τόπου οπού κατοικούν»(1). Λίγο αργότερα, ο Ιωάννης Οικονόμος ο Λαρισαίος, αναφερόμενος στους Αγιώτες, έγραψε τα εξής: «Ελληνικόν σχολείον ανάλογον καν δια τον τόπον των, δεν εστάθησαν ποτέ καλοί να συστήσουν. Η αμάθεια και το φιλοτάραχόν των ευρίσκονται εις άκρον βαθμόν»(2).
—————————————————————————————————————–
(1).- Δανιήλ Φιλιππίδης – Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδος, επιμέλεια Αικ. Κουμαριανού, «Ερμής», Αθήνα 1970, 122.
(2).- Οικονόμος Λαρισαίος, Ι. Αληθινή ιστορία του Λουκιανού Σαμοσατέως. ΙΙ. Ιστορική τοπογραφία ενός μέρους της Θετταλίας, εισαγωγή – φροντίδα Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα 1989, 184.
Οι παραπάνω κατηγορίες, οι οποίες συμπυκνώνονται στο χαρακτηρισμό των Αγιωτών ως αμαθών, οδήγησαν τον Γ. Κορδάτο, το 1960, να γράψει ότι στην επαρχία της Αγιάς «δεν υπήρχε σχολείο της προκοπής κατά το τέλος του 18ου αιώνα, τον καιρό δηλαδή που η βιοτεχνική ανάπτυξή της παρουσίασε την μεγαλύτερη άνοδο. Αργότερα το σχολείο της Αγιάς παρήκμασε»(3).
Για να αντικρούσει τα παραπάνω επιπόλαια συμπεράσματα των συγγραφέων, ο Ηλίας Γεωργίου προέβη στη σύνταξη μιας μελέτης, με την οποία ανασκεύασε τις άδικες κρίσεις για το εκπαιδευτικό έλλειμα των Αγιωτών(4).
Οι Δημητριείς δεν αναφέρουν καν τη λειτουργία σχολείου των κοινών γραμμάτων στην Αγιά, την εποχή τους, αλλά ειρωνεύονται τον επίσκοπο της Δημητριάδας, που ήταν ποιμενάρχης και της Αγιάς, ξεχνώντας ότι στη δικαιοδοσία του υπάγονταν τα σχολεία του Πηλίου τα οποία αυτοί εκθειάζουν. Αναφερόμενοι, όμως στην εκτροφή του μεταξοσκώληκα, μας πληροφορούν ότι «(…..) δεν είναι σαράντα χρόνοι οπού την έφερεν [την σηροτροφία] ένας παιδοδιδάσκαλος (….)»(5).
Εύστοχα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα 40 χρόνια από το 1791, χρόνο έκδοσης του έργου των Δημητριέων, σημαίνουν ότι το 1751 ο παιδοδιδάσκαλος, εκτός από την σηροτροφία, δίδασκε στα παιδιά των Αγιωτών και τα ελληνικά γράμματα. Εκτός από το σχολείο αυτό, στην περιοχή της Αγιάς λειτουργούσαν και άλλα. Στο Μεταξοχώρι δίδασκε, το χρονικό διάστημα 1735-1741, ο ιερομόναχος Χριστόφορος(6) και στο Μεγαλόβρυσο, το 1745, ο μοναχός Ευστάθιος(7). Στο Μεταξοχώρι, ήδη από το 1780, χρησιμοποιούνταν ως σχολείο δύο δωμάτια του Μετοχίου κοντά στο ναό του Αγίου Νικολάου(8).
Έτσι λοιπόν, είναι πράγματι άδικη η κρίση των Δημητριέων. Οι Αγιώτες μπορεί να μην είχαν σχολείο σαν το περίφημο σχολείο των Αμπελακίων, είχαν όμως σχολείο των κοινών γραμμάτων ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα.
—————————————————————————————————————–
(3).- Γ. Κορδάτος, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960, 587, 598, σημ. 1.
(4).- Ηλία Γεωργίου, Η περί των Αγιωτών άδικος κρίσις του Γρηγ. Κωνσταντά, Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτη έκδοση, Αθήναι 1965, 514-526.
(5).- Δανιήλ Φαρμακίδης – Γρηγόριος Κωνσταντάς, ό.π., σ. 122.
(6).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Το σχολείο του Μεταξοχωρίου και οι δάσκαλοί του, 1735-1880, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 33 (1998) 276, και του ιδίου, «Ένας αρτινός καλόγερος, θυμησογράφος, δάσκαλος στο Μεταξοχώρι της Λάρισας στα 1735-1741», ανάτυπο από την Ηπειρωτική Εστία, Ιωάννινα, 1981.
(7).- Τρύφων Ευαγγελίδης, Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας, εν Αθήναις 1936, τ. Α, 214.
(8).- Ηλία Γεωργίου, ό.π., σ. 518, σημ. 31. Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Το σχολείο ……., ό.π., σ. 282.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, το σχολείο της Αγιάς εξακολουθεί να λειτουργεί, όπως προκύπτει από το αρχείο των συντροφιών της. Οι πληροφορίες που αντλούμε από το αρχείο αυτόν είναι λίγες, αλλά σημαντικές. Ας τις δούμε:
Στις 6-12-1799 αναφέρεται το όν όνομα του δασκάλου (κυρ – Γεώργιος).
Στις 4-3-1805 αναφέρεται η πληρωμή του δασκάλου από το ταμείο των συντροφιών (όσα εστείλαμεν του δασκάλου).
Στις 10-9-1808 αναφέρεται η πληρωμή στον τότε δάσκαλο (εις την κάσαν του διδασκάλου).
Στις 9-2-1809, σε επιστολή του, κάποιος Αποστόλης Παπαθεοκλήτου αναφέρει τα εξής: «ο κυρ – διδάσκαλος εις το σπίτι μου να με τους χαιρετά όλους».
Στις 19-2-1809, σε επιστολή προς τη γυναίκα του, κάποιος Αλέξιος Χατζηιωάννου, προτρέπει να πηγαίνουν «τα πεδιά εις τον δάσκαλον»(9).
Το σχολείο αυτό της Αγιάς συνεχίζει να λειτουργεί, όπως προκύπτει από σύντομες αναφορές σ’ αυτό και σε δασκάλους του. Ο Αργ. Φιλιππίδης, στα 1815, έγραψε ότι η Αγιά είναι «χώρα χριστιανική και καλή (……). Έχει υπέρ τα επτακόσια σπίτια. Έχει νερά πολλά, έχει σχολείον (…..)»(10). Το 1819 δίδασκε στο σχολείο ο Ιερώνυμος, αδελφός του μητροπολίτη της Δημητριάδας(11), την περίοδο 1820-1830 ο Γεώργιος Παπαμιχαήλ, φίλος του Ιωάννη Οικονόμου του Λαρισαίου(12), τον Μάρτιο του 1821 πήγε στην Αγιά, ερχόμενος από τα Κανάλια του Βόλου, ο κύπριος ιερομόναχος Γεράσιμος Κυκκώτης, ο οποίος δίδασκε στο σχολείο της μέχρι το 1833(13), και γύρω στα 1830 ο Ν. Τσιγαράς(14).
Ο Ιω. Λεονάρδος, ο οποίος επισκέφθηκε την Αγιά λίγο πριν από το 1836, μας δίνει τον ακριβή τίτλο του αγιώτικου σχολείου: «(….) Ομοίως διαπρέπει ενταύθα και τα ήδη νεοσυστηθέν αλληλοδιδακτικόν σχολείον»(15). Ο χαρακτηρισμός του άλληλο-
—————————————————————————————————————–
(9).- Ηλία Γεωργίου, ό.π., σ. 518.
(10).- Θεοδόσης Κ. Σπεράντσας, Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη. Μερική Γεωγραφία – Βιβλίον Ηθικόν, επιμέλεια Φιλάρετος Βιτάλης, Αθήναι 1978, 140.
(11).- Τρύφων Ευαγγελίδης, ό.π., σ. 203, σημ. 2.
(12).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Δάσκαλοι και σχολεία στην επαρχία της Αγιάς, 1700-1881, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 5 (1983) 66.
(13).- Ηλία Γεωργίου, ό.π., σ. 519. η πληροφορία αυτή αντλήθηκε από την σ. 29 ενός χειρογράφου του Θεοδ. Χατζημιχάλη (Θεσσαλικαί Αναμνήσεις. Τα κατά Μακρυνίτσαν), στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Δεν αμφιβάλλω ότι των γραφομένων υπήρξε και αυτόπτης και αυτήκοος ο Γεράσιμος ο και διδάσκαλος Αγυιάς από του 1821-1833».
(14).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Το σχολείο …….., ό.π., σ. 283-284, σημ. 23.
(15).- Ιω. Αν. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Κώστα Σπανός, εκδόσεις «Θετταλός», Λάρισα 1992, 10.
διδακτικού σχολείου ως «νεοσυστηθέν» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ιδρυθεί στο διάστημα 1832-1835. το σχολείο αυτό αναφέρει ο Νικ. Λωρέντης, το 1838, περιγράφοντας την Αγιά («μία των ωραιοτέρων της Θεσσαλίας πόλεων με πολλούς εν αυτή χριστιανικούς ναούς, εν αλληλοδιδακτικόν σχολείον και 800 περίπου ελληνικάς οικογενείας»)(16), και τον επόμενο χρόνο ο Α. Βάλβης(17).
Στα 1840 αναφέρεται ο αλληλοδιδάκτης Ευ. Ράγιος και ο ετήσιος μισθός του: «Αλληλοδιδάκτης Αγυιάς Ευστάθιος Αναστ. Ράγιος, συμφωνητικόν 140 γονέων. Μισθός γρόσια 501 ετησίως, 1840»(18). Στη διετία 1848-1850 αναφέρεται ως δάσκαλος του σχολείου ο Γεώργιος Μαργαριτιάδης(19) και αμέσως μετά ο Ζαγοριανός Γ. Παπαγιαννόπουλος, ο οποίος δίδαξε κατά την περίοδο 1850-1867 και μετά στο σχολείο του Μεταξοχωρίου (1867-1870)(20). Το σχολείο αυτό, προφανώς, είναι ο αποδέκτης του ποσού των 2.000 γροσίων, τα οποία δώρισε, στα 1856, ο Λαρισαίος αρτοποιός Δημ. Καράς(21).
Το 1860 αναφέρεται ως δάσκαλος και σχολάρχης της Αγιάς ο Γ. Καραβίδας(22), το 1866 οι προεστοί ης Αγιάς προσέλαβαν ως δάσκαλο τον Χριστόδουλο Καράντσο, προσφέροντάς του ετήσιο μισθό 5.000 γροσίων, και ως αλληλοδιδάκτη τον Γ. Παπαϊωάννου(23). Το 1867 προσελήφθηκε ο Νικ. Σακελλαρίδης, ενώ δίδασκε (1867-1869) και ο Λαρισαίος Κων. Παπαδόπουλος. Το σχολικό έτος 1869-1870 δίδασκε ο Λαρισαίος Νικ. Ξάνθος, ο οποίος, στην αλληλογραφία των αδελφών Αλεξούλη αναφέρεται να ζητάει, στα 1869, καθυστερημένους μισθούς(24). Κατά τον Θεοδ. Χατζημιχάλη, που κατάρτισε και τον κατάλογο των δασκάλων του σχολείου της Αγιάς, μετά από τους παραπάνω δίδαξαν ο Ραψανιώτης Γεωργ. Οικονομίδης (1870-1872) και ο Σερραίος Λάζαρος Κλαβάτσης (1882). Ο τελευταίος «εγκρατέστατος της γαλλικής και τουρκικής, ελθών εις Αγυιάν, κατήγησε την μέθοδον του γράφειν επί άμμου»(25).
—————————————————————————————————————–
(16).- Νικ. Λωρέντης, Νεωτάτη διδακτική Γεωγραφία, Βιέννη 1838, τ. Β, 430-431.
(17).- Α. Βάλβης, Γεωγραφία ερμηνευθείσα διά χρήσιν των Ελλήνων υπό Κ. Κούμα, Βιέννη 1839, τ. Γ, 145. (Επαναλαμβάνει όσα έγραψε ο Νικ. Λωρέντης).
(18).- Μιλτ. Δάλλας, Η Αγυιά διά μέσου των αιώνων, Αθήναι 1937, 7.
(19).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Δάσκαλοι και σχολεία στην επαρχία της Αγιάς (1700-1881), Θ.ΗΜ., τομ. 5, 1983, σελ. 67.
(20).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Το σχολείο …., ό.π., σ. 278.
(21).- Βασίλης Κ. Σπανός, Η διαθήκη του Λαρισαίου δωρητή Δημητρίου Καρά (1856). Αναφορά στα σχολεία της Λάρισας και της περιοχής της, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 22 (1992) 27.
(22).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Δάσκαλοι και σχολεία …., ό.π., σ. 66, 72, σημ. 28. Θ. Χατζημιχάλης, Σχολείον και διδάσκαλοι της Ρετσάνης, ΓΑΚ, Τοπικό Αρχείο της Αγιάς, φακ. 10/1, σ. 8.
(23).- Μιλτ. Δάλλας, ό.π., σ. 7-8. Ηλίας Γεωργίου, ό.π., σ. 519.
(24).- Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Δάσκαλοι και σχολεία …., ό.π., σ. 66, 72, σημ. 29.
(25).- Θ. Χατζημιχάλης, Σχολείον και διδάσκαλοι της Ρετσάνης …., σ. 8.
Το 1874 αναφέρονται δύο σχολεία (Ελληνικό και Αλληλοδιδακτικό)(26) και το 1877 τα προαναφερόμενα και επιπλέον το Παρθεναγωγείο(27), για το οποίο τώρα γνωρίζουμε αρκετά(28). Για τα σχολεία αυτά ο μητροπολίτης της Δημητριάδας Δωρόθεος Σχολάριος έγραψε ότι διατηρούνταν «εκ των εκκλησιαστικών προσόδων και του κληροδοτήματος του ιατρού Αλαμάνου»(29).
Τέλος, το 1880, ο Νικ. Γεωργιάδης έγραψε ότι «οι κάτοικοι [της Αγιάς] είναι φιλομαθείς, διατηρούντες καλά σχολεία, μειλίχιοι δε και προσηνείς τους τρόπους»(30), και το 1889 ο Ζωσιμάς Εσφογμενίτης έγραψε ότι η Αγιά είχε 1891 κατοίκους και 4 ναούς, οι μαθητές του Σχολαρχείου ανέρχονταν σε 98(31), του Παρθεναγωγείου σε 87 και του Δημοτικού σε 146(32).
Με βάση τα όσα προαναφέραμε προκύπτει ότι ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα λειτουργούσε στην Αγιά κάποιο σχολείο. Όμως, συστηματικό σχολείο φαίνεται πως άρχισε να λειτουργεί από το 1820 με δάσκαλο τον ιερομόναχο Γεράσιμο Κυκκώτη και αργότερα τον Γεώργιο Τσιγαρά (1833-1850 ή 1855).
Το Ελληνικό Σχολείο, δηλαδή το σχολείο της δεύτερης βαθμίδας, κατά τον Ηλία Γεωργίου ιδρύθηκε το 1871(33), ενώ ο Μιτλ. Δάλλας αναφέρει το έτος 1876, υπονοώντας μάλλον τον χρόνο αποπεράτωσης του νέου διδακτηρίου, η ανέγερση του οποίου είχε αρχίσει το 1871. Με βάση τη γνωστή βιβλιογραφία, μπορούμε να θεωρήσουμε ως έτος ιδρυσής του το 1860, έτος κατά το οποίο ο Γ. Καραβίδας αναφέρεται ως σχολάρχης του. Όμως, μια ενθύμηση, την οποία έθεσε υπόψη μας, πριν από το 1999, ο μακαρίτης πια Δημήτρης Αγραφιώτης, υπεύθυνος των ΓΑΚ της Αγιάς, ανάγει την ίδρυσή του πριν από το 1824(34). Στην ενθύμηση αυτή, ο Αθανάσιος Παπαχρήστου, από το Αργυρόκαστρο της Β. Ηπείρου, αφού παραθέσει έξι ομοιοκατάληκτους στίχους, μνημονεύει την λειτουργία του Ελληνικού Σχολείου της Αγιάς, στις 13-5-1842, στο οποίο φοιτούσε και ο ίδιος. Συνεχίζοντας αναφέρει και τα ονόματα τριών συμμαθητών του: του Αλεξίου Δ. Αλεξούλη, του πρωτοσυγγέλου Δοσιθέου Κυκκώτη και του Ευθυμίου Χριστοδούλου Καρυώτη. Τέ-
—————————————————————————————————————–
(26).- Ν. Ρηματισίδης, Συνοπτική περιγραφή της Θεσσαλίας και τινων παρά τοις Θεσσαλοίς εθίμων, Σμύρνη 1874, 42.
(27).- Δωρόθεος Σχολάριος, Έργα και Ημέραι, εν Αθήναις 1877, 221-222.
(28).- π. Νεκτάριος Δρόσος, Το Παρθεναγωγείο της Αγιάς, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 41 (2002) 16-20.
(29).- Βλ. παραπάνω τη σημείωση 27.
(30).- Νικ. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, εν Αθήναις 1880, 204.
(31).- Στο μαθητολόγιο του Ελληνικού Σχολείου της Αγιάς αναφέρονται ως εγγεγραμμένοι 70 μαθητές το 1888-1889 και 63 το 1889-1890.
(32).- Περιοδικό Προμηθεύς, 7 (Βόλος 1889) 50, 57.
(33).- Ηλία Γεωργίου, ό.π., σ. 521.
(34).- Την μεταγραφή του κειμένου της ενθύμησης, από κάποιο βιβλίο που δεν γνωρίζουμε, έκανε ο Δημήτρης Αγραφιώτης.
λος, ως υποσημείωση, πρόσθεσε και το όνομα του σχολάρχη Γεωργίου Τσιγαρά. Με βάση, λοιπόν, την ενθύμηση αυτή, το Ελληνικό Σχολείο της Αγιάς λειτουργούσε κατά το σχολικό έτος 1841-1842. πρέπει να είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα και να είχε καλή φήμη ώστε να παρακολουθήσουν τα μαθήματα σ’ αυτό ο Ευθύμιος Χριστοδούλου, από την Καρά του Ολύμπου, ο Αθ. Παπαχρήστου, από το Αργυρόκαστρο, και ο πρωτοσύγκελος Δοσίθεος.
Η ενθύμηση, με την αρχαιότερη μνεία λειτουργίας του Ελληνικού Σχολείου της Αγιάς, έχει ως εξής:
Ευαγγελική Εντολή
Ο αμαθής από τυφλόν διαφοράν δεν έχει
εν ώ θαρρεί ότ’ ευτυχεί εις την φθοράν του τρέχει.
Ισότιμοι οι άνθρωποι κ’ ελεύθεροι γεννώνται
κ(αι) διά μόνην αρετήν πρέπει να προτιμώνται.
Χάριν ποτέ μη λησμονής, κακόν μην ενθυμήσαι,
δίδε καλόν αντί κακού και όντως εκδικείσαι.
1842 εν Αγυιά τη 13 Μαΐου
Αθανάσιος Παππά Χρήστου ο εξ
Αντιγονείων (Αργυρόκαστρον νυν).
[στην απέναντι σελίδα]
διέτριβα κατά το 1842 εις το της Αγυιάς Ελληνι
κόν Σχολείον*, συμμαθητεύων μετά του κυ-
ρίου Αλεξίου Δημητρίου Αλεξούλη, κ(αι Πρωτοσυγ-
κέλου Δοσιθέου Κυκκώτου (του οποίου τότε εστι κτή-
μα) και Ευθυμίου Χριστοδούλου Καρυώτου.
* εν ώ Σχολάρχης ήν τότε(35) ο Γεώργιος Τσιγαράς.
Ενισχυτικά της άποψής μας, ότι το Ελληνικό Σχολείο της Αγιάς ιδρύθηκε πριν από το σχολικό έτος 1841-1842, είναι και όσα αναφέρει ο Θεοδ. Χατζημιχάλης στο χειρόγραφό του «Διδάσκαλοι Αγυάς»(36) για δύο «ελληνοδιδασκάλους».
«Γεώργιος Γανοχωρίτης-ελληνοδιδάσκαλος, αποθανών ε Αγυιά, αδελφός αρχιερέως, ίσως του Μελετίου(37).
—————————————————————————————————————–
(35).- Το «τότε» σημαίνει ότι ο Αθ. Παπαχρήστου έγραψε την ενθύμηση μετά τις 13-5-1842.
(36).- ΓΑΚ, Τοπικό Αρχείο της Αγιάς, φακ. 2-0141/3, σ. 15-17. ευχαριστούμε την κ. Κατερίνα Παπαδοπούλου, πεύθυνη των ΓΑΚ, για την παραχώρηση αυτών των σελίδων.
(37).- Ο από Γάνου και Χώρας , μητροπολίτης Μελέτιος ποίμανε την Μητρόπολη της Δημητριάδας την περίοδο 1841-1846. Βλ. Βασιλ. Γ. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1975, 40.
Γεώργιος Τζιομάρης εκ Ρετσιάνης(38). Απεστάλη υπό των γονέων του εις Κωνσταντινούπολιν όπου εξεπαιδεύθη εις την Μεγάλην του Γένους Σχολήν. Κατόπιν ήλθεν εις Αγιάν ως ελληνοδιδάσκαλος και ως ψάλτης του Αγ. Γεωργίου, 1830-1840. Απέθανεν εν Αγυιά άτεκνος. Την οικίαν του, κειμένην εν Ρέτσάνη παρά του Αγ. Νικολάου, εκληροδότησεν εις την εν Σελιτσάνη(39) Μονήν της Παναγίας, ήτις εχρησιμοποιήθη ως μετόχιον, αφιέρωσε και τα κτήματά του εις την Κοινότητα Ρετσάνης (πληροφορία Κλεάνθους Αλεξούλη). Εκαλείτο εις τας πανηγύρεις της Ρετσάνης όπως ψάλη και κηρύξη τον θείον λόγον».
ΤΟ ΔΙΔΑΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Δεν γνωρίζουμε που στεγάσθηκε το Ελληνικό Σχολείο αμέσως με την ίδρυσή του. Ο Θεοδ. Χατζημιχάλης, στο προαναφερόμενο ανέκδοτο χειρόγραφό «Διδάσκαλοι Αγυιάς» αναφέρει ότι πρίν από το 1870 χρησιμοποιούνταν ως διδακτήριο του Ελληνικού Σχολείου το κτίριο του επισκοπείου, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση βορείως του ενοριακού ναού του Αγίου Νικολάου του Νέου, που ονομαζόταν Μητρόπολη, επειδή έμενε εκεί ο μητροπολίτης όταν ερχόταν στην Αγιά.
Το 1871, οι Αγιώτες αποφάσισαν να κτίσουν ένα διδακτήριο για το Ελληνικό Σχολείο, προφανώς με έξοδα της Κοινότητάς τους. Το έτος της ανέγερσης επιβεβαιώνεται από το παρακάτω σημείωμα, το οποίο βρίσκεται στα κατάλοιπα του Μιλτ. Δάλλα, μολονότι ο ίδιος αναφέρει το έτος 1876 (40):
—————————————————————————————————————–
(38).- Ρέτσιανη, το σημερινό Μεταξοχώρι της Αγιάς.
(39).- Σελίτσανη, η σημερινή Ανατολή της Αγιάς.
(40).- Μιλτ. Δάλλας, Επαρχία Αγιάς, Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτη έκδοσις, Αθήναι 1935, 103.
ΔΙ’ ΗΜΕΡΟΥΣΙΑ(41) ΜΑΣΤΟΡΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΚΤΙΡΙΟΝ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΑΓΥΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΕΞΟΔΑ
Ιανουαρίου 2 | εις κάρβουνα της Ελληνικης Σχολής [γρόσια] | 32:30 |
Φεβρουαρίου 3 | Είς ζωνάρια ποταμίτικα(42) | 38:30 |
Φεβρουαρίου 7 | Τον Τζιαφέρη χαλκιά για 2 σκεπαρνιές και 1 βαριά | 62: |
Φεβρουαρίου 11 | Για δύο σιδερόφκιαρα από Λάρισα | 8: |
Φεβρουαρίου 12 | Για 44 φορτ. Κλάπες τον ΓυτίληνΔι’ εν παλουκοσίδερον από Χ΄΄ Δήμον | 99:20: |
Φεβρουαρίου 15 | Διά 6510 οκ. Ασβέστη από τους Νιβολιανίτας(43) | 813:20 |
Φεβρουαρίου 16 | Διά 21 οκ.(44) καρφιά από Κυργιάκι Ελληνα | 73: |
Φεβρουαρίου 17 | Διά 2 τριχιές είς το σήκωμα των πετρών και ξύλων | 13: |
Φεβρουαρίου 18 | Διά 7 300 δρ[άμια](45) καρφιά και 200 ζευγ. ΚλάπεςΚαι σκύλα(46) | 68: |
Φεβρουαρίου 20 | Τον κ. Νασιούλην δια 1 οκά καρφιάΔιά τας 8 λεύκας από τον ΑλεξάκηνΔιά 7 200 οκ. (47) καρφιά από Ζήσην Γκινούλην | 30:600:18:30 |
Μαρτίου 10 | Διά ψώνια σίδηρον και λοιπά από Κ. ΚανάταΔι’ όμοιον από Γ. ΚακαδιάρηΔιά 12 λεύκας από Θανάση Τζιάστιον | 296:140:900: |
Μαρτίου 16 | Διά το σίδερον των παραθύρων από Βόλον (8 αγώγια) (48) | 483: |
Μέχρι το 1926, σωζόταν μια πλάκα, εντοιχισμένη στη νότια πλευρά του διδακτηρίου, με το έτος ανέγερσής του (1871), όπως αναφέρεται σε σημείωμα του τότε διευθυντή του Ιω. Φαρμακίδη(49). Το κτίριο αυτό ήταν κοινοτικό μέχρι της 24-06-1924, οπότε με τον νόμο 2442/1924 απαλλοτριώθηκε από την κυβέρνηση και παραχωρήθηκε στην Διοικητική Επιτροπή και απετέλεσε ένα από τα ακίνητα του Ταμείου Εκπαιδευτικής Πρόνοιας της Αγιάς.
—————————————————————————————————————–
(41).- Ημερούσια, ημερομίσθια.
(42).- Ποταμίτικα, από το χωριό Ποταμιά της Αγιάς.
(43).- Νιβολιανίτες, από την Νιβόλιανη, το σημερινό Μεγαλόβρυσο της Αγιάς.
(44).- Οι 21 οκάδες αντιστοιχούν σε 26,880 κιλά.
(45).- Οι 7 οκάδες και 300 δράμια αντιστοιχούν σε 9,920 κιλά.
(46).- Σκύλα, οικοδομικό εργαλείο.
(47).- Οι 7 οκάδες και 200 δράμια αντιστοιχούν σε 9,600 κιλά.
(48).- Αγώγια, έξοδα μεταφοράς με ζώα. Για κάθε αγώγι, δηλαδή μεταφορικό ζώο, πλήρωσαν 60 γρόσια και 15 παράδες.
(49).- Βλ. στο Πανθεσσαλικό Λεύκωμα, Βόλος 1927, 352.
Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ
Με τα σημερινά δεδομένα, δεν είναι δυνατό να συντάξουμε τον πλήρη κατάλογο των δασκάλων του Ελληνικού Σχολείου της Αγιάς. Για την περίοδο από την έναρξή του μέχρι το 1881 εντοπίσαμε στο χειρόγραφο του Θεοδ. Χατζημιχάλη «Διδάσκαλοι Αγυιάς» έναν κατάλογο, τον οποίο παραθέτουμε αμέσως παρακάτω:
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΥΙΑΣ
α.α | ΣΧΟΛΙΚΟΝ ΕΤΟΣ | ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ |
1 | 1821-1833 | π. Γεράσιμος Κυκκώτης |
2 | 1833-1850 ή 1855 | Νικόλαος(50) Τσιγαράς |
3 | 1850-1872 | Γ. Καραβίδας |
4 | 1872-1873 | Κ. Παπαδάκης, εκ Γυθείου |
5 | 1873-1874 | Γ. Γώνιος, Ηπειρώτης |
6 | 1874-1877 | Γ. Καραβίδας (+1891) |
7 | 1877-1879 | Βάϊος Στεφανόπουλος, εκ Κοτσιαρί(51) Θεσσαλίας |
8 | 1879-1881(52) | Νικ. Κ. Σούρλας |
—————————————————————————————————————–
(50).- Το σωστό όνομα του σχολάρχη, όπως το είδαμε στην ενθύμηση του 1842, είναι Γεώργιος. Προφανώς, ο πληροφοριοδότης του Θεοδ. Χατζημιχάλη δεν θυμόταν σωστά το όνομα του Τσιγαρά.
(51).- Κοτσιαρί, η σημερινή Ιτέα του Παλαμά.
(52).- Ο Θ. Χατζημιχάλης έγραψε <<1879-1881>>, αλλά στο πρώτο μαθητολόγιο του Ελληνικού Σχολείου ο Νικ. Κ. Σούρλας αναφέρεται ως σχολάρχης την περίοδο 1879-1888 και στο δεύτερο τις περιόδους 1889-1893 και 1895-1899.
Με βάση τα δύο μαθητολόγια, μπορούμε να συντάξουμε τον κατάλογο των σχολαρχών από το 1889 μέχρι το 1929, που έχει ως εξής:
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ (1889-1929)
α.α | ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ | ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΑΡΧΗ |
1 | 1889-1893 | Νικ. Κ. Σούρλας |
2 | 1893-1894 | Θ. Χατζηαράπης |
3 | 1894-1895 | Κων. Ε. Λάβδας |
4 | 1895-1897 | Νικ. Κ. Σούρλας |
1897-1898 | Δεν λειτούργησε, λόγω του πολέμου | |
5 | 1898-1899 | Νικ. Κ. Σούρλας |
6 | 1899-1900 | Μ. Σάγκας |
7 | 1900-1901 | Διογένης Χαρίτωνος |
8 | 1901-1902 | Γ. Παπαδόγιαννης |
9 | 1902-1903 | Δ. Αργυρόπουλος |
10 | 1903-1904 | Παν. Σύρμος |
11 | 1904-1905 | Α. Πολυχρονάκης |
12 | 1905-1906 | Αλ. Τσορώνης |
13 | 1906-1910 | Α. Πολυχρονάκης |
14 | 1910-1912 | (;) |
15 | 1912-1914 | (δυσανάγνωστη υπογραφή) |
16 | 1914-1915 | Θ. Τάτσινος (;) |
17 | 1915-1918 | Ν. Τσιγγιρίδης |
18 | 1918-1919 (διευθύνων) | Αθ. Μητσιώλας (;) |
19 | 1919-1928 (διευθυντής) | Ιω. Φαρμακίδης |
20 | 1928-1929 (διευθυντής) | Αθ. Μητσιώλας (;) |
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Για την περίοδο 1840-1879, εκτός από τους μαθητές της ενθύμησης του 1842, δεν έχουμε στη διάθεσή μας άλλα ονόματα. Μετά το 1879 έχουμε όλα τα ονόματα των μαθητών, χάρη στα τρία μαθητολόγια του Ελληνικού Σχολείου, τα οποία φυλάσσονται στα ΓΑΚ της Αγιάς.
Το πρώτο μαθητολόγιο (Μητρώον της εν Αγυιά Ελληνικής Σχολής – Διευθυνομένης υπό Νικολάου Κ. Σούρλα, εν Αγυιά τη 15 Σ/βρίου 1879) καλύπτει τα σχολικά έτη 1879-1888. Σ’ αυτό αναφέρονται το ονοματεπώνυμο, η ηλικία, η πατρίδα, η τάξη, η οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα του πατέρα, η ημερομηνία εγγραφής, ο βαθμός και η διαγωγή του μαθητή. Από τους 22 μαθητές του σχολικού έτους 1881-1882, τέσσερις διέκοψαν τη φοίτησή τους, στις 23 και 28 Οκτωβρίου, 1 Νοεμβρίου και 16 Ιανουαρίου, ένας δεν παρουσιάσθηκε ούτε στις γραπτές ούτε στις προφορικές «ενιαυσίους εξετάσεις» και δύο «μεταξετασθήσονται είς τα ελ[ληνικά]». Ας δούμε τον κατάλογο των μαθητών αυτού του σχολικού έτους, με λιγότερες στήλες για τεχνικούς λόγους, και με κατάταξη κατά τάξη.
ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 1881-1882
Ονοματεπώνυμο | Ηλικία | Πατρίδα | Τάξη | Βαθμός |
Γεώργιος Παπαλέτσιος | 15 | Αγιά | Γ | Άριστα 5,75 |
Κων/νος Τσίγκας | 17 | >> | Γ | Λίαν καλώς 4,90 |
Παναγιώτης Ιατράκης | 14 | >> | Γ | Διέκοψε (16-1-1882) |
Χρηστάκης Ζ. Γκίνης | 14 | >> | Γ | Άριστα 5,60 |
Γεώργιος Καλήτσιος | 17 | >> | Γ | Διέκοψε (23-8-1881) |
Απόστ. Κ. Τσίμπιρας | 15 | Ρέτσανη | Γ | Καλώς 4,11 |
Λεωνίδας Κακάλης | 15 | >> | Γ | Καλώς 4,25 |
Δημ. Ευ. Πετσιάβας | 16 | Αγιά | Γ | Διέκοψε (1-9-1881) |
Αχιλλεύς Τσιτσιλιέρης | 13 | >> | Β | Λίαν καλώς 4,59 |
Δημήτριος Αλεξούλης | 14 | >> | Β | Καλώς 3,75(53) |
Ιωάννης Παπαχατζής | 13 | >> | Β | Άριστα 5,50 |
Ιωάννης Αλεξίου | 15 | Αγιά | Β | Λίαν καλώς 4,75 |
Σταύρος Αμπελακιώτης | 14 | >> | Β | Καλώς 4 |
Θεόδωρος Μούρλιας | 13 | >> | Β | Άριστα 5,10 |
Νικόλαος Λιάμτσιου | 14 | >> | Β | Άριστα 5,25 |
Γε’ωργιος Αραμπατζής | 16 | Αγιά | Β | Δεν εξετάθηκε |
Κων/νος Ποτούλης | 13 | Νεβόλιανη | Β | Λίαν καθώς 4,50 |
Ιωάννης Κατσινούλας | 14 | Αγιά | Β | Διέκοψε (28-8-1881) |
Δημήτριος Ιατρού | 13 | >> | Α | Άριστα 6 |
Νικόλαος Ζάνος | 13 | >> | Α | Άριστα 5,50 |
Ιωάννης Σαμαράς | 12 | >> | Α | Αριστα 5,30 |
Νικόλαος Κακαρδάκος | 12 | >> | Α | Καλώς 4,20(54) |
Ανάμεσα στους μαθητές του πρώτου μαθητολογίου συναντούμε και τον Θεοδ. Χατζημιχάλη, τον γνωστό λόγιο της Αγιάς. Το σχολικό έτος 1884-1885 εγράφηκε στην Α΄ τάξη(55), σε ηλικία 13 ετών, ως Θεόδωρος Χατσή Μιχαήλ, καταγόμενος από εύπορη οικογένεια της Ρέτσιανης. Το 1885-1886 εγγράφθηκε στη Β΄τάξη(56), σε
—————————————————————————————————————–
(53).- «Εις τα ελ[ληνικά] μετεξετασθήσεται».
(54).- «Εις τα ελ[ληνικά] μετεξετασθήσεται».
(55).- Προβιβάσθηκε με τον βαθμό καλώς 7,20 και διαγωγή «καλλίστη».
(56).- Προβιβάσθηκε με τον βαθμό καλώς 7,29 και διαγωγή «αρίστη».
ηλικία 13 ετών και το 1886-1887 στην Γ΄ τάξη(57), σε ηλικία 14 ετών.
Το δεύτερο μαθητολόγιο έχει τον τίτλο «Ελληνικόν Σχολείον εν Αγιά – Μαθητολόγιον αρχόμενον από του σχολικού έτους 1889-1890 και λήγον 1919-1920». Ο αριθμός των μαθητών τώρα αυξάνεται καθώς εδραιώνεται η φήμη του Ελληνικού Σχολείου σε όλη την επαρχία της Αγιάς. Μέχρι το 1896-1897 οι μαθητές ήταν απόφοιτοι του τετραταξίου Δημοτικού Σχολείου. Μετά το σχολικό έτος 1898-1899, στις εισαγωγικές εξετάσεις συμμετέχουν και μαθητές του εξαταξίου Δημοτικού Σχολείου της Αγιάς(58).
Το τρίτο μαθητολόγιο καλύπτει την περίοδο 1920-1944. Όπως βλέπουμε, μέχρι το 1928 λειτουργεί το Ελληνικό Σχολείο. Το σχολικό έτος 1920-1921 φοιτούσαν 132 μαθητές, το 1922-1923 159 και το 1927-1928 114, με σχολάρχη τον Ι. Φαρμακίδη (1920-1928). Το σχολικό έτος 1929-1930 καταργήθηκαν, με νόμο, τα Ελληνικά Σχολεία και ιδρύθηκαν τα Ημιγυμνάσια. Στο Ημιγυμνάσιο της Αγιάς, με 75 μαθητές διορίσθηκε διευθυντής ο Αθ. Μητσιώλας. Κατά την περίοδο 1940-1944, λόγω του πολέμου και της Κατοχής, το Ημιγυμνάσιο δεν λειτούργησε. Το σχολικό έτος 1944-1945 άρχισε να λειτουργεί το Γυμνάσιο της Αγιάς με 52 μαθητές.
—————————————————————————————————————–
(57).- Αποφοίτησε με τον βαθμό καλώς 8,45 και διαγωγή «αρίστη».
(58).- Τα Δημοτικά Σχολεία, με νόμο του 1895, διαιρέθηκαν σε κοινά τετρατάξια και σε πλήρη εξατάξια. Βλ. Αννίτα Πρασσά, Η δημόσια εκπαίδευση στην πόλη του Αλμυρού από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας μέχρι τα μέσα του αιώνα μας, Αχαιοφθιωτικά Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αλμυριωτικών Σπουδών, Αλμυρός 1993, 382.
Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ 1879-1920
Για να ολοκληρώσουμε την εικόνα του Ελληνικού Σχολείου της Αγιάς, θα παραθέσουμε τον αριθμό των μαθητών του από το 1879 μέχρι το 1920, με βάση τις εγγραφές των δύο πρώτων μαθητολογίων του.
Σχολικό έτος | Μαθητές | Σχολικό έτος | Μαθητές |
1879-1880 | 24 | 1900-1901 | 61 |
1880-1881 | 31 | 1901-1902 | 66 |
1881-1882 | 22 | 1902-1903 | 79 |
1882-1883 | 35 | 1903-1904 | 82 |
1883-1884 | 51 | 1904-1905 | 89 |
1884-1885 | 62 | 1905-1906 | 81 |
1885-1886 | 74 | 1906-1907 | 67 |
1886-1887 | 55 | 1907-1908 | 62 |
1887-1888 | 57 | 1908-1909 | 69 |
1888-1889 | 70 | 1909-1910 | 79 |
1889-1890 | 63 | 1910-1911 | 66 |
1890-1891 | 57 | 1911-1912 | 66 |
1891-1892 | 56 | 1912-1913 | 69 |
1892-1893 | 50 | 1913-1914 | 97 |
1893-1894 | 48 | 1914-1915 | 120 |
1894-1895 | 44 | 1915-1916 | 125 |
1895-1896 | 53 | 1916-1917 | 112 |
1896-1897 | 44 | 1917-1918 | 10 |
1897-1898 | (δεν λειτούργησε) | 1918-1919 | 96 |
1898-1899 | 46 | 1919-1920 | 105 |
1899-1900 | 47 |
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
Με βάση όσα αναφέραμε, στην Αγιά μαρτυρείται λειτουργία σχολείου ήδη από τα τέλη του 18ου αι. Την περίοδο 1830-1833, ιδρύθηκε το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο. Το Ελληνικό Σχολείο δεν αναφέρεται στη στατιστική του 1830(59) και στους γεωγράφους της εποχής (Λεονάρδο, Λωρέντη, Βάλβη). Μαρτυρείται, όμως, η λειτουργία του στην Αγιά το 1842, οπότε μπορούμε να δεχθούμε πως λειτούργησε νωρίτερα από τον χρόνο της πρώτης γραπτής μαρτυρίας, μεταξύ των ετών 1840-1842. Το 1871 απέκτησε δικό του διδακτήριο. Καταργήθηκε, μαζί με όλα τα Ελληνικά Σχολεία, το 1929, όταν μετονομάσθη Ημιγυμνάσιο – (τριτάξιο γυμνάσιο).
—————————————————————————————————————–
(59).- Βλ. Απ. Δασκαλάκης, Η Ελληνική Παιδεία κατά τον αγώνα της ελευθερίας. ΕΕΦΣΠ Αθηνών, Αθήναι 1958, 285.
ΤΟ ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
Με την σταδιακή ανάπτυξη και αναβάθμιση των σχολείων για νέους στην Αγιά (Αλληλοδιδακτικό(1) πριν από το 1836. Ελληνικό πριν από το 1842)(2), οι Αγιώτες είδαν πως έφθασε η ώρα να ιδρύσουν ένα σχολείο για τις κόρες τους, μιμούμενοι το παράδειγμα των πόλεων της ελεύθερης Ελλάδας. Στην προσπάθειά τους αυτή είχαν αρωγό τους μία εξέχουσα μορφή της Αγιάς, τον γιατρό Δημήτριο Σπ. Αλαμάνο(3). Αυτός έθεσε στη διάθεσή τους το ποσό των 200 οθωμανικών λιρών και πιθανότατα, το αναγκαίο οικόπεδο, προκειμένου η Αγιά να αποκτήσει το διδακτήριο για το παρθεναγωγείο. Γι’ αυτήν την γενναιοδωρία του συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των ευεργετών της Αγιάς και μάλιστα αναφέρεται πρώτος στον σχετικό πίνακα.
Όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα της λειτουργίας του παρθεναγωγείου, ευκαιριακώς ή ειδικώς, δεν μας δίδουν συγκεκριμένα στοιχεία για τον χρόνο ανέγερσης του διδακτηρίου, την περιοχή εντός του οικισμού όπου βρισκόταν και το χρονικό διάστημα της λειτουργίας του.
Πρώτος αναφέρθηκε στο θέμα αυτό ο μητροπολίτης της Δημητριάδας Δωρόθεος Σχολάριος, ο οποίος έγραψε, το 1877 τα εξής (…) «Η Αγιά έχει σχολεία τρία: αλληλοδιδακτικόν, ελληνικόν και Παρθεναγωγείον», τα οποία διατηρούνταν από τις εκκλησιαστικές προσόδους και από το κληροδότημα του Δημ. Αλαμάνου(4).
Ο λόγιος της Αγιάς Θεόδωρος Χατζημιχάλης μας άφησε λιγοστές πληροφορίες για το Παρθεναγωγείο, ευκαιριακά, βιογραφώντας τον Δημ. Αλαμάνο, μιλώντας για την θετή κόρη του Ελένη και κυρίως για τον γνωστό βαμβακέμπορο χατζή-Μήτρο Γεωργίου (1813-1929), πεθερό του Δημ. Αλαμάνου.
Ο Μιλτιάδης Ιω. Δάλλας αναφέρει ότι το παρθεναγωγείο της Αγιάς λειτούργησε πριν από την απελευθέρωσή της (1881), χωρίς χρονικό προσδιορισμό, προσθέτοντας ότι η ίδρυσή του οφειλόταν στη δωρεά του Δημ. Αλαμάνου(5).
—————————————————————————————————————–
(1).- Για το σχολείο αυτό ο Λεονάρδος έγραψε το 1836 τα εξής: «(…) Ομοίως διαπρέπει ενταύθα και το ήδη νεοσυστηθέν αλληλοδιδακτικόν σχολείον (…)». Βλ. Ιω. Α. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Κώστας Σπανός, εκδόσεις «Θετταλός». Λάρισα 1992. 110.
(2).- Σε ενθύμηση, την οποία μας ενεχείρισε ο μακαρίτης Δημ. Κ. Αγραφιώτης, αναφέρεται ότι το 1842, στο Ελληνικό Σχολείο της Αγιάς, ήταν σχολάρχης ο Γεώργιος Τσιγαράς και μαθητές, ο θυμησογράφος, ο Αλέξιος Δ. Αλεξούλης, ο πρωτοσύγγελος Δοσίθεος Κυκκώτης και ο Ευθύμιος Χριστοδούλου Καρυώτης.
(3).- Ο Δημ. Αλαμάνος ήρθε με τον αδελφό του Πέτρο από την Κέρκυρα, την δεκαετία 1830-1840, στην Αγιά, έχοντας αγγλική υπηκοότητα. Ήταν μανιώδης κυνηγός, καλλιεργημένος και ευγενικός άνθρωπος. Ως γιατρός υπήρξε φιλάνθρωπος και αγάπησε την Αγιά ως δεύτερη πατρίδα του. Ίδρυσε το Παρθεναγωγείο της Αγιάς και έκτισε την πέτρινη γέφυρα, που φέρει το όνομά του, το 1858, στον μικρό χείμαρο απ’ όπου διέρχεται ο δρόμος για την Ποταμιά. Πέθανε στις 22-04-1873.
(4).- Βλ.. Δωρόθεος Σχολάριος, Έργα και Ημέραι, Αθηναι 1877, 221-222.
(5).- Βλ.. Μιλτ. Ι. Δάλλας, Η Αγιά διά μέσου των αιώνων, Αθήναι 1924, 21.
Ο Ηλίας Γεωργίου τοποθετεί τη λειτουργία του παρθεναγωγείου μετά το έτος 1874, στηριζόμενος, προφανώς, στο ότι ο Ν. Ρηματισίδης(6), κατά το 1874, δεν κάνει λόγο για την ύπαρξη παρθεναγωγείου στην Αγιά(7).
