ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΑΓΙΑΣ
ΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΕΛΙΤΣΙΑΝΗ – ΑΝΑΤΟΛΗ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ (57-66)
ΑΓΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ
ΤΟΥ Α΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΗΣ
(3-4/4/1993)
Εισήγηση
Αρχιμ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΡΟΣΟΣ
ΑΓΙΑ 2002
ΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΕΛΙΤΣΙΑΝΗ – ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα μου είναι «Το Ασκηταριό του Αγίου Δαμιανού είς την Σελίτσιανη-Ανατολή της Αγιάς». Αποτελεί, υποθέτω, την πιο μικρή συμβολή στο Α΄ Ιστορικό-Αρχαιολογικό Συνέδριο της Αγιάς και έχει σχέση με την Αγιολογία της περιοχής μας. Ιστορικά αναφέρεται στο β΄ ήμισυ του 16ου αιώνα και είναι ανέκδοτη παρουσίαση εκκλησιαστικού–αρχαιολογικού χώρου. Ανέκδοτη, επει-δή ο σεβαστός καθηγητής κ. Ν. Νικονάνος δεν ηδυνήθη, την εποχή της συγγραφής του μνημειώδους έργου του «Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας», να επισκεφθεί τον αδιάβατο τότε χώρο του ασκηταριού. Πιστεύω ότι η Αγιολογία συμπορεύεται με την Ιστορία. Και Ιστορία είναι μια συνέχεια. Το παρελθόν δεν πεθαίνει ποτέ και το παρόν ευρίσκεται σε ίση απόσταση από το παρελθόν και από το μέλλον. Σε συνδυασμό με τη διαχρονικότητα του προσώπου ενός Αγίου μέσα είς την Εκκλησία και την Ιστορία, νομίζω ότι η Ιστορία δεν γίνεται μόνο με μεγάλα συγγράμματα και παγκόσμια γεγονότα, αλλά και με μικρά, πολύ μικρά δημοσιεύματα. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Διονυσίου Ζακυθηνού, ο οποίος γράφει:
«Οι βίοι των Αγίων κατέχουν θέσιν ταπεινής εποποιϊας, εν τη οποία εξαίρονται αι πράξεις ηρώων και αθλητών της πίστεως. Εν ταυτώ τα κείμενα ταύτα αποβαίνουν πηγαί σημαντικαί διά την γενικήν και τοπικήν Ιστορίαν. Διά την Τοπικήν Ιστορίαν είναι ενίοτε πηγαί μοναδικαί επί μακράς περιόδους».
Με τον υπό εξέτασιν χώρο συνδέομαι προσωπικά. Τέσσερα χρόνια κοινοβιακής ζωής είς το Μοναστήρι του Αγίου και κάποιες διανυκτερεύσεις είς το Ασκηταριό, είναι μάλλον υπαρξιακή μετοχή είς τον προβληματισμό της σχέσεως του Αγίου Δαμιανού με τούτο το ασκητικόν σπήλαιον.
Παίρνω το θάρρος λοιπόν, να αναπτύξω μέρος της μεταπτυχιακής μου εργασίας, την οποία υποβάλλω είς το Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον εφέτος τον Ιούνιο (1993) και προκαταβολικά ζητώ την επιείκειάν σας.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΑΣΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΙΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
Ο χώρος του σπηλαίου και η περιοχή της Σελίτσιανης – Ανατολής, αποτελούν μέρος μοναστικού κέντρου, καλουμένου Όρος των Κελλίων. Εις το βουνό των Κελλίων, βάσει πηγών, αναπτύσσεται ο μοναχισμός από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα. Οι ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου από την Καρίτσα μέχρι το Μαυροβούνι βρίθουν βυζαντινών Μονών, Κελλίων και Ασκηταριών. «Το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις τοις σεμνείοις ενενθυμούμενον»1.
Μεγάλες μορφές, οργανωταί του μοναχικού ιδεώδους, διέρχονται το Όρος των Κελλίων. Ο όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω, ο οποίος παρακαλείται υπό του Αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄ Κομνηνού να αναλάβει την κηδεμονία των μοναχών είς το Όρος των Κελλίων , ο Σωφρόνιος και ο Βαρνάβας, οι οποίοι σπεύδουν να προσκυνήσουν άνδρας ασκητάς με διορατικό χάρισμα και τα λείψανα του Οσίου Βαρβάρου, οι αγιορείται Θεόδωρος και Συμεών, κτήτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, εξερχόμενοι του Αγίου Όρους, θεωρούν ως φυσικήν οδόν πορείας τους το Όρος των Κελλίων (867 μ.Χ.), «είς το οποίον έφθασαν δια να νουθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου είς τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας»2. Ασκηταί με χαρίσματα, ως ο Παχώμιος, και Αρχιμανδρίται ως ο Θεοδόσιος, αποδεικνύουν σαφώς, ότι η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες και άλλα πλεονεκτήματα, ελκύουν πολλούς μοναχούς είς κατοίκηση του Όρους, το οποίον, κατά την Υποτύπωσιν του Οσίου Χριστοδούλου (1091), «μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι πέφυκεν ανακείμενον» (ΜΜ, 6,64).
Ομοίως και αργότερα αναφέρεται είς το «Εγκώμιον Αθανασίου Αντιοχείας (1143–1156)»3 ότι: «μέχρι του νύν έστιν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων πλήθος ενδιαιτώμενον».
————————————————
1. Βίος Οσίου Χριστοδούλου του Ιωάννου Ρόδου (1120-1150), Κ. Βοϊνης.
2. Η. Αναγνωστάκης – Ιερομ. Ιουστίνος, Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος, ΄Αγιον ΄Ορος, 1984.
3. «Εν τούτοις πλήθος ό,τι πολύ τον μονήρη βίον ανήρηται … είς όρη και ερημίας» (ΜΜ, 6,64).
Ασκητήρια είς άλλα σημεία του ΄Ορους, βυζαντινά ή νεώτερα, είναι: των Αγίων Αναργύρων Αγιάς, του Αγίου Παντελεήμονος Μελιβοίας και της Αναλήψεως Αετολόφου.
Σήμερα μας δίδεται η ευκαιρία να ασχοληθούμε εν ολίγοις με το «Ασκηταριό» του Οσίου Δαμιανού.
Ας δούμε όμως, ποιος ήταν ο Όσιος Δαμιανός.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΙΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Ετούτος ο Άγιος εγεννήθη είς το Ρίχοβον Καρδίτσας περί το 1510 από ευσεβείς γονείς. Είς νεαράν ηλικίαν ανεχώρησε διά το ΄Αγιον ΄Ορος. Εμόνασε είς το Κοινόβιον του Φιλοθέου και σύντομα ηράσθη της ασκητικής ζωής, ζήσας επί τριετίαν κοντά είς τον αναχωρητήν Δομέτιον. Αργότερα, ως δόκιμος Γέρων, αναχωρεί από τον Άθωνα και περιέρχεται τα μέρη της Δευτέρας Θετ-ταλίας, Όλυμπον, Κίσσαβον και Άγραφα, κηρύττων τα αναγκαία προς σωτηρίαν είς τους υποδούλους Ρωμιούς. Τελευταία, διωκώμενος, ήλθεν πάλιν είς τον Κίσσαβον. Εκεί οικοδομήσας Κοινόβιον Μονήν του Τιμίου Προδρόμου και πολλούς μοναχούς συνάξας περί αυτόν, μόνος τας ευχάς προς τον Κύριον είς κοντινόν σπήλαιον ανέπεμπε, μη διαλείπων το ιεραποστολικόν κατηχητικόν του έργον. Ερχόμενος προς τούτο είς Βουλγαρινήν-΄Ελαφον συνελήφθη υπό των Τούρκων και εφυλακίσθη. Την 14ην Φερβουαρίου του 1568, αφού απηγχονίσθη είς Λάρισαν, εκάη το ιερόν του λείψανον και ερρίφθη η στάχτη είς τον παρακείμενον ποταμόν Πηνειόν.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Το σπήλαιον, λοιπόν, ή ασκηταριό, ευρίσκεται είς απόστασιν τριών χιλιομέτρων από την Ιεράν Μονήν του Τιμίου Προδρόμου Σελίτσιανης – Ανατολής, είς την θέσιν «Δογατζή»4.
Από την Ιεράν Μονήν, με κατεύθυνσιν προς τα δυτικά (προς «Τσιγγενέ»), υπάρχει είς την βάσιν (ρίζα) τεραστίου βράχου και διαμορ-φώνεται εντός φυσικού κοιλώματος το ασκηταριό. Τούτο φράσσεται από κάθε
————————————————
4. Γερορρίζος Δημ., Ιστορία της Ανατολής – Σελίτσιανης, Αθήναι 1964.
πλευρά με τοίχους εξ αργολιθοδομής. Είσοδος μικρά – ξύλινη (0,80 Χ 1,30 μ.). Θύρα υπάρχει είς την νότιαν πλευράν.
Ο εσωτερικός χώρος απαρτίζεται από μικρό κελλί και μικρότατον ναϊσκον. Το ναϊδριον, εσωτερικών διαστάσεων (2,15 Χ 1,60 μ.), έχει κτισμένη ανατολικά κόγχη Αγίας Τραπέζης με μικρότατο τζαμωτό παράθυρο στο κέντρο προς φωτισμόν (0,65 μ. βάθος Αγίας Τραπέζης). Βόρεια, και στο σημείο που απολήγει ο βράχος, αρχίζει ο τοίχος και σχηματίζεται τετράγωνη κτιστή κόγχη προθέσεως (0,40 Χ 0,70 μ.). Ο ναϊσκος έχει ύψος 2,30 μ. Οι χώροι αυτοί διαχωρίζονται από εσωτερικόν μεσότοιχον πάχους 0,40 μ., χωρίς πόρτα. Υπάρχει ένα παράθυρο είς το κελλί, είς δε την εκ σχιστολίθων σκεπή υψούται καπνοδόχος και σφυρήλατος σταυρός. Εσωτερικώς , η σκεπή του ναϊσκου σχηματίζεται εκ του φυσικού κοιλώματος του βράχου και απολήγει είς τοίχον. Είς το κελλίον, όμως, σχηματίζεται εν μέρει από το φυσικόν κοίλωμα και εν μέρει από ξύλινα δοκάρια και απέλες (ύψος 2.40 μ. ).
Ο περιβάλλων χώρος προς ανατολάς είναι θαμνώδης και λίαν επικλινής προς χαράδραν, η οποία χωρίζει τον βράχον από την απέναντι δασώδη βουνοπλαγιά του Μοναστηριού. Εκ της θέσεως είς την οποίαν ευρίσκεται το Ασκηταριό φαίνεται ευκρινώς το Μοναστήρι και αντιστρόφως. Ο ήλιος φωτίζει και θερμαίνει το απαρηγόρητο αυτό ασκητήριο, μέχρι τις 11,30΄ π.μ.
Εις το σημείον αυτό πρέπει να αναφέρω, ότι είς την Ιεράν Μονήν Φιλοθέου του Αγίου Όρους διασώζεται ο χώρος του ασκηταριού του Οσίου Δομετίου, μετά του οποίου ησκήτευσε επί τριετίαν ο Όσιος Δαμιανός. Ευρίσκεται ΒΔ έως 500 μ. από το Μοναστήρι. Είναι κτίσμα του 1500 περίπου και η θέση του παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το εξεταζόμενο ασκηταριό της Σελίτσιανης – Ανατολής.
Η θέα, η μορφολογία του εδάφους, το νερό του χειμάρρου και οι διαστάσεις του χώρου είναι μια αντιγραφή και απομίμησις γνωστού κτίσματος, είς όμοιον χώρον. Αυτή η εντύπωσις δημιουργείται είς εκείνον, ο οποίος θα θελήσει να επισκεφθεί τα δύο ασκητήρια. Σήμερα είς τον χώρον του ασκητηρίου του Οσίου Δομετίου υπάρχει ναός του έτους 1740 («Ούτος ο ναός της Θεοτόκου ωκοδομήθη το έτος ΑΨΜ»). Ο ναός αυτός φαίνεται ότι είναι προέκταση είς το κελλίον του Οσίου Δομετίου, το οποίον και σήμερα υπάρχει εντός του κοιλώματος του βράχου.
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Εκ των κατοίκων της Σελίτσιανης, κατά διήγησιν του κ. Κυριαζή Σωτηρίου, ο οποίος ενθυμείται τα όσα ο μακαριστός Στέργιος Παπαδημητρίου του έλεγε, πληροφορούμεθα ότι ο ΄Οσιος Δαμιανός επανέκτισε προϋπάρχον Μοναστήρι του 11ου αιώνος (Αλέξιος Κομνηνός 😉 και ότι ασκήτευσε είς την θέσιν «Δογατζή» 18 χρόνια. Πηγαίο νερό έπαιρνε ο Όσιος από το κοντινό σπήλαιο «Κιούγκι», είς την απέναντι ρεματιά, κάτω από τα χωράφια των αδελφών Τσίνα. Χαμηλότερα μάλιστα υπάρχει ένα δεύτερο σπήλαιο, η «τρύπα του Πούλα», είς το οποίον έστελναν τους υπό κανόνα τελούντας μοναχούς.
Ο ανωτέρω ιεροψάλτης Κυριαζής διηγείται, ότι ο Όσιος και τα πνευματικά του εγγόνια, κατά παράδοση, συχνά εκήρυτταν και δύο φορές το χρόνο -του Προδρόμου και της Παναγίας- λιτάνευαν την εικόνα εξερχόμενοι εκ της Μονής είς «ζητείαν».
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ
Την εποχή κατά την οποίαν εγκατεστάθησαν και διέμενον κοινοβιακώς οργανωμένοι αγιορείται μοναχοί (Αύγουστος 1981), η πρόσβασις είς το Ασκηταριό ήτο αδύνατος. Όταν δε, διά μέσου του δάσους, έφθασαν οι μοναχοί είς το σπήλαιον, διεπίστωσαν τα εξής:
Η στέγη είχε καταπέσει κατά το ήμυσι.
Η κόγχη μέχρι το ύψος του παραθύρου είχε καταρρεύσει.
Η ξύλινη θύρα της εισόδου είχε σαπίσει και το εσωτερικό ήτο πλήρες χωμάτων και υπολειμμάτων ζωοτροφών.
ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Τον Φεβρουάριο του 1983 (έως το 1984) οι μοναχοί π. Ευθύμιος, π. Ευφραίμ και ο ομιλών κατασκεύασαν μονοπάτι και κλιμακοστάσιον προς το ασκηταριό, επισκεύασαν την κόγχη του ναϊσκου, το δάπεδον και την στέγην. Μετά από επίχρισμα ο ναΐσκος είς την μεγαλύτερην επιφάνειάν του και η μία όψις του μεσοτοίχου αγιογραφήθηκαν.
Τότε για πρώτη φορά μετά από αιώνες ετελέσθη η Θεία λειτουργία είς τον ναΐσκον του σπηλαίου.
ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο Άγιος έρχεται ως ιεραπόστολος είς την Θεσσαλίαν μετά τον εν Ολύμπω Διονύσιον και πρό του Συμεών του μονοχίτωνος και ανυποδήτου, οι οποίοι, ως και ο Δαμιανός, είναι αγιορείται εκ της Μονής Φιλοθέου. Δεν έχει την προαίρεση να μαρτυρήσει, αλλά σκοπός του είναι να βοηθήσει εν πράξει το υπόδουλον Γένος. Είναι λοιπόν φυσικό, να ασκεί την αποστολή της διδαχής και κατηχήσεως και παράλληλα να ασκητεύει. Το μοναστήρι του Προ-δρόμου, μετά από αλλεπάλληλες μετακινήσεις, Όλυμπος-Κίσσαβος-Άγραφα, έρχεται ως τελευταίος σταθμός πολυετούς πορείας, ένεκα των διωγμών υπό των Τούρκων, οι οποίοι σαφώς ερεθίζονται από την διδασκαλίαν του.
Πιστεύω ότι ο ΄Αγιος χρησιμοποιούσε, όπυ ευρίσκετο, χώρους άσκησης. Είς τα μέρη της Καρδίτσας π.χ. την Ι.Μ. Πελεκητής, ούτως ώστε οι αγιογράφοι να τον εικονίζουν5 ως κτήτορα αυτής, ενώ κτήτωρ αυτής ήτο ο Πορφύριος, καθώς μαρτυρεί μολυβδόβουλον πατριαρχικόν σιγίλλιον του Πατριάρχου Ραφαήλ Β΄, εκ της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, εν έτει 1606. Η παράδοσις, όμως, και η εικονογραφία θέλει ο ΄Αγιος Δαμιανός να έχει άμεση σχέση με τον Κίσσαβο. Το υψόμετρον, ως μέσον αποφυγής των διωκώντων Τούρκων και το Κοινόβιον, σε συνδυασμόν με το ευλογημένον ασκηταριό, πρέπει να αναπαύουν την ψυχή του Αγίου, ο οποίος, τελικά, ως μάρτυρας τη προαιρέσει, αξιούται μετά ταύτα και του δι’ αίματος μαρτυρίου.
Όπως θα δούμε, είς την περιοχήν μας τιμάται εξαιρετικά ο Άγιος Δαμιανός. Έχουμε Εκκλησία είς την Δ.Α.Κ.6, εικόνες είς το Μοναστήρι και το Μουσείον
————————————————
5. Μια επιγραφή τοιχογραφίας είναι σύνηθες να μην έχει γραφεί από τον αγιογράφο. Ούτως ή άλλως η γνησιότητα μιας επιγραφής και η Ιστορική αλήθεια την οποίαν εκφράζει είναι επιχείρημα μαχητό.
6. Διοίκηση Αγωγού Καυσίμων (Συκούριο Λαρίσης).
της Σελίτσιανης, τοιχογραφίες δε είς τον Άγιον Παντελεήμονα και την Ιεράν Μονήν των Γενεθλίων της Θεοτόκου είς την Σελίτσιανην – Ανατολήν και είς την Ι.Μ. της Γεννήσεως της Θεοτόκου είς το Πολυδένδρι της Αγιάς.
Διά την σχέσιν του Αγίου Δαμιανού με το ασκηταριό δυνάμεθα να προτείνουμε πολλές εκδοχές. Η εκ του συναξαρίου μόνη γραπτή μαρτυρία είναι του Ιερομονάχου Διονυσίου Παπαδοπούλου. Εφ’ όσον όμως τα βιογραφικά δεδομένα είναι πτωχά, δυνάμεθα, συγκρίνοντες αναλόγους εγκλεισμούς Αγίων μέσα είς την συγκεκριμένην ιστορικήν εποχήν, να υποθέσουμε τα εξής:
α) Ο Όσιος Δαμιανός με την καταφυγή του είς το ΄Ορος των Κελλίων περί το 1550, ασκείται μέχρι την ημέρα του μαρτυρίου του, την 14ην Φεβρουαρίου 1568, είς το ασκηταριό, το οποίο ηύρε από παλαιοτέρους αναχωρητάς ή έκτισε ο ίδιος. Ο ίδιος στην ίδια περίοδο έκτισε το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου.
β) Ο Όσιος ασκείται είς τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων και αργότερα ανακαινίζει το προϋπάρχον από τον 11ον αιώνα Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου (;) συστήνοντας Κοινόβιο Μοναχών και αποφεύγοντας έτσι τους αγαρηνούς, οι οποίοι ήδη τον διώκουν. Το ασκηταριό το ανακαλύπτει και το οργανώνει ο ίδιος διά πλείονα άσκησιν ή το κληρονομεί από τους πρό αυτού κελλιώτας ασκητάς.
γ) Ο Όσιος Δαμιανός, προτού να μετοικήσει είς Κίσσαβον, συμμετέχει είς την ανακαίνισιν της Ι.Μ. Πελεκητής Καρδίτσας (Καρίτσα) περί το 1540 και αφού εδιώχθη από τους Τούρκους ακολουθεί μία από τις ανωτέρω εκδοχές, με την πιθανότητα η οργάνωσις του ασκηταριού να προηγείται ή να έπεται της ιδρύσεως της Μονής.
Η βεβαιότητα της σχέσεως του Οσίου Δαμιανού με το ασκηταριό της Σελίτσιανης στηρίζεται είς την πρόταση του Συναξαρίου : «Ιδία αυτός ώκει μικρόν από της Μονής, προς νότον, εν τινί σπηλαί παρά τω παραρρεόντι χει-μάρρω υπό τον εκεί κρημνόν, τους καθ’ εαυτόν αγώνας εν τούτω ανύων», Ιερ. Παραδ. 1805.
Εάν, λοιπόν, από το ασκηταριό των Αγίων Αναργύρων προέρχεται η ομώνυμος Ιερά Μονή της Αγιάς, από το ασκητήριο του Αγίου Παντελεήμονος Μελιβοίας, η ομώνυμος Μονή επίσης της Αγιάς, το Κουμπελί, γιατί να μη έχει την αιτία της δημιουργίας της η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Σελίτσιανης είς το ασκηταριό είς την θέσιν Δογατζή;
Προσπαθώντας, επίσης, να εξηγήσω το γεγονός της μη αναφοράς του ασκηταριού είς τους πρωϊμους χρονολογικώς βίους του Αγίου, τον Κώδικα της Τυβίγκης (1572), της Ι.Μ. Σιάμου Καρδίτσης και τον Κώδικα του Μεταξοχωρίου (1666), νομίζω, ότι δεν αναφέρεται το ασκηταριό διότι ο λογιώτατος, διδάσκαλος εν Θεσσαλία κατά το 1596, Ματθαίος, ο συντάκτης του αρχικού βίου, ή ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, ο παραφράσας τον βίον του Αγίου είς δημώδη γλώσσαν, θεωρούσαν ως φυσικό γεγονός και ανάξιον αναφοράς, ένας Γέροντας και συνασκητής του Μεγάλου Δομετίου του Φιλοθεϊτου, να επιζητεί τρόπους ασκήσεως είς κάθε χρονικήν περίοδον της μοναχικής του ζωής.
Είναι μάλιστα σύνηθες φαινόμενον είς την Ορθόδοξον Αγιολογίαν κτήτορες Ιερών Μονών (Αθανάσιος μετεωρίτης, Διονύσιος ο εν Ολύμπω, Νικάνωρ είς Ζάβορδαν, Λεόντιος ο Αιγιαλείας) και πολλοί εκ των Αγιορειτών (Σίμων Μυροβλήτης, Αθανάσιος Αθωνίτης, Γαβριήλ ο ΄Ιβηρ, Νήφων ο Διονυσιάτης), να συνδέονται με κάποιο σπήλαιον – ασκητήριον δια τον συγκερασμόν της διοικητικής μερίμνης μετά της απερισπάστου ησυχίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Κλείνοντας αυτήν την εισήγησιν και, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις μου διά το χρονολογικόν διάγραμμα της πορείας του Αγίου Δαμιανού είς την Θεσσαλίαν, τα βασικά συμπεράσματά μου διά το ασκητήριον είναι τα ακόλουθα:
α) Τελευταίος σταθμός δράσεως του Αγίου είς Θεσσαλίαν είναι η Σελίτσιανη (1550 περίπου).
β) Το Συναξάριον, το οποίο διέσωσε την μαρτυρίαν της σχέσεως του Αγίου με το σπήλαιον-ασκηταριό, είναι το κατά το έτος 1805 εκδοθέν μετά της ασματικής ακολουθίας του Οσιομάρτυρος Δαμιανού του Νέου, παρά του εν Ιερομονάχοις Διονυσίου του επιλεγομένου Παπαδοπούλου, δαπάνη Βησσαρίωνος Χατζηγεωργίου, αρτοπωλητού εκ Λαρίσης, παρά Νικολάω Γλυκεί των εξ Ιωαννίνων, εν Βενετία.
γ) Το σπήλαιον – ασκηταριό είς την θέσιν «Δογατζή» της Σελίτσιανης είναι έργον των χειρών του Οσίου Δαμιανού, διότι υπάρχει πλήρης γεωμοφρολογική ομοιότητα με το ασκητήριο του Οσίου Δομετίου της Ι.Μ. Φιλοθέου του Αγίου ΄Ορους, είς το οποίον ο Άγιος ησκήτευσε τρία έτη.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΗΜΕΡΙΔΟΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1995
Επιμέλεια
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα της εισηγήσεώς μου είναι: «Η σχέση του Αγίου Δαμιανού με την Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου και το ασκηταριό». Αποτελεί μέρος της μεταπτυχιακής μου εργασίας που εγκρίθηκε από το Α.Π.Θ. τον Νοέμβριο του 1994 και έχει σχέση με την αγιολογία της περιοχής μας. Ιστορικά αναφέρεται στο β΄ ήμισυ του 16ου αιώνα. Πιστεύω ότι η αγιολογία συμπορεύεται με την ιστορία. Και ιστορία είναι μια συνέχεια. Το παρελθόν δεν πεθαίνει ποτέ, και το παρόν ευρίσκεται σε ίση απόσταση από το παρελθόν και από το μέλλον. Σε συνδυασμό με τη διαχρονικότητα του προσώπου ενός Αγίου μέσα εις την εκκλησία και ιστορία, νομίζω ότι ιστορία δεν γίνεται μόνο με μεγάλα συγγράμματα και παγκόσμια γεγονότα, αλλά και με μικρά, πολύ μικρά δημοσιεύματα.
Με τον υπό εξέτασιν χώρο συνδέομαι προσωπικά. Τέσσερα χρόνια κοινοβιακής ζωής είς το μοναστήρι του Αγίου, και κάποιες διανυκτερεύσεις εις το ασκηταριό, είναι μάλλον συμμετοχή εις τον προβληματισμό της σχέσεως του Αγίου Δαμιανού με το Μοναστήρι και το ασκητικόν σπήλαιον.
Παράδοση μοναστικού βίου εις την υπό εξέξασιν περιοχήν.
Ο χώρος της Ι.Μ. Τιμ. Προδρόμου, του ασκηταριού και η περιοχή της Σελίτσιανης, αποτελούν μέρος μοναστικού κέντρου καλουμένου «Όρος των Κελλίων».
Εις το βουνό των Κελλίων βάσει των πηγών αναπτύσσεται ο μοναχισμός από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα. Οι ανατολοικές υπώρειες του Κισσάβου από την Καρίτσα μέχρι το Μαυροβούνι βρίθουν βυζαντινών μονών, κελλίων και ασκηταριών. «Το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις της σεμνείοις ενευθυ-νούμενον». [Βίος οσ. Χριστοδούλου του Ιωάννη Ρόδου (1129-1150) Κ. Βοϊνης].
Μεγάλες μορφές, οργανωταί του μοναχικού ιδεώδους, διέρχονται το όρος των Κελλίων. Ο όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω, ο οποίος παρακαλείται υπό του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Κομνηνού να αναλάβει την κηδεμονίαν των μοναχών εις το όρος των Κελλίων. Ο Σωφρόνιος και Βαρνάβας, οι οποίοι σπεύδουν να προσκυνήσουν άνδρας ασκητάς με διορατικό χάρισμα και τα λείψανα του οσίου Βαρβάρου. Οι Αγιορείται Θεόδωρος και Συμεών, κτίτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, εξερχόμενοι του Αγίου Όρους, θεωρούν ως φυσικήν οδόν πορείας τους το όρος των Κελλίων, (867 μ. Χ.), «είς το οποίον έφθασαν δια να νουθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου είς τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας». [Ο Αναγνωστάκης – Ιερομ. Ιουστίνος «Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος», Άγιον Όρος 1984].
Ασκηταί με χαρίσματα ως ο Παχώμιος και Αρχιμανδρίται ως ο Θεοδόσιος, αποδεικνύουν σαφώς, ότι η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες και άλλα πλεονεκτήματα, ελκύουν πολλούς μοναχούς είς την κατοί-κηση του όρους, το οποίον κατά την υποτύπωσιν του οσίου Χριστοδούλου (1901), «μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι πέφυκεν ανακείμενον». (ΜΜ σ. 64).
Ομοίως και αργότερα αναφέρεται εις το Εγκώμιο Αθανασίου Αντιοχείας (1143-1156), «Εν τούτοις πλήθος ότι πολύ τον μονήρη βίον ανήρηται ….. είς όρη και ερημίας», ότι: «μέχρι του νυν εστίν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων πλήθος ενδιαιτώμενον».
Συνοπτική παρουσίασις του βίου.
Ο Άγιος εγεννήθη εις το Ρίχοβον Καρδίτσας περί το 1510 από ευσεβείς γονείς. Εις νεαράν ηλικίαν αναχώρησε διά το ΄Αγιον ΄Ορος. Εμόνασε εις το κοινόβιον του Φιλοθέου και σύντομα ηράσθη της ασκητικής ζωής, ζήσας επί τριετίαν κοντά είς τον αναχωρητήν Δομέτιον.
Αργότερα ως δόκιμος Γέρων, αναχωρεί από τον ΄Αθωνα και περιέρχεται τα μέρη της δευτέρας Θετταλίας, Όλυμπον, Κίσσαβον και Άγραφα, κηρύττων τα αναγκαία προς σωτηρίαν εις τους υπόδουλους Ρωμιούς. Τελευταία διωκόμενος ήλθεν πάλιν εις τον Κίσσαβον. Εκεί, ωκοδομήσας κοινόβιον Μονήν του Τιμίου Προδρόμου και πολλούς μοναχούς συνάξας περί αυτόν, μόνος τας ευχάς προς Κύριον εις κοντινόν σπήλαιον ανέπεμπε, μη διαλίπων το ιεραπο-στολικόν και κατηχητικόν του έργον. Ερχόμενος προς τούτο εις Βουλγαρινή συνελήφθη υπό των Τούρκων και εφυλακίσθη. Τη 14η Φεβρουαρίου του 1568 αφού απηγχονίσθη είς Λάρισαν, εκάη το ιερόν του λείψανον και ερρίφθη η στάχτη είς τον παρακείμενον Πηνειόν.
Ο Άγιος Δαμιανός και το μοναστήρι.
Μετά την έξοδόν του εκ του Αγίου Όρους ο Άγιος Δαμιανός περιέρχεται διαδοχικά Όλυμπον – Κίσσαβον – Άγραφα και διωγμένος πάντα από τους Τούρκους επανέρχεται εις τα μέρη του Κισσάβου. Αυτήν την φορά περιοδεύει και κηρύττει εις την ανατολική πλευρά του Κισσάβου και συγκεκριμένα εις την ευρυτέραν περιοχήν της Αγυιάς. Εδώ ο Άγιος φαίνεται πως βρήκε κατά-φύγιον. Το ορεινό της Σελίτσιανης, του εξασφαλίζει βάση και ορμητήριο δια την αποστολική του δράση στα χωριά της Αγυιάς. Αφού λοιπόν κατοικεί το γνωστό μας ασκηταριό κτίζει περί το 1550 το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου.
Ο Ιωάννης Λεονάρδος έργαφε το 1836 μ.Χ. ότι η μονή ήτο «Διώροφον οικοδόμημα» και είχε 3 ή 4 ιερομονάχους.
Το υπάρχον σήμερα Μοναστήρι είχε κτισθεί το 1797 είς τη θέση του παλαιοτέρου μοναστηριού που ο ΄Αγιος Δαμιανός πρώτος έκτισε το 1550 μ.Χ.
Το μοναστήρι διελύθη το 1888 μ.Χ. και τελευταία ηγούμενος διετέλεσε ο παπα-Ιωάννης Παπαακυριαζής ο λεγόμενος Πήδας (εκ Σελίτσιανης).
Το ασκηταριό.
Το σπήλαιον, λοιπόν, ή ασκηταριό, ευρίσκεται εις απόστασιν τριών χιλιομέτρων από την Ιεράν Μονήν Τιμίου Προδρόμου Ανατολής – Σελίτσιανης, είς την θέσιν «Δογαντζή». (Γερορρίζος Δημ. «Ιστορία της Ανατολής -Σελίτσιανης» Αθήνα 1964).
Από την «Ιερά Μονήν με κατεύθυνση προς τα δυτικά (προς τσιγγενέ), υπάρχει είς βάσιν (ρίζα) τεραστίου βράχου και διαμορφώνεται εντός φυσικού κοιλώματος το ασκηταριό. Τούτο φράσσεται από κάθε πλευρά με τοίχους εξ αργολιθοδομής. Είσοδος μικρά – ξύλινη (0,80Χ1,30) θύρα υπάρχει είς την νότιαν πλευράν.
Ο εσωτερικός χώρος απαρτίζεται από μικρό κελλί και μικρότατον ναϊσκον. Το ναΰδριον, εσωτερικών διαστάσεων (2,15Χ1,60 μ.) έχει κτισμένη ανατολικά κόγχη Αγ. Τραπέζης με μικρότατο τζαμωτό παράθυρο στο κέντρο προς φωτισμό (0,65 cm) βάθος Αγ. Τραπέζης.
Βόρεια και στο σημείο που απολήγει ο βράχος αρχίζει ο τοίχος και σχηματίζεται τετράγωνη κτιστή κόγχη προθέσεως (0,40Χ0,70). Ο ναΐσκος έχει ύψος 2,30 μ. Οι χώροι αυτοί διαχωρίζονται από εσωτερικόν μεσότοιχον, πάχους 0,40 cm, χωρίς πόρτα. Υπάρχει ένα παράθυρο είς το κελλί, είς δε την εκ σχιστολίθων σκεπή, υψούται καπνοδόχος και σφυρήλατος σταυρός.
Εσωτερικά, η σκεπή του ναϊσκου σχηματίζεται εκ του φυσικού κοιλώ-ματος του βράχου και απολήγει είς τον τοίχον. Το κελλίον όμως, σχηματίζεται εν μέρει από το φυσικό κοίλωμα και εν μέρει από ξύλινα δοκάρια και απέλες (ύψος 2,40 μ. ).
Ο περιβάλλων χώρος προς ανατολάς είναι θαμνώδης και λίαν επικλινής προς χαράδρα, η οποία χωρίζει τον βράχον από τη απέναντι δασώδη βουνο-πλαγιά του μοναστηριού. Εκ της θέσεως είς την οποίαν ευρίσκεται το ασκητα-ριό φαίνεται ευκρινώς το Μοναστήρι και αντιστρόφως. Ο ήλιος φωτίζει και θερμαίνει το απαρηγόρητο αυτό ασκηταριό, μέχρι τις 11,30΄ π.μ.
Είς το σημείο αυτό, πρέπει να αναφέρω , ότι, είς την Ι.Μ. Φιλοθέου του Αγίου Όρους, διασώζεται ο χώρος του ασκηταριού του οσ. Δομετίου, μετά του οποίου ησκήτευσε επί τριετίαν ο όσιος Δαμιανός. Ευρίσκεται Β.Δ. έως 500 μ. από το μοναστήρι. Είναι κτίσμα του 1500 περίπου και η θέση του μαρτυρεί μεγάλη ομοιότητα με το εξεταζόμενο ασκητήριο της Σελίτσιανης. Η θέα, η μορφολογία του εδάφους, το νερό του χειμάρρου και οι διαστάσεις του χώρου είναι ως μία αντιγραφή και απομίμησις γνωστού κτίσματος, είς όμοιον χώρον. Εντύπωση η οποία δημιουργείται, είς εκείνον όπου θα θελήσει να επισκεφθεί τα δύο ασκητήρια. Σήμερα είς τον χώρον αυτόν υπάρχει ναΐσκος του 1740. (Ούτος ο ναός της Θεοτόκου ωκοδομήθη το έτος ΑΨΜ).
Ο ναός φαίνεται ότι είναι προέκταση είς το κελλίον του οσ. Δομετίου, το οποίον και σήμερα υπάρχει εντός του κοιλώματος του βράχου.
Παραδόσεις.
Εκ των κατοίκων της Σελίτσιανης, κατά διήγησιν του μακαριστού Στέργιου Παπαδημητρίου, πληροφορούμεθα ότι ο όσιος Δαμιανός επανέκτησε προϋπάρχον μοναστήρι του 11ου αιώνος (Αλέξιος Κομνηνός;) και ότι ασκήτευσε είς τη θέσιν «Δογατζή» 18 χρόνια. Πηγαίο νερό έπαιρνε ο όσιος από το κοντινό σπήλαιον «Κιούγκι» είς την απέναντι ρεματιά κάτω από τα χωράφια των αδελφών Τσίνα. Χαμηλότερα μάλιστα υπάρχει ένα δεύτερο σπήλαιο, η τρύπα του «Πούλα», είς το οποίον έστελναν τους υπό κανόνα τελούντας μοναχούς.
Ο ανωτέρω γέροντας, διηγείται ότι ο όσιος και τα πνευματικά του εγγόνια κατά παράδοση, συχνά εκήρυτταν και δύο φορές το χρόνο, του Προδρόμου και της Παναγίας, λιτάνευαν την εικόνα, εξερχόμενοι εκ της μονής εις «ζητία».
Προυπάρχουσα κατάστασις.
Την εποχή κατά την οποία εγκατεστάθησαν και διέμεναν κοινοβιακώς οργανωμένοι αγιορείται μοναχοί (Αύγουστος 1981), η πρόσβασις προς το ασκητήριον ήτο αδύνατος. Όταν δε δια μέσου του δάσους έφθασαν οι μοναχοί είς το σπήλαιον, διεπίστωσαν τα εξής:
Η στέγη είχε καταπέσει κατά το ήμισυ.
Η κόγχη είς το ύψος του παραθύρου είχε καταρρεύσει.
Η ξύλινη θύρα της εισόδου είχε σαπίσει και το εσωτερικό ήτο πλήρες χωμάτων και υπολειμμάτων ζωοτροφών.
Επεμβάσεις.
Το Φεβρουάριο του 1983 (έως 1984), οι μοναχοί π. Ευθύμιος, π. Εφραίμ και ο ομιλών, κατασκεύασαν μονοπάτι και κλιμακοστάσιον προς το ασκηταριό, επισκεύασαν την κόγχη του ναϊσκου, το δάπεδον και την στέγην. Μετά από επίχρισμα ο ναϊσκος είς την μεγαλύτερην επιφάνειάν του και η μια όψις του μεσοτοίχου αγιογραφήθηκαν.
Τότε για πρώτη φορά μετά από αιώνες, ετελέσθη η θεία λειτουργία είς τον ναϊσκον του σπηλαίου.
Στοιχεία γνωριμίας του Αγίου Δαμιανού μέσα από τα κείμενα (πηγές) και τα μνημεία.
Η βιογραφία του Αγίου Δαμιανού περιέχεται:
α) στον κώδικα Μb 31 βιβλιοθήκης Πανεπιστημίου της Τυβίγγης 1572 μ.Χ.
β) στον κώδικα 8 της Ι.Μ. Αγίας Τριάδος Σιάμου (1930)
γ) στον σύμμεικτο κώδικα Μεταξοχωρίου (του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου) του Μαξίμου του Πελοποννησίου 1642-43 μ.Χ.
δ) στο συναξάριον ακολουθίας του Αγίου, υπό Διονυσίου Παπαδοπούλου 1805 μ.Χ.
ε) στον χειρόγραφο κώδικα της Ι.Μ. Δουσίκου Τρικάλων.
στ) στο Μουσείο Ανατολής εικόνα του Αγίου με επιγραφή: «Η μεν μονή εκτίσθη τω 1568 η δε εικόνα εζωγραφίσθη είς τους 1886 δι’ ιδίων εξόδων του καθηγουμένου παπα-Ιωανικίου Παπακυριαζή εκ χώρας Σελίτσιανη».
ζ) στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, φορητή εικόνα του Αγίου Δαμιανού στο τέμπλο.
η) στο Μουσείο Ανατολής, εικόνα μικρή το μέγεθος μετά του Αγίου Σπυρίδωνος.
θ) στον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Ανατολής, εικόνα σε μωσαμά από Ν. Αργυροπούλου.
Τοιχογραφίαι.
Τοιχογραφικά μνημεία που εικονίζουν τον Άγιο Δαμιανό στο χωριό μας έχουμε τα εξής:
α) Ι.Ν. Αγ. Παντελεήμονος είς το εσωράχιον του δυτικού τοίχου είς την γ΄ ζώνην
β) είς την Ι.Μ. Γενεσίου της Θεοτόκου «Παναγιά Καρπούζα» είς τον δυτικό τοίχο γ΄ ζώνη «ως κτίτωρ» και
γ) είς Ι.Μ. Παναγίας Πολυδενδρίου (Γενέσιον της Θεοτόκου) του 1590 μ.Χ. (22 χρόνια μετά το μαρτύριο του Αγίου).
Επίσης πρέπει να πω ότι το όνομα Δήμος στη Σελίτσιανη και στην Αγιά δεν υπονοεί το αρχαιοελληνικό Δημοσθένης αλλά είναι υποκοριστικό του Δημήτριος. Με την πάροδο του χρόνου αποσυνδέθηκε από την ρίζα του και δεν είχε εόρτιο ημέρα. Σήμερα οι έχοντες τούτο ως κυριώνυμο εορτάζουν την 14η Φεβρουαρίου, ημέρα της μνήμης του Αγίου Δαμιανού.
