Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος

Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας (ΑΠΘ)

Η Επισκοπή Βεσσαίνης στο Βαθύρεμα Αγιάς

(τέλη 10ου αι. – αρχές 12ου αι.) 

Η επισκοπή «Βεσσαίνης» από την εμφάνιση της στα τακτικά (τέλη του 10ου αι.) μαρτυρείται αδιάκοπα έως το 1371.

Συνεξετάζουμε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο την πολιτική κατάσταση στην Αγιά – Λάρισα και Βόλο (Δημητριάδα), διότι μετ’ ολίγον η Αγιά υπάγεται στην Επισκοπή Δημητριάδος, όταν δηλαδή, καταργούνται οι επισκοπές Βεσσαίνης, Χαρμένων και Κατρίας. Κατά φυσική συνέπεια, όταν η χώρα της Αγιάς, τον 13ο και 14ο αι. βρίσκεται στη δικαιοδοσία της Επισκοπής Βεσαίνης, η οποία υπάγεται στη Μητρόπολη Λαρίσης, η κατάσταση στην Επισκοπή Δημητριάδος, εξ απόψεως πολιτικής είναι όπως και στη μητρο-πολιτική έδρα, εμπερίστατος. Μετά τη Λατινοκρατία (1204) εγκαθίσταται Λατίνος αρχιεπίσκοπος στη Λάρισα (1208) και Λατίνοι επίσκοποι στο Βόλο και Αλμυρό, έως το 1218. Το 1223 ο Λαρίσης εγκατέλειψε την επαρχία του.

Στην ευρύτερη περιοχή της Δημητριάδος εμφανίζεται η αρχοντική οικογένεια των Βρυενίων Μελισσηνών (1207-1320) η οποία, διά του Κωνστα-ντίνου Μελισσηνού, πρώτου τοπάρχη της Μαγνησίας, ιδρύει την Ι. Μ. της Οξείας Επισκέψεως της Πανάγνου Θεομήτορος στην περιοχή της Άνω Δρυανούβαινας (σημερινή Μακρινίτσα) περί το 1215.

Κατά το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα, όπου επικρατεί ένταση μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών, λαμβάνει χώρα μια ναυμαχία στο θαλάσσιο χώρο της Δημητριάδος (1275) και πολιορκία της Δημητριάδος από τον Βυζαντινό ναύαρχο Μ. Ταρχανιώτη (1283-84).

Τότε ιδρύεται και η Ι. Μονή του Προφήτη Προδρόμου της Νέας Πέτρας (1273-74) από τον Νικόλαο και τη σύζυγό του, Άννα Μελισσηνή – Παλαιολο- γίνα στην Πορταριά. Στην υπόλοιπη Θεσσαλία επεκράτησαν διάφοροι ισχυροί κατά τόπους γαιοκτήμονες, οι οποίοι διοίκησαν ως ανεξάρτητοι ηγεμόνες. Περί το 1333 επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας η εξουσία του Βυζαντινού κράτους της Κωνσταντινούπολης, η οποία δε διατηρήθηκε για μακρύ χρονικό διάστημα. Το 1341 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Καντακουζηνών και Παλαιολόγων, ο οποίος ευνόησε την επέκταση του Σερβικού κράτους προς νότον.  Ο Στέφανος Δουσάν με τα στρατεύματά του κατέλαβε τη Θεσσαλία ως τα τέλη του 1348. Πρέπει να σημειωθεί ότι, την περίοδο της Ύστερης Βυζαντινής εποχής (1204-1393) στη Θεσσαλία, ενώ οι Βυζαντινές πηγές δεν κάνουν λόγο για τα λιμάνια του Παγασητικού κόλπου (Αλμυρού, Πτελεού), τα ανασκαφικά ευρήματα αποδεικνύουν περίοδο άνθησης του εμπορίου και έντονα αισθητή παρουσία Βενετών κατά τα τελευταία Βυζαντινά χρόνια. Η περιοχή δεν ελεγχόταν άμεσα από τους Βυζαντινούς, αλλά βρισκόταν υπό την εξουσία των Βενετών και Καταλανών. Το λιμάνι του Πτελεού κατείχαν μόνιμα οι Βενετοί, οι οποίοι το χρησιμοποιού-σαν ως βάση για τις εμπορικές τους δραστηριότητες στη Μεσόγειο.

Η θεσσαλική πεδιάδα, κατά τον 14ο αιώνα, μέρος της οποίας είναι και η Αγιά, δίδει την εικόνα μιας μεγάλης και εύφορης πεδιάδος που περιβάλλεται από ορεινούς όγκους και παρέχει μεγάλα πλεονεκτήματα στη χώρα και τους κατοίκους της.

5. Η ίδρυση, η αρχαία έδρα και οι μετονομασίες των Επισκοπών Βεσαίνης, Χαρμένων και Κατρίας.

Η πρώτη Επισκοπή στα σημερινά γεωγραφικά όρια της Αρχιερατικής περιφέρειας Αγιάς, της Μητροπόλεως Δημητριάδος και του Δήμου Αγιάς, είναι η Βέσαινα. Πριν επιχειρήσουμε την γεωγραφική τοπογραφία της Επισκοπής Βεσαίνης, θα καταγράψουμε κατά χρονολογική σειρά την εμφάνισή της στην εκκλησιαστική και την εν γένει βιβλιογραφία. Η ίδρυση της «Βεσσαίνης», της πλέον σημαντικής μεταξύ των τριών Επισκοπών της παρούσας έρευνας, κατά τη Βυζαντινή εποχή οφείλεται στη στρατηγική σημασία της πόλεως. Η Βυζαντινή πόλη, όπως θα καταδειχθεί, αναγράφεται στις πηγές ως  Bissina –  Vissena – Vessena ή Bessena – Bezena – Vesna – Vissenan και Vessiensi.

Από τα τέλη του 10ου αι., η πόλη άκμασε ιδιαίτερα εμπορικά, και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, λόγω του φυσικού κάλλους της περιοχής, των φυσικών πόρων και των πολλών υδάτων της Όσσας, θέλησαν να της προσδώσουν αίγλη αυτοκρατορικής Επισκέψεως και η πόλη τιμήθηκε με επισκοπικό Θρόνο. Η Βέσαινα, όπως μαρτυρούν οι πηγές, γνώρισε μεγαλύτερη ακμή κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, όταν ως πόλη με εμπορική δραστηριότητα (μεταξουργία), κοινότητα 100 Εβραίων, σε κομβικό άξονα δημοσίου δρόμου (ευρέθη μιλιοδείκτης του 305-306 μ.Χ.), κατέστη έδρα πρωτοσπαθαρίου και προσωπική ιδιοκτησία (επίσκεψις) της αυτοκράτειρας Ευφροσύνης.