Στην ακριβή χρονολόγηση λειτουργίας του παρθεναγωγείου βοηθάει μία επιστολή του γιατρού Χριστόδουλου Ευθυμιάδη(8), προς τον Δημ. Αλαμάνο, τυπωμένη σε ένα βιβλίο του. Στην αφιέρωση αυτή, μεταξύ των άλλων, αναφέρονται και τα εξής:
«(……) Ω εραστά της παιδείας! Η Θεσσαλία άπασα κηρύττει, στεντωρεία τη φωνή, το φιλόπτωχον αυτής της εξοχότητός του και το φιλάνθρωπον την ονομάζει τολμών ειπείν, μετά θεόν, άλλον ζωοδότην και ουχί ιατρόν. μαρτυρεί τρανώς το της ενδιαθέτου και καλοκαγάθου αυτής ψυχής φιλόμουσον και φιλόχριστον, το λαμπρότατον Μουσείον, το εκ θεμελίων ανεγερθέν ιερόν Παρθεναγωγείον εντός της κωμοπόλεως Αγιάς, της πατρίδος της και μόνον φωνή ούκ έχει διδόναι να ομολογήση ου ταύτα αλλά και άλλα πάμπολλα βούλομαι αναφέρειν, εν πολλή παρρησία, αγαθοεργήματα αυτής (……)»(9).
Το κείμενο της ως άνω αφιέρωσης – επιστολής, ο Γιάννης Σακελλίων(10) πιστεύει ότι δεν περιήλθε σε γνώση του Δημ. Αλαμάνου, προφανώς επειδή το πρωτότυπό της βρέθηκε στα χέρια του ιερέα της Αργαλαστής Ξ. Ατέση και δημοσιεύθηκε από τον Νικ. Γιαννόπουλο το 1928(11). Ωστόσο, όμως, ο Γ. Σακελλίων χρονολογεί την επιστολή του Χριστόδουλου Ευθυμιάδη πρίν από το έτος 1873, αναφέρει την πυρκαγιά από την οποία καταστράφηκε το διδακτήριο του παρθεναγωγείου, αλλά δεν αναφέρει τη θέση όπου βρισκόταν αυτό.
—————————————————————————————————————–
(6).- Ο Ν. Ρηματισίδης (Συνοπτική περιγραφή της Θεσσαλίας και τινών παρά τοις Θεσσαλοίς εθίμων, Σμύρνη 1874, 42) αναφέρει την ύπαρξη του αλληλοδιδακτικού και του ελληνικού σχολείου.
(7).- Βλ. Ηλίας Γεωργίου, Η περί των Αγιωτών άδικος κρίσις του Γρηγορίου Κωνσταντά, Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτη έκδοση, Αθήναι 1965, 520.
(8).- Ο Χρ. Ευθυμιάδης Ολύμπιος καταγόταν από την Καρυά του Ολύμπου. Εγκαταστάθηκε στην Αγιά, ως γιατρός, με τον αδελφό του Κυριάκη και την αδελφή τους Τριανταφυλλιά, όπου αναδείχθηκε δραστήριος πνευματικός άνθρωπος. Το 1840 εξέδωσε το βιβλίο του Μέλισσα, ήτοι χρυσούν απάνθισμα, περιέχουσα διάφορα αποφθέγματα και απομνημονεύματα, ηθικά, πολιτικά και εκκλησιαστικά εκ της Παλαιάς Γραφής και της Νέας και των αρχαίων Ελλήνων τε και ποιητών, εν Αθήναις 1840. Το 1858 εξέδωσε στη Θεσσαλονίκη, από χειρόγραφο της Μονής των Κλημάδων της Καρυάς, την Χρονογραφία του Μ. Γλυκά. Στην περίοδο 1860-1866 τον συναντούμε σε επιγραφές ναών της Αγιάς που επεκτείνονται ή ανακαινίζονται και να υπογράφει σε δικαιοπρακτικά έγγραφα.
(9).- Βλ. Νικ. Ι. Γιαννόπουλος, Έγγραφα Επισκοπής Θαυμακού. Επιστολή Χριστοδούλου Ευθυμιάδου ιατρού, ΔΙΕΕΕ, 1 (Αθήναι 1928) 42.
(10).- Βλ. Γιάννης Α. Σακελλίων, Φιλέλληνες στην Αγιά Λαρίσης τον 19ο αιώνα, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, 2 (Βόλος 1973) 81, σημ. 15.
(11).- Ο Νικ. Γιαννόπουλος το εξέλαβε ως φύλλο από παλιό χειρόγραφο του τέλους του 18ου ή των αρχών του 19ου αιώνα. Ο ίδιος διέσωσε το συνοδευτικό της επιστολής του Χρ. Ευθυμιάδη σημείωμα του Ξ. Ατέση, ο οποίος σημείωσε ότι ο Ευθυμιάδης αλληλογραφούσε με τον Αλμυριώτη Δημ. Αργυρόπουλο και ότι ζούσε στη Λάρισα το 1844/1845.
Τόσο ο Η. Γεωργίου όσο και ο Γ. Σακελλίων δεν πρόσεξαν το περιεχόμενο της αφιέρωσης – επιστολής και κάνουν λόγο για την πρόθεση του Δημ. Αλαμάνου να προικίσει την Αγιά με παρθεναγωγείο. Στο κείμενο, όμως, αναφέρεται σαφώς ότι το διδακτήριο είχε ήδη ανεγερθεί: «το λαμπρότατον μουσείον, το εκ θεμελίων ανεγερθέν παρθεναγωγείον της κωμοπόλεως Αγιάς».
Για την χρονολόγηση, ωστόσο, της επιστολής δεν είναι αναγκαία μόνο η ante quem μνεία της, η οποία πράγματι προκύπτει από τον χρόνο θανάτου (Απρίλιος του 1873) του αποδέκτη της, Δημ. Αλαμάνου, αλλά και από στοιχεία σχετικά με τον Χριστόδουλο Ευθυμιάδη (π.χ. ο θάνατός του, την 01-08-1869 που αποτελεί το terminus post quem).
Στη βιβλιοθήκη της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου της Αγιάς, όπου υπηρετώ, σώζεται ένα αντίτυπο του βιβλίου Η Μέλισσα του Χριστόδουλου Ευθυμιάδη. Στο βιβλίο αυτό, ο κάτοχός του έγραψε τις παρακάτω δύο ενθυμήσεις.
α) Τούτο το βιβλίον με το έδοσι ο χριστόδουλος / ευθίμι(ου) ως δόρον εν /[[εν]] έτει 1867 μαϊου 17.
β) ο εκδότης της βίβλου ταύτης / χριστόδουλος ευθιμίου ολίμπιος (καργιότης) / απέθανεν εν έτει 1869 αυγούστου α΄/ μνήμης αιωνίας άξιος.
Έχοντας, λοιπόν, ως δεδομένο τον ακριβή χρόνο θανάτου του Χριστόδουλου Ευθυμιάδη (01-08-1869), πρέπει να χρονολογήσουμε το κείμενο της επιστολής του πριν από το καλοκαίρι του 1869, οπότε και η ίδρυση του Παρθεναγωγείου της Αγιάς πρέπει να έγινε επίσης πριν από το 1869.
Ως προς την θέση που καταλάμβανε το διδακτήριο, εντός του οικισμού, αρκετά διαφωτιστική είναι η αναφορά σ’ αυτό, που γίνεται στο δακτυλόγραφο έργο του δασκάλου Δημ. Βλαχάκη για το 1ο Δημοτικό Σχολείο της Αγιάς. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Δημ. Βλαχάκη(12), το παρθεναγωγείο βρισκόταν στο οικόπεδο όπου σήμερα ορθώνεται το διδακτήριο του 1ου Δημοτικού Σχολείου, νοτίως του ναού του Αγίου Νικολάου (κοινόβιο) και σε επαφή με αυτόν στη βόρεια πλευρά του. Σημειωτέον ότι η κατοικία του Δημ. Αλαμάνου (το σωζόμενο μέχρι σήμερα πυργόσπιτο του Φ. Σαμσαρέλου) βρίσκεται σε επαφή με το βόρειο τμήμα του προαυλίου του Αγίου Νικολάου και πιθανότατα ο οικοπεδικός χώρος του παρθεναγωγείου να ήταν δωρεά του Δημ. Αλαμάνου.
—————————————————————————————————————–
(12).- Το δακτυλόγραφο αυτό έργο είδαμε, πριν από μερικά χρόνια, στο 1ο Δημοτικό Σχολείο της Αγιάς.
Συμπερασματικά, λοιπόν, το διδακτήριο του παρθεναγωγείου ήταν ήδη έτοιμο πριν από το καλοκαίρι του 1869 στο χώρο όπου υψώνεται, από το 1928 και εξής, το διδακτήριο του 1ου Δημοτικού Σχολείου της Αγιάς.
Ο Δημ. Αλαμάνος, όπως έγραψε ο Θ. Χατζημιχάλης(13), δώρισε στο παρθεναγωγείο 200 χρυσές λίρες για να λειτουργεί απρόσκοπτα, αποβλέποντας στην εκπαίδευση του γυναικείου φύλου «και την επί το βέλτιον διάπλασιν της αγιωτικής κοινωνίας». Ο δωρητής ευτύχησε να το δει να λειτουργεί και να τιμηθεί από τους Αγιώτες. Μάλιστα, κατά το σχολικό έτος 1872-1873, λίγο πριν από τον θάνατό του, είχε ορισθεί μέλος της Εφορείας των σχολείων της Αγιάς. Το διδακτήριο του παρθεναγωγείου κάηκε το 1916 και μαζί του και το πολύτιμο αρχείο του. Την ακριβή ημερομηνία της αποτέφρωσής του μας έδωσε ο Θ. Χατζημιχάλης στο χειρόγραφό του «Τοπικές Σελίδες ή Αγιωτικές Αναμνήσεις», με την ευκαιρία που αναφέρεται στον Φίλιππο Σαμσαρέλο, δήμαρχο της Αγιάς για τέσσερες φορές:
Ο Φ. Σαμσαρέλος «ετύγχανε γαμβρός επ’ ανεψιά του περίφημου Αλαμάνου, ιατρού μεγάλης αξίας και εκτιμωμένου παρά Χριστιανών και Οθωμανών και ευεργέτου της Αγυιάς, άτε δωρησαμένου είς αυτήν το Παρθεναγωγείον, το οποίον δυστυχώς εκάη τυχαίως την νύκτα της 22ας Απριλίου του 1916 αφού προηγουμένως, την 30ην Δεκεμβρίου 1913 είχεν αποτεφρωθεί η οικία του (…)»(14).
—————————————————————————————————————–
(13).- Αυτά αναφέρονται στις σελίδες 57-58 «Περί Αλαμάνου» ενός χειρογράφου του Θ. Χατζημιχάλη με ποικίλο περιεχόμενο, φυλασσόμενο στα ΓΑΚ της Αγιάς.
(14).- Βλ. Αρχείο του Θ. Χατζημιχάλη, φάκελος 10/1. Ευχαριστούμε την κ. Κατερίνα Παπαδοπούλου, υπεύθυνη των ΓΑΚ – Τοπικού Αρχείου της Αγιάς, για την πρόθυμη εξυπηρέτηση.
Οι τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας (1850-1881)(1).
«Τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας η Θεσσαλία παρουσίαζε έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Σε όλες τις πόλεις χτίζονται σχολεία και λειτουργούν «Παρθεναγωγεία» και «Ελληνικά Σχολεία». Η Αγιά επιδεικνύει ανάλογη εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Το 1836 λειτουργεί το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο, και το 1842 το Ελληνικό Σχολείο. Το 1869, με δωρεά του Δ. Αλλαμάνου, ανεγείρεται και αρχίζει να λειτουργεί το Παρθεναγωγείο. Το 1873, συστήνεται η «Εκπαιδευτική Εφορεία Αγιάς», με τις προσπάθειες της οποίας, το 1876, ανεγείρεται νέο διδακτήριο για τη στέγαση του Ελληνικού Σχολείου.
Στις προσπάθειες αυτές, οπωσδήποτε συνέβαλε αφενός το πνεύμα του κοινοτισμύ, που είναι διάχυτο στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο την περίοδο αυτή, και αφετέρου η οικονομική άνθηση της περιοχής, εξαιτίας των βαμβακο-μέταξων νημάτων και του μεταξιού.
Συνολικά, το 1880 η επαρχία Αγιάς με τα 26 χωριά και πληθυσμό 10.485 άτομα, διέθετε σχολεία σε 17 χωριά, με 922 μαθητές. Στα σχολεία της Αγιάς και του Μεταξοχωρίου φοιτούσαν 325 μαθητες, δηλαδή το 1/3 των μαθητών όλης της επαρχίας.
Απελευθέρωση και ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (1881).
Μετά την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, το 1881, η αρμοδιότητα της εκπαίδευσης παραχωρήθηκε από το κράτος στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Η Αγιά ορίστηκε έδρα του νεοσύστατου Δήμου Δωτίου, ο οποίος είχε στη δικαιοδοσία του 16 χωριά. Όπως προκύπτει από τα αρχεία του Δήμου, οι πενιχροί οικονομικοί πόροι και η ανυπαρξία κατάλληλων σχολικών κτιρίων, παρενέβαλαν σοβαρά εμπόδια στο εκπαιδευτικό έργο. Σε όλη την επαρχία λειτούργησαν επίσημα μόνο 7 Δημοτικά Σχολεία. Η πραγματικότητα αυτή ανάγκασε τον Δήμο να ζητήσει από την Κυβέρνηση «όπως έλθη αρωγός, καθόσον ούτος αδυνατεί να εκπληρώσει τας υποχρεώσεις προς την εκπαίδευσιν της πρωτευούσης και των χωρίων».
Το 1896, με την αξιοποίηση ενός κληροδοτήματος του ευεργέτη Βασιλείου Με-
—————————————————————————————————————–
(1).- Κατερίνα Παπαδοπούλου, Προϊσταμένη Τοπικού Αρχείου Αγιάς, ΓΑΚ, (Μέρος εισηγήσεώς της, Α΄ Διεθνές Πανθεσσαλικό Συνέδριο Λάρισας, Νοέμβριος 2006, με τίτλο «Η δημόσια εκπαίδευση στην επαρχία Αγιάς την περίοδο 1881-1960».
λά, ξεκίνησε στην Αγιά η ανέγερση του νέου διδακτηρίου για το Δημοτικό Σχολείο, που ολοκληρώθηκε το 1900. στην υπόλοιπη επαρχία, το ενδιαφέρον του Δήμου επικεντρώθηκε κυρίως στην ενοικίαση κάποιων καταστημάτων για τη στέγαση των μαθητών και στη μισθοδοσία των δημοδιδασκάλων.
Το 1912, οι νέες διοικητικές ρυθμίσεις στην αυτοδιοίκηση, με τη δημιουργία πολλών αυτόνομων κοινοτήτων στη θέση του πρώην Δήμου Δωτίου, μετέφεραν την αρμοδιότητα στις τοπικές κοινότητες, με τις περιορισμένες δυνατότητες τους. Έτσι, το 1914, αναφέρεται σε εκθέσεις, ότι ελάχιστα μόνο σχολεία της επαρχίας στεγάζονταν σε κτίρια «σχετικά καλά», και ότι η πλειονότητα των δασκάλων δεν ήταν απόφοιτοιτου Διδασκαλείου. Ορισμένα μάλιστα σχολεία λειτουργούσαν ως απλά «Γραμματεία», με «γραμματοδιδάσκαλο» και «υποδιδάσκαλο». Το 1915, στην εκπαίδευση της επαρχίας προστέθηκε και μια μέση σχολή, η Δασική Σχολή της Αγιάς, από την οποία αποφοιτούσαν οι τότε δασονόμοι. Η λειτουργία της όμως διατηρήθηκε μόλις 7 χρόνια, μέχρι το 1922.
Η παραπάνω εικόνα χαρακτηρίζει λοιπόν τη δημόσια εκπαίδευση τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Η πρώτη σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην Παιδεία επιχειρήθηκε το 1929 από την κυβέρνηση Βενιζέλου, με σημαντικότερα μέτρα, τη συγχώνευση των αρρένων και θηλέων σε ένα μικτό και ενιαίο εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο, την αντικατάσταση του Ελληνικού Σχολείου με το εξατάξιο Γυμνάσιο και την άμεση κατασκευή νέων διδακτηρίων.
Η μεταρρύθμιση του ’29 έφερε σημαντικές αλλαγές και νέα πνοή στα εκπαιδευτικά πράγματα. Συνολικά στην επαρχία Αγιάς, την πενταετία 1930-35 ανεγέρθηκαν πέντε νέα διδακτήρια, ανακαινίσθηκαν δύο και επισκευάσθηκαν επτά, με αποτέλεσμα, από τα 22 σχολεία της επαρχίας, μόνο τα πέντε πλέον να στεγάζονται σε ακατάλληλα κτίρια.
Συγχρόνως, ο αριθμός των εκπαιδευτικών έφτασε τους 40, απόφοιτοι πλέον όλοι του Διδασκαλείου. Όμως η λειτουργία του πλήρους εξαταξίου Γυμνασίου δεν έγινε δυνατή. Αντ’ αυτού λειτούργησε «προσωρινά» το τριτάξιο Ημιγυμνάσιο και, από το 1937, ένα τεχνικό επαγγελματικό σχολείο με εξειδίκευση σε θέματα αγροτικής παραγωγής, το Αστικό Σχολείο Αγιάς.
Έτσι, για πρώτη φορά μέσα στο δάστημα των πενήντα περίπου χρόνων που μεσολάβησε από την Απελευθέρωση, το κράτος έδωσε λύσεις στα μεγάλα εκπαιδευτικά προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί από τους πολέμους και την έλευση των προσφύγων. Ο πόλεμος όμως και η Κατοχή ανέκοψαν την εξέλιξη της εκπαιδευτικής προσπάθειας».
Β΄ Πολιτιστική δράσις εν Αγιά.
Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ»
στην Αγιά του 1906(1).
Οι αγιώτες έχουν προϊστορία στα Μουσικά Σωματεία και στην καλλιτεχνική έκφραση. Συναντούμε αίφνης το 1883 χοροδιδάσκαλο και χοροδιδασκάλισσα στην Αγιά. η δεύτερη αναφέρεται μέχρι το 1896, οπότε αναχώρησε για το Βόλο. Πρόκειται για τον χοροδιδάσκαλο Ν. Ρίζο και τη χοροδιδασκάλισσα Ζωή, σύζυγο του απόστρατου ταγματάρχη, αγωνιστή του 1866 στην Κρήτη και της τελευταίας θεσσαλικής εξέγερσης του 1877-78 Απόστολου Φιλίππου, ο οποίος εκλέχτηκε και βουλευτής της επαρχίας της Αγιάς το 1885.
Κατά το φθινόπωρο του 1906 συναντούμε στην Αγιά ένα Σωματείο με τον τίτλο Μουσικός Σύλλογος Φιλαρμονική Ένωσις –Εν Αγυιά. Η σφραγίδα του ήταν κυκλική και έφερε τον τίτλο της στο ενδιάμεσο των δυο ομοκέντρων κύκλων, που την διατρέχουν. Στο κέντρο είχε τη μορφή του Ορφέα με τη λύρα στο αριστερό χέρι και τη δάφνη στο δεξί. Στο κάτω μέρος της μορφής, σε πλαίσιο, τη λέξη ΟΡΦΕΥΣ.
Αριθ. 15
Εν Αγυιά τη 30 Οκτωβρίου 1906
Προς
την Αξιότιμον Κυρίαν Βασιλικήν Π. Κηπουρού
Εις Αθήνας
Πεποιθότες εις τα ευγενή και φιλόμουσα Υμών αισθήματα, ων τρανήν άχρι τούδε απόδειξιν παρέχει η πολλαπλώς εκδηλουμένη υπέρ αγαθοεργών σκοπών δράσις Υμών, τολμώμεν να παρακαλέσωμεν Υμάς όπως προσέλθητε αρωγός εις τον αρτισύστατον Μουσικόν Σύλλογον Αγυιάς, έχοντα επί του παρόντος ανάγκην οικονομικής ενισχύσεως, όπως εκπλήρωση τον κοινωφελή του σκοπόν.
Παρακλούμεν Υμάς, όπως δεχθήτε την εκφρασιν της ευγνωμοσύνης των Μελών του Συλλόγου μας.-
Το Διοικητικόν Συμβούλιον του
Μουσικού Συλλόγου Αγυιάς
«Η Φιλαρμονική Ένωσις»
Ο Πρόεδρος
Δ(ημήτριος) Ε(υθυμίου) Βατζιάς
Τα Μέλη
Μ(ιλτιάδης) Σ(οφοκλής) Ευστρατιάδης
Φ(ίλιππος) Σαμσαρέλος
Χ. Ζητρίδης
—————————————————————————————————————–
(1).- Αγραφιώτης Δημ., Αγιώτικα Νέα, τεύχος 6, σελ. 9.
Το έγγραφο από το οποίο και μόνο πιστοποιείται η ύπαρξη αυτού του Συλλόγου βρίσκεται στο Αρχείο του Μιλτ. Δάλλα, στο φ.37 στην Αθήνα. Φέρει αριθμό πρωτοκόλλου 15 και ημερομηνία 30 Οκτωβρίου του έτους 1906. δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αίτηση για παροχή οικονομικής συνδρομής προς την Βασιλική, χήρα του πλούσιου αγιώτη ευεργέτη Παναγιώτη Κηπουρού. Η επίσημη αυτή αίτηση πιθανώς δόθηκε στα χέρια του Μ. Δάλλα, για να την παραδώσει στη χήρα του Π. Κηπουρού, τη Βασιλική, το γένος Βλαχάκη, και αυτό εξηγεί το πώς βρέθηκε ανάμεσα στα έγγραφα του αρχείου του.
Ο Δάλλας πιθανότατα διάβασε στη Βασ. Π. Κηπουρού το περιεχόμενο του εγγράφου ή διάβασε απλώς το περιεχόμενό του. Το ενδιαφέρον είναι η πληροφορία για την ύπαρξη ενός Πολιτιστικού Σωματείου στην Αγιά στις αρχές του αιώνα μας. Η Φιλαρμονική Ένωσις διοικούνταν από πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν αξιόλογες προσωπικότητες της Αγιάς. Πρόεδρος ήταν ο Δημ. Ευθ. Βατζιάς και μέλη ο Μιλτιάδης Σ. Ευστρατιάδης, ο γιατρός και τέως Δήμαρχος Φίλιππος Σαμσαρέλος, ο Χ. Ζητρίδης και ο Κλ. Αλεξούλης. Ήταν αρτισύστατος, μόλις είχε αρχίσει τη λειτουργία του, γεγονός που μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε την ίδρυσή του την άνοιξη ή το καλοκαίρι του έτους 1906.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ
Η Μουσική Σχολή του Δήμου Αγιάς ιδρύθηκε το 1985 με την επωνυμία Μουσική Σχολή Κοινότητας Αγιάς και το 1999 πήρε τη σημερινή της επωνυμία.
Πρόεδροι της Σχολής διετέλεσαν οι: κ.κ. Κωστούλας Γεώργιος, Τζιτζιλέρης Δημήτριος, Μαυρογιάννης Αντώνιος, Μυλωνάς Κωνσταντίνος, ενώ σημερινός πρόεδρος είναι ο κ. Απόστολος Καφετσιούλης.
Διευθύντριες της Σχολής διετέλεσαν οι: κ. Αικατερίνη Παντελίδου από το 1985 έως και το 2003 και η κ. Γεωργία Μπαράκου από το 2003 μέχρι και σήμερα.
Στη Μουσική Σχολή του Δήμου Αγιάς λειτουργούν σήμερα τμήματα Ανωτέρων Θεωρητικών, Πλήκτρων (πιάνου, ακορντεόν, αρμονίου), Εγχόρδων (κιθάρας, βιολιού, μπουζουκιού), Μονωδίας, Προωδειακής και Χορωδίας.
Χορωδία: Το τμήμα χορωδίας δημιουργήθηκε από την ίδρυση της Σχολής μέχρι και το σχολικό έτος 1998-1999 και επαναλειτούργησε με την σημερινή του μορφή από το σχολικό έτος 2004-2005.
Συμμετοχές – Σεμινάρια: Φεστιβάλ Λάρισας 1990, Φεστιβάλ Τυρνάβου 1991, Φεστιβάλ στη Βουλγαρία 1993, Διαγωνισμός της Χ.Ο.Ν. (Μάιος 2006) όπου απέσπασε το Α΄ Βραβείο και μετάλλιο στην κατηγορία της, 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών Λάρισας (Απρίλιος 2007), Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ «LEONARD» στο GALACI της Ρουμανίας (Μάιος 2007), Διεθνές Σεμινάριο MASTER CLASS σε συνεργασία με το Ωδείο Γκουλέτσου Λάρισας (Ιούνιος 2007) με την Patricia Brady Danzing Καθηγήτρια Διδάκτωρ Σολίστ Όπερας, 2ο Παιδικό Φεστιβάλ Παραδοσιακού Χορού και Τραγουδιού (Σεπτέμβριος 2007).
ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ «ΔΩΤΙΕΥΣ».
Η ομάδα του «Ατρόμητου» που από το 1927 έπαιζε στα αλώνια «φουτ-μπωλ», με πρώτη μπάλα από κουρέλια, χρησιμοποιεί ως πρώτο γήπεδο ένα κοινοτικό μπαΐρι στην Αγία Παρασκευή. Όταν το Υπουργείο Γεωργίας απαλλοτρίωσε τον χώρο του γηπέδου και δημιούργησε το Αγροκήπιο, η ομάδα με τις κιτρινόμαυρες φανέλες καταλαμβάνει ένα μπαΐρι ιδιοκτησίας των αδελφών Μπούρα, έξω από τους Νερομύλους. Ένας από τους παίκτες του Ατρομήτου, ο Ναπολέων Μποτζώρλος, δημιουργεί καινούρια ομάδα από μαχαλιώτες παίκτες των Αγίων Θεοδώρων με γήπεδο τα αλώνια του Αγίου Παντελεήμονος. Ο φανατισμός και οι μεγάλοι καυγάδες ήταν αναπόφευκτα συχνοί. Το 1941 οι Ιταλοί δημιουργούν γήπεδο στο αμπέλι του Μπόνη – πίσω από τον μπαχτσέ του Αλέξη Καραβίδα.
Μέχρι το 1954 η ποδοσφαιρική κίνηση έχει τοπικό χαρακτήρα και ανύπαρκτο αθλητικό χώρο. Το 1954 αναλαμβάνει Πρόεδρος της Κοινότητος Αγιάς ο Τάκης Καρδάρας και με συντονισμένες προσπάθειες δημιουργεί γήπεδο στο χώρο που σήμερα έχει κτισθεί το Γυμνάσιο της Αγιάς.
Συγκροτείται ποδοσφαιρική ομάδα το 1958 με την επωνυμία « Δωτιεύς».
Το 1960 αναγνωρίζεται επίσημα σωματείο της ενώσεως Λαρίσης και λαμβάνει μέρος στο πρωτάθλημα.
Το γήπεδο παραχωρήθηκε από την Κοινότητα στο Υπουργείο Παιδείας και ονομάσθηκε Σχολικό Γυμναστήριο. Δυστυχώς, το 1970 ο χώρος αυτός παραχωρήθηκε για να κτιστεί το Γυμνάσιο.
Επί πολλά έτη η ομάδα έμεινε χωρίς αγωνιστικό χώρο, έως ότου δημιουργείται το σημερινό αθλητικό κέντρο (………….) με κλειστό γυμναστήριο, γήπεδο ποδοσφαίρου και κερκίδες.
Σήμερα, η ερασιτεχνική ομάδα του Δωτιέα ανήκει στην Α1 κατηγορία του Ε.Π.Σ.Λ. – Νομού Λαρίσης.
Ο Σύλλογος έχει υποδομές με παιδικά τμήματα, τα οποία αθλούνται στο Γήπεδο της Αγιάς και σήμερα (2008) Πρόεδρος είναι ο Ντανταλής Μαρναρίτης του Δημητρίου.
ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ – ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΓΙΑΣ
«ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΓΙΑΣ»
Το 2008 πραγματοποιείται η πρώτη εμφάνιση της χορωδίας με τη νέα της μορφή ως Νομ. Προσώπου του Δήμου Αγιάς και με τη νέα της επωνυμία ως «ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΓΙΑΣ» μετά από κοινή απόφαση του Δημάρχου Αγιάς κ. Βασ. Κουτσαντά, του δημοτ. Συμβουλίου και της γεν. συνέλευσης του Μουσικού Συλλόγου «Χορωδία Αγιάς».
Στόχος της Δημοτικής Χορωδίας Αγιάς είναι να τονώνει και να αναβαθμίζει με τη δράση της το μουσικό αίσθημα του κοινού, να στηρίζει κατά τον καλύτερο τρόπο το χορωδιακό τραγούδι και την πολυφωνική Μουσική και να αποτελεί άξιο πρεσβευτή της πόλη μας και της πατρίδας μας.
Η πρώτη, ωστόσο, απόπειρα σύστασης ανδρικής χορωδίας έγινε στα 1954, από τον μέχρι πρότινος Πρόεδρο του Μουσικό Συλλόγου και νυν επίτιμο Πρόεδρο κ. Δ. Τζιτζιλέρη, αν και για διάφορους λόγους η προσπάθεια αυτή δεν καρποφόρησε.
Το ετος 1969 ο προαναφερόμενος, μαζί με μια ομάδα Αγιωτών ιδρύουν τον «Μουσικόκαλλιτεχνικό Σύλλογο Αγιάς» και συγκροτούν ανδρική χορωδία, η οποία δραστηριοποιείται μέχρι το 1981, δίδοντας στο χρονικό αυτό διάστημα μια σειρά από επιτυχημένες συναυλίες στην Αγιά, στο Βόλο, στη Λάρισα καθώς και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Το έτος 1981 η χορωδία αυτή έχοντας ν’ αντιμετωπίσει πολλές δυσχέρειες, περιορίζει την δράση της έως το 1994.
Ήδη από τις αρχές του 1995 ο Σύλλογος στα πλαίσια μιας μεγάλης προσπάθειας για ανανέωση και ποιοτική αναβάθμιση της χορωδίας, προβαίνει μετά από Γενική Συνέλευση και μέσω του Πρωτοδικείου Λάρισας σε αλλαγή του Καταστατικού. Έτσι μετονομάζεται σε Μουσικό Σύλλογο Αγιάς, μετατρέπεται από ανδρική σε Μικτή Χορωδία και προσλαμβάνει ως καλλιτεχνικό Διευθυντή τον καταξιωμένο μαέστρο Αλέξανδρο Σανδίκη. Η προσπάθεια αυτή επιτέλους καρποφορεί και οι στόχοι εκπληρώνονται. Η Μικτή Χορωδία του Μουσικού Συλλόγου της Αγιάς εξελίσσεται σ’ ένα από τους σημαντικότερους εκφραστές των πολιτιστικών πραγμάτων της Αγιάς και όχι μόνο. Παρουσιάζει αξιόλογη δράση και λαμβάνει μέρος σε συναυλίες και χορωδιακές συναντήσεις ανά το Πανελλήνιο. Ενδεικτικά και χωρίς χρονολογική σειρά αναφέρονται εμφανίσεις στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Νάουσα, Λιτόχωρο, Γύθειο, Σκιάθος, Λευκάδα, Βόλος, Καρδίτσα, Στυλίδα, Ερμιόνη, Αβδέλα, Αλμυρός, Κέρκυρα και αλλού. Στην πόλη της Αγιάς, ο Σύλλογος διοργανώνει 9 χορωδιακές συναντήσεις, κάποιες απ’ αυτές με την βοήθεια του Δήμου της Αγιάς, ενώ δραστηριοποιείται και στο εξωτερικό στις πόλεις Cappacio-Paestum στην νότια Ιταλία (6-4-2001), Σόφια Βουλγαρίας (29-3-2003) και Κωνσταντινούπολη (25-6-2005).
Μορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Αγιάς «ο Μιλτιάδης Δάλλας».
Ιδρύθηκε το 1976 με σκοπό την πνευματική μορφωτική και εκπολιτιστική πρόοδο της επαρχίας Αγιάς, την ανάπτυξη δραστηριοτήτων για την αφύπνιση και η ενεργοποίηση των πνευματικών δυνάμεων της και την αξιοποίηση των δημιουργημάτων του λαού (Μουσική, αρχιτεκτονική, τέχνη κ.λ.π.).
Το 1977 ο ΜΠΣ «Μιλτιάδης Δάλλας» σε συνεργασία με την τότε Κοινότητα Αγιάς απηύθυναν πρόταση στα Γενικά Αρχεία του Κράτους για την σύσταση στην Αγιά Μόνιμου Τοπικού Αρχείου. Το ΜΤΑ ιδρύθηκε το 1978.
1937 – Ο Μιλτιάδης Δάλλας κατέθεσε το Αρχείο του προς φύλαξη στην Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών (Ι.Λ.Ε.Θ.) με την υποχρέωση να παραδοθεί στην Αγιά όταν θα ιδρύονταν Ιστορικό Αρχείο.
Οι πρώτες αρχειακές συλλογές που αποτέλεσαν την βάση του Τοπικού Αρχείου δωρήθηκαν από τον ΜΠΣ «Μιλτιάδη Δάλλα». Αφορούσαν το οικογενειακό Αρχείο Αλεξούλη.
Από τη γέννησή του ο Σύλλογος Αγιωτών ο «Μιλτιάδης Δάλλας» ανάλαβε μια προσπάθεια να γνωρίσουν οι άνθρωποι της επαρχίας τις σύγχρονες πνευματικές τάσεις και να νοιαστούν για την πνευματική τους κληρονομιά και τοπική παράδοση.
Εξέδιδε την εφημερίδα «Αγιώτικα Νέα» και δημιούργησε τμήματα:
1) Κινηματογραφική Λέσχη,
2) Θεατρική Ομάδα,
3) Τμήματα χορού και ρυθμικής γυμναστικής.
Με πρωτοβουλία του ΜΠΣ «Μιλτιάδης Δάλλας» αναβιώνει το 1977 το Αγιώτικο Πανηγύρι των Αγίων Αντωνίων (του εξ Αιγύπτου και του εκ Βερροίας) την 1η Σεπτεμβρίου, μια παράδοση που διατηρήθηκε στην διάρκεια της Οθωμανικής Κατοχής, διακόπηκε το 1897, συνεχίστηκε για λίγο μέχρι το 1912 και μετά ξεχάστηκε.
Η Θεατρική Ομάδα ξεκίνησε το 1985 με το έργο «Τοπικός παράγων» του Π. Καγιά.
1985: Τοπικός Παράγων
1986: Το Θεριό του Ταύρου
1992: Το Πανηγύρι
1987: Παραμύθι χωρίς όνομα
1988: Φον Δημητράκης
1995: Ο Λεπρέντης
1999: Η μοναξιά των σκουληκιών
2003: Ούτε γάτα ούτε ζημιά
Αρωγοί στην όλη προσπάθεια του Συλλόγου υπήρχαν κατά καιρούς το Υπουργείο Πολιτισμού, η Νομαρχία Λάρισας, η ΝΕΛΕ, το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Λάρισας και πολλοί τοπικοί παράγοντες και ιδιώτες. Η Δημοτική Αρχή Αγιάς είναι ο μόνιμος χορηγός και συμπαραστάτης του Συλλόγου. Η ηθική αλλά και υλική συμπαράσταση των απανταχού Αγιωτών υπήρξε συχνά συγκινητική.
Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΑΙΜΟΔΟΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ –
«Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ».
Ιδρύθηκε το 1982, με πρωτοβουλία των κ. Πανέρη Ιωάννη και Γανοχωρίτη Αντώνη. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο συστήθηκε την 14η Δεκεμβρίου 1982 ως εξής:
Πρόεδρος: Χρήστος Πελεκούδας
Αναπληρωτής: Γραμμένος Τουτούζης
Ταμίας: Χαρίλαος Αγάς
Αναπληρωτής: Ευάγγελος Χαύδας
Γραμματεύς: Ευάγγελος Κουβαράς
Αναπληρωτής: Αντώνιος Κουκουτιανός
Μέλος: Γεώργιος Αναστασίου
Τα μέλη του Δ.Σ.: Ευάγγελος Χαύδας, Ευάγγελος Κουβαράς και Αντώνιος Κουκουτιανός ορίστηκαν με πρόταση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων των Σχολείων της Αγιάς (Δημοτικών 1ου και 2ου Γυμνασίου – Λυκείου) του Συλλόγου Καθηγητών και διδασκόντων.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΟΧΩΡΙΟΥ
Ιδρύεται στο Μεταξοχώρι Αγιάς Λαρίσης με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ – ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΟΧΩΡΙΟΥ» με έδρα το χωριό Μεταξοχώρι, τον Σεπτέμβριο του 1983.
Σκοποί του Συλλόγου είναι:
α) Η ανύψωση του μορφωτικού-πνευματικού και εκπολιτιστικού επιπέδου, η ανάπτυξη του πνεύματος αλληλεγγύης μεταξύ των μελών αυτού όπως και η εξύψωση του εκπολιτιστικού επιπέδου των κατοίκων του Μεταξοχωρίου με την εκτέλεση έργων κοινής ωφελείας.
β) Η μελέτη, διαφύλαξη, βελτίωση, εξωραϊσμός και προστασία των αρχαιολογικών τόπων, των ιστορικών μνημείων κάθε εποχής, των αξίων λόγου φυσικών καλλονών και ο εξωραϊσμός του Μεταξοχωρίου, με την εκτέλεση διαφόρων έργων σε συνεργασία πάντοτε με την Κοινοτική Αρχή.
Ως γιορτή του Συλλόγου ορίζεται η ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία ήτοι η 20η Ιουλίου κάθε έτους.
ΟΙ ΙΔΡΥΤΑΙ
- ΦΑΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΤΣΙΩΚΟΥ
- ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΟΥΡΝΑΒΟΥ
- ΕΥΑΝΘΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΤΣΙΑΓΚΑΛΗ
- ΑΓΛΑΪΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΚΡΙΚΗ
- ΕΛΕΝΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ
- ΕΥΔΟΞΙΑ ΑΧΙΛΛΕΑ ΓΚΡΑΒΕΛΗ
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΠΑΔΟΥΛΗ
- ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΑΥΔΑΣ
- ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΕΛΗΑΡΓΥΡΗΣ
- ΜΙΧΑΗΛ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΟΚΟΓΚΙΟΛΗΣ
- ΕΙΡΗΝΗ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΑΡΠΕΤΗ
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΥΛΗΣ
- ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΕΤΣΙΚΑ
- ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΣΑΓΚΑΛΗΣ
- ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΔΕΛΗΑΡΓΥΡΗΣ
- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΗΡΑΚΛΗΣ
- ΝΙΚΗ ΒΥΡΩΝΟΣ ΒΑΛΙΑΤΖΑ
- ΦΑΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΒΑΓΕΝΑ
- ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΠΕΤΗ
- ΑΡΓΥΡΟΥΛΑ ΠΑΝΤΟΥ ΜΠΕΪΝΑ
- ΖΗΝΟΒΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΑΜΑΡΑ
- ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΛΙΑΓΚΑ
- ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ
- ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΕΛΗΑΡΓΥΡΗ
- ΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΥΛΗ
- ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΣΑΚΝΑΚΗΣ
- ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΥΛΗ
- ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΦΕΤΣΟΥ
- ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΕΝΕΚΕ
- ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΖΗΣΑΚΗ
- ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΠΑΡΤΣΟΥ
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΦΕΤΣΟΣ
- ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ
- ΠΛΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΑΚΑΣ
- ΜΑΡΙΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΑΛΙΑΤΖΑ
- ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΑΚΟΥ
ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ «Ο ΕΡΜΗΣ».
Ο Σύλλογος ιδρύθηκε το 1984 με σκοπό την ανάπτυξη αθλημάτων εκτός του ποδοσφαίρου. Τα πρώτα αθλήματα που αναπτύχθηκαν ήταν η πετοσφαίριση και ο στίβος. Τα επόμενα χρόνια δημιουργήθηκαν και τα τμήματα πάλης και καλαθοσφαίρισης. Στη διάρκεια του χρόνου το μόνο τμήμα που σταμάτησε να λειτουργεί ήταν το τμήμα του στίβου. Σήμερα γίνεται μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει πάλι το τμήμα να δραστηριοποιηθεί.
Ο Σύλλογος παρά την πάροδο είκοσι τεσσάρων χρόνων από την ίδρυσή του παρουσιάζεται πιο ακμαίος από ποτέ. Εκατόν σαράντα αθλητές συμμετέχουν καθημερινά στις δραστηριότητές του και πάνω από εκατόν πενήντα μέλη προσδίδουν στο Σύλλογο ενέργεια και σφρίγος που εντυπωσιάζουν εάν υπολογίσουμε το γεγονός ότι η Επαρχία Αγιάς είναι πληθυσμιακά ισχνή.
ΤΟΠΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΑΓΙΑΣ (Γ.Α.Κ.).
Η Αγιά, αν και δεν αποτελεί έδρα νομού, έχει την τύχη να είναι μια από τις λίγες πόλεις στην Ελλάδα που διαθέτει τη δική της αρχειακή υπηρεσία, το Τοπικό Αρχείο Αγιάς.
Την ιδέα ίδρυσης αρχειακής υπηρεσίας συνέλαβε πρώτος, από το 1930, ο αγιώτης νομικός, πολιτικός και συγγραφέας Μιλτιάδης Δάλλας, άνθρωπος ευρείας μόρφωσης, καλός γνώστης της τοπικής ιστορίας, αλλά και ιδιαίτερης ευαισθησίας σε θέματα διάσωσης και συγκέντρωσης των τοπικών ιδιωτικών και δημοσίων αρχείων. Συγγραφέας σημαντικών ιστορικών μελετών για την Αγιά, συγκέντρωσε με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα έγγραφα κοινοτικά, εκκλησιαστικά, οικογενειακά, προσωπικά κ.α. και συγκρότησε το «Αρχείον Ιστορικόν», το οποίο εκτείνεται χρονικά από το 1750 έως το 1953 με πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία της περιοχής. Το 1937 ο Δάλλας κατέθεσε προς φύλαξη το αρχείο του στην Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών (Ι.Λ.Ε.Θ.), της οποίας υπήρξε ένας από τους ιδρυτές, με την υποχρέωση να παραδοθεί στην Αγιά, όταν θα ιδρυόταν ιστορικό Αρχείο.
Παράλληλα, με την παρακίνηση και καθοδήγηση του Μ. Δάλλα αξιόλογο οικογενειακό και πολιτικό αρχείο κατάρτησε και ο Αγιώτης πολιτικός Δημήτριος Ηρακλείδης και αργότερα ο νεότερος πολιτικός Τάκης Καρδάρας.
Επίσης, πλούσιο αρχειακό υλικό διέθεταν επώνυμες οικογένειες της Αγιάς, οι οποίες κατά το παρελθόν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην περιοχή, όπως η οικογένεια Αλεξούλη, Βατζιά, Πετράκη, Καλλέργη, κ.α., ο λόγιος Θεόδωρος Χατζημιχάλης, οι Εκκλησίες και οι Μονές της περιοχής, τα Σχολεία, Υπηρεσίες, Σύλλογοι κ.α.
Με κριτήριο τη διάσωση, συγκέντρωση και αξιοποίηση όλου αυτού του υλικού, κρίθηκε σκόπιμο να επιδιωχθεί η ίδρυση αρχειακής υπηρεσίας στην Αγιά. πρωτοστάτες στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν ο Γιάννης Σακελίων, οικονομικός έφορος και συγγραφέας ιστορικών μελετών και ο αείμνηστος Δημήτρης Αγραφιώτης, φιλόλογος-ιστορικός και μετέπειτα προϊστάμενος του Αρχείου για μια εικοσαετία. Το 1978 (Π.Δ. 496, ΦΕΚ 106/27-6-1978), ιδρύθηκε αρχειακή υπηρεσία με τον τίτλο «Μόνιμο Τοπικό Αρχείο Αγιάς». Υπήρξε η πρώτη αρχειακή υπηρεσία που λειτούργησε στο Νομό Λάρισας και στεγάστηκε στην Κοινοτική Βιβλιοθήκη της Αγιάς, δωρεά του Τάκη Καρδάρα.
Οι αρχειακές συλλογές που απετέλεσαν καταρχήν τη βάση του Τοπικού Αρχείου δωρήθηκαν από τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Μιλτιάδη Δάλλα» και αφορούσαν στο οικογενειακό αρχείο Αλεξούλη (1838-1909), σε τμήμα του πολιτικού και οικογενειακού αρχείου του Μιλτιάδη Δάλλα (1876-1935) και του Βολιώτη λογίου και δημοσιογράφου Γ. Σακελλαρίδη (1900-1920). Στην πορεία συγκεντρώθηκαν δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, βιβλία, εκκλησιαστικά έγγραφα, φωτογραφίες και εφημερίδες που αφορούν στην ιστορία της περιοχής και εκτείνονται χρονικά από το 1621 έως σήμερα.
Πρέπει να τονιστεί εδώ, ότι η ύπαρξη και διάσωση όλων αυτών των αρχείων δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός, ότι η περιοχή δεν γνώρισε σοβαρές καταστροφές στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και στην ιδιαίτερη ευαισθησία που επέδειξαν οι κάτοικοί της προς αυτά.
Το 1991 το Αρχείο εντάχθηκε στο δίκτυο των περιφερειακών αρχείων και μετονομάστηκε σε Γ.Α.Κ. – Τοπικό Αρχείο Αγιάς με αρμοδιότητες που κάλυπταν την επαρχία Αγιάς (σήμερα τους Δήμους Αγιάς, Λακέρειας, Ευρυμενών και Μελιβοίας).
Το 2001 έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της μελλοντικής εδραίωσης, λειτουργίας και ανάδειξης του Αρχείου. Ο Δήμος Αγιάς παραχώρησε το κτίριο του πρώην Δημοτικού Σχολείου Μεταξοχωρίου, 400 τ.μ., για τη μόνιμη στέγαση του Γ.Α.Κ. Το κτίριο, αφού επισκευάσθηκε σύμφωνα με τις ανάγκες μιας αρχειακής υπηρεσίας, περιέλαβε εκθετήριο, βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο και αίθουσα εκδηλώσεων, αρχειοστάσια, γραφεία, αποθήκη κ.λ.π.