Ακόμα ας αναφέρω ότι την 1η Ιουλίου του έτους 1994 επί δημαρχίας του κ. Λαμπρούλη ο σύλλογος Σελίτσιανης και ο όμιλος φίλων ιστορίας της Λάρισας ετέλεσαν αποκαλυπτήρια αναμνηστικής ενεπίγραφης μαρμάρινης πλάκας κάτωθεν του Αγίου Αχιλίου , από την πλευρά του Πηνειού στον τόπο δηλαδή που μαρτύρησε ο Άγιος Δαμιανός είς μνήμην της αθλήσεώς Του .
Η διδαχή του Αγίου Δαμιανού.
Η διδασκαλία του Αγίου, όπως και του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού αργότερα, έθιγε τα οικονομικά συμφέροντα των Τούρκων και των Εβραίων. Στη Θεσσαλία το 1520 μ.Χ. (υπήρχον 12.347 οικογένειες Τούρκων, 387 Εβραίων και 57.671 Χριστιανών. Στη Λάρισα όμως, με 693 οικογένειες συνολικά, μόνο οι 75 ήταν χριστιανικές.
Ο Δαμιανός δίδασκε «μη πρίασθαι ή πωλείν τι εν Κυριακή» και η επιμονή του αυτή, τον έφερε αντιμέτωπον με τους Τούρκους. Η Κυριακή, ημέρα προσευχής και αργίας για τους χριστιανούς ήτο για τους Τούρκους και Εβραίους ημέρα πανηγύρεως (bazar). Παζάρι ονομάζουμε μέχρι σήμερα την ημέρα κατά την οποία γίνεται εμπόριο τροφίμων κ.α. Οι Τούρκοι ήθελαν την Κυριακή ως ημέρα εμπορίου όχι μόνο για οικονομικούς λόγους αλλά και διά να βεβηλώσουν και εξαλείψουν την πλέον ιερά και αναστάσιμον ημέρα των ορθοδόξων.
Η κατηγορία, ότι ο Άγιος εμπόδιζε τους χριστιανούς να συναλλάσσονται κατά τας Κυριακάς ήταν σημαντικός λόγος δια να τους οδηγήσει είς τον δι’ αγχόνης θάνατον. Με την ίδια κατηγορία εμαρτύρησε αργότερα και ο ΄Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Κρίσεις και απόψεις.
Ο Άγιος έρχεται ως ιεραπόστολος είς την Θεσσαλία μετά τον εν Ολύμπω Διονύσιον και πρίν τον Συμεών τον μονοχίτωνα, οι οποίοι, ως και ο Δαμιανός είναι αγιορείται εκ της μονής Φιλοθέου. Δεν έχει την προαίρεσιν να μαρτυρήσει, αλλά σκοπός του είναι να βοηθήσει εν πράξει και λόγω το υπόδουλον γένος. Είναι λοιπόν φυσικό να ασκεί την αποστολή της διδαχής και κατηχήσεως και παράλληλα να ασκητεύει.
Το μοναστήρι του Προδρόμου μετά από αλλεπάλληλες μετακινήσεις Όλυμπος – Κίσαβος – Άγραφα, έρχεται ως τελευταίος σταθμός πολυετούς πορείας, ένεκα των διωγμών υπό των Τούρκων, οι οποίοι σαφώς ερεθίζονται από την διδασκαλίαν του.
Πιστεύω, ότι ο Άγιος χρησιμοποιούσε όπου ευρίσκετο χώρους άσκησης. Εις τα μέρη της Καρδίτσας π.χ. την Ι.Μ. Πελεκητής, ούτως ώστε οι αγιογράφοι να τον εικονίζουν (Μία επιγραφή τοιχογραφίας είναι σύνηθες να μην έχει γραφεί από τον αγιογράφο. Ούτως η γνησιότητα μιας επιγραφής και η ιστορική αλήθεια την οποία εκφράζει, είναι επιχείρημα «μαχητό») ως κτήτορα αυτής, ενώ κτήτωρ της μονής ήτο ο Πορφύριος, καθώς μαρτυρεί Μολυβδόβουλον Πατριαρχικόν Συγγίλιον του Πατριάρχου Ραφαήλ Β΄, εκ της Ι.Μ. Βατοπεδίου, εν έτει 1606. Η παράδοση όμως και η εικονογραφία, θέλει ο Άγιος Δαμιανός να έχει άμεση σχέση με τον Κίσσαβο. Το υψόμετρον, ως μέτρον αποφυγής των διωκόντων Τούρκων και το κοινόβιον, η Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, σε συνδυασμό με το ευλογημένον ασκηταριό, πρέπει να αναπαύ-σουν την ψυχή του Αγίου, ο οποίος τελικά, ως μάρτυρας τη προαιρέσει, αξιούται μετά ταύτα και του δι’ αίματος μαρτυρίου.
Όπως συνοπτικά είπα, είς την περιοχή μας τιμάται ο Άγιος Δαμιανός. Έχουμε εκκλησία εις την Δ.Α.Κ. (Διοίκηση Αγωγού Καυσίμων, Συκούριο Λάρισας), εικόνες είς το μοναστήρι και το μουσείον της Σελίτσιανης. Τοιχογραφίες κτιτορικές είς τον Άγιο Παντελεήμονα, είς την Ι. Μονήν Γενεθλίων της Θεοτόκου είς Ανατολήν και είς την Ι.Μ. Κοιμήσεως Πολυδεν-δρίου επίσης.
Η μνήμη του ως κτίτορος Ι. Μονής εορτάζετω υπό των ιερομονάχων εις Σελίτσιανη, την Β΄ Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων, κατά το τυπικό του Αγίου Όρους (1981-1985).
Δια την σχέση του Αγίου Δαμιανού με το ασκηταριό και το Μοναστήρι δυνάμεθα να προτείνουμε πολλές εκδοχές. Η εκ συναξαρίου μόνη γραπτή μαρτυρία είναι του ιερομ. Διονυσίου Παπαδοπούλου. Εφ’ όσον όμως τα βιογραφικά δεδομένα είναι πτωχά, δυνάμεθα, συγκρίνοντας ανάλογες κλίσεις αγίων μέσα είς την συγκεκριμένη ιστορικήν εποχήν να υποθέσουμε τα εξής:
α) Ο Όσιος Δαμιανός με την εκφυγή του είς το όρος των Κελλίων περί το 1550, ασκείται μέχρι την ημέρα του μαρτυρίου του, 14η Φεβρουαρίου 1568, είς το ασκηταριό το οποίο ηύρε από παλαιοτέρους αναχωρητάς ή έκτισε ο ίδιος, και είς το διάστημα αυτό οικοδομεί το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου.
β) Ο Όσιος ασκείται είς τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων και αργότερα ανακαινίζει το προϋπάρχον από τον 11ο αιώνα μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου (;) συστήνοντας κοινόβιο μοναχών και αποφεύγοντας έτσι τους αγαρηνούς, οι οποίοι ήδη τον διώκουν. Το ασκηταριό το ανακαλύπτει και το οργανώνει ο ίδιος, δια πλείονα άσκησιν ή το κληρονομεί από τους προ αυτού κελλιώτας ασκητάς.
γ) ο Όσιος Δαμιανός προτού να μετοικήσει είς Κίσσαβον συμμετέχει είς ανακαίνιση της Ι.Μ. Πελεκητής Καρδίτσας (Καρίτσα) περί το 1540 και αφού εδιώχθη από τους Τούρκους, ακολουθεί μια από τις ανωτέρω εκδοχές, με την πιθανότητα η οργάνωσις του ασκηταριού να προηγείται ή να έπεται της ιδρύσεως της Μονής.
Η βεβαιότητα της σχέσεως του Οσίου Δαμιανού με το ασκητήριο της Σελίτσιανης, στηρίζεται είς την πρόταση του Συναξαρίου «ιδία δ’ αυτός ώκει μικρόν από μονής, προς νότον, εν τινί σπηλαίω παρά τω παραρρεόντι χειμάρρω υπό των εκεί κρημνόν, τους καθ’ εαυτόν αγώνας εν τούτω ανύω». (Ιερ. Διον. Παπαδ. 1805).
Εάν λοιπόν, από τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων, προέρχεται η Ι.Μ. Αναργύρων, από το ασκηταριό του Αγίου Παντελεήμονος Μελιβοίας, η Ιερά Μονή Παντελεήμονος Αγιάς, το «Κουμπελή», γιατί να μην έχει την αιτία της δημιουργίας της η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, είς το ασκηταριό της Σελίτσιανης;
Προσπαθώντας, επίσης, να εξηγήσω το γεγονός, της μη αναφοράς του ασκηταριού είς τους πρώϊμους χρονολογικά βίους του Αγίου: Τον κώδικα της Τυβίγγης του 1572, τον όμοιο της Ι.Μ. Σιάμου Καρδίτσης και τον κώδικα Μεταξοχωρίου Αγιάς του 1666, νομίζω ότι δεν αναφέρεται το ασκητήριον, διότι ο λογιώτατος υμνογράφος Ματθαίος, ο εν Θεσσαλία διδάσκων, ή ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος (1569-72), ο συγγράψας τον βίον του αγίου είς δημώδην γλώσσαν, θεωρούσαν ως φυσικό γεγονός και ανάξιον αναφοράς, ένας Γέροντας και συνασκητής του μεγάλου Δομετίου του Φιλοθεϊτου, να επιζητεί τρόπους ασκήσεως είς κάθε χρονικήν περίοδον της μοναχικής του ζωής.
Είναι μάλιστα σύνηθες φαινόμενον είς την ορθόδοξον αγιολογίαν, οι κτίτορες των Ιερών Μονών – Αθανάσιος Μετεωρίτης, Διονύσιος Ολύμπου, Νικάνωρ Ζάβουρδας, Λεόντιος Αιγιαλείας και πολλοί εκ των αγιορειτών: Σίμων ο Μυροβλήτης, Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Γαβριήλ ο Ιβηρ, Νήφων ο Διονυσιάτης, να συνδέονται με κάποιο σπήλαιο-ασκητήριον, διά τον συγκερασμόν της διοικητικής μέριμνας μετά της απερισπάστου ησυχίας.
Συμπεράσματα.
Κλείνοντας αυτήν την εισήγησιν και ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις μου διά το χρονολογικόν διάγραμμα της πορείας του Αγίου Δαμιανού είς την Θεσσαλίαν, τα βασικά συμπεράσματά μου δια την σχέση του Αγίου Δαμιανού με την Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου και το «ασκητήριον» είναι τα ακόλουθα:
α) Ο τελευταίος σταθμός δράσεως του Αγίου είς Θεσσαλίαν είναι η Σελίτσιανη (1550 περίπου). Ο Άγιος Δαμιανός είναι ο κτίτωρ της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου.
β) Το συναξάριον το οποίο διέσωσε την μαρτυρίαν της σχέσεως του Αγίου με το σπήλαιον-ασκηταριό, είναι της κατά το έτος 1805 εκδόσεως της ασματικής ακολουθίας του οσιομάρτυρος Δαμιανού του Νέου, παρά του εν Ιερομονάχοις Διονυσίου του επιλεγομένου Παπαδοπούλου, δαπάνη Βησσαρίωνος Χ. Γεωργίου αρτοπωλητού εκ Λαρίσης, παρά Νικολάω Γλυκεί του εξ Ιωαννίνων.
γ) Το σπήλαιον-ασκηταριό, είς θέσιν «Δογαντζη» Σελίτσιανης είναι έργον δια χειρών του οσίου Δαμιανού, διότι υπάρχει 100% γεωμορφολογική ομοιότητα με το ασκητήριο του οσίου Δομετίου της Ι.Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, είς το οποίο ο Άγιος ησκήτευσε τρία έτη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Από της ιδρύσεώς της η Εκκλησία κατελήφθη από τον χείμαρρο της ανθρώπινης ιστορίας. Παραμένει μέσα είς την ιστορία και μέσα είς αυτή πραγματοποιεί τους σκοπούς της. Δεν μπορούμε να αποσπάσουμε την Εκκλησία από την ιστορία, γιατί κάθε ιστορική «στιγμή» είναι παρούσα μέσα στην Εκκλησία. (NICOLAS AFANASSIEV «Η εξουσίας της αγάπης» ΤΗΝΟΣ, Αθηναι 1992 σ. 9).
Γράφοντας έτσι ο NICOLAS AFANASSIEV, συμπληρώνει και επικροτεί τον πρύτανη των Θεολόγων της Ρωσικλης διασποράς Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ ο οποίος χαρακτηριστικά έλεγε: «Όποιος μένει απαθής ενώπιον της ιστορίας, αυτός δεν μπορεί ποτέ να είναι καλός χριστιανός». (Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ «Χριστιανισμός και Πολιτισμός»).
Εύχομαι το πολιτιστικό μας βραδυνό να μην είναι και το τελευταίο. Αντιλαμβανόμεθα όλοι ότι «ο ανθελληνισμός που υπάρχει βαθιά ριζωμένος στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ευρωπαίων και των Αμερικανών δεν είναι απλά ψυχοπαθολογικός». (ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ).
Όμως δια να συναντήσεις «περήφανο» Έλληνα, πρέπει να είσαι εξαιρετικά τυχερός. Επειδή η παιδεία μας δεν είναι περιαγωγή της ψυχής, αλλά εγκυκλοπαιδεία, δηλαδή έτοιμη σοφία, δανεική ευφυΐα και συλλογή πληροφοριών, η ιστορία μας, έως ότου προέκυψε το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ήταν ΜΟΝΟ δια τους ιστορικούς.
Πιστεύω εις το εξής να είναι γνώσις και βίωμα του κάθε Έλληνα.-
Ευχαριστώ.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
1510 – 1512 Γέννησις Οσίου Δαμιανού
1530 – ; Μοναχός είς Ι.Μ. Φιλοθέου Αγίου ΄Ορους
1540 – 1543 ΄Ασκησις μετά του Αγίου Δομετίου
1543 – ; Εις Δευτέραν Θετταλίαν (Όλυμπος – Κίσαβος – Άγραφα)
1545 – 1550 Ι. Μ. Πελεκητής
1550 – 1568 «Ασκητήριο» και Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Σελίτσιανης
- Μαρτύριον είς Λάρισαν.-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημ. Ρ. Γερορίζος, Ιστορία της Ανατολής (Σελίτσιανης), Αθήναι 1964.
Δημοτικά Τραγούδια του Χωριού Ανατολή Αγιάς.
Κ. Σπανός, Εισαγωγή – Σχόλια – Επιμέλεια, Λάρισα 1986.
Ε. Σκουβαρά, Ολυμπιώτισσα, Αθήνα 1967 σ. 245, 252.
Ι. Κορδάτος, Ιστορία της Επαρχίας του Βόλου και της Αγιάς, Αθήνα 1960 σ. 543, 490.
Ι. Α. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, Πέστη 1863, σ. 161-162.
Ν. Μάγνης, Περιήγησις ή Τοπογραφία της Θεσσαλίας και θετταλικής Μαγνησίας. Εν Αθήναις 1860 σ. 95.
Αφροδίτη Α. Πασαλή, «Ο Άγιος Παντελεήμων στην Ανατολή Αγιάς Θεσσαλίας» CHURCHESIN GREECE 1453-1850 Ανάτυπο – Αθήνα 1993
Θεοδ. Χατζημιχάλη, «Ένα πανηγύρι στα χρόνια της σκλαβιάς», ΕΕΕΕ, Εν Αθήναις 1975, σ. 93.
J.J. Bjornstahl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας, 1779, Μετάφρασις, Προλεγόμενα, Σημειώσεις: Μεσεβρινός, Τα Τετράδια του Ρήγα, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 129.
Ε. Κουρκουτίδου, Μεσαιωνικά Μνημεία Θεσσαλίας, ΑΔ 22, 1967, Χρονικά, σ. 311.
Τ. Παπαζήση, Παλιές εκκλησίες και μοναστήρια στον Κίσσαβο, Θεσσαλική Εστία, Απρίλιος 1975, τ. 14, σ. 73-75.
Γερμανού Μητροπολίτου Δημητριάδος, Επιγραφαί μονών και ναών της Επαρχίας Αγιάς, Θεσσαλικά Χρονικά 1993 σ. 162.
Νικ. Νικονάνου, Βυζαντινά Μεσαιωνικά μνημεία Θεσσαλίας, (1971)( ΑΔ, τομ. 27, Αθήναι 1977 σ. 426.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΧΩΡΙΟΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΛΑΡΙΣΗΣ, Σπουδαστικαί Εργασίαι (Ακαδημαϊκόν έτος 1971-72, Εθν. Μετσόβιον Πολυτεχνείον, Αθήναι 1973.
«ΘΕΣΣΑΛΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ»
Ομιλία πραγματοποιηθείσα εις Αμπελώνα Λαρίσης
την 28-01-1996
Επιμέλεια: Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
«ΘΕΣΣΑΛΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ»
κ. Αντιδήμαρχε,
κ. Σύμβουλοι,
Σεβαστοί Διδάσκαλοι,
Αγαπητοί Γονείς,
Κυρίες και Κύριοι.
Ευχαριστώ τους εκπαιδευτικούς του Γ΄ Δημοτικού Σχολείου Αμπελώνος που είχαν την καλοσύνη να με προσκαλέσουν είς την πόλη σας δια την παρουσίαση του θέματος «Θεσσαλοί Νεομάρτυρες».
Ευχαριστώ και όλους εσάς που προσήλθατε να ακούσετε την ομιλία μου. Δέχθηκα να ομιλήσω διότι δεν θα πω τίποτα δικό μου. Ότι θα ακούσετε είναι γραμμένο ή έχει λεχθεί από αυτούς που απέκτησαν την αληθινή γνώση. Εσείς – μαζί σας και εγώ – ως φίλοι της γνώσης θέλουμε να ακούμε και να μελετάμε.
Η δική μου σπουδή, δεν τολμώ να πω εμπειρία, είναι η αγάπη να συλλέγω και να παρουσιάζω όσο γίνεται σωστά άγνωστα στοιχεία από τη ζωή των Αγίων.
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ο όρος Νεομάρτυς άρχισε να χρησιμοποιήται μετά την εικονομαχία εις το Βυζάντιο, για να χαρακτηρίσει όσους υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, επειδή απέδιδον τιμητική προσκύνηση στις εικόνες που κατέστρεφαν μετά μανίας οι εικονοκλάσται.
Από διακοσίων και πλέον όμως ετών επεκράτησε η συνήθεια να ονομάζονται Νεομάρτυρες όσοι με κάθε τρόπο έχαναν τη ζωή τους από τους Τούρκους επειδή ομολογούσαν πίστη στο Χριστό και δεν επείθοντο να εξισλαμισθούν (να γίνουν δηλαδή από Χριστιανοί Μουσουλμάνοι). Έτσι λοιπόν κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, όσους έχυσαν το αίμα τους διά την χριστιανική τους πίστη μετά το έτος 1453 μ.Χ. καλούμε Νεομάρτυρας προς διαχωρισμό από τους αρχαίους μάρτυρας της πίστεως (Άγ. Γεώργιο – Άγ. Δημήτριο) από τους οποίους σε τίποτα δεν υστερούσαν οι Νεομάρτυρες. (Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης «Νέον Μαρτυρολόγιον» Αθήναι 1794).
Επειδή όμως από τον ιβ΄- ιγ΄ αιώνα, όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι άρχισαν να καταλαμβάνουν εδάφη είς την Μικρά Ασία, είχαμε ομολογητάς Μάρτυρας, πιο σωστή άποψη και επιστημονικά είναι να λέμε ότι, είς τους Νεομάρτυρας, όπως γράφει ο Ν. Τωμαδάκης «Κατατάσσονται όσοι κατά την Βυζαντινήν εποχήν και μέχρι σήμερον, εκβιασθέντες να εξωμόσουν είτε υπό βαρβάρων ειδωλολατρών είτε υπό μουσουλμάνων, ομολόγησαν την καλήν ομολογίαν της πίστεως και επροτίμησαν τον στέφανον του μαρτυρίου».
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
[Η εκκλησία του Χριστού έχει ως κύριο σκοπό της τη σωτηρία του ανθρώπου. Δεν ήλθα είπε ο Χριστός να κρίνω τον κόσμο αλλά να τον σώσω. Ομοίως είναι γραμμένο είς το Ευαγγέλιό μας ότι «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6, 24).
Προβλέποντας μάλιστα ο Ιησούς ότι ο κοσμικός άρχοντας θα είναι άλλοτε ειδωλολάτρης, κάποτε αιρετικός και άλλοτε αλλόθρησκος είπε στους μαθητάς του: «εν των κόσμω θλίψιν έξετε ……» (Ιωαν. 16, 33). Και ότι θα διωχθείτε, όπως και εγώ εδιώχθην (Ιωάν. 15, 20). Λόγια που όντος επαλη-θεύτηκαν. Έτσι έχουμε μυριάδες μαρτύρων.]
Κατά την (χρονικά) ιστορική περίοδο που θα αναφερθούμε, οι Οθωμανοί Τούρκοι κυριεύουν το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρα-τορίας και όταν γίνονται κύριοι της ελληνοτραφούς Ανατολής δεν ανέχονται την πίστη των Χριστιανών και δη των Ελλήνων Χριστιανών. Προσποιούνται ανοχή, η οποία κάποτε-κάποτε ήτο πραγματική, συνήθως όμως εικονική. Δηληδή ενώ ο πορθητής Μωάμεθ Β΄ εξέδωκε το «Βεράτιον» διά του οποίου ανεγνωρίζετο είς τους Χριστιανούς το δικαίωμα να θρησκεύουν ελεύθερα και να αυτοδιοικούνται με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην πραγμα-τικότητα υπήρχε ακήρυκτος διωγμός των Τούρκων κατά των Χριστιανών.
Μόνο εάν γνωρίζαμε την ιστορία της πατρίδος μας θα εκτιμούσαμε όχι μόνο ως Χριστιανοί αλλά και ως Έλληνες την σημασία της θυσίας των Νεομαρτύρων.
Η μοναδική ανασχετική δύναμις στο ακατάσχετο κύμα του αφελληνισμού και του εξισλαμισμού ήτο η δύναμις της θυσίας των Νεομαρτύρων.
Το μαρτύριο διά την Εκκλησία, όπως είπαμε, δεν ήτο άγνωστο. Ήρωας της Εκκλησίας πάντα και πρωτίστως ήτο ο Μάρτυς και έπειτα ο Άγιος.
Δεν είναι τυχαίο ότι στα θυσιαστήρια των Ναών στο εγκαίνιο της Αγίας Τραπέζης κάθε ορθοδόξου Ναού, υπάρχουν λείψανα μαρτύρων. Οι πρώτες λειτουργίες, στις κατακόμβες, εγίνοντο στους τάφους των μαρτύρων. Πράξις εξόχως χαρακτηριστική διότι το φρόνημα της Εκκλησίας στηρίζεται επί των λειψάνων των μαρτύρων της. (Ομολογία – αυταπάρνησις – θυσιαστική αγάπη κ.λ.π.).
1.- Μαρτυρολόγια και Νεομάρτυρες
Αν και δεν υπάρχει εποχή είς την ιστορίαν της Εκκλησίας μας χωρίς μάρτυρας διακρίνομεν τα αρχαία μαρτυρολόγια είς δύο είδη: α) Διαδικαστικά και β) Περιγραφικά1. Τα μαρτυρολόγια των Νεομαρτύρων, τα οποία ακολου-θούν τους τύπους των αρχαίων μαρτυρολογίων, διακρίνονται επίσης εις διαδικαστικά και περιγραφικά. Τα νέα μαρτυρολόγια καταγράφουν και περιγράφουν τις συνθήκες ψυχολογικής και σωματικής βίας υπό τις οποίες επώνυμοι πιστοί, λαϊκοί, μοναχοί και κληρικοί οδηγήθησαν ύστερα από επώδυνα βασανιστήρια είς μαρτυρικόν θάνατον, με μόνην είς βάρος των κατηγορίαν ότι ήσαν Χριστιανοί ή ότι αλλαξοπιστήσαντες κάποτε επανήλθον είς την πατρώα πίστην.
Τα διαδικαστικά μαρτυρολόγια είναι κείμενα, τα οποία καταγράφουν την διαδικασίαν της δίκης των μαρτύρων ενώπιον του κριτού, συνήθως Τούρκου Δικαστή. Είναι δηλαδή, πρακτικά περιέχοντα ερωταποκρίσεις κριτών και κρινομένων, τας αποφάσεις των πρώτων εναντίον των δευτέρων, καθώς και την εκτέλεσιν της αποφάσεως ύστερα από την έγκρισιν και του τοπικού άρχοντος. Ο τύπος αυτός καταγραφής μαρτυρίου είς την αρχαίαν εποχήν ελέγετο «Πράξεις». Τα περιγραφικά μαρτυρολόγια είναι απλαί περιγραφαί, συνήθως εκτενείς, αι οποίαι αναφέρονται είς βιογραφικά στοιχεία του μάρτυρος, είς την ευσέβειά του και εις τους λόγους διά τους οποίους οδηγή-
—————————————-
1.- Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία τομ. Β΄, Θεσ/νίκη 1978, σ. 472 κ.εξ. και 498 κ.εξ.
θηκε είς το μαρτύριον. Περιγράφουν την δίκη, τον διάλογον με τους κριτάς, την καταδικαστικήν απόφασιν και τα βασανιστήρια. Ιδιαίτερα όμως προσοχή δίδεται είς την ομολογίαν του μάρτυρος και είς την εμμονή τους είς αυτήν. Είς το τέλος παρατίθενται εγκώμια των μαρτύρων, θαυματουργικαί ενέργειαι ή οράματα πρίν το μαρτύριο, είτε είς τον τόπον του μαρτυρίου είτε είς τον τάφον του μάρτυρος.
Ο σκοπός των μαρτυρολογίων είναι ο αυτός με εκείνον των αρχαίων μαρτυρολογίων: Η ανάδειξις της αξίας της πίστεως είς τον Χριστόν και της μετά παρρησίας ομολογίας του μάρτυρος2. Η ομολογία της πίστεως του μάρτυρος είναι άλλοτε μια συντομώτατη πρότασις και άλλοτε μία θεολογικά συνθετοτέρα ομολογία3. Η εμφάνισις Νέων Μαρτύρων είναι κατά τον Άγιον Νικόδημον τον Αγιορείτη ευδοκία του Θεού: «γίνεσθε μοι Μάρτυρες και εγώ Μάρτυς» λέγει Κύριος ο Θεός.
Οι μάρτυρες εμφανίζονται κατά τον Άγιον Νικόδημον, διά τα εξής αίτια:
α) διά να είναι ανακαινισμός ολοκλήρου της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως
β) διά να μένουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της κρίσεως οι αλλόπιστοι
γ) διά να είναι δόξα μεν και καύχημα της Ανατολοικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων
δ) διά να αποτελέσουν παράδειγμα υπομονής είς όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς οι οποίοι εστέναζον υπό τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας
ε) δια να είναι θάρρος και παρακίνησις είς το να μιμηθούν διά του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος και όλοι οι Χριστιανοί οι κατά περίστασιν είς το μαρτυρήσαι αναγκαζόμενοι4.
————————————–
2.- Χρήστου Π. Τα μαρτύρια των αρχαίων Χριστιανών, Ε.Π.Ε. 30, Θεσ/νίκη 1978, σ. 26.
3.- Φανουργάκη Βασ., «Μάρτυρες – Νεομάρτυρες», Π.Θ.Σ. Θεσ/νίκη, 1988, σ.σ. 181-182.
4.- Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Αθήναι
Οι νέοι όμως μάρτυρες είναι πιο κοντά είς ημάς και αυτό έχει ιδιαιτέρως μεγάλην σημασίαν κατά τον μακαριστόν Σωφρόνιον Σαχάρωφ ο οποίος γρά-φει: «Πολλές φορές οι Χριστιανοί έχουν τον απόλυτα φυσικόν πόθο να δούν ορατές αποδείξεις της πίστεώς μας. Αλλιώς η ελπίδα τους εξασθενεί και οι διηγήσεις για θαύματα παλαιοτέρων εποχών καταντούν μύθος στην συνείδησή τους». Να γιατί είναι ωφέλιμη η επανάληψη παρόμοιων μαρτυριών. Να γιατί είναι ανεκτίμητος για μας αυτός ο καινούριος μάρτυρας, στον οποίον θα μπορούσε να δει κανείς σωτηριώδεις εκδηλώσεις της πίστεώς μας5.
Παρά το γεγονός της υπάρξεως του Βερατίου, το οποίον ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε χορηγήσει εις τον Γενάδιον Σχολάριον μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, οι Τούρκοι λόγω του ότι εστερούντο πολιτικής και κυρίως νομικής οργανώσεως προέβαινον είς βιαίους εξισλαμισμούς των Χριστιανών διά τρεις βασικούς λόγους:
α) Εξαιτίας της θρησκευτικής, μωαμεθανικής των συνειδήσεως, συμφώ-νως προς την οποίαν οι Τούρκοι έπρεπε αφ’ ενός μεν να περιφρονούν τους απίστους και αφ’ ετέρου να προσπαθούν, διά παντός, ακόμη και βιαίων μέσων, να προσελκύσουν απίστους είς την θρησκείαν των, τον Μωαμεθα-νισμόν, ενώ παραλλήλως επετρέπετο η παντός είδους τιμωρία των μη δεχομένων να εξισλαμισθούν και μάλιστα τούτο απετέλει καθήκον παντός καλού μωαμεθανού.
β) Εξαιτίας της εθνικής συνειδήσεως των Τούρκων, κατά την οποίαν, εξισλαμιζόμενοι οι υπόδουλοι Έλληνες και γενόμενοι Τούρκοι, εμειώνετο ούτως ο αριθμός των εθνικών αντιπάλων των. Διότι, διά του εξισλαμισμού των «απεμάκρυνον αυτούς ου μόνον εκ της χριστιανικής των πίστεως, αλλά και της μετ’ αυτής αρρήκτως συνδεδεμένης εθνικής των συνειδήσεως».
γ) Εξαιτίας της οικονομικής απληστίας των Τούρκων, οι οποίοι γνωρίζο-ντες ότι τας περισσοτέρας φοράς οι χριστιανοί δεν θα υπέκυπτον είς τας πιέσεις των προς εξισλαμισμόν, διά των διαφόρων κατηγοριών περί προσβολής της μωαμεθανικής θρησκείας ή του τουρκικού κράτους, μετά την
————————————–
5.- Σωφρονίου Σαχάρωφ (Αρχιμ.) «Ο Γέροντας Σιλουανός του Άθω» (1866-1938), 1978 σ. 2.
ομολογίαν της πίστης των και του εν συνεχεία μαρτυρικού θανάτου αυτών, θα ήρπαζον όλα τα περιουσιακά στοιχεία αυτών6.
Παρ’ όλον ότι αι αιτίαι διά τον εξισλαμισμόν των υποδούλων συνοψίζονται είς τρείς πραγματικούς λόγους, τα προσχήματα και αι εφευρεθείσαι αφορμαί ήσαν κατά κανόνα αι ίδιαι και σχεδόν πάντοτε ψευδείς και ανυπόστατοι είς βάρος των Χριστιανών7.
Προς τούτο, και μόνη η ψευδής κατηγορία, ότι ούτος ή εκείνος ο Χριστιανός ύβρισε τον Μωάμεθ αρκούσε όπως καταδικασθεί είς θάνατον, εκ του οποίου ηδύνατο να απαλλαγεί μόνον εάν εγίνετο μουσουλμάνος. Εάν λ.χ. αστειευόμενοι οι Τούρκοι έθετον τουρκικόν σαρίκιον επί κεφαλής χριστιανού, ούτος ώφειλε να δεχθεί τον Ισλαμισμόν. Εάν Χριστιανός έλεγε αφελώς, τουρκιστί τας λέξεις «Δόξα σοι ο Θεός», ή εν παραφορά έλεγεν ότι θα γίνει Τούρκος ή εφορούσε τουρκικά ενδύματα ή υποδήματα, όφειλε να προσέλθει είς τον Ισλαμισμόν. Πάσα ύποπτος σχέσις μετά μουσουλμανίδος συνεπήγετο την εξαναγκαστικήν αποδοχήν του Ισλαμισμού ή τας βασάνους και το μαρτύριον.
2.- Οι επί Τουρκοκρατίας αρνησίχριστοι
Μία ιδιαιτέρα ομάς μαρτύρων είς την εξεταζομένην περίοδον της Τουρκο-κρατίας, αποτελείται από Χριστιανούς, οι οποίοι αλλαξοπίστησαν και είς τη συνέχειαν μετενόησαν. Προκειμένου να εξιλεωθούν από το αμάρτημά των, εγένοντο αυτόκλητοι μάρτυρες. Αυτοί λέγονται αρνησίχριστοι και η περί-πτωση αυτή μας ενδιαφέρει διότι αφορά τον πλέον γνωστό σε σας νεομάρτυρα ΑΓΙΟ ΓΕΔΕΩΝ (Τυρνάβου). Η μερίδα των «εξ αρνησιχρίστων» Νεομαρτύρων παρουσιάζει ιστορικόν και θεολογικόν ενδιαφέρον. Πολλοί εξ αυτών, μετά την επιστροφήν των είς την Εκκλησίαν συνεδέθησαν με το Άγιον Όρος, και προετοιμάσθησαν εκεί διά το εκούσιον μαρτύριόν των. Οι περισσό-τεροι είχον γίνει εξωμότες είς νεαράν ηλικίαν διά διαφόρους λόγους, (κακομε-
————————————–
6.- Κρικώνη Χρ. «Κληρικοί Νεομάρτυρες – Εθνομάρτυρες», Π.Θ.Σ., Θεσ/νίκη, 1988, σ. 259.
7.- Κρικώνη Χρ. ενθ. ανωτ. σ.σ. 260-276.
ταχείρισις, επιπολαιότης, οικονομικοί λόγοι, χρήσις βίας από τους Τούρκους, μέθη, απάτη και συκοφαντίαι). Όταν αργότερον μετενόησαν, κατέφυγον είς το Άγιον Όρος και, υπό την καθοδήγησιν του Πνευματικού των, επροχώρησαν είς το μαρτύριον. Υπάρχουν μάλιστα και αγιορείται μοναχοί, οι οποίοι αλλαξο-πίστησαν και εγένοντο Μωαμεθανοί, όπως ο Προκόπιος και ο Αθανάσιος Λαυριώτης. Και αυτοί βεβαίως, όταν συνειδητοποίησαν την αποστασίαν των, μετενόησαν, ομολόγησαν την πίστην είς τον Χριστόν και εμαρτύρησαν8. Η ανάθεσις κάθε αρνησιχρίστου είς φωτισμένον γέροντα εθεωρείτο αναγκαιό-τατη. Ο πόθος του μαρτυρίου έπρεπε να συνοδεύεται από την ευλογίαν του πνευματικού πατρός, ο οποίος εδύνατο να διακρίει την ωριμότητα του επιδιώκοντος το μαρτύριον. Οι γέροντες πολλές φορές τους συνιστούσαν να μην επιδιώκουν «αυθαδώς τα τοιύτα, επειδή δεν είναι συγκεχωρημένον από τους Ιερούς Κανόνας να πηγαίνουν οι Χριστιανοί από λόγου των είς το μαρτύριον, δια το άδηλον της εκβάσεως, μήπως μη δυνάμενοι να υποφέρουν έως τέλους , αρνηθώσι την πίστη των»9. Δηλαδή δεν ενεθάρρυνε η Εκκλησία το αυθόρμητον μαρτύριον ως «κινδυνώδες και όχι τόσον νόμιμον». Οι αρνησίχριστοι όμως διψούν το μαρτύριον «τον υπέρ Χριστού θάνατον» και όταν εκδηλώσουν τον πόθο οδηγούνται υπό του ηγουμένου είς την προμαρτυρικήν δοκιμασίαν. Κατά το στάδιο αυτό ο δόκιμος υποβάλλεται είς σειράν δοκιμασιών, τας οποίας ξεπερνά με την νηστείαν και την προσευχήν. Όταν ο πνευματικός του διαγνώση ότι είναι άξιος, τον χρίει και ακολουθεί η κουρά. Εφόσον ο υποψήφιος διά το μαρτύριον εξακολουθεί να επιθυμεί να οδηγηθεί σ’ αυτό, ο πνευματικός ορίζει τον συνοδοιπόρο του ή συνοδίτην, ο οποίος τον ακολουθεί στον τόπο του «κριτηρίου», του συμπαραστέκεται, τον ενισχύει και τον φροντίζει, περιμένοντας να αγοράσει το λείψανο του μάρτυ-ρος από τους δημίους διά να το ενταφιάσει ή και να το μεταφέρει στο Άγιον
————————————–
8.- Νέον Λειμωνάριον …., Αθηναι 1930, σ.σ. 248-253 και Γλαβίνα Απ., «Ο εκ Λήμνου Νεομάρτυς Αθανάσιος», Γρηγόριος ο Παλαμάς 62, 1979, σ.σ. 326-328.
9.- Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον ….., ένθ. ανωτ. σ.σ, 44-45.
Όρος10 (π.χ. λείψανο Ιωάννου του εν Σμύρνη 1802 μ.Χ. τιμή 3.400 γρόσια).
Τα στάδια της προετοιμασίας λοιπόν ενός υποψηφίου μάρτυρος κατά τον ΄Αγιο Νικόδημο είναι τα εξής:
α) Να προσέλθει είς ένα πνευματικόν έμπειρον και ενάρετον είς τον οποίον να εξομολογηθή όχι μόνον την άρνησιν που έκανεν, αλλά και τας άλλας αμαρτίας του, και να φανερώση τον σκοπόν του να φθάση μέχρι το μαρτύριον.
β) Να ζητήση να λάβη δευτέραν χρίσιν του Αγίου Μύρου κατά την διάταξιν της Αγίας Εκκλησίας.
γ) Να καταφύγη είς έναν ήσυχον τόπον όπου με νηστεία, αγρυπνία και δάκρυα να παρακαλέσει τον Θεόν να τον ελεήση διά τα σφάλματά του και να ανάψη είς την καρδιάν του την θείαν αγάπην και να τον ενδυναμώση είς το μαρτύριον διά να καταισχύνη τον διάβολο και τους υπηρέτας του.
δ) Να κοινωνήση με κατάνυξιν και ευλάβειαν τα θεία μυστήρια, και
ε) Τέλος να μεταβή είς τον ίδιον τόπον όπου έγινε η άρνησις του Χριστού και εκεί να αρνηθή την θρησκείαν που είχεν ασπασθή και να ομολογήση την πίστην του Χριστού και να επιμείνη είς την ομολογίαν αυτήν μέχρις αίματος και θανάτου11.
Η μεθόδευσις αύτη η προτεινόμενη από τον Άγιο Νικόδημον δεν ήτο νέα. Την είχον προτείνει και άλλοι πρό αυτού με διαφόρους παραλλαγάς, αλλά πιο πολύ την είχον ήδη ακολουθήσει πολλοί από τους Νεομάρτυρας μέχρι τότε, όπως διαπιστώνεται από τα Μαρτυρο-λόγια. Η πορεία την οποίαν ηκολούθουν οι πεπτωκότες ότε απεφάσι-ζον να επιστρέψουν είς τον Χριστόν δεν διέφερεν από την ανάλογον πορείαν που ηκολουθείτο είς την αρχαίαν Εκκλησίαν. Είς τα περισ-σότερα μαρτυρολόγια, από το δεύτερον ήμισυ του 18ου αιώνα και μέχρι τας αρχάς του 19ου αιώνα, έχομεν λεπτομερή περιγραφήν της προετοιμασίας του μάρτυρος κατά την οποίαν ακολουθείται ορισμένη διαδικασία μέχρις ότου του δοθή η άδεια από τον πνευματικόν
————————————–
10.- Στογιόγλου Γεωργ., «Αγιορείτες Νεομάρτυρες», Π.Θ.Σ., Θεσ/νίκη, 1988, σ. 381.
11.- Σ.Ν. σ. 29 (εκ του Νέου Μαρτυρολογίου).
όπως παρουσιασθή ενώπιον του «κριτηρίου». Σύμφωνα με τον βιογράφον, ο Αγαθάγγελος καθημερινώς εκτελούσε τρεις χιλιάδες γονυκλινείς μετανοίας και οκτώ χιλιάδας προσκυνητάς, εδιάβαζε τους οίκους της Θεοτόκου δύο φοράς την ημέρα, το τετραευάγγελον, το Νέον Μαρτυρολόγιον, το Αμαρτωλών Σωτηρία και το Νέον Εκλόγιον, ευχόμενος νοερώς την ευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με». Η άσκησις αυτή της δοκιμασίας αποτελούσε κανόναν δι’ όλους τους αρνησιχρίστους του Αγίου Όρους, προκειμένου να αξιωθούν του μαρτυρίου12.