Επειδή, μάλιστα, κατά τον 12ο αιώνα, η Βυζαντινή αρχή ανέλαβε την προστασία των εμπορικών οδών και των παραλιακών – ναυτικών περιοχών, η Βέσαινα, ως συνδεόμενη με την παραθαλάσσια οδό του Αγιοκάμπου (Κάβος – Βερλίκι), τον Βόλο και τον Αλμυρό (Πτελεό), είχε τη φυσική πλεονεκτική θέση να τύχει προστασίας από τη ναυτική πολιτική των αυτοκρατόρων. Τα κάστρα της Σκήτης – Κενταυρόπολης, του Παλαιοκάστρου στο «Τσιγγενέ» της Ανατολής, και του Καστρίου, της Επισκοπής Κατρίας, περικλείουν και προστατεύουν την πεδινή Βέσαινα από Βούλγαρους, Καταλανούς και Αλβανούς επιδρομείς. Για το λόγο αυτό υπήρξε το σημαντικότερο από τα τέσσερα χωριά-πόλεις που βρήκαν οι Οθωμανοί όταν κατέλαβαν την σημερινή Αγιά του Δωτίου πεδίου το 1393-1423.

Ο ακριβής χρόνος ίδρυσης της επισκοπής «Βεσσαίνης», δεν είναι καταγεγραμμένος, και διά την έλλειψη μαρτυριών μελετήσαμε την πορεία της επισκοπής αυτής, ενταγμένης μέσα στο εκκλησιαστικό διοικητικό σύστημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παράλληλα ερευνήσαμε συσχετίζοντας αναφορές περιηγητών, χρονογράφων, επιστολές παπών, πολιτικών εγγράφων, χρυσο-βούλων και τακτικών, προκειμένου να καταλήξουμε σε πιθανό συμπέρασμα για την περίοδο που ιδρύθηκε και ήκμασε η επισκοπική έδρα.

Οι υπάρχουσες αναφορές για την Επισκοπή Βεσαίνης, αριθμούνται σε οκτώ:

– Ενεπίγραφη στήλη που αποτελεί σημαντική γραπτή αρχαιολογική μαρτυρία για την πόλη Βέσαινα και διασώζει μια έμμετρη επιγραφή, σχετική με την ανακαίνιση ενός ναού της θεόπαιδος (Παναγίας) από τον πρω- τοσπαθάριο Ευστάθιο. Το περιεχόμενο της επιγραφής αντέγραψε ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης από το ευρετήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αγιάς και το ενσωμάτωσε σε ένα χειρόγραφό του, σχετικό με τον Όσιο Συμεών τον ανυπόδητο (1494-95) που γεννήθηκε στο Βαθύρεμα της Αγιάς. Το χειρόγραφό του δεν δημοσιεύτηκε όσο ο ίδιος ζούσε και έτσι ως πρώτη δημοσίευση της επιγραφής θεωρείται αυτή του Ν. Γιαννόπουλου. Η περιγραφή εκ του καταλόγου έχει ως εξής:

«Προέλευσις: Εκ Βαθυρρεύματος.

Ημερομηνία: Εκ του ναού του Αγίου Νικολάου. Εκομίσθη εις Αγυιάν το 1932.

Περιγραφή αρχαίου: Κίων λευκού μαρμάρου απολήγων άνω μεν εις κύλινδρον μετά δακτυλίου, μεθ’ ό σχηματίζει μικρόν λαιμόν βραχύν και άρχεται σχηματιζόμενος κάτω εις τετράγωνον στήλην επί της προσθίας πλευράς της οποίας φέρει μακράν έμμετρον βυζαντινήν επιγραφήν.

+ΚΑΛΛΙΠΟΝωΝ  ΙΔΡ                            +Καλλιπονων ιδρ[ω]

ΤΟC  APICTEI ΗCI  MOΓ                      τος αριστείησι μογ[ων]

ΟΝ  ΚΑΤΑΜΑΡΨΟΝ  ΙΕΡΟΝΤΗς             ον καταμαρψον ιερον τη[ς]

ΕΟΠΑΙΔΟC  ΥΠΕΡΘΕΝ                         [θ]εόπαιδος υπερθεν

ΥCTAΘΙΟC  ΤΕΥΞΕ                              [ε]υσταθιος τεύξε

ΕΓΕΟΝ  ΟC  ΛΑΧΕ                               [τ]εγεον ος λαχε ναι

ΙΝ ΓΑΙΑΝ                                           [ε]ιν γαιαν

ΗΝΔΕΒΕCAINHC KY                            [τ]ηνδε Βεσαίνης κυ

ΔΑΛΙΜΟC ΠΡωΤΟCΠΑΘ                       δαλιμος πρωτοσπαθ(αριος)

Ύλη: Μάρμαρον λευκόν. 

Μέγεθος: Ύψος 1,34. Πλ. 0,25. Πάχ. 0,24. Ύψ. Γραμ. 0,02. Διάστιχον 0,01.

Θέσις: Μουσείον Αγυιάς.

Παρατηρήσεις: Εδημοσιεύθη υπό Ν. Ι. Γιαννοπούλου εν ………».   

Ο Γεώργιος Χατζηκώστας διαβάζει τους στίχους 6 και 7 της στήλης ως «ΟΣ ΛΑΧΕ ΝΑΙΕΙΝ», δηλαδή, ο οποίος έτυχε να κατοικεί. Έτσι διάβασε και ο Δημ. Φίλιος που βρήκε πρώτος την ενεπίγραφη στήλη και από τον οποίο την αντέγραψε ο Θεοδ. Χατζημιχάλης, χρησιμοποιώντας το ευρετήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αγιάς. Πιο πιθανή, λοιπόν, θεωρείται η ανάγνωση «ΛΑΧΕ ΝΑΙΕΙΝ» και όχι «ΛΑΧΕΝ ΑΓΕΙΝ ΓΑΙΑΝ», εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τονίζει τους διφθόγγους που οξύνονται. Άλλωστε, με αυτή την ανάγνωση, ο πρωτοσπαθάριος ήταν κάτοικος – ιδιοκτήτης στη Βέσαινα και όχι προσωρινά διοικητής της.