Σήμερα, το Αρχείο λειτουργεί σε άνετους και κατάλληλους χώρους, όπου φιλοξενούνται ερευνητές και σχολικές ομάδες εργασίας. Παράλληλα, η δημιουργία αξιόλογης βιβλιοθήκης θεσσαλικού και τοπικού ενδιαφέροντος, η οργάνωση περιοδικών εκθέσεων αρχειακού και φωτογραφικού υλικού καθώς και η ένταξη του Αρχείου στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των σχολείων έχουν αναβαθμίσει τη λειτουργία του.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ
Το 1990 (επί προεδρίας του κ. Τζιτζιλέρη), αποφασίζει τη σύσταση νομικού προσώπου με την επωνυμία «Πνευματικό – Πολιτιστικό κέντρο Κοινότητας Αγιάς».
Σκοποί του Ν.Π. είναι:
α) Η εξύψωση του πνευματικό, μορφωτικού, πολιτιστικού επιπέδου των Δημοτών Αγιάς.
β) Η λειτουργία Λαογραφικού – Αγροτικού Μουσείου για τη συγκέντρωση και αξιοποίηση του λαογραφικού και πολιτιστικού υλικού τη επαρχίας κ.α.
το 1996 (επί προεδρίας του Αντ. Μαυρογιάννη) τροποποιείται η επωνυμία του παραπάνω νομικού προσώπου ως Πολιτιστικός Οργανισμός Κοινότητας Αγιάς.
Το 1999 (επί Δημαρχίας Αντ. Μαυρογιάννη) συστήθηκε το νομικό πρόσωπο ως «Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αγιάς».
Στον Πολιτιστικό Οργανισμό έχει παραχωρηθεί η χρήση και η ευθύνη για την λειτουργία του Πολιτιστικού Κέντρου «Χρυσαλλίδα» το οποίο αποτελεί κόσμημα για την πόλη μας και το κέντρο πολιτισμού του Δήμου μας, (εγκαινιάσθηκε 29-12-2002). Σε αυτόν τον χώρο διοργανώνονται ημερίδες και διαλέξεις από τον Πολιτιστικό Οργανισμό αλλά και από όλους τους φορείς της επαρχίας της Αγιάς.
Στόχοι του Π.Ο.Δ.Α. είναι:
Να πραγματοποιούνται κάθε χρόνο καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις σε όλο το Δήμο της Αγιάς.
Να δημιουργηθούν θεσμοί, όπως:
α) το Πολιτιστικό καλοκαίρι,
β) το Καρναβάλι και τα Κούλουμα στην Αγιά και σε όλα τα Δημοτικά διαμερίσματα.
Να ενισχυθούν τα τοπικά παραδοσιακά θερινά πανηγύρια στα Δημοτικά διαμερίσματα.
Να ενισχυθεί η λειτουργία της Θεατρικής Ομάδας του Μ.Π.Σ. Αγιωτών «Μιλτιάδης Δάλλας».
Να λειτουργήσουν τμήματα εικαστικής τέχνης (χορού, θεατρικού παιχνιδιού κ.α.).
Να λειτουργήσει η Κινηματογραφική Λέσχη στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Π.Ο. Χρυσαλλίδα.
Να υποστηρίζουμε κάθε προσπάθεια διάσωσης ή διάδοσης της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, κάθε προσπάθεια ανάδειξης και προβολής της τοπικής ιστορίας και των μνημείων της περιοχής μας.
Θεωρείται ότι είναι απαραίτητη η ένταξη των Πολιτιστικών δραστηριοτήτων στη Δημοτική Επιχείρηση (αθλητισμού-πολιτισμού) διότι έτσι θα εξασφαλιστεί ο συντονισμός των Πολιτιστικών δραστηριοτήτων της περιοχής της Αγιάς καθώς και η συνδρομή σε εξοπλισμό, μέσα και εγκαταστάσεις.
ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ
Το δίκτυο πολιτιστικών συλλόγων επαρχίας Αγιάς δημιουργήθηκε από την ανάγκη κοινών δράσεων, συνεργασίας και αλληλοστήριξης των 23 συλλόγων της επαρχίας μας που δραστηριοποιούνται στο χώρο του πολιτισμού, τον οποίο σαφώς και θεωρούμε συνώνυμο του ανθρώπου και του περιβάλλοντος.
Δημιουργήθηκε το Νοέμβριο 2005 και έχει ως στόχο τη συντονισμένη και διασυλλογική δράση όλων των φορέων, ώστε να διαφυλάξουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά, να συμβάλλουμε στην πολιτιστική ανάδειξη και ανάπτυξη του τόπου μας και να δημιουργούμε σήμερα αυτό που θα αποτελέσει την πολιτιστική κληρονομιά του αύριο. Πιστεύουμε ότι Πολιτισμός δεν είναι κάτι το παρωχημένο και στατικό και δε σχετίζεται αποκλειστικά με τα γράμματα και τις τέχνες. Είναι ο τρόπος ζωής, η καθημερινότητα μας, οι ανθρώπινες σχέσεις, η σχέση μας με το περιβάλλον και τα έργα Πολιτισμού που συνεχώς δημιουργεί ο άνθρωπος.
Αυτό που ωστόσο οφείλουμε να τονίσουμε είναι ότι το δίκτυο δεν περιορίζει σε τίποτα την αυτονομία και αυτοτέλεια του κάθε συλλόγου που συμμετέχει σε αυτό. Απεναντίας λειτουργεί ενισχυτικά σε κάθε προσπάθεια και συμβάλει παντιοτρόπως στην επίτευξη των στόχων του κάθε συλλόγου-μέλους του δικτύου.
Σ’ αυτή μας την προσπάθεια δεν περισσεύει κανείς, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Όποιος έχει όραμα για τον τόπο του, διάθεση για δουλειά και προσφορά είναι καλοδεχούμενος. Το μόνο που απαγορεύεται είναι η επίδειξη της κομματικής μας ταυτότητας. Ο πολιτισμός βλέπετε διακρίνεται για την πολυχρωμία του, χωρίς να ανήκει σε κανένα κόμμα.
Οι εκδηλώσεις που διοργανώνονται από το δίκτυο των πολιτιστικών συλλόγων της επαρχίας Αγιάς είναι αυτές που πηγάζουν από την καθημερινότητα, είναι αυτές όπου προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε όλο το ντόπιο δυναμικό μας, βάζοντας ωστόσο στην πρώτη γραμμή του ανθρώπινου ενδιαφέροντος τόσο το περιβάλλον όσο και τα πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία του τόπου μας και της περιοχής μας.
Στο νεοσυσταθέν δίκτυο συμμετέχουν πολιτιστικοί σύλλογοι που ανήκουν στους Δήμους Αγιάς, Μελιβοίας, Λακέρειας και Κιλελέρ.
Οι εκδηλώσεις που πραγματοποίησε το Δ.Π.Σ.Ε.Α. είναι:
Παρουσίαση του βιβλίου «Το καλοκαίρι μας προσπέρασε», του συγγραφέα-ηθοποιού Βασίλη Κολοβού, στη «Χρυσαλλίδα» Αγιάς, με ομιλητές τους: Χάρη Σώζο, Βασίλη Σουζιούλη και Θεοδώρα Μουκούλη.
Έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «ενθύμια ζωής» από τα φωτογραφικά αρχεία 15 συλλόγων της επαρχίας μας, σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας.
Συμμετοχή στις τριήμερες εκδηλώσεις του Περιβαλλοντικού Συλλόγου Σκήτης για τον εορτασμό του Αγίου Πνεύματος.
Συμμετοχή στις εκδηλώσεις του πολιτιστικού Συλλόγου και του Συλλόγου γυναικών Αετολόφου με Έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «ενθύμια ζωής» στον Αετολοφο Αγιάς, το Δεκαπενταύγουστο 2006.
Υποστηρικτική συμμετοχή σε πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης από το ΚΠΕ Αγιάς με τίτλο « …. Περπατώντας στα μονοπάτια της περιβαλλοντικής αγωγής» (3 Δεκεμβρίου 2006, «Παρθεναγωγείο» Μεταξοχωρίου).
Συμμετοχή στις πολιτιστικές εκδηλώσεις «ΦΙΛΟΚΤΗΤΕΙΑ – ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2007» του Δήμου Μελίβοιας (Αύγουστος 2007).
Στους Στόχους μας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων ομιλίες, εκδόσεις, εκθέσεις εικαστικών, θεατρικές παραστάσεις, προβολή και αξιοποίηση τοπικών ιστορικών μνημείων, ανάδειξη ηθών και εθίμων, λαογραφικές εκδηλώσεις και φιλικές βραδιές όπου θα συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες, επιστήμονες και προοδευτικοί άνθρωποι της Τέχνης και του Πνεύματος.
Περιλαμβάνονται επίσης η μελέτη προώθησης και επίλυσης των τοπικών προβλημάτων της περιοχής, η ενημέρωση πάνω σε κοινωνικά προβλήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, η ανάπτυξη αισθημάτων ευθύνης, ευγενικής άμιλλας, φιλίας, αλληλεγγύης και ανιδιοτελούς προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο, με βάση πάντα την αγάπη στο συνάνθρωπο και το σεβασμό στην προσωπικότητα του.
Στοχεύουμε ακόμη στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής μας, την ανάπτυξη του τοπικού τουρισμού, στην αναζήτηση κινήτρων, ώστε οι κάτοικοι των χωριών μας, και ιδιαίτερα οι νέοι να μένουν στον τόπο τους.
Σημαντικότερος στόχος να μετατρέψουμε σε πόλο έλξης και πολιτιστικού ενδιαφέροντος κάθε σημείο της επαρχίας μας από την πόλη της Αγιάς μέχρι και το πιο απομεμακρυσμένο χωριό της.
Στο δίκτυο συμμετέχουν:
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΓΙΑΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΡΟΜΥΛΩΝ
ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΓΑΛΟΒΡΥΣΟΥ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΟΤΑΜΙΑΣ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΕΤΟΛΟΦΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΕΤΟΛΟΦΟΥ
ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΛΑΜΑΚΙΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΣΤΡΙΟΥ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΓΙΟΚΑΜΠΟΥ-ΣΚΗΤΗΣ-ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΙΟΥ
ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΟΧΩΡΙΟΥ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΚΗΤΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΓΙΑΣ»
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΩΤΗΡΙΤΣΑΣ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΤΩΝ «ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ»
ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΛΙΟΥΡΙΑΣ-ΚΟΥΤΣΟΥΠΙΑΣ
(Η ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ)
ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΑΓΙΑΣ
Σημαντικό έργο πολιτισμού, πρωτότυπο και μοναδικό στο είδος του διά την θεσσαλική ιστορία είναι το Μουσείο μεταβυζαντινών εικόνων – κειμηλίων της Ανατολής.
ΕΝΕΚΑΙΝΙΑΣΘΗ ΤΟ ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΕΛΙΤΣΙΑΝΗΣ ΤΗ 15η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1986 ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΔΡΟΣΟΥ ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΤΩΝ «ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ».
Μετά από τέσσερα χρόνια:
ΕΝΕΚΑΙΝΙΑΣΘΗ Η Β΄ ΠΤΕΡΥΓΑ ΤΟΥ ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΤΗ 15η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2000 ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΔΡΟΣΟΥ ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ Ν.Α. ΛΑΡΙΣΑΣ ΕΠΙ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ Ι. ΦΛΩΡΟΥ ΜΕΡΙΜΝΗ ΣΥΛΛ. ΑΝΑΤΟΛΙΤΩΝ «ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ».
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ».
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ
Του Πολιτιστικού Συλλόγου «ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ο ανυπόδητος και μονοχίτων εκ Βαθυρέματος», εγκρίθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας (6η Ιουλίου 2001).
Άρθρο 1ο
Ίδρυση Συλλόγου
Ιδρύεται Σύλλογος με την επωνυμία «ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ο ανυπόδητος και μονοχίτων εκ Βαθυρέματος» με έδρα το Πνευματικό Κέντρο του Δ.Δ. Γερακαρίου του Δήμου Αγιάς.
Άρθρο 2ο
Σκοπός
Σκοπός του Συλλόγου είναι:
α) Η ανέγερση Ιερού Ναού στην περιοχή Βαθυρέματος Αγιάς γεννέτειρα του Οσίου Συμεών, αφιερωμένου στο όνομά του.
β) Η επαφή και επικοινωνία μεταξύ των μελών για την ανάπτυξη στενότερων φιλικών δεσμών, αλληλεγγύης και αμοιβαίας υποστήριξης μέσα στο ορθόδοξο χριστιανικό πνεύμα των παραδόσεων των πατέρων της εκκλησίας.
γ) Η ενίσχυση κάθε προσπάθειας η οποία αποβλέπει στη συλλογή παντός στοιχείου σχετικά με το βίο, τη διδαχή, το μαρτύριο και πνευματικό έργο του Οσίου Συμεών.
δ) Η εξύψωση του μορφωτικού, πολιτιστικού και θρησκευτικού επιπέδου των μελών του Συλλ΄γου.
Ο Σύλλογος δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα ή πολιτικούς σκοπούς και είναι ξένος προς κάθε πολιτική κίνηση και δραστηριότητα.
Άρθρο 3ο
Μέσα
Για την πραγματοποίηση των σκοπών του ο Σύλλογος μεταχειρίζεται όλα τα νόμιμα μέσα και ειδικότερα:
α) Οργανώνει θρησκευτικές εκδηλώσεις, διαλέξεις, ενημερώσεις, εκδρομές, γιορτές και λοιπές δραστηριότητες.
β) Διαπραγματεύετι την επίλυση των προβλημάτων με κάθε αρμόδιο.
γ) Συνεργάζεται και συμμετέχει στις διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες της Μητρόπολης Δημητριάδος.
Η λειτουργία του Πολιτιστικού Συλλόγου «Όσιος Συμεών» ανακλύθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (29-4-2006) και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο της Ι. Μ. Δημητριάδος συνέστησε τετραμελή Διαχειριστική-Διοικητική Επιτροπή του Ι. Ν. Αγίου Συμεών Γερακαρίου Αγιάς με πρόεδρο τον Αρχιερατικό Επίτροπο Αγιάς.
Γ΄ ΑΓΙΩΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
Ο Θεσσαλικός Τύπος (Λαρισαϊκός και Βολιώτικος) φιλοξενούσε μέχρι το 1911, σύντομες ανταποκρίσεις των γεγονότων και προβλημάτων της Αγιάς. Η Αγιά δεν είχε την δική της φωνή-γραφίδα, διά να εκφράσει δυναμικά τα μετά την απελευθέρωση της (1881) ποικίλα προβλήματα.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟ 1911 ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
α) ΑΓΥΙΑ
Μόνο κατά το 1911 ένας δικολάβος-δικηγόρος από τη σημερινή Μελίβοια της Αγιάς, ο Ιωάννης Σαμαράς, που αργότερα εγκαταστάθηκε στον Αλμυρό και στα Φάρσαλα, αποτόλμησε την έκδοση μιας τοπικής εφημερίδας με τον τίτλο «Αγυιά», με πρόθεση να διαφωτίσει το αναγνωστικό του κοινό και να προωθήσει δυναμικά τη λύση των προβλημάτων. Δυστυχώς, σώζεται μόνον το φύλλο 24 της 21ης Μαρτίου 1912 και δεν γνωρίζουμε πότε διακόπηκε η έκδοσή της, ενώ μπορούμε να υπολογίσουμε την έκδοση του πρώτου φύλλου στο Φθινόπωρο, αρχές Οκτωβρίου του 1911, αν τηρήθηκε ο χρόνος της εβδομάδας σταθερός. Από τη βασική αρθρογραφία της εφημερίδας αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν ταγμένη στις προοδευτικές δυνάμεις της εποχής και προπαγάνδιζε σοσιαλιστικές ιδέες.
β) ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΑΥΡΑ
Κατά το 1923-1924 ο Αντώνιος Γεωργάκος από τη Σκήτη προχώρησε στην έκδοση ενός περιοδικού με τον τίτλο «Μυροβόλος Αύρα». Τεύχη του διασώθηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, αλλά κανένα στην περιοχή μας. Παλαιότερα το παρουσίασε στο περιοδικό Θεσσαλική Εστία και σε διάλεξή του στην Αγιά, ο φιλόλογος κ. Χαρίλαος Ντούλας. Μια μελέτη και εκτενής παρουσίαση του περιεχομένου του είναι αναγκαία και ακόμη μια μικροφωτογράφισή του, ώστε να βρίσκεται στη διάθεση των τοπικών ερευνητών.
Μια άλλη εκδοτική προσπάθεια του έτους 1927 ήρθε στο φως με τη μελέτη που δημοσίευσε στο περιοδικό «Αναδιφήσεις» (Μάρτιος 1993) η φιλόλογος Ζωή Δ. Δεληζώνα.
γ) ΦΑΡΟΣ
Πρόκειται για την εφημερίδα: «ΦΑΡΟΣ», Εβδομαδιαία εφημερίς εν Αγυιά, Πολιτική – Ειδησεολογική, έτος 1ον, Εν Αγυιά, Κυριακή 21 Αυγούστου 1927, Αριθμός 1, Διευθυντής Ευθύμιος Χρήστου. [2φυλλη, κείμενο 4 σελίδων, διαστάσεις 29Χ41 εκ., το κείμενο σε 4 στήλες].
Για τον εκδότη Ευθ. Χρήστου, δεν έχουμε μέχρι τώρα βιογραφικά στοιχεία. Η εφημερίδα αυτή πρόσφερε κατά βάση ειδήσεις και βοηθούσε στην προβολή των τοπικών προβλημάτων. Σώζεται το πρώτο φύλλο της. Δεν γνωρίζουμε, αν εκδόθηκε και δεύτερο …..
δ) ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΑΓΥΙΑΣ
Τρίτη και επιτυχέστερη προσπάθεια αρχίζει ο από τους Νερομύλους Δ. Κ. Γαρουφαλιάς, εγκατεστημένος στην Αθήνα, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Εκδίδει την εφημερίδα «Τα Νέα της Αγυιάς».
Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε την 1η Σεπτεμβρίου του 1962. το ακολούθησαν αρκετά φύλλα και διέκοψε την έκδοσή της το Φθινόπωρο του 1963, σύμφωνα με το τελευταίο (;) φύλλο αριθ. 29-30, που σώζεται στο Τοπικό Αρχείο της Αγιάς, όταν ο εκδότης της προχώρησε στην έκδοση του περιοδικού ΠΕΛΩΡΟΣ.
Η ύλη της εφημερίδας υπήρξε ενδιαφέρουσα, αν και μεγάλο μέρος της ήταν έξω από τα ενδιαφέροντα του αγιώτικου αναγνωστικού κοινού. Στα θετικά του φύλλου αυτού μπορεί να υπολογίσει κανείς την προβολή ζωτικών προβλημάτων της Επαρχίας τη Αγιάς και την προβολή των πρώτων διηγημάτων της αξιόλογης και τόσο παρεξηγημένης – καλύτερα αδικημένης – Μαρίας Δ. Σκοτινιώτου, πριν αυτά κυκλοφορήσουν σε βιβλίο με τον τίτλο Πηγάδια και Πόρτες.
ε) ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Τη σκυτάλη πήρε το Δεκέμβριο του 1979 η εφημερίδα «Αγιώτικα Νέα», έκδοση του Μορφωτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου των Αγιωτών «Ο Μιλτιάδης Δάλλας». Είναι η μακροβιότερη, μέχρι στιγμής εφημερίδα της Αγιάς. Διμηνιαία αρχικά και κάπου-κάπου εκδιδόμενη άτακτα χρονικά έφτασε μέχρι το Μάιο του 1990 στο φύλλο αριθμ. 61, όταν προσωρινά ανέστειλε την έκδοσή της. Αυτή υπήρξε η Α΄ περίοδος. Στη Β΄ περίοδο, που άρχισε πάλι με το φύλλο αρ. 1 τον Ιούνιο του 1994, έχουμε 4 φύλλα μέχρι τον Αύγουστο του 1995. Το Δ.Σ. του Συλλόγου πήρε στα μέσα του 1995 την απόφαση να μετατρέψει την εφημερίδα σε περιοδικό με τον ίδιο τίτλο. Τα «Αγιώτικα Νέα» ως περιοδικό συνέχισαν την αρίθμηση της εφημερίδας της Β΄ περιόδου και ήδη έχουν κυκλοφορήσει σε σχήμα 4ο, 32 σελίδων, τα τεύχη 5 (Δεκέμβριος 1995), 6 (Απρίλιος 1996) και 7 (Ιούλιος 1996) με ικανοποιητική μέχρι σήμερα κυκλοφορία μεταξύ των Αγιωτών.
ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ Μ.Ε.Σ. – ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
ΧΡΟΝΟΣ Α΄ ΦΥΛΛΟ 1ο
ΑΓΙΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1979
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ
Άρθρο 2:
ΣΚΟΠΟΣ: 1.- Σκοπός του Συλλόγου είναι η πνευματική, μορφωτική και εκπολιτιστική πρόοδος της επαρχίας, η ανάπτυξις αναλόγων δραστηριοτήτων διά την αφύπνισιν και ενεργοποίησιν των πνευματικών δυνάμεων αυτής και η αξιοποίησις των δημιουργημάτων του λαού – μουσική, αρχιτεκτονική, τέχνη κ.λ.π. Επίσης η προσπάθεια να γνωρίσουν οι άνθρωποι της επαρχίας τας συγχρόνους πνευματικάς τάσεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα και να ενδιαφερθούν διά την πνευματικήν των κληρονομίαν και την τοπικήν του παράδοσιν, η ανάπτυξις δημιουργικού διαλόγου μεταξύ των ανθρώπων της επαρχίας εν πνεύματι ελευθερίας, δημοκρατίας και αλληλοσεβασμού, η ελευθέρα διακίνησις των ιδεών, η αντίθεσις προς κάθε ολοκληρωτικήν μέθοδον ή ιδεολογίαν και η παροχή υποστηρίξεως εις κάθε άλλο σωματείον ή πρόσωπον του οποίου αι ενέργειαι ποβοηθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπον την επίτευξιν των ανωτέρω σκοπών και μόνον αυτών.
2.- Μέσα προς επιδίωξιν των ειρημένων σκοπών δύνανται ν’ αποτελέσουν μορφωτικαί, εκπολιτιστικαί και καλλιτεχνικαί εκδηλώσεις, επιστημονικαί διαλέξεις, έντυπα και παν άλλο νόμιμον μέσον.
Άρθρον 4: ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ
1.- Τα μέλη του Συλλόγου διακρίνονται εις Τακτικά, Αρωγά και Επίτιμα. Ως Τακτικά μέλη δύνανται να εγγράφονται όλοι οι εκ της Επαρχίας Αγιάς καταγόμενοι ως και όλοι οι διαμένοντες εν τη Επαρχία Αγιάς και έχοντες την νόμιμον ηλικίαν. Τα Τακτικά μέλη καταβάλλουν δικαίωμα εγγραφής ποσόν 100 δρχ. και ετήσιαν συνδρομήν δρχ. 300, πλήν των φοιτητών, οίτινες καταβάλλουν ως δικαίωμα εγγραφής ποσόν δρχ. 100 και ετήσιαν συνδρομήν δρχ. 150. Μέλη Αρωγά δύνανται να γίνουν πρόσωπα ενδιαφερόμενα δια τους σκοπούς του Συλλόγου εφ’ όσον καταβάλλουν εφ’ άπαξ ποσόν πολλαπλάσιον της ετησίας συνδρομής, καθοριζόμενον δι’ αποφάσεως του Δ.Σ. Τα Αρωγά μέλη απολαύουν των προνομίων των τακτικώ μελών, πλην του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, μη συνυπολογιζόμενα εις την απαρτίαν των Γ. Συνελεύσεων. Επίτιμα μέλη ανακηρύσσονται πρόσωπα συμβάλλοντα ή συμβαλόντα καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις την επίτευξιν……..
Στο τοπικό Αρχείο (Γ.Α.Κ.) Αγιάς υπάρχουν φύλλα της εφημερίδας «Αγιώτικα Νέα».
Α΄ περίοδος
1979 1ο
1980 2ο – 7ο
1981 11ο
1982 15ο
1983 19ο και 20ο
1985 34ο
1986 37ο και 38ο
1987 47ο
1989 57ο
Β΄ περίοδος
Φύλλο 1ο Ιούνιος 1994
Φύλλο 2ο 1994
Φύλλο 3ο 1994
Φύλλο 4ο 1995
στ) ΑΝΑΔΙΦΗΣΕΙΣ(χ)
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Γ.Α.Κ. – ΤΟΠΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΑΓΙΑΣ
ΑΓΙΑ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1992
Η έκδοση αυτού του Δελτίου έρχεται να εξυπηρετήσει την ανάγκη της επικοινωνίας του Τοπικού Αρχείου της Αγιάς με τους ερευνητές και τους φιλίστορες στο θεσσαλικό χώρο κυρίως, αλλά και ευρύτερα. Ταυτόχρονη επιδίωξη είναι η «επικοινωνία» με τις άλλες αρχειακές Υπηρεσίες της Χώρας.
Για την εξυπηρέτηση των στόχων αυτών θα δημοσιεύονται στο Δελτίο μας ειδήσεις σχετικές με την καθημερινή δραστηριότητα του Τοπικού Αρχείου της Αγιάς, κατάλογοι των εγγράφων που περιέχονται στις αρχειακές Συλλογές του, πολιτιστικές ιδήσεις καθώς και μικρές μελέτες ιστορικού περιεχομένου σχετικές με την Επαρχία της Αγιάς.
———————————————————————————————————————————————————-
(χ).- Εκδίδεται μεταξύ των ετών 1991-1992.
Η έκδοση αυτή δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί, χωρίς την πρόθυμη και αδιάκοπη συμπαράσταση του φίλου Θανάση Πάσχου, στον οποίο οφείλεται η επεξεργασία του κειμένου και η σελιδοποίηση. Από τη θέση αυτή τον ευχαριστώ θερμά για το αφιλοκερδές ενδιαφέρον και την αγάπη που δείχνει για τις εργασίες του Τοπικού Αρχείου της Αγιάς.
Το περιεχόμενο του Δελτίου ελπίζουμε ότι σταδιακώς θα βελτιώνεται, για να παρουσιάζει την καθημερινή πρόοδο, η οποία θα συντελείται στην αρχειακή δραστηριότητα της Υπηρεσίας, όταν βελτιωθούν οι συνθήκες λειτουργίας της με την εγκατάσταση σε κατάλληλον και επαρκή χώρο, πράγμα το οποίο θα επιτρέψει την άνετη και απρόσκοπτη διεξαγωγή των εργασιών και τον εξοπλισμό με τα αναγκαία για την διεκπεραίωση των εργασιών της μέσα.
Δημ. Κ. Αγραφιώτης
ζ) Από τον Δεκέμβριο του 1995 τα Αγιώτικα Νέα μεταποιούνται εις περιοδικό συνεχίζοντας την αρίθμηση της εφημερίδας της Β΄ περιόδου.
Αγιώτικα Νέα / 5
Ο Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Πάσχος Αθανάσιος, σημειώνει:
Όπως υποσχεθήκαμε, προχωρήσαμε στην αλλαγή της μορφής της έκδοσής μας και έχετε ήδη στα χέρια το περιοδικό του Συλλόγου μας, μετεξέλιξη της από το 1980 εκδιδόμενης εφημερίδας μας ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ.
Στη νέα μορφή της έκδοσής μας, που θα είναι τρίμηνη (4 τεύχη το χρόνο) φιλοδοξούμε να εκμεταλλευτούμε κατά τον καλύτερο τρόπο τον αριθμό των σελίδων του και να καλύψουμε με περισσότερη άνεση θέματα που αφορούν: α) στην Αγιά και στις λοιπές κοινότητες της Επαρχίας και στα προβλήματά τους, β) στους αγιώτες της διασποράς (στο εσωτερικό και στο εξωτερικό) και γ) σε θέματα σχετικά με τον τοπικό μας πολιτισμό.
Με άλλα λόγια μας ενδιαφέρει εξίσου η τρέχουσα πραγματικότητα, τα καθημερινά προβλήματα (μικρά ή μεγάλα), η ενημέρωση των εδώ κατοίκων και των διασπαρμένων σε άλλες περιοχές αγιωτών, οικονομικά θέματα (γεωργικά, εμπορικά κ.λ.π.), εκπαιδευτικά, ιστορικά, λαογραφικά, λογοτεχνικά, εικαστικά και κάθε είδους θέματα, τα οποία ενδιαφέρουν, επειδή αναφέρονται στο χώρο μας σε παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα χρόνο.
Με όση αγάπη και κατανόηση θα προσεγγίσουμε τα πάντα, τόση θα είναι και η κριτική αντιμετώπιση, που θα αποβλέπει πάντοτε στην τήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ του επιθυμητού και του εφικτού και θα συγκρατεί τους οποιουσδήποτε παράγοντες από ενέργειες που, χωρίς τον κοινό έλεγχο, θα μπορούσαν και να μην καταλήξουν προς το συμφέρον του τόπου ή ακόμη που θα επισημαίνουν παραλείψεις, οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα ζημία είτε σε άτομα, είτε σε ομάδες είτε στο σύνολο.
Φιλοδοξούμε να αποτελέσουμε το βήμα, στο οποίο θα μπορούν εύκολα να ανεβαίνουν οι νέοι μας, με τους τόσους προβληματισμούς και τα προβλήματα, αλλά και με τις τόσες γνώσεις και τις ευαισθησίες τους, παρουσιάζοντας τις απόψεις και τα έργα τους από τις στήλες μας.
Χρειαζόμαστε τη συμπαράσταση όλων: των Κοινοτήτων, των φορέων κάθε είδους, των προϊσταμένων των εδώ Υπηρεσιών, των ατόμων που μπορούν να μας συνδράμουν με κάθε τρόπο είτε κατοικούν εδώ, είτε κατοικούν σε άλλες πόλεις και ελπίζουμε ότι θα την έχουμε ή ότι θα την κατακτήσουμε με τον τρόπο που ήδη παρουσιάζεται στα χέρια σας.
Καλούμε τον κάθε αναγνώστη να σταθεί στο πλευρό μας και να διαδίδει το αποτέλεσμα της αγάπης μας για τον τόπο και τον πολιτισμό του, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα τη διασφάλιση της οικονομικής δυνατότητας, για να συνεχίζουμε απρόσκοπτα την προσπάθειά μας.
ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Περιοδική έκδοση
Εκδότης
Μορφωτικός – Πολιτιστικός Σύλλογος αγιωτών
«Ο Μιλτ. Δάλλας»
Σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
400 03 Αγιά Λάρισας,
Διευθυντής
Δημ. Κ. Αγραφιώτης
Συντακτική Επιτροπή
Δημ. Κ. Αγραφιώτης
Νίκος Καλαμπάκας
Όλγα Καραθάνου
Αθανάσιος Πάσχος
Ευάγγελος Τζιγκουνάκης
Γιάννης Γουργιώτης
Υπεύθυνος Ύλης: Όλγα Καραθάνου
Σελιδοποίηση: Αθαν. Πάσχος – Δημ. Κ. Αγραφιώτης
Μακέτες – Διαφημίσεις: Ευ. Τζιγκουνάκης
Φωτογραφίες: Γιάννης Γουργιώτης
Στοιχεία Περιεχομένων της Εφημερίδος:
Προλογικό Σημείωμα
Κοινοτικά – Συλλογικά Νέα
Αθλητικά
Κοινωνικά
Αγροτικά – Εμπορικά – Επίκαιρα θέματα
Εκπαιδευτικά
Λογοτεχνία
Λαογραφία Ιστορία
Αλληλογραφία
Σχόλια – Βιβλιοπαρουσιάσεις
Ο Μ.Π.Σ. τον Δεκέμβριο του 1995
Τα Αγιώτικα Νέα προσκαλούν:
α) Τους εκπροσώπους της εκκλησίας στην Αγιά και στα γύρω χωριά, τους Κοινοτάρχες, τους Γραμματείς, τους Προϊσταμένους των υπηρεσιών της περιοχής μας και τους υπεύθυνους συλλογικών φορέων κάθε είδους και κάθε πολίτη που έχει κάτι ενδιαφέρον να ανακοινώσει, να μας παρέχουν την ενημέρωση για να την μεταβιβάζουμε στους αναγνώστες μας.
β) Τους εκπαιδευτικούς, πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ, και φοιτητές, όπως και τους μαθητές να θεωρούν τις στήλες μας πάντα πρόθυμες να φιλοξενούν μικρές εργασίες τους ανάλογες με την ειδικότητα του καθενός.
γ) Τους αρμόδιους για την περιοχή Αρχαιολόγους, τους ιστοριοδίφες και ιστορικούς και τους λαογράφους, να ασχοληθούν με τα μνημεία της περιοχής και τους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς ώστε να γίνουν μέσω των μελετών τους κτήμα του συνόλου.
δ) Τους καλλιτέχνες μας να κοσμούν τις σελίδες μας με τα έργα τους.
Τα άρθρα και τα κάθε λογής κείμενα, παρακαλούμε να είναι σύντομα και στην καλύτερη περίπτωση να μην ξεπερνούν τις 2.000 λέξεις.
Θα θεωρήσουμε μεγάλη τιμή μας την ανταπόκρισή σας στην πρόσκλησή μας.
Μ.Π.Σ. Αγιωτών «Ο Μιλτ. Δάλλας»
Αριθ. Τεύχους 11
Δεκέμβριος 1997
ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Περιοδική έκδοση
Εκδότης
Μορφωτικός – Πολιτιστικός Σύλλογος αγιωτών
«Ο Μιλτ. Δάλλας»
Σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
400 03 Αγιά Λάρισας,
Διευθυντής
Νικόλαος Καλαμπάκας
400 03, Αγιά Λάρισας
Τηλ. 0494-22345
Συντακτική Επιτροπή:
Νίκος Καλαμπάκας
Όλγα Καραθάνου
Στέφανος Ριζούλης
Ρένα Χατζάκου
Γιώργος Χατζηνούλας
Φωτογραφίες:
Γιάννης Γουργιώτης
Επιμέλεια Έκδοσης – DTP:
Περιφερειακές Εκδόσεις «έλλα»
Ηπείρου 97, 412 23 Λάρισα
Τηλ. 041-623 184
Σημείωμα του εκδότη:
ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Αγαπητοί μας αναγνώστες,
Ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες και τα περιοδικά «ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ», μας έρχονται στη μνήμη, τόσες και τόσες θύμησες του παρελθόντος,. Από την πρώτη εφημερίδα του Συλλόγου «Μ. ΔΑΛΛΑΣ» που το Δ.Σ. της εποχής εκείνης, το έτος 1979, τύπωσε με τόσο ζήλο και μεράκι, πέρασε πολύς καιρός. Σε όλο αυτό το διάστημα, τόσο τα εκάστοτε Δ.Σ. όσο και κάμποσοι ευαισθητοποιημένοι αναγνώστες και φίλοι, προσπάθησαν να βοηθήσουν για την συνεχή και απρόσκοπτη έκδοσή του. Και όμως, ήρθαν στιγμές, από τότε μέχρι σήμερα που το αξιόλογο αυτό έντυπο τα Α.Ν. στάθηκε αδύνατο να κυκλοφορήσει κανονικά. Άλλες φορές για οικονομικούς λόγους, άλλες γιατί δεν είχε την ανάλογη και κατάλληλη ύλη και άλλες για διάφορους λόγους.
Έγραφε τη χρονιά εκείνη το 1979 το Δ.Σ. που εξέδωσε την πρώτη του εφημερίδα, σε πρωτοσέλιδο άρθρο του, με τον τίτλο «Καλημέρα σας» και έλεγε «Εκπληρώνοντας καταστατική αρχή του Συλλόγου μας και εξαγγελία του προγραμματισμού των δραστηριοτήτων μας, ξεκινάμε μιαν ακόμα προσπάθεια. Οι προοπτικές δεν είναι βέβαια ευνοϊκές. Το τολμούμε όμως για το κοινό καλό και την προβολή των προβλημάτων της επαρχίας», για να καταλήξει «Ετούτη η εφημερίδα, φωνή του Μ.Ε. Συλλόγου της επαρχίας Αγιάς, φιλοδοξεί να γίνει πράγματι η φωνή της Αγιάς και ολόκληρης της επαρχίας. Και φιλοδοξεί να πετύχει με τη συμπαράσταση όλων».
Ποια όμως συμπαράσταση και πως ερμηνεύεται αυτή;
Πέρασαν κατά καιρούς χρήσιμοι άνθρωποι, που απόθεσαν τον ιδρώτα και τη γραφή τους, μέσα στο Σύλλογο που φέρει το ιστορικό όνομα «ΜΙΛΤ. ΔΑΛΛΑΣ». Μόχθησαν και ξενύχτησαν για να διατηρήσει αυτός την αυτοτέλεια, την οντότητα και να είναι ικανοποιημένοι για το έργο που επετέλεσαν. Όλες όμως οι προσπάθειες αυτές, δεν είχαν κάτι το σίγουρο, δεν είχαν την ανάλογη συμπαράσταση και από άτομα μέσα και έξω από αυτόν, που μπορούσαν να βοηθήσουν μεθοδικά με τη υλική και πνευματική τους προσφορά. Γιατί δεν θέλει μόνον ύλη που δινόταν και αυτή φειδωλή. Θέλει παράλληλα ώρες απασχόλησης πολλές, στη σελιδοποίηση, διόρθωση λαθών και έλεγχο κειμένων διαφορετικών από τη δεοντολογία και τη σοβαρότητα του εντύπου. Χρειάζεται επίσης χρήματα για την έκδοσή του, ποσά που για το σύλλογο αυτόν είναι δυσβάστακτα, γι’ αυτό παρατηρείται σε όλα αυτά τα χρόνια, η ακανόνιστη κυκλοφορία του και ζητάμε την κατανόησή σας σ’ αυτό το σημείο.
Η μόνη μας οικονομική ελπίδα, η Κοινοτική αρχή, μέσα στα πλαίσια των υποχρεώσεών της απέναντι σε όλους τους Αγιώτικους συλλόγους, προσπαθεί με το παραπάνω και για μας, να ικανοποιήσει ορισμένες δαπάνες και την ευχαριστούμε για την ευγενική της προσφορά, καθώς και σε αρκετούς αγαπητούς μας αναγνώστες του περιοδικού που ανταποκρίνονται στην πληρωμή της ετήσιας συνδρομής τους, που χωρίς και αυτήν, τα προβλήματα θα ήταν ακόμα πιο μεγάλα.
Για να προβληθεί και να σταθεί χρήσιμος στην Αγιά και όχι μόνο, ο σύλλογος, πρέπει οι δραστηριότητές του να είναι οι ενδεδειγμένες, που μέσα από αυτές να προβάλλονται τα ήθη και τα έθιμα του τόπου στον ευρύτερο χώρο, με θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις και με ό,τι άλλο καταξιώνει και δικαιώνει την αποστολή του στην κοινωνία. Αυτό είναι και το δικό μας όνειρο και αυτό πράγματι προσπαθούμε να κατορθώσουμε με την αμέριστη συμπαράσταση των αξιέπαινων τμημάτων του συλλόγου μας, που με το ζήλο και το μεράκι που τους διακρίνει, για κάτι το δημιουργικό και ωραίο, προσφέρουν και από το ατομικό τους βαλάντιο, για να διατηρηθούν και να υπάρχουν. Έως πότε όμως; Γιατί ο σύλλογος θέλει και κάποιους οικονομικούς πόρους για να κινείται και να προσφέρει, σαν πρεσβευτής της πόλης μας και τα χρήματα να μη σπαταλώνται άσκοπα.
Όλα μας τα τμήματα, αγαπητοί μας αναγνώστες, και εμείς σαν Δ.Σ. του «Μιλτ. Δάλλα» θα προσπαθήσουμε, όσο μπορούμε, με την πολύτιμη βοήθειά σας, με όλους εσάς που αγαπάτε τον τόπο, να μην σας απογοητεύσουμε και θα εργαστούμε χωρίς κανένα δισταγμό, συντροφιά μόνο με σας, όπου και αν βρίσκεσθε, όπου και αν ζείτε, για κάτι καλύτερο και δημιουργικό για τον τόπο μας, για την Πατρίδα μας.
Το περιοδικό παύει να εκδίδεται μετά το 11ο τεύχος.
η) Αγιά
ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΓΑΝΟ
ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ
Έκδοση – Διεύθυνση
ΜΑΡΙΑ ΕΥΑΓ.
ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΕΔΡΑ: Μεταξοχώρι
ΑΓΙΑΣ 400 03
Τηλ. (0494) 22 117
Γραφεία Αθηνών:
Γ. Γενναδίου 8
& Ακαδημίας
106 78 ΑΘΗΝΑ
Τηλ. 38.23.141
Fax. 38.18.893
ΟΛΟΙ ΚΑΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ
Α γ ι ά
ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ
ΟΙ ΣΚΟΠΟΙ ΜΑΣ
Δεν θα πρέπει να περιμένουν οι αναγνώστες μας από την «ΑΓΙΑ» κάποιες συνταρακτικές «αποκαλύψεις» ή και εντυπωσιακές υπερβολές, που θα ικανοποιούν το πάθος και το φανατισμό, κάποιας, οποιασδήποτε, πολιτικής επιλογής.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, αυτό που θα πρέπει να αξιώνουν από τη νέα αυτή αγιώτικη εφημερίδα είναι: έγκυρη, σοβαρή και προ παντός ακομμάτιστη ενημέρωση, χωρίς προκαταλήψεις και φανατισμούς.
ΑΚΟΜΜΑΤΙΣΤΗ πληροφόρηση για την «ΑΓΙΑ» σημαίνει: Είδηση χωρίς απόψεις, ενυπόγραφος σχολιασμός, και πάνω από όλα διάλογος, πολυφωνία και αντιπαράθεση απόψεων, ώστε ο αναγνώστης να μην οδηγείται, αλλά να διαμορφώνει μόνος την κρίση του.
ΣΚΟΠΟΣ τούτης της εφημερίδας είναι να γίνει ελεύθερο βήμα για διάλογο και δημιουργικό προβληματισμό, που θα συμβάλει στην επίλυση ζωτικών προβλημάτων της επαρχίας μας και στην πνευματική και οικονομική της αναβάθμιση.
ΓΙΑ να καρποφορήσει η φιλόδοξη αυτή προσπάθειά μας, κάθε αναγνώστης μας πρέπει να γίνει και ένας συνεργάτης μας. Εμπρός, λοιπόν….
Η τοπική Εφημερίδα «Αγιά» εκδίδεται τα έτη 1996 – 2000.
θ) «Η ΑΝΑΤΟΛΗ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΤΩΝ
«ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ»
Ιδιοκτησία:
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΤΩΝ
«ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ»
Έδρα: ΑΝΑΤΟΛΗ
Διεύθυνση στη Λάρισα:
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ 88 – ΤΚ 41 336
ΤΗΛΕΦΩΝΟ 2410 231739
FAX: 2410 283139
ΚΩΔΙΚΟΣ: 5796
Εκδότης:
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΥΡ. ΣΥΝΤΖΑΚΗΣ
Πρόεδρος του Συλλόγου
Ανατολιτών
Καλλιάρχου 3-5 Τ.Κ. 41221
ΛΑΡΙΣΑ – Τηλ. 2410 232869
Υπεύθυνος ύλης:
ΚΩΝ. ΔΗΜ. ΤΟΥΛΑΣ
Παλαιοπύργου 11 – ΤΚ 41336
Τηλ. 2410 571567
Η εφημερίδα συντάσσεται
από Επιτροπή
Η εφημερίδα συνεχίζει απρόσκοπτα (2008) την έκδοσή της.
ι) ΤΥΠΟΣ
Επαρχίας Αγιάς
ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ
ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ 2005
Έδρα: Αγιά Λάρισας
Λαρίσης 7 Τ.Κ. 40003
Τηλ: 24940 23808
Fax: 24940 23698
e-mail: [email protected]
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ – ΕΚΔΟΤΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΣΟΦΟΛΟΓΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ο τύπος της Επαρχίας Αγιάς έπαψε να εκδίδεται το έτος 2005.
Δ΄ ΙΔΡΥΜΑΤΑ – ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑΤΑ
α) Αχίλλειον Ηρακλείδειον Γηροκομείον Αγιάς (κληροδότημα)
β) Δημοτική Βιβλιοθήκη Τάκη Καρδάρα (κληροδότημα)
γ) Αρχοντικό «Καλυψώ Αλεξούλη» (Δωρεά)
δ) Πνευματικό Κέντρο ΑΓΙΩΝ ΑΝΤΩΝΙΩΝ (Ίδρυμα)
α) Αχίλλειον Ηρακλείδιον (κληροδότημα)
Το «Ηρακλείδιον» Ίδρυμα της Αγιάς είναι κληροδότημα του Δημ. Αχ. Ηρακλείδη.
Ο μεγάλος ευεργέτης 17 χρόνια προ του θανάτου του, καθόρισε με διαθήκη την λειτουργία του κληροδοτήματος.
Διά την οικονομική ανεξαρτησία του ιδρύματος ο Ηρακλείδης το επροίκισε με δεκαπέντε ακίνητα εντός της Αγιάς, με τα ενοίκια των οποίων σήμερα, το διοικητικό συμβούλιο σιτίζει είκοσι πέντε Αγιώτες καθημερινά.
Στο οικοδομικό τετράγωνο του Ιδρύματος συστεγάζεται το ΚΑΠΗ της Αγιάς και στο προαύλιο του δεσπόζει η προτομή του ευεργέτη. Πινακίδα εις την είσοδο του κτιρίου αναγράφει: «Αχίλλειον – Ηρακλείδειον, Γηροκομείον».