Ένεκα της εκτεταμένης αρνησιθρησκείας αυξάνεται και το ενδιαφέρον διά τους αρνησίχριστους. Ο Άγιος Νικόδημος, ενισχυόμενος από μίαν ομάδαν εκλεκτών πνευματικών αγιορειτών πατέρων της εποχής του, και προ πάντων από τον συμμαθητήν του Πατριάρχην Γρηγόριο τον Ε΄, εγένετο ο χειραγωγός -αλείπτης- πολλών αρνησαμένων τον Χριστόν, ώστε με την κατήχησιν και την ενδυνάμωσιν της πίστεώς των να διαθερμανθή ο πόθος των προς το μαρτύριον. Διά του Μαρτυρολογίου του, είς το οποίον συνεκέντρωσε 85 Συναξάρια γνωστών Νεομαρτύρων των ετών (1492-1794 μ.Χ.) απεσκόπει να υποκαύση τον ζήλον των αρνησιχρίστων ώστε δια του αίματος να αποπλύ-νουν την άρνησή των. Η άρνησις του Χριστού και της πίστεώς μας αποτελεί μεγάλην πτώσιν. Η μετάνοια των αρνησιχρίστων γίνεται αποδεκτή από την Εκκλησίαν και εφόσον μαρτυρήσουν διά την πίστην, γίνονται δεκτοί ως μάρτυρες. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας καλλιεργήθη η ιδέα του μαρτυρίου, και μάλιστα φαίνεται πως ο πόθος προς το μαρτύριον ηύξανεν ολοένα, παρά το γεγονός ότι και μόνη η μετάνοια ήτο αρκετή διά την σωτηρίαν των «πεπτωκότων».
Παρά τας αντιθέτους απόψεις, αι οποίαι αναιρούνται υπό των Αγίων Νικοδήμου και Αθανασίου Παρίου, η μετάνοια των αρνησιχρίστων γίνεται μεν δεκτή, διά να είναι όμως ολοκληρωμένη πρέπει να συνοδεύεται και από το μαρτύριον.
———————————————-
12.- Σ.Β.Μ. β΄ έκδοσις, 1960, τομ. Δ΄ σ. 322, σημ. 1.
ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821)
Λέγεται ότι, οι ακήρυκτοι διωγμοί των Τούρκων μωαμεθανών κατά των Χριστιανών ήταν ιδιόμορφοι αλλά και σκληρότεροι των ρωμαϊκών. «Είς πλείστας περιπτώσεις πολλά θα είχον να διδαχθούν οι παλιοί διώκται εκ των νέων αυτών σταυρωτών» (Ανδρ. Φυτράκης).
Η προσφορά των νεομαρτύρων στο υπόδουλο Γένος υπήρξε τεράστια σε βάθος και έκταση. Με τη μαρτυρική θυσία της ζωής των ανέκοψαν το κύμα του εξισλαμισμού και αποφεύχθηκε με αυτόν τον τρόπο ο εκτουρκισμός, αφού σ’ αυτή την τραγική για το Γένος μας περίοδο θρησκευτικότητα και Εθνισμός είχαν ταυτιστεί. Μένοντας δηλαδή ο χριστιανός σταθερός στην πίστη του διέσωζε ταυτόχρονα και την εθνική του συνείδηση13. Οι νεομάρτυρες ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Γι’ αυτούς άρνηση της πίστεως σήμαινε άρνηση της Ελλάδος και θάνατος για την πίστη σήμαινε προσφορά στον αγώνα για την Εθνική Ελευθερία14.
Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι νεομάρτυρες έγιναν σύμβολα αντιστά-σεως του λαού, στερέωσαν την πίστη των ραγιάδων και έδωσαν ελπίδες καινούριας ζωής15. Έτσι το πνεύμα της αυτοθυσίας τους παραδειγμάτιζε το λαό, τόνωσε το φρόνημά του και γιγάντωνε την εθνική του συνείδηση16. Το αξιοθαύμαστο παράδειγμά τους απέβη καινούρια πηγή πνευματικής ενδυνα-μώσεως των χριστιανών στον αγώνα τους για τη διατήρηση της θρησκευτικής
———————————————-
13.- Στυλ. Παπαδοπούλου, ο.π., σ. 87 πρβλ. Αντων. Παπαδοπούλου, «Θεολογία αρχαίων και νέων μαρτυρολογίων», ΙΜΘ, ο.π., σ. 176.
14.- Κων. Α. Βοβολίνη, «Η Εκκλησία είς τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1952, σ. 22 Πρβλ. Χρίστου Θ. Κρικώνη, «Κληρικοί Νεομάρτυρες – Εθνομάρτυρες», ΙΜΘ, ο.π., σ. 254.
15.- Γ. Αρνάκη, «Εκκλησία και Ελληνική κοινωνία» ΙΕΕ 10 (1974), σ. 149 Πρβλ. Νικ. Β. Τωμαδάκη, Οι Νεομάρτυρες του Βυζαντίου και η Οσιομάρτυς Φιλοθέη Μπενιζέλου η Αθηναία, Αθηναι 1971, σ. 17.
16.- Συμεών Γ. Κατσίμπρα, Οι νεομάρτυρες διά το ΄Εθνος, Αθηναι 1972, σ. 25 Πρβλ. Χρίστου Θ. Κρικώνη, «Η συμβολή του κλήρου της Εκκλησίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Ελληνικού ΄Εθνους», ΜΝΗΜΗ 1821, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 168.
και εθνικής ελευθερίας17. Όπως παρατηρεί ο Απόστολος Βακαλόπουλος την προθυμία τους για το μαρτύριο ενέπνεε όχι μονάχα ο βαθύς θρησκευτικός τους ζήλος, αλλά και γενικά το πνεύμα της αντιστάσεως κατά της μισαλο-δοξίας, της βίας και της τυραννίας18. Οι νεομάρτυρες αποτελούσαν μόνιμη ενθαρρυντική δύναμη για τους Εθνομάρτυρες και τους λοιπούς εθνικούς αγωνιστές. Η θυσία τους ήταν για τους Έλληνες στοιχείο φιλοτιμίας και πρότυπο να μην υστερήσουν και αυτοί σε θυσίες19. Τα μαρτυρολόγιά τους απέβησαν οι πιο διαδεδομένες ψυχωφελείς διηγήσεις, που παρηγορούσαν και ενθάρρυναν τον Ελληνικό λαό. Δεν είναι καθόλου υπερβολή, αν πούμε πως η Ελληνική Επανάσταση πραγματοποιήθηκε, επειδή ακριβώς είχαν προηγηθεί οι νεομάρτυρες.
Ο Λόγος και η μαρτυρία των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας ήταν, όπως ήδη είπαμε, και πατριωτικός.
Οι Τούρκοι με τη μέθοδο των εξισλαμισμών, γράφει ο Δημητριάδος Χριστόδουλος, επιδίωκαν τον αφανισμό μας. Γιατί τόσο εκείνοι, όσο και κάθε ύπουλος εχθρός μας, γνωρίζουν πολύ καλά ότι «ο Έλληνας όταν παύσει να είναι ορθόδοξος πολύ σύντομα θα παύσει να είναι και Έλληνας ……»20. Εις την Τουρκοκρατία λοιπόν οι νεομάρτυρες, ενεργούν διαφωτισμό και τον ενεργούν με την αντίληψη ότι οι Χριστιανοί είναι και Έλληνες. Και όταν προσπαθούν να συγκρατήσουν τους πιστούς στον Χριστιανισμό, είναι σα να προσπαθούν να συγκρατήσουν ταυτόχρονα και τον Ελληνισμό.
Οι Θεσσαλοί Νεομάρτυρες κατά χρονολογική σειρά είναι:
Ο Άγιος Νικόλαος εν Βουνένοις
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δαμιανός ο εν Κισσάβω 1568 μ.Χ.
Ο Άγιος Τριαντάφυλλος εκ Ζαγοράς 1680 μ.Χ.
———————————————-
17.- Γερασίμου Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, εν Αθήναις 1979, σ. 181.
18.- Αποστ. Βακαλοπούλου, Ιστορία, τ.β., ο.π., σ. 240.
19.- Στυλ. Παπαδοπούλου, ο.π., σ. 87, Πρβλ. Χριστοφόρου Γ. Σταυροπούλου, Οι Νεομάρτυρες και η Ελληνική Επανάσταση, Αθήναι 1971, σ. 17.
20.- Ζαχαρού Αποστόλου, Ο Άγιος Νεομάρτυρας Σταμάτιος ο εξ Αγίου Γεωργίου Νηλείας – Βόλου, Βόλος 1991.
Ο Άγιος Σταμάτιος εκ Βόλου 1680 μ.Χ.
Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος 1686 μ.Χ.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης 1773 μ.Χ.
Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Μαγνησία 1796 μ.Χ.
Ο Άγιος Γεώργιος εξ Ραψάνης 1818 μ.Χ.
Ο Άγιος Γεδεών ο εν Τυρνάβω 1818 μ.Χ.
Ας δούμε τώρα, ολίγα χαρακτηριστικά βιογραφικά στοιχεία για τον κάθε Θεσσαλό Νεομάρτυρα ………..
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ
Ο λαός αναγνωρίζει τους μάρτυρας ως αγίους αμέσως. Οι μάρτυρες εκφράζουν την αποκάλυψη του Ευαγγελίου της Εκκλησίας. Η μαρτυρία των μαρτύρων βεβαιώνει την πίστη της Εκκλησίας ότι ζωή δεν είναι η βιολογική επιβίωση, ζωή είναι η σχέση με τον Χριστό γι’ αυτό και όταν τεθεί το δίλημμα, θυσιάζεται η επιβίωση για χάρη της σχέσης. Αυτή η εμπράγματη θεολογία του μαρτυρίου τρέφει και συντηρεί την εκκλησιαστική συνείδηση του Ελληνισμού στους αιώνες της Τουρκοκρατίας.
Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ
Μη θέλοντας να κλείσω με ύφος κηρυγματικό την ομιλία μου, απλά λέγω πως όταν διαβάζουμε Συναξάρια εξακριβώνουμε ότι τα πρότυπα και παραδείγ-ματα της ζωής των Νεομαρτύρων έχουν διαφωτιστικόν και ελκυστικόν χαρα-κτήρα. Δεχόμενοι ότι «οι λόγοι διδάσκουν, τα παραδείγματα έλκουν» πιστεύομεν ότι είς τα πρόσωπα των μαρτύρων το υπόδουλο γένος βρήκε το εντυπωσιακότερον και πλέον αποτελεσματικόν όπλον, διά να αντικρούσει τον κίνδυνον του εξισλαμισμού.
Εις τα πρόσωπα των Νεομαρτύρων, τα ύψιστα ιδεώδη της αυτοθυσίας και του η ρ ω ϊ σ μ ο ύ εγένοντο ζώσα πραγματικότητα.
Αγαπητοι φίλοι:
Η ζωή των Μαρτύρων δεν είναι ιστορία του παρελθόντος. Η ιστορία άλλωστε είναι μία συνέχεια. Το παρελθόν δεν πεθαίνει ποτέ! Πιστεύω ότι τον σημερινό Έλληνα μαθητή θα δίδασκε το πρότυπο της ζωής του Νεομάρτυρος ασύγκριτα περισσότερο των Χελωνίντζα, Στρούμφ, Πάουερ Ρέϊντζερ κ.λ.π.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος πιστός Χριστιανός για να το καταλάβει. Ιστορία αν διαβάζει ο παιδαγωγός βλέπει αυτό που αποκαλύπτεται.
Αυτό έγραφε και η κ. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ:
«Για μένα ένα είναι το κύριο: Να βρεθούν οι παραδειγματικοί άνθρωποι. Γι’ αυτό ένα από τα μαθήματα που θέλω να διδάξω είναι η ιδέα του ή ρ ω α δηλαδή η έννοια του ή ρ ω α όχι στον σύγχρονο κόσμο, αλλά στο Βυζάντιο.
Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα γιατί ήρωας για μένα πραγματικά είναι ο ΄Αγιος Κύριλλος και ο ΄Αγιος Μεθόδιος……».
Σεβαστοί ακροαταί
Οι μάρτυρες των νεωτέρων χρόνων είναι θαυμάσια πρότυπα και παραδείγματα και διά την σημερινήν ελληνορθόδοξη αγωγή. Η καθ’ όλου χριστιανική αγωγή πρέπει να προβάλλει τα πρόσωπα των νεομαρτύρων μας όσον το δυνατόν περισσότερο συχνά, ως υπάρξεις μορφωτικών αξιών, αι οποίαι βοηθούν την αγωγή προσφέροντες είς την αφηρημένην διδαχήν την μορφή του συγκεκριμένου και πραγματικού.
Ευχαριστώ
«Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ»
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
ΗΜΕΡΙΔΑ
Αγιόκαμπος, 6ης Αυγούστου 1996
Επιμέλεια
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΥΛΛΑ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Με την έναρξη της Ημερίδος, που ως θέμα έχει, την ιστορική Μελιβοία και τα περί αυτής αναφερόμενα υπό των πηγών κείμενα, τα μνημεία και τα ανασκαφικά ευρήματα, δοξάζω το όνομα του Τριαδικού Θεού που μας βοήθησε να φθάσουμε ως εδώ και επικαλούμενος την χάρη Του, δέομαι όπως ευδοκήσει να τελειώσουμε επιτυχώς το έργο μας.
Ως οργανωτής, εύχομαι καλή παρουσίαση είς τους εισηγητάς, των οποίων τα θέματα εν περιλήψει έχετε στα χέρια σας.
Στην σειρά των εισηγήσεων τηρείται χρονολογική προτεραιότητα. Δι’ αυτόν τον λόγο πρέπει πρώτος να μιλήσω εγώ. Δεν θα συνέβαινε αυτό, αν ο κ. Αθ. Τζιαφάλιας ευρίσκετο στην Ελλάδα ή εάν κάποιος άλλος αρχαιολόγος, ειδικός της κλασσικής περιόδου εδύνατο να αναλάβει την παρουσίαση, πράξις δύσκολη λόγω θερινών δια τους υπαλλήλους διακοπών.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΛΙΒΟΙΑ
Α. Η ΜΕΛΙΒΟΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ (12ος – 2ος αι. π.Χ.)
1. Η Μελίβοια ως όνομα θηλυκού γένους.
α. Διερευνώντες τα περί της Μελιβοίας γνωστά από τις Αρχαίες πηγές κείμενα, πρέπει αρχικά να πούμε ότι η πόλη της Θεσσαλικής Μαγνησίας οφείλει το θηλυκού γένους όνομά της, σε πρόσωπα της Ελληνικής Μυθολογίας, γνωστά με το όνομα Μελίβοια:
Μελίβοια ελέγετο:
- Η κόρη του Ωκεανού και γυναίκα του Πελασγού
- Η κόρη της Νιόβης και του Αμφίωνα
- Η γυναίκα του Θησέα
- Η μητέρα του Φέλλου
- Η γυναίκα του Φιλοκτήτη1
- Η γυναίκα του Μάγνητα
——————————————————-
1.- Το ότι ο Φιλοκτήτης κατήγετο από την Μελίβοια αναφέρει ο Πομπώνιος Μελάς, Γεωγραφία, ΙΙ, 35. και ο Σολίνος, VIII, 5.
Από την γυναίκα του Μάγνητα Μελίβοια πήρε το όνομα η πόλη αυτή της Θεσαλικής Μαγνησίας, διότι, καθώς γράφει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης στο έργο του Παρεκβολαί είς την Ομήρου Ιλιάδα, ο Μάγνης έκτισε την πόλη αυτή για να τιμήσει τη γυναίκα του.
2. Οι αναφορές της πόλεως στις πηγές.
Η Μελίβοια, περίφημη πόλη της αρχαίας Μαγνησίας, αναφέρεται στις πηγές σε έξι περιπτώσεις.
α) Από τον ΄Ομηρο στον κατάλογο των πλοίων (Νεών Κατάλογος, 1190 π.Χ😉 ως πατρίδα του ήρωα Φιλοκτήτη, γιου του βασιλιά Ποίαντα και της Δημώνασσας, ο οποίος έλαβε μέρος στην Τρωϊκή εκστρατεία με επτά πλοία. Τα πλοία αυτά αποτελούσαν την συμμετοχή των πόλεων Μελίβοια, Μηθώνη, Ολιζών και Θαυμακία, στην μεγαλύτερη ναυτική επιχείρηση των Ελλήνων κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους και ήταν επανδρωμένα με πολεμιστές απαράμιλλους στο τόξο και στην πάλη (1190 π.Χ.).
β) Από τον Ηρόδοτο, που αναφέρει ότι πολλά από τα συντρίμμια του στόλου του Ξέρξη που καταστράφηκε το 480 π.Χ. στη Σηπιάδα ακτή της Μαγνησίας, έφθασαν ως τη Μελίβοια, μετά την σύγκρουση των στόλων Ελλήνων και Περσών στο Αρτεμίσιο.
γ) Από τον Πλούταρχο, που περιγράφει την ωμότητα του «ανήκεστου και θηριώδου» τυράννου των Φερών Αλεξάνδρου, ο οποίος το 367 ή 366 π.Χ. έσφαξε τους Μελιβοιείς, άνδρες και εφήβους, ενώ βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία του δήμου, πράγμα που έκανε και στη θεσσαλική πόλη Σκοτούσσα.
δ) Με την ίδρυση της Δημητριάδος από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (292 π.Χ.) η Μαγνησία χωρίσθηκε σε δύο μέρη. Η Μακεδονική κυριαρχία στην περιοχή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πολύαινου επιβάλλεται αρχικά από τον Φίλιππο τον Β΄ (357 π.Χ.). Στο βόρειο ελεύθερο τμήμα της Μαγνησίας (που δεν ήταν κάτω από τον Μακεδονικό έλεγχο) πρέπει να συμπεριλαμβα-νόταν και η Μελίβοια.
ε) Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος αναφέρει, ότι το 169 π.Χ. η Ρώμη έστειλε τον Μάρκο Ποπίλιο με πέντε χιλιάδες στρατιώτες να καταλάβει την Μελίβοια, αλλά, όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας έστειλε τον αξιωματικό του Ευφράνορα με δύο χιλιάδες επίλεκτους στρατιώτες και με την εντολή να εισβάλουν κρυφά στην Δημητριάδα, αφού προηγουμένως διώξει τους Ρωμαίους από την Μελίβοια, ο ρωμαϊκός στρατός, πανικοβληθείς, έλυσε την πολιορκία της Μελίβοιας το έτος 169 π.Χ.
στ) Σύμφωνα με πληροφορίες επίσης του Τίτου Λίβιου, αμέσως μετά την μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., ο στρατηγός Γναίος Οκτάβιος κατέλαβε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την Μελίβοια. ΄Εκτοτε η άλλοτε ονομαστή πόλη φαίνεται ότι έπαψε να υπάρχει, καθόσον δεν μνημονεύεται να έπαιξε κάποιο ρόλο στην μετέπειτα μακρόχρονη περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Θεσσαλία.
3. Ονόματα Μελιβοιέων σε επιγραφές (του 4ου, 3ου και 2ου αι. π.Χ.).
Ονόματα Μελιβοιέων από επιγραφικές μαρτυρίες είναι, μέχρι σήμερα, γνωστά τρία.
α) Το όνομα Μικίνη Μελιβοιέα σε επιτύμβια στήλη, που βρέθηκε στη θέση «Λόχα» της Αττικής (4ο αι. π.Χ.;).
β) Το όνομα του «Θεοκλή Θερσίτου Μελιβοιέα» συναντούμε σε τιμητικό ψήφισμα της πόλης Ιασού της Καρίας της Μικράς Ασίας.
γ) Η τρίτη επιγραφή βρέθηκε εντοιχισμένη στο τουρκικό φρούριο του Βόλου. Είναι επιτύμβια στήλη του 2ου π.Χ. αι. και μόνη αυτή μας δίνει το θηλυκό του εθνικού: ΗΡΩΙΣΣΕΙ ΠΑΡΜΕΝΙΣΚΑ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΜΕΛΙΒΟΪΣΣΑ
(Μελιβοεύς – Μελιβοιάς)
Β. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
(Κατά τους συγγραφείς της περιόδου 1190 – 168 π.Χ.)
1. Σε πέντε σημεία ορίζουν την θέση της Μελίβοιας οι συγγραφείς της περιόδου από τον 12ο αι. (1190 π.Χ.) – 2ο αι. (168 π.Χ.):
α) Παραλιακή πόλη της Μαγνησίας : Σκύλαξ, Ηρόδοτος, Απολλώνιος Ρόδιος, Στράβων, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Πλίνιος, Λουκρήτιος, Πομπώνιος Μέλας, Ορφικά, Σχόλια της του Ομήρου Ιλιάδος.
β) Πόλη της Θεσσαλίας : Λουκρήτιος, Λίβιος, Σέρβιος, Στέφανος Βυζάντιος.
γ) Κάτω από το Πήλιο : Ηρόδοτος, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια της του Ομήρου Ιλιάδος.
δ) Υπό τους Πρόποδες της ΄Οσσας : Λίβιος.
ε) Στον μεγάλο κόλπο μήκους 200 σταδίων μεταξύ ΄Οσσης και Πηλίου: Στράβων.
2. Κριτική των απόψεων.
Κρίνοντας τις πέντε φαινομενικά διαφορετικές τοποθετήσεις της Μελίβοιας όπως ορίζονται από τους αρχαίους συγγραφείς έχω να παρατηρήσω τα εξής :
Ενώ σήμερα, χαρακτηρίζοντας μια βουνοκορφή ενός ορεινού όγκου λέμε Πλιεσίδι, Ξεφόρτι, Φλαμούρι, Μαυροβούνι, Κούτζιμπος κ.λ.π., και οι αρχαίοι, δεν κάνανε τη διάκριση αυτή και λέγανε Πήλιο όλες τις βουνοκορφές από το πάνω μέρος του σημερινού Βόλου και του Τρίκερι ως το ακρωτήριο Δερματάς, δηλαδή ως τα νοτιανατολικά ριζά της ΄Οσσας (Κορδάτος, βλ. Ηροδ. VΙΙ, 129).
Έτσι δυνάμεθα τις πέντε θέσεις των ιστορικών να τις θεωρήσουμε φαινομενικά διαφέρουσες εκφράσεις μιας θέσεως και να δεχθούμε ότι, η Μελίβοια ήτο παραλιακή πόλη της Θεσσαλικής Μαγνησίας, στους πρόποδες της ανατολικής ΄Οσσας που θεωρούνταν τότε ως συνεχίζουσα το Πήλιο, αργότερα Βουνό των Κελλίων, σήμερα Κίσσαβος και πιο συγκεκριμένα στον κόλπο των 220 σταδίων ή 42 χιλιομ. πιθανότατα μεταξύ Σκιαθά και Κάστρου Βελίκας, δηλαδή μεταξύ Πηλίου και ΄Οσσης.
Γ. Η θέση της πόλεως κατά τους ιστορικούς και περιηγητάς του 19ου αιώνος μ.Χ.
1. Πιθανολογείται ότι ευρίσκεται σε επτά διαφορετικά σημεία.
α) Βίγλα (Ν. Γεωργιάδης, Wace, Tam, Hignett), στις υπώρειες της Όσσας, 2 χιλιομ. από τη θάλασσα.
β) Κάστρο Βελίκας (Leake, Λίβιος, Στράβων), πλησίον της Ι.Μ. του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
γ) Παλαιόκαστρο Σκήτης (Mezieres, Tozer, Lolling) στα Βορειοανατολικά πρόβουνα της χαμηλής οροσειράς Μαυροβούνι, 6 χιλιομ. από τη θάλασσα.
δ) Κάστρο Σκιαθά Κάτω Πολυδενδρίου (Woodward, Ν. Γιαννόπουλος, Μ. Ιντζεσίλογλου).
ε) Θέση Σκιαθά (επίνειο) – Παλαιόκαστρο Σκήτης, ή πόλις, (Κορδάτος – Stahlin).
στ) Θέση Σκιαθά (πόλις) – Μετατόπισις 168 π.Χ. είς Σκήτη (Biesantz, Pritchett, Ν. Παπαχατζής).
ζ) Παλαιόκαστρο Νεοχωρίου Αγιάς (Πλασιά) (S. Backhuizen), (στην ενδοχώρα, 30 χιλιομ. από τη θάλασσα.
2. Απόπειρα ταύτισης της πόλεως.
Γενική παρατήρηση επί της ποικιλίας των απόψεων των νεοτέρων ιστορικών περιηγητών είναι ότι η διαφορά προκύπτει επειδή οι μαρτυρίες των αρχαίων πηγών για την θέση της αρχαίας Μελιβοίας είναι αποσπασματικές και ασαφείς. Όταν μάλιστα οι μαρτυρίες των πηγών, δεν επιβεβαιώνονται με σαφείς αρχαιολογικές ενδείξεις, οι γνώμες των ερευνητών επιστημόνων είναι θεωρητικές.
Κρίνοντας λοιπόν τις απόψεις των ερευνητών, με βάση τα ανασκαφικά συμπεράσματα του αρχαιολόγου κ. Αθ. Τζιαφάλια, την εμπειρική διάκριση και γνώση του κ. Δημ. Αγραφιώτη και την προσπάθεια ταύτισης της θέσεως της Μελίβοιας το 1985 από τον κ. Χαρ. Ιντζεσίλογλου, δυνάμεθα, αποκλείοντας τρείς εκ των πιθανολογουμένων θέσεων, να προβληματισθούμε επί των δύο υπολοίπων διά την επικρατέστερη εξ αυτών πλησιάζοντας, κατά το δυνατόν, την αλήθεια στην προσπάθειά μας να ταυτίσουμε γεωγραφικά την πόλη.
Οι τρείς αποκλειόμενες θέσεις είναι το Παλιόκαστρο Σκήτης, το Παλιόκαστρο Νεοχωρίου και η Βίγλα.
Η πρώτη θέση Παλαιόκαστρο Σκήτης είναι βυζαντινό ισχυρό φρούριο, ιδανικό για τη φύλαξη της διόδου Αγιόκαμπος – Αγιά – Λάρισα. Καλύπτει έκταση διακοσίων περίπου στρεμμάτων. Χώρος που οικοδομήθηκε στα βυζαντινά χρόνια, δεν φαίνεται να περιέκλειε πόλη, διότι δεν υφίστανται ερείπια κατοικιών στο εσωτερικό και δεν υπήρχε κατά τον κ. Τζιαφάλια καμιά παλαιότερη κατοίκηση. Δεν είναι παλαιότερο του 12ου – 13ου αι. μ.Χ.
Η δεύτερη θέση Παλαιόκαστρο Νεοχωρίου, που παρουσιάζει αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούμενα από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το τέλος του 5 αι. π.Χ. είναι βέβαιο ότι εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., χωρίς να κατοικηθεί ποτέ σε νεότερες εποχές, είναι δε και πολύ μακριά από την θάλασσα.
Η τρίτη θέση είναι η Βίγλα στην κορυφή του ακρωτηρίου Δερματάς. Πρόκειται για ερείπια παρατηρητηρίου με υποτυπώδη οχύρωση των βυζαντινών χρόνων.
Η μικρή οχύρωση στη θέση Μολύβια, στη δίοδο Παλιουριάς-Μελίβοιας, ονομασία που θεωρήθηκε παραφθορά του ονόματος Μελίβοια, είναι των Ελληνιστικών χρόνων. Ίσως πρόκειται για κάποιο μικρό μακεδονικό φρούριο, επειδή η εγκατάσταση απλώνεται σε έκταση 8-10 στρεμμάτων μόνον. Επομένως δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για ταύτιση της θέσης αυτής με την αρχαία Μελίβοια.
Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις, κατά τον κ. Τζιαφάλια, δεν συμβαδίζουν οι μαρτυρίες των πηγών με την αρχαιολογική βάση.
Ερχόμεθα τώρα στη θέση Σκιαθάς του Κάτω Πολυδενδρίου. (Νότιο άκρο του λεγόμενου κόλπου της Μελίβοιας στην παράλιο περιοχή του Κάτω Πολυδενδρίου Σκήτης2.
Ο αρχαιολόγος Χαρ. Ιντζεσίλογλου αναφέρει ότι είναι η μόνη τοποθεσία που ανταποκρίνεται σε όλα σχεδόν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τη θέση της αρχαίας Μελίβοιας. Δηλαδή, το μικρό Κάστρο του Σκιαθά, το οποίο είναι σε θέση ικανή να ελέγχει τη δίοδο προς τις νοτιότερες υπώρρειες του Μαυροβουνίου – Β. Πηλίου:
α) Βρίσκεται μεταξύ Πηλίου και ΄Οσσας.
β) ΄Ηταν πόλη παραλιακή σε κόλπο μήκους πάνω από διακόσια στάδια και κοντά της υπήρχε μια θυελλώδης ακτή και αμμουδιά (Αγιόκαμπος). (Από το ακρωτήριο Δερματάς έως ακρωτήριο Πουρί = 42 χιλιομετρα δηλαδή 200 στάδια).
———————————————
2.- Η θέση αυτή αφορά στα πιθανολογούμενα σημεία δ, ε και στ πιο πάνω.
γ) Είναι θέσις ελέγχου της παραλίας του Αγιοκάμπου και του δρόμου προς Νότον.
δ) Ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Λίβιου της πολιορκίας του 169 π.Χ.
ε) Από τον χώρο του Κάστρου προέρχονται τα πιο σημαντικά ευρήματα από όλες μαζί τις παράλιες πόλεις της προς το Αιγαίο Πέλαγος Μαγνησίας. (Με πρώτη την ενεπίγραφη κεραμίδα με σφράγισμα «Δημαία Μελιβοαίων» ή «Δημέα Μελιβοέα»;).
Όμως οι νεότερες εργασίες καθαρισμού που έγιναν από την ΙΕ΄ Εφορία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων και τα αρχαιολογικά στοιχεία, που ο κ. Τζιαφάλιας συγκέντρωσε, αποδεικνύουν ότι στη θέση Σκιαθάς δεν βρισκόταν η Αρχαία Μελίβοια δια τους ακόλουθους λόγους:
1.- Δεν υπάρχει μυκηναϊκός πυρήνας που να συνδέει τη θέση με την αρχαία μυθολογική παράδοση
2.- Από την περίοδο που αναπτύχθηκε, όπως είδαμε, η ιστορική Μελίβοια, μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., δεν βρέθηκε κατά τις ερευνητικές εργασίες εδώ κανένα ίχνος ζωής.
3.- Ο περιβάλλων χώρος είναι ορεινός και αντενδείκνυται για καλλιέργεια αμπέλου που γνωρίζουμε ότι ήτο η κύρια απασχόληση των Μελιβοιέων.
4.- Η έκταση του οικισμού είναι πολύ μικρή, μόνον 55 στρέμματα, εκ των οποίων το 20΄΄/ο είναι απότομοι βράχοι και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε εδώ να αναπτυχθεί μια οργανωμένη πόλη με Δημόσιες λειτουργίες (Εκκλησία του Δήμου – Αγορά).
Θα μπορούσε όμως να αποτελεί το επίνειο μιας μεγάλης πόλεως, διότι έχουμε μικρό αρχαίο οικισμό με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα.
Εξετάζοντας, τέλος, το Κάστρο της Βελίκας διαπιστώνουμε ίχνη οχύρωσης που κατά την γνώμη των κ. Τζιαφάλια και Αγραφιώτη είναι από τον 4ο αι. π.Χ. με μεταγενέστερες επισκευές των Παλαιοχριστιανικών και των Βυζαντινών χρόνων. Δηλαδή υπάρχει βυζαντινό κάστρο, το οποίο στηρίζεται σε οχύρωση των Ελληνιστικών χρόνων. Η έρευνα στην ευρύτερη περιοχή οδηγεί στην διαπίστωση ότι η κατοίκηση ήταν συνεχής και από παλαιότερους του 4ου αι. π.Χ. χρόνους, διότι η πεδινή έκταση περιμετρικά από τον λόφο που αριθμεί πάνω από 200 στρέμματα είναι κατάσπαρτη από όστρακα των κλασσικών και των ελληνιστικών χρόνων.
Δημοσιεύσαμε ήδη αρχιτεκτονικά μέλη προερχόμενα από παλαιο-χριστιανική βασιλική, κιβωτιόσχημους και καλυβίτες τάφους στα πρανή του λόφου και στην πέρξ της Μονής του Θεολόγου (Αγίου Ιωάννου) περιοχή ή από το προσχωσιγενές πεδινό τμήμα μέχρι τη θάλασσα.
Επίσης δεν είναι ασήμαντο να κατατεθεί το γεγονός ότι οι ψαράδες του σύγχρονου οικισμού της Βελίκας χρησιμοποιούσαν μέχρι και πριν λίγα χρόνια, προτού κατασκευασθεί το σύγχρονο λιμάνι, ως καταφύγιο των πλοιαρίων τους, τους φυσικούς ορμίσκους της θέσης Σκιαθάς, οι οποίοι είναι οι μόνοι σε όλη την αλίμενη περιοχή του Αγιοκάμπου, παρόλο που η απόσταση είναι 9-10 χιλιόμετρα.
Ο γνωστός αρχαιολόγος κ. Αθανάσιος Τζιαφάλιας ο οποίος, εάν δεν απουσίαζε στο εξωτερικό, θα μας έλεγε ο ίδιος όσα εγώ σήμερα προσπαθώ να σας αναπτύξω στην εργασία μου με τίτλο «Αναζητώντας την αρχαία Μελίβοια»3, καταλήγει θέτοντας ερωτηματικά για την ταύτιση της πόλεως με το Κάστρο της Βελίκας και λέγοντας τα εξής:
«Μήπως εδώ ήταν η αρχαία Μελίβοια και η θέση Σκιαθάς ήταν το επίνειό της, το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους Μελιβοιείς μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. όπως και σήμερα; Τίποτα ακόμα δεν είναι βέβαιο, γιατί οι επιφανειακές έρευνες σε μια περιοχή με πυκνή, σχεδόν απροσπέλαστη βλάστηση, δεν εξασφαλίζουν απόλυτα θετικά συμπεράσματα. Ωστόσο, το μόνο βέβαιο νόμιζω είναι ότι η αρχαία Μελίβοια βρίσκεται μέσα στη ζώνη της παραλίας του Αγιοκάμπου και περιμένει να αντικρίσει το φως» 4.
Στην περίπτωση, λοιπόν, όπου, κατόπιν έρευνας, δικαιωθεί η άποψη του Ληκ (W. M. Leake), ο οποίος τοποθετούσε εδώ την Μελίβοια, ο Δημ. Αγρα-φιώτης θεωρεί, ότι συνέχεια της αρχαίας Μελίβοιας είναι η Παλαιοχριστιανική
———————————————-
3.- Βλ. Τζιαφάλιας Αθανάσιος, Αναζητώντας την αρχαία Μελίβοια, ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο ΄΄Θεσσαλία. 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και προοπτικές΄΄, Λυών 1990, Πρακτικά, τ.Β΄, 143-152.
4.- Βλ. ό. π. σελ. 152.
Κενταυρόπολις, καθώς τούτο υποδηλώνεται από τμήματα του τείχους, αρχιτεκτονικά μέλη – υπολείμματα παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτό δάπεδο σε χώρο παραλιακής κατοικίας στην Βελίκα, νόμισμα των μέσων του 6ου αι. και βαρβαρικά νομίσματα σχήματος φακής5.
Δ . ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κατά την ταπεινή μου γνώμη και συμπληρώνοντας μόνο τις γνώμες των ειδικών επιστημόνων πιστεύω, ότι θα μπορούσε η Αρχαία Μελίβοια να έχει ως ακρόπολη το Κάστρο της Βελίκας, διότι:
α) Ταυτίζεται γεωμορφολογικά με τις αναφορές των πηγών (αρχαίων ιστορικών) και είναι δυνατόν να είχε αναπτυχθεί στην αρχή του μεγάλου θαλάσσιου κόλπου μήκους 200 σταδίων, δηλαδή μεταξύ Δερματά και Σκιαθά.
β) Εάν, μετά από ανασκαφές, ανευρεθούν ίχνη πόλεως των μυκηναϊκών και των ιστορικών χρόνων στα πρανή του Κάστρου και κατωτέρω, φαίνεται εφικτό εξ απόψεως χώρου 2.000 άνδρες Μελιβοιείς να ευρίσκονται συγκεντρωμένοι στην εκκλησία του Δήμου, ώστε ομαδικά να θανατωθούν από τον Αλέξανδρο των Φερών το 366 π.Χ.
γ) Υπάρχει μεγάλη γόνιμη έκταση (χωματοβούνια) στις υπώρρειες της ΄Οσσας Ν.Α. του Κάστρου της Βελίκας, ώστε να δικαιολογείται η ύπαρξη καλλιεργειών αμπέλου και μεγάλης παραγωγής οίνου.
δ) Εάν τα λαξεύματα στους βράχους του όρμου Κρυψιάνα στη θέση Σκιαθάς, οι τετράγωνοι τόρμοι για την τοποθέτηση αναθηματικών στηλών και οι ευθυντηρίες κτιρίων είναι ενδείξεις υπάρξεως λιμενικών εγκαταστάσεων, δια να θεωρήσουμε ότι η πόλις χρησιμοποιούσε δύο φυσικούς ορμίσκους για τον λιμενισμό των πλοίων στο μέχρι και σήμερα λεγόμενο Αυλάκι, πρέπει, νομίζω, να ερευνηθεί και η πιθανότητα λιμενισμού των πλοίων της Μελίβοιας κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους στον όρμο της Παλιουργιάς. Διότι αν ο όρμος Παλιουργιάς, το σημερινό ρέμα – χείμαρρος, λειτουργούσε υπό άλλην μορφο-
—————————————————-
5.- Αγραφιώτης Δημ. Κ., Η Επαρχία της Αγιάς κατά τη βυζαντινή εποχή, ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο ΄΄Θεσσαλία. 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και προοπτικές΄΄, Λυών 1990, Πρακτικά, τ.Β΄, σ. 425.
λογία σαν φυσικό και ασφαλές λιμάνι, είμεθα πιο κοντά στην ταύτιση της πόλεως γνωρίζοντας και τον Ταρσανά της.
Ώστε εικάζεται, ότι κάτωθεν της Βελίκας υπάρχει πόλις Παλαιοχριστιανική (1ος-4ος αι. μ.Χ.) κτισμένη επί της αρχαίας Μελίβοιας.
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ
ΤΗΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΗΝ 6ην ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1996
ΜΕ ΘΕΜΑ «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ»
1.- ΑΡΧΙΜ. ΔΡΟΣΟΣ ΝΕΚΤ.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ.
Στην ανακοίνωση γίνεται προσπάθεια καταγραφής με βάση τις πηγές, των αναφορών του ονόματος της πόλεως Μελίβοια και των Μελιβοιέων. Ακόμη επιχειρείται η γεωγραφική ταύτιση της αρχαίας πόλεως Μελίβοια σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς από του 5ου αι. π.Χ. μέχρι του έτους 168 π.Χ. και τους μεταγενέστερους μελετητές του θέματος.
2.- ΔΕΡΙΖΙΩΤΗΣ ΛΑΖ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ.
Εκτίθενται τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών και των ανασκαφών που έγιναν στην περιοχή της Μελίβοιας από την 7η Εφορεία Βυζαντινών και μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων της οποίας είναι Προϊστάμενος.
3.- ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ ΔΗΜ.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ.
Πρόκειται για μια πρώτη προσέγγιση της Ιστορίας της Μονής με βάση ανέκδοτα έγγραφα, αρχαιολογικά δεδομένα και στοιχεία από τις φιλολογικές πηγές και την τοπική παράδοση. Εξετάζεται πρώτα η σύγχρονη ιστορία της Μονής και με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, γίνεται μια επιστροφή στους περασμένους αιώνες. Για τα χρόνια αυτά διατυπώνονται βάσιμες υποθέσεις για το χρόνο εμφάνισης της Μονής, την αρχική της θέση και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή κατέληξε κατά τα μέσα του 18ου αιώνος στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
4.- ΚΑΝΔΗΛΑΡΗΣ ΣΤΕΦ.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ ΣΤΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ.
Συγκεντρώνονται στην ανακοίνωση αυτή αναφορές Ελλήνων και ξένων περιηγητών του ΙΗ΄- ΙΘ΄αιώνος σχετικά με τη Μελίβοια και την περιοχή της.
5.- ΣΠΑΝΟΣ Κ.
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ.
Στην ανακοίνωση αυτή εξετάζονται ετυμολογικά – γλωσσολογικά τα Επώνυμα και τα ονόματα των κατοίκων της Μελίβοιας, που παρουσιάζουν με τη μορφή τους εξαιρετικό ιστορικό και ονοματολογικό ενδιαφέρον.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΦΑΡΜΑΚΙΔΗ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΩΔΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2001
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Αρχ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΡΟΣΟΣ
Ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης είχε μια σκέψη η οποία μετεβλήθη είς απόφασιν και συναρμολογήσας (ως έγραφε) τα διάφορα στοιχεία ……. προβαίνω είς την δημοσίευσιν της μελέτης ταύτης , με την ελπίδα ότι άλλοι, ειδικώτεροι εμού, θα συμπληρώσωσι και θα βελτιώσωσι ταύτην, αντλούντες νέα στοιχεία εκ πηγών, τας οποίας εγώ, δι’ οιονδήποτε λόγον, δεν ηδυνήθην να έχω υπ’ όψει.
