(Όπως διηγείτο ο Σακελαρίου Γεώργιος και Κων/νος Μυλωνάς κάτοικοι του χωριού τούτου 1952, 10 του θεριστή):
– Πως γιόρταζαν οι κάτοικοι της Δέσιανης τον Δεκαπενταύγουστο επί Τουρκοκρατίας;
+ Αύγουστος Χρυσομήνας, καλομήνας ή απλοχέρης έτσι τον λέγουν παλιά το μήνα αυτόν οι ζευγάδες. Ο Θεός δώρισε όλα τα αγαθά για να τα χαρίσει στον κόσμο και το πιο πολύτιμο να κρατά σφιχτά μέσα στην αγκαλιά του τη μεγάλη αυτή γιορτή της Παναγιάς, την Μητέρα των μητέρων όπως γιορτάζουμε και εμείς σήμερα στο χωριό μας τη θαυματουργή και χαριτωμένη Ελεούσα όπου πολλές φορές έσωσε τον τόπο αυτόν από πολλά δεινά.
Είχαμε την ευχή να κτιστεί στο χωριό μας το 13ο αιώνα ο βυζαντινός αυτός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ένα πραγματικό μνημείο, που δύο καλλιτέχνες αγιογράφοι ο Ιωάννης και ο Κυριαζής, καλόγεροι από το χωριό Σελήτσιανη. Έδωσαν ζωή στους τοίχους του ναού με τις μορφές των Αγίων σαν να είναι έτοιμοι να σου μιλήσουν.
Το τέμπλο το σκάλισαν δύο τεχνίτες με πολύ μεράκι και ζήλο, ο Πολύβιος και ο Κοσμάς, αδέρφια από την Πάργα. Ένα πραγματικό έργο τέχνης, ένα αριστούργημα, ένα κέντημα.
Ακόμη και με την Τουρκοκρατία η γιορτή έμεινε ζωντανή, δεν αλλοιώθηκαν ήθη και έθιμα :
Ο πιο αυστηρός σατράπης που δυνάστευε τον τόπο αυτόν, ο Βελή πασάς, σεβάστηκε τους κανόνες της εκκλησίας και άφηνε ελεύθερα τους σκλάβους να γιορτάσουν την ημέρα όπως αυτοί ήθελαν. Μπροστά από δύο ημέρες σταματούσαν όλες οι εργασίες των ραγιάδων, για να ετοιμάσουν για την μεγάλη γιορτή. Όλα έλαμπαν την ημέρα αυτή. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας πάντα μελαγχολική ακτινοβολούσε. Ο ναός μοσχοβολούσε από καθαριότητα, που πρόσφεραν οι κοπέλες του χωριού που τις κουμάντευαν οι ηλικιωμένες γυναίκες.
Μπροστάρηδες πάντα οι επίτροποι της Εκκλησίας, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Δημητρός Μήχος, ο Ιωάννης Κοκκάλας και άλλοι που τα ονόματά τους δεν γίναν γνωστά.
Δούλευαν ακούραστα για να φιλοξενήσουν όλους αυτούς τους προσκυνητές, που θα ερχόταν για τη μεγάλη Χάρη Της.
Στη βόρεια πλευρά του ναού ήταν τα κελιά, έτοιμα αλειμμένα με κοκκινόχωμα και χύμα λουλάκι ανακατωμένο με σαπόπετρα, μοσχοβολούσαν από παστράδα.
Εκεί τη νύχτα της παραμονής θα έμεναν οι ξένοι. Υπεύθυνος για όλους αυτούς τους ανθρώπους που θα σιτίζονταν την ημέρα της γιορτής ήταν, ο Γεώργιος Τζιουβάρας, που δούλευε στην αυλή του Βελή πασά σαν κρεοπώλης και κηπουρός συνάμα. Άνθρωπος εργατικός, ήσυχος, γεμάτος καλοσύνη, ήταν ο πατέρας των αδερφών Τζιουβάρα, μακαρίτης πια.