Απόσπασμα Διαθήκης:
Εν Αγιά και εν τη κατοικία μου, σήμερον την δεκάτην εβδόμην Δεκεμβρίου του έτους 1939 ημέραν της εβδομάδος Κυριακήν, ο υπογεγραμμένος Δημ. Αχ. Ηρακλείδης, έχων υπ’ όψιν μου, ότι ο άνθρωπος υπόκειμαι εις πάσαν στιγμήν, εις τον θάνατον προς όν και ως χριστιανός Ορθόδοξος, ατενίζω μετά γαλήνης και ηρεμίας και επιθυμών να διαθέσω τα της περιουσίας μου εν γένει κινητής και ακινήτου, μετρητών όσα τυχόν ευρεθώσιν και χρηματικών τίτλων, και επίπλων των εν Αγιά και Αθήναις κατοικιών μου ως επίσης της εν Αθήναις εν τη κατοικία μου συλλογής γραμματοσήμων και συμφώνως προς τας αρχάς μου και τας πεποιθήσεις μου με τας οποίας ανετράφην και έζησα, δηλαδή να ανακουφίσω το κατά δύναμιν τον ανθρώπινον πόνον, συντάσσω την παρούσαν μου διαθήκην την οποίαν γράφω και υπογράφω ο ίδιος και διατάσσω τα εξής.-
Μετά τον θανατόν μου να συσταθή εν τη γεννέτειρά μου Αγιά χάριν κοινωνικής οφελημότητος και προς ανακούφισιν του ανθρωπίνου πόνου, άσυλον υπό την επωνυμίαν Ηρακκλείδιον και αποτελούμενον εκ δύο διακεκριμμένων τμημάτων υπό ενιαίαν διεύθυνσιν, του ενός ως γηροκομείου προς περισυλλογήν και περίθαλψιν των απόρων εγκαταλελημμένων και ανικάνων προς εργασίαν προβεβηκότων ανδρών και γυναικών των καταγομένων εξ Αγιάς και των χωρίων της επαρχίας Αγιάς συμφώνως με τα σημερινά διοικητικά όρια και τούτο ίνα αποτίσω φόρον ευγνωμοσύνης ον βαθύτατα αισθάνομαι και του εταίρου ως μαιευτηρίου διά τους τοκετούς απασών των εκουσίως προσερχομένων επιτόκων των εκ της επαρχίας Αγιάς καταγομένων ως ανωτέρω, δηλαδή συμφώνως προς τα σημερινά διοικητικά όρια ως και των εν τη αυτή διοικητική περιφερεία οπωσδήποτε διαμενουσών τοιούτων κατά τον προ του τοκετού χρόνον των μεν αποδεδειγμένως απόρων δωρεάν απασών δε των λοιπών επί πληρωμή καθοριζομένη αναλόγως της οικονομικής και οικογενειακής καταστάσεως υπό του Διοικητικού Συμβουλίου.
β) ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΓΙΑΣ
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη στεγάζεται στο δεύτερο όροφο κτηρίου που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης της Αγιάς. Ο δεύτερος αυτός όροφος αποτελεί κληροδότημα του αειμνήστου Δημητρίου Καρδάρα που διετέλεσε πρόεδρος της Κοινότητος Αγιάς και πολλά χρόνια βουλευτής της Ένωσης Κέντρου. Το υλικό πλούσιο και σημαντικό αποτελείται από 3000 τίτλους. Ένα μεγάλο μέρος του υλικού της βιβλιοθήκης αποτελεί την προσωπική συλλογή του Τάκη Καρδάρα.
Η ιστορία του κτηρίου είναι μεγάλη και ανάγεται στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ανεγέρθηκε από τον πατέρα του Δημητρίου Καρδάρα και εκεί στεγάστηκε το οδοντιατρείο του στις αρχές της σταδιοδρομίας του και μετέπειτα το πολιτικό του γραφείο. Το κτήριο είναι διώροφο με ξύλινη τετράκλινη στέγη. Ο φέρων οργανισμός είναι από αργολιθοδομή ενώ το μεσοπάτωμα είναι ξύλινο με ξύλινο φέροντα οργανισμό. Τα εσωτερικά χωρίσματα είναι κατασκευασμένα με «μπαγδαντί».
Δυστυχώς το κτήριο παρουσιάζει σημαντικές και εκτεταμένες βλάβες. Στο δεύτερο όροφο υπάρχουν διαγώνιες και αλληλοτεμνόμενες ρωγμές με άνοιγμα μεγαλύτερου των 2 χιλιοστών ενώ στις κατακόρυφες ακμές παρατηρούνται διαμπερείς ρωγμές ανοίγματος μεγαλύτερου των 5 χιλιοστών. Οι ρωγμές αυτές προχωρούν και στον πρώτο όροφο και απομειούνται καθώς αυτές προχωρούν προς τα θεμέλια. Υπάρχουν προβλήματα υγρασίας στην οροφή του κτηρίου.
Η λειτουργία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης έχει διακοπεί διότι το κτήριο κρίθηκε μακροσκοπικά στατικά ανεπαρκές, κυρίως έναντι σεισμού, ενώ γίνεται προσπάθεια για την εξεύρεση κατάλληλου χώρου με σκοπό την διαφύλαξη του ιστορικού της υλικού που αποτελεί κληροδότημα.
Η συνέχιση της λειτουργίας της Δημοτικής Βιβλιοθήκης προϋποθέτει την άμεση υλοποίηση έργων στερεωτικών επεμβάσεων και συντήρησης.
Το κόστος επέμβασης θα προσδιοριστεί με ακρίβεια μετά την εκπόνηση της μελέτης στατικής επάρκειας του κτηρίου που θα καταδείξει και τα ακριβή έργα ενίσχυσης του φέροντα οργανισμού. Ωστόσο το συνολικό κόστος επέμβασης και συντήρησης του κτηρίου εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο ύψος των 350.000 ευρώ.
Αδιαμφισβήτητα μια πλούσια ποιοτικά και (όσοι είναι δυνατό) ποσοτικά βιβλιοθήκη, έχει πολλά να προσφέρει στην κοινωνική, πνευματική, πολιτισμική και οικονομική, ανάπτυξη ενός τόπου. Μια βιβλιοθήκη δημιουργεί επιστήμονες, γεννά καλλιτέχνες. Παρέχει στους χρήστες της τη δυνατότητα πρόσληψης νέων ή και διαφορετικών ιδεών. Συμβάλει στην ιστορική αυτογνωσία και τον αυτοπροσδιορισμό, δημιουργεί πολίτες με ερευνητική διάθεση και κριτική σκέψη. Επειδή η ύπαρξη μιας καλής βιβλιοθήκης, αποτελεί απαίτηση, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων της κοινωνικής ισότητας και των ίσων ευκαιριών, αποτελεί κυρίαρχο μέλημα του Δήμου Αγιάς η αποκατάσταση της λειτουργίας της Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
Ο Δήμος Αγιάς αδυνατεί να αναλάβει το κόστος στατικής ενίσχυσης και συντήρησης του κτηρίου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Ευελπιστούμε στην ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση σας στην κατεύθυνση εξεύρεσης των απαραιτήτων πόρων για την χρηματοδότηση του έργου.
Από την εφημερίδα «ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ», φύλλο 4ο , Μάιος – Ιούνιος 1980, πληροφορούμεθα ότι στο κτίριο-δωρεά του βουλευτή Τάκη Καρδάρα στεγάστηκε η κοινοτική βιβλιοθήκη η οποία εγκαινιάσθηκε από τον υφυπουργό κ. Γεώργιο Σουφλιά στις 22 Ιουνίου, στις 8 το απόγευμα. Ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος κ.κ. Χριστόδουλος τέλεσε τον αγιασμό με συλλειτουργούς τον αρχιερατικό επίτροπο Αγιάς αιδεσ. Κ. Νικόλαο Αθανασίου και πολλούς ιερείς της Αγιάς και των γύρω περιοχών. Κατόπιν μίλησε εγκωμιαστικά για το δωρητή και τόνισε την αξία της βιβλιοθήκης και υποσχέθηκε την ενίσχυση της βιβλιοθήκης με βιβλία αξίας 10.000 δραχμών.
Στη συνέχει μίλησε ο Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάς κ. Δάνος Ι. Δανιήλ, που τόνισε την αξία της δωρεάς του κ. Τ. Καρδάρα και παρακάλεσε να μεγαλώσει το ενδιαφέρον της Πολιτείας απέναντι στην Αγιά και την επαρχία της.
Ο υφυπουργός Συντονισμού κ. Γ. Σουφλιάς σε σύντομη ομιλία του αναφέρθηκε στην σημασία της δωρεάς του πατρικού σπιτιού από το δωρητή, ευχήθηκε να γίνει αυτή η δωρεά παράδειγμα για μίμηση και αφού τόνισε τη σημασία του βιβλίου υποσχέθηκε συμπαράσταση στο έργο και στο πνευματικό ίδρυμα που απόχτησε η Αγιά, υποσχέθηκε ενίσχυση της βιβλιοθήκης από την Κυβέρνηση – όχι από τον ίδιο, όπως τόνισε ιδιαίτερα – με ποσό 100.000 δραχμών.
Στη συνέχεια έκοψε την ταινία των εγκαινίων και όλοι οι επίσημοι μπήκαν στο χώρο της βιβλιοθήκης. Επίσημοι και κοινό έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι και εκφράστηκαν με ενθουσιασμό για το έργο που συντελέστηκε.
γ) Αρχοντικό «Καλυψώ Αλεξούλη» (Δωρεά)
ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΑΛΕΞΟΥΛΗ
Εις τον προαύλιο χώρο του Αρχοντικού της Καλυψούς υπάρχει προτομή με τα στοιχεία:
Κλεάνθης
Αλεξούλης
Αύγουστος ’87
ΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ
ΚΑΛΥΨΩ – ΚΩΣΤΑΣ
Έξω της θύρας του αρχοντικού υπάρχει πινακίδα με τα εξής:
ΔΩΡΕΑ
ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΥ ΚΛΕΑΝΘΗ ΑΛΕΞΟΥΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ ΑΛΕΞΟΥΛΗ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΤΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗ ΑΛΕΞΟΥΛΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΑΣ (ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑ) ΑΛΕΞΟΥΛΗ.
Πράξη τροποποιήσεως μονομερούς δηλώσεως συστάσεως δωρεάς «εν ζωή ακινήτων».
Αριθμός 83.482.-
Στην Αγιά Λάρισας και στην οικία της Καλυψώς Κλεάνθη Αλεξούλη, που βρίσκεται στην ενορία του Αγίου Γεωργίου, οδός 25ης Μαρτίου, σήμερα στις είκοσι εννέα (29) Νοεμβρίου, του έτους χίλια εννιακόσια ογδόντα έξι (1986), ημέρα Σάββατο, εμφανίστηκε η Καλυψώ θυγατέρα Κλεάνθη και Αριστέας Αλεξούλη, συνταξιούχος δασκάλα, γεννηθείσα το έτος 1904 στην Αγιά, κάτοικος Αγιάς και ζήτησε τη σύνταξη της πράξης αυτής με την οποία δηλώνει τα ακόλουθα:
Ότι δώρισε στο Ελληνικό Δημόσιο με δωρεά «εν ζωή» ισχυρή και αμετάκλητη, τα ακίνητα τα οποία αναφέρονται και περιγράφονται λεπτομερώς στην πράξη αυτή, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στην παραπάνω δωρητήρια πράξη μου.
Μεταξύ των όρων της δωρεάς περιλαμβάνεται και ο όρος με τον οποίο η δωρήτρια προτείνει όπως γίνει μέσα σε δύο χρόνια από το θάνατό της, το δωρούμενο ακίνητο «Αρχοντικό» με τα αντικείμενα και ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ, που υπάρχουν στην οικοδομή.
Συσχετισμός – Μ. Χούλια 21-12-87.
Το ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ
στην Αθήνα 9-11-1987
Αποφασίζουμε
Αποδεχόμαστε την δωρεά του ακινήτου στην Αγιά Λάρισας σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στις αριθ. 83332/86 και 83482/86 συμβολαιογραφικές προτάσεις της ιδιοκτήτριας Καλυψώς Αλεξούλη. Το Υπουργείο Οικονομικών στο οποίο κοινοποιείται η παρούσα παρακαλείται να φροντίσει για την αποδοχή από τον Υπουργό Οικονομικών της δωρεάς αυτής.
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
δ) Πνευματικό Κέντρο ΑΓΙΩΝ ΑΝΤΩΝΙΩΝ (Ίδρυμα)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ – ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Ιστορική Αναδρομή: Το Πνευματικό Κέντρο, συστήθηκε με απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.κ. Χριστοδούλου, που εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο και δημοσιεύθηκε στην υπ’ αριθμό 795/18-12-90 Φ.Ε.Κ.
Υπάγεται πνευματικά και διοικητικά στην Ι.Μ. Δημητριάδος και διοικείται από 7μελές Δ.Σ., διοριζόμενο από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος.
Εμπνευστής του έργου είναι ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Χριστόδουλος και κύριος συντελεστής του ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. Ιωαννίκιος Βαρβαρέλης, που με φιλοτιμία και προθυμία ανέλαβε το δύσκολο έργο της υλοποίησης της απόφασης.
Πρωταρχικός στόχος υπήρξε το να πεισθεί ο κόσμος για την αναγκαιότητα της ύπαρξής του Κέντρου . Προσωπικές επιστολές εστάλησαν κατά καιρούς προς όλους τους κατοίκους της Αγιάς και εκτός αυτής.
Συστάθηκε πολυμελής επιτροπή με εκπροσώπους φορέων της πόλεως και ανθρώπους ικανούς και πρόθυμους να βοηθήσουν.
Η πώληση ενός οικοπέδου του Ι.Ν. Αγίου Αντωνίου, δωρεάς του προσκυνητού Αθαν. Μαυρομάτη, υπήρξε η αρχή της οικονομικής υποστήρηξης του έργου. Ορίστηκε ερανική επιτροπή για συγκέντρωση χρημάτων. Η μελέτη του Κέντρου ήταν προσφορά τω Κων/νου Φλούδα και Αθαν. Τριανταφύλλου. Η επίβλεψη ανατέθηκε στον υπομηχ. Κων. Φλούδα.
Οι εργασίες εκσκαφής των θεμελίων από την Β΄ ΜΟΜΑ Λαρίσης άρχισαν «συν Θεώ» τον Ιούλιο του 1990. Τον σκεπτικισμό, τη δυσπιστία, την αρχική αδιαφορία διαδέχθηκαν ο ενθουσιασμός, η πίστη, η έντονη δραστηριότητα.
Και όσο οι εργασίες προχωρούσαν και διαπιστώνονταν η χρησιμότητά του, τόσο και μεγαλύτερη εμφανίζονταν η έμπρακτη συμμετοχή του κόσμου.
Απλοί άνθρωποι εργάσθηκαν με προσωπική εργασία κατά το κτίσιμο, βοήθησαν στο ξεφόρτωμα των υλικών, διέθεσαν τα ιδιωτικά τους μηχανήματα, όταν τους το ζητήθηκε για απλές ή δύσκολες εργασίες.
Τέλος, πολλοί έχουν να πουν πολλά για αυτό το Κέντρο.
Με την ανύστακτη μέριμνα του Δ.Σ., το ύψος των κρατικών επιχορηγήσεων έφθασε το ποσό των 34 εκ. περίπου κατά τα έτη 1990-1995.
Η Νομαρχία Λάρισας επιχορήγησε το έργο με 1 εκ. κατά το έτος 1993 και 2 εκ. κατά το 1994.
Η Κοινότητα Αγιάς και οι Δημόσιες υπηρεσίες στήριξαν ηθικά και υλικά την όλη προσπάθεια.
Ο τοπικός τύπος, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες και ιδιαίτερα η «Ελευθερία», που και υλικά ενίσχυσε το έργο, το πρόβαλαν σε κάθε ευκαιρία.
Πραγματοποιήθηκαν και εκδηλώσεις προς οικονομική ενίσχυση.
Τον Μάιο του 1991, έλαβε χώρα στην Αγιά Μουσική εκδήλωση της Γυναικείας Χορωδίας Αθηνών, με τη συμμετοχή της Ένωσης Καταγομένων από την επαρχία Αγιάς.
Μικροί και μεγάλοι, δωρητές και ευεργέτες, επώνυμοι και ανώνυμοι, συνέβαλαν, ώστε από τις 4-11-1994 που έγινε η επίσημη τελετή της θεμελίωσης, στις 27-11-1994 να γίνουν τα επίσημα εγκαίνια λειτουργίας του Κέντρου.
Πάντως στις, από τον Απρίλιο του 1993, έτοιμες αίθουσες στεγάζονται τα γραφεία της Αρχιερατικής Επιτροπείας, λειτουργούν τα Κατηχητικά σχολεία, γίνονται μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής, τα σεμινάρια της Ε.Ε., λειτουργεί βιβλιοθήκη, την υποστήριξη της οποίας ευγενώς ανέλαβε η κ. Ιωάννα Τσάτσου, με την αποστολή ικανού αριθμού βιβλίων ποικίλης ύλης.
Από τον Αύγουστο του 1993 λειτουργεί και η μεγάλη αίθουσα.
Προσφορά λοιπόν, ζωής στη νεολαία της Αγιάς υπήρξε και η δωρεά 20 εκ. του Ιδρύματος «Λίλιαν Βουδούρη» προς τιμήν του οποίου, η μεγάλη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Κέντρου σε επίσημη τελετή, στις 17-12-1995, παρουσία του Σεβ. Μητροπολίτου κ.κ. Χριστοδούλου και του Δ.Σ. του Ιδρύματος, έλαβε το όνομα, αίθουσα «Λίλιαν Βουδούρη».
Το Πνευματικό – Πολιτιστικό Κέντρο του Ι.Ν. Αγίου Αντωνίου Αγιάς, συμβάλλει δυναμικά στην αναβάθμιση του πνευματικού επιπέδου των κατοίκων της Αγιάς, όλων των ηλικιών και της ευρύτερης περιοχής.
Στη μεγάλη του αίθουσα «Λίλιαν Βουδούρη»:
Γίνονται εκδηλώσεις θρησκευτικού, εθνικού και κοινωνικού χαρακτήρα.
Δίδονται παραστάσεις επ’ ευκαιρία εθνικών και θρησκευτικών γιορτών.
Τιμώνται πρόσωπα που προσέφεραν υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο.
Γίνονται ενημερωτικές ομιλίες για ιατρικά και κοινωνικά θέματα με προσκεκλημένους ειδικούς επιστήμονες.
Ενημερωτικές ομιλίες προς τους αγρότες.
Δεξιώσεις προς τιμήν εξεχόντων προσώπων και προσκεκλημένων είτε της εκκλησίας είτε της πολιτείας.
Οι συναυλίες και οι επιδείξεις των μαθητών της Μουσικής Σχολής Κοινότητας Αγιάς, της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής και του Μουσικο-καλλιτεχνικού Συλλόγου.
Έγινε επίσης αφορμή να αισθανθούν πολλοί άνθρωποι τη χαρά της προσφοράς και του εθελοντισμού.
Έτσι, μπορεί μετά βεβαιότητος να υποστηριχθεί, ότι το Κέντρο αυτό επιτελεί τους σκοπούς για τους οποίους έγινε και ικανοποιεί τις φιλόδοξες προσδοκίες και ελπίδες όσων το οραματίστηκαν και το ενισχύουν για να συνεχίζει αποτελεσματικά τη λειτουργία του.
ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΚΙΣΣΑΒΟΥ – ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ
Το Κ.Π.Ε. Κισσάβου-Μαυροβουνίου εδρεύει στην Αγιά του ν. Λάρισας και στεγάζεται σε αναξάρτητο χώρο του Γυμνασίου, ο οποίος έχει παραχωρηθεί και διαμορφωθεί κατάλληλα με δαπάνες του Δήμου Αγιάς.
Ιδρύθηκε με τη συνεργασία του Υπ.Ε.Π.Θ. και του Δήμου Αγιάς, μεταξύ των οποίων υπογράφηκε προγραμματική σύμβαση διάρκειας 15 χρόνων στις 28-1-2005. η πρόταση ίδρυσης του Κ.Π.Ε. στην Αγιά υποστηρίχθηκε και από τους όμορους Δήμους Λακέρειας, Νέσσωνος, Μελιβοίας, Ευρυμενών, καθώς και από την ιστορική κοινότητα Αμπελακίων.
Ο Δήμος Αγιάς υποστηρίζει το ΚΠΕ με τις τεχνικές και οικονομικές του υπηρεσίες.
Το Υπουργείο Παιδείας ρηματοδοτεί το κέντρο μέσω ειδικού λογαριασμού του ΕΠΕΑΕΚ και παρέχει το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Σκοποί και στόχοι.
Βασικός σκοπός του Κ.Π.Ε. Κισσάβου-Μαυροβουνίου η συμβολή του στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση-Αγωγή, ευαισθητοποιώντας τους μαθητές, τους νέους, αλλά και την ευρύτερη κοινωνία σε θέματα περιβάλλοντος, ώστε να γίνουν περιβαλλοντικά υπεύθυνοι και ενεργοί πολίτες με αγάπη και σεβασμό στη φυση και στον άνθρωπο.
Η επίτευξη των στόχων επιδιώκεται με:
Την υλοποίηση Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Π.Ε.) για μαθητές όλων των βαθμίδων.
Την παραγωγή Εκπαιδευτικού υλικού.
Την στήριξη σχολικών προγραμμάτων Π.Ε. και άλλων σχετικών δράσεων.
Την οργάνωση και υλοποίηση επιμορφωτικών σεμιναρίων, ημερίδων, συναντήσεων για εκπαιδευτικούς και ομάδες ενηλίκων.
Την συμμετοχή σε θεματικά δίκτυα Π.Ε.
Την ανάπτυξη συνεργασιών με άλλα Κ.Π.Ε. και άλλους φορείς σε τοπικό, αλλά και ευρύτερο επίπεδο.
Την προώθηση της έρευνας για την Π.Ε. σε συνεργασία με πανεπιστημιακά ιδρύματα.
ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ – ΛΟΓΙΟΙ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΧ. ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ
Ο Δημήτριος Αχ. Ηρακλείδης ήταν γόνος μιας μεγάλης και παλιάς πλούσιας αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Μας είναι γνωστή ήδη από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. από το αγιώτικο αρχείο της Ε.Β.Ε. Ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης, κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας, ήταν ο πρώτος (διορισμένος όμως), δήμαρχος του Δήμου Δωτίου (Φθινόπωρο του 1881 – Άνοιξη του 1883). Ο πατέρας του, Αχιλλέας Γ. Ηρακλείδης, υπήρξε σωματάρχης στην τελευταία θεσσαλική εξέγερση του 1877-1878, Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του τότε Δήμου Δωτίου και Πρόεδρος της Κοινότητας της Αγιάς, μετά τη διάλυση των Δήμων με το Νόμο ΔΝΖ του 1912, μέχρι σχεδόν τον θάνατό του το 1919.
Ο Δημήτριος Αχ. Ηρακλείδης γεννήθηκε το 1880 στην Αγιά, στην οποία παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού και του Ελληνικού Σχολείου (Σχολαρχείου). Κατόπιν παρακολούθησε και τελείωσε τις Γυμνασιακές Σπουδές του στη Θεσσαλονίκη. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών του διορίσθηκε υπάλληλος του Υπουργείου των Οικονομικών, το οποίο υπηρέτησε είτε σε περιφερειακές Υπηρεσίες, είτε στην Αθήνα ως Δ/ντής σφραγιστού χάρτου. Το 1916 υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη, όταν εγκαταστάθηκε εκεί η επαναστατική Κυβέρνηση της τριανδρίας Βενιζέλου-Κουντουριώτη-Δαγκλή. Διατηρήθηκε στη θέση του Ταμία Πληρωμών και το 1917 ορίστηκε εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών της Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης στη Θεσσαλία.
Το 1923 εκλέχθηκε βουλευτής με τη βενιζελική παράταξη και ακολουθούσε την Ομάδα των Ριζοσπαστών αγροτιστών του Αλεξ. Παπαναστασίου, στην οποία εξελίχτηκε σε σημαίνον στέλεχος. Στις 25 Μαρτίου 1924 σε συνεδρίαση της Βουλής πρότεινε τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, πρόταση που έγινε δεκτή και σηματοδότησε την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το 1932 συμμετείχε στη βραχύβια Κυβέρνηση του Αλεξ. Παπαναστασίου ως υφυπουργός Προεδρίας. Στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας εκτοπίστηκε για 2 έτη στην Αλόννησο και μετά τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Αγιά.
Τελευταία του πολιτική δραστηριότητα ήταν στα πλαίσια της ΕΠΕΚ του Στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, στην οποία κατέλαβε το αξίωμα του Προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Απογοητευμένος από την ήττα του κόμματος από το Συναγερμό του Αλεξ. Παπάγου και τη διάλυση, σχεδόν, της ΕΠΕΚ, πέθανε, το 1956 αφήνοντας την περιουσία του για την ίδρυση Γηροκομείου στην Αγιά. Σήμερα η προτομή του έχει στηθεί εμπρός από το πατρικό του σπίτι στην Αγιά.
ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΟΛΥΜΠΙΩΤΗΣ
Μεθόδιος Ολυμπιώτης (18ος αι.). Αγιώτης στην καταγωγή, εμόνασε στη Μονή του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο, γι’ αυτό και Ολυμπιώτης. Εφημέριος των Ορθοδόξων στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας και στη Λειψία, επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής Κατηχήσεων του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, συνέγραψε το 1766 ο μοναδικό του πόνημα «Μικρά Ερμηνεία του Πιστεύω».
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
Μιλτιάδης Ιω. Δάλλας (Αγιά 1860 – Αθήνα 1951). Αγιώτης νομικός, πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη 1876-1879) και τελείωσε το Βαρβάκειο στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1892 εκλέχθηκε βουλευτής Αγιάς, όπως και το 1895. νομάρχης Τρικάλων 1901-1902, Άρτας 1902, Ζακύνθου 1902). Συμβολαιογράφος στην Αθήνα 1905-1910, επανεκλέχτηκε δύο φορές στις εκλογές του 1910 (Α-Β αναθεωρητική Βουλή, αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε λόγω ασυμβίβαστου Συμβολαιογράφου και Βουλευτή). Απέτυχε στις επόμενες εκλογές 1911, καθώς και στην υποψηφιότητά του ως Γερουσιαστής το 1927. εμπνευστής, Ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών (ΙΛΕΘ), συγκρότησε κοινοτικό, οικογενειακό και πολιτικό Αρχείο, το οποίο διασώζεται διασπαρμένο σε τμήματα (Τμ. Χειρογράφων της Εθν. Βιβλιοθήκης, ΙΛΕΘ και ΓΑΚ – Τοπικό Αρχείο Αγιάς).
Συγγραφέας της μελέτης «Η Αγιά διά μέσου των αιώνων» (1937) και άρθρων στο περιοδικό Θεσσαλικά Χρονικά, Λεύκωμα το 1935 και πληθώρα άρθρων σε θεσσαλικές και αθηναϊκές εφημερίδες για πολιτικά, κοινωνικά – ιδίως για το Αγροτικό – ζητήματα. Ανέκδοτο παραμένει το έργο του για τα Εθνικά Ιδεώδη. Πέθανε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του έτους 1951 σε ηλικία 92 ετών.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ
Αχιλλέας Γ. Ηρακλείδης (Αγιά 1850; – 1919). Γόνος της οικονομικά ανθηρής οικογένειας Ηρακλείδη. Υπήρξε σωματάρχης κατά την τελευταία θεσσαλική εξέγερση του 1878 και συνέπραξε με το σώμα του Λεωνίδα Βούλγαρη, από τον οποίο επαινέθηκε για τη σωφροσύνη και τη γενναιότητά του. Χρημάτισε Δήμαρχος και Δημαρχεύων στο Δήμο Δωτίου, Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάς επί σειρά ετών και στέλεχος του Βενιζελικού κόμματος στην Αγιά. είναι ο πατέρας του μετέπειτα πολιτικού Δημ. Αχ. Ηρακλείδη.
ΙΕΡΟΘΕΟΣ (ΚΑΚΑΛΛΗΣ-ΒΑΤΑΛΚΟΣ)
Ιερόθεος (Κακάλλης-Βατάλκος), επίσκοπος Γαρδικίου και Θαυμακού και τοποτηρητής του Μητροπολιτικού Θρόνου της Λάρισας, πρώην ηγούμενος της Μονής Εισοδίων της Θεοτόκου στο Μεταξοχώρι της Αγιάς. Ευεργέτησε το χωριό του, Ρέτσιανη/Μεταξοχώρι με Παρθεναγωγείο, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως Πνευματικό κέντρο του χωριού. Πέθανε τον Απρίλιο του 1881.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
Παναγιώτης Κηπουρός (+1901). Αγιώτης της διασποράς. Εγκαταστημένος στη Godaba και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από το 1850, ασχολήθηκε με το εμπόριο βαμβακιού και με συμφέρουσες επενδύσεις αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Ευεργέτης της Αγιάς. Με χρήματά του κατασκευάστηκε το πρώτο σύγχρονο υδρευτικό δίκτυο της πόλης.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΝ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο Ηλίας Παν. Γεωργίου γεννήθηκε στην Έλαφο (Βουλγαρινή) της Αγιάς το έτος 1915. Μετά τις βασικές του σπουδές σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναγορεύτηκε διδάκτωρ του ίδιου Πανεπιστημίου το 1951 (με τη διατριβή του: Ιστορία και Συνεταιρισμός των Αμπελακίων).
Μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία όπου επίσης αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου των Παρισίων το 1956 (με τη διατριβή: L’ education en Grecee peudant son insurrection et l’ enseignement Mutuel). Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση και έφθασε μέχρι το βαθμό του βοηθού γυμνασιάρχη.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, της υπηρεσίας του και ως συνταξιούχος συνέγραψε πλήθος μελετών μεταξύ των οποίων σημειώνονται οι θεσσαλικού ενδιαφέροντος.
Πέθανε στις 9-5-1992, Σάββατο 11 μ.μ. στην κλινική του Βόλου «Ελπίς» και κηδεύτηκε στο Καλαμάκι της Αγιάς την ίδια ημέρα το απόγευμα.
- Κινέας ο Θεσσαλός, ο πιστός σύμβουλος του Πύρρου. Αθήναι 1948.
- Ο εξ Αμπελακίων εθνικός ευεργέτης Αδαμάντιος Θ. Μάνιαρης, Αθήναι 1949.
- Νεώτερα στοιχεία της ιστορίας και της συντροφίας των Αμπελακίων εξ ανεκδότου Αρχείου. Αθήναι 1950.
- Η συμβολή του Ευθυμίου Δ. Ευθυμιάδου εις την ίδρυσιν της εν Αμπελακίοις Μανιαρείου Σχολής. Αθήναι 1950.
- Ιστορία και Συνεταιρισμός των Αμπελακίων. Εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή. Αθήναι 1951.
- Τοπωνυμολογικαί έρευναι. Θεσσαλικά και Ηπειρωτικά τοπωνύμια. Αθήναι 1951.
- Θ. Πισκατόρι περί Ιωάννου Κωλέττου. Εκ του Αρχείου Πισκατόρι και των Διπλωματικών Αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας. Αθήναι 1952.
- Φ. Ζουρνταίν και Σαίντ Κρουά Μολάϋ εν τη κατά το 1823 συνθήκη των Ιωαννιτών Ιπποτών μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Αθήναι 1952.
- Ανακρίβειαι διδασκόμεναι εν τη νεοελληνική Ιστορία. Αθήναι 1961.
- Η περί των Αγιωτών άδικος κρίσις του Γρηγορίου Κωνσταντά. Αθήναι 1966.
- Γαλλικόν σχέδιον αποσβέσεως της Θεσσαλικής επαναστάσεως του 1854. Αθήναι 1966.
- Αβλεπτήματα και παραλείψεις διδασκομένης αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας. Αθήναι 1969.
- Επισιτισμός Γαλλίας υπό Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Αθήναι 1969.
- Η πολιτική της Γαλλίας κατά τας εν Θεσσαλία, Ηπείρω, Μακεδονία και Κρήτη επαναστάσεις του 1877-1878. Αθήναι 1969.
- Τρεις εκθέσεις του Γάλλου προξενικού πράκτορος (1828) Ζυσερέ ντε Σαίν Ντενίς. Αθήναι 1969.
- Η Γαλλική πολιτική κατά τας Ελληνικάς εξεγέρσεις 1770 και 1790. Αθήναι 1970.
- Ο θαλασσομάχος Λάμπρος Κατσώνης. Αθήναι 1971.
- Το Θαλάσσιον Δικαστήριον εν Ελλάδι κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας 1825-1829. Αθήναι 1971. Γαλλιστί.
- Η Θεσσαλική Επανάστασις 1840-1841 και η Γαλλικη πολιτική. Αθήναι 1971.
- Γαλλική πολιτική. Αστυνομικά τινά σκάνδαλα και Επανάστασις Κρήτης (1866-1869). Αθήναι 1972.
- Ίδρυση Πετρουπόλεως και πολιτιστικές εκδηλώσεις Γυμνασίου Πετρουπόλεως 1971-1975. Πετρούπολις Αττικής 1976.
- Η βουλή για τους αγρότες της Θεσσαλίας και η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα πρωτομάρτυρα της αγροτικής ιδέας, Αθήναι 1982.
- Ο λόγιος – ιστοριοδίφης Θ. Χατζημιχάλης Αγιά 1981 (κείμενο διάλεξης σελ. 4).
Δημοσίευε επίσης πάντα για τη Θεσσαλία, άρθρα και σημειώματα σε εφημερίδες και περιοδικά.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ
Ο Δημήτριος (Τάκης) Καρδάρας, γιος του Ιωάννη (Γιαννακού) και της Βασιλικής Καρδάρα, γεννήθηκε στην Αγιά στις 16 Δεκεμβρίου του 1915. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο Δημοτικό Σχολείο της Αγιάς. Το 1925 φοίτησε στο Σχολαρχείο της Αγιάς, συνέχισε την εγκύκλια μόρφωσή του και κατόπιν φοίτησε στην Ιδιωτική Θεσσαλική Σχολή του Βόλου (Ιδιωτικό Γυμνάσιο) στην πρώτη τάξη και μετά τη Β΄ τάξη φοίτησε στο Γυμνάσιο της Λάρισας.
Στα 1932, μετά από προτροπή του γιατρού Δημ. Σαμσαρέλου, έδωσε εξετάσεις και επέτυχε στο Οδοντιατρικό Σχολείο των Αθηνών, στο οποίο φοίτησε για μια πενταετία και ακολούθησε η διετής πρακτική του εξάσκηση. Το πτυχίο του το έλαβε ενώ υπηρετούσε ως έφεδρος αξιωματικός του Πυροβολικού το έτος 1939. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1940 στα Αλβανικά βουνά, κατά τη διάρκεια του οποίου τιμήθηκε με εύφημη μνεία για την ευσυνειδησία με την οποία άσκησε όσες αποστολές του ανέθεσαν. Στην συνέχεια έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, όπου εκπλήρωσε το χρέος του προς τον τόπο του και πλήρωσε την προσφορά του με τη φιλοξενία στη Μακρόνησο.
Επιστρέφοντας στην Αγιά επιδόθηκε στην άσκηση του επαγγέλματός του με επιτυχία, αλλά δεν παρέμεινε αδρανής. Στην Αγιά υπήρχε από το 1934 ένα φυσιολατρικό Σωματείο με εκδρομική και επιμορφωτική δραστηριότητα, ο Όμιλος Εκδρομέων Αγιάς, ο οποίος σχεδόν είχε αδρανήσει.
Με πρωτοβουλία του Τάκη Καρδάρα ξαναπήρε πνοή, άρχισε τη δραστηριότητά του και πραγματοποίησε εκδρομές και επιμορφωτικές διαλέξεις, προσφέροντας διέξοδο σε πολύ κόσμο στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Το επόμενο βήμα ήταν η ανάμειξη στα Κοινά του τόπου του. Το φθινόπωρο του 1954 κατήλθε στις εκλογές επικεφαλής δικού του συνδυασμού και εκλέχθηκε Πρόεδρος της Κοινότητας της Αγιάς αναλαμβάνοντας το έργο του την 1-1-1955. Για τον Τάκη Καρδάρα άρχισε μια νέα περίοδος στη ζωή του. Επιδόθηκε με ζήλο στον εξωραϊσμό και στην κατασκευή ζωτικών έργων για την Αγιά. Το έργο του, στο οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια του εξασφάλισε την επιτυχία στις επόμενες εκλογές του φθινοπώρου του 1958 και υπηρέτησε την Κοινότητα για άλλα δύο χρόνια μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 1960.
Ακολούθησε η κάθοδός του στην πολιτική. Εντάχθηκε στην Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης το 1963, το 1964, το 1974 και το 1977 με την ΕΔΗΚ, μετά τις περιπέτειες της οποίας βρέθηκε να είναι ένας από τους λίγους βουλευτές του νέου κόμματος ΚΟΔΗΣΟ.
Στην πολιτική έδειξε ενδιαφέρον για την Αγιά, για την προώθηση προσωπικών και γενικών ζητημάτων είτε αφορούσαν σε έργα είτε αφορούσαν στη διάθεση της παραγωγής. Δεν παρέλειπε, σε προεκλογικές και μη περιόδους, να φέρνει στην Αγιά αξιόλογους πολιτικούς παράγοντες, όπως τον ίδιο τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Γεώργιο Μαύρο, τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου και τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο.
Προς το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας είναι χαρακτηριστική η στάση του στο θέμα της εκλογής στην Προεδρία της Χώρας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Διαφώνησε με το ΚΟΔΗΣΟ για τη λογική του και την απόφασή του να μην δώσει θετική ψήφο, αν δεν άλλαζε ο εκλογικός νόμος. Ο Τάκης Καρδάρας ανακοίνωσε:
«δεν είναι λογικό εφ’ όσον αναγνωρίζουμε όλοι ότι η παρουσία του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία είναι ωφέλιμη για τον τόπο, να αρνούμεθα να τον ψηφίσουμε, αν δεν μας υποσχεθεί την αλλαγή του εκλογικού νόμου….», και έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του κόμματος.
Ο Τάκης Καρδάρας δεν ασχολήθηκε ξανά με την ενεργό πολιτική, αλλά δεν αποχώρησε από τη δράση. Συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητες του αγαπημένου του Δωτιέα και σε κάθε εκδήλωση στο χώρο της Αγιάς είτε ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα είτε πολιτιστικού είτε αθλητικού. Βοήθησε με την παρουσία του τον Μορφωτικό Σύλλογο «Ο Μιλτιάδης Δάλλας» και τον Αθλητικό Όμιλο Ερμής στα πρώτα του βήματα. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή των βιβλίων του και με τη δημοσίευση άρθρων σχετικών με ποικίλα θέματα από την Επαρχία της Αγιάς. Το 1980, στην Προεδρία του Δάνου Δανιήλ, αναδιοργάνωσε η Κοινότητα της Αγιάς την Κοινοτική Βιβλιοθήκη και ο Τάκης Καρδάρας δώρισε στην Κοινότητα της Αγιάς τον όροφο του πατρικού του σπιτιού, εκδηλώνοντας για μιαν ακόμη φορά την αγάπη του προς τη νεολαία και τονίζοντας την αναγκαιότητα της μελέτης.
Στη διαθήκη του, δε λησμόνησε και τη σπουδάζουσα νεολαία. Άφησε κληροδότημα 500.000 δραχμές, στο Λύκειο της Αγιάς, για να ενισχύεται οικονομικά με βραβείο ο απόφοιτος που θα εισέρχεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με το μεγαλύτερο αριθμό μονάδων.
Μια ζωή γεμάτη δραστηριότητα και προσφορά. Προσφορά προς την Αγιά και την Επαρχία της. Καθώς τα χρόνια περνάνε και υποχωρούν οι πολιτικές σκοπιμότητες, οι αντιπαλότητες και τα παρόμοια, φαίνεται καθαρότερα η αξία της προσφοράς του και αναγνωρίζεται γενικά. Ο Τάκης Καρδάρας απεβίωσε το έτος 1989 σε ηλικία 74 ετών.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ
Ο Δημήτριος Αγραφιώτης γεννήθηκε το έτος 1948. Σπούδασε με υποτροφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από την οποία έλαβε το πτυχίο του τμήματος Μέσων και Νέων Ελληνικών Σπουδών το μήνα Φεβρουάριο του 1972.
Από το έτος 1974 μέχρι 1991 εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Στην ιεραρχία υπηρέτησε στις θέσεις του Υποδιευθυντή Λυκείου, Διευθυντή Λυκείου και Διευθυντή Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου. Κατά το σχολικό έτος 1982-1983 φοίτησε στη Σχολή Επιμορφώσεως Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΣΕΛΜΕ), από την οποία αποφοίτησε με άριστα. Από το έτος 1978 με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Πολιτισμού και Επιστημών διορίσθηκε ως άμισθος Διευθυντής του Μονίμου Τοπικού Ιστορικού Αρχείου Αγιάς (ΜΤΙΑΑ), του οποίου υπήρξε ο βασικός συντελεστής στην ίδρυση και στον εμπλουτισμό του με αρχειακό υλικό και του οποίου διετέλεσε υπεύθυνος από τις 24-5-1977 μέχρι 18-12-1978. Από τις 18-12-1978 μέχρι 5-12-1991 υπήρξε άμισθος Διευθυντής του ΜΤΙΑΑ. Από τις 5-12-1991 αποσπάται στο διάδοχο του ΜΤΙΑΑ Γ.Α.Κ. – Τοπικό Αρχείο Αγιάς.
Κατά το 1976 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Μορφωτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου των Αγιωτών «Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΔΑΛΛΑΣ».
Συνεργάσθηκε με τις αρμόδιες Αρχαιολογικές Υπηρεσίες για τη μεταφορά σε στεγασμένο χώρο, της Αρχαιολογικής Συλλογής του τέως Ημιγυμνασίου Αγιάς και τον εμπλουτισμό της με Συλλογή Νομισμάτων, Οστράκων και αρχιτεκτονικών μελών από την περιοχή της Αγιάς.
Ήταν μέλος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών, της Εταιρείας Ιστορικών Ερευνών Θεσσαλίας της Λάρισας, μέλος-συνεργάτης του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, του Συλλόγου των Φίλων των Αρχαιοτήτων Ν. Λαρίσης, της Ομάδος των Αρχαιοφίλων Αγιάς, του Συνδέσμου Φιλολόγων του Ν. Λαρίσης και της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων.
Διατέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Μουσικής Σχολής της Κοινότητας της Αγιάς και εξακολουθεί να είναι μέλος της Επιτροπής της Κοινοτικής Βιβλιοθήκης από το 1980 μέχρι σήμερα. Από το έτος 1995 ορίστηκε με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητας Αγιάς πρόεδρος του Πολιτιστικού Οργανισμού της Κοινότητας Αγιάς.
Διατέλεσε επίσης επί σειρά ετών αναπληρωματικό και τακτικό μέλος της Εφορείας της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λαρίσης, αναπληρωτής Διευθυντής του Κέντρου Λαϊκής Επιμορφώσεως Αγιάς (της ΝΕΛΕ Λαρίσης), επιμορφωτής για τη διδασκαλία μαθημάτων για τη Νεοελληνική Γλώσσα στη Διοίκηση καθώς και Μαθήματα Τοπικής Ιστορίας, μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής για τη συγκέντρωση και μελέτη των στοιχείων της Παράδοσης στο Νομό Λαρίσης κ.α.
Από το Δεκέμβριο του 1995 μέχρι το Δεκέμβριο του 1997 υπήρξε Διευθυντής του τοπικού περιοδικού Αγιώτικα Νέα, που εκδίδει ο Μορφωτικός-Πολιτιστικός Σύλλογος Αγιωτών «Ο Μιλτιάδης Δάλλας».
Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με την τοπική ιστορία. Από το έτος 1993 μέχρι το 1998 δίδαξε την ενότητα Η Τοπική Ιστορία στο Περιφερειακό Εκπαιδευτικό Κέντρο της Λάρισας – Π.Ε.Κ., στα τμήματα των Φιλολόγων από τα θεσσαλικά διαμερίσματα Μαγνησίας, Λαρίσης, Καρδίτσης, Μουζακίου και Τρικάλων.
Το συγγραφικό του έργο από το 1976 μέχρι σήμερα περιλαμβάνει μελέτες και άρθρα σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά και αναφέρεται σε θέματα της βυζαντινής και της Νεοελληνικής Ιστορίας καθώς και στην Τοπική Ιστορία.
Έλαβε μέρος με εισηγήσεις σε Συνέδρια στην Lyon, 1990 Απρίλιος 21, στη Λάρισα για τη Θεσσαλική Ιστορία (1989), για το Αγροτικό Ζήτημα, στο Α΄ Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών τον Απρίλιο του 1991, στην Ιστορική Ημερίδα της Καρδίτσας, 23-10-1991, στο Α΄ Συνέδριο Ιστορικών Σπουδών Νίκαιας Λαρίσης, 11-4-1992, στο Α΄ Ιστορικό-Αρχαιολογικό Συνέδριο για την Επαρχία της Αγιάς, 1993, σε ημερίδα για την Τοπική Ιστορία στην Καρδίτσα και στο Βόλο και στο Πολιτικό και Ιστορικό Συνέδριο για τον Νικόλαο Πλαστήρα στην Καρδίτσα και σε Ιστορικά Συνέδρια στα Αμπελάκια 1994, Αύγουστος 14, στην Ελασσόνα 1994, Αύγουστος 27, στο Συνέδριο για τους Θεσσαλούς Φιλοσόφους, Απρίλιος 1995, στο Γ΄ Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών, Απρίλιος 1995, στο Α΄ Συνέδριο για την Ιστορία της Καρδίτσας Μάρτιος 1996 και στο Β΄ Συνέδριο της Λαϊκής Βιβλιοθήκης της Καρδίτσας, 11-12/5/1996.