- Μετά την μετάθεσιν της πρωτευούσης του Ρωμαϊκού Κράτους είς την Κωνσταντινούπολιν, ότε συνεκροτήθη κατά το έτος 325 η εν Νικαία της Βιθυνίας Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, βλέπομεν παρακαθήμενον εν αυτή τον Αρχιεπίσκοπο Λαρίσης Αχίλλειον, σφοδρώς και αποτελεσματικώς πολεμήσαντα τον Άρειον διά τα νέα δόγματά του. «Κάτι σημαντικώτερον ως μη γνωστόν» Νεστοριανισμός = μόνο ανθρώπινη φύση ΧΡ.
- Είς δε την κατά το έτος 431 συνελθούσαν εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον παρέστη και ο Μητροπολίτης Λαρίσης Βασίλειος, όστις μετά των υπ’ αυτού εξαρτωμένων Επισκόπων Υπάτης και Δημητριάδος ……. κατ’ εξαίρεσιν των άλλων Ελλαδικών Επισκόπων, προσεχώρησαν είς την παρασυναγωγήν των υπέρ του Νεστορίου (Κων/λεως) ……. χωρίς ο αγών ούτος να τύχη της συμπαθείας εν Θεσσαλία [(434) ηναγκάσθη να παραιτηθεί ο Βασίλειος]. Τότε συνέβη (αρχάς 7ου αιώνος Αυτοκράτορος Μαυρικίου και Πάπα Γρηγορίου Α΄) ίνα εν τη Ελληνική εκείνη Επαρχία, ης ο κλήρος εν παντί χρόνω διεκρίθη επί φιλοταράχω και φιλέριδι πνεύματι, εν τη Θεσσαλία δηλονότι, αναφυώσιν έριδες μεταξύ Λαρίσης Ιωάννου και Επισκόπου Θηβών.
- Κατά το έτος 1881 απέμειναν υπό την δικαιοδοσίαν της Μητροπόλεως Λαρίσης τέσσαρες Επισκοπαί: Θαυμακού, Τρίκκης , Σταγών και Γαρδικίου
[- Αρχιεπισκοπή το 324 μ.Χ. ( Αχίλλειος Α΄ ) επί Μ. Κωνσταντίνου.
Μητρόπολις το 531 (Αχίλλειος ο Β΄ ) κγ είς Εκκλησιαστικήν Τάξιν – Υπέρτιμος και ΄Εξαρχος δευτέρας Θεσσαλίας και Πάσης Ελλάδος με 11 επισκοπές.
Αρχάς ΙΔ΄ αι. 25 επισκοπές ].
[Αρχιεπισκοπή Φαναρίου – Φαρσάλων Μητρόπολις Δημητριάδος 1794 τιμηθείσα είς Αρχιεπισκοπή επί Καλλινίκου Γ΄].
- Εκαλείτο δε ο Μητροπολίτης Λαρίσης πνευματικός αρχηγός «απάσης της Ελλάδος» πιθανώς, κατά το Parthey , «διότι πριν η αι Αθήναι προαχθώσιν είς μητρόπολιν του θέματος της Ελλάδος, κατά τους χρόνους της εις την Πελοπόννησον Σλαβικής εισβολής, η εν Θεσσαλία εκκλησιαστικώς πρωτεύουσα πόλις η Λάρισα, εγένετο και πνευματικόν κέντρον της Μέσης Ελλάδος».
(αν τούτο δεν προήλθεν απλώς από Βυζαντινής αυθαιρεσίας)
(αναφορά συνόλου ειδήσεων εν τη συγγραφή του Φαρμακίδη ……)
Ταύτα παρά το γεγονός κατά το έτος 1204 μετά την πολιτικήν επικράτησιν των Φράγκων εν Θεσσαλία διά του Βονιφατίου του Μομφερατικού εγκατεστάθη εν Λαρίση δια του Πάππα Ιννοκεντίου του Γ΄ Λατίνος Αρχιεπίσκοπος αγνώστου ονοματεπωνύμου (1222) και μέχρι τους έτους 1362 εγκατεστάθησαν και έτεροι τρεις Petrus, 1351 Philipus, 1362 Nikolaus.
Και ενώ επί των ημερών του Μητροπολίτου Λαρίσης Νείλου (1367) (βλ. επιστολή του προς Πατριάρχη Φιλόθεον) αι υποτεταγμέναι επισκοπαί αρτίως υπό βαρβάροις τελούσαι και αλλοφύλοις έθνεσι (Καταλανοίς – Αλβανοίς) διά πολλού χρόνον εστερούντο της δεούσης αρχιερατικής επισκέψεως και του εντεύθεν αγιασμού ……
……… εν τούτοις τα εκκλησιαστικά πράγματα ερρυθμίσθησαν μετ’ απαραμίλλου δεξιότητος και ανέλαβον ζωηράν ανάπτυξιν (αν και η Θεσσαλία κατεσπαράσσετο υπό διαφόρων αρχοντίσκων μέχρι της καταλήψεώς της υπό των Τούρκων).
Α. Ανέλαβον ζωηράν ανάπτυξιν αι εν Θεσσαλία ιδρυθείσαι Μοναί και ιδίως αι των Μετεώρων.
Β. Το Ελληνικόν Δεσποτάτον της Ηπείρου υπό τον Ηγεμόνα Μιχαήλ ΄Αγγελον Β΄ (1254) ήκμαζε και επεκταθέν περιελάμβανε και την Θεσσαλίαν, όταν δε αποθνήσκει ο Μιχαήλ ο νόθος υιός του Ιωάννης ο Α΄ αναγορευθείς Δεσπότης της Θεσσαλίας με έδραν την Υπάτην, ονομαζομένην τότε Νέαι Πάτραι, επεκτείνας το κράτος του μέχρι του Ολύμπου και του Κορινθιακού κόλπου και επικρατήσας είς τους αγώνας του κατά των Φράγκων, ήχθη είς το κατακόρυφον σημείον της δόξης και ισχύος του και συνεκάλεσεν εν Υπάτη κατά το έτος 1277 τοπικήν Θεσσαλικήν Σύνοδον εξ οκτώ Επισκόπων και πολλών Ιερομονάχων και κληρικών, ήτις εξετάσασα θεολογικώς το δυτικόν δόγμα και ιδίως την εις το Σύμβολον της Πίστεως προσθήκην του Filioque, όπερ εκ πολιτικής ανάγκης, είχεν ασπασθή και ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος, απεφήνατο αυτόν αιρετικόν και ανεθεμάτισεν Πάπαν, Αυτοκράτορα, Σύνοδον, ως και τους Επισκόπους Νέων Πατρών και Τρίκκης , τους ασπασαμένους την Ένωσιν των Εκκλησιών. Κατά την εποχήν εκείνην η Θεσσαλία και η Ήπειρος ήσαν το προπύργιον της Ορθοδοξίας και είς αυτάς κατέφευγον εκ της πρωτευούσης οι μη αποδεχόμενοι την ένωσιν των Εκκλησιών.
Γ. Όταν ο Μέγας Κράλης των Σέρβων, Στέφανος Δουσάν (Ελεήμων) κατέκτησε την Θεσσαλίαν από (1346) ….. οριστικά το 1355 (και διόρισε τον Συμεών Παλαιολόγον Δεσπότην και Σεβαστοκράτωρα με έδρα τα Τρίκαλα), ο Στέφανος Δουσάν λαβών τον τίτλον «Αυτοκράτορος των Ρωμαίων του Χριστόν αγαπώντος Μακεδονικού Τζάρου» εξέλεξε και ίδιον Πατριάρχην και μέχρι της εισβολής των Τούρκων είς Θεσσαλίαν.
Επεκράτησε εν αυτή ο Μοναστηριακός βίος και ούτως η Θεσσαλία μετεβλήθη είς αληθές Μοναστήριον …. (Ιωάννης Βέκκος – Ανδρον. Β΄ 1291 – 1303 σωτηρία εξ Αθηνών – 1313 εμφύλιος –Καταλανοί – 1355 Σερβική κυριαρχία έως 1368).
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Α. Η ιστορία έχει σκοτιστεί πολλές φορές από εχθρότητα, προκατάληψη και αμάθεια. (Δεν είναι πάντοτε εποικοδομητική …..).
Κάθε ιστορικός έχει τις προσωπικές του κλίσεις και τις προσωπικές του συμπάθειες, αλλά η γνώση φτάνει στην κατανόηση μόνον όταν την απαλύνει η αντικειμενικότητα και απελευθερώνεται από την προκατάληψη.
- Ο ιστορικός όμως είναι και ο ίδιος άνθρωπος και δεσμεύεται από τους περιορισμούς της προσωρινότητας και πρέπει να έχει την ταπεινοσύνη να παραδέχεται τις δικές του ανεπάρκειες.
Το έργο του είναι να αφηγηθεί την ιστορία …… με κατανοητό τρόπο …… κάτι περισσότερο από μια απλή παρουσίαση των γεγονότων….
Για τη συλλογή των ιστορικών μαρτυριών απαιτούνται, ακρίβεια και αντικειμενικότητα (π.χ. Θρησκεία => προσωπικές πεποιθήσεις – προκαταλήψεις).
Β. Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι η Ιστορία είναι μια επιστήμη και τίποτε περισσότερο. Αναγνωρίζω τουλάχιστον «χρήσιμη» την όποια προσπάθεια καταγραφής -παρουσίασης- γεγονότων. (Ο Φαρμακίδης έστω και με λάθη κατέγραψε την Λάρισα).
- Ο κ. Κων. Σπανός με δίδαξε πως ο ιστορικός που ασχολείται με όλα, επιτυχώς αν θέλετε, αλλά δεν καταγράφει, δεν δημοσιεύει, ανήμπορος να κατανικήσει τους φόβους του, αποτυγχάνει.
- Το να προσθέσει ο ιστορικός στην αντικειμενική του σπουδή τις ιδιότητες της συμπαθούσης διαίσθησης και ευφάνταστης αντίληψης είναι χάρισμα (πολλάκις ανεφιώτα).
Το να επενδύσει όμως στο γράψιμο ενός βιβλίου, δηλαδή σε μια απόδειξη φρόνιμης χρήσης του συγγραφικού χρόνου είναι παραγωγή. Αντίθετα η σιωπή (χωρίς ήχο και νόημα) είναι συγγραφικός αυτισμός.
Α «Λάρσα, Λάρσα παράν-ντα βάρσα, χακήμ –ντα βάρσα» = Λάρισα, Λάρισα ήτις και πλούτη έχεις και δόξαν έχεις (οι πλουσιώτεροι βέηδες που με τα πλούτη από τα τσιφλίκια ήτο σεβαστοί και πανίσχυροι στην Πύλη).
Β. «Ουδεμία πόλις της Ρωμυλίας, κατά τον Λαρισαίον Κων/νον Κούμαν, είδε τραγικωτέρας σκηνάς (της Λαρίσης), ήτις είχε καταστή η φωλεά των αγριοτέρων Γενητράρων ……..».
Γ. Χωρίον Νότια της Υποδιοικήσεως Γευγελής Μακεδονίας έδρα του Μητροπολίτου Μογλενών Ιωάννη το 1759 – Αλής ιεροδικαστής είς Λάρισαν όπου είδε τον αδελφό του Δημήτριον είς το Τζαμί του Χασάν Βέη στην Γέφυρα. «Νε-σιζίν, νε – μπιζίμ» – ούτε υμέτερος (Χριστιανός) ούτε ημέτερος (Μωαμεθανός).
- Τρανός Μαχαλάς : Μητροπ. Ναόν Αγίου Αχιλείου (ο νυν 1896 …)
- Ταμπάκικα : Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής (1877 ανεύρεσι Εικόνος)
- Σουφλάρια : Ι.Ν. Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων 1862-1866 Πριν Παρεκκλήσιον : Μετόχιον + Κελλία. Μετ. Σφραγίς : «Σφραγίς της θείας Ιεράς και Βασιλικής Μονής των Αγίων του ΧΡ Τεσσαράκοντα. Μαρτύρων Ξηροποτάμου 1717».
- Παράσχου : Άγιος Νικόλαος 1857
- Αρναούτ : Άγιος Αθανάσιος 1869
- Πέρα Μαχαλά : Ι. Ν. Αγίου Χαραλάμπους
- Καραγάτσ – Πέντε Δρόμοι : Ι.Ν Αγίου Κωνσταντίνου 1887
- Έν Νεκροταφείων : Ι. Ν. Ταξιαρχών 1899
- Αγίου Βησσαρίωνος 1918
- Αγία Μαρίνα Βόρεια Λαρίσης επί της δεξιά όχθης του Πηνειού ποταμού.
Επισκοπικός Κατάλαγος
Διοίκησις (10) Ναών Λαρίσης Ο επίτροπος υπό εσναφίων σ. 184; κατάθεση χρημ. επί τόκω
Προσάρτησις Μητρ. >> είς Εκκλ. Ελλάδος 1882
Προσδιορισμός Δεσποτ. Εορτών και αργιών
Πατριαρχ. Έγγραφα, μεταθέσεις , κανονισμοί δικαιωμάτων ιερέων
Εκκλησιαστικόν ή Υποσχετικόν δι’ ου απαγορεύεται ο πολυτελής στολισμός γυναικών
Αφιερωτήρια ΔΙΑΘΗΚΑΙ π.χ. Ομέρ Βέη Χατζή Τουρχάν Βέη
Έγγραφα Θεσσ. Επαναστάσεως π.χ. 1820 Γρηγ. Ε΄ περί Αλή Πασά. Τειτελευλή.
ΟΙ ΑΓΙΑΣΑΝΤΕΣ
ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΛΑΡΙΣΗΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΩΔΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
2001
Επιμέλεια: Αρχιμ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΡΟΣΟΣ
1.- Άγιος Αχίλλιος Α΄ (+-310; – 350 μ.Χ.)
εορταζόμενος τη 15η Μαΐου.
Εγεννήθη εν Καππαδοκία, τη γενέτειρα του Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου του Θεολόγου, παρά γονέων πλουσίων και ευσεβών, οίτινες ανέθρεψαν αυτόν χριστιανικώς και τον εξεπαίδευσαν καταλλήλως. Μετά τον θάνατο των γονέων του, υπό χριστιανικού ζήλου ορμώμενος, μετέβαινεν από τόπου είς τόπον διδάσκων και κηρύττων τον λόγον του Θεού και ούτως έφθα-σε και εις Λάρισαν, ένθα εξελέγη αρχιεπίσκοπος αυτής, κατά τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου υπηρετήσας την Εκκλησίαν επί (40) έτη και αποβιώσας εν Λαρίση, τα δε λείψανα αυτού ανευρεθέντα υπό των Βουλγάρων, κατά την υπ’ αυτών κατάληψιν της Λαρίσης, μετηνέχθησαν, υπ’ αυτών είς την τότε πρωτεύουσάν των Πρέσπαν. (Εις μνήμην του αγίου Αχιλλίου υπάρχει εν Λαρίση ο φερώνυμος μητροπολιτικός ναός).
Ο Αχίλλιος, ως αρχιεπίσκοπος Λαρίσης, έλαβε μέρος είς την εν Νικαία συγκροτηθείσα Α΄ Οικουμενική Σύνοδο καταπολεμήσας τον Άρειον διά τα νέα δόγματά του.
Ο Ναός του Αγίου Αχιλλίου την 12ην Ιουνίου 1769 επυρπολήθη ……………
+Επί Σουλτάνου Σελήμ Γ΄ 1794, ανεκτίσθη, μερίμνη του μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου του Καλλιάρχου (+ Παρεκκλήσιον Αγίου Βησσαρίωνος).
«Ενθύμησις 1794 Φεβρουαρίου δ’ ευγήκε το φιρμάνι διά την εκκλησίαν της Λαρίσης του Αγίου Αχιλλίου μέσα είς την Κωνσταντινούπολιν. Και ήλθεν ο τατάρης (ταχυδρόμος) μέσα είς την Λάρισαν Φεβρουαρίου 26 ημέρα Δευτέρα και εδιαβάσθη την Πέμπτην είς τας 2 του Μαρτίου. Και έβαλαν θεμέλιον τη Κυριακή είς τας 5 του Μαρτίου, και εδούλευαν ημέρας 36, και ετελείωσαν τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ είς τας 6 του Απριλίου, και εδιάβασαν είς τας 9 ώρας τη αγία και μεγάλη Παρασκευή και το Μέγα Σάββατον έγινεν λειτουργία μέσα είς την παντέρημον Λάρισαν, όπου ήσαν 24 χρόνους χωρίς λειτουργία και παραπάνω. Και εδούλευαν υπέρ τους διακοσίους μαστόρους έξω από τον λαόν όπου βοηθούσαν».
——————————————-
Ανήλθε στο αξίωμα, κατά τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου (288; – 377).
Επ. Φαρμακίδη, Η Λάρισα, σελ. 75.
Δ. Ζ. Σοφιανός, Ο άγιος Αχίλλιος Λαρίσης
2.- Άγιος Θωμάς ο Χοριάτης (Γοριανίτης)
(1264 – 1273)
Αρχιεράτευσε στην Λάρισα από τα μέσα του 1264 μέχρι τις αρχές του 1273. Συμμετείχε στη σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολιν, τον 1264 από τον αυτοκράτωρα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259 – 1282) με σκοπό την καθαίρεση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αρσενίου Αυτωρειανού (μέσα του 13ου αιώνος). Κατά τον Δ. Σοφιανό πρέπει να ταυτίζεται με τον λόγιο μητροπολίτη της Λάρισας Θωμά Γοριανίτη, με προτροπή του οποίου διασκευάστηκε ο βίος του Αγίου Αχιλλίου. Ο ίδιος επίσης, συνέταξε επίγραμμα αφιερωμένο στον Μανουήλ Ολόβωλο (13ος – 14ος αιώνας).
———————————
Δ. Ζ. Σοφιανός, Ο Λαρίσης Θωμάς Γοριανίτης, σ. 147-161.
Θ. Χρονικά, 15. (1984).
3.- ΄Αγιος Κυπριανός (μέσα του 13ου αιώνος) (1318 – 1333)
Γεννήθηκε στη Λάρισα γύρω στα μέσα του 13ου αιώνος. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Μονή του Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών, σημαντικό μοναστήρι της Θεσσαλίας. Σ’ αυτή τη μονή έγινε ιερέας σε ηλικία 30 ετών. Μόνασε για μικρό χρονικό διάστημα στο Άγιον Όρος, και επέστρεψε στη Λάρισα, όπου έγινε ηγούμενος της μικρής Μονής του Αγίου ικολάου. Το 1318 εξελέγη Μητροπολίτης της Λάρισας, αλλά, λόγω πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής αναταραχής στην περιοχή, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Χάρμαινα, και μετά από λίγο στα Τρίκαλα, 1318, όπου ποίμανε το λαό της μητροπολιτικής του περιφέειας.
Εκοιμήθη 3-5-1362 ή 6-8-1362.
(Νέο διοικητικό και εκκλ. κέντρο η πόλη Τρίκαλα) 1318.
Το γεγονός αυτό γίνεται αιτία, ώστε μέχρι το 1739 ο μητροπολίτης Λαρίσης να καταστεί και επίσκοπος της Τρίκκης, ο δε επίσκοπος της Τρίκκης να εκτελεί χρέη τοποτηρητή στη Μητρόπολη της Λάρισας*.
——————————————————-
Στ. Γ. Γουλούλης, εγκώμιο στον Άγιο Κυπριανό.
Επ. Φαρμακίδη, Η Λάρισα, σ. 84 (165 σημ.).
*Β. Σκουβαράς, Τρίκκης και Σταγών Μητρόπολης 857
Β. Σπανός, Ιστορία της ΒΔ Θεσσαλίας, σ. 26-27, σημ. 30
Α. Αβραμέα, Η Βυζαντινή Θεσσαλία, σ. 195-196.
4.- Άγιος Αντώνιος ο Νέος (Θεολόγος και ομολογητής)
(1333 – 1363)
Διαδέχθηκε τον Άγιο Κυπριανό στο Μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας και αρχιεράτευσε από το 1333-1363 τουλάχιστο. Έγραψε λόγους πανηγυρικούς σε διάφορες θεομητορικές γιορτές και εγκώμια μαρτύρων και αγίων, τα οποία αποτελούν και τη μοναδική πηγή πληροφοριών για τη ζωή του. Επίσης συνέθεσε εκκλησιαστικούς ύμνους με πιο γνωστό τον κανόνα στον Άγιο Αχίλλιο (+350)1.
Εκοιμήθη πρίν από το +1372/73.
«Εις Σιγγιλιώδες επιβεβαιωτήριον γράμμα του Αντωνίου σχετικόν με την μονήν Μετεώρου, πρίν το 1363 ο μητρ. Λαρ. υπογράφει:
+ Αντώνιος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Λαρίσης υπέρτιμος και έξαρχος δευτέρας Θετταλίας και πάσης Ελλάδος και καθολικός κριτής των Ρωμαίων».
(ΙΔ΄ αι. σερβοκρατία)
——————————————–
Στ. Γουλούλης, Εγκώμιο στον Άγιο Κυπριανό (σ. 39-56).
Επαμ. Γ. Φαρμακίδη, Η Λάρισα, σ. 85 (168 σημ.).
1. Για τον κανόνα βλ. Δ. Ζ. Σοφιανός, Ο Άγιος Αχίλλιος Λαρίσης σ. 120-129.
5.- Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων, ο Α΄
(1487 – 1490)
Έχοντας αποδεικτική μαρτυρία πατριαρχικού σιγιλίου διά την μετάθεση του Αγίου Βησσαρίωνος του Α΄ από την επισκοπή της Δημητριάδος στη Μητρόπολη Λάρισας το έτος 1489/901, πρέπει να δεχθούμε την γνώμη του Ν. Γιαννόπουλου που θεωρεί ότι ο Διονύσιος ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Λάρισας το 14872. Κτίτορας μαζί με τον ιερομόναχο Νικάνορα της Μονής του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά των Μετεώρων, όπου μονάζει περί το 1499 μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του 28η Μαρτίου 15103.
Ως μοναχός εικονίζεται σε τοιχογραφία του έτους 1527 στο νότιο άκρο του δυτικού τοίχου του νάρθηκα της Μονής του Αγίου Νικολάου, (Δ. Ζ. Σοφιανός, Χατζή – Γερασίμου, Ανέκδοτο εγκώμιο, σ. 30, σημ. 60).
—————————————–
1. Επαμ. Φαρμακίδη, Η Λάρισα, σ. 87 (179 σημ.) [και σημ. 174 σελ. 86].
2. Ν. Γιαννόπουλος, Επισκοπικοί κατάλογοι, σ. 261, και Επισκοπικοί Κατάλογοι, Διορθώσεις σ.337.
3. Δ. Ζ. Σοφιανός, Ο μητροπολίτης της Λάρισας, Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων (+ 1510) ………..
6.- Άγιος Βησσαρίων ο Α΄
(1489/90 – 1500)
Ζεί και δρά στα τέλη του 15ου αιώνος. Μοναχός ίσως στην Παναγία Ξενιά Βόλου, εκλέγεται επίσκοπος Δημητριάδος. Ανασυντάσσει την Επισκοπή και ανανεώνει τα Μοναστήρια, διακρίνεται για το Φιλανθρωπικό του έργο.
Μητροπολίτης Λαρίσης εκλέγεται το 1490 όπως πιστοποιεί το σιγίλλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Α΄ (1467–1471, 1488–1490). Συγχέεται, όμως, μέχρι και σήμερα (βλ. ημερ. τσέπης μητροπ. Δημητρ. του 2001) με τον άλλο αρχιεπίσκοπο Λαρίσης Άγιον Βησσαρίωνα τον Β΄ που έζησε την εποχή εκείνη, (όταν ο Βησσαρίων ο Α΄ παραχωρεί την Μητρόπολη (1500) ο Βησσαρίων ο Β΄ είναι 10 ετών υποτακτικός του Λαρίσης Μάρκου του Ησυχαστή).
Η σύγχισις οφείλεται στο γεγονός ότι και στους δύο αποδόθηκε η ίδια ασματική ακολουθία, γραμμένη για τον Βησσαρίωνα τον Β΄.1
———————————————
1. Ν. Ι. Γιαννόπουλος, Αι παλαιαί εκκλησίαι και Τρικαλινά 7 [ιδίου, οι δύο Βησσαρίωνες Λαρίσης] (1987) 115-131. ΔΧΑΕ Γ΄ (1926), περ. Β΄, σ. 22 κ.ε., Ε. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, σ. 87, σημ. 179.
7.- Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής, ο Ηγιασμένος
(1500 – 1527 Μάρτιος)
Εκλέγεται το 1500 μητροπολίτης Λαρίσης. Οι πηγές, σχετικά με τη ζωή και τη δράση του είναι ελάχιστες και τις αντλούμε από τον βίον του Αγίου Βησσαρίωνα του Β΄, υποτακτικού και διαδόχου του Μάρκου στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας.
Εκοιμήθη τον Μάρτιο του +1527.
Ο Επ. Φαρμακίδης θεωρεί ότι υπήρξε και Επίσκοπος Τρίκκης.
Ο Νικ. Γιαννόπουλος ότι αρχιεράτευσε στην Λάρισα τα έτη (1499 – 1520) ή (1538 – 1550).
———————————————
Δ. Ζ. Σοφιανός, Ανέκδοτα υμνογραφ. κείμ. στον Μητρ. Λαρίσης Βησσαρ. Β΄ .
Δ. Ζ. Σοφιανός, Ο Μητροπολίτης Λαρίσης Θωμάς Γοριανίτης, Θ.Χ. 15 (1984) 147-161.
Επ. Φαρμακίδη, Η Λάρισα, σ. 91, σημ. 189.
8.- Άγιος Βησσαρίων ο Β΄ (+-1490) ;
(Μητρ. Λαρίσσης, Μάρτιος 1527 – 13η/9/1540)
Κατήγετο εκ του χωρίου Μεγάλη Πόρτα (Πύλη Τρικάλων) στον σημερινό μικροοικισμό Πόρτα Παναγιά, (γεννήθηκε περί το 1490).Σε ηλικία μόλις 10 ετών πήγε υποτακτικός, του μητροπολίτου της Λάρισας Μάρκου.
Χηρευσάσης δε της Επισκοπής Ελασσόνος και Δομενίκου και μη υπάρχοντος ετέρου ικανωτέρου αυτού, ο Μάρκος εχειροτόνησεν αυτόν επίσκοπον της επισκοπής ταύτης (1516 / 1517) είς ήν όμως δεν εγένετο δεκτός υπό των κατοίκων, διότι η πόλις αυτών «ετετίμητο δι’ αρχιεπισκοπής» ή διότι – κατά τον Δημ. Σοφιανό ήταν μόλις 26 ετών (λόγω δηλαδή του νεαρού της ηλικίας του)-. Παρέμεινε ωστόσο μέχρι το 1521 κοντά στον μητροπολίτη Μάρκο, και την περίοδο (1521 – 1527) ασκούσε τα καθήκοντα του εξάρχου των Σταγών (Καλαμπάκας). Τον Μάρτιο του 1527, μετά τον θάνατο του Μάρκου, εκλέχθηκε μητροπολίτης της Λάρισας (36 ετών). Είχε ως βοηθόν του τον Άγιο Νεόφυτο Β΄ ο οποίος ήτο ανηψιός του και από την επισκοπή Σταγών μετατέθηκε στην Μητρόπολη της Λάρισας τον Ιούνιο του 1550 διαδεχθείς τον Νεόφυτο τον Α΄ ο οποίος κατείχε την έδραν (1540 – 1550) μετά τον Άγ. Βησσαρίωνα το Β΄.
Ο Άγιος Βησσαρίων ανήγειρε την περιώνυμον Μονήν των Μεγάλων Πυλών Δουσίκου, πολλάς μονάς (Μετέωρα) και εκκλησίας εκ των ερειπίων και γεφύρια μεγάλων ποταμών, κυρίως όμως επί των ημερών του συνετελέσθη η θρησκευτική αφύπνησις των χριστιανικών πληθυσμών της Θεσσαλίας (περίοδος ησυχίας λόγω Σουλεϊμάν και Ελλην. καταγ. Βεζύρου Ιμβραήμ).
«Αι καταχρήσεις επί της εποχής του Αγίου Βησσαρίωνος τας οποίας ο πρώτος αιών της δουλείας είχεν αφήσει να εισχωρήσουν εν τω κλήρω, ήρξαντο να κολάζωνται και περιορίζωνται».
- Ναός του Αγίου Βησσαρίωνος του Β΄, στην ομώνυμη πλατεία, δίπλα στο Ωδείο.
- Παρεκκλήσιον είς Μητροπολιτικόν Ναόν του Αγίου Αχιλλίου μέχρι του 1896.
—————————————————
Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, σ. 91-92, σημ. 190, 191, 192.
9.- Άγιος Νεόφυτος ο Β΄ 1550 Ιούνιος / 1568-69
Ανεψιός του Βησσαρίωνος του Β΄. Μετατέθηκε από την επισκοπή των Σταγών διαδεχθείς τον Νεόφυτο τον Α΄ (1540 – 1550)1 στη Μητρόπολη της Λάρισας τον Ιούνιο του 1550. Το έτος 1568/1569 υπέγραψε στη διαθήκη του Αγίου Βησσαρίωνα. Έκτοτε δεν υπάρχει άλλη αναφορά για αυτόν. Ανήγειρεν εκ νέου την Ιερά Μονη των Μεγάλων Πυλών (Δουσίκου) κατά το 1557 έτος.
Τον Νεόφυτον Β΄ διαδέχεται ο Ιερεμίας (μ. οικ. Π.) ο οποίος το 1570 υπογράφει ως Λαρίσης.
——————————————
1. Νεόφυτος Α΄, Σεπτ. 1540 – Ιούν. 1550, οικειοθελώς παραιτηθείς, βλ. Δ. Σοφιανός, Οι Νεόφυτοι Λαρίσης του 16ου αιώνος, Ε.Μ.Α., 15-16 (1965 – 1966) – ΑΘΗΝΑ, 1997.
Επ. Φαρμακίδη, Λάρισα, σελ. 92, σημ. 193 έως 198.
Επίμετρον
Ο Διονύσιος Ε΄ ο Καλλιάρχης επονομαζόμενος Βυζάντιος (1791 – 1806).
Επί των ημερών του οποίου ανηγέρθη (1794) ο Ναός του Αγίου Αχιλλίου. Προήχθη το έτος 1806 είς μητροπολίτην Εφέσου, διαμείνας ως τοιούτος μέχρι του 1821 οπότε ένεκα της ελληνικής επαναστάσεως έλαβε τον δι’ αγχόνης μαρτυρικόν θάνατον εν Μπαλούκ Παζάρ, της Κωνσταντινουπόλεως, μεθ’ ετέρων δύο ιεραρχών της Εκκλησίας, καθ’ ήν ημέραν απηγχονίζετο ο ενθομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος, καταταχθείς και ούτος είς τα τάξεις των εθνομαρτύρων.
(οδός πόλεως Λαρίσης, «Καλλιάρχου»).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ
Καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου
Μετά τον κατ’ εξοχήν Άγιο Ιεράρχη και Πολιούχο της Λάρισας Αχίλλιο, ο οποίος έζησε και έδρασε στο α΄ μισό του Δ΄ αιώνα, αφού έλαβε ενεργό μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325, θα πρέπει να φθάσουμε στο β΄ μισό του ΙΓ΄ αιώνος και εξής για να συναντήσουμε επισκόπους της Λάρισας που έχουν αγιοποιηθεί.
Στο ναό των Αγίων Αναργύρων Τρικάλων, στο αριστερό κλίτος, σήμερα παρεκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνος, σε τοιχογραφία του έτους 1627, μέτριας ή μάλλον κακής διατήρησης, εικονίζονται ολόσωμοι και κατά χρονολογική σειρά επτά άγιοι «αρχιεπίσκοποι» Λαρίσης (ο τίτλος του αρχιεπισκόπου καταχρη-στικά αντί του ορθού μητροπολίτης), που είναι οι εξής:
Α.- Άγιος Θωμάς ο Χοριάτης (το επώνυμο από παραφθορά ή παρανάγνωση του σωστού Γοριανίτης). Πρόκειται ασφαλώς για το γνωστό λόγιο μητροπολίτη Λαρίσης Θωμά Γοριανίτη, που μαρτυρείται μεταξύ των ετών 1264 και 1273.
Β.- Άγιος Κυπριανός ο Ομολογητής. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο μητροπολίτη Λαρίσης των αρχών του ΙΔ΄ αιώνος, για τον οποίο έχει γράψει εκτενές εγκώμιο με βιογραφικά και άλλα στοιχεία ο διάδοχός του Αντώνιος.
Γ.- Άγιος Αντώνιος ο λογιώτατος και Νέος Θεολόγος. Διάδοχος του προηγουμένου (1333 – 1363), γνωστός εκκλησιαστικός λόγιος και ρήτορας.
Δ.- Άγιος Βησσαρίων ο Πρώην. Ο χαρακτηρισμός του προς διάκριση από το γνωστό Άγιο Βησσαρίωνα Β΄ Λαρίσης, τον κτίτορα της περιώνυμης Μονής Δουσίκου. Ο Άγιος Βησσαρίων ο Πρώην, είναι γνωστός μόνο από το σιγίλλιο του έτους 1489/90, του Οικουμ. Πατριάρχη Διονυσίου Α΄, το οποίο αναφέρεται στη μετάθεσή του από την επισκοπή Δημητριάδος και μητρόπολη Λαρίσης.
Ε.- Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων. Διάδοχος πιθανότατα του προηγου-μένου. Ταυτίζεται με τον Διονύσιο Λαρίσης ο οποίος περί τα τέλη της δεκαετίας του 1490 παραιτήθηκε από τον θρόνο του και εγκαταβίωσε για δέκα περίπου χρόνια στη Μονή Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά των Μετεώρων, της οποίας, μαζί με τον έξαρχο Σταγών Νικάνορα, αναδείχθηκε νέος κτίτωρ. Εικονίζεται ως μοναχός στο νάρθηκα της Μονής και πέθανε στις 28 Μαρτίου του 1510.
Ζ.- Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής. Ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας περί το 1499/1500, μετά την παραίτηση του Διονυσίου, και παρέμεινε ως το θάνατό του, τέλη 1526 – αρχές 1527. Υπήρξε ο πνευματικός πατέρας και διδάσκαλος του διαδόχου του Αγίου Βησσαρίωνος Β΄.
Η.- Άγιος Βησσαρίων του Σωτήρος. Διαδέχθηκε μετά το θάνατό του τον Μάρκο Λαρίσης. Από τον Μάρτιο – Απρίλιο του 1527 παρέμεινε στο μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας, ως τις 13 Σεπτεμβρίου του 1540, που πέθανε. Ένας από τους διαπρεπέστερους και δραστηριότερους μητροπολίτες της Λάρισας, κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, υπήρξε και ο κτίτωρ της σεβάσμιας και ονομαστικής Μονής του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών, της επιλεγόμενης Δουσίκου.
———————————————-
1. Εδώ ο Σοφιανός δεν συμπεριλαμβάνει τον Άγιο Νεόφυτο Β΄, αλλά αργότερα (1997) εκδίδει άρθρο, «Οι Νεόφυτοι Λαρίσης του 16ου αιώνος».
Ο Μητροπολίτης Μογλενών Ιωάννης
(1759) αρνησίχριστος
Κατά τους απαισίους εκείνους χρόνους έλαβε χώραν τραγικόν δράμα, όπερ αρξάμενον είς τα Νότια, χωρίον της υποδιοικήσεως Γευγελής της Μακεδονίας και έδρα του μητροπολίτου Μογλενών, επεραιώθη εν Λαρίση. Συνεπεία των υπό των Τούρκων πιέσεων και απηνών καταδιώξεων, πολλά των πέριξ των Νοτίων χωριά εξηναγκάσθησαν και υποκύπτοντα είς την βίαν εξισλαμίσθησαν και δεν απέμεινε πλέον, ασάλευτον εν τη πίστει, εν τη περιφερεία εκείνη παρά το χωρίον Νότια, όπερ δια τούτο είχε καταστή ο στόχος όλων των τε αλλοθρήσκων κατακτητών και των περιοικούντων αρνησιθρήσκων. Εν τη απελπιστική ταύτη καταστάσει διατελών τότε, κατά το έτος 1759, ο μητροπολίτης Μογλενών Ιωάννης, εσκέφθη ότι ο μόνος τρόπος της διασώσεως του ποιμνίου του ήτο ο εξισλαμισμός αυτού και βασανίσας επί πολύ την σκέψιν του ταύτην, απεφάσισε να την ανακοινώση είς αυτό. Διό, αφού εν μεγάλη κατανύξει ετέλεσεν άπασας τας ακουλουθίας της Μεγάλης Εβδομάδος και την της Αναστάσεως κατά την νύκτα του Πάσχα, μετά το χαρμόσυνον άγγελμα του «Χριστός Ανέστη» τρέμων εκ συγκινήσεως ο μάρτυς ούτος της πίστεως, ανέπτυξεν είς το πολυπληθές εκκλησίασμα τους λόγους, οίτινες επέβαλον την εις την θρησκείαν του Μωάμεθ προσχώρησίν των: «ο Μέγας Θεός, προσέθηκεν εν τέλει και ο μονογενής αυτού Υιός, ου την εκ νεκρών ανάστασιν επανηγυρίσαμεν πρό μικρού, αυτοί μόνοι γινώσκουσι τα πάντα και δεν θα θεωρήσωσιν ημάς αναξίους της χάριτός των». Θόρυβος και κατάπληξις, κλαυθμοί και οδυρμοί επηκολούθησαν μεταξύ των Χριστιανών επί τη θλιβερά αποφάσει της αλλαξοπιστίας των.
Ο μητροπολίτης μετονομασθείς ούτως είς Αλήν εγένετο ιεροδικαστής και ως τοιούτος μετά τινά έτη μετετέθη είς Λάρισαν, ένθα μια των ημερών καθήμενος εν καφενείω διέκρινε τον αδελφόν του Δημήτριον, όστις μη δυνάμενος να προσαρμοσθή είς την νέα θρησκείαν, κατέλιπε διά παντός τα Νότια. Η συνάντησίς των αυτή υπήρξεν η αφορμή να αναζήση εν τη ψυχή του Αλή ο χριστιανός λευϊτης, όστις ανακοινώσας είς τον αδελφόν του την απόφασίν του όπως μαρτυρήση υπέρ του Χριστού, μετέβη είς το παρά την γέφυραν τζαμίον του Χασάν βέη, όπερ κατά την ώραν της μεσημβρίας έβριθε πιστών προσκυνητών του Μωάμεθ και ανελθών είς τον άμβωνα ήρξατο ποιών το σημείον του σταυρού και απαγγέλων περικοπήν του Ευαγγελίου «Εις και μόνος είναι ο αληθής Θεός, υιός δε αυτού μονογενής ο Χριστός (……………..)». Δεν επρόλαβε να συμπληρώση ταύτα και το μωαμεθανικόν πλήθος, έκμανέν, κατέσφαξεν αυτοστιγμεί τον προδότην μουλάν εν αυτώ τω τζαμίω. Μετά τούτο συλληφθείς και ο αδελφός του Δημήτριος κατεσφάγη, τα δε δύο πτώ-ματά των ερίφθησαν εις βόθρον. Εις ανάμνησιν του γεγονότος τούτου εγράφη τουρκιστί επί λίθου, ευρισκομένου άλλοτε εν τω τζαμίω τούτω «Νέ – σιζίν νέ – μπιζίμ» δηλαδή ούτε Δικός Σας υμέτερος (Χριστιανός) ούτε Δικός μας ημέτερος (Μωαμεθανός).
ΣΥΝΑΞΙΣ ΑΓΙΩΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Η ΧΩΡΑ ΑΓΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ
ΑΓΙΑ, ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2003
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΥΛΛΑ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Η ΧΩΡΑ ΑΓΙΑ
ΚΑΙ
ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ
Εισηγητής
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
Το ΄Ορος των Κελλίων1.
Οι νοτιοανατολικές υπώρρειες του Κισσάβου από την περιοχή Μαρμάριανης Τσιγγενέ – Σελίτσιανης μέχρι (και) την Καρύτσα – Στόμιο και Πολυδένδρι – Μαυροβούνι, αποτελούν το Μοναστικό Κέντρο του ΄Ορους των Κελλίων. Στη χώρα των Κελλίων βάσει των πηγών ανεπτύχθη ο Μοναχισμός από τον 9ον μέχρι τον 14ον αιώνα. Η περιοχή βρίθει κελλίων – Μονυδρίων – Βυζαντινών Μονών ή Ασκητηρίων: «Το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις τοις σεμνείοις ενευθυνούμενον». Μεγάλαι μορφαί, οργανωταί του μοναχικού ιδεώδους, διέρχονται εκ του όρους των Κελλίων: Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω, ο οποίος παρεκλήθη υπό του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Κομνηνού όπως αναλάβει την κηδεμονίαν των Μοναχών είς το ΄Ορος των Κελλίων. Οι Σωφρόνιος και Βαρνάβας, οι οποίοι έσπευσαν να προσκυνήσουν άνδρας ασκητάς με διορατικόν χάρισμα και τα λείψανα του Οσίου Βαρβάρου. Οι Αγιορείται Θεόδωρος και Συμεών, κτήτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, εξερχόμενοι του Αγίου ΄Ορους εθεώρησαν ως φυσικήν οδόν πορείας τους το Όρος των Κελλίων το 867, «είς το οποίον έφθασαν διά να νουθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου είς τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας»2. Χαρισματούχοι ασκηταί, ως ο Θεοδόσιος, αποδεικ-νύουν σαφώς ότι η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες κ.α. πλεονεκτήματα ελκύουν πολλούς μοναχούς είς κατοίκησιν του όρους, το οποίον κατά την Υποτύπωσιν του Οσίου Χριστοδούλου (1091), «Μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι έφυκεν ανακείμενον»3. Ομοίως και αργότερον αναφέρεται είς το εγκώμιον Αθανασίου Αντιοχείας (1143-1156) ότι: «Μέχρι
—————————————-
1. Στ. Γουλούλη, Όρος των Κελλίων: Συμβολή Τοπογραφική Ιστορική, Πρακτικά (ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ), Αθήναι 1992, σ. 482.