Ο Γεώργιος Τζιουβάρας είχε όλη την ευθύνη για τα κρέατα που θα κοβόταν σε πολυάριθμες μερίδες από σφαχτά κτηνοτρόφων, όπως Ποταμιάς, Γρούβιανης, Νιβόλιανης, όλα τάματα στην Μεγαλόχαρη για τον πόνο και το πρόβλημα που περνούσε κάθε οικογένεια.
Δυτικά του ναού στηνόταν πρόχειρα μαγειρεία, τρία μεγάλα καλογανωμένα καζάνια που θα δεχόταν μεγάλες ποσότητες μπλουγούρ και γλυκό τραχανά και άφθονο βραστό κρέας. Αρχιμαγείρισσα ήταν πάντα η Βάγγω Κουρούκα από την Αγιά το γένος Πίτου, που παντρεύτηκε στο χωριό μας τον Τριαντάφυλλο Κουρούκα. Μια τέλεια νοικοκυρά που φημιζόταν για την καθαριότητά της. Τόσο καθαρή που λέγαν: « Χύσε γάλα στης Βάγγως την αυλή και μάστο». Ακόμα σώζονται τα μαγειρικά της σκεύη που κληρονόμησε η Ελένη Βουλγαράκη Κουρούκα. Συμμετείχαν στο μαγείρεμα και άλλες νοικοκυρές όπως η Λένω Φράγκου, η Αγγελικώ Καλτσά και η Ρήνου Μήχου. Αυτές τραβούσαν μπροστά και όλες οι γυναίκες σχεδόν του χωριού ακαταμάχητες, η κάθε μία στο πόστο τους, ζύμωναν άφθονο ψωμί από σιτάρι, βρίζα και καλαμπόκι, «σμιγό» το λέγαν, με καβουρδισμένο σουσάμι και τριμμένο κουκουνάρι μέσα στη ζύμη. Το κάναν μεγάλα καρβέλια όπου τα ονόμαζαν πλαστάρια. Όταν ψηνόταν στους φούρνους μοσχοβολούσε όλο το χωριό με αυτό το αγνό χαρμάνι.
Δύο κιντές πριν βασιλέψει ο ήλιος, ερχόταν για τον εσπερινό μπουλούκια κόσμος, με άλογα, γαϊδουράκια, βόδια ζεμένα σε αραμπάδες. Όλα φορτωμένα με προσκυνητές από όλα σχεδόν τα χωριά. Μέχρι από Μαϊμούλ, Νιμπεγλέρ, Τατάρ, Καραλάρ – Τζιουλάρ και από παντού. Ξεπηζεύονταν στην τοποθεσία Αγίου Αθανασίου και Βαρκό.
Στον εσπερινό, παραμονή της γιορτής, γέμιζε όχι μόνο η εκκλησία, νάρθηκας και χοροστάσι από λαό, μήλο δεν έπεφτε, και οι ψαλμωδίες ακουγόταν απαλά χαϊδεύοντας τα αυτιά των προσκυνητών. Το πρωί της γιορτής πάλι άρχισε να έρχεται κόσμος.
Η Αικατερίνη Τζιούνα από την Ποταμιά, το γένος Πουλίου, μια γυναίκα των γραμμάτων και της γνώσης για την εποχή εκείνη, όπου από τις υπόλοιπες γυναίκες της υπαίθρου, η μόρφωσής της έτρεχε πολύ μπροστά. Που μιλούσε για Δημοσθένη και Σωκράτη, για Ρωμαϊκή ιστορία και διωγμούς χριστιανών, για Βυζάντιο, Θεοδώρα και Κασσιανή. Όπου οι γονείς, της δώσαν εφόδια στη ζωή, όπου και η ίδια έκανε για το δικό της παιδί. Μια πραγματική καλλονή σαν γυναίκα. Διηγούνταν και έλεγε: και θα φανεί απίστευτο, ότι και Τούρκοι ακόμη, ήταν ταμένοι στη Χάρη Της.