– Επιστολή στο Corpus του Μιχαήλ Ψελλού προς τον πραίτορα Ελλάδος και Πελοποννήσου «Νικηφορίτζη»,  στην οποία γίνεται λόγος «περί επισκόπου τινός Βεσαίνης και περί της πενίας της επισκοπής ταύτης» +-1077 μ.Χ.

«Ο Θεοφιλέστατος Βεσσαίνης επίσκοπος, λογιώτατε και λαμπρότατε, έστι μεν ως απεδείχθη πτωχός και συμπτώχου επισκοπής πρόεδρος (…)». 

– Το ημερολόγιο του Βενιαμίν Τουδέλης (Tudela) το οποίο αναφέρεται στη Βέσαινα όπου συνάντησε εκατονταμελή Εβραϊκή κοινότητα, στοιχείο που αποδεικνύει την εμπορική δραστηριότητα της πόλης. Ο Βενιαμίν ταξίδεψε το β΄ μισό του 12ου αιώνα (+1165/67) από τον Αλμυρό προς τη Θεσσαλονίκη, διαμέσου της Βέσσαινας (BISSENA), με σκοπό τη καταγραφή των συμπατριωτών του Εβραίων. 

– Η συνθήκη -Χρυσόβουλο-, του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ με τους Βενετούς, στα 1198, στην οποία αναφέρεται ως «Επίσκεψις Βεσαίνης» – (Episcepsis Besenae).

– Η Partitio Romaniae που υπογράφηκε κατά τη διανομή των Βυζαντινών εδαφών μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας (13 Απριλίου 1204).  Σ’ αυτή τη συμφωνία μεταξύ Βενετών και Σταυροφόρων, η Vesna (Βέσαινα) παραχωρήθηκε ως επίσκεψις, δηλαδή ιδιαίτερη φορολογική ενότητα που περιλαμβάνει κτήματα της αυτοκρατορικής οικογένειας. 

Μετά τη φραγκική κατάληψη της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε στη Βέσαινα λατινική επισκοπή. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας, μετά το θάνατο του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφατίου, παραχώρησε στη σύζυγό του Μαρία, ανάμεσα σε άλλες περιοχές της αυτοκράτειρας στη Θεσσαλία, και την περιοχή της Βέσαινας (Απρίλιος 1209). Στη σχετική επικύρωση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, στις 30 Μαρτίου 1210, αναφέρονται παράλληλα με τη Βέσσαινα και οι πόλεις: Δημητριάδα, Αρχοντοχώριο και οι δύο Αλμυροί. 

Στα χρόνια των Σταυροφόρων οι παραχωρήσεις ήταν συνήθως τυπικές. Στη περίπτωση της Βέσαινας οι ιδιοκτήτες άλλαζαν πολύ συχνά. Μετά το θάνατο του Βονιφατίου (1207) η πόλη – επισκοπή περιήλθε στη γυναίκα του και στο γιo του Δημήτριο, για να περάσει στα 1212 στην εξουσία του Μιχαήλ του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

– Επιστολή του Ιωάννου Απόκαυκου μητροπολίτου Ναυπάκτου προς τον Καλοσπίτη μητροπολίτη  Λαρίσης ο οποίος τον  Ιούνιο 28/29 του 1222, βρίσκεται στη Βέσαινα φιλοξενούμενος του επισκόπου της. Ο Απόκαυκος χαρακτηρίζει τη Βέσαινα «χωρίον» και ενδεικτικά του αποδίδει δύο βασικά χαρακτηριστικά: «Βρύον πάσιν τοις αγαθοίς» και «εύυδρον».

«(…) ἡ Βέσαινα ἔχει σέ, τό εὔυδρον χωρίον καί πάσι βρύον τοῖς ἀγαθοῖς, συνεορτάσοντα πάντως τῷ θαυμασίω Βεσαίνης, ὄν προσκυνῶ ἐπί τῇ τῶν Θεοκηρύκων ἐορτασίμω. καί γένου μοί ἄλλη ἑορτή καί παράκλησις. σοί γάρ γέγηθα κ’ ἀπιλήθομαι κακῶν». Ο Καλοσπίτης κατείχε την έδρα του μητρο- πολίτη της Λάρισας στα 1212 και διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ιωάννη Απόκαυκο, επίσκοπο στη Ναύπακτο. Το Φεβρουάριο του 1222 διαδόθηκε ότι πέθανε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είχε έδρα στη Νίκαια, κατηγο-ρούσε τον Ιω. Απόκαυκο, διότι τάχα, είχε εκλέξει στη θέση του άλλο επίσκο-πο, χωρίς τη συγκατάθεσή του. Όμως ο Απόκαυκος απάντησε ότι ο θάνατος του Καλοσπίτη ήταν ψέμα.  Απλά, είχε ασθενήσει και είχε αναρρώσει στη Βέσαινα, την εύυδρη και βέβαια δροσερή, όπου είχε αποσυρθεί, αναλαμβάνο- ντας αργότερα τα καθήκοντά του.

– Σιγιλλιώδες γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Φιλοθέου (1371), το οποίο απολύθηκε τον μήνα Σεπτέμβριο, και στο οποίο αναγράφονται δεκαέξι επισκοπές, μεταξύ των οποίων και η Επισκοπή Βεσσαίνης υπό την δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Λαρίσης. 

Το σιγιλλιώδες γράμμα, με το οποίο εφοδίασε ο Πατριάρχης Φιλόθεος τον Λαρίσης, αναφέρει ότι, είχε «(…) πολύν χρόνον (…) δίχα της δεούσης αρχιερατικής επισκέψεως». Ο χρόνος φαίνεται ότι ήταν αρκετά μεγάλος, με βάση το περιεχόμενο του γράμματος.  Ο Λαρίσης αγνοούσε αν όλες οι επισκο-πές, οι οποίες ανήκαν στη μητρόπολή του, είχαν επισκόπους και ποιούς είχαν.  Ίσως μερικοί από τους υπάρχοντες επισκόπους, που προφανώς είχαν διαδεχτεί άλλους, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν είχαν χειροτονηθεί από τον Λαρίσης, προσποιούνταν ή πράγματι δεν γνώριζαν τα δικαιώματα του Λαρίσης και του αρνούνταν τα αιτήματα που απέρρεαν από τον τίτλο του. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης γνωρίζοντας τις επισκοπές της μητροπόλεως Λαρίσης κατέγραψε αρμοδίως 16 επισκοπές στο πατριαρχικό σιγίλλιο.