2. Η. Αναγνωστάκη – Ιερομ. Ιουστίνου, Οι Θεσσαλονικείς ΄Οσιοι Συμεών και Θεόδωρος, ΄Αγιον ΄Ορος, 1984, σ. 83.
3. F. Miklosich, – J. Muller, Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana, I – IV, Wien 1860/90, Βιέννη) σ. 64.
του νυν εστίν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων πλήθος ενδιαιτώμενον»4.
Τα ασκητήρια του ΄Ορους των Κελλίων, Βυζαντινά ή νεώτερα, είναι τα των Αγίων Αναργύρων (12ος), του Αγίου Παντελεήμονος Μελιβοίας, της Αναλήψεως Αετολόφου και του Αγίου Δαμιανού στην Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου (1500 μ.Χ.) 5.
Η λέξις «ΑΓΙΑ» ως τοπωνύμιον.
Ερμηνεύεται με 4 εκδοχές.
Α. «Εκ των παρά την θέσιν Αγιάννα ερειπίων Βυζαντινού Ναού συνάγεται ότι η Αγιά έχει ιδρυθεί επί της εποχής των Βυζαντινών, δηλοί δε και το όνομα πόλιν εμπορίου, κατ’ άλλους Αγιά προήλθε κατά συγκοπήν της θέσεως Αγιάν-να, ένθα παρατηρούνται ερείπια παλαιού συνοικισμού» (Μιλτ. Δάλλας).
Η πρώτη αυτή θεώρησις έχει εν μέρει βάση διότι, στην γνωστή μέχρι σήμερα θέση «Αγία Άννα» είχαν βρεθεί ψηφιδωτά παλαιοχριστιανικού Ναού.
Β. Αγυιά, νεωτέρα γραφή φιλολογικής προέλευσις (τύπου Παπαδια-μάντη) που αποδίδει εννοιολογικά την γεωγραφική θέση της χώρας, ως πέρασμα – διάβασις.
΄Ηταν άλλωστε, στρατηγικός δρόμος από τον 11ο αι. (1083 μ.Χ. επί Αλεξίου Κομνηνού και Νορμανδών) όταν η περιοχή ήτο αυτοκρατορική κτήση «επίσκεψη» και είχε ίσως άλλο όνομα.
Γ. Εκ της λέξεως «Αγιάν» που σημαίνει Τούρκος διοικητής.
Επιρροή εκ της τουρκοκρατίας η οποία ήτο πολυχρόνιος για τον τόπο, που κατεδυναστεύετο από σκληρούς διοικητάς – Αγιάν.
Δ. Αγία
Το δεδομένο ότι, το ΄Ορος των Κελλίων, ήκμασε από τον 9ο αι. μέχρι τον 14ο αι. στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου μας διευκολύνει να υποθέ-
—————————————-
4. «Εν τούτοις πλήθος ότι πολύ τον μονήρη βίον ανήρηται …… είς όρη και ερημίας». K. Βοΐνη, Βίος ΄Οσίου Χριστοδούλου του Ιωάννη Ρόδου (1120 – 1150), Αθήναι 1884, σ. 123.
5. Αρχιμ. Νεκτ. Δρόσου, Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ι. Μ. Λαρίσης, (M.Th.) σ. 77, 78, εκδ. ΦΥΛΛΑ, Αθήναι 1999.
σουμε ότι υπάρχει ένας μοναστικός χώρος της ιδίας εποχής με το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, που διοικητικά κατευθύνεται από «Καθολικά» Μονών, (Κομνηνείου – Θεολόγου – Αγ. Παντελεήμονος Αγιάς 1292 μ.Χ.). Βρίθει μοναχών και θεωρείται – ΑΓΙΟΣ- .
Στην σημερινή Αγιά, δημιουργείται η Κώμη της Αγίας ΄Αννας και ο κομβικός ημιορεινός τόπος κυκλώνεται από πλήθος «Κελλίων» – μικρών μονυδρίων για ιδιόρρυθμους μοναχούς που εγκαταβιώνουν σε παραγωγικά πλούσια περιοχή και αυτοσυντηρούνται με αγροτικές καλλιέργειες κυρίως.
Ούτω πως, και μετά την παρακμή της Αγίας χώρας των μοναστών, (που ίσως προτιμούν πια την μοναστική πολιτεία του κατέναντι Άθωνος) και την σύσταση της κωμοπόλεως Αγιάς συναντάμε:
α) Στην πρόθεση 401 του Μεγάλου Μετεώρου (1520-1540) μεταξύ των 220 θεσσαλικών οικισμών, αναφέρεται η Αγία στα Φ. 81α – 81β, με 61 αφιερωτές αρχικά και άλλους 25 αργότερα του έτους 1538. Η πρόθεση αυτή είναι η αρχαιότερη όλων και η Αγία του χειρογράφου (βραβείο ή βρέβειο) είναι η Αγιά του Νομού Λαρίσης6.
β) Σε Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Κυρίλλου Λούκαρι, τον Νοέμβριο του 1620 την Ι. Μονή του Σωτήρος Χριστού, «κατά την τοποθεσίαν της Αγίας».
Πιστεύουμε δε, καθώς έχουμε διδαχθεί από τον μακαριστό διδάσκαλό μας κυρ. Δημήτριο Αγραφιώτη, ότι η τοποθεσία «της Αγίας» είναι η Αγιά και η Μονή του Σωτήρος Χριστού είναι ο «Χριστός» της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου, γνωστός και ως ’Ξστός.
Ταπεινή μας άποψη είναι ότι, την Αγία μοναστική πολιτεία του Όρους των Κελλίων διαδέχεται ονομαστικά η Χώρα της Αγιάς η οποία αποτελούσε γεωργαφικά το Κέντρο Διοίκησις των μοναστών.
Η ανέγερσις του Ναού
Η χρονική περίοδος που η Ελλάδα αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι μια εποχή κατά την οποία οι πρόγονοί μας ήταν θύματα
—————————————-
6. Βλ. Κ. Σπανός, Οι θεσσαλικοί οικισμοί (…) στην πρόθεση 401 του Μεγ. Μετεώρου,(ΘΗΜ 43 2003 σ. 97.
συνεχούς ταπείνωσης και είχαν υποβαθμισθεί σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Στους χρόνους αυτούς, τα μνημεία τα οποία ανηγέρθησαν και διατηρούνται στην Αγιά έως σήμερα, αποδεικνύουν την δυναμική των Ρωμιών, την δογματική τους συνείδηση και την εξυπνάδα τους.
Ο Sir Steven Runciman έγραψε σχολιάζοντας της εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, «τα κτίρια και οι Ναοί που έχτισαν οι ΄Ελληνες κατά την τουρκοκρατία, ήταν αναγκαστικά μέτρια. Οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Χριστιανούς να απολαμβάνουν τη χαρά της επίδειξης» 7.
Ο Ναός των Αγίων Αντωνίων ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, ως τρίκλιτη Βασιλική, που μπορεί να μην είναι θαυμάσιας καλλιτεχνικής σημασίας Εκκλησία, είναι όμως οπωσδήποτε σημαντική, διότι αντιπροσωπεύει ένα ενδιαφέρον στάδιο στην ιστορία της ελληνικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.
΄Εχει γραφεί ότι, «Γέρων Αγυιώτης, ονόματι Ρίζος Ευγενούλης έλεγε ότι κατεδαφιζομένου του Ναού (Αγίων Αντωνίων) εν έτει 1845 ευρέθησαν τρείς επιγραφαί, η μία υπό κάτω της άλλης, δεν διετήρει όμως τας χρονολογίας των είς την μνήμη του, και ούτω δεν είναι δυνατόν να ορισθεί ο χρόνος της πρώτης ανεγέρσεως» 8.
Η Αγιά τον 17ο και 18ο αιώνα ήταν μια σχετικά ευημερούσα περιοχή και είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί καλούς τεχνίτες και να μισθώνει επίσης, καλούς εικονογράφους.
Ενώ, ο Θ. Χατζημιχάλης σχολιάζει εντελώς άστοχα τα περί του χρόνου ανεγέρσεως του Ναού. Ο Μιλτιάδης Δάλλας το 1937, υποσημειώνει τα εξής:
Ολόκληρος η συνοικία του Αγ. Αντωνίου απετελέσθη εκ Βερροιαίων προσφύγων κατά την καταστροφήν της Βερροίας (;), ότε και ευρέθη όπισθεν του Ιερού Βήματος του Αγ. Αντωνίου του Μεγάλου η εικών του Αγ. Αντωνίου του νέου φυλασσόμενη άχρις σήμερον εν ιδίω κουβουκλίω κτισθέντι επί το-
—————————————-
7. Τζ. Κουμουλίδης – Λ. Δεριζιώτης, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήναι 1985, σ. 13.
8. Βλ. Θ. Ι. Χατζημιχάλης, Η εν Αγυιά Πανήγυρις της Α΄ Σεπτεμβρίου, 1926, σ. 77.
που. Η μάμμη Ευαγγελή Μαργ. Λάλλα διηγείτο ότι ο πάππος επιτροπεύων κατά την ανοικοδόμησιν του Ναού είχε διατάξει να επεκταθή ο Ναός περιλαμβάνων και το κουβούκλιον. Αλλ’ αφυπνισθείς έντρομος την μεσημβρίαν αφηγήθη είς την μάμμην ότι ενεφανίσθη καθ’ ύπνους ο Αγ. Αντώνιος και τον διέταξε αυστηρώς να μη θίξη την κατοικίαν του, μη στέργων πιθανόν να εισέλθη είς Ναόν αφιερωθέντα είς τον ΄Αγιον Αντώνιον τον Μέγαν. Η ενορία αύτη φέρει το όνομα Βλαχομαχαλάς, δηλωτικόν των μη γηγενών. Τα επίθετα Καρτερός, Καραδήμας και άλλα τυγχάνουσιν Μακεδονικά9.
Θέλοντας να φθάσουμε με ασφαλή κατά το δυνατόν κριτήρια στην πρώτη ανέγερση του Ναού των Αγίων Αντωνίων, δεν πρέπει να συσχετίζουμε την οικοδόμηση με την σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας και την καθιέρωση της τιμής του Αγίου (το λάθος του Θ. Χατζημιχάλη). Η νέα ριζική ανακαίνιση του ναού συνδέεται με την περίοδο οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής (γεωργία – σηροτροφία – βυρσοδεψία).
Από το 1809 και μέχρι το 1883 τουλάχιστον η Αγιά είχε οκτώ ενορίες. Ο εμπορικός και βιοτεχνικός αιώνας δίδει την άνεση στην διευρυμένη Αγιά, που ως οικισμός αποκτά μορφή με σπίτια αρχοντικά (Αλεξούλη, Πετράκη, Αντωνίου, Ντακούλα) και 6.000 κατοίκους να αποκτήσει και Ναούς αναλόγου χωρητικότητος. Ενώ οι ενορίες περιορίζονται (1889) εις τρεις, οι Ναοί μεγαλύνονται διαδοχικά. (Αγ. Αντώνιος 1857, Τίμιος Πρόδρομος 1860, Αγ. Αθανάσιος 1866).
Επιπλέον λόγος δυνατότητος ανακαίνησις των Ναών, το δικαίωμα ισότητος και η ελεύθερη εξάσκησις λατρείας που αναγνωρίζεται στους Χριστιανούς μετά την επικύρωση του Χάτι Σερίφ, κατά το 1856 έτος.
Η πλέον πιθανή χρονολογία της μετονομασίας του Ναού του Αγίου Αντωνίου είς ενορία των Αγίων Αντωνίων πρέπει να υπολογισθεί στο διάστημα 1822–1845 όπου οι Βερροιείς κατακλύζουν την Αγιά ιδρύουν τον μαχαλά τους, μεταφέρουν μέρος του Αγίου Λειψάνου εκ Βερροίας και ανακαινίζουν
—————————————-
9. Βλ. Μ. Δάλλας, Η Αγυιά δια μέσου των αιώνων, σ. 14.
ριζικά τον Ναό, έχοντας και το κουβούκλιον του Αγίου τους σε διακεκριμένο χώρο10.
Ο Μ. Δάλλας αποδίδει, ως ίδωμεν, την ίδρυση του Βλαχομαχαλά στους πρόσφυγες μετά την καταστροφή της πόλεως των Βερροίας (χωρίς χρονολογία).
Επειδή οι πρώτοι Βλάχοι είναι στην Θεσσαλία – Κίσσαβο – Τέμπη – Λυκοστόμιο, το 1461 μ.Χ. (Δούκας) και οι τελευταίοι το 1822 περίπου θα πρέπει να φαντασθούμε και την παρουσία τους στον ενδιάμεσο χρόνο.
Διότι, όπως αναφέρει ο Γ. Κορδάτος στην Ιστορία της Επαρχίας Αγιάς, το 1665-1680 περίπου οι Αγιώτες Βλάχοι σε συνεργασία με τους Τούρκους έγιναν αιτία να ερημωθεί το Βαθύρεμα, προκειμένου να ιδιοποιηθούν την κτηματική του περιουσία.
Αν και δεν έχει αποδειχθεί ιστορικά η ανωτέρω άποψη και πιο πειστική είναι η γνώμη του μακαριστού Δημ. Αγραφιώτη11 για το θέμα αυτό, η ένδειξις ενεργητικής οργανωμένης παρουσίας Βλάχων στην Αγιά μας οδηγεί στην υποψία υπάρξεως και ενοριακής κοινότητος από το 1650 έτος.
Το ότι συναντάμε και αφιερωμένο Ευαγγέλιο στην ενορία του Αγίου Αντωνίου, κατασκευασμένο στην Ρέτσιανη το 1666, μας οδηγεί αμάχητα στην πίστη, ότι, ο Ναός ανηγέρθη περί το 1650 μ.Χ.
Αρχικά η ενορία φαίνεται να τιμά μόνον την μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου και να αναφέρεται στον ιδρυτή του Μοναχισμού, που αποτελούσε πρότυπο ζωής των μοναστών του Όρους των Κελλίων στις ανατολικές υπώρρειες του Κισσάβου.
Δεν αποκλείεται ο ενοριακός Ναός να διαδέχεται παλαιά Μονή ευρισκομένη στις παρυφές της ημιορεινής Αγιάς η οποία ήτο περιβαλλομένη από είκοσι τέσσαρα γνωστά ως σήμερα Μοναστήρια.
—————————————-
10. Το 1868 είς την περιήγησιν εν Θεσσαλία του Ανωνύμου, καλείται ο Ναός του Αγίου Αντωνίου Οσίου του εν Βερροία, σ. 385.
11. Λοιμική νόσος.
Ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης εσφαλμένα θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατό να κτισθεί Ναός τιμώμενος στον ΄Αγιο Αντώνιον τον Νέον, νωρίτερα από την δημοσίευση της Ασματικής του Ακολουθίας (1746 μ.Χ.).
Έτσι οδηγήθηκε σε δεύτερο λάθος να πιστεύει ότι ο Ναός των Αγίων ήτο κτίσμα του 19ου αιώνος ή τέλος του 18ου.
Αγνοούσε βεβαίως ότι ο Όσιος Αντώνιος ήτο εν ζωή κατά το τέλος του 10ου ή αρχές του 11ου, διότι είχε εσφαλμένες πληροφορίες και από τον τότε (1923) Μητροπολίτην Βερροίας κ. Κωνστάντιο, ο οποίος ερωτηθείς, απάντησε ότι, ο Άγιος γεννήθηκε και απεδήμησεν μεταξύ του 1600-1700 μ.Χ.
Νεώτερα στοιχεία εκ των πηγών, (κωδίκων), των τοιχογραφιών και της συγκριτικής μελέτης βιογραφικών στοιχείων, μας οδήγησαν σε ασφαλείς κρίσεις δια την δράση του Αγίου στην Βέρροια και την μεταφορά της τιμής Του στην Αγιά12.
Η Χώρα της Αγιάς στην Μητρόπολη της Δημητριάδος
κατά την Τουρκοκρατία.
Η Αγιά ως «Χώρα» – Δήμος Δωτιέων – επαρχία της Λάρισας και αρχιερατική περιφέρεια, υπήγετο πάντοτε στην δικαιοδοσία του Επισκόπου Δημητριάδος. Δεν μαρτυρείται είς επιγραφή ή έγγραφον, ότι διετέλεσε έστω και προς ολίγον, υπό την πνευματικήν εξάρτησιν του Μητροπολίτου Λαρίσης διά κάποιαν αιτίαν.
Εσχάτως, και για ολίγον χρονικόν διάστημα (2αν Νοεμβρίου 1991 έως 29ην Ιανουαρίου 1993) η περιφέρειά μας, εψηφίσθη προσωποπαγής αυτόνομη Μητρόπολις Αγιάς και Συκουρίου διά το πρόσωπο του από Παραμυθίας κ.κ. Παύλου Καρβέλη, επανελθούσα μετά την κοίμησιν του ανδρός (29-01-1993) είς τον Δημητριάδος Χριστόδουλον13.
—————————————-
12. Αρχιμ. Νεκτ. Δρόσου, Η ενορία των Αγίων Αντωνίων Αγιάς, εκδόσεις ΦΥΛΛΑ, Αγιά 2003.
13. Μ. Δάλλα: Δημοσιεύει στο έργο του «Η Αγιά δια μέσου των αιώνων» ότι, «Η Αγιά υπάγεται εκκλησιαστικώς είς τον Μητροπολίτην Δημητριάδος φέροντα τον τίτλον Δημητριάδος, Αγιάς και Ζαγοράς».
Η Αγιά και η σχέσις αυτής με το Μετόχιον της Ι.Μ. Παναγίας Κύκκου (της Κύπρου).
Στην επαρχία της Αγιάς μαρτυρείται μετόχιον της Ι. Μονής Παναγίας Κύκκου από το 1792. Το μετόχι ευρίσκετο ως πρόκτισμα παραπλεύρως της Αγίας Παρασκευής στην ενορία του Αγίου Γεωργίου.
Διοικητικά συνίστατο από έναν Πρωτοσύγκελλο και δύο Ιερομονάχους, οι οποίοι περιερχόμενοι την Λάρισα, τον Πλαταμώνα και τον Βόλο, εδέχοντο τις συνδρομές των πιστών διά το Μοναστήρι γράφοντας τα ονόματα σε Βιβλίο-Κατάστιχο, το οποίο ελέγετο παρρησία.
Εκ των ενθυμήσεων του Θ. Χατζημιχάλη14 γνωρίζουμε τους επιτροπεύοντας το Μετόχιο Ιερομονάχους κατά το 1792, Μελχισεδέκ – Κοσμά και Φιλήμωνα και τους κατά το 1802 Ευθύμιο-Αθανάσιο και Γεράσιμο, καθώς και το ότι ο ανωτέρω Αθανάσιος εκοιμήθη στην Αγιά το 1820 και ετάφη είς την Αγία Παρασκευή.
Το 1794 η Αρχιεπισκοπή Δημητριάδος ανυψώθη είς Μητρόπολιν επί Καλλινίκου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Στον θρόνο της Αρχιεπισκοπής Δημητριάδος ευρίσκετο από το 1793 ο Κύπριος – Αθανάσιος, ο οποίος αναδειχθείς πρώτος Μητροπολίτης και Αρχιερατεύσας μέχρι το 1822 συνέδεσε κατά τραγικόν τρόπον το όνομά του με την Αγιά.
Το 1803 ή 1816 (Θ. Χατζημιχάλη) υπέστη μεγίστη ταπείνωσιν όταν ο Βελή-Πασάς τον ηγγάρευσεν μετά των Ιερέων και του λαού της Αγιάς να σκάψουν λίμνην είς το σεράγιόν του στην Δέσιανη κατά την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού μας, ανήμερα δηλαδή του Πάσχα.
Η Αγιά ως Υπερέχουσα στην Μητρόπολιν της Δημητριάδος.
Τα στοιχεία που φανερώνουν την εξέχουσα θέση της Αγιάς μεταξύ των επαρχιών του Δημητριάδος (Πήλιον – Ζαγορά – Αλμυρός) κατά την Τουρκο-κρατία, είναι τα εξής:
—————————————-
14. Βλ. Αρχιμ. Νεκτ. Δρόσος, Τρείς ενθυμήσεις από την Αγιά για την Μητρόπολη της Δημητριάδας 1729-1829, ΘΗΜ 40, 2001, σελ. 113.
1.- Η ύπαρξις μετοχίου της Παναγίας Κύκκου εκ της Κύπρου και η ανάδειξις του πρώτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.κ. Αθανασίου καταγω-μένου εκ της νήσου Κύπρου.
2.- «Οι κατά καιρούς Επίσκοποι διέτριβον μήνας τινάς εν τη έδρα Αγιάς, διό και η κοινότης έχει ανεγείρει επί θέσεως περιόπτου μεγαλοπρεπή οικοδομήν καλουμένην Μητρόπολιν». (Μ. Δάλλας).
Το 1823, Φεβρουαρίου 17η ο εκ Περιστεράς Καλλίνικος καταγώμενος εκ Σελίτσιανης Αγιάς αφού εποίμανε την Δημητριάδα για τρία έτη, παραιτηθείς ετελεύτησε μετά ένα χρόνο και ετάφη στον ΄Αγιον Νικόλαο της Μητρο-πόλεως.
Επειδή δε, και ο μετ’ αυτόν Νεόφυτος όταν το 1828 έγινε δεκτός με υποδοχή είς Άγιον Αντώνιον «οι Ιερείς και Προεστώτες της Πολιτείας Αγιάς εσυνοδεύσαμεν αυτόν έως είς την Μητρόπολιν», φαίνεται ότι, κατά το 1823-1828 ο Άγιος Νικόλαος ο Κερασάς λέγεται Μητρόπολις ως έδρα του Δημητριάδος εν Αγιά (Επισκοπείον) και θεωρείται Μητροπολιτική ενορία έχουσα τα πρεσβεία κατέναντι των υπολοίπων επτά ενοριών, (και του Αγίου Αντωνίου).
3.- Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, στην «Μητρόπολη» ετάφησαν εκτός του Δημητριάδος Καλλινίκου (1824) και οι Επίσκοποι της Δημητριάδος Γαβριήλ, Ιουνίου 12η του 1663, Ιωαννίκειος, Μαϊου 12η του 1720 και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος ο Σάμιος, το 1858.
Αλλά, και ο Γαρδικίου Ιερόθεος κατήγετο εκ Ρέτσιανης (Μεταξοχώρι Αγιάς) είς ήν και αφιέρωσε το Παρθεναγωγείον, ως ηγούμενος της Μονής Παναγίας Ρέτσιανης (κατά Μ. Δάλλα), μετέβη είς Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως κληθείς είς απολογίαν ένεκα αιτιάσεως κατ’ αυτού του ιατρού Δημ. Α. Αλαμάνου και τω ανετέθη η Επισκοπή Γαρδικίου.
Επί τούτοις καθίσταται φανερός ο λόγος δια τον οποίον οι Δημητριείς Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς (1791) εμέμφοντο τους Αγιώτας ως αμαθείς15.
—————————————-
15. Δεν εδέχοντο ως γεγονός την υπεροχή της Αγιάς ως Αρχιερατικής περιφέρειας του Μητροπολίτου Δημητριάδος.
Και ίσως έχω απαντήσει στο ερώτημα το οποίο έθεσα κατά την εισήγησή μου, (αρχάς Ιανουαρίου 2003 στην Χρυσαλλίδα) διά την εκπαίδευση στην Αγιά και το Ελληνικό Σχολείο16.
Σας ευχαριστώ.
—————————————-
16. Αρχιμ. Νεκτ. Δρόσου, Το Ελληνικό σχολείο της Αγιάς 1841-1920, ΘΗΜ 42, 2002, σ. 197-208.
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΤΡΙΠΟΛΗ, 19-21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003 (427-442).
ΓΑΚ – ΑΡΧΕΙΑ ΝΟΜΟΥ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
ΤΡΙΠΟΛΗ 2008
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΩΤΗΣ
ΚΑΙ
Ο ΙΣΛΑΜΙΚΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Επιμέλεια:
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
Α
Eυχαριστώ τα Γενικά Αρχεία του Κράτους,
την Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας
και τον Δήμο Τριπόλεως.
Δηλαδή,
τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ.κ. Αλέξανδρο,
τον κ. Δημοσθένη Σωτηρόπουλο,
και τον κ. Παναγιώτη Βελισσαρίου,
που μου έκαναν την τιμή να μετέχω στο Ιστορικό Συμπόσιο διά τον επίσημο εορτασμό των 200 χρόνων του μαρτυρίου του Νεομάρτυρος Δημητρίου.
Β
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μια σφοδρή επιθυμία είχε φωλιάσει από καιρό στην ψυχή μου και με συνέχει ακόμα.
Να κατορθώσω δηλαδή κάποτε να απαλλαγώ από τη φροντίδα των φθαρτών και ταπεινών πραγμάτων και από την μάταιη ευχαρίστηση, για να προσφέρω ένα μικρό δώρο της διάνοιάς μου στους εραστάς του Χριστού μας – τους Νεομάρτυρας. Αλλά το μέγεθος του εγχειρήματος μου φαινόταν απλησίαστο από κάθε άποψη και μου δημιουργούσε δισταγμό και μου ανέκοπτε την ορμή της επιθυμίας, γιατί ήταν φανερός ο κίνδυνος να αποτύχω, καθώς μάλιστα έβλεπα και άλλους που αποτόλμησαν μια τέτοια προσπάθεια, με αποτέλεσμα πολύ κατώτερο της αξίας των αθλητών Μαρτύρων. Διότι συμβαίνει να έχουν ειπωθεί πολλά σημεία και η εξιστόρηση να έχει παρεκκλίνει και τα λεχθέντα να απέχουν πάρα πολύ από το να βαδίζουν στους πρόποδες της αρετής των Αγίων.
Γι’ αυτόν τον λόγο βρισκόμουν ανάμεσα σε δύο ισχυρά συναισθήματα, στον πόθο και τον φόβο.
Επειδή όμως δεν είναι δυνατό να επιτύχω το αντάξιο – καταπιάνομαι ήδη με το έργο και αποτολμώ το ανέφικτο.
Ικετεύοντας θερμά τον Νεομάρτυρα να είναι βοηθός μου, θα προσπαθήσω με τις ευχές σας να πω κάτι από αυτά που πρέπει (ώστε να είναι κέρδος για όλους μας), και να μη φανεί εξαιτίας της αδυναμίας του λόγου μου κατώτερος ο Άγιος ή ταπεινότερος από τη γνώμη που έχει ο καθένας μας γι’ αυτόν εξαιτίας της άκομψης διηγήσεώς μου.
Γ
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΩΤΟΥ
Ο Νεομάρτυς του Χριστού Ιωάννης, κατά το Νέο Μαρτυρολόγιο του Αγίου Νικοδήμου, ήταν από την περιφανή Πελοπόννησον, εκ των μερών της Μονεμβασίας, από ένα χωρίον καλούμενον Γεράκι, υιός Ιερέως, πεπαιδευμένος τα ιερά γράμματα και έως δεκαπέντε χρόνων το έτος 1770. Κατ’ εκείνον το έτος, ελθόντες Αρβανίται εσκλάβωσαν το Γεράκι, απέκοψαν εν μαχαίρα τον πατέρα του Μάρτυρος και αιχμαλωτίσαντες αυτόν και την μητέρα του, τους επήγαν εις την Λάρισαν. Εκεί επουλήθησαν δύο και τρεις φορές ο καθ’ εις ξεχωριστά, ύστερα δε επουλήθησαν και οι δύο ομού εις έναν Αγαρηνόν Θεσσαλονικέα, όστις επειδή παιδίον δεν είχε ηγάπα πολύ, τόσον αυτός όσον και η γυναίκα του να κάμουν ως ψυχοπαίδι τους τον ευλογημένον Ιωάννην.
΄Οθεν διήλθον κάθε τρόπον δια να διαστρέψουν από την πίστη του Χριστού τον Μάρτυρα. Κολακείας, υποσχέσεις αξιωμάτων, φοβέρας τιμωριών και βασάνων, λακτισμούς, σατανικά γοητεύματα δια να τον ελκύσουν εις επιθυμία γυναικός και ούτω να τον εξισλαμίσουν. Ο γενναίος Ιωάννης, εις φυλακήν έγκλεισθείς κατά την περίοδον του δεκαπενταυγούστου, βιαζόμενος εις το να αρτυθεί με ποικίλας βασάνους υπέμεινε και χωρίς να δειλιάσει έλεγε: «Δεν γίνομαι Τούρκος, εγώ Χριστιανός είμαι, και Χριστιανός θέλω να αποθάνω».
Ο μεν αυθέντης του, τον άφηνε νηστικόν δύο και τρεις ημέρας, η δε μήτηρ του τον επαρακίνει να φάγη, ότι ο Θεός και η Παναγία θα του συγχωρήσουν την κατάλυσιν της Νηστείας δια να μη αποθάνει και αφήσει την μητέρα του απαρηγόρητον στην σκλαβιά.
Ο Μάρτυς όμως στηρίζων την ασθένεια της μητρός του, της υπενθύμιζε τον Πατριάρχη Αβραάμ που ηθέλησε να θυσιάσει τον μονογενή του υιόν και το γεγονός ότι ως υιός Ιερέως πρέπει να φυλάττει καλλίτερα τους νόμους της Αγίας Εκκλησίας. Βλέποντας ο αυθέντης ότι δεν δύναται να καταπείσει τον Ιωάννην, εθυμώθη και του εκτύπησεν μίαν θανατηφόρον μαχαιριάν είς την καρδίαν, και ούτω μετά δύο ημέρας ετελεύτησεν.
Υποσημείωση: (Αφηγηματικό Συναξάρι έχει συγγράψει στην Λάρισα ο νυν Μητροπολίτης Κεντρώας Αφρικής κ.κ. Ιγνάτιος Μανδελίδης).
Δ
Ο ΙΣΛΑΜΙΚΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ
1.- Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ
«Κατά την οθωμανική περίοδο -Τουρκοκρατία-, η ιδιότητα του Χριστιανού δεν ήταν καταρχήν κολάσιμη, γιατί ο Χριστιανισμός αναγνωριζόταν από το Τουρκικό Κράτος ως ανεκτή θρησκεία.
Η αναγνώριση όμως αυτή ήταν πολύ σχετική και αντιφατική, γιατί παράλληλα επικρατούσε η γενική αρχή, κατά την οποία κάθε χριστιανός που καταδικαζόταν σε θάνατο για οποιοδήποτε έγκλημα μπορούσε να απαλλαγεί από την καταδίκη αρνούμενος την πίστη του και προσερχόμενος στον Μωαμεθανισμό. Με τον τρόπο αυτό η μη κολάσιμη ιδιότητα του χριστιανού αναγνωριζόταν ως το απεχθέστερο έγκλημα αφού η αποκήρυξή της μπορούσε να αμνηστεύσει οποιοδήποτε άλλο έγκλημα»1.
Εις την θεωρία το επίσημο κράτος των Οθωμανών υπεστήριζε θρησκευ-τική ελευθερία και ανεκτικότητα και δεν είχε νόμους επιβάλλοντας τον εξισλα-μισμό.
Εις την πράξιν όμως οι Οθωμανικαί Αρχαί δεν ετήρουν πάντοτε τους νόμους των και απεδείχθησαν μισαλλόδοξοι – βίαιοι – καχύποπτοι – εκβιαστικοί, ως ίδομεν στην βιογραφία του Αγίου Ιωάννου, ιδιαίτερα όταν η αυτοκρατορία των ευρίσκετο εις εμπόλεμον κατάστασιν με τους Δυτικο – ευρωπαίους και τους Ρώσους.
Αναγκαστικοί προσηλυτισμοί οι οποίοι κατέληγον εις το Μαρτύριο καθωρίζοντο συχνά από τον χαρακτήρα και την πολιτική ορισμένων Σουλτάνων.
——————————————-
1.- Γ. Μαντζαρίδη, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων 17-19/11/1986, σ. 228.
Παραδείγματα, οι μαζικοί αναγκαστικοί προσηλυτισμοί κατά την διάρκεια των χαλιφάτων του Σελήμ Α΄ (1512-1520), Σελήμ Β΄ (1566-1574) και του Μουράτ Γ΄ (1574-1595).
Δεδομένων περιστάσεων, όπως η επέτειος της κατακτήσεως της Πόλεως, πολλοί ραγιάδες εξηναγκάζοντο να αποστατήσουν.
«Την ημέρα της περιτομής του Μωάμεθ Γ΄ (1595-1603) μεγάλος αριθμός χριστιανών (Αλβανών – Βουλγάρων – Ελλήνων – Σλάβων) εξηναγκάσθησαν να ασπαστούν τον Μουσουλμανισμό. Ομαδικοί προσηλυτισμοί και σημαντικός αριθμός νεομαρτύρων εξετελέσθησαν μεταξύ του 1760 και του πρώτου ημίσεως του 19ου αιώνος. Είναι γνωστόν ότι το 1760 όλοι οι κάτοικοι 36 Αλβανικών χωρίων ησπάσθησαν τον Ισλαμισμό. Οι 39 από τους 50 περίπου νεομάρτυρας του 18ου αιώνος εμαρτύρησαν μεταξύ του 1760 και 1796.
Οι νεομάρτυρες της περιόδου 1453-1867 υπολογίζονται 175 (βεβαιωμένοι) και είναι αριθμός το μέγεθος του οποίου διαψεύδει την θεωρία μερικών ιστορικών ότι «ως σύνολον οι Τούρκοι ήσαν ανεκτικοί και ότι δεν ανεμιγνύοντο εις τα της ορθοδόξου θρησκείας».
Επίσης, ένας σημαντικός αριθμός νεομαρτύρων κατεδικάσθησαν και εμαρτύρησαν εις Κωνσταντινούπολιν όπου ευρίσκοντο και αι ανώτεραι κρατικαί αρχαί. Τούτο σημαίνει ότι, οι νεομάρτυρες δεν ήσαν απλώς «ατυχήματα» και αδυναμία επαρχιακών αρχών»2.
Είμεθα λοιπόν υπό το κράτος Οθωμανών και η θρησκεία δεν σημαίνει έκφρασιν ατομικής πίστεως όπως σήμερα, αλλά καθορισμός κοινωνικής τάξεως εις το Μουσουλμανικό κράτος. Εξισλαμισμός = Τουρκοποίησις και Ισλαμιστής που θα πιστέψει στον Χριστό εκλαμβάνεται ως αποστάτης και ως προδότης.
«Πριν ακόμη από την άλωση, για λόγους φανατισμού ή και για τη σταθερότερη επικράτησή τους, οι Οθωμανοί εφάρμοσαν το μέτρο του εξισλαμισμού των υποδούλων τους. Ο εξισλαμισμός υπήρξε η τρομερότερη απειλή εναντίον του Ελληνισμού, γιατί συνιστούσε μόνιμη αφαίμαξη εμψύχων
——————————————-
2.- Πρωτοπρ. Δημ. Κωνσταντέλου, Π.Θ.Σ., σ. 220.
δυνάμεων. Εξισλαμισμός σήμαινε αυτόματα άρνηση της ιδιότητας του ορθοδόξου και του Έλληνα και προσχώρηση στο σώμα των κατακτητών. Και θεωρητικά μεν δεν επιβλήθηκε η αλλαξοπιστία, αφού επικράτησε η διάκριση των μιλλετιών. Στην πράξη όμως οι καθημερινές πιέσεις ήταν συχνά τόσο απελπιστικές, που έκαναν την αλλαξοπιστία λύτρωση.
Οι εξισλαμισμοί ήταν ακούσιοι στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και εκούσιοι. Ο δελεασμός ήταν μεγάλος, αφού ο εξισλαμιζόμενος από δούλος γινόταν αυτόματα κύριος. Γι’ αυτό παρατηρείται, στους πρώτους κυρίως αιώνες, ισχυρό ρεύμα αποστασίας. Δε ήταν σπάνιο το φαινόμενο διχασμού της ίδιας της οικογένειας, με αυτονόητες τις συνέπειες»3.
Ο μοναχός Νεκτάριος Τέρπος διηγείται το ακόλουθο περιστατικό: Πέρυσι εις αψηδ΄ (1724), Δεκεμβρίου κε΄ (=Χριστούγεννα), να πηγαίνω εις ξένην επαρχίαν του Αλπανασίου είς χωρίον Τραγότι, και εμπαίνωντας εγώ εις την Εκκλησίαν του Χριστού, ηύρηκα τον Παπά με ως εκατόν είκοσι γυναίκες και άνδρες ως δέκα πέντε. Και πολλά επικράθηκα δια την ολιγότητα των ανδρών και είχα ρωτήσει προτήτερα και μου είπαν, πως οι επίλοιποι άνδρες, φευ, όλοι, ετούρκεψαν….». Από τις τραγικότερες μορφές εξισλαμισμού ήταν το παιδομάζωμα. Η λέξη «παιδομάζωμα» αναφέρεται για πρώτη φορά στα 1675. Ο παλαιότερος όρος ήταν «γιανιτζαρομάζωμα».
2.- ΑΙΤΙΑ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ
Ο εξισλαμισμός επεβάλλετο υπό των Οθωμανών δια τρεις κυρίως λόγους:
«Πρώτον, από την μωαμεθανικήν των θρησκευτικήν συνείδησιν, συμφώ-νως προς την οποίαν οι Τούρκοι έπρεπε αφ’ ενός μεν να περιφρονούν τους γκιαούρ – τους απίστους – αφ’ ετέρου δε να προσπαθούν δια παντός μέσου, και βιαίου ακόμη, να προσαγάγουν απίστους εις τον Μωαμεθανισμόν, ενώ η παντός είδους τιμωρία των μη στεργόντων τον εξισλαμισμόν επετρέπετο και μάλιστα απετέλει καθήκον παντός καλού μωαμεθανού 4.
——————————————-
3.- Ο Αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1998.
4.- Στ. Παπαδοπούλου, Οι Νεομάρτυρες και το δούλο γένος, Αθήναι 1974, σ. 49.
Δεύτερον, από την εθνικήν συνείδησιν των Τούρκων, οι οποίοι εσκέ-πτοντο ότι, εξισλαμίζοντες τους υποδούλους Έλληνας, «απεμάκρυναν αυτούς ου μόνον εκ της χριστιανικής των πίστεως, αλλά και της μετ’ αυτής αρρήκτως συνδεδεμένης εθνικής των συνειδήσεως». Οι εξισλαμιζόμενοι δηλαδή εγίνοντο και Τούρκοι, όπερ εσήμαινεν ότι οι παλαιοί Τούρκοι δεν θα είχον πλέον εθνι-κούς αντιπάλους ή Έλληνας υποδούλους, από τους οποίους να εφοβούντο μιαν επανάστασιν, η οποία και έγινεν, ακριβώς διότι δεν είχεν επιτευχθή πλήρως ο εξισλαμισμός.
Τρίτον, από την οικονομικήν απληστίαν των Τούρκων, οι οποίοι, γνωρίζοντες πολλάκις ότι οι χριστιανοί δεν θα υπέκυπτον εις τας πιέσεις προς εξισλαμισμόν, εύρισκον πρόσχημα κατηγορούντες χριστιανούς ότι προσέβαλον τον Μωαμεθανισμόν ή το Τουρκικόν έθνος. Εάν οι κατηγορούμενοι χριστιανοί εξισλαμίζοντο, έσωζον εαυτούς και τα υπάρχοντά των. Εάν ωμολόγουν πίστιν εις την Εκκλησίαν των, εθανατούντο μαρτυρικώς, οπότε η περιουσία των άπασα ηρπάζετο αμέσως υπό των Τούρκων.
3.- ΑΙ ΑΦΟΡΜΑΙ ΔΙ’ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΝ ΕΙΣ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΝ
Τα βαθύτερα αίτια του εξισλαμισμού ήταν όσα προαναφέραμε. ΄Επρεπε όμως αναλόγως των περιστάσεων να εφευρίσκωνται προσχήματα και αφορμαί προς επικάλυψιν των πραγματικών αιτιών.
Είναι ανάγκη να σημειώσωμεν ότι πολλάς φοράς, οι Τούρκοι κατέφευγον εις όλως ψευδείς και ανυποστάτους κατηγορίας εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι εγνώριζον την τακτικήν αυτήν και την ωνόμαζον «αβανίαν» – «αβανιά».