Όπως ένας Μπέης από το Κουτσιούκ – Κεσερλή, τη σημερινή Ελάτεια, ο Χασάν – Μπέης, έφερνε την μονάκριβη κόρη του την Αϊσέ που έπασχε από επιληψία «Σεληνιασμό» όπως λεγόταν τότε για να τη λυπηθεί, να γονατίσει και να κλάψει μπροστά στην εικόνα Της για να γίνει καλά.
Από την Δογάνη ερχόταν και ο Μαχμούτ Αγάς αν και δεν είχε καλές σχέσεις με τον Βελή – πασά, φιλονίκησαν για το νερό του Βαθυρρέματος, που το πήρε και έφερε στη λίμνη της Δέσιανης με έτσι θέλω ενώ ήταν στη δικαιοδοσία του Μαχμούτ Αγά για να ποτίζουν οι Δογανιότες τα ζώα τους. Αλλά τον Βελή τον τρέμαν όλοι οι Αγάδες και οι Μπέηδες γιατί ο πατέρας του ο Αλής στα Γιάννενα έπαιρνε κεφάλια.
Τελειώνοντας ο εσπερινός γινόταν η περιφορά της εικόνας γύρω της εκκλησίας, γιατί στους δρόμους του χωριού τότε απαγορευόταν. Γονατιστοί όλοι που ζητούσαν υγεία, άνθρωποι πάσχοντες, παιδάκια με ειδικές ανάγκες ζητούσαν να περάσει από πάνω τους η εικόνα της Παναγίας με βαθειά πίστη χαραγμένη στο πρόσωπό τους.
Το πρωί της γιορτής όλο το χωριό στο πόδι. Ο παπα-Φώτης χτυπώντας την πρώτη καμπάνα, όλο το χωριό στο δρόμο για τη Θεία Λειτουργία. Δεν έπρεπε να λείπει κανείς από αυτό το προσκύνημα.
Τέσσερις γιγαντόσωμοι Τουρκαλβανοί στρατιώτες φρουροί του Βελή- πασά συνόδευαν το χαρέμι για την εκκλησία. Είκοσι ανήλικες κοπελίτσες, πραγματικά αγγελούδια, με μεταξωτά φορέματα φερμένα από την Προύσα και με βαριά αρώματα από το Καζάνλκ της Βουλγαρίας βαμμένες με ακνά βάδιζαν με χάρη στο δρόμο σαν να ήταν ξωτικά [και από τα διαφανή μετάξια φαινόταν τα λυγερά κορμάκια τους]. Πιο πίσω και με μάτι οχιάς η νταντά, η υπεύθυνη του χαρεμιού, η Φαρέ Τουρκάλα από το Δεμίρ Ισάρ της Κρέσνας.
Ασφυκτικά γέμισε όλος ο ναός, μέχρι το καμπαναριό ο όχλος, ο παπα-Φώτης και ψαλτάδες καλόγεροι από το μοναστήρι του Ιωάννου Προδρόμου του Κισσάβου, με την φωνή τους σκορπούσαν ρίγος από συγκίνηση. Πολλά μάτια βούρκωναν για τη σκλαβιά που τους βάραινε.
Την ώρα της Θείας Κοινωνίας ο παπάς δεν προλάβαινε να μεταλαβαίνει τον πιο πολύ από αυτόν τον κόσμο. Τρέμαν τα χέρια από συγκίνηση και του αμυδρού φωτός που έπεφτε από τα απλά καντηλάρια στο σκελετωμένο πρόσωπο του και την μακριά άσπρη γενειάδα του, ήταν σαν να βλέπεις πραγματικά έναν άγιο που έφυγε για λίγο από τον Παράδεισο για να βρεθεί μέσα σε αυτό το πλήθος.
Την ημέρα αυτή όλοι χαιρόντουσαν, φτωχοί, ταλαιπωρημένοι, απροστάτευτοι, ζητιάνοι, ταξίδευε το μυαλό τους και μια λέξη σιγανά έβγαινε από τα χλωμά τους χείλη: «Και του χρόνου Παναγία μας ελεύθεροι και όχι ραγιάδες».