Ο αιφνίδιος θάνατος του ανδρός την 1η Απριλίου του 1999 βύθισε σε πένθος την Χώρα της Αγιάς.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΛΕΞΟΥΛΗ(1)
Κατά παράδοση θεωρείται από τις πιο παλιές και πιο εύπορες οικογένειες της Αγιάς με μακρά δραστηριότητα (εμπορική-πολιτική) από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα και εξής. Το επώνυμο «Αλεξούλης» δεν είναι το πρώτο της οικογένειας. Σε έγγραφο του αρχείου Μιλτ. Δάλλα το έτος 1825 εμφανίζεται για πρώτη φορά να υπογράφει ως «Δημήτριος. αλεξίου», ο μετέπειτα γνωστός ως Αλεξούλης, «Γκιαούρ πασάς της Αγιάς» αποκαλούμενος. Πρόκειται για έγγραφο με πέντε υπογραφές δημογερόντων και τετραμερή σφραγίδα της Αγιάς (στον εξωτερικό κύκλο: «ΧΩΡΑ ΑΓΙΑ», στον εσωτερικό: δικέφαλος αετός), με το οποίο η Κοινότητα αναλαμβάνει παλαιότερο χρέος προς την Αικατερίνη Χατζημαγαλιού. Το χρέος το αποδέχτηκαν οι: Δημήτριος Ρίζου και Γ. Χατζηιωάννου, ήδη από το 1795, για να το αποδώσουν στην δικαιούχο με τόκο 12% και το βεβαιώνουν με την υπογραφή των ο Χατζηαποστόλης Παπαθεοκλήτου και ο Στέφανος Ρίζου. Αργότερα, άγνωστο πως, το χρέος το ανέλαβε η Χώρα της Αγιάς(2).
Με βάση καταγραμμένη από τον λόγιο της Αγιάς Θεοδ. Χατζημιχάλη (βλ. το χειρόγραφό του στο Φ3, υποφ. 3β, αρ. 425) αφήγηση του Κλεάνθη Γ. Αλεξούλη (1841-1922), εγγονού του Δ. Αλεξούλη, μπορούμε να συνδέσουμε την οικογένεια Αλεξούλη με τη γνωστή για τη δραστηριότητά της οικογένεια Χατζηιωάννου. Ο Δημήτριος είναι προφανώς γιος του Αλεξίου Χατζηιωάννου και κατά τη συνήθεια της
———————————————————————————————————————————————————–
(1).- Αγραφιώτης Δημ. Κ., «Το περιεχόμενο του οικογενειακού Αρχείου Αλεξούλη, Βιβλιοθήκη των Γ.Α.Κ. – Τοπικό Αρχείο Αγιάς, 2, Αγιά 1992, και Ανέκδοτα έγγραφα από την Επαρχία Αγιάς (1839-1877), ανατ. από το περ. Θ.Ε., Λάρισα 1977.
(2).- Βλ. έγγραφο Θ148 του αρχείου «Θεσσαλικά – Συνεταιρισμοί Αγιάς» του Τμ. Χειρογράφων της Ε.Β.Ε. Όσα επομένως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος περί χρεοκοπίας και δανεισμού της Χώρας, παραπέμποντας σ’ αυτό το έγγραφο, (Βλ. Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς εκδ. «Εικοστός Αιώνας», Αθήνα (1960), σ. 474, υποσ. 1), δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
εποχής, ήταν γνωστός και υπογραφόταν ως «Δημήτριος αλεξίου». Με την επιχωριάζουσα κατάληξη «-ούλης» προέκυψε το επώνυμο «Αλεξούλης», το οποίο
επικράτησε παρά την παράλληλη χρήση και των Αλεξάκης(3) και Αλεξόπουλος(4), οι κάτοχοι του οποίου είναι σήμερα εγκατεστημένοι στη Λάρισα, στην Αθήνα, στην Αγιά κ.α.
Ανατρέχοντας στην οικογένεια των Χατζηιωάννου μπορούμε να βρούμε έναν Χατζη Κωνσταντά, πατέρα του υπογραφομένου ως «γιάννης προτό[γ]ερος» σε έγγραφο της 20 Φεβρουαρίου του 1759, ο οποίος είναι πατέρας των Γεωργίου και Αλεξίου Χατζηιωάννου, γνωστών μελών μιας επιτυχημένης συντροφίας εμπορίας βαμβακιού – κόκκινων νημάτων και κοτζαμπασήδων της Αγιάς για αρκετά χρόνια(5). Είναι οι «Αλέξης και Γιώργης» που αναφέρει ο Μ.W. Leake(6) ως αρχηγούς των δύο πολιτικών μερίδων (ταραφιών) στην Αγιά κατά το 1809.
Ο Αλέξιος Χατζηιωάννου είχε τέσσερα αγόρια: Τον Δημήτριο, τον Γεώργιο, τον Ιωάννη(7) και τον Κωνσταντίνο ή Κοτρότσιο(8) Αλεξίου. Ο Δημήτριος, απέκτησε δύο γιούς, τον Αλέξανδρο (Αλέξιο) (1822), ο οποίος αποκαλούνταν «Αλεξάκης», για διάκριση από τον παππού του Αλέξιο Χατζηιωάννου, και τον Γεώργιο (Δ. Αλεξίου, -ούλη) (1825). Ο Γεώργιος Δ. Αλεξούλης απέκτησε τρία αγόρια: τον Περικλή (1839), τον Κλεάνθη (1841) και τον Γεώργιο, αποκαλούμενο Γεωργούλη, ο οποίος γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1843. Αυτοί είναι οι ονομαζόμενοι στο εξής Αδελφοί Αλεξούλη, οι δημιουργοί του παρόντος αρχείου.
Ο Περικλής με τη σύζυγό του Ευανθί[ν]α Νικ. Μαργαρίτου, από τις Σταγιάτες του Πηλίου, απέκτησε μια κόρη, την Ελένη (12-2-1872) και δύο αγόρια, τον Γεώργιο (19-8-1874) και τον Νικόλαο (1876). Ήταν ασταθής χαρακτήρας και από το καλοκαίρι του 1877 έδειξε σημεία πνευματικής διαταραχής, η οποία τον οδήγησε και στο θάνατο. Αυτοκτόνησε στο Μεταξουργείο των Αθηνών το 1878, αφού με πιστόλι σκότωσε τη σύζυγό του, που ήταν και πάλι έγκυος(9).
———————————————————————————————————————————————————–
(3).- Βλ. Δάλλας Μιλτιάδης, Η Αγυιά δια μέσου των αιώνων. Έκθεσις του Ιστορικού τμήματος Αγιάς της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών, Έκδοσις Κοινότητος Αγυιάς, Αθήναι 1937.
(4).- Βλ. στα ομόλογα του καταλόγου τους υπογραφομένους σε πολλά από αυτά ως Αλεξίου, Αλεξούλης, Αλεξόπουλος.
(5).- Βλ. στο αρχείο «Θεσσαλικά – Συνεταιρισμοί Αγιάς» του Τμ. Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, το έγγραφο Θ143/20-2-1759 και Θ26/11-5-1783 Εις οιδεσην σας εδό είχαμε και δανικά από τον κυρ οιωανι κωτζαμπαση», Επίσης Θ147/1-11-1787 υπογράφει συμφωνητικό ενοικιάσεως εργαστηρίου ως «Χατζηγιαννούλης Χ» Κ[ωνσταντά]. Μαρτυρό».
(6).- Βλ. Leake W.M., Travels in Northern Greece, London, 1835, ν. 4, σ. 410 και σε μεταφρασμένα αποσπάσματα του έργου του, Στάθης Γεώργιος Δ., Η Θεσσαλία (1805-1810), Από το Ημερολόγιον του Άγγλου περιηγητού William Leake, Εν Βόλω 1969.
(7).- Σύμφωνα με υπάρχουσες σε παλαιότυπο βιβλίο αναγραφές αναλυτικών στοιχείων για τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο γεννήθηκαν μέλη της οικογένειας Αλεξούλη. Βλ. υποσημείωση μας αριθ. 18 πιο κάτω.
(8).- Αναφέρεται μόνον από τον Θεόδωρο Χατζημιχάλη στο βιογραφικό σημείωμα περί του Δημητρίου Αλεξούλη (Φ.3, υποφ. 3β, αριθμ. 425, σελ. 1).
(9).- Βλ. Αγραφιώτης Δημ. Κ., Ο Απόστολος Φιλίππου και το ζήτημα της προδοσίας των όπλων (6-8-1877) στην Επαρχία της Αγιάς, περ. ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τ. ΙΔ, Αθήνα 1982, σελ. 45-46.
Ο Κλεάνθης ήρθε σε πρώτο γάμο με τη δασκάλα Αικατερίνη Ιω. Αυγερινού από τη Θεσσαλονίκη και σε δεύτερο με την κόρη του Γεωργίου Καραβίδα, Αριστέα. Από τον πρώτο γάμο του απέκτησε δύο κόρες: την Άννα (1881) και την Ελένη (1883). Λόγω διαφορών το ζεύγος ήρθα σε διάσταση και η Αικατερίνη πήρε τις κόρες της και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, από τυχαία εκπυρσοκρότηση του κυνηγετικού όπλου ενός γείτονά της, έχασε τη ζωή της το 1888(10). Ο Κλεάνθης το ίδιο έτος ήρθε σε δεύτερο γάμο με την Αριστέα Γ. Καραβίδα, με την οποία απέκτησε:
1) την Αικατερίνη (Κατίγκω) (20-01-1889), [1891]
2) τον Περικλή (01-11-1892), [1893]
3) την Ευανθία (26-08-1894), [1895]
4) την Πηνελόπη (18-12-1896), [1897]
5) τον Γεώργιο (17-01-1899), [1899]
6) τον Αντώνιο (16-12-1900), [1901]
7) την Καλυψώ (24-01-1903), [1904] και
8) τον Κωνσταντίνο (16-11-1906), [1907](11)
Ο Κλεάνθης ήταν ο κύριος συνεχιστής της εμπορικής δραστηριότητος της οικογένειας Αλεξούλη. Σοβαρός επιχειρηματίας, μορφωμένος ικανοποιητικά για την εποχή του, έντιμος, απέκτησε αρκετά νωρίς αξιόλογη θέση στο χώρο της Αγιάς και υπηρέτησε από διάφορες θέσεις την πατρίδα του. Γνώριζε γαλλικά και το γεγονός αυτό τον έφερε σε επαφή με εμπορικούς οίκους της Μασσαλίας, στους οποίους διέθετε την παραγωγή των κουκουλιών της περιοχής. Εκτός από τη φροντίδα της δικής του οικογένειας υπήρξε επίτροπος των ανηλίκων τέκνων του αδελφού του Περικλή, για τα οποία στάθηκε δεύτερος πατέρας φροντίζοντας να τα μορφώσει και να τα αποκαταστήσει. Πέθανε το έτος 1922.
Ο Γεώργιος (Γεωργούλης), ο μικρότερος από τους Αδελφούς Αλεξούλη, πέθανε, μετά από σύντομη ασθένεια, το φθινόπωρο του 1868 σε ηλικία 25 ετών. Δεν είναι γνωστό αν είχε δημιουργήσει οικογένεια. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, από τα στοιχεία του αρχείου, φαίνεται ότι ήταν αξιόλογο άτομο και δραστήριο στα πλαίσια των εμπορικών υποθέσεων της οικογένειας του.
—————————————————————————————————————-
(10).- Οι πληροφορίες για το επάγγελμα, τα οικογενειακά προβλήματα και το τραγικό τέλος της Αικατερίνης Αυγερινού, προέρχονται από τον εγγονό της κ. Δημήτριο Ιω. Κασσίδα, γιό της Ελένης Κλ. Αλεξούλη, για τις οποίες του εκφράζω από τη θέση αυτή τις ευχαριστίες μου.
(11).- Οι χρονολογίες στις αγκύλες προέρχονται από το Δημοτολόγιο της Κοινότητας της Αγιάς.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν τόσο από σημειώσεις σε παλαιότυπο βιβλίο(12) της Βιβλιοθήκης που διατηρεί στο αρχοντικό της η κ. Καλυψώ Αλεξούλη, όσο και από τα Μητρώα Αρένων και τα Δημοτολόγια της Κοινότητος της Αγιάς. Διαφορές υπάρχουν μεταξύ των χρονολογιών γεννήσεως που αναφέρονται στις οικογενειακές σημειώσεις και σ’ εκείνες που έχουν δηλωθεί επίσημα στις κοινοτικές Αρχές. Η μορφή όμως των οικογενειακών καταγραφών (ημερομηνία – μήνας – έτος – ημέρα και ώρα) τις καθιστά περισσότερο αξιόπιστες από τις υπάρχουσες στα Κοινοτικά Αρχεία, στα οποία, για όσους γεννήθηκαν προ του 1881, οι καταχωρήσεις των στοιχείων έγιναν βάσει των δηλώσεων των δημοτών, ενώ άλλες σκοπιμότητες αλλοίωναν σε μεταγενέστερους χρόνους το έτος γεννήσεως των κοριτσιών συνήθως, αλλά και των αγοριών.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω τα οποία παρουσιάζουν την οικογένεια «Αλεξούλη» ως συνέχεια της οικογένειας των Χατζηιωάννου, παραθέτω στην συνέχεια την γενεαλογία για τον κλάδο της οικογένειας Αλεξούλη, ο οποίος έχει ως αφετηρία τον Γεώργιο Δ. Αλεξίου [Χατζηιωάννου] μέσα στα όρια που καλύπτει το παρουσιαζόμενο αρχείο. Πληρέστερη αναφορά μου στη γενεαλογία της οικογένειας Αλεξούλη υπάρχει σε ανέκδοτη ακόμη μελέτη μου, η οποία αναφέρεται στις παλαιές οικογένειες της Αγιάς και καλύπτει χρονολογικά το διάστημα από το 1759 μέχρι σήμερα. Στην μελέτη αυτή αναφέρονται και οι διασυνδέσεις της οικογένειας Χατζηιωάννου-Αλεξούλη με άλλες αξιόλογες οικογένειες της Αγιάς, της Έδεσσας, του Βόλου, της Κωνσταντινουπόλεως κ.α.
β) Η Οικονομική δραστηριότητα της οικογένειας Αλεξούλη.
Για την οικονομική δραστηριότητα των αδελφών Χατζηιωάννου έχουν δημοσιευτεί λίγα στοιχεία, τα οποία τη συνδέουν με την εμπορία βαμβακιού, κόκκινων νημάτων, φιτιλιών κ.λ.π. σε χώρους παράλληλους με των εμπόρων των Αμπελακίων. Η ύφεση των αρχών του 19ου αιώνος εξελίχθηκε σε πλήρη διακοπή αυτής της δραστηριότητας σε σύντομο χρόνο(13).
—————————————————————————————————————-
(12).- Ο τίτλος του είναι ο εξής: ΤΑΜΕΙΟΝ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ/ΠΕΡΙΕΧΟΝ ΑΠΑΣΑΝ/ΤΗΝ/ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΝ ΕΝΙΑΥΣΙΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΝ/ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ, ΟΡΘΡΟΥ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ, ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ/ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΦΟΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑ-ΣΕΩΣ/ΜΕΤΑ ΤΙΝΩΝ ΚΑΛΟΦΩΝΙΚΩΝ ΕΙΡΜΩΝ ΕΝ ΤΩ ΤΕΛΕΙ/ Κατ’ εκλογήν των εμμελεστέρων και ευφραδεστέρων μουσικών μαθη/ματων των ενδοξοτέρων διδασκάλων παλαιών τε και νέων, /εξηγηθείσαν εις την νέαν της Μουσικής μέθοδον, /και μετά πάσης επιμελείας διορθωθείσαν/ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΦΕΥΡΕΤΟΥ ΤΗΣ ΡΗΘΕΙΣΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ/ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ/ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΩ-ΤΟΨΑΛΤΟΥ/ΤΗΣ ΤΟΥ/ΧΡΙΣΤΟΥ/ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ/ΝΥΝ ΤΡΙΤΟΝ ΕΚΔΟΘΕΙΣΑΝ ΕΙΣ ΤΥΠΟΝ/Μετά προσθήκης πολλών ετέρων/ΠΑΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΠΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΦΩΚΕΩΣ/Επιστασία του αυτού/Αναλώμασι δε του τε ιδίου, και των φιλομούσων ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ/τόμος δεύτερος/ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ/Εκ της Τυπογραφίας ΚΑΣΤΡΟΥ εις Γαλατάν/ αωλζ. 1837.
(13).- Για την ύφεση αυτή, που εκμηδένισε τις μεγαλύτερες σε οικονομική επιφάνεια επιχειρήσεις των αμπελακιωτών, και τα αίτια της μπορεί να προσφύγει ο αναγνώστης στην τεράστια βιβλιογραφία για τις Συντροφίες και τον Συνεταιρισμό των Αμπελακίων.
Ο Μιλτιάδης Δάλλας σημειώνει, ό,τι διέσωσε η παράδοση, για τη δραστηριότητα
αυτή, την οποία τοποθετεί χρονολογικώς λανθασμένα στα μέσα του 19ου αιώνος(14). Πληροφορίες για την οικογένεια δίνει και ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης σε χειρόγραφα του καθώς και οι Γιάννης Κορδάτος(15) και Ηλίας Π. Γεωργίου(16).
Η σηροτροφία όμως είναι αυτή που θα αναπτυχθεί σημαντικά στα χρόνια 1860-1880. Στον κάμπο και στους μεταξύ των σπιτιών της Αγιάς ακάλυπτους χώρους, καθώς και των άλλων χωριών της περιοχής, κυριαρχεί η μουριά, το φύλλωμα της οποίας είναι απαραίτητο για τη διατροφή και την ανάπτυξη του μεταξοσκώληκα (καματερού). Η συνεχής φροντίδα για το σπόρο, τη διατροφή, το «σκάλωμα», την ξήρανση, τη συσκευασία, τη μεταφορά στο Βόλο ή στη Θεσσαλονίκη και η αποστολή του προϊόντος στη Μασσαλία ανήκει, κατά μεγάλο μέρος, στους Αλεξούληδες. Προσλαμβάνουν εργάτες για όλες τις απαιτούμενες εργασίες, τοποθετούν κεφάλαια για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα στην Αγιά και στα γύρω χωριά, αγοράζουν την παραγωγή άλλων παραγωγών και συνεργάζονται με εμπορικούς οίκους της Λάρισας και του Βόλου για τη διάθεση του προϊόντος. Η δραστηριότητα αυτή τους φέρνει σε επαφή με εμπόρους κουκουλόσπορου (Σμύρνης, Προύσας και Καρδίτσας). Η όλη διαδικασία καταλήγει σε πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα ως προς την ποιότητα του παραγομένου προϊόντος(17), το οποίο θεωρείται πρώτης κατηγορίας, πράγμα που το καθιστά περιζήτητο στις ξένες αγορές και επομένως κερδοφόρο.
Μέσα από το εμπόριο αυτό οι Αλεξούληδες συγκεντρώνουν αξιόλογα κεφάλαια και έχουν τη δυνατότητα να δανείζουν μικρά και μεγάλα ποσά σε παραγωγούς με αποδοτικό τόκο, αυξάνουν την κτηματική των περιουσία, μισθώνουν υπηρετικό προσωπικό, εμπορεύονται και άλλα είδη, τα οποία αφήνουν σημαντικό κέρδος (σουσάμι, μαλλί) και αποκτούν μια από τις πρώτες θέσεις στην κοινωνία της Αγιάς, την οποία υπηρετούν από διάφορες θέσεις, κυρίως ο Κλεάνθης.
Στα πρόχειρα κατάστιχα του αρχείου συναντώνται καταγραφές εσόδων και εξόδων για τις εμπορικές των δραστηριότητες, αλλά και για τα οικογενειακά έξοδα (επισκευή των σπιτιών, αμοιβές εργατών, οικιακών βοηθών, βοσκών κ.λ.π.).
—————————————————————————————————————-
(14).- Βλ. Δάλλας Μιλτιάδης, ό.π., σ. 25.
(15).- Κορδάτος Γιάννης, Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Εκδ. «Εικοστός Αιώνας» Αθήνα (1960), σ. 477, όπου τα ονόματα των αδελφών Αλεξούλη, Περικλή και Κλεάνθη, θεωρούνται το μεν πρώτο ως βαφτιστικό και το δεύτερο ως επώνυμο: «(……..) Σε λίγο και οι Αγιώτες αδελφοί Αλεξούλη και ο Περικλής Κλεάνθης, έφεραν κι αυτοί ……….. [εκκοκιστική, ενν.] μηχανή (….)».
(16).- Βλ. Γεωργίου Ηλίας Π., ό.π., και Σταματογιαννοπούλου Μαρία, ό.π.
(17).- Σύμφωνα με έκθεση του Προξένου της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη Grasset της 24-12-1850, η Αγιά παρήγαγε μετάξι πρώτης ποιότητος, όπως τα Αμπελάκια και ο Τύρναβος. Βλ. Γεωργίου Ηλίας Παναγ., Γαλλικόν σχέδιον αποσβέσεως της θεσσαλικής Επαναστάσεως του 1854, ανατύπωσις εκ της εκτάκτου εκδόσεως των ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ, Αθήναι 1966, σ.8, υποσ. 13 και σελ. 19 όπου το σχετικό κείμενο της εκθέσεως.
Η οικονομική επιφάνεια φέρνει την οικογένεια σε επαφή με την οικογένεια Βατζιά, από το Μεταξοχώρι, την οικογένεια Κασσίδα ή Πρικεντή, Καραβίδα και Δάλλα, από την Αγιά και την οικογένεια Τσαμπούλα, η οποία εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα.
Η κορύφωση της δραστηριότητας της οικογένειας διαπιστώνεται μεταξύ των ετών 1865-1868, όπως φαίνεται από το τμήμα του αρχείου που παραδόθηκε.
Επιθυμώντας να παραμείνω στα πλαίσια των στοιχείων που προκύπτουν από το υπάρχον υλικό του αρχείου, δεν θα επεκταθώ στα μετά το 1900 χρόνια για την οικογένεια και τη δραστηριότητά της. Ελπίζω ότι η ευκαιρία αυτή θα δοθεί, όταν περιέλθουν στην αρχειακή μας Υπηρεσία και άλλα στοιχεία για την αξιόλογη αυτή οικογένεια της Αγιάς.
Το αρχείο παρουσιάζει, παρά τα ελλείποντα στοιχεία, αξιόλογο ενδιαφέρον και παρέχει πλήθος στοιχείων για την οικονομική ζωή στην Επαρχία της Αγιάς, την κοινωνική κατάσταση, την παραγωγή, τις περιπέτειες του τόπου κατά το 1854. 1877-78 και 1897 καθώς και πλούσιο υλικό για τον ονοματολόγο.
ΚΑΛΥΨΩ ΚΛΕΑΝΘΗ ΑΛΕΞΟΥΛΗ(1)
«Απεβίωσε την Τρίτη 10-10-195 η δασκάλα της Αντίστασης Καλυψώ Αλεξούλη, στην Αγιά, σε ηλικία 92 χρονών.
Η Καλυψώ ήταν μια φτασμένη δασκάλα, με άρτια παιδαγωγική κατάρτιση (είχε τελειώσει το Αρσάκειο στη Λάρισα), με αρχοντική οικογενειακή ανατροφή η οποία υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάς. Από την πρώτη στιγμή τη βλέπουμε να λαμβάνει ενεργό μέρος στο εαμικό κίνημα. Δεν άφησε χωριό της επαρχίας μας που να μην το επισκεφθεί. Με τη θέρμη της φωνής της και με τον παλμό των λόγων της ενθουσίαζε τις γυναίκες, που έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην ανάπτυξη του εαμικού κινήματος. Έπαθλο όλου αυτού του αγώνα ήταν να χάσει τη δουλειά της. Και η Καλυψώ, που ήταν μια ανένταχτη σε κόμματα, αλλά μια εθελόντρια στον επικό αγώνα του λαού μας, με την απαράδεκτη στάση του επίσημου κράτους έγινε φανατικά πολέμια του αστικού καθεστώτος. Η Καλυψώ με τα αδέλφια της Γιώργο, Αντώνη και Κώστα διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και ένας από αυτούς ο Αντώνης έδωσε τίμημα τη ζωή του στον εμφύλιο πόλεμο. Με το κεφάλι ψηλά η Καλυψώ αντιμετώπισε όλο τον κατατρεγμό της οικογένειάς της, χωρίς να λυγίσει.
—————————————————————————————————————–
(1).- Έγραφε, Κωσταρή Πηνελόπη, Αγιώτικα Νέα, 5, σελ. 9.
Έζησε όλα τα χρόνια στο αρχοντικό της στην Αγιά με τους πολλούς της φίλους που συχνά την επισκεπτόταν για να της κρατήσουν λίγη συντροφιά και να μάθουν πολλά από την πολυτάραχη ζωή της.
Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης,
Ο πλαστουργός της νέας ζωής
Εγώ είμαι ώριμο τέκνο της ανάγκης
Κι ώριμο τέκνο της οργής.
Το αγαπημένο ποίημα της Καλυψώς Αλεξούλη.
«Μόνη μου έκανα τις επιλογές μου και διάλεξα αυτό το δρόμο». Η ευαισθησία της έγινε δράση δημιουργική και οι λύπες και οι χαρές του λαού μας έγιναν λύπες και χαρές δικές της. Για μένα, έλεγε, είναι πολύ ωραίο, πολύ εποικοδομητικό να μπορώ να συμβαδίσω την θεωρία και την πράξη.
Οι πανανθρώπινες αξίες και οι αγωνίες της Αριστεράς ήταν και οι δικές της. Γνήσια πατριώτισσα ποτισμένη με τις αρχές, τους στόχους και τα ιδανικά του Κ.Κ.Ε.
Σήκωσε το βάρος της παύσης της από την διδασκαλία στο σχολείο πληρώνοντάς το με το βάρος που σηκώνουν οι άνθρωποι στην σκλαβιά και την τυραννία, μένοντας όρθια ως το τέλος. Βαθύ το μήνυμα.
«Μόνη μου έκανα τις επιλογές μου και διάλεξα αυτό το δρόμο». Δρόμο ασυμβίβαστο. Λέξεις που αποτελούσαν ύμνο γι’ αυτήν όπως Μητέρα-Γυναίκα-Αντίσταση-Ειρήνη, κραυγή διαμαρτυρίας στην κατοχή των Ιταλών-Γερμανών-Σούρληδων και Εμφυλίου.
Δεν παραμέρισε τις μνήμες, πίστευε ότι πρέπει να επανέρχονται γιατί η λήθη έχει το ίδιο βάρος με την αδιαφορία και η αδιαφορία με την συμμετοχή
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Αγιώτης(18) αυτός έμπορος έδρασε στην Αυστρία και πέρασε για πρώτη φορά τα Αυστρο-τουρκικά σύνορα το 1764. Ήταν ανύπαντρος, όταν δηλώθηκε στις αρχές της Βιέννης το 1766, και είχε συστήσει εμπορική συντροφιά(19) με δύο Γιαννιώτες, το Γιώργο Πέρκο και τον Εμμανουήλ Σπάχο. Η εταιρεία αυτή ήταν στο όνομα του Κωνσταντίνου και εμπορευόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την Αυστρία βαμβάκι και κόκκινο νήμα, συνολικής αξίας 10.000 Φιορινιών, ενώ παράλ-
—————————————————————————————————————–
(18).- Υποσημ., 3ον Σ.Λ.Σ., σ. 206.
(19).- Οι μικρές αυτές «εταιρικές» ομάδες, που ονομάζονταν και κομπανίες, απασχόλησαν πολύ τους μελετητές. Βλ. ενδεικτικά: Βουρνάς Τασ.: «Σχεδίασμα της οικονομικής ζωής της Ελλάδας στο μεταίχμιο του 18ου προς τον 19ο αιώνα», ως εισαγωγή στο έργο του F. Beaujour, «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787-1798)», εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα 1974.
ληλα εξήγε – από την Αυστρία προς τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαγειρικά σκεύη(20).
Δημήτρης Αλαμάνος
Εκ Κερκύρας, (εις Αγιά περίπου 1830 -1840)
Ιατρός και δεινός κυνηγός, ο οποίος δεν συμμετείχε στη Θεσσαλική Επανάσταση του 1854. Γερμανικής καταγωγής και Αγγλικής υπηκοότητας. Πολιτογραφήθηκε Αγιώτης, εγκατέλειψε την Λάρισα επειδή παντρεύτηκε την Μαρία Χατζημήτρου, κόρη του Γεωργίου, εμπόρου και διορισμένου αρχικοτσάμπαση της περιοχής από τον Αλή Πασά. Προσωπικότητα με ισχυρή ακτινοβολία, ευγένειας, πολιτισμού, ανθρωπισμού και ολόψυχης συμπαράστασης στους πάσχοντες. Ελέχθη ότι ήταν ο σημαντικότερος ξένος που πέρασε από την Αγιά τον 19ο αιώνα.
Ίδρυσε το Παρθεναγωγείο της Αγιάς το 1874 του οποίου τη λειτουργία εξασφάλισε με δωρεά 200 λιρών. Έκτισε και την πέτρινη γέφυρα στο δρόμο προς Αγιόκαμπο μετά την διασταύρωση προς Ποταμιά, γνωστή ως γέφυρα του Αλαμάνου, το 1858.
Ο Δημ. Αλαμάνος εκοιμήθη το 1873 (22α Απριλίου), άτεκνος, εις ηλικία ολίγον μετά τα εξήντα μάλλον εκ βαθυτάτης θλίψεως για τον θάνατο δύο μικρών ανεψιών του. Η κηδεία του καταγράφεται υπό των βιογράφων του(21) ως ανεπανάληπτο γεγονός εις την Αγιά.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ
Ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης υπήρξε λόγιος και άφησε σημαντικό αριθμό διηγημάτων-αφηγημάτων, ιστοριοδιφικών σημειώσεων και μικρών συνθέσεων (βιογραφίες), επιμνημόσυνων και επικήδειων λόγων, καθώς και ηρωικά και ηθικά ποιήματα. Το έργο του στο μεγαλύτερο μέρος του παραμένει ανέκδοτο. Άξια λόγου είναι «Η εν Αγιά πανήγυρις της Α΄ Σεπτεμβρίου» και ο «Υπέρ άνθρωπον άνθρωπος», για τον Όσιο Συμεών από το Βαθύρεμα της Αγιάς (16ος αι.), που γνώρισαν και εκδοτική επιτυχία. Το έργο του είναι πολύτιμη πηγή ιστορικών και λαογραφικών πληροφοριών για την επαρχία της Αγιάς.
—————————————————————————————————————–
(20).- Βλ. P. K. Enepekides, ο.π. σ. 13.
(21).- Γιάννη Α. Σακελλίωνος, Δύο Φιλέλληνες στην Αγιά Λαρίσης τον 19ο αιώνα, Α.Θ.Μ. Β΄ τομ. Σελ. 75-86, Βόλος, 1973.
Εγεννήθη εν Ρέτσιάνη τω 1873 και απεβίωσε την 20 Νοεμβρίου 1931 (εις ηλικίαν 58 ετών).
Εις μικράν ηλικίαν (ίσως 5 ετών) έπαθε από έλκος της δεξιάς χειρός και κατέληξε μετά πολυετή θεραπείαν εις αγκύλωσιν της χειρός, ήτις τον κατέστησεν ανάπηρον.
Εκτός του δημοτικού σχολείου Ρετσάνης πήγε και στο δημοτικόν σχολείον Αγιάς με διδάσκαλον τον Λάζαρον Κλαβάτσην εκ Σερρών άνδρα λόγιον, εις δε το Ελληνικόν σχολείον Αγιάς είχε σχολάρχην τον Χ. Σούρλαν, Ηπειρώτην. Είχεν απολυτήριον σχολαρχείου. Δεν ηδυνήθη να εξακολουθήσει τας σπουδάς του, διότι η πολυετής ασθένεια της μητρός του Αννέτας (επί 9 έτη) δεν επέτρεψαν εις τον πατέρα του να τον σπουδάσει λόγω οικονομικών δυσκολιών.
Εις ηλικίαν 16 ετών (1888) διορίσθει υπό του Νομάρχου (αντιπροσώπου του Κράτους), Γραμματοδιδάσκαλος εις Σκήτην, αλλά μη ανεχόμενος τας πολιτικάς πιέσεις παρητήθη και έκτοτε ειργάζετο βοηθών τον πατέρα του και τους αδελφούς του εις το Κηροπλαστείον.
Κατά τον πόλεμον 1912-1913 και κατόπιν, ειργάσθη αφιλοκερδώς προς παροχήν συντάξεων εις τας χήρας και ορφανά θυμάτων πολέμου. Από μικράς ηλικίας επέδειξε ζήλον εις τα γράμματα και καθ’ απάσας τας τάξεις ηρίστευε με τον ανώτερον βαθμόν. Μετά την αποφοίτησίν του εμελέτα ιδίως θρησκευτικά βιβλία και ανέπτυξε τας θρησκευτικάς γνώσεις του εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος, καίτοι δεν εγνώριζε προσωπικώς, τον εφοδίασε δι’ ειδικής αδείας του κηρύττειν εις την πατρίδα του Ρέτσανην, όπερ επί μακράν σειράν ετών έπραξεν ομιλών κατά διαλείμματα οσάκις είχε καιρόν προς μελέτην και προετοιμασίαν.
Ότε ανεφάνη η αίρεσις των χιλιαστών εις Ρέτσανην, τότε μελετήσας διάφορα συγγράμματα ειδικά αντιχιλιαστικά του Γαλανού, του Τρεμπέλα και άλλων, ανέλαβε τον πόλεμον κατ’ αυτών, διότι η έδρα των ήτο δυστυχώς η Ρέτσανη και εστήριζε τους χριστιανούς εις την πίστην. Ούτως ώστε ενώ κατ’ αρχάς εφαίνετο, ότι ο χιλιασμός προόδευε, κατόπιν όμως προ της σθεναράς αντιστάσεως την οποίαν εύρον, ήρχισαν να υποχωρούν και να μη προσηλυτίζουν. Εις αυτόν οφείλεται η κατά καιρούς έλευσις Ιεροκηρύκων της Ζωής μηδέ του Τρεμπέλα εξαιρουμένου αφ’ ενός μεν ίνα ακούηται επιστημονικόν κήρυγμα, αφ’ ετέρου δε όπως έρχεται εις προσωπικήν επικονωνίαν μετά διαπρεπών πτυχιούχων ιεροκηρύκων και λύη διαφόρους απορίας, λαμβάνη δε και διαφόρους οδηγίας ως προς τον τρόπον του κηρύττειν.
Εις ηλικίαν 16 ετών εξεφώνησε τον πρώτον επικήδειον λόγον εν Σκήτη και εις ηλικίαν 19 ετών τον δεύτερον εν Ρετσάνη. Έκτοτε ήρχισε να κρατή διαφόρους σημειώσεις γεγονότων παλαιών εκ γερόντων, υπεργήρων, αίτινες κατόπιν τω ερχησίμευσαν διά συγγραφήν διηγημάτων, άτινα όταν επιστή η ώρα θα έλθωσιν εις φως. Εξ αυτών εδημοσιεύθη ο «Μυλωνάς της Ρετσάνης» εις την εφημερίδα της Λαρίσης.
Εις το μνημόσυνον του επισκόπου Ιεροθέου, ευεργέτου της Κοινότητος Ρετσάνης, εξύμνησε τον άνδρα διά την δράσιν του. Επίσης και κατά τον θάνατον διαφόρων πολιτικών και εξοχόντων ανδρών δι’ επικηδείων εξύμνει τους αξίους επαίνων ως τον Ευθύμιον Βατζάν, Φιλ. Σαμσαρέλον, Αχ. Ηρακλείδην κ.λ.π. και συνέβαλε εις την Λαογραφικήν Εταιρείαν Θεσσαλών. Παρέμεινεν άγαμος συζών μετά των αδελφών του.
Γενεαλογία. Υιός του Ιωάννου Χατζημιχάλη, όστις εγεννήθη περί το 1815. Εφοίτησεν εν Ρετσάνη εις το σχολείον υπό τον διδάσκαλον Ζαρκαδήν και εν Αγιά παρά τω Γ. Καπελαρίδη. Προς ευρυτέραν μόρφωσιν απεστάλη επί εν ή δύο έτη εν Αμπελακίοις, όπου ήκμαζεν η παιδεία και εφοίτησεν υπό τον διδάσκαλον Τσιγαράν διδαχθείς τον Πλούταρχον, Ισοκράτην, Ξενοφώντα κ.λ.π. και ούτω ήτο ο εγγραμματότερος της περιφερείας, δι’ ο και ο τότε επίσκοπος Δημητριάδος κ. Δωρόθεος οσάκις ήρχετο εις περιοδείαν εν Αγιά τον προσελάμβανεν ως ακόλουθον και Γραμματέα του, τον έκαμε δε και Αναγνώστην και εις την εκκλησίαν ανεγίγνωσκε τον Μηνιάτην Δαμασκηνόν κ.λ.π. μετά καθαράς απαγγελίας και όλοι ηυχαριστούντο.
Ήτο υιός του Μιχάλη Χατζηδημήτρη, όστις γενόμενος προσκυνητής ωνομάσθη Χατζημιχάλης εξ ου και το επώνυμον. Ο Χατζηδημήτρης ήτο υιός του Χατζητσίγγανου και εστάλη και αυτός εις Ιερουσαλήμ, επέστρεψε δε τω 1783 ως εμφαίνεται εκ μιας σημειώσεως όπισθεν του εικονίσματος, που έφερεν απ’ εκεί, ωνομάσθη δε Χατζηδημήτρης.
Ο πατήρ του Θεοδώρου Αναγνώστης Χατζημιχάλης (διότι υπό το όνομα αυτό ήτο γνωστός) απεβίωσε την 28 Οκτωβρίου 1916 εν μέσω των 5 τέκνων του ήσυχος. Έλαβε μέρος εις τινά επίθεσιν των Τουρκαλβανών Τουρκοχωρίου κατά της Ρετσάνης παρά την θέσιν Μαυρομοριές μεταξύ Τουρκοχωρίου και Ρετσάνης και μετ’ άλλων 50 ανδρών υπό τον ηγούμενον της μονής Ρετσάνης και αργότερον επίσκοπον Γαρδικίου Ιερόθεον και απέκρουσαν αυτούς.
Η μήτηρ του Θεοδώρου Αννέτα Χατζημιχάλη ήτο θυγάτηρ του εκ Ζαγοράς επιφανούς ιατρού Πέτρου Αλαμάνου, αδελφού του επίσης εξόχου ιατρού Δημ. Αλαμάνου, γνωστοτάτου εν Αγιά ως ευεργέτου κ.λ.π. Οι δύο αδελφοί Αλαμάνοι ήσαν Άγγλοι υπήκοοι και ήλθον εκ της Επτανήσου (εκ Κερκύρας) εις Λάρισαν, όπου εξήσκον το επάγγελμα του ιατρού, αλλά μη όντες ευχαριστημένοι εν Λαρίση εκ της παρουσίας των Τούρκων εγκαταστάθησαν ο μεν Δημήτριος εις Αγιάν, ο δε Πέτρος Αλαμάνος εις Ζαγοράν.
(Εκ σημειώσεων του Θεοδώρου) Αλκ. Χατζημιχάλης. Ρέτσανη 10-11-1934.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ
- «Ένα πανηγύρι στα χρόνια της σκλαβιάς», Αθήναι 1994.
- «Ο Όσιος Συμεών ο ανυπόδητος και μονοχίτων», Αθήναι 1974.
- «Η κατάρα και το Ανάθεμα», Λάρισα 1981.
- «Πορτρέτα Αγιώτικης Ιστορίας», Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» Λαρίσης, 1966
- «Δύο φιλέλληνες στην Αγιά Λαρίσης τον 19ο αιώνα», 1973
- «Γεώργιος Χατζηδημητρίου ή Χατζημήτρος, Αγυιωτικαί αναμνήσεις» (1928), περ. ΗΩΣ, 1966
- «Πρόσωπα και περιστατικά στην Επαρχία Αγιάς τον καιρό του ’21».
Κάρολος Βιανέλλι (Εξ Ιταλίας).
Τελειόφοιτος Ιατρικής, ακόλουθος του ζεύγους Φάβρ. Ευγενής και φιλάνθρωπος, δεν έλαβε μέρος στην επαναστατική προσπάθεια το 1878, αλλά μετά μεγάλης αυταπαρνήσεως και δαπανών, έσωσε την Αγιά, τους Αγιώτες και τα πέριξ χωριά από πυρπολήσεις και καταστροφές. Επέκρυψε πολλούς επαναστάτες στο Αρχοντικό Φάβρ όπου είχεν υψωθεί η Γαλλική σημαία και η δράση του Βιανέλλι χαρακτηρίζεται με ντοκουμέντα από την διάθεση να διασωθεί στην Αγιά ότι ήταν δυνατό από την απληστία των Τούρκων.
Είκοσι χρόνια μετά την άφιξη στην Ελλάδα (1872) των Φάβρ και Κ. Βιανέλλι ο Ευγένιος Φάβρ, βρίσκεται πνιγμένος (1892) στον Πηνειό, ή εξ ατυχήματος ή αυτοκτονίας. Η χήρα Φάβρ συνεχίζει τις επιχειρήσεις μακαρονοποιΐας, μεταξουργίας, οινοποιΐας με βοηθό της τον Κ. Βιανέλλι ως το θάνατο της, στα 1913. (Ησχολούντο δε και με την γεωργία – κτηνοτροφία).
Τρία χρόνια αργότερα (1916) ο Βιανέλλι πεθαίνει, χτυπημένος κατά λάθος από σφαίρα πιστολιού που περιεργαζόταν ο ανιψιός του.
Η φιλελληνική συμπεριφορά του Κ. Βιανέλλι μέσα από τις δραστηριότητες της οικογένειας Φάβρ, αποκαλύπτεται από έγγραφα κοινοτικά, κρατικά, κ.α. τα οποία παρουσιάζει ο Γιάννης Σακελλίων.
ΛΕΩΝ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ (1896-1982)
Υπηρέτησε στο Μικρασιατικό Μέτωπο με το βαθμό του Ανθυπιάτρου, υπηρέτησε ως ιατρός στην Αγιά και παραμένει στην μνήμη των κατοίκων της ως ανάργυρος γιατρός. Η κατοικία του πλησίον του Ναού της Παναγίας κατέπεσε. Δύο φωτογραφίες του 1908 και 1923 μαζί με τον πατέρα του, κοσμούν την έκδοση του Πολιτιστικού Οργανισμού, «Χώρα Αγιά» και η προτομή του ευρίσκεται στην κεντρική πλατεία της Αγιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Ο Γιάννης Σακελλίων γεννήθηκε στη Λαμία το 1924, μεγάλωσε στο Βόλο(1), και έζησε τα τελευταία τριάντα χρόνια στη Λάρισα. Έζησε, επίσης, στην Αγιά και στην Κοζάνη, όπου υπηρέτησε ως δημόσιος υπάλληλος. Πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου 2000. σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Από μικρός ασχολήθηκε με τα γράμματα. Από το 1924 άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του σε περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Ασχολήθηκε, εκτός από τη λογοτεχνία και την κριτική, με τη λαογραφία και τη νεότερη ιστορία, κυρίως της Θεσσαλίας.
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε το κριτικό του έργο σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη εντάσσονται οι μελέτες, τα δοκίμια και τα άρθρα (μερικά δόθηκαν υπό μορφή διαλέξεων) που είτε εξέδωσε σε αυτοτελείς τόμους, είτε δημοσίευσε σε βιβλία και περιοδικά. Στη δεύτερη ανήκουν οι βιβλιοκρισίες, δημοσιευμένες, επίσης, σε περιοδικά και εφημερίδες. Στην τρίτη εντάσσεται η εκδοτική του δραστηριότητα.
Οι βιβλιοκρισίες του, έπειτα, είναι αρκετές και διάσπαρτες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Παρουσιάζει συγγραφείς και σχολιάζει τα έργα τους. Κι αυτές αποτελούν στοιχεία του κριτικού του έργου.
—————————————————————————————————————–
(1).- Ιωάννης Ζαρογιάννης, «Το λογοτεχνικό και κριτικό έργο του Θεσσαλού Γιάννη Σακελλίωνα», Θ.ΗΜ., τομ. 40ος, σελ. 285-292, Λάρισα 2001.
Τέλος, κάποιες εκδόσεις που έκανε εκφράζουν μια άλλη πλευρά του κριτικού
του έργου. Οπλισμένος με τις γνώσεις του ιστορικού και του λαογράφου και τη μεθοδικότητα, θα έλεγα, ενός φιλολόγου, εκδίδει δύο έργα του Θεοδώρου Χατζημιχάλη, σημαντικού συγγραφέα της Αγιάς. Τον κάνει γνωστό στο ευρύτερο κοινό και συνάμα φωτίζει μια ιστορική περίοδο του 19ου αι. συμβάλλοντας στη διερεύνηση της τοπικής ιστορίας. Η εργασία του περιλαμβάνει την εισαγωγή, τα σχόλια και την επιμέλεια του κειμένου. Όσον αφορά την εισαγωγή, αφιερώνει αρκετές σελίδες και είναι αρκετά διαφωτιστικός. Στο ιστορικό αφήγημα «Η κατάρα και το ανάθεμα» (Έργα και ημέρες του Βελή πασά στην επαρχία Αγιάς Λαρίσης, 1981), αφού μας δώσει στην αρχή ορισμένα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, στη συνέχεια σχολιάζει τις πληροφορίες που παρέχει. Ο Χατζημιχάλης μιλάει για τα συγκεκριμένα βάσανα των ραγιάδων από την παρουσία του Βελή πασά «φωτίζοντας έτσι μια πτυχή της ιστορίας και τον ήρωά της».
Επισημαίνει ότι το δραματικό στοιχείο προσδίδει «στην αφήγηση ιδιαίτερο ενδιαφέρον», ενώ υπογραμμίζει τον βαθύτατο ανθρωπισμό του Χατζημιχάλη. Τέλος, επιχειρεί να χρονολογήσει το κείμενο, μια και δεν σημειώνεται η χρονολογία συγγραφής ή της καθαρογραφής του. Το τοποθετεί γύρω στα 1902.
Στην εισαγωγή, έπειτα, της β΄ έκδοσης του εθνογραφικού ντοκουμέντου. Ένα πανηγύρι στα χρόνια της σκλαβιάς (1994), μας προσφέρει πάλι στην αρχή ορισμένα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Κατόπιν σκιαγραφεί το πνευματικό και κοινωνικό «κλίμα» της εποχής, αναλύει το περιεχόμενό του, αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του (πρόσωπο, συναλλαγές, ενδύματα, νομίσματα, αγώνες) και το ύφος του (πάθος, αφέλεια) και αποτιμά την προσπάθεια του Χατζημιχάλη. Γράφει σχετικά: «Προσπάθησε να αποτυπώσει μια στιγμή της ιστορίας του ανθρώπινου βίου και μας έδωσε στοιχεία της αιωνιότητας. Ζήτησε να ζωγραφίσει έναν πίνακα με το ύφος της ιδιαίτερης πατρίδας του και μας έδωσε τη Ρωμιοσύνη».