«Η «αβανιά» ήτο όπισθεν πολλών αφορμών, αι οποίαι συνήθως ήσαν αι εξής5 :
1.- Ψευδής ή αληθής κατηγορία ότι Χριστιανός ύβρισε τον Προφήτην Μωάμεθ.
2.- Η έστω και χάριν αστεϊσμού επίθεσις από μέρους μουσουλμάνων
——————————————-
5.- Στ. Παπαδοπούλου, Οι Νεομάρτυρες … , σ. 54.
τουρκικού σαρικίου επί της κεφαλής Χριστιανού π.χ. Αγγελή Κων/λεως + 1680.
3.- Η υπό Χριστιανού ένδυσις τουρκικών ενδυμάτων ή υπόδησις τουρκικών υποδημάτων π.χ. Ο εν Μαγνησία Νικόλαος 1796.
4.- Η απλή ανάγνωσις ή εκφώνισις της μουσουλμανικής ομολογίας πίστεως ή το να ειπή τις τουρκιστί «δόξα σοι ο Θεός» «λαϊ λαλά» π.χ. Ο εκ Καρπενησίου Νικόλαος 1672.
5.- Το να ειπή τις από λάθος, από φόβο ή χάριν αστεϊσμού ότι θα γίνει Τούρκος. π.χ. Νικόλαος Καραμάνου εν Σμύρνη 1657.
6.- Ερωτικαί ή δήθεν ερωτικαί σχέσεις Ελλήνων μετά μουσουλμανίδων π.χ. Ιωάννης Χρυσοχόος 1802 Αργυρή και Κυράννα.
7.- Η απόπειρα εκχριστιανισμού μουσουλμάνου π.χ. ο Γεώργιος Ραψάνης 1818.
8.- Η επιστροφή εις τον Χριστιανισμόν, Αρνισιχρίστου π.χ. Αγ. Γεδεών.
9.- Η ψευδής κατηγορία, ότι κάποτε Χριστιανός είχεν εξισλαμισθή, ητο αρκετή δια να βιασθή εις πραγματικόν εξισλαμισμόν π.χ. Αγ. Σταμάτιος Βόλου 1680.
10.- Η κατηγορία ότι Χριστιανός προσέβαλε Τούρκον ή τον εζημίωσε οικονομικώς ή ηθικώς π.χ. Χρήστος 1748 Κων/πολη.
11.- Η εμφανής εκπαιδευτική και φιλάνθρωπική δράσις π.χ. Η Φιλοθέη η Αθηναία 1589.
12.- Το κηρυκτικόν έργον των Μοναχών π.χ. (Αγ. Δαμιανός 1568 – Αγ. Κοσμάς Αιτωλός 1879)».
4.- ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ
Ας δούμε τώρα γεγονότα και καταστάσεις όπως περιγράφονται από αυτόπτας μάρτυρας κατά την οθωμανικήν περίοδο.
Περί τα μέσα του 17ου αιώνος ο Πώλ Ρικώτ (Paul Ricaut) πρόξενος της Μεγάλης Βρεττανίας εις την Σμύρνη, γράφει:
«Οι Τούρκοι έχουν εκδιώξει τους Χριστιανούς από πολλούς ναούς, τους οποίους έχουν μετατρέψει σε ισλαμικά τεμένη. Η τέλεσις των ιερών Μυστη-ρίων των Χριστιανών γίνεται σε απόκρυφους και σκοτεινούς τόπους, υπόγειους θόλους και τάφους των οποίων οι οροφές είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους. Πολλοί Χριστιανοί έχουν μεταστραφεί σε Μωαμεθανούς και μεγάλα πλήθη καθημερινά και ομαδικά ομολογούν πίστη στην Τουρκιά. Οι Χριστιανοί ιερείς, ιδιαίτερα στις ανατολικές επαρχίες είναι εξαναγκασμένοι να ζουν με προφυλάξεις και να τελετουργούν στα σκοτεινά και κατ’ ιδίαν φοβούμενοι τον χαρακτήρα των Τούρκων»6.
(Paul Ricaut)
Ο Άγγλος Πρόξενος προσθέτει ότι εάν λάβωμε υπόψιν τόσον την καταπίεση και την περιφρόνηση που υπήρχε εναντίον της Χριστιανικής Εκκλησίας όσον και τα θέλγητρα, τας κοσμικάς απολάυσεις και τα προνόμια που θα απελάμβανον οι Χριστιανοί γενόμενοι Μουσουλμάνοι, η πίστις και καρτερία της Ελληνικής Εκκλησίας είναι μια επιβεβαίωσις της παρουσίας του Θεού εις την ζωήν της, η οποία πείθει όχι λιγώτερον από τα θαύματα και την δύναμη που συνώδευον την δράση της αρχαίας Εκκλησίας.
Περίπτωση Αβανιάς:
Η Οθωμανική μέθοδος και πλεκτάνη της «αβανίας», και η εκμετάλλευσις ευκαιριών δια προσηλυτισμό Χριστιανών δεν έμεινε απαρατήρητος και από άλλους ξένους ταξιδιώτας εις την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Άγγλος περιηγητής Josepf Wolff (Ιωσήφ Γούλφ 2-4-1839) διηγείται τα εξής: «Ένας νεαρός ΄Ελληνας Ορθόδοξος ονόματι Παναγιώτης αγνοούσε τον Ισλαμικό νόμο και εισήλθε στο Τέμενος του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ. Όταν τον είδαν μερικοί φανατικοί Τούρκοι τον άρπαξαν και τον έφεραν μπροστά στον Πασά με την κατηγορία ότι ο «άπιστος» εμόλυνε το Ισλαμικό Τέμενος. Ο Τούρκος Διοικητής επρότεινε στον νεαρό ΄Ελληνα να αλλάξει την πίστην του και αφού ο Παναγιώτης με σθένος αρνήθηκε … αποκεφαλίσθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. (Το Λείψανο του Μάρτυρος ηγόρασε το Ελληνικόν Μοναστήριον αντί 5.000 γροσίων).
Είς ένα σύντομο αλλά αντικειμενικόν άρθρο περί των Νεομαρτύρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Βέλγος αγιολόγος Βολλανδιστής Ιππόλυτος Ντελεαϊ
——————————————-
6.- Πρωτοπρ. Δημ. Κωνσταντέλου, Π.Θ.Σ., σ. 211.
(Η. Delehaye) έγραψε προ 65 ετών περίπου τα εξής: «Η απάτη των Τούρκων δεν εγνώριζε όρια» διότι «χρησιμοποιούσαν πονηρά και ποικίλα μέσα δια να παρασύρουν πολυάριθμους Χριστιανούς να ασπασθούν τον Ισλαμισμόν…… π.χ. (σατανικά γοητεύματα διά να ελκύσουν τον Μάρτυρα Ιωάννη είς επιθυμία γυναικός) .
«Ας παρακολουθήσουμε μια ακόμη περίπτωση του Γάλλου περιηγητή Antoine Galland επισκεπτομένου την Οθωμανική Αυτοκρατορία ο οποίος κατέγραψε εις το ημερολόγιό του στα τέλη του 17ου αιώνα τα εξής: «Σήμερα οι Τούρκοι έστησαν μια παγίδα σε ένα νεαρόν Έλληνα, ο οποίος ήτο μαθητής ενός Τούρκου. Καθ’ ον χρόνο εγίνετο η διδασκαλία, μερικοί Μουσουλμάνοι που ευρίσκοντο πλησίον ενεχείρησαν στον Τούρκο δάσκαλο ένα κομμάτι χαρτί με το Ισλαμικό σύμβολο της πίστεως. Συνέστησαν στον δάσκαλο να το δώσει στον νεαρό Έλληνα σπουδαστή του παρακινώντας τον να το αναγνώσει μεγα-λοφώνως. Προσποιήθηκαν ότι ήθελαν να μάθουν κατά πόσο ο νεαρός Έλλη-νας μπορούσε να αναγνώσει Τούρκικα χωρίς δυσκολία. Ανυποψίαστος για το τέχνασμα, ο νεαρός ανέγνωσε το κείμενο μεγαλοφώνως. Ευθύς μόλις τελείω-σε την ανάγνωση, ο Έλληνας μαθητής οδηγήθηκε από τους Τούρκους στον δικαστή στον οποίον και ανήγγειλαν ότι ο νεαρός Έλληνας είχε απαγγείλει παρουσία των το Μουσουλμανικό πιστεύω το Salabat. Επομένως ο Έλληνας όφειλε να γίνει Μουσουλμάνος».
Ο Γάλλος περιηγητής προσθέτει ότι «ο νεαρός Έλληνας διαμαρτυρήθηκε ότι είχε εξαπατηθεί και ότι δεν είχε πρόθεση να αποστατήσει από την χριστια-νική του πίστη. Κατόπιν της αρνήσεώς του, ο καδής διέταξε να βασανισθεί ο νεαρός και να ριφθεί στην φυλακή. Για ένα μήνα κατεβλήθη προσπάθεια να κατηχηθεί το Ελληνόπουλο και να ασπασθεί την Ισλαμισμό. Πρέπει να ητο με-ταξύ 18 έως 20 ετών όταν ο νεαρός ΄Ελληνας απεκεφαλίσθη στις 23 Σεπτεμ-βρίου 1672». Ο Galland δεν κατέγραψε το όνομα του νεομάρτυρος, του οποίου το μαρτύριο κατέγραψε και ο De la Croix, γραμματεύς της Γαλλικής Πρεσβείας εις την Κωνσταντινούπολη. Νεωτέρα έρευνα έχει ταυτίσει τον εν λόγω νεομάρτυρα με τον εκ Καρπενησίου Άγιο Νικόλαο, του οποίου οι γονείς διετήρουν παντοπωλείον εις τον συνοικισμόν της Κωνσταντινουπόλεως Ταχτά Καλέ»7.
——————————————-
7.- Του ιδίου, σ. 214.
Η προκλητικότης των Τούρκων ήτο τέτοια ώστε η Χριστιανική Μικρά Ασία εγένετο σχεδόν Μουσουλμανική.
Τα παραδείγματα αφθονούν:
Κατά την πολιορκία της πόλεως Κόμανα, ο Malik Danishmend απεφάσισε όπως επιβάλει εις τους κατοίκους της αλλαξοπιστία ή θάνατο. Με την πτώση της Πόλεως, δια να αποφύγουν το μοιραίον όλοι οι κάτοικοι προετίμησαν να ασπασθούν τον Μουσουλμανισμόν. Την ίδια τακτικήν ηκολούθησαν και οι κάτοικοι της πόλεως Ευχάϊτα, οι οποίοι αντιμετώπισαν το ίδιο δίλημμα κατά διαταγή του Malik. Τουρκική πηγή αναφέρει ότι εις μίαν άλλην πόλιν της Μικράς Ασίας, πέντε χιλιάδες περίπου Χριστιανών απεσκίρτησαν εις τον Ισλα-μισμόν ενώ ένας παρόμοιος αριθμός από τους κατοίκους της εθανατώθησαν δια του ξίφους.
Το ίδιο υπέστησαν οι άλλοτε Χριστιανικαί χώραι Αλβανία – Συρία και Αίγυπτος.
… Κατά περιγραφή ενός αιχμαλώτου των Τούρκων ονόματι Ιωάννη Schiltberger ας ακούσουμε την Διαδικασία του Εξισλαμισμού όπως αναφέρεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Αρχές 15ου αιώνος ……..
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ
« Όταν ένας Χριστιανός θέλει να γίνει άπιστος, πρέπει εμπρός σε όλους τους ανθρώπους να υψώσει το δάκτυλο και να πει τις λέξεις: «La il lach illalach, ο Μωάμεθ είναι ο αληθινός προφήτης του». Και όταν το πει αυτό, τον οδηγούν στον ανώτατο ιεροδικαστή, πρέπει τότε να επαναλάβει τις παραπάνω λέξεις μπροστά στον ιεροδικαστή και να αρνηθεί την χριστιανική πίστη και όταν το κάμει αυτό, του φορούν καινούριο ένδυμα και ο ιεροδικαστής δένει ένα καινούριο σαρίκι στο κεφάλι του, και αυτό το κάνουν για να φανεί πως είναι Άπιστος, γιατί οι Χριστιανοί φορούν στο κεφάλι γαλάζιο σαρίκι και οι Εβραίοι κίτρινο. Στη συνέχεια ο ιεροδικαστής ζητά από όλους τους ανθρώπους να φορέσουν τις πανοπλίες τους και όποιος έχει άλογο να ιππεύσει, το ίδιο κάνουν όλοι οι ιερωμένοι (=οι Τούρκοι) που βρίσκονται στη γειτονιά. Και όταν έλθουν όλοι, τον ανεβάζουν επάνω σε ένα άλογο και έπειτα το πλήθος πρέπει να προχωρεί πριν από αυτόν και οι ιερωμένοι πηγαίνουν από πίσω του με σάλπιγγες, κύμβαλα και φλογέρες και δύο ιερωμένοι ιππεύουν κοντά σ’ αυτόν και έτσι τον περιφέρουν στην πόλη και οι Άπιστοι φωνάζουν με δυνατή φωνή και δοξάζουν τον Μωάμεθ και οι δύο ιερωμένοι του λένε αυτές τις λέξεις: «Ένας είναι ο Θεός και υπηρέτης του ο Μεσσίας, δούλη του η Μαρία και ο Μωάμεθ ο μεγαλύτερός του προφήτης». Αφού τον περιφέρουν παντού μέσα στην πόλη από τον ένα δρόμο στον άλλον, κατόπιν τον οδηγούν μέσα στο τζαμί και τον περιτέμνουν. Αν είναι φτωχός, συγκεντρώνουν με έρανο πολλά χρήματα και οι άρχοντες τον τιμούν ιδιαίτερα και τον κάνουν πλούσιο. Αυτό κάνουν, για να είναι πιο πρόθυμοι οι Χριστιανοί, να προσηλυ-τισθούν στη δική τους πίστη. Αν πρόκειται για γυναίκα, που επιθυμεί να αλλαξοπιστήσει, αυτή οδηγείται επίσης στον ανώτατο ιεροδικαστή και πρέπει να πει τις παραπάνω λέξεις. Ο ιεροδικαστής κατόπιν παίρνει τη ζώνη της, την κόβει στα δύο και σχηματίζει με τα κομμάτια ένα σταυρό. Η γυναίκα τότε πρέπει να πατήσει το σταυρό τρεις φορές, να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να πει τις λέξεις που αναφέραμε παραπάνω».
Περιγραφή του αιχμαλώτου των Τούρκων Ιωάννη Schiltberger, στις αρχές του 15ου αιώνος (Βλ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος 10, Αθήνα 1974, σελίδα 58).
Ο Μάρτυς Ιωάννης , σεβαστό ακροατήριο, παρήγγειλεν είς την μητέρα του να σταθή να κάμη την ανακομιδήν των Λειψάνων του, και να τα πάρη να τα υπάγη από την Λάρισαν είς το Γεράκι. Η μητέρα του εφύλαξεν την παραγγελίαν. Η Μητρόπολις Λαρίσης τιμά τον Άγιο Ιωάννη ως ένα εκ των πέντε Λαρισσαίων Νεομαρτύρων και έχει αφιερωμένο στην μνήμη του Παρεκκλήσιον στην Ενορία των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Επίσης αγαθή συγκυρία για την Λάρισα και το Γεράκι είναι το έτος 1818 κατά το οποίον μαρτύρησαν στην Λάρισα ο ΄Αγιος Γεδεών (εν Τυρνάβω) και ο ΄Αγιος Γεώργιος (εν Ραψάνη), το Γεράκι αποκτά το ίδιο έτος τα Ιερά Λείψανα του Νεομάρτυρος Ιωάννη μετακομισθέντα μετά 45 χρόνια από την ημέρα του μαρτυρίου του, στον τόπο που γεννήθηκε.
Λόγω ελλείψεως χρόνου θα καταθέσω δια την έκδοση των πρακτικών το κεφάλαιο: Η επί Τουρκοκρατίας αρνισίχρηστοι, κ.ά. τινά.
Για να πω εν κατακλείδι ότι,
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η προσέγγιση και κατανόηση του εν επικεφαλίδι θέματος είναι αδύνατη, αν δεν μελετηθεί το ευρύτερο ιστορικό και πνευματικό πλαίσιό του. Πρόκειται περί κόσμου διαφορετικού. Και χρειάζεται, διαφορετικότερα από τα σημερινά κριτήρια, για να τον δούμε, να τον αφουγκραστούμε και να τον ερμηνεύ-σουμε.
Το μαρτύριο – η θυσία της ζωής – ως αντίστασις στον Ισλαμικό Προσηλυτισμό, ητο η μεγαλυτέρα και εμφαντικωτέρα πράξις. Ήρωας δια την Εκκλησία ήτο πάντοτε και πρωτίστως ο Μάρτυς και έπειτα ο Άγιος.
Ζωή, δεν είναι η βιολογική επιβίωση. Είναι η σχέση με τον Χριστό. Γι’ αυτό, όταν τεθεί το δίλημμα, θυσιάζεται η επιβίωση για χάρη της σχέσης. Ο Ιωάννης ήτο επιστήθιος Χριστού και επέλεξε την ΖΩΗ.
Η Αγιογραφία των Νεομαρτύρων, (τα Συναξάρια) είναι η φωνή της ιστορικής μας συνέχειας, συνιστά την προηγούμενη ύπαρξή μας, ευθύνεται δια την περιαγωγή της ψυχής μας, και μεταστοιχειώνει την συνείδησίν μας ως Ορθοδόξων.
Είναι πιστεύω, ένας ακλόνητος ιστός δια την αποφυγή βαθμιαίου εξισλαμισμού στην χώρα μας, εις την οποία από Ορθόδοξους Έλληνες, ίσως αργότερα, μας χαρακτηρίζουν ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ «στην» Ελλάδα.
Ευχαριστώ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αντωνίου Παπαδοπούλου, «Θεολογία αρχαίων και νέων μαρτυρολογίων» Π.Θ.Σ. (154,155).
- Βασιλείου Φανουργάκη, «Μάρτυρες – Νεομάρτυρες», Π.Θ.Σ. (198-202).
- Πρωτοπρ. Δημητρίου Κωνσταντέλου, «Οι βίοι των Νεομαρτύρων ως πηγή μεθόδων Ισλαμικού Προσηλυτισμού» Π.Θ.Σ. (209-222).
- Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Κοινωνιολογική προσέγγιση της παρουσίας των Νεομαρτύρων», Π.Θ.Σ. (228)
- Χρίστον Κρικώνη, «Κληρικοι Νεομάρτυρες και Μάρτυρες», Π.Θ.Σ. (259 και εξ).
- Στ. Παπαδοπούλου, «Οι Νεομάρτυρες …» (σελ. 50).
- Δημ. Τσάμη, «Η θεληματική προσέλευση στο μαρτύριο Αγιορειτών Νεομαρτύρων» Π.Θ.Σ. (350-353).
- Γεωργίου Στογιόγλου, «Αγιορείτες Νεομάρτυρες» Π.Θ.Σ. (369, 371, 381)
- π. Γεωργίου Μεταλληνού, «ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ – Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία».
Π.Θ.Σ.: Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων, 17-19/11 Θεσσαλονίκη 1986.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
5.- ΟΙ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΡΝΗΣΙΧΡΙΣΤΟΙ
Μία ιδιαιτέρα περίπτωσις προσηλυτισμού – εξισλαμισμού εις την εξεταζομένην περίοδον της Τουρκοκρατίας, είναι οι Χριστιανοί οι οποίοι αλλαξοπίστησαν και εις την συνέχειαν μετενόησαν, προκειμένου να εξιλεωθούν από το αμάρτημά των, εγένοντο αυτόκλητοι μάρτυρες. Η μερίδα των «εξ αρνησιχρίστων» μαρτύρων παρουσιάζει ιστορικόν και θεολογικόν ενδιαφέρον. Πολλοί εξ αυτών, μετά την επιστροφήν των εις την Εκκλησίαν, συνεδέθησαν με το ΄Αγιον Όρος και προετοιμάσθησαν εκεί δια το εκούσιον μαρτυριόν των. Οι περισσότεροι είχον γίνει εξωμότες εις νεαράν ηλικίαν δια διαφόρους λόγους, (κακομεταχείρισις, επιπολαιότης, οικονομικοί λόγοι, χρήσις βίας από τους Τούρκους, μέθη, απάτη και συκοφαντίαι). Όταν αργότερον μετενόησαν, κατέφυγον εις το Άγιον Όρος και, υπό την καθοδήγησιν του πνευματικού των, επροχώρησαν εις το μαρτύριον.
Η ανάθεσις κάθε αρνησιχρίστου εις φωτισμένον γέροντα εθεωρείτο αναγκαιοτάτη. Ο πόθος του μαρτυρίου έπρεπε να συνοδεύεται από την ευλογίαν του πνευματικού πατρός, ο οποίος ηδύνατο να διακρίνει την ωριμό-τητα του επιδιώκοντος το μαρτύριον. Οι γέροντες πολλές φορές τους συνιστούσαν να μην επιδιώκουν «αυθαδώς τα τοιάυτα, επειδή δεν είναι συγκεχωρημένον από τους Ιερούς Κανόνας να πηγαίνουν οι Χριστιανοί από λόγου των εις το μαρτύριον, διά το άδηλον της εκβάσεως, μήπως μη δυνά-μενοι να υποφέρουν έως τέλους, αρνηθώσι την πίστη των». «Οι αρνησίχρι-στοι διψούν το μαρτύριον, «τον υπέρ Χριστού θάνατον», και όταν εκδηλώ-σουν τον πόθο οδηγούνται υπό του ηγουμένου εις την προμαρτυρικήν δοκιμασίαν. Κατά το στάδιο αυτό ο δόκιμος υποβάλλεται εις σειράν δοκιμασιών, τας οποίας ξεπερνά με την νηστείαν και την προσευχήν. Όταν ο πνευματικός του διαγνώσει ότι είναι άξιος, τον χρίει και ακολουθεί η κουρά. Εφόσον ο υποψήφιος δια το μαρτύριον εξακολουθεί να επιθυμεί να οδηγηθεί σ’ αυτό, ο πνευματικός ορίζει τον συνοδοιπόρο του ή συνοδίτην, ο οποίος τον ακολουθεί στον τόπο του «κριτηρίου», του συμπαραστέκεται, τον ενισχύει και τον φροντίζει, περιμένοντας να αγοράσει το λείψανο του μάρτυρος από τους δημίους δια να το ενταφιάσει ή και να το μεταφέρει στο Άγιον Όρος».
Τα στάδια της προετοιμασίας ενός υποψηφίου μάρτυρος κατά τον ΄Αγιο Νικόδημο είναι τα εξής:
«α) Να προσέλθει εις ένα πνευματικόν έμπειρον και ενάρετον εις τον οποίον να εξομολογηθεί όχι μόνον την άρνησιν που έκανεν, αλλά και τας άλλας αμαρτίας του, και να φανερώσει τον σκοπό του να φθάσει μέχρι το μαρτύριον.
β) Να ζητήσει να λάβει δευτέραν χρίσιν του Αγίου Μύρου κατά την διάταξιν της Αγίας Εκκλησίας.
γ) Να καταφύγει εις έναν ήσυχον τόπον όπου με νηστεία, αγρυπνία και δάκρυα να παρακαλέσει τον Θεόν να τον ελεήσει δια τα σφάλματά του και να ανάψει εις την καρδίαν του την θείαν αγάπη και να τον ενδυναμώσει εις το μαρτύριον διά να καταισχύνει τον διάβολον και τους υπηρέτας του.
δ) Να κοινωνήσει με κατάνυξιν και ευλάβειαν τα θεία μυστήρια.
ε) Και τέλος να μεταβεί εις τον ίδιον τόπον όπου έγινε η άρνησις του Χριστού, να αρνηθεί την θρησκείαν που είχε ασπασθεί, να ομολογήσει την πίστην του Χριστού και να επιμείνει εις την ομολογίαν αυτήν μέχρι αίματος και θανάτου».
Η μεθόδευσις αυτή, η προτεινόμενη από τον Άγιον Νικόδημον, δεν ήτο νέα. Την είχον προτείνει και άλλοι προ αυτού με διαφόρους παραλλαγάς, αλλά πιο πολύ την είχον ήδη ακολουθήσει πολλοί από τους Νεομάρτυρας μέχρι τότε, όπως διαπιστώνεται από τα Μαρτυρολόγια. Η πορεία την οποίαν ηκολούθουν οι πεπτωκότες, ότε απεφάσιζον να επιστρέψουν εις τον Χριστόν, δεν διέφερεν από την ανάλογον πορείαν που ηκολουθείτο εις την αρχαίαν Εκκλησίαν. Εις τα περισσότερα μαρτυρολόγια, από το δεύτερον ήμισυ του 18ου και μέχρι τας αρχάς του 19ου αιώνος, έχομεν λεπτομερή περιγραφήν της προετοιμασίας του Οσιομάρτυρος κατά την οποίαν ακολουθείται ορισμένη διαδικασία μέχρις ότου του δοθεί η άδεια από τον πνευματικόν όπως παρουσιασθεί ενώπιον του «κριτηρίου». Σύμφωνα με τον βιογράφον, ο Οσιομάρτυς Αγαθάγγελος καθημερινώς εκτελούσε τρεις χιλιάδες γονυκλινείς μετάνοιας και οκτώ χιλιάδας προσκυνητάς, εδιάβαζε τους οίκους της Θεοτόκου δύο φοράς την ημέρα, το τετραευάγγελον, το Νέον Μαρτυρολόγιον, την Αμαρτωλών Σωτηρία και το Νέον Εκλόγιον, ευχόμενος νοερώς την ευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με». Η άσκησις αυτή αποτελούσε κανόναν δι’ όλους τους αρνησιχρίστους στο Άγιον Όρος, προκειμένου να αξιωθούν του μαρτυρίου».
Ένεκα της εκτεταμένης αρνησιθρησκείας αυξάνεται και το ενδιαφέρον δια τους αρνησιχρίστους. Ο Άγιος Νικόδημος, ενισχυόμενος από μίαν ομάδαν εκλεκτών πνευματικών Αγιορειτών πατέρων της εποχής του, και προ πάντων από τον συμμαθητήν του Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε΄, εγένετο ο χειραγω-γός – αλείπτης – πολλών αρνησαμένων τον Χριστόν, ώστε με την κατήχησιν και την ενδυνάμωσιν της πίστεώς των να διαθερμανθεί ο πόθος των προς το μαρτύριον. Δια του Μαρτυρολογίου του, εις το οποίον συνεκέντρωσε 85 Συναξάρια γνωστών Νεομαρτύρων των ετών (1492-1794), απεσκόπει να υποκαύσει τον ζήλον των αρνησιχρίστων ώστε δια του αίματος να αποπλύ-νουν την άρνησίν των. Η άρνησις του Χριστού και της πίστεώς μας αποτελεί μεγάλην πτώσιν. Η μετάνοια των αρνησιχρίστων γίνεται αποδεκτή από την Εκκλησίαν και, εφόσον μαρτυρήσουν δια την πίστιν, γίνονται δεκτοί ως μάρτυρες. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας καλλιεργήθει η ιδέα του μαρτυρίου και μάλιστα φαίνεται πως ο πόθος προς το μαρτυρίον ηύξανεν ολοέν, παρά το γεγονός ότι και μόνη η μετάνοια ητο αρκετη δια την σωτηρίαν των «πεπτωκότων». Παρά τας αντιθέτους απόψεις, αι οποίαι αναιρούνται υπό των Αγιών Νικοδήμου και Αθανασίου Παρίου, η μετάνοια των αρνησιχρίστων γίνεται μεν δεκτή, δια να είναι όμως ολοκληρωμένη πρέπει να συνοδεύεται και από το μαρτύριον.
6.- Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Ο κυριώτερος λόγος που παρακινούσε πολλούς «εξ΄αρνησιχρίστων» Νεομάρτυρες να παρουσιασθούν αυτόκλητοι στους Τούρκους (Άγιος Γεδεών) και να μαρτυρήσουν, ήταν η πίστη τους ότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν να εξιλεωθούν από το αμάρτημά τους να αρνηθούν το Χριστό σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Παρόμοια ήταν και η θέση της Εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες. Ενώ δηλαδή η Εκκλησία από το τέλος του β΄ αιώνα απαγόρευε τη θεληματική προσέλευση στο μαρτύριο, ειδικά για τους αρνησίχριστους όχι μόνον την επέτρεπε, αλλά και την ενθάρρυνε. Ο λόγος ήταν ότι θεωρούσε το μαρτύριον «κάθαρσιν ένδοξον» και το εξομοίωνε με το βάπτισμα. Γι’ αυτό εξάλλου ο Οσιομάρτυρας Ακάκιος στην ομολογία του προς τους Τούρκους εξηγώντας τους λόγους της εθελούσιας παραδόσεώς του, λέγει τα εξής: « … δια της εκχύσεως του αίματός μου εκπλύνω το πανάθλιον σώμα μου από την ακαθαρσίαν της πλάνης».
Γράφει για το θέμα αυτό ο π. Γεώργιος:
Οι Αρνησίχριστοι Μάρτυρες «Δεν ήταν πεισιθάνατοι. Σ’ αυτούς δεν μπορεί να βρει εφαρμογή το γνωστό «σφάξε με, Πασά μου, ν’ αγιάσω». Είναι συνεχιστές της παράδοσης των αρχαίων Μαρτύρων. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως».
(π. Γ. Μεταλληνού σ.σ. 98-100, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ).
Στην σαφή θέση της Εκκλησίας αναφορικά με την εθελούσια προσέλευση στο μαρτύριο, υπήρχε μια σπουδαία εξαίρεση που βρήκε συγκλονιστική έκφραση στους Νεομάρτυρες.
Το μαρτύριο, «Δεν ήταν πράξη αυτοκτονίας, όπως θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς, ήταν ενσυνείδητη ενέργεια, που προερχόταν από την επίγνωση της σημασίας του εξισλαμισμού. Αυτόν στην ουσία πολεμούσαν. Γιατί ήταν βέβαιοι για τη δυναμική που θα ασκούσε το μαρτύριό τους στη λαϊκή ψυχή».
(π. Γ. Μεταλληνού, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ, σελ. 100).
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ
« … Πως δεν είναι πρέπον να ευχαριστεί τινάς τον Θεόν, βλέποντας υποκάτω εις τον σκληρόν ζυγόν και την αιχμαλωσίαν των νυν κρατούντων, τόσους αθλητάς; Οι οποίοι δια να φυλάξουν την ελευθερίαν και ευγένειαν της χριστιανικής ημών πίστεως, κατεφρόνησαν πλούτον, δόξαν, ηδονάς και κάθε άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και παρέδωκαν προθύμως τον εαυτόν τους εις τον θάνατον;…… Και ταύτα πότε; Όταν ο του Θεού φόβος έλειψεν, όταν η πίστις ησθένησεν, όταν η ελπίς ολιγόστευσε, πότε; Όταν η αρετή εξέλιπεν και η κακία επερίσσευσεν, όταν ο νόμος ηπράκτησε και το Ευαγγέλιον έμεινεν αργόν ……. Κατά αλήθειαν τούτο είναι ένα θαύμα παρόμοιον, ωσάν να βλέπει τινάς μέσα εις την καρδίαν του χειμώνος εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα μέσα εις την βαθυτάτην νύκτα, ημέρα και ήλιον μέσα εις το ψηλαφητόν σκότος, φώτα λαμπρότατα εν τω καιρώ της τωρινής ασθενείας υπερφυσικήν δύναμιν ……. Δια ποία αίτια ευδόκησεν ο Θεός να γίνωνται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς; ….… διά πέντε τινά: α) δια να είναι ανακαινισμός όλης της ορθοδόξου πίστεως, β) δια να μένουν αναπολόγητοι εν τη ημέρα της κρίσεως οι ολιγόπιστοι, γ) δια να είναι δόξα μεν και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων, δ) δια να είναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς, οπού τυραν-νούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας, ε) δε και τελευταίον, δια να είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν δια του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος και όλοι μεν οι χριστιανοί οι κατά περίστασιν εις το μαρτυρήσαι αναγκαζόμενοι, εξαιρέτως δε και μάλιστα, όσοι έφθασαν να αρνηθούν πρότερον την ορθόδοξον πίστιν».
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ, α΄ έκδοση 1794, Προοίμιο.
7.- Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι ένας από τους πιο βασικούς λόγους της προετοιμασίας των Νεομαρτύρων από τους πνευματι-κούς τους για να προσπαθούν θεληματικά να υπομείνουν με γενναιότητα το μαρτύριο, ήταν να τονωθούν τα θρησκευτικά αισθήματα του πιστού λαού και να ενισχυθεί η εμμονή του στην Ορθοδοξία. Αναμφίβολα το πιο εντυπωσιακό και αποτελεσματικό όπλο που διέθετε η Εκκλησία για να αντικρούσει και πολεμήσει τον κίνδυνο από τον εξισλαμισμό, ήταν το μαρτύριο των πιστών παιδιών της.
Εξάλλου μέσα στις αφόρητες συνθήκες ζωής, που ζούσαν οι Χριστιανοί στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο μόνος τρόπος για να περισώσουν την αξιοπρέπειά τους και να αισθανθούν την ανωτερότητά τους απέναντι στον πανίσχυρο βάρβαρο κατακτητή, ήταν το συνταρακτικό παράδειγμα των Νεομαρτύρων και ιδίως η θεληματική προσέλευση στο μαρτύριο των αρνησιχρίστων, (έχουν καταγραφεί 49 περιπτώσεις).
Στο ίδιο Βιβλίο γράφει ο π. Γεώργιος:
Οι Νεομάρτυρες ήταν μόνιμο στήριγμα των υποδούλων, κυρίως μετά το μαρτύριό τους. Γιατί αναγνωρίζονταν αμέσως ως Άγιοι και πριν από την επίσημη από το Πατριαρχείο ανακήρυξή τους. Ένας από τους μεγάλους Κολυβάδες, ο Αθανάσιος ο Πάριος (+1813), διατύπωσε την ορθή θεολογικά άποψη, ότι «οι νέοι μάρτυρες εισίν Άγιοι και πρέπει να τιμώνται ως τοιούτοι και άνευ κανονικής διαγνώσεως της Μεγάλης Εκκλησίας». Η θέση αυτή, που βρίσκει έρεισμα στην ορθόδοξη παράδοση, διευκόλυνε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που δεν μπορούσε πάντα να προχωρεί στην επίσημη αναγνώριση των Νεομαρτύρων, χωρίς να προκαλεί την Πύλη.
Οι βίοι των Νεομαρτύρων κυκλοφορούσαν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις εκκλησίες ως Συναξάρια. Η συμβολή τους αποδείχθηκε τεράστια. Αναγνωρίστηκαν ως διακεκριμένοι «αγωνιστές της πίστης και της ελευθερίας», που με τη θυσία τους βεβαίωναν, ότι ο αντίπαλος δεν ήταν ακαταγώνιστος. Ο μεγάλος υμνητής τους, Άγιος Νικόδημος Αγιορεί-της, τους ονόμασε «ανακαινισμόν όλης της ορθοδόξου πίστεως».
(π. Γ. Μεταλληνού, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ, σ. 101).
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ
Το Συναξάριον της Μετακομιδής
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Αρχιμ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΡΟΣΟΣ
ΒΟΛΟΣ 2003
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ
Το Συναξάριον της Μετακομιδής1
Τω καιρώ του Βασιλέως Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1081-1118) εγένετο καταδρομή κατά των Ελλήνων ώστε και τα Μύρα της Λυκίας όπου ευρίσκετο το πάνσεπτον Λείψανον του Αγ. Νικολάου οι Αγαρινοί κατέστρεψαν και ηρήμωσαν.
Του Θεού συνεργούντος έμεινεν μόνον η Μητρόπολις. Εμφανισθείς δε ο Άγιος κατ’ όναρ είς ευλαβή Πρεσβύτερον της Πόλεως Βάρη, του διεμήνησε να πορευθεί είς τα Μύρα της Λυκίας να σηκώσει τα Λείψανά του και να τα μεταφέρει είς Πάρον, διότι ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος.
Αφού ο Πρεσβύτερος διηγήθη είς Κλήρον και Λαόν τα του Αγίου Νικολάου προστάγματα ητοίμασαν από κοινού τρία πλοία μετά Ιερέων και Διακόνων και αφού έφθασαν στα Μύρα ηρώτησαν τους εκεί τέσσαρας Μοναχούς: Πού είναι ο τάφος του Αγίου;
Σκάψαντες λοιπόν το έδαφος εύρον την θήκην μετά των Λειψάνων, η οποία αύθις ανέβλυσε ευωδία Μύρου Πολυτίμου το οποίο εκένωσαν είς δοχεία.
Παρέλαβον λοιπόν οι Βαριανοί την καλήν πραγματεία και μετά 20 ημερών ταξείδιον την 20ην Μαΐου ημέρα Κυριακή έφθασαν είς Ιταλίαν.
Κατέθεσαν το Λείψανον είς τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου και έως την Πέμπτην ημέρα εγένοντο 110 θαύματα. ΄Οθεν μετά 3 χρόνους αφού έκτισαν Εκκλησίαν του Αγίου μετέθεσαν τα Ιερά Λείψανα είς αυτήν και επεκράτησε η συνήθεια να εορτάζεται κατ’ έτος η μετακομιδή των Λειψάνων την 20ην Μαΐου τόσον διά την εκ Μύρων εις Βάρην μετακομιδήν όσον και διά την εκ του Προδρόμου είς την νέαν Εκκλησίαν μετάθεσιν1.
———————————————-
1.– Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Η τιμή του Αγίου Νικολάου εις το Άγιον Όρος.
Η ορθόδοξος Εκκλησία μας από αρχαιοτάτων χρόνων τιμά ιδιαίτερα τον Άγιον Νικόλαον έχοντας θεσπίσει (όπως) η Πέμπτη ημέρα της εβδομάδος να είναι αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους και στον ΄Αγιο Νικόλαο.
Στο ΄Αγιον Όρος, κατά παράδοσιν η τιμή του Αγίου Νικολάου αποδεικνύεται μεγαλύτερη παντός Αγίου.
Έκ των είκοσι Ιερών Μονών, η του Γρηγορίου, Σταυρονικήτα και Δοχειαρίου (είναι) τιμώνται είς μνήμην του Αγίου Νικολάου.
Το Κελλίον της Μονής Χιλιανδαρίου στις Καρυαίς που είναι γνωστόν ως των «Μπαρμπεράδων» είχε αναθέσει στον ΄Αγιο Νικόδημο την συγγραφή της ακολουθίας επί τη ανακομιδή και μετακομιδή των Ιερών του Αγίου Νικολάου Λειψάνων, (περίληψη του συναξαρίου της μετακομιδής διάβασα προηγουμένως). Ο ιερός υμνογράφος, αγιορείτης, πεπαιδευμένος και σοφώτατος διδάσκαλος , δεν διστάζει να αποκαλέση τον ΄Αγιον είς το Δοξαστικό των Αίνων «Πανάγιον» κατά μίμησιν του Παλαιού Υμνογράφου εγκώμιον που ανήκει αποκλειστικά στην Υπεραγία Θεοτόκον. Και μάλιστα δεν συνθέτει νέον Δοξαστικό αλλά ευλαβικά αντιγράφει το ίδιο.
Ο εγκωμιαστικός λόγος ως υμνογραφική έκφρασις δεν μαρτυρεί απλά το μέγεθος της αρετής και της αγιότητος του, αλλά σηματοδοτεί την σχέση του με την Αθωνική Πολιτεία.
Ο Άγιος είναι στην συνείδηση των μοναχών οριοφύλαξ του Αγίου Όρους.
Υπάρχουν σε όλα τα Σταυροπηγιακά Μοναστήρια (εκτός των τριών ειδικά αφιερομένων στην μνήμη του) Παρεκκλήσια τα οποία λειτουργούνται κάθε Πέμπτη.
Στις Καρυές μόνον, μπορούμε να αναφέρουμε τα Κελλία του Χαλκιά, του Βραχνιώτη, του Μπουραζέρη, του Διαδόχου, του Παπα-Αρτέμη, του Γεροντίου, του Καπρούλη, του Τυπογράφου, του Ροδάκη, του Ιωσήφ του Κυπρίου, του Παπα-Μάξιμου, τον Ναό στο Κοιμητήριον της Κουτλουμουσίου, το κελλί των Γυφτάδων, το κάθισμα της Κουτλουμουσίου της Καλιάγρας και των Μπαρμπεράδων, τα οποία τιμώνται στο όνομα του Αγίου μας.
Επιτρέψατε μου να πω ότι, οι Αγιορείται Μοναχοί που ενίοτε έξω από την καθώς πρέπει κοσμική τάξη, θυμιατίζουν εξ αποστάσεως τους μηδέποτε προσευχομένους, και Λιτανεύουν μετά το Πάσχα την εικόνα της «Μητέρας» επί 4 ή 6 ώρες στα μονοπάτια του όρους, έχουν την δογματική συνείδηση κρατώντας την ομβρέλα της Παναγίας, με φαινομενική αναρχία, να λέγουν με συγκίνηση ότι, «αν πεθάνει ο Θεός θα αφήσει στο πόδι του, τον Άγιο Νικόλαο».