– Τα εκκλησιαστικά Τακτικά, όπου ήδη έγινε μνεία, για τη θέση της επισκοπής Βεσαίνης.  

Ένα οπωσδήποτε δυσεπίλυτο πρόβλημα κατά την έρευνα της ιστορίας των επισκοπών είναι η αποσαφήνιση των ορίων τους στους πρώτους κυρίως αιώνες της ιδρύσεώς τους. Βασική αιτία της αδυναμίας προσδιορισμού των ορίων είναι όχι μόνο η έλλειψη σχετικών πηγών, αλλά πολλές φορές και η απουσία ακόμη και ενδείξεων, βοηθητικών για κάποιο συμπέρασμα. Τα δεδομένα για την ταύτιση των ορίων της επισκοπής Βεσαίνης είναι τα εξής:  Το γενικό ιστορικό πλαίσιο του θεσσαλικού χώρου κατά την βυζαντινή περίοδο (6ος – 14ος αιώνας). Οι γραπτές μαρτυρίες για την εμφάνιση της επισκοπής στα γεωγραφικά όρια της ανατολικής Θεσσαλίας. Τα πορίσματα ερευνών όσων μέχρι σήμερα έχουν ασχοληθεί με την υπό εξέταση επι-σκοπή. 

Αποδεικτικά στοιχεία που συνηγορούν στον γεωγραφικό προσδιορισμό της έδρας της επισκοπής Βεσαίνης είναι τα εξής: 

α. Η ενεπίγραφη στήλη που βρέθηκε στο Βαθύρεμα, στο ναό του Αγίου Νικολάου. Ο ναός της Παναγίας που βρίσκεται 400 μ. δυτικά του Αγίου Νικολάου, είναι ο αρχαιότερος βυζαντινός ναός στη Θεσσαλία, χρονο-λογούμενος ως κτίσμα του 9ου αιώνα. Είναι εύλογο να εικάσουμε ότι ο ναός της θεόπαιδος (κατά την ενεπίγραφη στήλη), αφορά την Παναγία του Βαθυρέματος και όχι του Αετολόφου. Άλλωστε, είναι αδιανόητη η απόσπαση της στήλης από τον Αετόλοφο στο Βαθύρεμα.

β. Ένα μιλιάριο το οποίο βρέθηκε στο Βαθύρεμα, στηρίζει την άποψη ότι από αυτή τη πόλη – επισκοπή, διέρχοταν η δευτερεύουσα οδός, που συνέδεε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλία.

γ. Η ύπαρξη κοινότητος 100 Εβραίων κατά το 1165-1167 και η βεβαιότητα για οικονομική δραστηριότητα σε κομβικό άξονα δημόσιου δρόμου, ο οποίος συνέδεε την περιοχή με το κέντρο της μητροπολιτικής Λάρισας. «Ο εκ Τουδέλης Βενιαμίν, Ισπανοεβραίος ταξιδιώτης ξεκίνησε το 1159 σε αναζήτηση των δέκα χαμένων φυλών του Ισραήλ και περιηγήθηκε, γι’ αυτόν τον σκοπό μεγάλο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου. Ενδιαφέρθηκε για τις εβραϊκές κοινότητες κάθε πόλεως που επισκέφθηκε και μας δίνει τον αριθμό των ομοφύλων και ομοθρήσκων του σε κάθε μια από αυτές, αφήνοντας έτσι να διαφανεί το πληθυσμικό τους μέγεθος και η οικονομική δραστηριότητα. Έτσι δίνει τους θεωρούμενους κατά βάση αξιόπιστους αριθμούς των εβραϊκών κοινοτήτων, ενδεικτικούς στην αντιστοιχία τους για το σύνολο των κατοίκων της πόλεως».

Εκτός από τον αριθμό των κατοικούντων σε κάθε πόλη Ιουδαίων, ο Βενιαμίν παραδίδει τον αριθμό και το όνομα των ορισμένων σε κάθε μια ραβίνων (συνήθως δύο ή τριών). Στις περισσότερο πολυάνθρωπες πόλεις συμπαρίσταται και αρχιραβίνος (Θήβα, Αλμυρός, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινού-πολη). Είναι ανεξήγητο πως στη Βέσαινα καταγράφει τρεις αρχιραβίνους. Για την αξιοπιστία του συγγραφέως πρέπει να σημειώσουμε ότι ο προσδιοριζό-μενος χρόνος που χρειάστηκε για τη μετάβαση από τη μια πόλη στην άλλη ανταποκρίνεται στις αποστάσεις.

δ. Το «εύυδρον χωρίο, βρύον πάσιν τοις αγαθοίς» του 1222  που αφορά την Βέσαινα αρμόζει στο Βαθύρεμα, το οποίο υδροδοτούσε την περιοχή στο παρελθόν, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.

ε. Η Βέσαινα αποτελούσε κατά τον 12ο αιώνα «Επίσκεψιν» δηλαδή, προσωπικό κτήμα της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου, όπως και κατά τη σύντομη περίοδο της Λατινοκρατίας. Το 1371, η «επισκοπή της Βεσσαίνης» αναφέρεται για τελευταία φορά σε ένα σιγιλλιώδες γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Φιλοθέου, υπαγόμενη στο Μητροπολίτη Λαρίσης.

στ. Μετά 25 έτη περίπου από την τελευταία καταγραφή της Βεσαίνης σε πατριαρχικό γράμμα (1371) επέρχεται η οθωμανική κατάκτηση και το Βαθύρεμα, ως πρωτεύουσα της περιοχής του Δωτίου Πεδίου και έδρα του επισκόπου Βεσαίνης, είναι το πρώτο από τα τέσσερα χριστιανικά χωριά που έχουν διασωθεί από τις αλλεπάλληλες δηώσεις των ποικίλων κατακτητών και τυγχάνει προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης, όπως η Αγιά, η Δέσιανη και το Καστρί.