Τα σχόλια, επίσης, στις παραπομπές είναι αρκετά κατατοπιστικά και βοηθούσε τον αναγνώστη να κατανοήσει το κείμενο.
Να τονίσω ότι ο Γιάννης Σακελλίων δεν υπήρξε μόνο ένας αξιόλογος ποιητής και πεζογράφος, αλλά και ένας σημαντικός κριτικός και στοχαστής, μια προσωπικότητα στο χώρο του πνεύματος, συγκροτημένη και με στέρεα «υλικά».
Ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα στον πολιτιστικό τομέα. Οργάνωσε πολλές εκδηλώσεις και συνέδρια συμμετέχοντας είτε με πρωτότυπες διαλέξεις, είτε με ανακοινώσεις. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Αθήνα), μέλος της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας (Θεσσαλονίκη) κ.α. Επίσης ήταν επίτιμος Πρόεδρος της Λαρισαϊκής Χορωδίας και επίτιμο μέλος πολλών σωματείων.
Εις την τάξιν των Ευεργετών της Αγιάς ανήκουν και ο Νικόλαος Κανάβας, ο Κωνσταντίνος Χαρίσης και ο χρηματίσας Δήμαρχος Δωτιέων Φίλιππος Σαμσαρέλος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΑ ΚΩΔΙΚΩΝ)
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΝ(χ)
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ
«ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΤΩΝΙΟΙ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Σκοπός και μέσα
Άρθρον 1ον.-
Ιδρύεται εν Αγιά, πρωτευούση της επαρχίας Αγιάς θρησκευτικός Σύλλογος υπό την επωνυμίαν «Οι Άγιοι Αντώνιοι», σκοπόν έχων την καλλιέργειαν του θρησκευτικού συναισθήματος και την έμπρακτον εφαρμογήν του χριστιανικού βίου εν τη επαρχία Αγιάς και όπου παρεπιδημούσι πολίται της επαρχίας ταύτης.
Άρθρον 2ον.-
Τα προς επιτυχίαν του σκοπού μέσα ορίζονται ως εξής: 1) Οργάνωσις των μελών κατά οικογενείας και ενορίας. 2) Σύστασις επιτροπών ειδικών προς εκκλησιασμόν, γαλήνην οικογενειακήν, διαιτητικήν επίλυσιν των ιδιωτικών διαφορών, εύρεσιν εργασίας, περίθαλψιν απόρων και ασθενών και πρόληψιν εκλύσεως των ηθών και ροπής εις τυχηρά παιγνίδια και την μέθην. 3) Κήρυγμα και πνευματική μόρφωσις. 4) Συλλογή εράνων. 5) Διαλέξεις. Το εφαρμοστέον κατ’ έτος πρόγραμμα, συντασσόμενον υπό επιτροπής ειδικής, υποβάλλεται εις την έγκρισιν της γενικής Συνελεύσεως αποφαινομένης επί εκάστου άρθρου παραπεμπούσης δε τας τροποποιήσεις αύθις εις ειδικήν Επιτροπήν συγκειμένην εκ τριών μελών της Εφορείας, του Εφόρου και αποφασίζουσαν οριστικώς περί αποδοχής αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Μέλη του Συλλόγου
Άθρον 3ον.-
Τα μέλη του Συλλόγου διακρίνονται α) εις τακτικά, β) αρωγά, γ) αντεπι-στέλλοντα και δ) επίτιμα.
α) Τακτικά θεωρούνται άνδρες συμπληρώσαντες το τριακοστόν έτος της ηλικίας των, ορθόδοξοι, κατοικούντες εν τη επαρχία Αγιάς και εκπληρούντες ανελλιπώς τα θρησκευτικά αυτών καθήκοντα κατά την κρίσιν ειδικής επιτροπής εκ του εφημερίου της ενορίας εν η διαμένουσι, του προέδρου της Εφορίας (άρθρο 2) και
———————————————————————————————————————————————————–
(χ).- 1938 ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΣΩΤ. Ν. ΣΧΟΙΝΑ ΕΝ ΒΟΛΩ
τριών μελών του Συλλόγου, συμπληρωσάντων το 50ον έτος, ή διοριζομένων ειδικώς παρά της Εφορίας. Η επιτροπή αποφαίνεται ανεκκλήτως και άνευ απολογίας περί διαγραφής των εγγραφέντων και ιδρυτών.
β) Αρωγά μέλη θεωρούνται όσα αδιακρίτως φύλλου και ηλικίας διαμένουσιν εντός της επαρχίας, είτε αλλαχού και επιθυμούσι να συνδράμωσι τον σύλλογον είτε υλικώς είτε εκτελούντα τας ανατεθειμένας εις αυτά εντολάς παρά τω Συλλόγω.
γ) Αντεπιστέλλοντα. Οι διαμένοντες εντός της επαρχίας Αγιάς άρρενες και έχοντες τα προσόντα του εδαφίου 1 (πρώτον του παρόντος άρθρου). Ούτοι διατρίβοντες εν τη επαρχία, καθίστανται μέλη τακτικά. Αποτελούσι δε αυτοδικαίως ίδιον τμήμα εν ω τόπω διαμένουσιν, εφόσον δηλώσωσι τούτο εις την Εφορίαν ως και τα ονόματα αυτών.
δ) Επίτιμα δε, όσοι οπωσδήποτε συμβάλλουσιν ηθικώς, πνευματικώς ή υλικώς τον Σύλλογον. Αυτοδικαίως δε οι εφημέριοι, οι διάκονοι, οι ψάλται ως και οι Επίτροποι των ναών της επαρχίας Αγιάς.
Άρθρον 4ον.-
Τα μέλη καταβάλλουσι συνδρομήν οριζομένην ετησίως υπό της γενικής Συνελεύσεως και ποικίλουσαν κατά τάξεις μελών και τόπων ουχί όμως κατωτέραν των δραχμών 30 ετησίως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Πόροι του Συλλόγου
Άρθρον 5ον.-
Πόροι του Συλλόγου εισίν: α) αι συνδρομαί των μελών, β) αι έκτακτοι αυτών εισφοραί, γ) έρανοι ενεργούμενοι διά περιφοράς δίσκων εν τοις ναοίς ή υπό επιτροπών της Εφορίας του Συλλόγου κατ’ οίκον, δ) χορηγίαι των Κοινοτήτων, των εκκλησιαστικών συμβουλίων, του Κράτους, ομογενών, ετέρων σωματείων, υπέρ των απόρων και περιθάλψεως των γερόντων, ορφανών, ασθενών. ε) Κληροδοτήματα και δωρεαί περί της αποδοχής των οποίων αποφαίνεται η Εφορεία του Συλλόγου.
Άρθρον 6ον.-
Πάν ποσόν υπερβαίνον τας χιλίας δραχμάς, κατατίθεται εις διαταγήν του ταμείου του Συλλόγου εις το εγγύτερον Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Διοίκησις και διαχείρησις
Άρθρον 7ον.-
Τον Σύλλογον διοικεί επταμελής εφορία κληρουμένη κατά διετίαν, την Δευτέρα Κυριακήν του Σεπτεμβρίου, εκ καταλόγου τακτικών μελών εδρευόντων εν Αγιά και των περιχώρων αποστάσεως μιας ώρας και προτεινομένων υπό είκοσι τακτικών μελών. Ωσαύτως κληρούνται επτά αναπληρωματικοί.
Η Εφορία συντάσσει τον κανονισμόν των εργασιών της και εκλέγει εκ των τακτικών ή αρωγών μελών επί διετίαν, ένα γραμματέα, τηρούντα τα αρχεία, την σφραγίδα του Συλλόγου, υπογράφοντα τα εξερχόμενα έγγραφα, εκπροσωπούντα τον Σύλλογον ενώπιον Δικαστηρίων, Αρχών, και υπογράφει συμβάσεις και εν γένει εκτελών τας αποφάσεις της Εφορίας και των Γενικών Συνελεύσεων.
Ο ταμίας εισπράττει τα έσοδα του Συλλόγου και ενεργεί τας πληρωμάς επί τη βάσει εντολών εκδιδομένων υπό του γραμματέως και στηριζομένων εις αποφάσεις της Εφορίας.
Η Εφορία δύναται να ορίση δι’ αμοιβήν, δι’ έξοδα παραστάσεως και απασχολήσεως του γραμματέως και του ταμίου εις τρόπον ώστε δι’ αμφοτέρους και δια τα έξοδα εν γένει διοικήσεως να μη δαπανάται πλέον του δεκάτου των εισπράξεων. Ο γραμματεύς και ο ταμίας διορίζουσι τους αναπληρωτάς αυτών υπό ιδίαν των ευθύνην.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Γενικαί των μελών Συνελεύσεις
Άρθρον 8ον.-
Τα μέλη όλων των κατηγοριών του άρθρου 4 συνέρχονται αυτοδικαίως εις γενικήν Συνέλευσιν εν τοις γραφείοις του Αγίου Αντωνίου την δευτέραν Κυριακήν του Σεπτεμβρίου ενεστώτος έτους υπό την προεδρίαν του κληρωθέντος εκ των εφόρων, δυνάμενον να παραχωρήση την θέσιν του εις τον μετ’ αυτόν κληρωθησόμενον, του γραμματέως της Εφορίας τηρούντος τα πρακτικά, εν απαρτία του τρίτου τουλάχιστον των τακτικών μελών. Έκαστον τμήμα των αντεπιστελλόντων μελών δικαιούται να διορίζη αντιπρόσωπον αυτού εις την γενικήν Συνέλευσιν, εδρεύοντα εν τη επαρχία ανά ένα εξ είκοσι μελών.
Κατά την γενικήν ταύτην Συνέλευσιν της οποίας την ημερησίαν διάταξιν καταρτίζει η Εφορία α) κληρούται η Εφορία ληξάσης της διετίας, β) αποφασίζει το πρόγραμμα της εκτελέσεως του σκοπού κατά το άρθρο δεύτερον του παρόντος, γ) εγκρίνεται ο προϋπολογισμός και απολογισμός του έτους, και δ) λαμβάνει αποφάσεις επί πάσης προτάσεως της Εφορίας.
Μη κατορθωθείσης απαρτίας εκ του τρίτου των τακτικών μελών εν γένει, η Συνέλευσις δεν διαλύεται, αλλά λαμβάνει αποφάσεις δια των παρόντων, αίτινες υποβάλλονται ως γνωμοδότησις εις την συνερχομένην αυτοδικαίως την επομένην Κυριακήν Συνέλευσιν εκ των παρόντων τακτικών μελών τα οποία δικαιούνται, τας γνωμοδοτήσεις της προηγουμένης Συνελεύσεως, να εγκρίνωσι και να παραπέμψωσιν, εν διαφωνία εις την ειδικήν Επιτροπήν του άρθρου δευτέρου του παρόντος.
Η γενική Συνέλευσις συγκαλείται και οσάκις προτείνει η Εφορεία ή ζητήσωσι τούτο πεντήκοντα τουλάχιστον μέλη πάσης κατηγορίας του άρθρου δευτέρου, δημοσιευομένης υπό του γραμματέως δια τοιχοκολλήσεως εν Αγιά και εν τινι εφημερίδι εν Λαρίση και ορίζουσης τας προσκλήσεις των ημερησίων διατάξεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Σύμβολον. Γενικαί Διατάξεις
Άρθρον 9ον.-
Ο Σύλλογος έχει σφραγίδα ωοειδή φέρουσαν τον τύπον των Αγίων Αντωνίων, του Μεγάλου και του εκ Βερροίας, του έτους 1935, με τας λέξεις «Θρησκευτικός Σύλλογος επαρχίας Αγιάς οι Άγιοι Αντώνιοι». Προς τούτοις ορίζεται υπό της Εφορίας και ίδιον σήμα όπερ δικαιούται να φέρη έκαστον μέλος.
Άρθρον 10ον.-
Απαγορεύονται αι πολιτικαί και εν γένει δογματικαί συζητήσεις.
Ο Πρόεδρος διατάσσει την διαγραφήν των παρεκτρεπομένων, εκτελουμένην αμέσως, εφ’ ω οριστικώς αποφαίνεται εντός μηνός η κατά το άρθρο 2 επιτροπή.
Άρθρον 11ον.-
Προς τροποποίησιν του παρόντος καταστατικού, διάλυσιν ή συγχώνευσιν ή συνεργασίαν του Συλλόγου, απαιτείται πρότασις πεντήκοντα μελών, γνωμοδότησις ειδικής επιτροπής και απόφασις των δύο τρίτων εκ των μελών παρά της γενικής Συνελεύσεως.
Άρθρον 12ον.-
Διαλυομένου του Σωματείου η περιουσία περιέρχεται εις τον εν Αγιά ιερόν ναόν του Αγίου Αντωνίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
Προσωριναί διατάξεις
Μέχρις εγκαταστάσεως Εφορίας κατά το άρθρον εκλεγομένης εν τη γενική Συνελεύσει του την 5ην Σεπτεμβρίου 1935 τα έργα των άρθρων του παρόντος, εκτελεί απ’ ευθείας η δι’ επιτροπών παρ’ αυτή οριζομένη, η δε του πρακτικού ιδρύσεως της προσωρινής Εφορείας, αποτελουμένην εκ των κ.κ.
Εγένετο εν Αγιά τη 3η Σεπτεμβρίου 1935
Η ΕΦΟΡΕΙΑ
Νικ. Σοφιανός, Αποστ. Μπαλάφας, Αλκ. Χατζημιχάλης, Νικ. Σιαματάς, Δημ. Αμπελακιώτης, Δημ. Βλαχάκης, Αθαν. Μητσιώλας.
ΟΙ ΙΔΡΥΤΑΙ
Μιλτ. Δάλλας, Κ. Παπακώστας, Δημ. Μαγκιώσης, Χρ. Μποτζόρλος, Νικ. Κουτογεώργος, Δημ. Θεοδούσης, Αθαν. Μπεϊνάς, Ευαγγ. Παλάτος, Νικ. Μπραζιώτης, Δημ. Χριστοδούλου, Ευσθ. Σταύρου, Κωνστ. Καμπίσιος.
Αριθ. 639
Ο
Γραμματεύς των εν Λαρίση Πρωτοδικών
Πιστοποιεί ότι
Δυνάμει και προς εκτέλεσιν της υπ’αριθ. 639 του 1935 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου και μετά την επί δεκαήμερον τοιχοκόλλησιν του Καταστατικού εις το ακροατήριον του Δικαστηρίου τούτου, κατεχωρήθη σήμερον εν τω βιβλίω ανεγνωρισμένων Σωματείων του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αύξοντα αριθ. και εν ιδία σελίδι το διά της άνω αποφάσεως αναγνωρισθέν και εν Αγιά εδρεύον Σωματείον υπό την επωνυμίαν «Θρησκευτικός Σύλλογος οι Άγιοι Αντώνιοι».
Εν Λαρίση τη 19 Νοεμβρίου 1935
Ο Γραμματεύς
(Σ.Τ.) Δ. Παπαλέξης
ΨΗΦΙΣΜΑ ΙΔ΄ Συνεδρίαση Θ΄ .
Συνεδρίαση της 10-8-1883 για τον ορισμό εκκλησιαστικών Συμβουλίων των ενοριακών ναών της Αγιάς και των χωριών του Δήμου.
(Γράφτηκε το πρακτικό, αλλά η συνεδρίαση ματαιώθηκε. Επαναλαμβάνεται παρακάτω).
ΨΗΦΙΣΜΑ ΙΕ΄, Συνεδρίαση Ι.
Συνεδρίαση της 12-10-1883. Ορίζονται εκκλησιαστικά Συμβούλια κατά πλειοψηφία στην ψηφοφορία:
Α΄ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ:
Στον ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ: Πέτρος Ιω. Σερτζής, Κωνσταντής Μαρκούλης, Κωνσταντίνος Τσακμάκης και Ιωάννης Χατζάκος.
Στην ΠΑΝΑΓΙΑ: Κων/νος Δ. Πέρπυρας, Νικόλαος Κοβούλης, Πανανός Σίψας, Γεώργιος Κανάτας.
Στον ΠΡΟΔΡΟΜΟ: Θεόδωρος Δ. Χατζούλης, Γεώργιος Παπακωνσταντίνου, Αθανάσιος Δ. Ρεβένας, Θεόδωρος Κωστούλας.
Στο Ναό του ΣΩΤΗΡΑ: Δημ. Λεωνίδου, Ιωάννης Κούκας, Δημ. Βουργάρας, Κων/νος Γ. Μπαλωματής.
Στο Ναό των ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ: Ιωάννης Κακαρδάκος, Θεόδωρος Σκοτινιώτης, Βελής Δ. Παπαλέτσιος και Δημήτριος Αμπάζης.
Στο Ναό του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ: Κωνσταντίνος Δ. Σχοινάς, Δημ. Χαλκιάς, Ηλίας Τόλαινας και Θεόδωρος Ζάνος.
Στο Ναό του ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: Μαργαρίτης Αραμπατζής, Γεώργιος Σιμιτσιούλης, Δημήτριος Καρδαρόπουλος και Πανανός Τσουκαλάς.
Β΄ ΣΤΗΝ ΑΘΑΝΑΤΗ – ΜΕΛΙΒΟΙΑ:
Στην ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Γεώργιος Ευθυμιάδης, Αναγνώστης Γαγάτσιος, Ρίζος Βούρτουρας και Ιωάννης Πλατσιάς.
Στον ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ: Αθανάσιος Τσάτσος, Αλέξιος Μπουζούκης, Ιωάννης Ψαρρής, Ιωάννης Βούρτουρας.
Γ΄ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟΒΡΥΣΟ – ΝΙΒΟΛΙΑΝΗ:
Στον ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ: Θεόδωρος Λάμπρου, Ηλίας Πετρούλης, Γεώργιος Βούζας και Κωνσταντίνος Αγγελάκης.
Στον ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ: Κωνσταντίνος Ροκάς, Αθανάσιος Γεωργακούλης Δημήτριος Αργυρούλης και Ιωάννης Θέου.
Στον ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ: Δημήτριος Γκαρανές, Πέτρος Καραγιάννης, Τάσιος Δημότσιος και Ιωάννης Μητζόλας.
Δ΄ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ – ΣΕΛΙΤΣΙΑΝΗ:
Στον ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ: Σιδέρης Φαραγούμ, Θεόδωρος Ν. Δουλμές, Νικόλαος Παπαδημητρίου και Σπύρος Κούτρας.
Στην ΠΑΝΑΓΙΑ: Στέργιος Πράτος, Κωνσταντίνος Δερματάς, Κώστας Κωστούλας και Ιωάννης Μανίκας.
Στον ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ: Ρίζος Μπλογούρας, Ιωάννης Σαμαράς, Δήμος Βοιύλγαρης και Γεώργιος Μπαζμπούκης.
Ε΄ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΟΧΩΡΙ – ΡΕΤΣΑΝΗ:
Στην ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Δημήτριος Καρακαντάρης, Νικόλαος Χατζη-Αμπράζης, Κωνσταντίνος Κριτούλας και Ιωάννης Μπεϊνάς.
Στον ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ: Μιχαήλ Κωνσταντάς, Ευστ. Μπαλιάτζας, Αναγνώστης Χατζημιχάλης και Μιχαήλ Μπατάλκος.
Στον ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ: Γεώργιος Καραβίδας, Κωννσταντίνος Γούτος, Κωνσταντίνος Μολαΐμης και Ιωάννης Σαραφλιάς.
Στον ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ: Χατζηκομνίτσας Αναγνώστης, Κομνίτσας Χρήστος, Δήμος Ντελής και Ιωάννης Θέιος.
Στην ΠΑΝΑΓΙΑ παμψηφεί: Γεώργιος Βλαχούλης, Αντώνιος Νάνος.
ΣΤ΄ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ:
Για όλες τις εκκλησίες: ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ, ΠΑΝΑΓΙΑ, ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ και ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: Κατά πλειοψηφία: Αντώνιος Γκαντούλας, Μαγαλιός Πολίτης, Ιωάννης Τζορμπατζόπουλος, Μαργαρίτης Τσέλιγκας.
Ζ΄ ΣΤΗΝ ΠΟΤΑΜΙΑ [κατά πλειοψηφία]:
Στους ναούς ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ και ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Νάσιος Μωραΐτης, Ιωάννης Ποτούλας, Αντώνιος Πιτούλης, Ιωάννης Βλαχάβας.
Η΄ ΣΤΟΝ ΑΕΤΟΛΟΦΟ – ΔΕΣΙΑΝΗ:
Στους ναούς της ΠΑΝΑΓΙΑΣ, των ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ, του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ και των ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ: Γεώργιος Κατσίμπαλης, Κωνσταντίνος Χατζηνίκου, Γεώργιος Αλατάς και Σπύρος Ακριβούλης.
Θ΄ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΙΑ:
Στον ΑΓΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ: Γεώργιος Αποστόλου, Αναστάσιος Λιάρος, Δήμος Κηπουρός και Δημήτριος Τσιαμτσιάκης.
Ι΄ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΤΣΑ – ΚΑΠΙΣΤΑ:
Στον ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ: Ιωάννης Αναστασίου, Ιωάννης Τριανταφύλλου, Χρήστος Βασιλικός
Υπογράφονται τα μέλη του Δημ. Συμβουλίου.
Το
Δημοτικόν Συμβούλιον του Δήμου Δωτίου/συνελθόν σήμερον την 13ην 7βρίου του 1883/έτους εν τη αιθούση των συνεδριάσεων αυτού και/λαβών υπόψη την υπό-τε του Προέδρου/και Δημαρχεύοντος παρέδρου Δωτίου γενο/μένην πρότασιν περί της υπό τους σώματος τούτου/εκφράσεως προς την χήραν και τα ορφανά του/δολοφονηθέντος Δημάρχου Ιωάννου Μ. Δάλλα/της λύπης αυτού και εξ ονόματος της ολομελείας/του Δήμου επί τω κατ’ αυτής επενεχθέντι δυστυχή/ματι,
Έχον υπόψη τας υπηρεσίας, ας εν κρισίμοις / περιστάσεσι κατά το παρελθόν προσήνηγκεν ο εν / μακαρία τη λήξει εις την Πατρίδα (55), τας αρετάς/ και το συμβιβαστικόν του χαρακτήρος αυτού και/αναγνωρίζον ότι εν τη εκλείψει αυτού ο Δήμος/απώλεσεν όντως τον άνθρωπόν-του, Παμψηφεί
Αποφαίνεται
Α΄ Να εκφρασθή η λύπη του Δήμου επί τω/διαπραχθέντι στυγερώ εγκλήματι ως εκ του οποίου/η μεν Πατρίς απώλεσε όντως άνδρα δυσαναπλή/ρωτον αφέντα κενόν, η δε οικογένεια αυτού/το στήριγμα αυτής, η λύπη του σώματος και / της εκπροσωπουμένης υπ’ αυτού ολομελείας του / Δήμου εις – τε την χήρα και τα ορφανά αυτού./
Β΄ Ψηφίζει εκ του αποθέματοςε του εν ισχύι / προϋπολογισμού δαπάνην εκ Δραχμών πεντα /κοσίων εις ανέγερσιν μνημείου του δολοφονη / θέντος Δημάρχου Δωτίου Ιωάννου Μ. Δάλλα εις / ανάμνησιν των αείποτε κατά το παρελθόν / προσενεχθεισών τη πατρίδι με κίνδυνον της/ιδίας αυτού υπάρξεως υπηρεσιών και των αναπ /τυχθεισών κατά το ολιγόχρονον του Δημαρχικού –του βίου διάστημα αρετών.
Ανατίθησι δε την εκτέλεσιν του παρόντος/εις τον Δημαρχεύοντα Πάρεδρον
Ο Πρόερδος / Δημήτριος Ι. Ψαλτούλης Τα μέλη Α. Χατζή κουμίτζα / διμιτρις μπουτζορλου / Κ. Κανατιάδης / Α. γάλλος / Κωνστ. Παπαγεωργίου / Αναστάσιος Δ. Χατζούλης / Γεώργιος Ι. Δούβλης / Α. Παπαπαναγιώτου / Αθανάσιος Πορπούρας / ως αγράμματος διά Γ/Καραβίδα/Γ. Καραβιδάς».
«Η πολιτική μερίδα του Ιωάννου Μ. Δάλλα κράτησε την εξουσία στο Δήμο του Δωτίου αρκετά χρόνια. Τα έσοδα του Δήμου μεγάλωσαν με βάση τις αποφάσεις και το παράδειγμα της τίμιας διαχείρισης του χρήματος. Το κυριότερο: Οι άνθρωποι έγιναν πιο υπεύθυνοι μπροστά στο μέγεθος των ευθυνών που τους έδινε το κάθε αξίωμα. Ευθύνες που τις πλήρωσε με τη ζωή του ο Ιωάννης Μαργ. Δάλλας το βράδι της 4-9-1883. Πάντως, αν και ψηφίστηκε δαπάνη 500 δραχμών για την ανέγερση ενός μνημείου του δολοφονημένου δημάρχου, η απόφαση δεν εκτελέστηκε. Το χρέος απομένει».
Η ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΕΤΑΞΟΧΩΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΒΡ
(1873)
Από τη μελέτη συμφωνητικού που συντάχθηκε από άνθρωπο με πολύ ικανοποιητικές γνώσεις, προκύπτουν αρκετά στοιχεία σχετικά με το χρόνο που εγκαταστάθηκαν στο Μεταξοχώρι οι επιχειρήσεις του Ευγένιου Φάβρ (1873), με τον τόπο και τον «ιδιοκτήτη» των κτημάτων (στο χώρο και την ιδιοκτησία της Μονής της «Παναγίας» του χωριού) και σχετικά με τους ειδικούς όρους εγκατάστασης των Γάλλων αυτών στο χωριό. Κατά το συμφωνητικό αυτό οι Φαβρ με 4.800 γαλλικά φράγκα σε χρονικό διάστημα 5 χρόνων απόκτησαν αρκετά μεγάλα δικαιώματα:
α) Χρήση όλων των χώρων της Μονής (και ήταν πολλοί), εκτός από το κτίριο του Ναού και τριών δωματίων (ένα για τον ιερέα, ένα για τον καλόγερο και ένα για την καντηλανάφτισα, β) Δικαίωμα χρήσης του νερού της μοναστηριακής βρύσης, γ) Έναν κήπο στα βόρεια της Μονής και οικόπεδο προς τα νότια της Μονής (για το «αρχοντικό» οι Φαβρ χρησιμοποίησαν ολόκληρο τον ακάλυπτο χώρο ΝΑ της Μονής), δ) Προσφορά εργασίας από τους κατοίκους για την καλλιέργεια των μωρεόκηπων και των αμπελιών, και ε) Δικαίωμα αποχώρησης από τη μίσθωση και πριν από τη λήξη της πενταετίας.
Αυτά είναι τα κύρια πλεονεκτήματα της μίσθωσης των εκκλησιαστικών κτημάτων. Ο Ευθ. Δ. Βατζιάς δεν τα θεώρησε λίγα και εναντιώθηκε υπογράφοντας πρώτος το συμφωνητικό και δηλώνοντας ολοκάθαρα την θέση του. Οι υπόλοιποι κάτοικοι υπόγραψαν επικυρώνοντας τη συμφωνία.
Έτσι εγκαταστάθηκαν στο Μεταξοχώρι οι Φαβρ. Στα πρώτα χρόνια θα χρησιμοποιούσαν ως κατοικία τους, τους χώρους του μοναστηριού και ταυτόχρονα θα άρχιζαν τότε το χτίσιμο του «αρχοντικού» τους. Ένα τόσο μεγάλο κτίριο (τριώροφο μαζί με το ισόγειο) δε χτίζεται σε ένα χρόνο και δεν τελειοποιείται. Διότι στα 1878 οι Φαβρ έδωσαν, υψώνοντας τη γαλλική σημαία, άσυλο σε πολλούς κατοίκους του χωριού και της Αγιάς, που κινδύνευαν από του Τούρκους. Τούτο το σπίτι χρησιμοποιήθηκε και ως κατοικία και ως σκωληκοτροφείο. Στολίσθηκε με τοιχογραφίες , επιπλώθηκε πολύ καλά και αποτέλεσε τον πόλο έλξης, (μαζί με την προσωπικότητα της «Μαντάμ(ας)» βέβαια), για πολλές προσωπικότητες του τόπου, του Βόλου, της Λάρισας και της Αθήνας .
Όπως λέχθηκε, οι Φαβρ υπήρξαν και ενοικιαστές της περιουσίας του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Βελίκας. Κατά τον Θεόδωρο Χατζημιχάλη αυτό έγινε για να προστατευθεί η εκκλησιαστική περιουσία και το ίδιο το μοναστήρι από τους Τούρκους. Αυτό όμως δεν φαίνεται να ευσταθεί. Μια δικαστική απόφαση (αριθ. 635/ 24-10-1895), που εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο της Λάρισας, αναφέρει ότι «οι κάτοικοι του χωριού Αθανάτου (=Μελίβοιας) διά του από 1ης Νοεμβρίου 1877 ενοικιαστηρίου συμβολαίου ενοικίασαν προς την αντίδικόν του (=εκκλησιαστικού Ταμείου) (……….) τα αναφερόμενα κτήματα (………) της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ……».
Ο Θ. Χατζημιχάλης αναφέρει ότι αυτό συνέβηκε στα 1876, όταν ανακαλύφθηκαν όπλα στο μοναστήρι. Γνωρίζουμε σήμερα ότι τα όπλα προδόθηκαν και βρέθηκαν στα 1877, στις 6 Αυγούστου. Τα κτήματα οι Φαβρ τα νοίκιασαν το Νοέμβριο του 1877, όταν ήδη το μοναστήρι είχε λεηλατηθεί και τα Ιερά Σκεύη του πουλιούνταν στη Λάρισα από άτακτους βασιβιζούκους και γκέκιδες. Στην υπόθεση αυτή ατύχησε η επιχείρηση των Φαβρ. Σύρθηκαν στα δικαστήρια και για χρόνια απομυζούσαν τα έσοδα της οι δικηγόροι της Αγιάς, της Λάρισας, του Βόλου και της Αθήνας.
Στο Μεταξοχώρι δε συνέβηκε κάτι τέτοιο. Ο Ευθ. Δ. Βατζιάς, εναντιώθηκε και στην πρώτη συμφωνία της Κοινότητας με τους Φαβρ, αλλά και στη δεύτερη, που πρέπει να υπογράφτηκε στα 1878 και όχι 1877 τον Οκτώβριο όταν τελείωνε η πρώτη πενταετία (1873-1877). Το συμφωνητικό για την ανανέωση της εκμίσθωσης, που θα διαφώτιζε την υπόθεση, δε βρέθηκε ακόμη. Βρέθηκε όμως μια «αναφορά» πολλών κατοίκων του χωριού, σταλμένη στο Μητροπολίτη της Δημητριάδας, ως δικαιολογητικό της ανανέωσης της ενοικιάσεως των μοναστηριακών κτημάτων της «Παναγίας» και ως απάντηση σε άλλη αναφορά του Ευθ. Δ. Βατζιά και άλλων κατοίκων του χωριού, οι οποίοι γνωστοποιούσαν στο μητροπολίτη ότι, η ανανέωση της ενοικίασης έγινε παρά την αντίθετη γνώμη των κατοίκων και δίχως να προηγηθεί δημόσιος πλειστηριασμός.
Και σ’ αυτό το έγγραφο, που ακολουθεί, γίνεται λόγος για ενοικίαση της εκκλησιαστικής περιουσίας για μια ακόμη δεκαετία (με ποιους όρους δεν γνωρίζουμε) και δε φωτίζεται καθόλου το θέμα της μετατροπής της ενοικιασμένης εκκλησιαστικής περιουσίας σε ιδιοκτησία των Φαβρ.
Το έγγραφο αυτό υπογράφεται από πολλούς κατοίκους του χωριού. Ανάμεσά τους είναι και οι: Αναγνώστης Χατζημιχάλης, Αναγνώστης Χατζηκομνίτσας, Κωστάκης Παπαδημητρίου, Στάμος Οικονόμου, Δημ. Καρακαντάρης και ο Παναγιώτης Δεληαργύρης, σημαντικοί παράγοντες του χωριού.
«Προς / Την Σ(εβαστήν) Μητρόπολιν Βώλου.
Οι ευσεβάστως υποφαινόμενοι κάτοικοι Ρετσάνης του Τμήματος Αγιάς σπεύ/δομεν διά της παρούσης ημών αναφοράς να παραστήσωμεν τη Σ. Μητροπόλει/ τα ακόλουθα.
Μετά βαρυαλγίας της ψυχής μας πληροφορούμεθα ότι ο συμπολίτης/ ημών κ. Ευθύμιος Δ. Βατσιάς μετά τινών συγγενών του και λοιπών υπο/χρεομένων προς αυτόν ανηνέχθησαν εσχάτως προς την αυτήν Μη/τρόπολιν Βώλου, καταγγέλλοντες την πράξιν της ενοικιάσεως των Μονα/στηρ(ιακών) προσόδων της Μονής «Παναγία» επί δύο πενταετίας εις/ τον κ. Ευγ. Φάβρον και την σύζυγον αυτού κ. Στεφανίαν λόγω δήθεν/ ότι η πράξις αύτη εν αγνοία αυτών εγένετο και άνευ δημοσίου πλει/στηριασμού, και ότι εναντίον της κοινής θελήσεως των κατοίκων/ συνετάχθη το επί τούτω συμβόλαιον και λοιπά άλλα αντ’ άλλων/ ενώ εν πλήρει συνελεύσει εκήρυξεν «να πράξη η Κοινότης ό,τι εγκρίνει υπέρ του κοινού συμφέροντος».
Οι λόγοι ούτοι εν τη αναφορά των, Σ. Μητρόπολις, δεν έχονται αλή/θείας και η συμπεριφορά αυτών αύτη μετά λύπης μας ομολογούμεν/ κακώς χαρακτηρίζει αυτούς, καθόσον η πρόθεσίς των εκ των/ προτέρων εντείνεται εις την διαίρεσιν, έριδας και διαπληκτισμούς μεταξύ/ μας και καταστροφήν των κοινή συμφερόντων υπό το πρόσχημα του/ πατριωτισμού. Η ενοικίασις αύτη πριν ή κατακυρωθή εις τους/ τελευταίους πλειοδότας κ. Ευγ. Φάβρον και σύζυγον αυτού κ. Στεφανίαν/ επί δύο πενταετίας, προ πολλού είχε συζητηθεί εν γενική συνε/λεύσει των κατοίκων απάντων παρόντος και αυτού του κ. Ευθ. Δ./ Βατσιά και των περί αυτόν το ζήτημα της ενοικιάσεως των Μοναστ./ προσόδων, διό και από κοινού εξετέθησαν εις δημόσιον πλειστηρια/σμόν, εφ’ ω υπερεθεματίσθησαν παρά των κατοίκων τοις μετρητοίς/ μάλιστα οι πρόσοδοι κτημάτων τινών, πλήν αλλ’ όμως ο κ. Ευθ./ Δ. Βατσιάς και οι περί αυτόν αντενεργήσαντες κατά παλινωδίαν δεν/ παρεδέχθησαν τοιούτον πλειστηριασμόν. λόγω ότι δεν είναι δυνατόν/ να εκμισθώσιν ούτως όλαι αι Μοναστ. πρόσοδοι, επειδή μεταξύ/ των υπερθεματιστών υπάρχουσι και πτωχοί κάτοικοι Ρετσάνης, οίτινες/ έχουσι μεν την διάθεσιν να υπερθεματίσωσι και έτι πλέον, αλλά/ στερούνται των μετρητών. Ο λόγος ούτος, Σ. Μητρόπολις, δεν απέβλεπεν/ εις το κοινόν συμφέρον, αλλ’ εις κακόβουλον ιδιοτέλειαν του κ. Ευθ/ Δ. Βατσιά επιθυμούντος προς το συμφέρον του να υποβοηθήση εκ των/ Μοναστ. προσόδων συγγενείς του και λοιπούς ομοίους, μη έχοντας ούτε την διάθε/σιν ούτε τα μέσα να πληρώσωσιν ουδέποτε τας υποχρεώσεις των εις το/ Κοινόν Ταμείον, ως και άλλοτε προ δεκαετίας διευθύνων ούτος ο κ. Ευθ./Δ. Βατσιάς τας Μοναστ. προσόδους διέθετο αυτάς κατά το δοκούν αυτώ/ εξ ου και αι συνέπειαι αποδείχθησαν καταστρεπτικαί και επιζήμιοι, διότι η/ μεροληπτική του εκείνη και ιδιοτελής διεύθυνσις επήγαγε ζημίας σπουδαίας/ εις τε το κοινόν και χρέη ικανά εις την Μονήν ταύτην.
Επί της δεκαετίας εκείνης, ως προείπομεν, μεγάλαι καταχρήσεις εγένοντο τη/ συνεργεία αυτού του κ. Ευθ. Βατσιά διορίζοντος πάντοτε επιτρόπους και/ διαχειριστάς των Μοναστ. προσόδων τους συγγενείς του, οίτινες σπαταλώντες/ τα κοινά εις τοιούτον τρόπον εδυσκολεύετο η κοινότης (ώστε) ούτε τους μισθούς/ των διδασκάλων να πληρώση, αλλ’ ούτε και τους λ(ογαριασμ)ούς της διαχειρίσεως των/ άχρι τούδε ηθέλησαν να μας παραδώσωσιν μετά επανειλημμένας προσκλή/σεις μας. Τοιούτοι, Σ. Μητρόπολις, οι καταγγέλοντες ήδη την τελευταίαν/ ταύτην πράξιν της ενοικιάσεως των Μοναστ. προσόδων επί δύο 5ετίας/ εις τους διαληφθέντας κ. Ευγ. Φάβρον και σύζυγον αυτού κ. Στεφανίαν/ ανθρώπους τιμίους, πληρωτάς και χρησίμους εις τον τόπον μας, οίτινες/ κατά καλήν μας τύχην ευρέθησαν ως προστάται ημών εν ημέραις πονη/ραίς, καθ’ άς, αν έλειπον ούτοι, δυνάμεθα να διαβεβαιώσωμεν την/ Σ. Μητρόπολιν, ότι και από τας οικογενείας μας ηθέλομεν απομακρυν/θή διευθύνοντος τα κοινά του κ. Ευθ. Δ. Βατσιά, περί του ατόμου του/ οποίου και των ενεργειών αυτού έχομεν και άλλα περισσότερα να παρα/στήσωμεν διαφωτίζοντες την Σ. Μητρόπολιν, αλλά διά το εύσχημον επι/φυλασσόμεθα εν καιρώ τω δέοντι να καθυποβάλλομεν τη Σ. Μη/τροπόλει επί το πνευματικώτερον. Τούτων ούτως εχόντων παρα/καλούμεν την Σ. Μητρόπολιν ως φυσικόν κηδεμόνα των Εκκλησ(ιαστικών)/ και Μοναστ. προσόδων και προστάτην του λογικού Αυτής ποιμνίου προς αποφυγήν της άνευ δικαιολογήματος ταύτης έριδος ευαρεστηθή να/ τιμήση τας εν τω επισυνημμένω συμβολαίω υπογραφάς ημών και / επικυρώση αυτό διά της Μητροπολιτικής Σφραγίδας προς άρσιν και/ λήξιν των δυσαρέστων.
Καθ’ α δε διατείνονται εις την αναφοράν των οι καταγγέλλοντες την πράξιν/ ταύτη της ενοικιάσεως, ότι δήθεν και μόνη η Εφοροεπιτροπή δικαιούται να/ ενεργεί διαχειριζομένη τας Μοναστ. προσόδους, αγνοούσιν οι κύριοι, η/ της μνήμης των διέφυγεν, ότι η Εφοροεπιτροπή εκείνη προ πολλού είναι/ διαλελυμένη, και πρωταίτιος της διαλύσεως ταύτης είναι αυτός ούτος ο κ. Ευθ./ Δ. Βατσιάς:
Πεπεισμένοι όθεν εις την ευθυδικίαν της Σ. Μητροπόλεως, ότι θέλει/ εισακουσθεί δικαία και έλλογος αύτη αιτησίς μας υποσημειούμεθα/ μετά βαθυτάτου σεβασμού διατελούντες Ρετσάνη τη 15ην 8βρίου 1878
Ευπειθέστατοι
Οι κάτοικοι Ρετσάνης
Υπογραφές
Ύστερα από την αναφορά αυτή των μεταξοχωριτών, τα πράγματα ακολούθησαν το δρόμο τους. Οι Φάβρ εξακολούθησαν να εκμεταλλεύονται τις μοναστηριακές εκτάσεις ως ενοικιαστές, και αργότερα όλη αυτή η περιουσία πέρασε στα χέρα τους ως ιδιωτική. Ο Ευθ. Δ. Βατζιάς, παρά τις αντιρρήσεις του, δεν κατάφερε να εμποδίσει την πλειοψηφία των συγχωριανών του να πράξει ό,τι έκρινε καλό για το τόπο.
Με τα έγγραφα που παρουσιάσαμε εδώ φωτίζεται κάπως το θέμα της εγκατάστασης των Φάβρ στο Μεταξοχώρι, και ιδιαίτερα παρουσιάζονται με σαφήνεια οι όροι κάτω από τους οποίους οι ξένοι επιδόθηκαν στις κερδοφόρες επιχειρήσεις τους. Δεν διαφωτίζεται με αυτά τα στοιχεία το ζήτημά μας το καίριο: Πως, δηλαδή, η περιουσία της Μονής πέρασε στα χέρια τους. Είναι ένα ουσιαστικό πρόβλημα, διότι αποτελεί την κύρια αιτία των μεγάλων καταστροφών, που έπαθε το κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού από τότε έως σήμερα. Τα έσοδά του μειώθηκαν πάρα πολύ και η Κοινότητα δεν είχε μεγάλους πόρους να το συντηρήσει. Σήμερα, εκτός από το Καθολικό, τα υπόλοιπα παραρτήματα έχουν σωριαστεί σε ερείπια ………… Την ίδια τύχη έχει και το αρχοντικό των Φαβρ(χ), που κρίθηκε επικίνδυνο και άρχισε η κατεδάφισή του.
———————————————————————————————————————————————————–
(χ).- Το αρχοντικό των Φάβρ, ιδιοκτησίας της Λιλής Αναστασίου, που κτίσθηκε το 1867 από την οικογένεια Φάβρ, η οποία ήρθε στην Ελλάδα με μεγάλα κεφάλαια και, με την προστασία της γαλλικής κυβέρνησης, ίδρυσε στο Μεταξοχώρι εργοστάσιο ζυμαρικών και οινοποιείο και επέδειξε πλούσια φιλελληνική δραστηριότητα. Το αρχοντικό των Φάβρ αποτελεί μοναδικό αρχιτεκτονικό δείγμα στον ελληνικό χώρο. Και ενώ η λιτή εξωτερική του μορφή ακολουθεί, σε γενικές γραμμές, την τοπική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, η διακόσμηση και οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του παρουσιάζουν εμφανείς δυτικές επιδράσεις.
ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
1.- Αγιά – Γενιτζέ
2.- Μεταξοχώρι – Ρέτσιανη
3.- Νερόμυλοι – Τουρκοχώρι – Αϊδινλί
4.- Αετόλοφος – Δέσιανη – Μπουγιούκ κιόϊ
4α.- Τζεκίρι ή Τσεκίρι (οικισμός)
5.- Ανάβρα – Ντουγάν (Δογάνη)
6.- Πρινιά – Κερμενλί
7.- Γερακάρι – Καρα-Μπαϊράμ ή Μπαϊράμ-Κιοϊντέ (Παλαιό χωριό)
8.- Δήμητρα – Τζιούξιαν(η), Μποζγκούτς
8α.- Νεοχώρι – Πλασιά – Ορμάν τσιφλίκι – Τζελτικτζή
9.- Άγιος Νικόλαος ο Φονιάς – Ιντζερλί
10.- Ελευθέριο – Καραλάρ
11.- Μαρμαρίνη – Ντεϊρμέν-ντερεσί
11α.- Συκούριο – Κεσερλί
11β.- Ομορφοχώρι – Χασάμπαλη (Κασαμπάλ)
12.- Καστρί – Κέστριτζα ή Κεστρίτς κιόϊ
13.- Καλαμάκι – Αμπου-Φακλάρ (Αληφακλάρι)
13α.- Καραμπουρνού (Kara-burnu) Νότια του Καλαμακίου
14.- Ποταμιά – Τσιναρλί
15.- Άμυρος (ποταμός) – Ντερέ
16.- Αμυγδαλή – Κουκουράβα (Παλαιό χωριό)
17.- Έλαφος – Βουλγαρινή
18.- Ανατολή – Σελίτσιανη
19.- Μεγαλόβρυσο – Νιβόλιανη
20.- Μελίβοια – ’θανάτου – Αθανάτη
21.- Σωτηρίτσα – Κάπιστα
22.- Σκλήθρο – Κεστενέ-κιόϊ, Κεστενέ κιού – Κεστενέκου.
23.- Βαθύρρευμα ή Βαθύρεμα – «Ελευθεροχώρι»
ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΓΙΑΣ
1. ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΩΝ ΑΝΤΩΝΙΩΝ (Μητρόπολις) ΑΓΙΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΓΙΑΣ
Ι.Ν. ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΓΙΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΜΕΤΑΞΟΧΩΡΙΟΥ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΒΡΥΣΟΥ
Ι.Ν. ΑΓΙΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΝΕΡΟΜΥΛΩΝ
Ι.Ν. ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΕΤΟΛΟΦΟΥ
Ι.Ν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΓΕΡΑΚΑΡΙΟΥ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΝΑΒΡΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΣ
Ι.Ν. ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΛΑΦΟΥ
2. ΔΗΜΟΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΤΣΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΚΗΤΗΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΚΛΗΘΡΟΥ
3. ΔΗΜΟΣ ΛΑΚΕΡΕΙΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΡΜΑΡΙΝΗΣ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΣΤΡΙΟΥ
Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΜΥΓΔΑΛΗΣ
4. ΔΗΜΟΣ ΚΙΛΕΛΕΡ
Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΛΑΜΑΚΙΟΥ
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ
- Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας 1292-15
- Ι.Μ. Ταξιαρχών 1569/70
- Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων 1569
- Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων 1588
- Ι.Μ. Αγίας Τριάδος 1609-1630
- Ι.Μ. Σωτήρος Χριστού (Ξ’στος) 1620 (+Κοινόβιο Αγίου Νικολάου
- Ι.Μ. Αναλήψεως 1864-66
- Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού 17ος αι.