Αυτή η πίστης, ιστορικά, οφείλεται στην διάσωση και ελευθέρωση του Πέτρου του Αθωνίτου από τις φυλακές των Αγαρηνών δια της εμφανίσεως του Αγίου Νικολάου που τον οδήγησε στη Ρώμη, εγένετο Μοναχός και κατά θείαν αποκάλυψιν έφθασεν στον Άθωνα ασκητεύσας πεντήκοντα τρία έτη ως πρώτος οικιστής του Αγίου Όρους. Ήταν ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης.
«Η ασματική ακολουθία της ανακομιδής και μετακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Πατρός ημών Νικολάου Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού μετά παρακλητικού κανόνος και χαιρετισμών»(24 οίκων).
Η ακολουθία ως είπωμεν ανετέθη είς τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη υπό των αειμνήστων γεροντάδων του Κελλίου «Κοχλιαρά» επονομαζομένου των «Μπαρμπεράδων» της Ι. Μ. Χιλιανδαρίου κείμενο κατέναντι της σκήτεως του Αγίου Ανδρέα (Σεράϊ) εις τας Καρυάς.
Ο Άγιος Νικόδημος εν υποσημειώσει, αναφέρει είς το Συναξάριον της 20ης του μηνός Μαϊου: «Εις την εορτήν ταύτην ακολουθίαν έποίησεν η εμή αδυναμία μετά κανόνος και ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον ζητησάτω ταύτην, ήτις ευρίσκεται εν τινί κελλίω επικαλουμένω των «Μπαρμπεράδων» πλησίον των Καρυών».
Είς την επανέκδοσιν της ακολουθίας του Αγίου Νικοδήμου (1993) ο εκδότης Αρχιμ. Γαβριήλ Ρέππας, Καθηγητής της Αθωνιάδος Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, αναφέρει ότι έχουν τυπωθεί και οι εξής ιεραί ακολουθίαι του Αγίου Νικολάου.
α) Βίκτωρος Κλαπατζαρά.
β) Ανωνύμου τινός.
γ) Πλήρης ακολουθία, υπό του Γερασίμου Μον. Μικραγιαννανίτου 1978.
δ) Ακολουθία της ανακομιδής, υπό Ιωσήφ Σπηλιώτου Μοναχού, Νέα Σκήτη, 1970.
ε) Κανών είς την Ανακομιδήν, Κώδιξ Ι.Μ. Κρυπτοφέρρης (Β 61ν, Φυλ. 168) συντεθείς υπό Στεφάνου.
Διά την ασματικήν ακολουθίαν της μετακομιδής υπό του Αγίου Νικοδήμου έχω να παρατηρήσω:
α) Ότι είναι άρτια, επιμελημένη και αναλόγου αξίας με τις γνώσεις του Αγίου και την πανοραμική του μνήμη.
Δεν είναι ωστόσο διακριτή υμνογραφικής έμπνευσης όπως η πρώτη ακολουθία της μνήμης του Αγίου, και θεωρώ ότι ο Υμνογράφος, έχοντας επίγνωση των δυνατοτήτων του, δέχεται την παραγγελία των γεροντάδων, προσπαθεί να τιμήσει τον Άγιο και ταπεινά αποδέχεται την ανωτερότητα του πρώτου Υμνογράφου διατηρώντας το Δοξαστικό των Αίνων ως Ποίημα χαρισματικής έμπνευσης.
β) Ο Άγιος Νικόδημος εμμένει στην χάριν της μυροβλησίας του Αγίου, τον θεωρεί κρήνην μυροβλυτούσαν, πηγήν μυροχεύμονα και συνθέτει Χαιρετισμούς – Ικεσίας και ΄Ασματα σε σχέση πάντα με το ακένωτον μύρον.
Ιδιαιτέρως είς τους οίκους των Χαιρετισμών το θέμα είναι το ΜΥΡΟΝ και συμπληρωματικά προβάλει τις ψυχικές αρετές του Αγίου ωσάν το θαύμα να είναι η απόδειξις της Αγιότητος και η αιτία της τιμής του Αγίου Πατρός.
Ταύτα, ως μοναχός τω Αγίω ψελλίσας,
αυτού ταίς ευχαίς, τυχείν εκζητήσας,
την συγγνώμην Υμών αιτούμαι,
ως ελλειπώς ομιλήσας.
Ευχαριστώ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ (9ος – 19ος αι.).
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Α΄ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
ΛΑΡΙΣΑ 9-11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2006
Τόμος ΙΙ, σελ. 576
Εισήγηση
Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
ΙΣΤΟΡΙΚΗ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΑΣ (9ος – 19ος αι.).
Για την επαρχία της Αγιάς έχουν γραφεί αρκετά σε μελέτες μετά το 17901. Εξ αυτών συνάγεται το συμπέρασμα, πως συνολικά, γνωρίζουμε για την εν λόγω περιοχή περισσότερα για το απώτερο παρελθόν της, παρά για τα τελευταία βυζαντινά χρόνια και για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Στη Θεσσαλία μετά το 1881 είδαν το φως λίγα στοιχεία, τον καιρό που ο ενθουσιασμός της απελευθέρωσης δεν έδωσε σημασία στο παραστατικό υλικό
—————————————————–
1. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
- Δ. Φιλιππίδης – Γρ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδος, επιμ. Αικ. Κουμαριανού, ΝΕΒ, Αθήνα 1970 (πρώτη έκδοση 1791).
- Α. Φιλιππίδης, (Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη), Μερική Γεωγραφία-Βιβλίον Ηθικόν, Αθήναι 1978.
- Ιωάν. Αν. Λεονάρδος (εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Κ. Σπανός), Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, Λάρισα 1992, (πρώτη έκδοση 1836).
- Γιώργος Θωμάς, Η ανέκδοτη Χωρογραφία της Ανατ. Θεσσαλίας από το Γρηγόριο Κωνσταντά. Ένα χειρόγραφο του 1838, Βόλος 1991.
- Ν. Μάγνης, Περιήγησις ή Τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θεσσαλικής Μαγνησίας, εν Αθήναις 1860.
- Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Αθήναις 1880, Βόλος 1894, Λάρισα 1996.
- Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960.
- Ιωάννη Οικονόμου – Λαρισαίου, Ιστορική τοπογραφία ενός μέρους της Θετταλίας, 1817, Αθήνα 1980.
- M. Mezieres, Θ.ΗΜ. τομ. 2, σελ. 140-145.
- F. Stahlin, Θ.ΗΜ. τομ. 16, σελ. 45-47.
- W.M. Leake, Travels in Northern Greece, London 1835, βλ. Θ.ΗΜ. τομ. 40, σελ. 6.
- Τζών Κουμουλίδης – Λάζαρος Δεριζιώτης, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήνα 1985.
μνημείων, αρχείων και βιβλιοθηκών. Η άγνοια το άφησε απροστάτευτο και η απρονοησία να λησμονήσουμε και να μυκτηρίσουμε ότι προσβλητικό κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας δεν ώθησε κανένα μέχρι σήμερα να επιδοθεί σε μια συστηματική διατριβή για την ιστορία της Αγιάς.
Κοινή διαπίστωση είναι επίσης η μεροληπτική τοποθέτηση απέναντι σε καταστάσεις και πρόσωπα όπου με τις όχι λίγες ιστορικές ανακρίβειες σχετικά με την επαρχία Αγιάς, ορισμένοι έδωσαν μια άδικη εικόνα για το ιστορικό της πρόσωπο. Ο Γιάννης Κορδάτος λ.χ. επαναλαμβάνει την ατυχή αναφορά και άδικον κρίση των Δ. Φιλιππίδη και Γρ. Κωνσταντά, οι οποίοι κατηγορούν βάναυσα τους Αγιώτες ως αμαθείς2.
Τον περασμένο αιώνα, σημαντικό μέρος από το αρχειακό υλικό που υπάρχει στην Αγιά έγινε προσιτό από τον +Γιάννη Σακελλίωνα, +Δημήτριο Αγραφιώτη, τον κ. Κ. Σπανό, τον κ. Λάζαρο Δεριζιώτη και Τζων Κουμουλίδη, τον κ. Νικ. Νικονάνο, τον κ. Ν. Ψημμένο, τον κ. Στ. Γουλούλη, την κ. Σταυρούλα Σδρόλια κ.α.
Τα Ρωμαϊκά χρόνια άφησαν το στίγμα τους με πολλές ρωμαϊκές επιτύμβιες στήλες και το λουτρό των Νερομύλων.
Στους παλαιοχριστιανικούς και πρωτοβυζαντινούς3 χρόνους θα μπορούσε ίσως να εκπροσωπηθεί η Αγιά με ένα ψηφιδωτό δάπεδο στην θέση – Αγιάννα, σημερινή Χρυσαλλίδα, το οποίο για ευνόητους λόγους επικαλύφθηκε (1899).
Α΄
Στη «Χώρα» Αγιάς, όπως έτσι γράφεται σε εξαπτέρυγα του Ναού των Αγίων Θεοδώρων, θα δει ο ενδιαφερόμενος ικανό αριθμό μνημείων με βυζαντινά κατάλοιπα και πολύ περισσότερα μνημεία μεταβυζαντινά. Έχει καταγραφεί πλήθος στοιχείων για την ύπαρξη οικισμών και μοναστηριών στην
———————————
2. Δημοσιευμένη στο Θ.ΗΜ. τομ. 41ος σελ. 16-20 και 42ος σελ. 197-208, Έρευνα μας απέδειξε ότι η εκπαίδευση στην Αγιά ενεπτύχθη πολύ πρώιμα και σε κάθε βαθμίδα όπως στην Λάρισα, Βόλο και Αμπελάκια.
3. Ίσως και Ναούς όπως στη θέση «Παλιοαϊλιάς»-Ποταμιάς και Ναός με ψηφιδωτά στο κτήμα Ι. Καλαγιά στη Βελίκα.
Βυζαντινή περίοδο4. Έχουν επισημανθεί περίπου 98 θέσεις με ερείπια μοναστηριών, ναωνύμια, οχυρώσεις, όστρακα και νομίσματα.
Η ύπαρξη ασκητών διαφαίνεται από τα τοπωνύμια: Κελλιά, Περιστεριές (κοιλότητες βράχων), Κελλάκια, Κελλί του Δεσπότη και Καλόερος (Καλόγερος), παπά-Παΐση καθώς και από τα διατηρητέα έως σήμερα ασκηταριά του Αγίου Παντελεήμονος στην Μελιβοία και των Αγίων Αναργύρων στην Αγιά.
Όστρακα της μεσοβυζαντινής εποχής δείχνουν ότι η Αγιά ήταν ανεπτυγμένη προς τα ανατολκά, στην θέση «Σωτηρίτσα», όπου έχουν βρεθεί και τάφοι της ίδιας περιόδου.
Η μεγάλη πλημμύρα του 1978 έφερε στην επιφάνεια ερείπια ναού στη θέση ασβεσταριές – Μαρμαρίνης, με ίχνη τοιχογραφιών και αρχαία αρχιτεκτο-νικά μέλη (σε δεύτερη χρήση). Στις παρακάρλιες θέσεις Κατή, Μνήμα και Τσιντσιλάρ(ι), τα όστρακα ευρίσκονται εύκολα, αλλά έχουν ευρεθεί νομίσμα-τα Λέοντος του Στ΄ και αριθμός αρχιτεκτονικών μελών χρονολογουμένων μεταξύ του 10ου και 14ου αιώνος. Πολλά εξ αυτών και ποσότητες οστράκων παλαιοτέρων εποχών ευρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς.
——————————————
4. Αγραφιώτης Δημ. Κ., Η επαρχία της Αγιάς κατά τη βυζαντινή εποχή, ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο «Θεσσαλία. 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. αποτελέσματα και προοπτικές», Λυών 1990, Πρακτικά, τ. Β΄, σελ. 423-430. Αγραφιώτης Δημ. Κ, Σχόλια σε ένα χωρίο της Άννας της Κομνηνής (Αλεξιάς Ε, 5, 3), Συμβολή στην Ιστορική Γεωγραφία της Επαρχίας της Αγιάς), π. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 19, Λάρισα, 1991, 65-80. Γουλούλης Σταύρος, «Όρος των Κελλίων». Συμβολή τοπογραφική και ιστορική, Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία, στη μνήνη του Δ. Θεοχάρη, Πρακτικά, Αθήνα 1992, 473-497. Δεριζιώτης Λάζαρος, Μια επιγραφή από την ανατολική Όσσα (1571), π. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 12, Λάρισα 1987, σελ. 8-10 κ.α. Αρχι. Νεκτάριος Δρόσος, Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης, Master Θεολογίας, εκδ. «ΦΥΛΛΑ» Αθήναι 1999, σελ. 72-74 και 94-96. Η Ανατολή της Αγιάς – Σελίτσανη, Ιστορικές Μελέτες, Πρακτικά Ημερίδων (επιμέλεια Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος), βλ. εισηγήσεις Αγραφιώτη Κ. Δημ. και Αρχιμ. Νεκταρίου Δρόσου, εκδ. Κέντρο Τύπου Αγιάς, Αγιά 1998, σελ. 11-18 και 28-40.
Η Αγιά τον 11ο αιώνα είναι αυτοκρατορική κτήση – επίσκεψη – ανήκουσα στην Βέσσαινα και διοικούνταν από υψηλόβαθμο πολιτικό-στρατιωτικό διοικητή με τον τίτλο του Πρωτοσπαθαρίου.
Στην υπό εξέταση περιοχή εδράζονται οι επισκοπές Βεσσαίνης, Χαρμενών5 και Καστρίας, που αναφέρονται στα «τακτικά» ως ανήκουσαι στην Μητρόπολη «Λαρίσσης δευτέρας Θετταλίας και πάσης Ελλάδος», από τις αρχές του ΙΑ΄ αιώνος έως και μετά το 1204 μ.Χ.
Είναι όμως πιο σημαντικό το γεγονός, ότι οι νοτιοανατολικές υπώρειες της Όσσας από την περιοχή Μαρμάριανης, Ανατολής, Αγιάς, μέχρι το Στόμιο και το Πολυδένδρι στο Μαυροβούνι, αποτελούν το Μοναστικό κέντρο του Όρους των Κελλίων6. Στη χώρα των Κελλίων, βάσει των πηγών, ανεπτύχθη ο Μοναχισμός από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα (περίοδος ακμής 10ος – 12ος αιώνας). Η περιοχή βρίθει κελλίων – μονυδρίων – Βυζαντινών Μονών ή Ασκητηρίων: «Το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις τοις σεμνείοις ενευθυνούμενον». Μεγάλαι μορφαί, οργανωταί του μοναχικού ιδεώδους, διέρχονται εκ του όρους των Κελλίων: Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω, ο οποίος παρεκλήθη υπό του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Κομνηνού όπως αναλά-
————————————–
5. Βλ. Νόννα Δ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Χαρμέ(αι)νης ή Χαρμέ(αι)νων (Ι΄-ΙΔ΄αιών.). Αντίδωρον Πνευματικόν. Τιμητικός τόμος Γερασίμου Κονιδάρη, Αθήναι 1981, σελ. 385.
6. Ε. Vranoussi, Le Mont des Kellia, Note sur un passage d’ Anne Komnene, Zbornik Radova Vizantolskog Instituta 8/2 (1964), 59-464. Γουλούλης Σταύρος, «Όρος των Κελλίων». Συμβολή τοπογραφική και ιστορική, Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία, στη μνήμη του Δ. Θεοχάρη, Πρακτικά, Αθήνα 1992, 473-497. F. Hild – J. Koder – Κ. Σπανός – Δημ. Αγραφιώτης, Η βυζαντινή Θεσσαλία, Οικισμοί-Τοπωνύμια-Μοναστήρια-Ναοί, Μετάφραση των λημμάτων από τη Γερμανική Γ. Παρασκευάς, π. Θεσσαλικό Ημερολόγιο 12/1287, λήμμα «Κελλία» κυρίως αλλά και αλλού στα λήμματα που αφορούν στην Επαρχία της Αγιάς και ειδικώς την περιοχή της Μελιβοίας. Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, Αγιορείται Οσιομαρτυρες ……, ό.π., σελ. 77-81. Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, Η Ενορία των Αγίων Αντωνίων Αγιάς, εκδ. ΦΥΛΛΑ, Αγιά 2003, σελ. 65-69. Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, Σύναξις Αγιωτών Αγίων, Πρακτικά Ημερίδας, εκδ. ΦΥΛΛΑ, Αγιά 2004, σελ. 48-51.
βει την κηδεμονία των μοναχών εις το Όρος των Κελλίων. Οι Σωφρόνιος και Βαρνάβας, οι οποίοι έσπευσαν να προσκυνήσουν άνδρας ασκητάς με διορατικόν χάρισμα και τα λείψανα του Οσίου Βαρβάρου. Οι Αγιορείται Θεόδωρος και Συμεών, κτίτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, εξερχόμενοι του Αγίου Όρους εθεώρησαν ως φυσικήν οδόν πορείας τους το Όρος των Κελλίων το 867, «εις το οποίον έφθασαν δια να νουθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου εις τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας». Χαρισματούχοι ασκηταί, ως ο Θεοδόσιος, αποδεικνύουν σαφώς ότι η μορφολογία του εδάφους, οι κλιματολογικές συνθήκες και άλλα πλεονεκτήματα ελκύουν πολλούς μοναχούς εις κατοίκησιν του Όρους, το οποίον κατά την Υποτύπωσιν του Οσίου Χριστοδούλου (1091), «Μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι έφυκεν ανακείμενον». Ομοίως και αργότερον αναφέρεται εις το εγκώμιον Αθανασίου Αντιοχείας (1143 – 1156) ότι: «Μέχρι του νυν εστίν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων πλήθος ενδιαιτώμενον».
Αν και την περίοδο της Λατινοκρατίας στην Θεσσαλία το Όρος των Κελλίων έτυχε φοροαπαλλαγής και ανεξαρτησίας, η ιδιόρρυθμη αρχικά μοναστική ζωή του διαλύθηκε στην υστεροβυζαντινή περίοδο και ανεπτύχθη με άλλη κοινοβιακή ίσως μορφή στην ευνοϊκή περίοδο του 15ου και 16ου αιώνος. Είναι μάλλον αδύνατον να ευθύνονται διά την διάλυση της Μοναστικής πολιτείας οι Οθωμανοί, όσο οι Καταλανοί και Αλβανοί επιδρομείς. Ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο η γενική δυστυχία και η υποτροπιάζουσα επιδημία της πανούκλας που συνολικά συνέστησαν ένα αιώνα (14ο) ιδιαιτέρως καταστροφικό για την ευρωπαϊκή ιστορία. Οπωσδήποτε τα «Κελλία» υπέφεραν από πειρατικές επιθέσεις Αράβων αρχικά τον 12ο αιώνα και άλλων πολλών στις αρχές και τα μέσα του 14ου αιώνος.
Β΄
Κατά την μεταβυζαντινή περίοδο το Οθωμανικό κράτος λειτουργεί με οργανωμένο σύστημα διοικήσεως από το 1454 μ.Χ. Στις υπώρειες του Κισσάβου ιδρύονται ή επανιδρύονται χωριά στην θέση βυζαντινών οικισμών που είχαν διαλυθεί και χρησιμοποιούν τα παλαιά σλαβικά τοπωνύμια (Κουκουράβα, Σελίτσανη, Νιβόλιανη, Βουλγαρινή, Δέσιανη).
Τα χριστιανικά χωριά ανέπτυξαν γρηγορότερα τα «νοικοκυριά» τους από ότι τα μουσουλμανικά (1455-1570) κυρίως δια της εισροής νέων εποίκων από την δυτική – νοτιοδυτική Θεσσαλία, παρά τις δυσκολίες του 16ου αιώνος (λ.χ. η οθωμανική κρίση του 1585/95).
Η εντυπωσιακή δημογραφική ανάπτυξη ευνοεί την επανασύσταση της μοναστικής ζωής στην επαρχία Αγιάς7. Ο υπέρ-πληθυσμός σε συνδυασμό με το προνομιακό φορολογικό καθεστώς (vakfs–Mulk πλήρης ιδιοκτησία) χωριών της Καστρίτσας επιφέρει οικονομική ανάπτυξη. Ο αριθμός νερομύλων λ.χ. (σημαντικό προ-βιομηχανικό μέσο παραγωγής) και ο αριθμός των ξυλοτομείων αυξήθηκαν πιο γρήγορα από ότι οι άνθρωποι. (Κατά μήκος του Μυλαύλακου υπάρχουν 5 μύλοι, και στην Αγιά είχαμε 6 νερόμυλους που λειτουργούσαν το μισό χρόνο και άλλους 3 που λειτουργούσαν όλο το χρόνο).
Συνεπαγωγικά η ανάπτυξη είχε δημιουργήσει κεφάλαια και είχε επιφέρει αποθεματικό χρήμα για να κτιστούν Μοναστήρια και να παραχωρηθεί αρκετά μεγάλη κτηματική περιουσία σ’ αυτά ώστε να επανδρωθούν και γιατί όχι να επεκταθούν. Η νομική δυνατότητα8 σε μια γραφειοκρατική αυτοκρατορία που ρεαλιστές Οθωμανοί διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους Χριστιανούς υπήρχε, και το χρήμα για κτίσιμο9 Ναών επίσης υπήρχε.
—————————————–
7. Βλ. Γιαννόπουλος Ν.Ι., Έρευναι εν τη Επαρχία Αγιάς, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΙΣΤ, Αθήναι 1940, σελ. 376-383. E. Vranoussi, Le Mont des Kellia, Note sur un passage d’ Anne Komnene, Zbornik Radova Vizantolskog Instituta 8/2 (1964), 59-464. Νικονάνος Νίκος, Έρευνες στην Επαρχία Αγιάς Λαρίσης, περ. Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών (ΑΘΜ στο εξής), τ. Β΄, Βόλος 1973. του ιδίου, Έρευνες στην Επαρχία Αγιάς Λαρίσης, ΑΘΜ. Τ. Γ΄, Βόλος 1974. του ιδίου, Βυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλίας από το 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Συμβολή στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Αθήναι 1979.
8. Το Σεριάτ επέτρεπε την αποκατάσταση ή αναστύλωση Εκκλησιών που προυπήρχαν της ισλαμικής κατάκτησης.
9. Απλώς τα οθωμανικά ταχρίρ σημειώνουν ότι αυτό ή το άλλο μοναστήρι ήταν νέο και δεν υπήρχε όταν έγινε η προηγούμενη απογραφή.
Εις απόδειξιν των ανωτέρω αναφέρω μια επιγραφή ανεγέρσεως κατά το 1571 Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη θέση «Παλιοθεολόγος» – Μελιβοίας, την οποία δημοσιεύει το 1987 ο κ. Λάζαρος Δεριζιώτης και μας βοηθά να «εικάσωμεν ότι ο Δημητριάδος Ιωάσαφ επεσκεύασε παλιότερον του 1571 ναόν».
Αλλά και το περιεχόμενο της επιγραφής διευκρινίζει σαφώς ότι, η περιοχή όπου ευρίσκετο ο ναός το έτος 1571 υπάγεται στον Αρχιεπίσκοπον ή Επίσκοπον10 της Δημητριάδος, ο οποίος ήτο ο πνευματικός άρχων της ανατολικής Όσσας.
Στην εξαιρετική μελέτη του Machiel Kiel11 (καθηγητού Κρατικού Πανεπιστημίου Ουτρέχτης Ολλανδίας) για τη μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της ανατολικής Θεσσαλίας, διαβάζουμε ότι «η αυτοκρατορία των Οθωμανών Τούρκων, (όπως είναι γνωστό), ιδρύθηκε με το σπαθί. Είναι λιγότερο όμως γνωστό, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ότι η αυτοκρατορία αυτή διατηρήθηκε με την πέννα.
Υπάρχουν εκατοντάδες εκατομμύρια έγγραφα (14ος – 1922) τα λεγόμενα Tahrirdefters δηλαδή κατάστιχα απογραφής χρήσεως της γης και φορολογίας. Τα δελτία αυτά από την εποχή του Βαγιαζίτ Α΄ (1393/94) έχουν θεμελιώδη σημασία για τη μελέτη της δημογραφικής ανάπτυξης, της αποικιστικής ιστορίας, της γεωργίας και διορθώνουν αρκετές ιστορικές ανακρίβειες».
————————————–
10. Η Επισκοπή Δημητριάδος ανεδείχθη εις Αρχιεπισκοπήν το 1557 και ανυψώθη εις Μητρόπολιν το 1794.
11. Σε παράρτημα των Πρακτικών του Α΄ Ιστορικού-Αρχαιολογικού Συνεδρίου για την Επαρχία της Αγιάς δημοσιεύεται η μελέτη του Μ. Kiel – Συνεργασία Δημ. Κ. Αγραφιώτης – Σταύρος Γ. Γουλούλης (μετάφραση του κειμένου του Μ. Kiel Βαγγέλης Τζιγκουνάκης), σελ. 225-259, Αγιά 2002, Επίσημες τουρκικές πηγές για τη Μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της ανατολικής Θεσσαλίας κατά τον 16ο αιώνα – Το κοινωνικό και Οικονομικό τους υπόβαθρο. Η μελέτη αυτή στηρίζεται στο υλικό που παρέχουν τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα 1454/55-1602.
Καταρρίπτεται η τοπική παράδοση ότι το Βαθύρεμα ήταν το μεγαλύτερο χωριό στην περιοχή πριν αναπτυχθεί η Αγιά και καταστράφηκε το 142312 ή από τον Βελλή Πασά (το 1816-1817).
Σύμφωνα με την Οθωμανική διοικητική υποδιαίρεση των επαρχιών, η περιοχή της Αγιάς ήταν μέρος του Καζά του Γενί Σεχίρ (της Λάρισας) και υποδιαιρούνταν στο Ναχιγιέ της Καστρίτσας και στο Ναχιγιέ του Πλαταμώνα.
Η Καστρίτσα μετά το 1388 είχε μόνο 4 κατοικημένα χωριά Χριστιανών, όπως καταδεικνύεται από την απογραφή του 1423-25 (Μουράτ Β΄): την Αγιά, το Βαθύρεμα, την Δέσιανη και το Καστρί(τσα), με ερείπια βυζαντινών κτιρίων.
1454/55 | 1570 μ.Χ | 1602 |
Αγιά = 115 νοικ.-> 700 άτομα | 312 | |
Βαθύρεμα = 28 νοικ. Κουκουράβα | 113 35 | 159 129 |
Δέσιανη = 27 νοικ. | 140 | |
Θανάτου = 28 νοικ. | 180 | |
Νιβόλιανη = 5 νοικ. | 86 -> | 156 |
Τα Δελτία απογραφής αποδεικνύουν ότι η αύξηση πληθυσμού (1455-1570), ήτο έξι φορές μεγαλύτερη των Χριστιανών έναντι τριών των Μουσουλμάνων δηλαδή ξεπέρασε την κατά μέσο όσο γενική ευρωπαϊκή ανάπτυξη13.
———————————————–
12. Το Βαθύρεμα καταστράφηκε το 1688 από λοιμική νόσο – επιδημία χολέρας.
13. Την περίοδο 1595-1674 μ.Χ. η Ανατολή – Σελίτσανη είχε περισσότερους κατοίκους από την Αγιά.
Μετά το 1521 και πριν το 1539/40 τα χωριά Αγιά, Θανάτου, Νιβόλιανη, Σελίτσιανη και Ρέτσιανη περιλήφθηκαν στην περιοχή της δικαιοδοσίας του Στέμματος της Οθωμανής Πριγκίπισσας14 Μιχριμά αγαπημένης κόρης του Σουλτάνου Σουλεϊμάν η οποία τα μετέτρεψε σε βακούφια (Vakfs), αφιέρωσε δηλαδή τα έσοδα από τη φορολογία τους σε ευαγή ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης.
«Σε δύσκολους καιρούς όταν οι άλλοι τόποι παρήκμαζαν εξαιτίας κάθε είδους εκμετάλλευσης και κακοδιαχείρισης από τους τοπικούς τοποτηρητές τους τέλους της Οθωμανικής εποχής, τα χωριά που ήσαν υπό την προστασίαν μιας πριγκίπισσας ή σουλτάνας συνέχισαν να ευημερούν15».
Η ονομασία «ΑΓΙΑ» ως τοπωνύμιον.
Α) Ο Αγιώτης Μιλτιάδης Δάλλας θεωρεί ότι είναι συγκοπή του τοπωνυμίου «Αγιάννα», εκ του Αγία-Άννα, εις την θέση της οποίας υπήρχον ερείπια παλαιού οικισμού.
Β) Εκ της λέξεως «Αγιάν» που σημαίνει Τούρκος διοικητής. Είναι μια εκδοχή αβάσιμη λόγω του ότι οι Οθωμανοί από την πρώτη καταγραφή της πόλεως Αγιάς στα ταχρίρ του 1454/55 την κατονομάζουν όπως εκαλείτο πάντοτε. Γενικά δεν άλλαξαν κανένα χριστιανικό ή σλαβικό όνομα χωριού στην επαρχία.
————————————————–
14. «π.χ. 1570 ο κατάλογος: χωριό Ρέτσιανη, πλήρης ιδιοκτησία της Αυτής Εξοχότητος Σουλτάνας Mihrimah».
15. M. Kiel, Πρακτικά (……….) ο.π., σελ. 257. Σε παράρτημα των Πρακτικών του Α΄ Ιστορικού-Αρχαιολογικού Συνεδρίου για την Επαρχία της Αγιάς δημοσιεύεται η μελέτη του Μ. Kiel – Συνεργασία Δημ. Κ. Αγραφιώτης – Σταύρος Γ. Γουλούλης (μετάφραση του κειμένου του Μ. Kiel Βαγγέλης Τζιγκουνάκης), σελ. 225-259, Αγιά 2002, Επίσημες τουρκικές πηγές για τη Μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της ανατολικής Θεσσαλίας κατά τον 16ο αιώνα – Το κοινωνικό και Οικονομικό τους υπόβαθρο. Η μελέτη αυτή στηρίζεται στο υλικό που παρέχουν τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα 1454/55-1602.
Γ) Η καταγραφή του ονόματος της επαρχίας ως «Αγυιά» είναι φιλολογική απόδοσις του Αγιά που είναι δηλαδή Χώρα, Κωμόπολις αποτελούσα πέρασμα – διάβαση.
Δ) Εκ της λέξεως – ορολογίας «Αγία» που είναι προσωπική μας άποψη. Με δεδομένο ότι το Όρος των Κελλίων ήκμασε στις ανατολικές υπώρειες της Όσσας, μας διευκολύνει να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας μοναστικός χώρος (της ίδιας περίπου εποχής με το αγιόνωμο όρος του Άθω), που διοικητικά κατευθύνεται από «Καθολικά» Μονών, (Οικονομείου – Θεολόγου – Αγίου Παντελεήμονος Αγιάς 1292 μ.Χ.), βρίθει μοναχών και θεωρείται –ΑΓΙΟΣ.
Η χώρα Αγιά, κυκλώνεται από πλήθος «Κελλίων» – μικρών μονυδρίων για ιδιόρρυθμους μοναχούς που εγκαταβιώνουν σε παραγωγικά πλούσια περιοχή και αυτοσυντηρούνται με αγροτικές κυρίως καλλιέργειες, αλιεία και κυνήγι.
Μετά την παρακμή της Αγίας Χώρας των Κελλίων οι Μοναχοί ίσως προτιμούν πια την μοναστική πολιτεία του ασφαλούς κατέναντι Άθωνος.
Την Αγία μοναστική πολιτεία του Όρους των Κελλιων διαδέχεται ονομαστικά η Χώρα της Αγίας η οποία αποτελούσε γεωγραφικά το κέντρο διοίκησης των μοναστών.
Την γνώμη μας για την προέλευση του τοπωνυμίου Αγιά ενισχύουν τρία στοιχεία:
α) Στην πρόθεση 401 του Μεγάλου Μετεώρου (1520-1540) μεταξύ των 220 θεσσαλικών οικισμών, αναφέρεται η Αγία στα φ. 81α – 81β, με 61 αφιερωτές αρχικά και άλλους 25 αργότερα του έτους 1538. Η πρόθεση αυτή είναι η αρχαιότερη όλων και η Αγία του χειρογράφου (βραβείο ή βρέβειο) είναι η Αγιά του Νομού Λαρίσης, (Θ.ΗΜ. τόμ. 43, σελ. 97).
β) Σε Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Κυρίλλου Λούκαρι, τον Νοέμβριο του 1620 αναφέρεται η Ιερά Μονή του Σωτήρος Χριστού, «κατά την τοποθεσίαν της Αγίας», (πρόδρομη ανακοίνωση +Δημ. Αγραφιώτη στο περιοδικό Αγιώτικα Νέα).
Η τοποθεσία «της Αγίας» είναι πιθανόν η Αγιά και η Μονή του Σωτήρος Χριστού είναι ο «Χριστός» της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου, γνωστός και ως ’Ξστός.
γ) Σε σύμμεικτο κώδικα της Ι. Μονής Φιλοθέου – Αγίου Όρους, αριθμ. 184 – Κατάλογος Σπ. Λάμπρου, όπου περιέχεται η ακολουθία του Αγίου Οσιομάρτυρος Δαμιανού του νέου, το συναξάριον και λόγος παραινετικός (1624 μ.Χ.), αναφέρεται η Αγιά τρεις φορές «εν τη Αγία» ήτοι: « αχκδ΄ εν τη Αγία : Απριλίω ια΄ τετέλεσται χειρί και πόνω Ιωσήφ του πελοποννυσίου».
Η Ναοδομία στην Αγιά κατά την Τουρκοκρατία.
Η χρονική περίοδος που η Ελλάδα αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι μια εποχή κατά την οποία οι πρόγονοί μας είχαν υποβαθμισθεί σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Στους χρόνους αυτούς, τα μνημεία, τα οποία ανηγέρθησαν και διατηρούνται στην Αγιά έως σήμερα, αποδεικνύουν την δυναμική των Ελλήνων, την δογματική τους συνείδηση και την εξυπνάδα τους.
Ο Sir Steven Runciman έγραψε, σχολιάζοντας τις εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, «τα κτίρια (οι Ναοί) του έχτισαν οι Έλληνες κατά την Τουρκοκρατία, ήταν αναγκαστικά μέτρια. Οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Χριστιανούς να απολαμβάνουν τη χαρά της επίδειξης16».
Ο Ναός των Αγίων Αντωνίων, η σημερινή Μητρόπολις, ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, ως τρίκλιτη βασιλική, που μπορεί να μην είναι θαυμάσιας καλλιτεχνικής σημασίας Εκκλησία, είναι όμως οπωσδήποτε σημαντική, διότι αντιπροσωπεύει ένα ενδιαφέρον στάδιο στην ιστορία της ελληνικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.
Από το 1809 και μέχρι το 1883, τουλάχιστον, η Αγιά είχε οκτώ ενορίες. Ο εμπορικός και βιοτεχνικός αιώνας δίδει την άνεση στην διευρυμένη Αγιά, που ως οικισμός αποκτά μορφή με σπίτια αρχοντικά (Αλεξούλη, Πετράκη, Αντωνίου, Ντακούλα) και 6.000 κατοίκους να αποκτήσει και Ναούς αναλόγου χωρητικότητος. Ενώ οι ενορίες περιορίζονται το 1889 εις τρεις, οι Ναοί μεγαλύνονται διαδοχικά. (Άγιος Αντώνιος 1857, Τίμιος Πρόδρομος 1860, Άγιος Αθανάσιος 1866).
——————————————
16. Τζών Κουμουλίδης – Λάζαρος Δεριζιώτης, Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης, Αθήνα 1985.
Επιπλέον λόγος δυνατότητος ανακαίνισης των Ναών είναι το δικαίωμα ισότητος και η ελεύθερη εξάσκηση λατρείας που αναγνωρίζεται στους Χριστιανούς μετά την επικύρωση του Χάτι Σερίφ, κατά το έτος 1856.
Η πλέον πιθανή χρονολογία της μετονομασίας του Ναού του Αγίου Αντωνίου εις ενορία των Αγίων Αντωνίων πρέπει να υπολογισθεί στο διάστημα 1822 – 1845 οπότε οι Βεροιείς κατακλύζουν την Αγιά, ιδρύουν τον μαχαλά τους, μεταφέρουν μέρος του Αγίου Λειψάνου του εκ Βεροίας Αγίου Αντωνίου και ανακαινίζουν ριζικά τον Ναό, έχοντας και το κουβούκλιον του Αγίου τους σε διακεκριμένο χώρο.
Η Χώρα της Αγιάς στην Μητρόπολη της Δημητριάδος
κατά την Τουρκοκρατία
Η Αγιά ως «Χώρα» – Δήμος Δωτιέων – επαρχία της Λάρισας και αρχιερατική περιφέρεια, υπήγετο πάντοτε στην δικαιοδοσία του επισκόπου Δημητριάδος. Δεν μαρτυρείται εις επιγραφή ή έγγραφον, ότι διετέλεσε έστω και προς ολίγον, υπό την πνευματική εξάρτηση του μητροπολίτου Λαρίσης δια κάποιαν αιτίαν.
Εσχάτως, και δι’ ολίγον χρονικόν διάστημα, ένα έτος και τρεις μήνες, (2αν Νοεμβρίου 1991 έως 29ην Ιανουαρίου 1993), η περιφέρειά μας εψηφίσθη προσωποπαγής αυτόνομη Μητρόπολις Αγιάς και Συκουρίου διά το πρόσωπο του από Παραμυθίας Παύλου Καρβέλη, επανελθούσα μετά την κοίμησή του ανδρός (29-01-1993) εις τον Δημητριάδος Χριστόδουλον.
Η Αγιά ως υπερέχουσα στην Μητρόπολιν της Δημητριάδος.
Τα στοιχεία που φανερώνουν την εξέχουσα θέση της Αγιάς μεταξύ των επαρχιών του Δημητριάδος (Πήλιον – Ζαγορά – Αλμυρός) κατά την Τουρκοκρατία, είναι τα εξής:
- Η ύπαρξη Μετοχίου της Παναγίας Κύκκου εκ της Κύπρου στην Αγιά και η ανάδειξη του πρώτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.κ. Αθανασίου, καταγομένου εκ της νήσου Κύπρου.
- Το γεγονός ότι «οι κατά καιρούς Επίσκοποι διέτριβον μήνας τινάς εν τη έδρα Αγιάς, διό και η κοινότης έχει ανεγείρει επί θέσεως περιόπτου μεγαλοπρεπή οικοδομήν καλουμένην Μητρόπολιν». (Μ. Δάλλας).
Τον Οκτώβριον του 1823 ο από Περιστεράς Καλλίνικος, καταγόμενος εκ Σελίτσιανης (Ανατολής) Αγιάς, αφού εποίμανε την Δημητριάδα για τρία και πλέον έτη, έως τον Ιούλιο του 1827 παραιτηθείς ετελεύτησε μετά ένα χρόνο και ετάφη στον Άγιον Νικόλαο της Μητροπόλεως (Άγιο Νικόλαο «Κερασά» τον εκ Βουναίνης).
Επειδή δε και ο μετ’ αυτόν Νεόφυτος όταν το 1828 έγινε δεκτός με υποδοχή εις Άγιον Αντώνιον «οι Ιερείς και Προεστώτες της πολιτείας Αγιάς εσυνοδεύσαμεν αυτόν έως εις την Μητρόπολιν», φαίνεται ότι, κατά το 1823/1828 ο Άγιος Νικόλαος ο Κερασάς λέγεται Μητρόπολη ως έδρα του Δημητριάδος εν Αγιά (Επισκοπείον) και θεωρείται μητροπολιτική ενορία έχουσα τα πρεσβεία κατέναντι των υπολοίπων επτά ενοριών (και των Αγίων Αντωνίων).
- Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην «Μητρόπολη» ετάφησαν εκτός του Δημητριάδος Καλλινίκου (1828) και οι Επίσκοποι της Δημητριάδος Γαβριήλ, Ιουνίου 12η του 1663, Ιωαννίκιος, Μαϊου 12η του 1720, και ο Μητροπολίτης Γρηγόριος ο Σάμιος, το 1858 (+- 23η Σεπτεμβρίου).
Αλλά και ο Γαρδικίου Ιερόθεος κατήγετο εκ Ρετσιάνης (Μεταξοχώρι Αγιάς) εις ην και αφιέρωσε το Παρθεναγωγείον (πρώην οικία του), ως Ηγούμενος της Μονής Παναγίας Ρέτσιανης (κατά Μιλτιάδη Δάλλα). Όταν αργότερα μετέβη εις το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως κληθείς εις απολογίαν ένεκα αιτιάσεως κατ’ αυτού του ιατρού Δημ. Α. Αλαμάνου τω ανετέθη η Επισκοπή Γαρδικίου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Παναγία του Βαθυρέματος είναι ο αρχαιότερος βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας. Ως εκ τούτου, μπορεί και πρέπει να αποτελεί την αφετηρία μιας ιστορικής διαδρομής βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, που σε καμία περιοχή της Θεσσαλίας δεν βρίσκουμε συγκεντρωμένα σε ανάλογο αριθμό.