– Επιπλέον, το Βαθύρεμα  πιστοποιεί την ταύτισή του με την έδρα της επισκοπής από: τα πολλά βυζαντινά σπαράγματα, τους περισσότερους βυζαντινούς ναούς από την Δέσιανη, το ενδεχόμενο εξ αυτού (του Βαθυρέματος) να μιμήθηκαν αρχιτεκτονικά τον επισκοπικό θρόνο στη Δέσιανη, το γεγονός ότι, μετά την καταστροφή του Βαθυρέματος (1688), διακτινίσθηκαν οι κάτοικοι στα πέριξ χωριά και μέρος της κουλτούρας, του φυσικού πλούτου και της τοπωνυμίας προσέλαβε η Δέσιανη που έδειχνε έως τότε ελλιπώς κατοικημένη, και την «παζαρόστρατα», τοπωνύμιο λαϊκής αγοράς κατά την Τουρκοκρατία. 

Επειδή, όμως, η ενεπίγραφη στήλη του Βαθυρέματος αποτελεί μοναδική πηγή – μαρτυρία για την υποστήριξη των θέσεών μας στην διαπραγμάτευση της παρούσας εργασίας, οφείλω να αναφέρω και τα εξής:  

Πολλά άρθρα έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, για την Επισκοπή Βεσαίνης. Σε ένα εξ αυτών, ο  Ν. Ι. Γιαννόπουλος αναφέρει: 

Την ύπαρξη στους καταλόγους των επισκοπών Βεσαίνης και Βιαίνης, κρί-νοντας τη δεύτερη ως κακή αντιγραφή του ονόματος της Επισκοπής Βεσαίνης. Πού είχε έδρα η επισκοπή αυτή δεν είναι γνωστό στους επισκοπικούς καταλό-γους που ο ίδιος δημοσιεύει, και αναγράφεται χωρίς ονόματα επισκόπων.

Δημοσιεύει την επιγραφή του Βαθυρέματος, που ισχυρίζεται ότι βρήκε στο ημιγυμνάσιο της Αγυιάς, «ἐν τή συλλογή ἀρχαίων ἐπιγραφῶν», λέγοντας ότι κατάρτισε το 1932 Μουσείο λιθίνων αρχαίων. Η επιγραφή, κατ’ αυτόν, ανάγεται στον ΙΓ΄ αιώνα και την αποδίδει φωτογραφικά διότι σ’ αυτήν αναφέρεται το όνομα Βεσαίνης. Υποθέτει ότι η επισκοπή πρέπει «νά ζητηθῆ ἐν τῇ ἐπαρχία Ἀγυιᾶς μᾶλλον καί ἴσως περί τήν πόλιν Ἀγυιᾶς (…)», όπου από του Θ΄ αιώνος μέχρι τέλους του ΙΔ΄, εσώζετο η Επισκοπή Βεσαίνης. Πιθανολογεί την θέση της μεταξύ βυζαντινών ερειπίων μονών και εκκλησιών, στις ανατολικές πλευρές της Όσσας. Τέλος, ομιλεί (εσφαλμένως) για «γνωστή ἐπισκοπή Ἀγυιᾶς περί τά μέσα τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος» και καταλήγει ότι στην περιοχή (Πηνειού, Όσσας, Μαυροβουνίου, Ζαγοράς Πηλίου) υπήρξαν οι επισκοπές: των θεσσαλικών Σαλτών, Βεσαίνης, Χαρμενών, Καστρίας, οι οποίες  «συνεχωνεύθησαν η μια μετά την άλλην εις την επισκοπή Αγυιάς και αύτη πάλιν μετά ή προ του 1854 εις την Μητρόπολιν Δημητριάδος».

Το ίδιο έτος ο Ν. Γιαννόπουλος λαμβάνει μία επιστολή από τον μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό στην οποία ο μητροπολίτης αναφέρεται στο «χωρίο Δέσσιανη παρά τήν Ἀγυιά», όπου ο ναός της Κοιμήσεως της θεόπαιδος Μαρίας (Θεοτόκου κατωτέρω) «εν τω ιερώ Βήματι του οποίου υπάρχει ιερόν σύνθρονον». Αναφέρει ότι η μελέτη του Γιαννόπουλου του έλυσε απορίες, ωστόσο τον διορθώνει υποστηρίζοντας την ανυπαρξία επισκοπής Αγυιάς, παραπέμποντας στη μελέτη του περί «ἐπιγραφῶν Ναῶν καί Μονῶν τῆς ἐπαρχίας Ἀγυιᾶς». Γνωμοδοτεί ότι η έδρα της «Βεσσαίνης» είναι το «χωρίον Δέσσιανη», διότι εκεί υπάρχει ο ναός της θεόπαιδος, εκεί το σύνθρονο και εκεί μας οδηγεί η ετυμολογία των λέξεων: Δεσσάνης – Βεσσάνης. Τον προτρέπει «νά μελετήση τίς παρατηρήσεις του καί νά εἴπη τήν τελευταίαν λέξιν».

Το επόμενο έτος, (1934), ο Γιαννόπουλος επανέρχεται με άρθρο του, στα Θεσσαλικά Χρονικά. Αφού αναφέρει τα ανωτέρω, της επιστολής του μητροπολίτη Γερμανού, γράφει αναληθώς τα εξής:

«τῷ 1933 εὔρομεν στήλην λευκοῦ μαρμάρου, τήν ὁποίαν μετεφέραμεν εἰς τό Μουσεῖον Ἀγυιᾶς ἐκ τινός χωρίου, καί ἐν τή ὁποία ἀναφέρεται  (…)».

Το «λάθος» του Ν. Γιαννόπουλου είναι αξιοπερίεργο, διότι επτά έτη αργότερα γράφει ότι εκόμισε την στήλη, «εκ του χωρίου Δέσιανης». Η αλήθεια είναι ότι η στήλη βρέθηκε στο ναό του Αγίου Νικολάου, στο Βαθύρεμα της Αγιάς, από τον έφορο αρχαιοτήτων Δημήτριο Φίλιο, ο οποίος, μαζί με άλλα 19 τεμάχια λίθων και μαρμάρων από το Βαθύρεμα και από άλλα χωριά, τα μετέφερε την 25η Ιουλίου του 1899 στο Ελληνικό Σχολείο της Αγιάς– Σχολαρχείο, και τα παρέδωσε στον τότε σχολάρχη Χαρ. Σούρλα.  Στον ίδιο οφείλεται και η σύνταξη του Καταλόγου της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς, ο οποίος είχε καταρτισθεί από τότε. 