- Ι.Μ. Γενεσίου Ιωάννου Προδρόμου (Αϊ–Γιάννης) 1754
- Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου Μεταξοχωρίου 1663
- Ι.Μ. Αγίου Ευσταθίου Μεταξοχωρίου 18ος αι.
- Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας Μεταξοχωρίου 18ος αι. 1750
- Ι.Μ. Κοιμήσεως Παναγίας Μεγαλοβρύσου 13ος αι. 1639
- Ι.Μ. Αγίου Αθανασίου Βαθυρέματος 18ος αι.
- Ι.Μ. Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών 12ος αι. 1318
- Ι.Μ. Προδρόμου Ανατολής +-1550
- Ι.Μ. Παναγίας (Γενεσίου) «Καρπούζα» 1520
- Ι.Μ. Καμπάνας (Κοιμήσεως) Ελάφου
- Ι.Μ. Προδρόμου Αμυγδαλής 1749
- Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Βουναίνης Αετολόφου 1800
- Ασκηταριά, Αγίων Αναργύρων 12ος αιώνας
- Ασκηταριό, Αναλήψεως …….
- Ασκηταριό, Αγίου Δαμιανού +-1530 μ.Χ.
- Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων – Στομίου …….. 13ος
- Ι.Μ. Αγίου Δημητρίου – Οικονομείον 1492 / 1543 . * Ασκηταριό, Αγίας Παρασκευής, Ομόλιο
- Ι.Μ. «Παλαιομονάστηρο» Κόκκινου Νερού 13ος αι.
- Ι.Μ. «Μονόπετρο» Β΄ 13ος αι. Κουτσουπιάς
- Ι.Μ. Λουτρός – Δερματά +-10ος αι. Βελίκας
- Ι.Μ. Ιωάννου Θεολόγου 1571 – 1776 Βελίκας
- Ι.Μ. Σωτήρος Σκήτης 1506-1570
- Ι.Μ. Παναγίας Α΄ – (Κοιμήσεως), Πολυδενδρίου 1568
- Ι.Μ. Παναγίας Β΄ – (Γενεσίου), Πολυδενδρίου 1575
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ ΔΩΤΙΟΥ ΠΕΔΙΟΥ
- Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας 1292-15
- Ι.Μ. Ταξιαρχών 1569/70
- Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων 1569
- Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων 1588
- Ι.Μ. Αγίας Τριάδος 1609-1630
- Ι.Μ. Σωτήρος Χριστού (Ξ’στος) 1620 (+Κοινόβιο Αγίου Νικολάου
- Ι.Μ. Αναλήψεως 1864-66
- Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού 17ος αι.
- Ι.Μ. Γενεσίου Ιωάννου Προδρόμου (Αϊ–Γιάννης) 1754
- Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου Μεταξοχωρίου 1663
- Ι.Μ. Αγίου Ευσταθίου Μεταξοχωρίου 18ος αι.
- Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας Μεταξοχωρίου 18ος αι. 1750
- Ι.Μ. Κοιμήσεως Παναγίας Μεγαλοβρύσου 13ος αι. 1639
- Ι.Μ. Αγίου Αθανασίου Βαθυρέματος 18ος αι.
- Ι.Μ. Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών 12ος αι. 1318
- Ι.Μ. Προδρόμου Ανατολής +-1550
- Ι.Μ. Παναγίας (Γενεσίου) «Καρπούζα» 1520
- Ι.Μ. Καμπάνας (Κοιμήσεως) Ελάφου
- Ι.Μ. Προδρόμου Αμυγδαλής 1749
- Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Βουναίνης Αετολόφου 1800
ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ
- Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας 1292-1580
- Ι.Μ. Ταξιαρχών 1569/70
- Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων 1569
- Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων 1588
- Ι.Μ. Αγίας Τριάδος 1609-1630
- Ι.Μ. Σωτήρος Χριστού (Ξ’στος) 1620 (+Κοινόβιο Αγίου Νικολάου
- Ι.Μ. Αναλήψεως 1864-66
- Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού 17ος αι.
- Ι.Μ. Γενεσίου Ιωάννου Προδρόμου (Αϊ–Γιάννης) 1754
- Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου Μεταξοχωρίου 1663
- Ι.Μ. Αγίου Ευσταθίου Μεταξοχωρίου 18ος αι.
- Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας Μεταξοχωρίου 18ος αι. 1750
- Ι.Μ. Κοιμήσεως Παναγίας Μεγαλοβρύσου 13ος αι. 1639
- Ι.Μ. Αγίου Αθανασίου Βαθυρέματος 18ος αι.
ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΓΙΑΣ
- Μητροπολιτικός Ι.Ν. Αγίων Αντωνίων.
- Ι.Ν. Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, (εντός του Πνευματικού Κέντρου).
- Ι.Ν. της Παναγίας (Κοίμησις).
- Ι.Ν. του Αγίου Αθανασίου Πατριάρχου Αλεξανδρείας.
- Ι.Ν. του Αγίου Δημητρίου.
- Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων, 12ου αιώνος.
- Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων
- Ι.Μ. Εισοδίων Θεοτόκου (Καθολικό) – Ανδρώα Κοινοβιακή – (1292-1580).
- Παρεκκλήσιον, Ι.Ν. Αγίου Παντελεήμονος του «Πύργου», της Ι.Μονής.
- Παρεκκλήσιον, Ι.Ν. Αγίου Στεφάνου και Αγίου Δημητρίου, της Ι.Μονής..
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου, Ενοριακός – Αγιάς.
- Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων.
- Ι.Μ. Αγίας Τριάδος.
- Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων.
- Ι.Μ. Αναλήψεως.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου «Κοινόβιο».
- Ι.Ν. Αγίου Εφραίμ του Νέου.
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκεύης.
- Ι.Ν. Αγίων Θεοδώρων.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου του Νέου του εν Βουναίνης «Κερασάς».
- Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου, Ενοριακός – Αγιάς.
- Ι.Ν. Αγίων Οσιομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης.
- Ι.Ν. «Παναγίτσας».
- Ι.Ν. του Χριστού (Γεννήσεως).
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου.
- Ι.Ν. Σωτήρος και Ζωοδόχου Πηγής.
- Ι.Ν. Σωτήρος Μεταμορφώσεως.
- Ιερός Ναός Αγίων Αναργύρων.
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής.
- Ι.Μ. Ταξιαρχών
- Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου (Γενέσιο).
- Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού.
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής, Ενοριακός – Μεταξοχωρίου.
- Ι.Ν. Αγίας Τριάδος.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου.
- Ι.Ν. Αγίου Χαραλάμπους.
- Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού.
- Ι.Ν. των Αγίων Αναργύρων.
- Ι.Μ. Εισοδίων της Θεοτόκου.
- Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου.
- Ι.Ν. Αγίων Πάντων.
- Ι.Μ. Αγίου Ευσταθίου.
- Ι.Ν. Αγίου Νεκταρίου (Κοιμητηριακός).
- Ι.Ν. Αγίων Αποστόλων, Ενοριακός – Νερομύλων.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου.
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής.
- Ι.Ν. Παναγίας Βαθυρέματος, 9ου – 10ου αιώνος.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Βαθυρέματος.
- Ι. Μ. Αγίου Αθανασίου, (κτήμα Τσακνάκη), 17ου αιώνος.
- Ι. Ν. Αγίων Θεοδώρων, (ερείπια).
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου, Ενοριακός – Ανάβρας.
- Ι.Ν. Αγίας Οσιομάρτυρος Παρασκευής.
- Ι.Ν. Αγίου Μοδέστου.
- Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Ενοριακός – Αετολόφου.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου του Νέου του εν Βουναίνης.
- Ι.Ν. Αγίων Θεοδώρων.
- Ι.Ν. Ταξιαρχών Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
- Ασκηταριό της Αναλήψεως.
- Ι.Ν. του Προδρόμου.
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, (ερείπια εις θέση «Τσεκίρι»).
- Ι.Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ενοριακός – Γερακαρίου.
- Ι.Ν. Προφήτη Ηλία.
- Ι.Ν. Αγίου Συμεών του Ανυποδήτου και μονοχίτωνος.
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου, Ενοριακός – Μεγαλοβρύσου.
- Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων.
- Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού.
- Ι.Ν. Αγίου Παντελεήμονος.
- Ι.Ν. Αγίου Χαραλάμπους.
- Ι.Ν. Αγίας Τριάδος.
- Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
- Ι.Ν. Αγίου Στεφάνου και Αγίας Αικατερίνης.
- Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου.
- Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου.
- Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου.
- Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου, Ενοριακός – Ποταμιάς.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου.
- Ι.Ν. των Αγίων Αποστόλων.
- Ι.Ν. Αγίας Τριάδος, Ενοριακός – Σκήτης.
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου (18ος αιώνας).
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου (νεόδμητος).
- Ι.Ν. Αγίων Ταξιαρχών (Κοιμητηρίου).
- Ι.Ν. Αγίας Άννης. Οικισμός Αγιοκάμπου.
- Ι.Ν. Ιωάννου Θεολόγου.
- Ι.Ν. Αγίου Κωνσταντίνου (Πολυδένδρι).
- Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού.
- Ι.Ν. Μεταμορφώσεως Σωτήρος (νεόδμητος, στην θέση Ιεράς Μονής 1570 μ.Χ).
- Ι.Μ. Κοιμήσεως της Θεότοκου, 1568, Πολυδενδρίου.
- Ι.Μ. Γενεσίου της Θεοτόκου, 1530, Πολυδενδρίου.
- Ι.Ν. Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, Ενοριακός – Σκλήθρου.
- Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου.
- Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου, Ενοριακός – Σωτηρίτσας – Κάπιστα.
- Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου.
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής.
- Ι.Ν. Σωτήρος (12ος-17ος αιώνας).
- Ι.Ν. Σωτήρος, (νεόδμητος).
- Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής (Κοιμητηριακός).
- Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Αγίας Μαρίνης, (Κάτω Σωτηρίτσα).
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής, Ενοριακός – Μελιβοίας.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, (νεόδμητος στην θέση της παλαιάς ενορίας).
- Ι.Μ. Ιωάννου Θεολόγου – Βελίκας.
- Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου.
- Ι.Ν. «Παναγία» (Βελίκα) – «του Λούπου» (23η Αυγούστου).
- Ι.Ν. του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Θωμά.
- Ι.Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
- Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής «Πατσούκα».
- Ι.Ν. Αγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακής.
- Ι.Ν. Άγιου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
- Ι.Ν. Άγιου Αθανασίου.
- Ι.Ν. των Δώδεκα Αποστόλων.
- Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου.
- Ι.Ν. της Αγίας Τριάδος (Βελίκα).
- Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού.
- Ασκηταριό, Αγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος.
- Ι.Ν. Γενέθλιον της Υπεραγίας Θεοτόκου «Μαλάτη».
- Ι.Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, (Βελίκα).
- Ι.Ν. Αγίας Μαρίνας (Παλιουριά).
- Ι.Ν. Ειρήνης Χρυσοβαλάντου – Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Κουτσουπιά.
- Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου, Ενοριακός – Μαρμαρίνης.
- Ι.Ν. Αγίου Στυλιανού.
- Ι.Ν. Ταξιαρχών, Κοιμητηριακός.
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου, Ενοριακός – Δήμητρας.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου, Ενοριακός – Ανατολής.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου.
- Ι.Ν. Αγίου Παντελεήμονος (1640/41).
- Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
- Ι.Ν. Αγίας Τριάδος (1645).
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής.
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου (1553).
- Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
- Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού (κορυφή Κισσάβου).
- Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, (Γυναικεία Κοινοβιακή – 1540/50).
- Παρεκκλήσιον Αγίου Δημητρίου, (1550).
- Ι.Ν. Αγίου Δαμιανού του κτίτορος, Οσιομάρτυρος (+14η Φεβρουαρίου 1568).
- Παρεκκλήσιον Αγίου Αποστόλου Παύλου, Ι. Μονής.
- Παρεκκλήσον Αγίας Παρασκευής, Ι. Μονής.
- Παρεκκλήσιον Εισοδίων της Θεοτόκου, Ι. Μονής.
- Παρεκκλήσιον Αγίου Αντωνίου, Ι. Μονής.
- Παρεκκλήσιον Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστού, Ι. Μονής.
- Ι.Μ. Γενεσίου Θεοτόκου «Καρπούζα», (1520;).
- Ασκηταριό Αγίου Δαμιανού (16ος αιώνας).
- Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Ενοριακός – Καστρίου.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου (στο Κάστρο), 12ου αιώνος.
- Ι.Ν. Παναγίας.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου του Νέου, ο «Φονιάς».
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου (1958) – Πλασιά.
- Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, Ενοριακός – Αμυγδαλής.
- Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου [Αποτομή], – 1749.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου (στη θέση «Λιβαδάκι»).
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου («Λιβαδάκι»).
- Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού «Λιβαδάκι».
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου (Κουκουράβα) – 1763.
- Ι.Ν. Παναγίας (Κουκουράβα) Ζωοδόχος Πηγή, 1740.
- Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου (Κουκουράβα–Παλαιό χωριό) 1797.
- Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής (Σιβίλη) ερείπια 9ου αιώνος.
- Ι.Ν. Γενεσίου της Θεοτόκου.
- Ι.Ν. Αγίου Νικολάου; (ερείπια) 9ου αιώνος, «Τσιντσιλάρ Ρέμα».
- Ι.Ν. Αγίου Φανουρίου.
- Ι.Ν. των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ.
- Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής, Ενοριακός – Καλαμακίου.
- Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, (Κάτω Καλαμάκι).
- Ι.Ν. Αναστάσεως του Λαζάρου, Κοιμητηριακός.
- Ι.Ν. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ενοριακός – Ελάφου.
- Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου (πρώτη ενορία του 1782).
- Ι.Ν. Προφήτης Ηλίας
- Ι.Ν. Άγιος Γεώργιος
- Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής (Κοιμητηρίου) 1873, και αγιογραφημένο Παρεκκλήσιον (ανώνυμο).
- Ι.Μ. Καμπάνας (Κοιμήσεως της Θεοτόκου).
ΙΔΙΩΤΙΚΟΙ ΝΑΟΙ
- Ι.Ν. Παναγίας, κ. Εξάρχου [Πολυδένδρι].
- Ι.Ν. Παναγίας, κ. Λόλλου Κων/νου [Αγιόκαμπος].
- Ι.Ν. Αγίας Άννης, κ. Λαμπρούλη Κων/νου [Αγιά].
- Ι.Ν. Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, κ. Ζιώγα Νικολάου [Ανατολή].
- Ι.Ν. Αγίου Μύρωνος, κ. Κατεχάκη Αντωνίου [Αγιόκαμπος].
- Ι.Ν. Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, ……. [Ανάβρα].
- Ι.Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου, κ. Γκούμα [Βελίκα].
- Ι.Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου, κ. Φασούλα [Πρινιά].
ΑΝΑΣΚΑΦΑΙ:
- Κόκκινο Νερό «Παλαιομονάστηρο» 13ος αιώνας.
- Κουτσουπιά «Μονόπετρο Β΄» 11ος αιώνας.
- Βελίκα (Λουτρός – Δερματάς) 10ος-12ος αιώνας.
- Κόκκινο Νερό (Τρίκογχος) 1190 μ.Χ.
- Κόκκινο Νερό «Ναός των ασεβών» 11ος-12ος αιώνας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αβιμέλεχ μον., Πανηγυρικόν, Βόλος 1921.
Αβραμέα Άννα, Η βυζαντινή Θεσσαλία, μέχρι του 1204, Συμβολή εις την ιστορικήν Γεωγραφία, Αθήναι 1974.
Της ιδίας, «Ο εκχριστιανισμός της Θεσσαλίας και η οργάνωση της Εκκλησίας έως το Α΄ μισό του Η΄ αιώνα», Θ. ΗΜ., τομ. 4ος, 1983, σελ. 6-9.
Αβραμόπουλου Μιχ., «Τα Θεσσαλικά Αμπελάκια», Θεσσαλονίκη 1961.
Αγραφιώτη Κ. Δημ., «Ο χιοναδίτης Αγιογράφος Μιχαήλ Ζήκος και η συντροφία του στο Μεταξοχώρι Αγιάς», Ανάτυπον εκ της Ηπειρωτικής Εστίας, Ιωάννινα 1977.
Του ιδίου, «Σχέσεις Αμπελακίων και Αγιάς (1781-1818)», Πολιτιστικός Σύλλογος Αμπελακίων, Α΄ Συνέδριο Αμπελακιώτικων Σπουδών, 1994.
Του ιδίου, Ανέκδοτα έγγραφα από την Επαρχία Αγιάς (1839-1877), Ανάτυπο από το περιοδικό Θεσσαλική Εστία, Λάρισα 1977.
Του ιδίου, «Η καταστροφή του Βαθυρέματος της Αγιάς», Πρακτικά του 1ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 1992.
Του ιδίου, Η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα της Αγιάς, Από τα τέλη του 13ου αι. μέχρι σήμερα, Θ.ΗΜ., τ. 15, Λάρισα 1989.
Του ιδίου, Ο Αετόλοφος και το Βαθύρεμα της Αγιάς. Θ.ΗΜ. 10 (1986).
Του ιδίου, «Μία επιστολή γυναικών της Αγιάς στον Αθανάσιο Ψαλίδα» (25-6-1809), π. Ηπειρωτική Εστία.
Του ιδίου, Ανέκδοτα έγγραφα από το Μεταξοχώρι της Αγιάς – Οι Φάβρ και η Εκκλησιαστική περιουσία, Ανάτυπο από το περιοδικό Θ.ΗΜ., τ. Γ΄ , Λάρισα 1982.
Του ιδίου, Έκθεση για τις οικονομικές υπηρεσίες της Θεσσαλίας στις 26-7-1917 από τον Δημ. Ηρακλείδη, Θ.ΗΜ., τ. Ζ (1984).
Του ιδίου, Ένα ανέκδοτο κατάστιχο [1864-1882] από το Μεταξοχώρι της Αγιάς, Θ.ΗΜ., τ. Δ (1983).
Του ιδίου, Ένα ανέκδοτο ποίημα του Θεοδώρου Χατζημιχάλη [1873-1931] για τον Ευθύμιο Βλαχάβα, ανατ. το π. ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ, τ. 3 Τρίκαλα, 1981.
Του ιδίου, Ένας αρτινός καλόγερος «θυμησογράφος» – δάσκαλος στο Μεταξοχώρι της Λάρισας στα 1735-1741, ανατ. από το περ. Ηπειρωτική Εστία, Ιωάννινα 1981.
Του ιδίου, Η δολοφονία του πρώτου εκλεγμένου δημάρχου της Αγιάς Ι. Μ. Δάλλα, στις 4-9-1883, Θ.ΗΜ., τ. ΣΤ (1984).
Του ιδίου, Η Επαρχία της Αγιάς κατά τη βυζαντινή εποχή.
Του ιδίου, Η τύχη των συντροφιών της Αγιάς και των Αμπελακίων μετά το 1820, στα Πρακτικά του Συνεδρίου για τη Θεσσαλική Ιστορία, π. Αιμονία, τ. 1, Λάρισα 1991.
Του ιδίου, Ιδιοκτησία του βακουφιού του Τουρχάν Μπέη και των διαδόχων του στην Επαρχία της Αγιάς, Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 8-9 Απριλίου 1995.
Του ιδίου, Ο Απόστολος Φιλίππου και το ζήτημα της προδοσίας των όπλων (6-8-1877) στην Επαρχία της Αγιάς, περ. Θεσσαλικά Χρονικά, τ. ΙΔ (1981-82).
Του ιδίου, Ο Νικόλαος Στεφανίδης από την Αθανάτη της Αγιάς, 1817-1901, Θ.ΗΜ., τ. ΙΑ, 1987.
Του ιδίου, Παναγιώτης Ζαχαρόπουλος, ο αγιώτης αγωνιστής του 21, Θ.ΗΜ., τ. Α (1980).
Του ιδίου, Ποικίλα ιστορικά από την Επαρχία της Αγιάς, Θ.ΗΜ., τ. Β (1981).
Του ιδίου, Προσθήκες – συμπληρώσεις για τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος της Αγιάς, Θ.ΗΜ., τ. 17, 1990.
Του ιδίου, Σχόλια σε ένα χωρίο της Άννας Κομνηνής [Ε, 5, 3], περ. Θ.ΗΜ., τ. 19 (1991).
Του ιδίου, Το περιεχόμενο της πρόθεσης του Αγίου Αθανασίου από το Βαθύρεμα της Αγιάς, Θ.ΗΜ., τ. 17, 1990.
Του ιδίου, Το περιεχόμενο του Οικογενειακού Αρχείου Αλεξούλη, Αγιά 1992.
Του ιδίου, Το σχολείο του Μεταξοχωρίου και οι δάσκαλοί του, 1735-1880, Θ.ΗΜ., 33 (1998).
Του ιδίου, Το χειρόγραφο του Θ. Χατζημιχάλη «Το συμπόσιον του Σατράπου» – (Εισαγωγή -Σχόλια-Επιμέλεια Δ. Κ. Αγραφιώτης), Θ.ΗΜ., τ. Ι (1986).
Του ιδίου, Τσιφλίκια και τσιφλικοχώρια στην Επαρχία της Αγιάς κατά την Τουρκοκρατία και μέχρι τα τέλη του 19ου αι., Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου για το Αγροτικό Ζήτημα στη Θεσσαλία, Λάρισα 1992.
Του ιδίου, «Η επαρχία της Αγιάς κατά την Βυζαντινή εποχή», Θεσσαλία. Δεκαπέντε χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και προοπτικές. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών 1990.
Αλεξούδη Άνθιμου, Μητροπολίτου Αμασείας: «Χρονολογικοί Κατάλογοι των από Χριστού Αρχιερατευσάντων κατ’ επαρχίας», Νεολόγος Κωνσταντινου-πόλεως 1890, αριθμ. 6209 και 1891, αριθμ. 6686 και 6719. Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής εκατονταετηρίδος 1821-1921. Η χρυσή Βίβλος του Ελληνισμού, τομ. ΣΤ΄, εν Αθήναις 1922.
Αλλαμανή Έφη, Το Τανζιμάτ και οι επιπτώσεις του στη ζωή των κατοίκων της Θεσσαλίας, ΘΧ ΙΓ΄ (1980).
Αμάντου Ι. Κων/νου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τομ. 1, 1939 και τομ. Β΄ (867-1204), Αθήναι 1947.
Του ιδίου, Τοπωνυμικά σύμμεικτα, π. Αθηνά, τ. 22 (1910).
Του ιδίου, Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821, τομ. Α΄, Αθήναι 1956.
Αναγνωστάκη Η. – Ιουστίνου Σιμωνοπετρίτη, Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, Άγιον Όρος 1984.
Ανακατωμένου Κ. Αδάμ, Τα νέα όρια της Ελλάδος, ήτοι τοπογραφικαί και εθνολογικαί σημειώσεις περί της Θεσσαλίας, Εν Αθήναις 1887.
Αναστασίου Ε. Ιωάννη, Σχεδίασμα περί των Νεομαρτύρων, Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., «Μνήμη 1821» Θεσσαλονίκη, 1971.
Του ιδίου, Βιβλιογραφία των επισκοπικών καταλόγων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και της Εκκλησίας της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 1979.
Ανέκδοτος Ακολουθία του νέου οσιομάρτυρος Δαμιανού του εκ Μυριχόβου της Θεσσαλίας, Αθήναι 1930, Ε.Ε.Β.Σ. 7.
Αξενίδης Δ. Θεόδωρος, Η Πελασγίς Λάρισα και η αρχαία Θεσσαλία (Κοινωνική και πολιτική ιστορία), τομ. Β΄, Οι μακεδονικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι, Αθήναι 1949.
Απολλωνίου του Ρόδιου, Αργοναυτικά, 1, 580-600.
Αραβαντινού Π. Σπυρίδωνος, Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή, τομ. ΙΙ, Αθήναι 1979.
Αρβανιτοπούλου Α., Ανασκαφαί και έρευναι εν Θεσσαλία κατά το έτος 1910, ΠΑΕ 1910.
Αρσενίου Λαζ., Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1984.
Ασδραχά Σπ., «Η οικονομία της τουρκοκρατίας», στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τομ. ΙΑ΄, Αθήνα 1975.
Του ιδίου, «Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην τουρκοκρατία (ΙΕ΄- ΙΣΤ΄ αιώνας), Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1978.
Του ιδίου, «Εισαγωγικό σημείωμα:Προβλήματα οικονομικής ιστορίας της τουρκοκρατίας», στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας), Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Του ιδίου, «Οι συντεχνίες στην τουρκοκρατία», στο «Ζητήματα ιστορίας», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1983.
Αρχιμ. Βασιλοπούλου Χαραλ., Ευρυτάνες Νεομάρτυρες, Αθήναι 1967.
Αρχιμ. Δρόσου Νεκταρίου, «Η αρχαία Μελίβοια», Εισήγηση Ημερίδας σελ. ….
Του ιδίου, Αγιορείται οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης, master Α.Π.Θ., εκδόσεις ΦΥΛΛΑ, Αθήναι 1999.
Του ιδίου, Η Ανατολή της Αγιάς – Σελίτσανη (Πρακτικά Ημερίδων 1994/95) Σύλλογος Ανατολιτών, εκδ. Κέντρο Τύπου Αγιάς, Αγιά 1998.
Του ιδίου, Σελίδες από την Ιστορία του χωριού Μελίβοια Αγιάς, Πρακτικά Ημερίδας 6ης Αυγούστου 1996, εκδ. Κοινότητα Μελίβοιας, 1997.
Αρχιμ. Μαδενλίδου Ιγνατ., Οσιομάρτυς Δαμιανός ο Νέος, Αθήναι 1974.
Ατέση Βασιλείου, Μητροπολίτου πρ. Λήμνου: «Επισκοπικοί Κατάλογοι της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ αρχής μέχρι σήμερον», Εκκλησιαστικός Φάρος 56 (1974) και 57 (1975).
Του ιδίου, Μητροπολίτου πρ. Λήμνου: Αρχιερείς Μητροπόλεων τινών της Εκκλησίας της Ελλάδος από του έτους 1453 μέχρι σήμερον. Καλαμάτα 1978. Ανάτυπον εκ του περιοδικού «Διδαχή».
Του ιδίου, Μητροπολίτου πρ. Λήμνου: Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον. Αθήναι 194……
Του ιδίου, Μητροπολίτου πρ. Λήμνου: Η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1821 μέχρι σήμερον. « Έκκλησιαστικός Φάρος», τ. ΝΔ΄ (1972).
Βακαλοπούλου Απ., Η θέση των Ελλήνων και οι δοκιμασίες τους υπό τους Τούρκους, Εποικισμοί και μεταναστεύσεις – Η οργάνωση του γένους υπό τους Τούρκους και η επιβίωσή του, Οι Κοινότητες, Οικονομικές και δημογραφικές εξελίξεις, ΙΕΕ Ι΄, Αθήναι 1974.
Του ιδίου, «Το οθωμανικό καθεστώς», στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τομ. Ι, Αθήνα 1974.
Του ιδίου, «Οι κοινότητες της τουρκοκρατίας», στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τομ. Ι, Αθήνα 1974.
Του ιδίου, «Ιστορία του νέου ελληνισμού. Τουρκοκρατία (1453-1669):Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», τομ. Β΄, Έκδοση Β΄, Θεσσαλονίκη 1976.
Του ιδίου, «Ιστορία του νέου ελληνισμού. Τουρκοκρατία (1669-1812):Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του Γένους», τομ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1973.
Του ιδίου, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», τομ. 1-3, Θεσσαλονίκη 1961, 1964 και 1968.
Του ιδίου, «Πηγές της ιστορίας του νέου ελληνισμού», τομ. 1, Θεσσαλονίκη 1965, τομ. 2, Θεσσαλονίκη 1977.
Βάλβη Α., Γεωγραφία ερμηνευθείσα διά χρήσιν των Ελλήνων υπό Κ. Κούμα, Βιέννη 1839, τ. Γ, 145. (Επαναλαμβάνει όσα έγραψε ο Νικ. Λωρέντης).
Βαμβάκου Σ., Οσιομάρτυς Γεδεών ο Νέος εκ Καπούρνης, Θ.Χ. τομ. Δ΄ (1993).
Βασιλείου Π., Η επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1960.
Βαστάκη Κ., Ευρυτανικό Λειμωνάριο, Αθήναι 1978.
Βέη Ν., Αι επιδρομαί των Βουλγάρων υπό του Τσάρου Συμεών και τα σχετικά σχόλια του Αρέθα Καππαδοκίας. Ελληνικά τομ. 1 (1928).
Του ιδίου, Zur Schriftstellrei des Antonios von Larissa, Byzantisch – Neugrie – cheischen Jahrbucher, XII (1936) 315-316.
Του ιδίου, Πεντήκοντα Χριστιανικών και Βυζαντινών επιγραφαί, νέαι αναγνώσεις, Α.Α.
Βελανιδιώτου Ι., Έργα και Ημέραι, τομ. Α΄, σελ. 620, Βόλος 1947.
Βενιαμίν εκ Τουδέλης, Το βιβλίο των ταξιδίων στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, Εισαγωγή – Σχόλια: Κοσμάς Μεγαλομμάτης – Αλέξης Σαββίδης, Μετάφραση Φωτεινή Βλαχοπούλου, Επιμέλεια μετάφρασης Κοσμάς Μεγαλομμάτης, Βιβλιογραφία Αλέξης Σαββίδης, Αθήνα 1994.
Βιργιλίου, Αινειάδα, V, 251.
Βοβολίνη Κ., Η εκκλησία εις τον αγώνα του έθνους, 1453-1953, Αθήναι 1952.
Βοΐνη Κ., Βίος Οσίου Χριστοδούλου του Ιωάννη Ρόδου (1120-1150) Αθήναι 1884.
Βούλγαρη Λεωνίδα, Αποκαλυφθήτω η αλήθεια, Αθήνησι, 1878.
Βουρνά Τασ., «Σχεδίασμα της οικονομικής ζωής της Ελλάδας στο μεταίχμιο του 18ου προς το 19ο αιώνα», στο F. Beaujour, «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην τουρκοκρατία (1787-1797)», Εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1974.
Βουτσιλά Χρ. Βασιλείου – Αβραμόπουλου Π. Μιχαήλ, Λάρισα, Λάρισα 1962.
Βρανούση Ε., Le Mont des Kellia. Note sur un passage d’ Anne Comnene (V,5,3) Zbornik Badova του εν Βελιγραδίω Βυζαντινολογικού Ινστιτούτου, τομ. 8/2, 1964.
Βρανούση Έρα, Le Mont des Kellia, Note sur un passage d’ Anne Komnene, Zbornik Radova τ. 8/2 (1964), Melanges G. Ostrogorsky II. Τα αγιολογικά κείμενα του Οσίου Χριστοδούλου ιδρυτού της εν Πάτμω Μονής …… Αθήναι 1964. Βλ. το «Όρος των Κελλίων».
Βυζαντινής Ιστορίας Πηγαί Μ.Ε.Ε., (Αθήναι 1959).
Γαβριηλίδη Βλάσ., Η Ελλάς αποκαλυπτομένη – Ανά την Θεσσαλίαν, Εντυπώσεις – Κρίσεις – Πληροφορίαι – Αντιλήψεις – Πρόσωπα – Πράγματα – Τόποι – Αρχαί , Παν. Σύντρ. 1892.
Γαλλή Κων. Ι., Κτιστός Πυραμιδοειδής τάφος Γερακαρίου Αγιάς, π. Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών, τ. Β [1973].
Γεδεών Ι. Μανουήλ, Επισκοπικοί Κατάλογοι, ΕΑ (1890) 61 εξ.
Του ιδίου, Πατριαρχικαί σελίδες, Ημερολόγιον της Ανατολής 1879, Κωνσταντινούπολις 1878.
Του ιδίου, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 19962.
Γερασίμου Ιερομονάχου, Ακολουθία του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Συμεών του Νέου και του θαυματουργού του και ανυποδήτου….., Εν Σμυρνη 1774.
Γερμανού Ιερομονάχου, «Ακολουθία του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Συμεών του Νέου και θαυματουργού του και Ανυποδήτου. Συντεθείσα νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα και μετ’ επιμελείας διορθωθείσα Εν Σμύρνη 1765 παρά Μάρκω».
Γερμανού Μητροπολίτου Δημητριάδος: Β «Επιγραφαί» Θεσσαλικά Χρονικά, Δελτίον της εν Αθήναις Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών. Αθήναι 1932, Τομ. 3ος σελ. 160 (επιγρ. με αρ. 3).
Γερμανού Μητροπολίτου Σάρδεων και Πισιδίας, Ιστορικόν σημείωμα περί της Μητροπόλεως Φαναριοφερσάλων, Ορθοδοξία 5, 1930.
Γερορρίζου Δημητρίου, Ιστορία της Ανατολής (Σελίτσανης), Αθήναι 1964.
Γεωργιάδη Ν., Θεσσαλία, Αθήναι 1880, Βόλος 18942, Λάρισα 19933.
Του ιδίου, Θεσσαλία, Βόλος 1880, 19942, Λάρισα 19963.
Του ιδίου, Θεσσαλία, Βόλος 1894, β΄ έκδοση.
Γεωργίου Ηλία Π., Η περί των Αγιωτών άδικος κρίσις του Γρηγ. Κωνσταντά, Θ.Χ., έκτακτη έκδοση, Αθήναι 1965.
Του ιδίου, Τοπωνυμιολογικαί έρευναι, Αθήναι 1951.
Του ιδίου, Η περί των Αγιωτών άδικος κρίσις του Γρηγορίου Κωνσταντά, Θ.Χ., έκτακτη έκδοσις, Αθήναι 1966.
Γιαννόπουλου Ι. Γ., Τα τσιφλίκια του Βελή πασά, υιού του Αλή πασά, π. Μνήμων, τ. Β, Αθήνα, 1972.
Του ιδίου, «Η παρακμή του οθωμανικού κράτους. Η προσαρμογή των θεσμών στη νέα πραγματικότητα», στο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τομ. ΙΑ΄, Αθήνα 1975.
Γιαννόπουλου Ν. Ι., «Έρευναι εν τη Επαρχία Αγιάς», Ε.Ε.Β.Σ., τ. ΙΣΤ΄, Αθήναι 1940.
Του ιδίου, «Η επισκοπή Βεσαίνης εν Θεσσαλία», εις μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου, Αθήναι 1933.
Του ιδίου, «Η επισκοπή Βεσαίνης και η πόλις Βεσαίνη εν Θεσσαλία», Θ.Χ., τ. 4, Αθήναι 1933.
Του ιδίου, Αι παρά την Δημητριάδα βυζαντιναί Μοναί, Ε.Ε.Β.Σ., τ. 1 (1924), τ. 2 (1925).
Του ιδίου, Έρευναι εν τη Επαρχία Αγιάς, Ε.Ε.Β.Σ., τ. 16 (1940).
Του ιδίου, Η διοικητική Οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδος κατά την Τουρκοκρατίαν (1393-1821), Αθήνα 1971.
Του ιδίου, Επισκοπικοί Κατάλογοι Θεσσαλίας, Ε.Φ.Σ.Π., έτος Ι΄, περ. Β΄, εν Αθήναις 1914, έτος ΙΑ, εν Αθήναις 1915.
Γλαβίνας Αποστ., «Οι Νορμανδοί στη Θεσσαλία και η πολιορκία της Λάρισας (1082-1083), π. Βυζαντιακά, τ. 4, Θεσσαλονίκη 1984.
Γουγουλάκη Έφη, Η Δωροθέα Σχολή των Τρικάλων (1876-1976).
Γουλούλη Γ. Σταύρου, «Όρος των Κελλίων», Συμβολή τοπογραφική και ιστορική, Ανάτυπο πρακτικών Διεθνούς Συνεδρίου για την αρχαία Θεσσαλία, Αθήνα 1992.
Του ιδίου, Αντωνίου Λαρίσης, Εγκώμιο εις τον Άγιο Κυπριανό Λαρίσης, Προλεγόμενα – κείμενο – μετάφραση, Λάρισα 1991.
Του ιδίου, Η Βυζαντινή μονή του Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών, Λάρισα.
Του ιδίου, Ο τάφος του Αγίου Αχιλλίου και η τιμή των λειψάνων του στη Λάρισα μέχρι το 985 μ.Χ., Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συμποσίου, Λάρισα – Παρελθόν και Μέλλον, 26-28/4/1985, Λάρισα 1985.
Του ιδίου, «Όρος των Κελλίων» Συμβολή τοπογραφική και ιστορική, Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη Δ. Θεοχάρη, Πρακτικά, Αθήνα 1992.
Γρηγορά Νικηφόρου, Ιστορία σύντομος από της Μαυρικείου βασιλείας ή Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδοσις De Boor, Βενετία 1729.
Γριτσοπούλου Τ., Θ.Η.Ε., τομ. 6, (1965), και κατάλογος επισκόπων Λαρίσης στη μελέτη του, Θ.Η.Ε., τομ. 8, στ. 124.
Δάλλα Μιλτιάδη, Αρχείον Ιστορικόν, περ. Θεσσαλ. Χρονικά, τ. Ε (Αθήναι 1936).
Του ιδίου, Βίος και Πολιτεία του αγίου Αντωνίου του μεγάλου και του νέου εκ Βερροίας, (Αθήναι), 1941.
Του ιδίου, Επαρχία Αγιάς, Θεσσαλικά Χρονικά, εκτ. Έκδ. 50ετηρίδος (1935).
Του ιδίου, Ιστορικόν Αρχείον Κοινότητος Αγιάς, Αθήναι, Έκδοσις Κοινότητος Αγιάς 1937.
Του ιδίου, Η Αγυιά διά μέσου των αιώνων, ιστορικόν αρχείον Κοινότητος Αγυιάς, Αθήναι 1937.
Δασκαλάκη Απ., Η Ελληνική Παιδεία κατά τον αγώνα της ελευθερίας. ΕΕΦΣΠ Αθηνών, Αθήναι 1958.
Δεριζιώτη Λάζαρου, «Παλαιοχριστιανικά κτίσματα της πόλεως Λαρίσης», Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συμποσίου Λάρισα : Παρελθόν και Μέλλον (26-28/4/1985), Λάρισα 1985.
Του ιδίου, 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λαρίσης – Στερεώσεις μνημείων, ΑΔ 33 (1978), Χρονικά Β΄ 1, Αθήνα 1985.
Του ιδίου, 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λαρίσης – Συντήρηση και αναστήλωση μνημείων, ΑΔ 34 (1979), Χρονικά Β΄1, Αθήνα 1987.
Δημητρακοπούλου Αρ. Φωτίου, Αρσένιος Ελασσόνος (1550-1626). Βίος και Έργο, Αθήνα 1984.
Διόδωρου Σικελώτη, XV, 75, 2.
Δουκάκη Κ., Μέγας Συναξαριστής ήτοι Μεγάλη συλλογή Βίων πάντων των Αγίων ……, τομ. Β΄, ΙΒ΄, Αθήναι 19582.
Δούσμανη Β., «Στρατιωτική γεωγραφία της Θεσσαλίας».
Δυοβουνιώτου Κ.Ι., περιοδ. Εκκλησία, αρ. 3, 18 Ιανουαρίου 1930.
Δωροθέου Σχολαρίου, Έργα κα Ημέραι …., Εν Αθήναις 1877.
Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον, Α.Σ.Α., Καθηγητού Δημητρίου Ηλ. Κωνσταντινίδη, Σπουδαστικαί Εργασίαι, ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΝ ΕΤΟΣ 1971-72, Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χωριόν Ανατολή Λαρίσης. Αθήναι 1973.
Έρευνες στην επαρχία Αγιάς Λαρίσης, Α.Θ.Μ. τομ. Β΄, (Βόλος 1973).
Ευαγγελίδη Τρύφ., Η παιδεία επί τουρκοκρατίας, τομ. Α΄ και Β΄, Αθήναι 1936.
Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα, Β 717, 329, 8-756-759, 338, 22.
Ευστρατιάδου Σ., Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήναι 1961.
Του ιδίου, Ιστορικά μνημεία του Άθω, Ελληνικά, 3 (Αθήναι 1930).
Ζακυθηνού Α. Διον., Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, Π.Α.Α. 49 (1974), Αθήναι 1978.
Του ιδίου, Η Βυζαντινή Ελλάς (392-1204), Αθήναι 1965.
Του ιδίου, Ανέκδοτα Πατριαρχικά έγγραφα των χρόνων της τουρκοκρατίας, Ελληνικά 2 (1929) και 4 (1931).
Του ιδίου, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, ΕΕΒΣ 18 (1948).
Ζαρκάδα Θωμά, «Μία επιστολή του μητροπολίτη της Λάρισας Γαβριήλ προς τον επίσκοπο της Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεο (4.7.1810)», Θ.ΗΜ., 36 (1999).
Ζαφειριάδη Γεωργίου, Οι Ακαλανιώται και το χωριό τους, Θεσσαλονίκη 1970.
Ζαχαρόπουλος Ν., «Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά την Φραγκοκρατία», Θεσσαλονίκη 1981.
Ζαχαρού Απ., Ο κατάλογος των παλαιτύπων βιβλίων του ναού του Αγ. Γεωργίου της Συκής του Πηλίου με τις ενθυμήσεις τους, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 21 (1992).
Του ιδίου, Ο Άγιος Νεομάρτυρας Σταμάτιος ο εξ Αγ. Γεωργίου Νηλείας, Βόλος 1991.
Ζδάνη Η. Νικολάου, Η Λάρισα, κατά τον Ornstein, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, Πρακτικά του 1ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών (Όμιλος Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορία), Λάρισα, 9-10 Μαρτίου 1991, Λάρισα 1992.
Ζιμπή Στεργίου, Αρχιερ. Επιτρόπου Αγιάς, Χειρόγραφος έκθεσις προς Μητροπολίτην Δημητριάδος, Ιούλιος 1939.
Ζωσιμά Εσφιγμενίτου, «Περί Αγιάς» ή «Αγυιάς», Προμηθεύς VIII (Ιούλιος 1889), Ibid VII (Αύγουστος 1889), Ibid X (Οκτώβριος 1889), Ibid XI (Νοέμβριος 1889).
Του ιδίου, «Επισκοπικοί Κατάλογοι Θεσσαλίας, Περιοδ. Εκδόσεις «Φήμη» (1886-1888 και «Προμηθεύς» (1889-1892).
Ζώφου Ι., Εκπαιδευτική κίνησις εν ταις επαρχίαις του Οθωμανικού κράτους, ΕΦΣΚ 14 (1879-1880) 92, Κωνσταντινούπολις 1884.
Ηροδότου (VII, 188).
Θεοδωροπούλου Κ., «Το Παλιόκαστρο στην περιοχή του Τσιγγενέ της Ανατολής», Πρακτικά Ημερίδων, 1994-95, Η Ανατολή της Αγιάς, Έκδ. Συλλόγου Ανατολιτών, Αγιά 1998.
Θεοχάρη Δ., Αρχαιότητες και μνημεία της Θεσσαλίας, Αρχ. Δελτίο, τομ. 18.
Θωμά Γιώργου, Η ανέκδοτη χωρογραφία της ανατ. Θεσσαλίας από τον Γρηγόριο Κωνσταντά, Ένα χειρόγραφο του 1838, Βόλος 1991.
Του ιδίου, Μία άγνωστη εγκύκλιος του Πατριάρχη προς τον μητροπολίτη της Δημητριάδας το 1873, για την εκπαίδευση στο Πήλιο, Θ. ΗΜ., τ. 24 (1993).
Ιντζεσίλογλου Μπάμπη, Η Μελίβοια, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τ. Ζ΄, Βόλος 1985.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα, 1972, τομ. Γ1.
Ιωαννιδάκη-Ντόστογλου Ευαγγελία, «Οι Νορμανδοί και η πολιορκία της Λάρισας», Θ.ΗΜ. τομ. 15ος, Λάρισα 1989.
Καλογιάννη Βάσου, Γενική Ιστορία της Αγιάς Λαρίσης, 1957.
Καλοκαιρινού Χ., Οι Αινιάνες, οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής Αγυιάς, περ. Πανθεσσαλικόν Λεύκωμα, (Βόλος), 1927.
Καλοφωτιά Βάιου, Ιστορικαί σελίδες των πολιούχων Αγιάς Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου και Αγίου Αντωνίου του Νέου εκ Βερροίας, Βόλος 1962.
Καλπακίδη Παντελεήμονος, Μητροπολίτου Βερροίας, Ο πολιούχος της Βέρροιας όσιος Αντώνιος ο Νέος, έκδ. Ι.Μ. Βερροίας, αριθμ. 27, Βέροια 1996.
Καμηλάρι Ρ. Μυρτώ, Ιεραί αναγραφαί, Θεσσαλικά Χρονικά, 5 (Αθήναι 1936).
Καρατζόγλου Ιω., «Ο Άγιος Αθανάσιος Ρουμ-Παλαμά Καρδίτσας», Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, 3 (Αθήνα 1989).
Καρδάρα Τάκη, Αγιόκαμπος, Γραφικές ακρογιαλιές του Αιγαίου, Λάρισα 1981.
Του ιδίου, Αγιώτικα, Ιστορία-Λαογραφία, Αθήνα 1988.
Του ιδίου, Ανατολή, το καμάρι της Επαρχίας Αγιάς, Λάρισα 1980.
Του ιδίου, Μελίβοια (Αθανάτη), Αθήνα 1986.
Του ιδίου, Μεταξοχώρι, Λάρισα 1987.
Του ιδίου, Μνήμες στο διάβα μιας ζωής, Αθήνα 1982, β΄ 1984.
Του ιδίου, Οδοιπορικό στα αγιοκαμπίτικα ακρογιάλια, Λάρισα 1988.
ΚΕΔΚΕ., Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων – Νομός Λαρίσης, Αθήναι 1961.