Η πρότασίς μας ως πολιτισμικό αίτημα περιλαμβάνει τρεις Σταυροπηγιακές Μονές, τρία Μονύδρια σε ανασκαφή, δύο Ασκηταριά, δύο Ναούς της Παναγίας (9ος και 1170 μ.Χ.) μοναδικού ενδιαφέροντος, δύο σκευοφυλάκια εικόνων, τρία Μοναστήρια του 16ου αιώνος και ένα Ρωμαϊκό Λουτρό.
Επειδή «ο χρόνος που πέρασε (στο παρών Συνέδριο) και ο παρών χρόνος είναι αιώνια παρόντες στο μέλλον» (Τ.S. Eliot).
Πιστεύω ότι για κανένα φιλίστορα οι σκέψεις μας δεν είναι ουτοπικές φαντασιώσεις, πολύ δε περισσότερο για Σας που είχατε σήμερα την υπομονή και το ενδιαφέρον να με ακούσετε.
Οι ιστορικοί λέμε, ότι το παρελθόν δεν είναι ποτέ ολότελα παρελθόν, ότι δηλαδή το παρελθόν έχει μέλλον ………. Και η μόνη μοιρασιά που κάνει πλουσιότερους αυτούς που μοιράζονται, είναι η μοιρασιά των πολιτισμικών αγαθών.
Σας ευχαριστώ
ΚΕΡΚΙΝΙΟ
ΚΟΥΚΟΥΡΑΒΑ
ΑΝΩ ΑΜΥΓΔΑΛΗ
Ιστορική γεωγραφία
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Αρχιμ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΡΟΣΟΣ
ΚΕΡΚΙΝΙΟ – ΚΟΥΚΟΥΡΑΒΑ – ΑΝΩ ΑΜΥΓΔΑΛΗ
Ιστορική γεωγραφία
Η απεικόνιση της κατανομής των αρχαίων πολισμάτων στη Θεσσαλία, δείχνει ότι, μεταξύ των αρχαίων πόλεων της ιστορικής περιόδου με πιο σημαντική τη Λάρισα, απαριθμούνται οι πόλεις Κερκίνιο1, Αρμένιο και Φερές. Ο Br. Helly πρότεινε την ταύτιση του Κερκινίου με τα ερείπια της Άνω Αμυγδαλής2, (δηλαδή Κουκουράβας) στην περιοχή της Πέτρας3. Σε σποραδικές μνείες για την Θεσσαλία, αναφορικά με πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα ο Έλληνας ιστορικός Προκόπιος4 αναφέρει: Ανενεώθη και επί Θεσσαλίας φρούρια τάδε. Αλκών, Λόσσονος, Γεροντική, Πέρβυλα, Κερκινέου5, Σκιδρεούς, Φράκελλαν». (4.4.3, 157 – 4.4.3, 165). Ο Br. Helly εντοπίζει το Κερκίνιο στην οδό από Μελίβοια προς τη Δημητριάδα. Είναι πολύ εύκολο, αν έχει κανείς υπόψη του τους αρχαίους οικισμούς, που βρίσκονται στην ανατολική περιφέρεια της θεσσαλικής πεδιάδας, να δείξει μια αληθινά καλή διάβαση με ένα δρόμο που οδηγεί από την Αγιά – Νότια του Αετολόφου – δια μέσου μικρής ανοικτής κοιλάδας ενός παραπόταμου του Άμυρου, στο χωριό Πρινιά. Στο βάθος αυτής της κοιλάδας ο ταξιδιώτης βρίσκει εύκολη είσοδο, [είναι ο παλιός δρόμος από Πρινιά προς Κουκουράβα], η οποία του επιτρέπει να κατεβεί πολύ γρήγορα στη θεσσαλική πεδιάδα.
——————————————————
1.- Τίτος – Λίβιος, 31, 51, 1 – 4. «Κερκίνιο που ήταν κοντά στο Αμυρικό πεδίο».
2.- Br. Helly – J. P. Bravard R. Caputo, Η ανατολική θεσσαλική πεδιάδα. Μεταβολές των ιστορικών τοπίων και η προσχωματική εξέλιξη, ΘΗΜ 38 (2000) 3-35. Μεταφρ. από τα γαλλικά, Κώστας Σαμαράς. «Για τις συνθήκες απεικόνισης αυτών των θέσεων βασισθήκαμε στο πρότυπο του πιο κοντινού γείτονα». Βλ. Auda et al., 1987. Br. Helly et al., 1992.
3.- F. Hild – J. Koder, Η Βυζαντινή Θεσσαλία, ΘΗΜ 12 (1987) 84-85.
4.- Procopius de Bellis, Bibliotheca Teubneriana.
5.- Κερκινέου < Κερκίνιον. Φρούριο στη θέση της αρχαίας πόλης Κερκίνιον, η οποία βρισκόταν νοτιοανατολικά του Καστρίου της Αγιάς, κοντά στη λίμνη Βοιβηϊδα. Πρβλ. Δ. Σακελλάρης, Η Θεσσαλία στους Έλληνες και Λατίνους ιστορικούς της ύστερης αρχαιότητας, ΘΗΜ 54 (2008) 48.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται ένα οικοδόμημα αρχαίο, που φαίνεται σπουδαίο και τοποθετείται στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Άνω Αμυγδαλή – Κουκουράβα, απ’ όπου κατεβαίνει κανείς μ’ ένα καλντερίμι κατ’ ευθείαν στην πεδιάδα σε λιγότερο από 20΄ λεπτά της ώρας6.
Ο αρχαίος οικισμός ανευρίσκεται ανάμεσα στο χωριό Καστρί και στην Άνω Αμυγδαλή, σε ένα πλάτωμα, σε ύψος 3,30 μ. που ονομάζεται Καλαμάκι, και που εξέχει αρκετά από το υπόλοιπο όρος και στην νότια πλευρά, βρίσκεται μια εγκαταλειμμένη μονή αφιερωμένη στο Πρόδρομο.
Για την πόλη «Κερκίνιο» γνωρίζουμε μία αλλά ουσιαστική μαρτυρία από σύντομη αναφορά του Τίτου Λίβιου δηλαδή του Πολύβιου, για το έτος 199 π.Χ. Το θέρος του 199 π.Χ. το Κερκίνιο κατελήφθη και λεηλατήθηκε από τους Αίτωλούς και τους Αθαμάνες υπό την ηγεσία του Βασιλιά Αμύνανδρου.
«Αυτές οι αιτίες τον Δαμόκριτο και τους άλλους Αιτωλούς επανέφεραν στους Ρωμαίους. Μετά την προσχώρηση του Αμυνάνδρου, Βασιλέως των Αθαμάνων, εξεκίνησαν να πολιορκήσουν το Κερκίνιον. Οι κάτοικοι (του Κερκινίου) έκλεισαν τις πύλες και δεν είναι βέβαιον, αν αυτό το έπραξαν επειδή πιέσθηκαν ή με τη θέλησή τους, επειδή είχαν εκεί μια βασιλική (= μακεδονική) φρουρά. Κατόπιν το Κερκίνιο μέσα σε λίγες μέρες καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε. Όσοι διασώθησαν από τη μεγάλη καταστροφή, ελεύθεροι ή δούλοι, απήχθησαν μαζί με την υπόλοιπη λεία (πολέμου). Αυτός ο φόβος όλους όσους κατοικούσαν γύρω από το έλος της Βοιβηΐδας, τους εξανάγκασε να εγκαταλείψουν τους οικισμούς τους και να αναζητήσουν τα όρη …».
Από το κείμενο αυτό του Τίτου Λίβιου αντλούμε μια ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι δηλαδή η πόλη είχε Μακεδονική φρουρά. Το ενδιαφέρον αυτής της πληροφορίας είναι ότι μας δίδει επιχείρημα, έμμεσο μεν, αλλά σαφές, για την τοποθέτηση του Κερκινίου στην Άνω Αμυγδαλή.
Η τοποθεσία βρίσκεται σε οδό που από την Αγιά διασχίζοντας το ανατολικό, μικρό θεσσαλικό λεκανοπέδιο (Νότια του Αετολόφου) διαμέσου
——————————————————
6.- Br. Helly, Από τη Μελίβοια στη Δημητριάδα. Πρακτικά Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συνεδρίου για την Αγιά και την επαρχία της (3-4/4/1993). Αγιά Λάρισας 2002, 39-43.
της Πρινιάς προς Κουκουράβα, πολύ γρήγορα φθάνει κανείς στα Κανάλια (νότιο άκρο της θεσσαλικής πεδιάδας) και μετά στο Βόλο.
Είναι πλέον σαφές και απόλυτα κατανοητό γατί μια Βασιλική Μακεδονική φρουρά βρισκόταν στο Κερκίνιο το 199 π.Χ.
Διότι, από εκεί η πιο ευθεία οδός προερχόμενη από το λεκανοπέδιο της Αγιάς, ένωνε τα Τέμπη με τη Δημητριάδα. Μία οδός, που οι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν συστηματικά7 και μέχρι τον Γ΄ Μακεδονικό πόλεμο.
Μία αβίαστη ερμηνεία των πηγών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Br. Helly, έχοντας κατανοήσει δια της «σωματικής του παρουσίας» την τοπογραφία – γεωγραφία της Αγιάς ανατρέπει παλαιότερες θέσεις8 ερευνητών που θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε εκτός των Τεμπών κανένας δρόμος που να συνδέει Μακεδονία με Ελλάδα9.
Το Κερκίνιον μετά την πολιορκία του 199 π.Χ. δεν αναφέρεται, ούτε και στην εκστρατεία του Περσέα το 171 π.Χ. στη θεσσαλική πεδιάδα10.
Η «οδός της Μαγνησίας» αποτελεί άξονα σύνδεσης μεταξύ Μακεδονίας και Δημητριάδας με κεντρικούς σταθμούς: Μελίβοια – Συκούριο – Κερκίνιο.
Ο Bakhuizen αναφέρει: «Όταν εισέρχονται (οι Ρωμαίοι) στην τελική φάση του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου, το 169 π.Χ. βλέπουμε ότι με την απώλεια της Θεσσαλίας η σύνδεση Μακεδονίας – Δημητριάδος περνάει από την ορεινή Μαγνησία: Ομόλιο – Μελίβοια – Δημητριάς». Και προσθέτει ότι η επίθεση κατά της Μελίβοιας το 168 π.Χ. είχε ως στόχο την οδό αυτή.
——————————————————
7.- Πολύβιος, V, 99. όπου αναφέρει αιτωλικές επιδρομές πριν το 217 π.Χ. στο Αμυρικό πεδίο. Πρβλ Πλίνιος, ΝΗ, 36, 16. «για αυτούς που κατευθύνονται … μέσω Ιωλκού στη Μαγνησία …στη Βοιβηΐδα».
8.- S. C. Bakhuizen, Magnesia unter Makedonischer Suzeranitat, Δημητριάς 5 (ΒΑΜ, 27), Bonn, 1987.
9.- Επειδή η εξ αποστάσεως έρευνα πάσχει, ως εκ τούτου, οι απόψεις πολλών ερευνητών δεν δικαιώνονται διότι από τις καρέκλες των γραφείων πορίσματα δεν συνάγονται.
10.- Το Κερκίνιον έπαψε πλέον να είναι μια πόλη αυτόνομη, τουλάχιστον πριν από το τέλος της ελληνιστικής εποχής και μάλλον έτσι εξηγείται το ότι ο Στράβων αποσιωπά το Κερκίνιο.
Μετά την κατάληψη της Μελίβοιας (Liv. 44, 46, 3) η Δημητριάδα χαμένη οριστικά για τους Μακεδόνες βλέπει τους προμαχώνες της να πέφτουν (Διόδ. 31, 8, 6).
Ας προσθέσουμε εν τέλει ότι, ο οικισμός του Κερκινίου διέθετε ενδιαφέρουσες οικονομικές πηγές λόγω της γεωγραφικής του θέσεως.
α) Το μάρμαρο στο λατομείο του Καστρίου.
β) Το εύφορο έδαφος στο υψίπεδο της Κουκουράβας και στην κοιλάδα της Πρινιάς και
γ) Ο έλεγχος μιας σπουδαίας διάβασης.
Κατά την κλασσική και ελληνιστική περίοδο η λίμνη Βοιβηίς δεν έφθανε μέχρι την περιοχή του Κερκινίου, καθώς μαρτυρεί ο Στράβων. Κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή, η ποσότητα των υδάτων ήταν μεγάλη και επικράτησε η ονομασία Κερκινίτις11 λίμνη, γεγονός που υποδηλώνει ότι, το όνομα Κερκίνιον διατηρήθηκε ως ιστορική μνήμη στην υπό εξέταση περιοχή. Σε κατάλογο του Προκοπίου, αναφέρεται καθαρά η ονομασία του Κερκινίου ως θεσσαλικής πόλης, όπου ο Ιουστινιανός ανήγειρε τείχη, διά την στρατιωτική σημασία της.
Σήμερα η Κουκουράβα η οποία στα χρόνια του Δωροθέου12 απήχε από την Αγιά τρεις ώρες με το πόδι, λέγεται Άνω Αμυγδαλή. Κατά την υστεροβυζαντινή εποχή, σε ένα «εκδοτήριον» έγγραφο του επισκόπου Δημητριάδος Μιχαήλ Παναρέτου (1279)13 υπέρ του μοναστηριού της Νέας Πέτρας, αναφέρεται ο ναός της Θεοτόκου του Κουκουρά. Ίσως πρέπει να
——————————————————
11.- Br. Helly, Από τη Μελίβοια στη Δημητριάδα, Πρακτικά Α΄ Ιστορικού – Αρχαιολογικού Συνεδρίου για την Αγιά και την επαρχία της, Λάρισα (2002) 35-44. Μεταφρ. Αμαλία Περράκη.
12.- Κ. Σπανός, Τα χωριά στα ανατολικά της Λάρισας το 1876 κατά τον Δωρόθεο Σχολάριο, ΘΗΜ 28 (1995) 149.
13.- Μ. Miklosich – J. Muller, Acta et Diplomata Monasteriorum et ecclesiarum, orientis, MDCCCXC, IV, 424-426. Βλ. B. Ferjancic, …………………… 89, Πρβλ. Α. Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι το 1204. Συμβολή εις την ιστορικήν γεωγρα-φίαν 113 και ΕΕΒΣ 8 (1931) 415.
αναζητήσουμε την τοποθεσία στην κατωφέρεια της περιοχής του Μαυροβου-νίου, κοντά στη Βοίβη, δεδομένου ότι η Κουκουράβα, βρίσκεται στις πλαγιές του Μαυροβουνίου κοντά στην αποξηραμένη πια Βοίβη (Κάρλα) νοτιοανατολικά του Καστρίου. Το τοπωνύμιο είναι σλαβικό14 και το συναντούμε στη Μακρινίτσα – Βόλου, όπου μια συνοικία της, η χαμηλότερη, ονομάζεται και σήμερα Κουκουράβα.
Τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας η Κουκουράβα όπως διαφαίνεται στα κατάστιχα απογραφής15 έχει το 1570, 35 οικογένειες, δηλαδή, 175 κατοίκους το 1602 έχει 129 οικογένειες δηλαδή 645 κατοίκους και αργότερα το 1876 έχει 76 οικογένειες με 380 κατοίκους και αλληλοδιδακτικό σχολείο. Οι κάτοικοι της ήταν γεωργοί και καρβουνιάρηδες. Το 188016, η Κουκουράβα παρουσιάζει αύξηση εισοδημάτων και συναγωνίζεται τα κεφαλοχώρια της Αγιάς στην παραγωγικότητα.
Στις ανατολικές υπώρειες του Μαυροβουνίου με κέντρο την Αμυγδαλή φιλοξενούνται σήμερα χίλιες περίπου κυψέλες στη γεωγραφική έκταση από Πλασιά έως την Κάρλα, γεγονός που αποδεικνύει την μελισσοκομική παράδοση της περιοχής από το 1454 μ.Χ. μέχρι σήμερα.
Την περίοδο μεταξύ των ετών 1950-1984 στην Κουκουράβα λειτουργεί νυχτερινή σχολή17 για την οποία διασώζονται αρχεία περί εγκυκλίων επιθεω-ρητού, τίτλοι σπουδών, Σχολικού Κλήρου, Απολογισμοί – Προϋπολογισμοί, Πρωτόκολλα Αλληλογραφίας και Μαθητολόγια, σε 31 συνολικά φακέλους.
Το 1878 διαδραματίζονται μάχες στην Κουκουράβα, όπως καταγράφει ο Διδάσκαλος παπα-Δανιήλ18.
——————————————————
14.- Μ. Vasmer, Die Slaven in Griechenland (Abhand. d. Preus. Akaf. d. Wiss. Phil. Hist. Klasse, αριθ. 12), 154 (Κοκορά).
15.- Tahrir Defter = I (1570).
16.- Μ. Δάλλας, κατάστασις πληθυσμού, φόρων 1880 βλ. ΘΧ (1935) 110-112.
17.- Βλ. ΓΑΚ Τοπικό Αρχείο Αγιάς Φ2 (1955-57) όπου πρωτόκολλο αλληλογραφίας Φ7 και Σχολική Εφορεία: Περί κατασκευής ξύλινου διδακτηρίου (1955-60) Φ10.
18.- Δ. Αγραφιώτης, Δάσκαλοι και σχολεία στην επαρχία της Αγιάς 1700-1881, ΘΗΜ 5 (1983) 69.
«ΔΠ 1878 ΠΔ. Εν έτει χιλιοστώ οκτκοσιοστώ εβδομηκοστώ ογδόω, Φεβρουαρίου ογδόη, ημέρα Τετάρτη, ήλθον οι Αντάρται εις το χωρίον Κουκουράβα και επολέμησαν με τους Τούρκους. Καπετάνιος ήτον ο λεγόμενος Τσελεπίτσαρης ομού με πεντήκοντα Έλληνες, ήσαν δε χωριάτες από Κεραμίδιον, από Σκλήθρον, από Βένετον και από Βουλγαρινήν έως εκατόν πεντήκοντα. Και γίνεται το όλον διακόσιοι, ο δε τουρκικός στρατός ήτον περίπου δύο ήμισυ χιλιάδες, και επολέμησαν ώρας τρις από τας εννέα έως τας δώδεκα ετελείωσαν τον πόλεμον, οι μεν αντάρται έφυγον εις το χωρίον Βουλγαρινήν, ο δε τουρκικός στρατός, γκέκηδες Αρβανίτες και νιζάμ ασκέρ, το δε εσπέρας έως δύο ώρας νυκτός ήλθον έως τετρακόσιοι Ζουμπέκιδες, ήλθον και Κεσερλιώτες [= Συκουριώτες] και έγιναν περίπου από τρεις χιλιάδες μέσα εις την Κουκουράβα, και ελάλησαν την σάλπιγκα να κάμουν γιάγμα το χωρίον, και σαν άρχησαν, μήτε εκκλησίαν άφησαν, μήτε εικονίσματα, ένα ωρολόγιον ήταν εις τον Άγιον Γεώργιον και το έσπασαν, και τους οικοκυρέους μήτε πάπλωμα να σκεπασθούν δεν τους άφησαν, μόνον τα φορέματα τα οποία φορούσαν επάνω τους τους έμειναν, άλλους ετυράννησαν διά γρόσια εκτός καμιά τριανταργιά οσπίτια έμειναν απείρακτα, τα δε λοιπά όλα, και εις το Σχολείον έκαμαν παραμικράν ζημίαν.
Εγράφη διά χειρός του Δημητρίου Παπα-Δανιήλ Αγιάν διά ενθύμησιν όστις εχρημάτησεν Διδάσκαλος …
Από δε την μονήν του τιμίου Προδρόμου διέβησαν απ’ εκεί οι γκέκηδες και δεν έκαμον ζημίαν ο δε ηγούμενος ήτον ο ιερομόναχος παπα-Άνθυμος.
1878 φεβρουαρίου και έγιναν τα ανωτέρω ταύτα και εγράφησαν διά ενθύμησιν, παρά Κυρίου Δημητρίου παπα-Δανιήλ, όστις εχρημάτησε Διδάσκαλος εις χωρίον Κουκουράβαν».
Στην Κουκουράβα σήμερα υπάρχουν έντεκα Ναοί οι οποίοι υπάγονται στην ενορία του Αγίου Γεωργίου:
- «Σιβίλλη» – Παναγία 9ος αιώνας.
- «Τσιντζιλέρ Ρέμα», Κατή μνήμα 9ο αιώνας.
- Ι. Μ. Παναγίας (Ζωοδόχος 1740) ή Κούκουρα; 1274.
- Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου 1794.
- Άγιος Γεώργιος – Λιβαδάκι.
- Άγιος Αθανάσιος – Λιβαδάκι (Ερείπια).
- Άγιος Γεώργιος (Καμπαναριό 1811) – Κουκουράβα (Άγιος Χαράλαμπος).
- Άγιος Αθανάσιος (1763) – Κουκουράβα.
- Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης – Αμυγδαλή.
- Άγιος Φανούριος – Αμυγδαλή.
- Προφήτης Ηλίας – Μαυροβούνι.
ENCYCLOPEDIA OF GREECE
AND THE
HELLENIC
TRADITION
Volume 1
A – K
Editor
GRAHAM SPEAKE
FD
FITZROY DEARBORN PUBLISHERS
LONDON – CHICAGO
ENCYCLOPEDIA OF
GREECE
AND THE
HELLENIC
TRADITION
Volume 2
ENITED BY GRAHAM SPEAKE
Athanasios of Athos, St c.927/20-c.997
Founder of the first Athonite monastery
St Athanasios, who became known as the Athonite, was born in Trebizond in Asia Minor and was baptized under the name of Avramios. He came from a wealthy family, but having lost both of his parents at an early age, his upbringing was entrusted first to a nun who was a relative of his, and, after her death, to a eunuch who was related to the emperor Romanos I Lekapenos (920-44). He was educated in Constantinople and, after spending some time teaching there, he abandoner the secular world and entered the monastery of Kyminas in Bithynia where the abbot was Michael Maleinos, the uncle of Nikephoros II Phokas (963-69). When Nikephoros marched against the Arabs in Grete, he asked Athanasios to accompany him. Athanasios, who them was a monk of Mount Athos, accepted the invitation and lived in Grete until 961 when the island regained its independence. Nikephoros also gave Athanasios a considerable sum of money in order to build up a monastery, where he himself intended to become a monk at a later date. Thus, Athanasios founded the monastery of the Great Lavra in 963. It was the first monastery to be established in the territory of Mount Athos and today it still holds the leading position in the ranking of Athonite monasteries. It should be pointed out, however, that before Athanasios’s time the eremitic type of monasticism, combined with some form of communal life but loosely organized, had already existed on Athos. But Athanasios inaugurated the cenobitic form of monastic life under a central administration, because he realized that the poor sketes could not give a home to a long-lived monastic tradition. Whit imperial support the Lavra was granted annual revenue and lands and Athanasios initiated large-scale construction.
Quite soon, however, Athanasios faced the condemnation of some Athonite ascetics, who blamed him for abandoning their cherished monastic traditions and the concept of the “poor monastery” and for secularizing Athos. Yet, both the ascetics and emperor John I Tzimiskes (969-76), the successor of Nikephoros, soon came to realize that such innovations were not new inventions, but simply the continuation of the old and well-established tradition of cenobiticism in the east. A consequence of these disputes was the creation of the Typikon (rule) of the Great Lavra, which came to be Known by order of Tzimiskes, contained the reforms of Athanasios. Thus for the first time on Athos there existed a book of rules concerning the internal organization of monasteries. In addition, through this Typikon Athos was recognized as an independent monastic polity. In it Athos is referred to not simply as the Mountain, as it used to be called up to that point, but as the Holy Mountain, a name that was officially acknowledged later on by emperor Constantine IX Monomachos (1042-55). From then on; Athanasios became the spiritual leader and reformer of Athonite monasticism. Even today he is regarded as the father and patriarch of all Athonite monks, because his reforms contributed to the establishment of cenobitic monasticism and to the subsequent flourishing of Athos. Consequently, the celebration of the millennium of the foundation of the Great Lavra in 1963 coincided with that of Orthodox monasticism on Athos.
The contribution of St Athanasios to the Greek Orthodox monastic tradition is immense. Although the monastic tradition of lavras no longer existed in Byzantium, he instigated on Athos the creation of a cenobium on which a small number of monastic cells depended. His reforms were endorsed by all subsequently created monasteries on Athos and elsewhere. It is also worth mentioning that Athanasios introduced into his monastery new time-saving devices, such as a machine driven by oxen to prepare dough.
Athanasios died on Athos probably in 997, for his signature appeared in the “Acts of Lavra” for the last time in October 996. The first biographies of Athanasios were composed in the third decade of the 11th century.
FR. NEKTARIOS DROSOS
See also Athos, Monasticism
Biography
Born in Trebizond c.927/30 to a wealthy family, Athanasios lost his parents early and was brought up first by a nun and then by a relative of the emperor. He was educated in Constantinople and became a teacher before entering a monastery in Bithynia. He lived in Grete until 961 when he moved to Athos. In 963 he founded the first cenobitic monastery on Athos, the Great Lavra. He died on Athos c.997.
Further Reading
Anastasievich, Dragutin N., “La Date du typikon de Tzimisces pour le Mont Athos”, Byzantion, 4 (1927/28): pp. 7-11.
Dolger, Franz, “Die Echtheit des Tragos”, Byzantinische Zeitscbrift, 4 (1941): pp. 340-50.
Maximos the Greek, St c. 1470-1556
Scholar Known as the Enlightener of the Russians
Maximos the Greek, also Known as Maximos Vatopedinos and in Russian as Maksim Grek, was an eminent patristic scholar of the 16th century and a highly learned educator and enlightener of Russia. He was born in Arta (Epirus) c. 1470 into a wealthy family of Laconian origin. His father was Manuel Trivolis, his mother was called Irene, and Maximos’ secular name was Michael.
The young Maximos left Arta to complete his studies, initially in Corfu and later in Italy. In the main Renaissance educational centres – Padua, Venice, and Florence (c. 1492-95) – Maximos made connections with the leading representatives of Italian humanism, Angelo Poliziano, Marsilio Ficino, Aldus Manutius, and Gianfracesco Pico della Mirandola. A very decisive influence on his thought was the Dominican preacher Girolamo Savonarola (1452-98), so much so that Maximos entered the Dominican order in 1502. Maximos also studied unter the distinguished Greeks Janus Laskaris, Laonikos Chalkokondylis, and Constantine Laskaris and was employed as a copyist and corrector in the publishing house of Aldus Manutius.
After leaving Italy and the Dominican order, Maximos returned to Greece around 1506 and went to the monastery of Vatopedi on Mount Athos, which perhaps he chose for its opulent library, to take monastic vows. Because of his intellectual abilities, the monastery of Vatopedi sent him on missions to Macedonia and the Aegean islands. His philological knowledge was complemented on Mount Athos by his intensive occupation with the Church Fathers. In 1516, after ten years as a monk, at the request of the ruler of Russia, Vasiliy III, Maximos was sent to Russia to translate biblical and patristic texts into the Old Church Slavonic language. On his way there, Maximos met the patriarch in Constantinople and heard of the latter’s plans for Russia.
Russian sources do not explain clearly why Maximos was sent to Russia, though they state that he went there to seek contributions for his monastery. This is endorsed by his subsequent adversary, Bishop Daniil, who said that Maximos went “to beg for alms”, because he asked Vasiliy not to forget the penury of the Holy Monastery of Vatopedi. Moreover, the abbot of Vatopedi, Anthimos, writing to bishop Varlaam, expressed the hope that because of the services offered by Maximos the subsidies of the Great Ruler would increase. Notwithstanding the confusion caused by the accusations of Bishop Daniil, it is certain that Maximos’s move to and stay in Russia were at the written request of Vasiliy, who asked for a translator of books.
Maximos departed from Athos, accompanied by the Greek monk Neophytos and the Bulgarian monk Lavrentii. He arrived in Moscow in 1518 and was received with honour by Vasiliy and bishop Varlaam. He immediately started translating the Psalter with the help of the Russians Dmitri Gerasimov and Vlasii. The whole project was complex, since Maximos had to translate from Greek into Latin and then his colleagues translated into Old Church Slavonic. This procedure, which was followed for other books too, understandably led to some mistakes in translation, for which Maximos later paid a high price. After all, the translation of the Psalter was directed against the special interpretation of the book by the sect of the Judaizers and was deemed very important.
Illiteracy was prevalent in Russia at the time. As prince Andreas Rourbski, a student of Maximos and a first-rate scholar of the 16th century, wrote, Russians languished from spiritual hunger. Ritualism, Pharisaism in religious worship, combined with occultism and astrology, also flourished. Against this backdrop Maximos with great devotion continued to translate various biblical and patristic books as well as to correct the liturgical books, which were full of errors. Thus he strove to educate the Russians by writing and preaching. In a publication of Maximos’ s works in Old Church Slavonic by the Academy of Razan in 1859, it is written that “in a difficult period, this eminent scholar came from Greece. Orthodox Greece through him offered help in time of need for our Church … He followed carefully everything that happened at the time and gave his opinion on every special event in his sagacious speeches. He protected the Russian Church from the claims of the Church of Rome. He wrote against the rationalistic teachings of the Reformation, against the Jews, the pagans and the Muslims”.
Yet several of his contemporaries could not appreciate his merits, despite the fact that Maximos now commanded great authority in Russia and had obtained imperial patronage. Aside from the difficulties with the translation work, Maximos attempted a new interpretation of the Nomokanon and praised the cenobitic style of Athonite monasticism, while criticizing Russian monasteries for their landholdings and the Church for the accumulation of wealth. This criticism of the lifestyle of the Russian clergy caused rancour among a group of clerics and monks, under the leadership of bishop Daniil of Moscow, a student of the influential monk Joseph of Volokolamsk. Maximos had also openly supported the froup of “non-posses-sor” monks under Vassian Patrikeev. Bishop Daniil then deliberately asked Maximos to translate Theodoret’s Religious History, which favoured Daniil’s convictions about monastic property. Since this book also contained epistles by various heretic leaders, Maximos did not accept the assignment, a fact which increased Daniil’s antipathy. Furthermore, Maximos objected to the divorce and second marriage of the ruler, for which he was accused of collaborating with the ruler’s enemies, the boyars. All these things earned him considerable enmity in princely and ecclesiastical circles alike.
It is no wonder then that Maximos was denounced as a heretic (for changes to the liturgical books) and a danger to the security of the country (for alleged secret contacts with the Turks). A synod in 1525 voted to excommunicate Maximos and to confine him for life in the monastery of Volokolamsk. His protests at this unjust punishment led Daniil to call a second synod in 1531. A further charge was added, that of the reproof of the Russian Church for the unlawful cessation of relations with the patriarchal see of Constantinople. The charges also included the practice of sorcery, the criticism of the Great Ruler, and the attacks on ecclesiastical and monastic property. Maximos was once more condemned to life imprisonment, this time in Tver’, and to life privation of Holy Communion. Some of these accusations (including that of sorcery) were certainly unfounded, but others (such as citing the illegal status of the Russian Church) were valid, at least from a Russian perspective. In the 1530 Maximos’ imprisonment became more relaxed and he was given the right to read and write. In 1545 the patriarchs of Constantinople and Alexandria asked tsar Ivan IV for his release, but without success. In 1548 his excommunication and imprisonment were annulled, and Maximos moved to the Zagorsk monastery, where he wrote and taught until his death in 1556.
Only posthumously were Maximos’s personality and contributions acknowledged officially. About 100 years after his death patriarch Nikon agreed to his canonization, which was authorized by the patriarchates of both Moscow and Constantinople in 1988. Maximos’s legacy of literary and theological works was considerable and significant. He wrote about 365 books, of which 163 remain unpublished. Though controversial in his time, he was the most famous and influential scholar in Russia through his work of Byzantine patristic literature, his polemics against western Scholasticism and Lutheranism, and his contributions of dogmatic, liturgical, and canonical issues. Finally, Maximos lived in an important transitional period in which the ecclesiastico-political division between Constantinople and Moscow had started to become evident and was to grow more so in the centuries to come.
FR. NEKTARIOS DROSOS
Biography
Born in Arta c. 1470 to a wealthy family, Maximos (whose secular name was Michael Trivolis) studied in Corfu and then in the main Humanist centres if Renaissance Italy. In 1502 he joined the Dominican order, in 1506 he returned to Greece and became a monk in Mount Athos. At the request of the Russian ruler Vasiliy III he was sent in 1516 to Moscow to translate books into Old Church Slavonic. Denounced as a heretic, Maximos was imprisoned in 1525. He died at the Zagorsk monastery in 1556.
Further Reading
Denissoff, Elie, Maxime le Grec et l’ Occident: contribution a l’ histoire de la pensee religieuse et philosophique de Michel Trivolis, Paris: Brouwer, 1943.
Denissoff, Elie, “Une Biographie de Maxime le Grec par Kourbski”, Orientalia Christiana Periodica, 20 (1954) pp. 44-84.
Geanakoplos, Deno J., “Maximos the Greek: His Mission and Aspects of his Reform of Orthodoxy in Muscovite Russia” in The Legacy of Saints Cyril and Methodius to Kiev and Moscow, edited by Anthony-Emil N. Tachiaos, Thessalonica: Hellenic Association for Slavic Studies, 1992.
Gromov, M.N., Maksim Grek, Moscow: Mysi, 1983.
Haney, Jack V., From Italy to Muscovy: The Life and Works of Maxim the Greek, MynichQ Fink, 1973.
Iera Moni Osiou Gregoriou Agiou Orous [Athonite Monastery of Gregoriou], Agios Maximos o Graikos, o photistis ton Rosson [St Maximos the Greek, Enlightener of the Russians], Athens, 1991.
Ikonnikova, V.S., Maksim Grek I ego vremia, Kiev, 1915.
Langeler, Arno, Maksim Grek: byzantijn en bumanist in Rusland, Amsterdam: Mets, 1986.
Olympus, Mount
Mountain in Thessaly
Olympus is the highest mountain in Greece and the second highest in the Balkan peninsula. It bears the ancient name “Thessalian Olympus” and is the deified mountain bridging Thessaly and Macedonia. It occupies the northeastern part of Thessaly and the southwestern end of central Macedonia, and straddles the boundaries of the counties of Larissa (province of Elasson) and Pieria. The mountain is shaped like a vault, having at its peak a plateau, from which other peaks rise by more than 2500 m. Above a gorge, some 600 m deep, the peaks rise of Mytikas or Pantheon (2,917 m), Stefani or the Throne of Zeus (2,909 m), Skala (2,866 m), and Scholio (2,911 m), forming a semicircle.
Olympus is a large mountain covering a relatively small area. Its width from east to west is no more than 25 Km, from north to south 28,5 Km, its perimeter 150 Km, and its area 500 sq Km. it is distinguished by its pointed peaks, its lengthy ridges, and its steep slopes that are traversed by deep gorges. Its main body, Known as High or Upper Olympus, is distinguished from Lower Olympus (of which some specialists consider it to be a part) by the stream of Ziliana, the plain of Carya, and the river Elassonitiko.
The rock consists mainly of limestones and dolomites. From the streams that run down the mountain slopes only one has water throughout the year, the river Enipeas that passes through Litochoro; the rest are seasonal. The vegetation is limited. Typically alpine at 2,000 m and above, the lower zone is covered by forests, which ih the higher regions consist of fir trees and in the lower of pines. The eastern side has more forests than the western. More than 1,700 plants have been registered in the area, i.e. about 25 per cent of the entire Greek flora. The fauna does not present any particular features. Some 32 different species of mammals have been identified as well as 108 bird species, while the mountain is famous for its many kinds of butterflies. In antiquity Pausanias reported the existence of lions on Olympus.
The climatic conditions are highly variable. At the foot of the mountain the climate is typically Mediterranean, while the northern and eastern slopes have greater rainfall. Average temperatures range from 0o to 20o C in the summer, and in the winter from -20o to +10o C. The mountain is covered by snow for about seven months of the year, usually from November to May.
Historically Olympus has been the target of various expeditions and was known as an ideal place for hunting (e.g. by Sultan Mehmet IV). The botanists Theodor von Heldreich and Theodoros Orphanidis carried out a great deal of research on Olympus in the 19th century, while one ambitious expedition was undertaken by the German geographer H. Barth. In 1937 the first Natiolan Greek Forest Area was established on Olympus in order to protect the geomorphology, the fauna, and the flora of the mountain. Since 1981 this protected area has been incorporated in the “Programme on Man and the Biosphere” of UNESCO.
In ancient Greek mythology Olympus was considered to be the sacred mountain of Greece. After the victory of Zeus over the Titans, it came under the control of Zeus and became the home of the Olympian gods. Zeus’ throne was believed to be at the highest peak, while the other gods resided on the surrounding ones. The mountain was also connected with Orpheus, who taught the Orphic mysteries and died there. It was also dedicated to the Olympian or Pierian Myses.
The name “Olympus” appears for the first time in the Orphic texts and is subsequently mentioned as such by all ancient Greek writers. It is generally held to be derived from a name used by the Aeolians, who lived on the western and southern shores of Asia Minor, and dates back to 1800 BC. The etymology of the word is uncertain.
Olympus was of great symbolic importance to the ancient Greeks. As the home of the gods, it symbolized immortality, high honour, and ideals. The epithet “Olympian” was given primarily to Zeus and thus signified grandeur and godliness. It occupied a central position in ancient Greek religion and cosmology, was connected with a specific philosophical worldview and attitude towards the world. The Olympian gods were the symbols of a particular Weltanschauung, which permeated ancient Greek culture as a whole. It is no wonder that, according to one view, while Delphi represented the omphalos (navel) of the earth, Olympus constituted its head (=mind).
In historical times the regions around Olympus were populated by various Greek tribes. Its mountainous routes were of the utmost importance during military expeditions, ranging from the period of the Persian Wars to the Roman conquest of Greece. At the foot of the mountain several significant cities were founded, including Dion and Pythion. The first human settlement on Olympus must have been established around 1000 BC near Hagios Vasileios and Mesonisi, where several tombs have been uncovered dating from 1000 to 700 BC. Further archaeological excavations and topographical research have unearthed numerous inscriptions, coins, and artefacts from various historical periods that point to relations with both Thessaly and Macedonia.
The great mythical value of Olympus has left an indelible impact upon the popular consciousness of the Greeks, who still consider it a majestic place. Olympus is also considered the focal point at which ancient Greece meets modern Hellenism. Many legends have been created about the peak of Olympus touching the sky and therefore the divine. Numerous popular songs have been composed praising the mountain. Under Ottoman rule Olympus became the hiding place of many Klephts and armatoloi and was extolled in demotic traditions. During the Greek War of Independence it was also a place where various military operations took place.
The location of Olympus almost at the centre of Greece has created an idiosyncratic system of socio-economic dependences. Up to the beginning of the 18th century its position in the economic life of the country was of no particular importance, but under later Ottoman rule it functioned as the guardian of Greek sociocultural traditions that remained untouched by foreign influences. While many villages have been depopulated due to the unfavourable conditions obtaining in the Greek countryside, the villages on or around Olympus retained their populations because of the various economic opportunities on the mountain. From the latter half of the 18th century onwards, there was a noticeable economic development in the area, due to the establishment of commercial ties between Thessaly and the greater Balkan area as well as Central Europe, which transformed the inhabitants of Olympus into the main bearers of commerce in central Greece. This financial prosperity went hand in hand with significant cultural developments, and monasteries were established around the mountain. Even today the greater Olympus area remains an important centre of various economic and cultural activities, and therefore a considerable tourist attraction.
NEKTARIOS DROSOS
Summary
The highest mountain in Greece (2917 m), Olympus lies on the borders of Thessaly and Macedonia. In mythology it was the home of the gods, and Zeus occupied the highest peak. It still has many legendary associations. During the Tourkokratia it preserved many Greek cultural traditions. In the War of Independence it was a focal point for banditry.
Further Reading
Barton, G., “Mount Olympus”, Journal of the Geological Society, 131 (1975): pp. 389-96.
Freshfield, Douglas, “The Summits of Olympus”, Geographical Journal, 47 (April 1916): pp. 293-97.
Heuzey, Leon Alexandre, Le Mont Olympe et l’ Acarnanie: exploration des ces deux regions, Paris: Firmin Didot, 1860.
Leake, William Martin, Travels in Notthern Greece, London: Rodwell, 1835; reprinted Amsterdam: Hakkert, 1667.
Meade, C.F., “Mount Olympus”, Alpine Journal, 32/219 (1919).
Nezis, Nikos, Olympus, Athens, 1986.
O Olympos stous aiones [Olympus Over the Centuries]: Proceedings of a Conference Organized by the Cultural Committee of the Municipality of Elason, vols 1-7, 1982-95.
Phourtides, A.E. and F.P. Farquhar, “With the Gods on Mount Olympus”, Scribner’s (November 1915).
Schultz, Joseph P. and Lois Spatz, Sinai and Olympus: A Comparative Study, Lanham, Maryland: University Press of America, 1995.
Strid, Arne K., Wild Flowers of Mount Olympus, Kifissia: Goulandis Natural History Museum, 1980.