Παρά ταύτα, ο Ν. Γιαννόπουλος γνωμοδοτεί ότι «η Επισκοπή Βεσαίνης έκειτο εις την επαρχίαν Αγυιάς». Και αφού αναφέρει τα επιχειρήματα του Γερμανού Δημητριάδος, γράφει ότι: «ελύθη το ζήτημα της θέσεως της Βυζαντινής πόλεως Βεσαίνης», «… επομένως και Βέσιανη = Δέσιανη».

Τέλος, διορθώνει και τις απόψεις του, (1933) περί Επισκοπής Αγυιάς, δεχόμενος ότι παρασύρθηκε από τον Σπ. Αραβαντινό, και βεβαιοί ότι η Επισκοπή Βεσαίνης δεν υφίστατο τον ΙΣΤ΄ αιώνα, συγχωνευθείσα στην Επισκοπή Δημητριάδος. Έξι έτη αργότερα (1940) συμπληρώνει την άποψή του για την πόλη Βέσαινα, δημοσιεύοντας νέα μελέτη. Η δημοσίευσή του αρχίζει με λαθεμένη γνώμη περί της ενεπίγραφης στήλης του Βαθυρέματος, διότι, ενώ γνωρίζει και ομολογεί στο Ευρετήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αγιάς, που ο ίδιος συνέταξε κατά το 1933, ότι η στήλη με την βυζαντινή επιγραφή περί Βεσαίνης βρέθηκε στο Βαθύρεμα της Αγιάς, στη παρούσα ανακοίνωσή του, το έτος 1940, κατά αντιεπιστημονικό τρόπο, αποκρύπτει ηθελημένα τα γεγονότα. Στο Ευρετήριο η ενεπίγραφη στήλη του πρωτοσπαθάριου Ευσταθίου, στη σελ. 6 καταγράφεται με αριθμ. 26. «Εκ Βαθυρρεύματος: Εκ του ναού του Αγίου Νικολάου: Κίων λευκού μαρμάρου απολήγων άνω μεν εις κύλινδρον (…)» .

Στη σελ. 7 σχεδιάζεται από τον Ν. Γιαννόπουλο η στήλη και η επιγραφή της. Στη στήλη «Παρατηρήσεις» σημειώνει «Εδημοσιεύθη υπό Ν. Ι. Γιαννοπούλου / εν (…)». (Δεν αναφέρει, όπως σε άλλα τεμάχια, πότε και από ποιόν μεταφέρθηκε στην Αγιά). Ενώ, λοιπόν, γνωρίζει από το 1933 τα γεγονότα, δηλώνει ότι βρήκε τη στήλη «αποκειμένην εν τινι Σχολείω» της Αγιάς, γεγονός που αποτελεί μισή αλήθεια. Αναζητεί τη Βέσαινα μεταξύ των θέσεων Κόκκινο Νερό και Αγιόκαμπος στις πλαγιές της Όσσας, και το 1934 «ιδιοποιείται το μόχθο του Δημ. Φίλιου και καρπώνεται τη «δόξα» του πρώτου ευρετή της στήλης και του μεταφορέα της στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς»,  όπως με ευθύτητα κρίνει και ο μακαριστός δάσκαλος Δημ. Αγραφιώτης. 

Σε επόμενη μελέτη του (όπως ήδη είπαμε), θα αποσιωπήσει εντελώς τον τόπο ευρέσεως της στήλης, εκφράζοντας τη γνώμη ότι προέρχεται από τη Δέσιανη, και εν τέλει (1940) θα γράψει: «εκομίσαμεν (…) και τελευταία στήλην μεγάλην λευκού μαρμάρου (…) προερχομένην εκ του χωριού Δέσιανης». Η μελέτη του, ωστόσο, που αναφέρεται στην επίσκεψή του κατά το 1934 στη Δέσιανη, καταγράφει πολύτιμα στοιχεία από τους ναούς του Αγίου Νικολάου του Νέου, των Αγίων Θεοδώρων και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, βεβαιωτικά του βυζαντινού χαρακτήρα του χωριού. Επίσης, αναφέρεται σε μία σύντομη επίσκεψή του στο Βαθύρεμα, όπου καταγράφει την κατάσταση των ναών της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, τον τοιχογραφικό διάκοσμο και την λύπη του για το γεγονός «ότι σήμερον μανδρίζονται εντός αυτού (Αγ. Νικολάου) αιγοπρόβατα!».

Το 1966 ο Γεώργιος Χατζηκώστας δημοσιεύει στα Θεσσαλικά Χρονικά, μελέτη για την «Βέσσαινα» και διορθώνει την ανάγνωση του χαραγμένου επιγράμματος της στήλης του Βαθυρέματος. Ο Γιαννόπουλος ανέγνωσε το 1933, τον στίχο του επιγράμματος ως εξής: «λάχεν άγειν γαίαν τήνδε Βεσσαίνης» και ο Χατζηκώστας διορθώνει: «λάχε ναίειν γαίαν τήνδε Βεσσαίνης» .

Η διαφορά του νοήματος είναι ότι, με την πρώτη ανάγνωση, «άγειν» νοείται ο Ευστάθιος ως άγων την χώραν της Βεσσαίνης, ήτοι ως διοικών ή ως τιμαριούχος. Ενώ με τη δεύτερη «ναίειν», αποδίδεται ο Ευστάθιος ως κατοι-κών ή διαμένων στη Βέσσαινα εκ τυχαίων περιστάσεων (ως υποδηλοί το ρήμα «λάχε») δηλαδή, εξορία ή εκτόπιση λόγω δυσμένειας.

Κατωτέρω ο δικηγόρος – Ιστοριοδίφης συμφωνεί με τον Ν. Γιαννόπουλο για την ταύτιση της Επισκοπής Βεσαίνης με το χωριό Δέσσιανη, σημερινό Αετόλοφο, και επαναλαμβάνει τα γνωστά λάθη περί της στήλης του Βαθυρέματος. (Τόπος εύρεσης – χρονολογία).