Κεκαυμένου, Στρατηγικόν, ed. β. Wassiliewsky-v. Jernstedt, 1896.
Κεραμόπουλου Αντ., Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, εν Αθήναις 1939.
Κιάντου-Παμπούκη Α., « Εμπόριον και Εμπορικόν Δίκαιον επί τουρκοκρατίας, ως συντελεσταί της επαναστατικής συνειδήσεως των Ελλήνων» , Επετηρίδα Α.Β.Σ.Θ., τομ. Γ΄, 1971.
Κοκκίνη Σπύρου, Τα Μοναστήρια της Ελλάδος (Αθήναι: Ι. Δ. Κολλάρος, 1975).
Κονιδάρη Ι. Γερ., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τομ. Β΄, Αθήναι 1970.
Του ιδίου, Δημητριάδος Μητρόπολις, ΘΗΕ, 5 (Αθήναι 1964) 1047. Απ. Δ. Παπαθανασίου, Η βυζαντινή Δημητριάδα, 431-1204, Βόλος 1995, 318.
Του ιδίου, Zur Frage der Entstehung der Diocese des Erzbistums von Achrida und der Notitiae no 3 bei Parthey, Θεολογία, τομ. 30/1 (1959).
Κοντογιάννη Δ. Σπ., Προσθήκαι και διορθώσεις εις τους επισκοπικούς καταλόγους της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1986, περ. Φάρος.
Κοντογιώργη Γ., « Οι ελλαδικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην ύστερη τουρκοκρατία. Οι συνθήκες διαμόρφωσης της κοινωνικής και πολιτικής πάλης και οι μεταπελευθερωτικές συνέπειες», στο «Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα», Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1977.
Του ιδίου, « Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας», Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1982.
Κορδάτου Γιάννη, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, εκδόσεις Εικοστός Αιώνας, Αθήνα 1960.
Του ιδίου, Το Πήλιο (Λαογραφικά και ιστορικά), Ν. Εστία, 9 (1931).
Του ιδίου, «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», Έκδοση 6η, Εισαγωγή-επιμέλεια «Θαν. Χ. Παπαδόπουλου, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1973.
Του ιδίου, «Η επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας το 1821», Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1974.
Του ιδίου, «Ο Ρήγας Φεραίος και η βαλκανική ομοσπονδία»Έκδοση 2η, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1974.
Του ιδίου, «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», Εκδοση Γ΄, Πρόλογος Γιάν. Ιμβριώτη, Εισαγωγή-επιμέλεια Μ. Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975.
Κουμουλίδη Ι., «΄Ερευνα επί των Βυζαντινών και μετα-Βυζαντινών Μνημείων της Κωμοπόλεως Αγιάς, Θεσσαλίας: Το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, Δευτέρα Προκαταρκτική Έκθεσις ΧΙV Διεθνές Συνέδριον Βυζαντινών Μελετών, Βουκουρέστι 6-12 Σεπτέμβρη 1971 – Περίληψις Ανακοινώσεων (Σεπτέμβριος 1971).
Του ιδίου, Καλοκαίρι σ’ ένα Ελληνικό Χωριό: Δοκίμια μελέτης περί της ζωής και των συνηθειών σ’ ένα Ελληνικό χωριό (Muncie: Ball State University, 1973).
Του ιδίου και Walter Christopher, Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία εις την Αγιά Θεσσαλίας, Ελλάδος: Η τέχνη και η Αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου του Αγίου Παντελεήμονος (Λονδίνο: Zeno Publishers 1975).
Του ιδίου, Έκθεσις επί των Χριστιανικών Μνημείων και των Αρχαιοτήτων εις την κωμόπολη της Αγιάς Θεσσαλίας, Ελλάδος (Muncie Ball State University 1973).
Κουμουλίδη Τζων – Λάζαρου Δεριζιώτη, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήνα 1985.
Κουρκουτίδου Ευτ., «Μεσαιωνικά Μνημεία Θεσσαλίας» 1966 και [ΑΔ 22 (1967): Χρονικά].
Κρεμμυδά Β., «Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821)», Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1976.
Κρήτες εκκλησιαστικοί εξακριβούμενοι. Μητροφάνης Θεσσαλονίκης ο από Βεροίας, ο αδελφός του Ματθαίου ο ρήτωρ, Αρσένιος Τορνόβου και Ησαΐας Πισάνος, Κρητολογία 8 (1979).
Κρικώνη Χρ., Η συμβολή του κλήρου της Εκκλησίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνες του ελληνικού έθνους, ΜΝΗΜΗ 1821, Θεσσαλονίκη 1971.
Λαζαρίδη Π., ΑΔ 27, 191, Χρονικά.
Λάμπρου Σπ., Δύο Πατριαρχικά Σιγίλλια ανέκδοτα, Νέος Ελληνομνήμων, 12 (1915).
Του ιδίου, Κατάλογος των εν ταις Βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους Ελληνικών Κωδίκων, τομ. Β΄, Κανταβριγία 1900.
Λαμψίδου Ο., Μια παραλλαγή της βιογραφίας Αγίου Αθανασίου Αθωνίτου, Βυζαντινά 6 (1974), Μ. RICHARD, Le commentaire du grand canon d’ Andre de Crete par Acace le Sabbaite, ΕΕΒΣ ΛΔ΄ (1965). Βλ. και ΒΗG3, αριθ. 2055.
Του ιδίου, Une nouvelle version de la vie de St. Barbaros, Πλάτων, τομ. 18 (1966).
Λαυριώτου (Κουρίλα) Ευλογίου, Ιστορία του Ασκητισμού, Αθωνίται, τομ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929.
Λεονάρδου Αν. Ιω., Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Κώστα Σπανός, εκδόσεις «Θετταλός», Λάρισα 1992.
Λεύκωμα «Χώρα Αγιά», Πολιτιστικός Οργανισμός Αγιάς, κείμενα – επιμέλεια: Αγραφιώτη Κ. Δημητρίου, εκδ. έλλα, 1997.
Λίβιος (XIII, 2) και (XLIV, 13, 6).
Λουκάτου Δ., Νεομάρτυρες, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι.
Λουκιανού, VI, 354.
Λουκρητίου De Rezum Natura, II, 500-501.
Λωρέντη Νικ., Νεωτάτη διδακτική Γεωγραφία, Βιέννη 1838, τ. Β.
Μ.Ι.Ε.Τ., «Η Βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης», Επιμέλεια: John J. Yiannias, ΑΘΗΝΑ 1994.
Μάγνη Ν., «Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας», Εν Αθήναις 1860, Επανέκδοση, βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα MCMLXXXV.
Μακαρίου Κορίνθου – Νικόδημος Αγιορείτης – Νικηφόρος Χίος – Αθανάσιος Πάριος, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 19892.
Μαμαλούκου Σταύρου – Σδρόλια Σταυρούλα, Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, 2, Πρακτικά (2008).
Των ιδίων, «Αρχαιολογικά κατάλοιπα στο Όρος των Κελλίων». Υπό δημοσίευση στο τόμο, Αρχαιολογικό έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, 2, Πρακτικά (208), έκδ. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Εφ. Αρχαιοτήτων.
Ματθαίου Β., (Λαγγή) Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ. Β΄ , ΙΒ΄ , εκδ. Ε΄, Αθήναι 1989.
Μαυρομάτη Μ. Θεοδοσίου, «Δύο μελέτες για την Εκκλησιαστική ζωή των χριστιανικών Θηβών Θεσσαλίας», Α.Θ.Μ., τομ. Η΄, 1988, σελ. 250-277.
Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1872, τομ. Γ΄, σελ. 605, 62 (φωτοτυπική ανατ. Β. Γρηγοριάδη), Αθήναι 1972.
Μεταλληνού Γεωργίου Πρωτοπρ., Αγιότης μαρτυρουμένη, Αποστ. Βαρνάβας 50 (1989).
Μοσκώφ Κ., «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα (1830-1909). Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου», Θεσσαλονίκη 1972.
Μοσχοβάκη Ν., «Το εν Ελλάδι Δημόσιον Δίκαιον επί Τουρκοκρατίας», Εν Αθήναις 1882, Επανέκδοση, Βιβιοπωλείον Νότη Καραβία, Αθήναι MCMLXXIII.
Μουτσοπούλου Ν., Ανασκαφή Αγίου Αχιλλείου.
Μουφίτ Αχμέτ, Αλή πασάς ο Τεπελενλή (1744/1822) Ε.Η.Μ. Ιωάννινα 1980.
Μπιλάλη Σπυρ., Οι μάρτυρες της Ορθοδοξίας, τομ. Α΄, (Η θεολογία του μαρτυρίου). Αθήναι 1973.
Μποντζώρλου Βασιλείου Σ., Χρυσές Ρίζες, Λαογραφία-Παράδοση Θεσσαλίας-Μακεδονίας, Λάρισα 1978.
Μπούρα Θ. Χαράλαμπου, «Η Βυζαντινή παράδοση στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια του 16ου και του 17ου αιώνος».
Του ιδίου, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα μετά την Άλωση (1453-1821), Αρχ. Θ 3 (1969).
Μυστακίδη Βασιλείου, Επισκοπικοί κατάλογοι, επιμελεία Γερασίμου Κονιδάρη», ΕΕΒΣ 12 (1936).
Του ιδίου, Θετταλικά σημειώματα εκ χειρογράφων, Νέος Ποιμήν 5, Κων/πολις 1923.
Νεράντζη – Βαρμαζή Ν., Η εικόνα της Θεσσαλίας το Α΄ μισό του 14ου αιώνα, Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 8-9 Απριλίου 1995.
Νικηφόρου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία σύντομος από της Μαυρικείου βασιλείας, έκδοσις De Boor.
Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Αθήναι 1961 και Νέον Λειμωνάριον, Αθήναι 1930.
Νικολαΐδου Δημ., Οθωμανικοί Κώδικες, τομ. Β΄, εν Κωνσταντινούπολει 1890.
Νικονάνου Ν., Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας, Αθήνα 1985.
Του ιδίου, Έρευνες στην επαρχία Αγιάς, Α.Θ.Μ. τ. Β΄ και τ. Γ΄, 1973, 1974. Βόλος.
Του ιδίου, Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Συμβολή στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Αθήναι 1979.
Του ιδίου, Ειδήσεις εκ Θεσσαλίας, Χ.Α.Δ. ΙΙΙ (1970) και ΑΔ 25 (1970) Χ.Α.Δ. 26 (1971) Χ.Α.Δ. 27 (1972) Χ.Α.Δ. 28 (1973).
Του ιδίου, Επιστολές Γερμανού Δημητριάδος, Θ.Χ.
Του ιδίου, Έρευνες στην Επαρχίας Αγιάς Λαρίσης (Β), π. Α.Θ.Μ., τ. Γ (1974).
Του ιδίου, «Βυζαντινά και Μεσαιωνικά μνημεία Θεσσαλίας», ΑΔ, 27, (Αθήναι 1977).
Ντάμπλια Γ. Χρ., Η ιστορία της Θεσσαλίας τον 13ο αιώνα μ.Χ., Θεσσαλονίκη 2002.
Ντρογκούλη Β. Γεωργίου, Η Λάρισα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέσα από τον Κώδικα 1472 της Ε.Β.Ε., Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 8-9 Απριλίου 1995.
Του ιδίου, Οι Συντεχνίες στη Λάρισα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας – Ανέκδοτα έγγραφα για τις οικονομικές και κοινωνικές δομές στην περιοχή, Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συμποσίου, Λάρισα – Παρελθόν και Μέλλον, 26-28/4/1985, Λάρισα 1985.
Ο Άγιος Δαμιανός εκ Μυριχόβου Θ.Χ. τομ. Δ΄ (1993), και Θ.Χ.Ε., τ. 2, (1937).
Κώδικας 51 της μονής Δουσίκου, ΕΕΦΣΠΑ 25 (1975/1977).
Οικονόμου Ιωάννη – Λαρισαίου, Ιστορική Τοπογραφία ενός μέρους της Θετταλίας, 1817, Αθήνα 1980.
Του ιδίου – Λαρισαίου, Ι. Αληθινή ιστορία του Λουκιανού Σαμοσατέως.
Του ιδίου (1783-1842), Επιστολαί Διαφόρων Ελλήνων λογίων, ανωτάτων κληρικών, Τούρκων διοικητών, εμπόρων και εσναφίων (1759-1824), Μεταγραφή Γιάννης Α. Αντωνιάδης, Φιλολογική παρουσίαση Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα 1964.
Ομήρου Ιλιάδα, ΙΙ 716-719.
Ορλάνδου Α., Επιγραφαί εξ Εκκλησιών των Αγράφων, Ε.Ε.Β.Σ. Γ΄ 1929.
Του ιδίου, Σφενδόνιον, Ε.Ε.Β.Σ. ΚΗ΄ (1958) και Ε.Ε.Β.Σ. ΙΕ΄ 1939.
Ορφικά (Αργοναυτικά, 168)
Ουσπένσκη Πορφυρίου, Α΄ Περιοδεία εις τας μονάς και σκήτας του Άθω, Κίεβον 1877.
Παΐση Κ., Ο Αγραφιώτης άγιος Δαμιανός ο νέος Οσιομάρτυρας, Αθήναι 1993.
Παλιούγκα Γ. Θεοδώρου, Η Λάρισα στο Οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (1668), Θ.ΗΜ. 26 (1994).
Του ιδίου, Συναγωγή επιγραφών και ενθυμήσεων των παλιών ναών της Λάρισας, Βιβλίο Α΄, Θ.ΗΜ. 23 (1993), 25(1994).
Πανταζόπουλου Ν., «Ελλήνων συσσωματώσεις κατά την τουρκοκρατίαν», Ανάτυπο από το περιοδικό Γνώσεις, Αθήναι 1958.
Του ιδίου, «Κοινοτικός βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας», Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τομ. ΙΔ΄, -γ΄, Θεσσαλονίκη 1967.
Παπαγεωργίου Σπυρίδωνος, Επισκοπικός Κατάλογος, ΔΙΕΕΕ 3 (1889).
Παπαδημητρίου Νόννα Α., Η επισκοπή Χαρμαίνης ή Χαρμαίνων (Ι-ΙΔ αιών), Αντίδωρον πνευματικόν – Τιμητικός τόμος Γερασίμου Ιω. Κονιδάρη, Αθήναι 1981.
Παπαδοπούλου Διονυσίου, Ασματική Ακολουθία του εν αγίοις Οσιομάρτυρος Δαμιανού του νέου …, Ενετίησιν 1805.
Παπαδοπούλου Στυλ., Οι Νεομάρτυρες και το δούλον γένος, Αθήναι 1974.
Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου, αρχιεπισκόπου Αθηνών, Οι Νεομάρτυρες, Αθήναι 19703.
Του ιδίου, Αι επαρχίαι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τους μέσους χρόνους, Αθήναι 1923.
Του ιδίου, Η Εκκλησία της Ελλάδος επί τη 1900 ή επετείω από της ιδρύσεως αυτής υπό του Αποστόλου Παύλου, 50 – 1951, Αθήναι 1954.
Του ιδίου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ. Α΄, Αθήναι 1920.
Παπαζήση Τ., «Παλιές εκκλησίες και μοναστήρια στον Κίσσαβο», Θεσσαλική Εστία, τομ. 14, 1975.
Του ιδίου, Τιμαί αγαθών και αμοιβαί εργασίας επί τουρκοκρατίας (Εις τον ελληνικόν χώρον), Ηπειρ. Εστ. ΧΧΙΙ (1973).
Παπαθανασίου Δ. Αποστόλου, Η Βυζαντινή Δημητριάδα, 431-1204, Βόλος 1995.
Παπαμιχαήλ Π. Αντώνιος, Το Μεγαλόβρυσο της Αγιάς (Νιβόλιανη), Έκδοση Κοινότητας Μεγαλοβρύσου.
Παπαχατζή Ν., περ. Θεσσαλικά, τ. Β΄, 1959, Βόλος.
Παπαχρυσάνθου Δ., Ο Αθωνικός μοναχισμός – αρχές και οργάνωση, Αθήναι 1992.
Παρανίκα Ματθαίου, Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453) μέχρι της ενεστώσης (ΙΘ΄) εκατονταετηρίδος, Κωνσταντινούπολις 1867.
Παυσανία, VI, 5, 2 και Προκόπιος Δ΄ , 3, 13.
Περαντώνη Ι. Μ., Λεξικόν των Νεομαρτύρων, τομ. Α΄, Αθήναι 1972.
Του ιδίου, Τα αίτια και αι αφορμαί του μαρτυρίου των Νεομαρτύρων. Θεολογία 42 (1971).
Περραιβού Κώστα, Η Λάρισα που χάθηκε, Οι ελληνικοί μαχαλάδες στην τουρκοκρατία, Θεσ. Επ. 4 (1987).
Πέτρου Κ., «Οι αγροτικές σχέσεις στις παραμονές της επανάστασης του 1821», στο «Η επανάσταση του εικοσιένα», Κ.Μ.Ε., Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985.
Πλίνιου (IV, 32).
Πλούταρχου, Πελοπίδας, 29 και XXVI, 2.
Πομπώνιος Μέλας, Γεωγραφία, ΙΙ, 35.
Πότλη Μ. και Ράλλη, «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΩΝ ΤΕ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ», Τομ. Ε΄, εκ της τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Αθήνησιν 1853.
Ρηματισίδη Ν., Συνοπτική περιγραφή της Θεσσαλίας και τινων παρά τοις Θεσσαλοίς εθίμων, Σμύρνη 1874.
Ριζάκη Στέφανου, Η Επαρχία Αγιάς στα χρόνια της 4χρονης επάρατης σκλαβιάς, Αθήνα 1989.
Σαββίδη Γ.Κ. Αλέξη, «Περί του βυζαντινού κρατιδίου της Θεσσαλίας», Σελίδες από την ιστορία της Λάρισας, Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών (Όμιλος Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας), Λάρισα, 20-21 Μαρτίου 1993, Λάρισα 1994.
Του ιδίου, Τα προβλήματα για την οθωμανική κατάληψη και την εξάπλωση των κατακτητών στο θεσσαλικό χώρο, ΘΗΜ 28 (1995).
Σαθά Κ.Ν., Νεοελληνική Φιλολογία. Βιογραφία ….. (1453-1821), Αθήναι 1868.
Του ιδίου, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήνησι 1869, επανέκδοση, Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα MCMLXXXV.
Του ιδίου, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς 1453-1821, εκδ. β΄, Αθήναι 1962.
Του ιδίου, «Ειδήσεις τινές περί εμπορίου και φορολογίας εν Ελλάδι επί Τουρκοκρατίας», Ανατύπωσις εκ της «Οικονομικής επιθεωρήσεως» 1878-79, Έκδοση Βιβλιοπωλείου Νότη Καραβία, Αθήναι MCMLXXVII.
Σακελλίωνος Α. Γιάννη, «Θεόδωρος Χατζημιχάλης, ο λόγιος της Αγιάς», Αθήνα 1972.
Του ιδίου, «Πρόσωπα και περιστατικά στην Επαρχία Αγιάς τον καιρό του 1821», Άρθρο στο ειδικό αφιέρωμα της επιθεωρήσεως ΗΩΣ, β΄ έκδοση, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2001.
Του ιδίου, Δύο Φιλέλληνες στην Αγιά Λαρίσης τον 19ο αιώνα, Α.Θ.Μ. Β΄ τομ., Βόλος, 1973.
Του ιδίου, Έξαρση οσίου Συμεών του ανυποδήτου και μονοχίτωνος, διδασκάλου του Γένους, Αθήναι 1971.
Του ιδίου, Κατάλογος των χειρ. κωδ. Της Ε.Β.Ε., Αθήναι 1892.
Του ιδίου, «Η υφαντουργία στην Αγιά τον καιρό της Τουρκοκρατίας» Ελληνική Λαϊκή Τέχνη, 2 (Αθήναι 1971) σελ. 123-125.
Σβορώνου Ν., «Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης το 18ο αιώνα», Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 21, Αθήνα 1956.
Του ιδίου, «Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης το ΙΗ΄ αιώνα», μτφρ. Σπ. Ασδραχά, στο «Η οικονομιη δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Του ιδίου, «Για την επανάσταση του 1821», στο «Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1982.
Σδρόλια Σταυρούλα, «Μεταβυζαντινές Εκκλησίες της Καρίτσας». Υπό δημοσίευση στον τόμο, Ι. Μονή Στομίου, Δήμος Ευρυμενών, Επιμέλεια Στ. Γουλούλη – Στ. Σδρόλια.
Της ιδίας, «Συμβολή στην εικονογραφία των αγραφιωτών Νεομαρτύρων …..», Καρδιτσιώτικα Χρονικά, 3, (Καρδίτσα 1997).
Της ιδίας, Τοιχογραφίες του 17ου αιώνα στους ναούς των Θεσσαλικών Αγράφων, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Λυών 1990.
Σεβαστάκη Αλεξ., «Το δίκαιο στα χρόνια της τουρκοκρατίας:Η διαπάλη εκκλησιαστικού-κοινοτικού και οθωμανικού δικαίου», Περιοδικό Τότε ….., τεύχ. 27, Αθήνα 1985.
Σεϊζάνη Μιλτιάδη Δ., Η πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία, Εν Αθήναις, 1878.
Σέρβιος (Αινειάδα, V, 251).
Σιμοπούλου Κυριάκου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, (1810-1821), τομ. Γ΄ 2, Αθήναι 1975.
Σκουβαρά Βαγγέλη, Το παλιότερο αρματολίκι του Πηλίου και οι Αρβανίτες στη Θεσσαλομαγνησία (1750-1790), Βόλος 1960.
Σκύλαξ (65).
Σμυρνάκη Γ., Το Άγιον Όρος, έκδ. Πανσέληνος, Άγ. Όρος 1988.
Σολίνος, VIII, 5.
Σούλη Γεωργίου, «Η θεσσαλική Βλαχία»Θ.ΗΜ. τομ. 15ος, Λάρισα 1989.
Σοφιανού Δ., Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Ανέκδοτα αγιολογικά κείμενα (Ι΄ αιών), Αθήναι 1972.
Σπανού Κ. Βασιλείου, Η διαθήκη του Λαρισαίου δωρητή Δημητρίου Καρά (1856) – ( Αναφορά στα σχολεία της Λάρισας και της περιοχής της), Θ.ΗΜ. 22 (1992).
Του ιδίου, Ιστορία –προσωπογραφία της Β.Δ. Θεσσαλίας κατά το β΄ μισό του ΙΔ΄ αιώνα, Λάρισα 1995.
Σπεράντσα Κ. Θεοδόση, Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη. Μερική Γεωγραφία – Βιβλίον Ηθικόν, επιμέλεια Αρχ. Φιλαρέτου Βιτάλη, Αθήνα 1978.
Σπυρόπουλου Αθανασίου, Η κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη της Λάρισας από το 1881 έως το 1916, Μετάφραση Λίτσα Ούντρια, Θ.ΗΜ. 25 (1994).
Σπυρόπουλου Κ. Νικολάου, Γενική επισκόπησις της Θεσσαλίας, ΘΧ, Έκτακτος έκδοσις επ’ ευκαιρία της πεντηκονταετηρίδος (1881-1931) από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας και ενώσεως μετά της μητρός Ελλάδος, Αθήναι 1935.
Του ιδίου, Τα Άγραφα της Θεσσαλίας, Ιστορικά και λαογραφικά σημειώματα, Θ.Χ. 2, 1931.
Σταματογιαννοπούλου Μαρία, Βιοτεχνίες βαφής στην Αγιά και αγορές πρώτης ύλης (1780-1800), Αθήνα 1980 [ανάτυπο από το περιοδικό Ερανιστής, τ. ΙΘ/1981].
Σταυροπούλου Αριστ., «Αι επισκοπαί της Θεσσαλίας κατά την Βυζαντινή περίοδο», «Θεσσαλική Εστία», 16 (1975) και 17 (1975). Βλ. Θ.Η. τομ. 15ος.
Στεφανίδου Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 19593.
Στέφανος Βυζάντιος και Πολύβιος 28.
Στράβων, ΙΧ 436 και 443.
Στρούλια Η. Παύλου, Τέμπη και Συνεταιρισμός Αμπελακίων, Λάρισα 1998, εκδ. Έλλα.
Σφήκα – Θεοδοσίου Αγγελική, Η προσάρτηση της Θεσσαλίας – Η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος (1881-1885), Θεσσαλονίκη 1989.
Σχολάριου Δωροθέου, (Επισκόπου Λαρίσσης), Έργα και Ημέραι, Αθήναι, Εκ του τυπογραφείου Καρυοφύλλη Γ. 1877.
Σωτηρίου Γ., Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλίας ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνος, ΕΕΒΣ 5 (1928).
Του ιδίου, Τράπεζα μαρτύρων του Βυζ. Μουσ. Αθηνών, Δ.Χ.Α.Ε. περ. Γ΄.
Του ιδίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, Αθήνα 1942.
Τζιαφάλια Αθανασίου, Αναζητώντας την αρχαία Μελίβοια.
Του ιδίου, Αρχαία Λάρισα, Αρχαιολογία 34 (1990).
Του ιδίου, Αρχαιολογικές έρευνες στη Λάρισα – Νέα στοιχεία για την ιστορία της πόλης, Πρακτικά του Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συμποσίου, Λάρισα – Παρελθόν και Μέλλον, 26-28/4/1985, Λάρισα 1985.
Του ιδίου, Ιερά και λατρείες στην αρχαία Λάρισα, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα, 8-9 Απριλίου 1995, εκδ. 1997.
Τριανταφύλλου Ν. Κων/νου, Ελληνικόν Μαρτυρολόγιον, Πάτρα 1974.
Τσάμη Γ. Δημητρίου, Αγιολογία, Θεσσαλονίκη 1991.
Τσέτση Μ. Γεωργίου, Πρωτοπρ., Η ένταξις των Αγίων στο Εορτολόγιο, εκδ. «Τέτριος» Κατερίνη 1991.
Τσοποτού Δ. Κ., Γεωργικαί σελίδες της θεσσαλικής ιστορίας εξ εγγράφων της Τουρκοκρατίας, Εν Αθήναις 1914.
Του ιδίου, «Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν», Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1974.
Του ιδίου, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν, Αθήναι 19832.
Τωμαδάκη Β.Ν., Μητροφάνης Θεσσαλονίκης και Ματθαίος ο ρήτωρ και διδάσκαλος και υμνογράφος οι Κρήτες εν Μακεδονία (16ος αιών), ΕΕΒΣ 44 (1979/1980).
Φαρμακίδη Γ. Επαμεινώνδα, Η Λάρισα – Από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος 1926.
Του ιδίου, Η Λάρισα, τοπογραφική και ιστορική μελέτη, (εισαγωγή, σχόλια, επιμέλεια . Σπανός), έκδ. ΓΝΩΣΗ, Λάρισα 2001 (1η έκδ. 1926).
Φιλαδελφεύς Αλεξ. Θ., Ακτίνες εκ Θεσσαλίας, Εν Αθήναις 1897.
Φιλιππίδη Δανιήλ – Κωνσταντά Γρηγορίου, Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδος, επιμέλεια Αικ. Κουμαριανού, «Ερμής», Αθήνα 1970.
Φυτράκη Α., Οι ήρωες της χριστιανικής πίστεως κατά τους χρόνους της τουρκικής δουλείας, Ορθόδοξος Επιστασία 2 (1956).
Χασιώτη Ι. Κ., Θεσσαλική Βιβλιογραφία, Βόλος 1971, το οποίο περιέχει και τη σχετική με την επαρχία Αγιάς βιβλιογραφία ως το 1962.
Χατζηκώστα Γ. Δ., «Η εν Θεσσαλία πόλις Βέσαινα και η ομώνυμη επισκοπή», Θ.Χ., έκτακτη έκδοσις Αθήναι 1965.
Χατζημάνου Δήμητρα, Δραστηριότητες Ελλήνων λογίων …… Γ.Α.Κ. Αρχεία Νομού Καρδίτσας, Καρδίτσα 1992.
Χατζημιχάλη Θεοδώρου, Ένα πανηγύρι στα χρόνια της Σκλαβιάς. (Α΄ έκδ. 1975) Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1994, Εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Γιάννη Α. Σακελλίωνος.
Του ιδίου, Το συμπόσιον του σατράπου, Θ.ΗΜ., τομ. 10, 1986, σελ. 58-74.
Του ιδίου, Η κατάρα και το ανάθεμα, έργα και ημέρες του Βελή πασά στην επαρχία Αγιάς Λαρίσης, ιστορικό αφήγημα, επιμέλεια Γιάννη Α. Σακελλίωνα, Λάρισα 1981.
Του ιδίου, Ο όσιος Συμεών ο ανυπόδυτος και Μονοχίτων, (ιστορικό αφήγημα), επιμέλεια Γιάννη Α. Σακελλίωνος, Αθήναι 1974.
Του ιδίου, χειρόγραφο Γ.Α.Κ. – Τοπικό Αρχείο Αγιάς, φακ. 0/1 και φ. 11.
Του ιδίου, «Σημειωματάριο», χρονολογίες ανέγερσης ναών Αγιάς, Μεταξοχωριου, Μεγαλοβρύσου, Ανατολής – 1921.
Του ιδίου, «Συλλογή Χειρογράφων Σημειώσεων». Φωτοτυπία της Συλλογής, από το πρωτότυπο που κατέχει ο κ. Ευθ. Γεωργοβίτσας, παραχωρήθηκε στο Τ.Α. της Αγιάς από τον ίδιο.
Του ιδίου, «Σχολείον και διδάσκαλοι της Ρετσάνης», χειρόγραφο, ΓΑΚ Αγιάς.
Του ιδίου, «Δύο φιλέλληνες στην Αγιά Λαρίσης τον 19ο αιώνα», 1973.
Του ιδίου, «Πρόσωπα και περιστατικά στην Επαρχία Αγιάς τον καιρό του 1821».
Του ιδίου, «Γεώργιος Χατζηδημητρίου ή Χατζημήτρος, Αγυιωτικαί αναμνήσεις», (1928), περ. ΗΩΣ 1966.
Του ιδίου, «Πορτραίτα Αγιώτικης Ιστορίας», Εφημ. «Ελευθερία» Λαρίσης, 1966.
Χιονίδη Γεωργίου , Ο όσιος Αντώνιος ο Νέος εκ της Μακεδονικής Βεροίας, Βέροια 1956.
Χούλια Σουζάνα, «Οι Φράγκοι στη Θεσσαλία», Θ.ΗΜ. τομ. 15ος, Λάρισα 1989.
Της ιδίας, ΑΔ 40 (1985) : Χρονικά Β1, 216-17, πιν. 84 γ, 85 α-β.
Ψελλού Μιχαήλ, Χρονογραφία …….
ΠΡΑΚΤΙΚΑ
ΑΓΙΑ – ΙΣΤΟΡΙΚΑ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ. ΠΡΑΚΤΙΚΑ, Α΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ Της (3-4/4/1993), ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Δημ. Κ. Αγραφιώτης, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αγιάς, ΑΓΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ, 2002.
Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ –ΣΕΛΙΤΣΑΝΗ. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΗΜΕΡΙΔΩΝ: 20ης Αυγούστου 1994 και 12ης Αυγούστου 1995 – Έκδ. Συλλόγου Ανατολιτών «Ιωάννης ο Πρόδρομος», Επιμέλεια: Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, ΑΓΙΑ 1998.
ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΓΙΩΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, Πρακτικά Ημερίδας 18ης Μαΐου 2003, Επιμέλεια: Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, Έκδ. ΦΥΛΛΑ, ΑΓΙΑ 2004.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ, Πρακτικά Ημερίδας και Μνημεία Δήμου ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ, Επιμέλεια: Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, Έκδ. ΦΥΛΛΑ, Χορηγός Δήμος Μελίβοιας, Μελίβοια 2006.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ Α΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ – ΛΑΡΙΣΑ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ, 26-28/4/1985, ΛΑΡΙΣΑ 1985.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ 1ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, Λάρισα 9-10 Μαρτίου 1991, ΛΑΡΙΣΑ 1992.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ 2ο ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, Λάρισα 20-21 Μαρτίου 1993, ΛΑΡΙΣΑ 1994.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ 3ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, Λάρισα 8-9 Απριλίου 1995, «Η Λάρισα και η περιοχή της από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», ΛΑΡΙΣΑ 1997.
ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Τομ. ΙΕ΄ Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Θεσσαλικών Σπουδών 17-21 Σεπτεμβρίου 1980, ΑΘΗΝΑ 1984.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ Α΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΑΣ (3-4 Απριλίου 1993) έκδ. ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ, 2003.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων, (εκδ. Ι.Μ. Θεσσαλονίκης), 17-19 Νοεμβρίου 1986, Θεσσαλονίκη 1988.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Afanassiev N., Η εξουσία της αγάπης, Αθήναι 1992.
Bachuizen C. Simon, Δημητριάς 5 (BAM, 27), Bonn, 1987, Magnesia unter Makedonischer Suzeranitat Sixty-five years of Magnsian research (= Εξήντα πέντε χρόνια Μαγνησιακών ερευνών), τόμος Β΄, σελ. 21-30.
Baer G., «Οι διοικητικές, οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες των τουρκικών συντεχνιών», μτφρ. Α. Γαβαθά, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Barkan O.L., «Οι μορφές οργάνωσης της αγροτικής εργασίας στην οθωμανική αυτοκρατορία το ΙΕ΄ και το ΙΣΤ΄ αιώνα», μτφρ. Σπ. Ασδραχά, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα 1979.
Beldiceanu N. – Nasturel P.S., La Thessalie ente 1454/55 et 1506, Byzantion L III (1983) [=Θ.ΗΜ., τ.19, 1991].
Biesantz H., A.A., 1958, και H. Biesantz, Die Thessalischen Grabreliefs Mainz, 1965.
Bjornstahl J. J., «Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας», 1779, Μετάφρασις Μεσημβρινός, Θεσ/νίκη 1979.
Brown Edouart, Relation de plusieurs voyages, faits en Hongrie. Avec les Figures de quelques Habits, et des Places les plus Considerables, Paris 1674 και ελληνική μετάφραση Gino Polese, Η Λάρισα του 1669, Θ.ΗΜ. τ. 23 (1993).
Bruno Helly, QUINZE ANNES DE GEOGRAPHIE HISTORIQUE EN THESSALIE (= Δέκα πέντε χρόνων Ιστορικής Γεωγραφίας στη Θεσσαλία), τόμος Β΄, σελ. 13-20.
Bruno Helly, Η οδός Λάρισας – Γυρτώνης – Τεμπών στην αναζήτηση του τάφου του Ιπποκράτη, Θ.ΗΜ. τ. 24 (1993).
Bruno Helly, Θεσσαλία, ΙΕΕ ΣΤ΄, Αθήνα 1976.
Buzz Viktor, Νεών Κατάλογος, Klio, 1944, 49.
C. Van de Vorst H. Delehaye, Catalogus codicum hagiographicorum Graecorum Germaniae Belgii, Angliae, Bruxelles 1913.
Choulia Suzanne, Les monuments musulmans en Thessalie, στον τόμο Θεσσαλία, Δεκαπέντε χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990 – Αποτελέσματα και προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών, 17-22 Απριλίου 1990, τομ. Β΄, Αθήνα 1994.
Darruzes Jean, Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae Paris 1981.
Dioiketes Constantine, Chronique de l’ expedition des Turcs en Moree, 1715, Bucarest 1913 και ελληνική μετάφραση Μιχάλη Χατζηγιάννη, Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1715, Θ.ΗΜ. τ. 23 (1993).
Divitcioglou S., «Οικονομικό μοντέλο της οθωμανικής κοινωνίας:ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνας», μτφρ. Σπ. Ασδραχά, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Dodwell Edward, A Classical and topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805, and 1806, vol. II, London 1819 και Dr. Rudiger Schneider Berrenberg, Η Λάρισα στις αρχές του 19ου αιώνα, Μετάφραση Τόμης Αλεξόπουλος, Θ.ΗΜ. τ. 21 (1992).
Dreux de Robert R. P., Voyage en Turquie et en Grece, Paris 1925 και ελληνική μετάφραση Henri Pierre Corrieu – Κώστα Β. Σπανού, Η Λάρισα στο οδοιπορικό του Γάλλου Robert de Dreux (1669), ΘΕ 1 (1974).
Fabricii I. A., Bibliotheca Graeca sive Notitia scriptorium veterum Greacorum, Ed. Narles, G. C. Hamburg 1790-1809.
Ferjancic B., «Ιστορία Θεσσαλίας έως την Τουρκοκρατία».
Ferjancic B., Οι Καταλανοί στη Θεσσαλία (1306-1393), Θ. ΗΜ. 12 (1987).
Gelzer Heinrich, Texte der Notitiae Episcopatuum, ein Beitrag zur Byzantinischen Kirchen, Munchen 1900.
Genc M., «Συγκριτική μελέτη των στοιχείων τηςισόβιας εκμίσθωσης προσόδων και του όγκου των εμπορικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων στην οθωμανική αυτοκρατορία κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα», μτφρ. Μ. Σταματογιαννοπούλου, στο «Εκσυγχρονισμός και βιομηχανική επανάσταση στα βαλκάνια τον 19ο αιώνα», Εκδόσεις Θεμέλιο 1980.
Halkin Francois, Bibliotheca Hagiographica Graeca, τομ. 3, Bruxelles 1957.
Hicks E.L., J.H.S. IX, 1888, 340, 2.
Hignett C., (Xerxe’s Invasion of Greece) Οξφόρδη, 1963.
Hild F. – Koder J., Hellas und Thessalia Wien 1976, Θ.ΗΜ. τ. 12 (1987).
Hild F. – Koder J. – Σπανός Κώστας – Αγραφιώτης Δημ., Η βυζαντινή Θεσσαλία: οικισμοί – τοπωνύμια – μοναστήρια – ναοί, Μετάφραση Γ. Παρασκευάς, Θ.ΗΜ. τ. 12 (1987).
Hiller – Crusius: Ανθολογία Λυρική.
Holland Henry, Travels in the Ionian isles, Albania, Thessaly, Macedonia during the years 1812 and 1813, London 1815 και ελληνική μετάφραση Γιώργου Καραβίτη, Ταξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία, Πρόλογος – Επιμέλεια Τάσος Βουρνάς, Αθήνα 1989.
Hope Simpson R. – J.F. Lazenby, (The Catalogue of the ships in Homer’s Iliad), Οξφόρδη, 1970.
Inalcik H., «Ο σχηματισμός κεφαλαίου στην οθωμανική αυτοκρατορία», μτφρ. Ντ. Μαμαρέλη, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Janin R., La geograpjie ecclesiastique de l’ Empire Byzantine. La siege de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique, vol. III. Les Eglises et les monasteres, Paris 1953.
Jeuzey Leon, Excursion dans la Thessalie Turque en 1858, Paris 1927.
Kiel M., Art and Society of Bulgaria in the Turkish period, Assen 1985.
Kiel Machiel – Deriziotis Lazaros, The old bedesten of Larissa (Yenisehir) in restoration Seventh International Congress of Turkish Art, Warsaw 1990.
Krautheimer R., Early Christian and Byzantine Architecture, Harmondsworth 1975, [ελλ. Μτφρ. Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (Αθήνα: ΜΙΕΤ 1991)].
Lequien Michel, «Oriens Vhristian Vol. III Province Larisiensis, Graz, 1858.
LE QUIEN M.R.P.F., Oriens christianus in quattuor Patriarchatus digestus, Paris MDCCXL.
Leake W.M., (μετ. Βασ. Αργυρούλης, σχόλια Κώστας Σπανός), Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1805, Θ. ΗM. τ. 40, (Λάρισα 2001).
Leake W.M., Travels in northern Greece, London 1835, τ. III, IV.
LEXICOGRAPHI GRAECI, I. 3, ADA ADLER, SVIDAE LEXICON, Hom 501, Suid 502, STUTGARDIAE.
Liuch I. Rubio, Diplomatari, 160. Migne, P.L 216, 230 [περί Μονής Αγ. Νικολάου (Λυκοστομίου) αναφέρει ο Βενετός Marino Saduo στην έκθεση του 1325 και επιστολή του 1209 στον Πάπα Ιννοκέντιο.
Lolling H.G., Jellenische Landeskunde und Topographie, Μόναχο, 1889.
M. Le Quien, Oriens Christianus Paris 1740, τομ. Β΄.
Magdalino P., History of Thessaly.
Magdalino P., Between Romaniae: Thessaly and Epirus in the later Middle ages, MHR 4/1 (1989), και ελληνική μετάφραση Τόμη Αλεξόπουλου, Μέση Ρωμανία, Η Θεσσαλία και η Ήπειρος στον ύστερο Μεσαίωνα, Θ.ΗΜ. τ. 19 (1991).
Martin D., «Greek Leagues in the Later Second and First Centuties B.C.», 1975, τομ. Ι.
MehlanArno, «Οι εμπορικοί δρόμοι στα Βαλκάνια κατά την τουρκοκρατία», μτφρ. Έλλης Παπαδημητρίου, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Meinardus O., The Saints of Greece, Athens 1970.
Mezieres A., Archives des Missions Scientifique et Littetaires, 1856, III.
Mezieres A., Memoire sur le Pelion et l’ Ossa, Paris 1853.
Mezieres A., Περιοχή της Όσσης κατά το 1852 [Μτφρ. Ερρίκος-Πέτρος Κορριέ], περ. Θ. ΗM., τ. Β., Λάρισα 1981.
Mezieres Al., (μετ. Henri-Pierre Corrieu, σχόλια Κώστας Σπανός), Περιγραφή του Πηλίου και της Όσσας (152), Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 40 (Λάρισα 2001).
Miklosich F. – Muller J., Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana, I-IV, Wien 1860-90.
Miklosich Fr. et Muller Jos., Acta Diplomata Monasteriorum et ecclesiarum, orientis, MDCCCXC [;1863].
Mile Ligor, «Η επέκταση του συστήματος των τσιφλικιών στα αλβανικά εδάφη (τέλη του ΙΗ΄ -αρχές του ΙΘ΄ αιώνα)», μτφρ. Σπ. Ασδραχά, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Mottas F. – Decourt J. C., “Voies et milliares romaines de Thessalie”, BCH, 121 (1997).
Muller W., Fragmenta Historicorum Graecorum, tom. IV, Parisiis 1870.
Parthey Gust., Hieroclis Synecdemus et Notitiae Graecae episcopatuum accedit Nili Doxapatri Notitia Patriatchatuum, Berolini 1866.
Petit L., Bibliographie des Acolouthies qreques. Subsidia hagiographiga 16, Bruxelles 1926.
Petrosian J., «Οι ιδέες του “εξευρωπαϊσμού” στην κοινωνικοπολιτική ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας τα νεώτερα χρόνια (τέλος 18ου –αρχές 20υ αιώνα)», μτφρ. Έφη Στρουσοπούλου, στο «Εκσυγχρονισμός και βιομηχανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1980.
Philippson A., Die Griechischen Landschaften, Φρανκφούρτη, 1950, Ι1.
Pritchett W.K., A.J.A., 67, 1963.
R.P.F. MICHAELIS LE QUIEN: ORIENS CHRISTIANUS IN QUATUOR PATRIARCHATUS DIGESTUS QUO EXHIBENTUR ECCLESIAE PATRIARCHAE, TOMUS SECUNDUS, PARISIIS, EX TYPOGRAPHIA REGIA, M DCCXL.
Rogers E., The Copper Coinage of Thessaly, Λονδίνο, 1932.
Sir Steven Runciman, «ΡΟΥΜ ΜΙΛΕΤΙ» : Οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους».
Stahlin F., (P.W., R.E., XVI, λήμμα Μελίβοια) F. Stahlin, (Das Hellenische Thessalien……..), Στουτγάρδη, 1924.
Stahlin Friedrich, Das Helenische Thessalien, Amsterdam 19672 και ελληνική μετάφραση Τόμη Αλεξόπουλου, κατά τμήματα στο Θ.ΗΜ. τ. 6 (1984) – 17 (1990).
Stoianovich Tr., «Ο κατακτητής ορθόδοξος βαλκάνιος έμπορος», μτφρ. Ντάρας Μαμαρέλη, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Stoianovich Tr., «Αγρότες και γαιοκτήμονες των Βαλκανίων και οθωμανικό κράτος: Οικογενειακή οικονομία, οικονομία αγοράς και εκσυγχρονισμός», μτφρ. Χριστ. Αγριαντώνη, στο «Εκσυγχρονισμός και βιομηχανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1980.
Sugar P., «Μερικές σκέψεις για τις προυποθέσεις εκσυγχρονισμού και τη δυνατότητα εφαρμογής τους στις ευρωπαικές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας», μτφρ. Αλ. Γαβαθά, στο «Εκσυχρονισμός και βιομηχανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1980.
Tarn W.W. (J.H.S., 28, 1908).
Tekeli Ih., «Οι θεσμοθετημένες εξωτερικές σχέσεις των πόλεων στην οθωμανική αυτορατορία. Εξέταση οικιστικών μοντέλων», μτφρ. Ντόρας Μαμαρέλη, στο «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας)», Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979.
Todorov N., «Η βιομηχανική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη και οι βαλκανικές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η περίπτωση της Βουλγαρίας», μτφρ. Χριστ. Αγριαντώνη, στο «Εκσυγχρονισμός και βιομηχανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα», Εκδόσεις Θεμέλιο 1980.
Todorova M., «Ο εξευρωπαϊσμός της κυβερνητικής ηγεσίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων», μτφρ. Αλ. Γαβαθά, στο «Εκσυχρονισμός και βιομηχανικη επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1980.
Tozer H. F., Researches in the Highlands of Turkey, Λονδίνο 1869, τ. ΙΙ.
Finlay G., «Ιστορία της τουρκοκρατίας και της ενετοκρατίας στην Ελλάδα», μτφρ. Μιλτ. Γαρίδη, Πρόλογος-επιμέλεια-προσθήκες και σχόλια Τας. Βουρνά, Εκδόσεις Τολίδης, Αθήνα 1972.
Wace A.J.B., J.H.S., XXVI, 1906.
Wace A.J.B., The Topograghy of Pelion and Magnesia.
Westlake H.D., «Thessaly in the Fourth Century B.C.» Λονδίνο, 1935.
Woodward A.M., Annals of Archaeology and Anthropology, Λίβερπουλ, 1910, ΙΙΙ.