Είναι απαραίτητο να υπογραμισθεί ότι ο Δημ. Φίλιος, βρήκε πρώτος την ενεπίγραφη στήλη, διάβασε ορθώς, ως είπαμε ανωτέρω το επίγραμμα και από αυτόν το αντέγραψε ο Θ. Χατζημιχάλης, χρησιμοποιώντας τον κατάλογο της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς.

Με κριτήριο την ονοματική καταστίχωση του χωρίου Δέσιανη ως «Βεσαίνη» (1454), την αξιολόγηση των πηγών και τις αναφορές των ερευνητών δυνάμεθα να εικάσουμε περί της έδρας της Επισκοπής,  ως ακολούθως:

Κατά την πρώτη εκδοχή, η Επισκοπή Βεσαίνης εδράζεται από τα τέλη του 10ου αι. στη γεωγραφική έκταση της χώρας Δέσιανη και λόγω καταστροφικών φυσικών μεταβολών που καθιστούν την περιοχή βάλτο (Μεγάλη Λίμνη, κατά τους Οθωμανούς), αναγκάζεται να μεταφερθεί στο σημερινό Βαθύρεμα. Στο νέο ασφαλή χώρο, η Επισκοπή θεμελιώνει το ναό της Θεόπαιδος, στην καινούρια «γαίαν Βεσσαίνης», με στρατιωτικό-πολιτική υποστήριξη (πρωτοσπαθαρίου). Δύο αιώνες ή και περισσότερο η επισκοπή-πόλη εκτείνεται προς το νότιο πεδινό τμήμα της και λόγω των γεωργικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων ναοδομεί τον ευκλεή επισκοπικό με σύνθρονο ναό της Παναγίας. Ενδεχομένως, η Βέσαινα με καινούρια δημογραφική σύνθεση προσλαμβάνει την λατινογενή – βλάχικη κατάληξη – ιανη και ονοματικά φέρεται ως Βέσιανη -> Δέσιανη.

Κατά τη δεύτερη εκδοχή, με κριτήριο τη μοναδική αρχαιολογική απόδειξη ταυτοποίησης της Επισκοπής Βεσαίνης, η Επισκοπή ταυτίζεται τοπογραφικά με το σημερινό Βαθύρεμα. Η έδρα της εμφανίζεται από το 950/80 με επισκοπικό ναό, τον προϋπάρχοντα τρίκλιτο ναό της Παναγίας (+- 890) με τρίβηλο και επεκτείνεται νότια προς την γεωγραφική περιοχή της Δέσιανης. Η πόλη κατοικείται με χριστιανούς και εκατό επιπλέον κατοίκους Ιουδαϊκής καταγωγής (1167) που ασχολούνται με το εμπόριο του μεταξιού. Ως επί-σκεψη, κατά το 1198 και 1204 αποτελεί διαφιλονικούμενο τιμάριο μεταξύ στρατηγών και αυτοκρατορικών γόνων, μαρτυρούμενη σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλα – παπικές επιστολές, πατριαρχικά σιγίλλια, χρονογραφήματα και τακτικά. Η παρουσία της στους επισκοπικούς καταλόγους της Μητρόπολης Λαρίσης έως και το 1371, δηλώνει την λειτουργική ανάγκη να έχει ναοδομήσει μεγαλύτερο επισκοπικό ναό, κατά τους ύστερους χρόνους στη νέα έδρα της, την σημερινή Δέσιανη (Αετόλοφο). Η παραπάνω άποψη πρέπει να θεωρηθεί, κατά πάσα πιθανότητα, ως αυτή υπέρ της οποίας συνηγορούν όλες οι ενδείξεις και συνεπώς ως η πλησιέστερη προς την αλήθεια.

Το όνομα της βυζαντινής πόλης Βέσαινα, δεν είναι ελληνικό και για να διασαφηνιστεί η ταυτότητα του τοπωνυμίου, πρέπει να εξετασθεί η διακίνηση εποίκων και εισβολέων στην περιοχή της Αγιάς κατά τα τέλη του 10ου αιώνος και στην διάρκεια του 11ου, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά η επισκοπή με το όνομα «Βεσσαίνης».  Οι αναφορές της Βεσαίνης στις πηγές:

1.Τακτικά G. Parthey – J. Darrouzesτέλη 10ου – αρχές 12ου αι.
2.Στήλη Βαθυρέματος 11ος αι.
3.Επιστολή Μ. Ψελλού περίεπισκόπου Βεσαίνης
1077 
4.Ημερολόγιο Β. Τουδέλης1167 
5.Αυτοκρατορικό Χρυσόβουλο1198 
6.Λατινικές πηγές: α) P. Romaniaeβ) Επιστολή πάπα Ιννοκεντίου Γ΄1204 1210
7.Πατριαρχικό έγγραφο Καλοσπίτη Ναυπάκτου1222 
8.Σιγιλλιώδες γράμμα Πατριάρχου Φ. Κοκκίνου1370/1371 

Οι μετονομασίες της επισκοπής Βεσσαίνης:

1.Βεσαίνης  Τακτικά επιστολή Μ. ΨελλούΣτήλη Βαθυρέματος Σιγίλλιο 1371
2.Bissina
VissenaΒ. Τουδέλης1167
Vessena
Bezena
3.Bessena1198Χρυσόβουλο Αλεξίου
4.Vesna1204P. Romaniae
5.Vissenan1210Επιστολή πάπα Ρώμης
Vessiensi
6.BesenaBesainaFedalto,Chiesa Latina, 113-114

Έχει διαπιστωθεί ότι, κατά τον 7ο αι. μαρτυρείται εγκατάσταση στη Θεσσαλία εποίκων από την Κάτω Ιταλία (Ιταλιωτών), για ανακούφιση των περιοχών που είχαν πληγεί από τους Σλάβους (625-670), και τον 10ο αι., οι εξ Ιταλίας έποικοι βρίσκονταν εγκατεστημένοι στη Θεσσαλία. Το δεύτερο κύμα σλαβικής εισβολής κατά τον 8ο αι., επέφερε δημογραφικές αλλαγές και για την περιοχή της Θεσσαλίας. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι όλη η περιοχή της Ελλάδος και της Πελοποννήσου κατελήφθη από τους Βουλγάρους και τους Σλάβους. 

Με βάση τα ανωτέρω, δυνάμεθα να παρατηρήσουμε τα εξής: 

Μεγάλο μέρος του βουλγαρικού πληθυσμού των θεσσαλικών πόλεων μεταφέρθηκε στο θέμα Βολερού, επειδή είχαν κατακυριεύσει την Ελλάδα, οι Σλάβοι.

Η παρουσία Βλάχων και Βουλγάρων στη περιοχή ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να αποδειχθούν οι κύριοι υποκινητές της επανάστασης στη Λάρισα, το 1186.

Η Θεσσαλία πριν από το 1204 αποτελούσε μάλλον τη μεθοριακή ζώνη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και στο χώρο των σλαβικών, βλαχικών και αλβανικών εποικισμών, τον οποίο οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Βουλγαρία.

Ο μεγαλύτερος αριθμός σλαβικών τοπωνυμίων σημειώνεται στις ορεινές περιοχές της Δυτικής Θεσσαλίας, διότι οι Σλάβοι απέφευγαν τους κεντρικούς δρόμους και προτιμούσαν τα δύσκολα και αφύλακτα ορεινά μονοπάτια. Οι Σλάβοι επέλεγαν περιοχές που είχαν ήδη ερημωθεί, μετά από σεισμούς ή επιδημίες, δίνοντας στους οικισμούς νέα ονόματα. Όπως μάλιστα αναφέρεται σχετικά, οι Σλάβοι ονόμαζαν τις ερημωμένες πόλεις, ανάλογα εάν ήταν κάστρο, – Γαρδίκι και αν ήταν έδρα επισκοπής, -Επισκοπή ή Χάρμενα. 

Είναι γεγονός ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα, (Λάρισα, Δημητριάδα, Τρίκαλα), επειδή διατηρούσαν οικιστική συνέχεια, διατηρούσαν και την ονομασία τους. Οι πόλεις όμως που εμφανίστηκαν μετά τον 9ο αι. και έγιναν έδρες επισκοπών, φέρουν σε πολλές περιπτώσεις, (Γαρδίκι, Βελεστίνο, Χάρμενα, Εζερός), σλαβικά ονόματα. Ωστόσο, οι ερμηνείες πολλών τοπωνυμίων ως σλαβικών, συνήθως είναι αβασάνιστες, διότι είναι λατινογενή-βλαχικά, ακόμη και αρχαιοελληνικά ονόματα, σε σλαβική απόδοση. Άλλωστε, τα τοπωνύμια από μόνα τους χωρίς την μαρτυρία άλλων πηγών δεν μπορούν να στηρίξουν την ταυτότητα των εγκατεστημένων κατοίκων διότι φορείς σλαβικών τοπωνυμίων μπορεί να υπήρξαν όχι μόνον Σλάβοι, αλλά διάφοροι σλαβόφωνοι Βούλγαροι, Αλβανοί ή Βλάχοι .

Για την προέλευση του ονόματος Βέσαινα, το ενδεχόμενο μετά την απώλεια των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία, κάποιοι εκ των επισκόπων των βυζαντινών επαρχιών της Ιταλίας να μετατέθηκαν σε θεσσαλικές έδρες, θα μπορούσε να αποτελεί μια ελκυστική εκδοχή. «Είναι γνωστό ότι την ίδια περίοδο, πολλές οικογένειες από τις ιταλικές επαρχίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Κεντρικής Ελλάδος και ιδιαίτερα στην πόλη Θήβα, ενισχύοντας έτσι τον ορθόδοξο πληθυσμό και δημιουργώντας την ανάγκη αύξησης των επισκοπών» .  

Εάν υποθέσουμε ότι, η χρήση του ονόματος μετά το 1204 (P. Romaniae και Επιστολές παπών) ως Vesna – Vissenan – Vissiensi, βασιζόμενη στο Bessena του 1198 μ.Χ. (αυτοκρατορικό χρυσόβουλο) και στις καταγραφές του Β. Τουδέλης ως Bissina – Vissena – Vessena και Bezena (1167 μ.Χ.) μας παραπέμπουν σε λατινογενές όνομα και στην παρουσία λατινόφωνων κατοίκων στην περιοχή, τότε πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα εξής:

Η αναφορά στα Miracula Sancti Demetrii, πιστοποιεί, από το 904 μ.Χ., ότι ομάδα προσκυνητών «Ιταλιωτών» βρισκόταν στην περιοχή της Λάρισας χάριν προσκυνήσεως του αγίου Αχιλλίου και ομιλεί λατινικά.

«Κατ’ αὐτόν οὖν τόν καιρόν τῆς ἁλώσεως ἄνθρωποι τινές Ἰταλιῶται τῆς ἑαυτῶν ἐξορμήσαντες εὐχῆς ἕνεκεν, καί ἱστορίας τῶν ἐκασταχόθι ναῶν, καί δή πρός αὐτό τό ζωηφόρον τείνοντες μνῆμα(…)».

Δεν αποκλείεται βέβαια και το ενδεχόμενο να πρόκειται για βυζαντινούς νοτιο-Ιταλούς, οι οποίοι, κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι. στα πλαίσια της πολιτικής των βυζαντινών αυτοκρατόρων για τον εχριστιανισμό των Σλάβων και την ενσωμάτωσή τους στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, είχαν μεταφερθεί στη Λάρισα.

Οι μεταναστεύσεις αυτές, των εποίκων εκ της νοτίου Ιταλίας εξυπηρετούσαν την πολιτική του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (802-811) και των διαδόχων του, για την επαναφορά των περιοχών όπου είχαν εγκατα-σταθεί Σλάβοι υπό βυζαντινό έλεγχο. 

Η καταγραφή οκτώ διαφορετικών εκδοχών του ονόματος της επισκοπής Βεσαίνης, μεταξύ των ετών 1167 και 1204, μας αποτρέπει να πιθανολογήσουμε ότι οικογένεια Λατίνων με το όνομα, λ.χ. «Vissiensi», βρέθηκαν στην περιοχή παίρνοντας κτήματα για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες ως μισθοφόροι του Βυζαντινού στρατού.

Ουσιαστικά, η απουσία ισχυρών μαρτυριών διά την ονομασία της επισκοπής επιτρέπει απλώς διάφορες υποθέσεις, βασισμένες στις λίγες γνωστές σχετικές ενδείξεις. Επειδή, λοιπόν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, πολλές οικογένειες από τις ιταλικές επαρχίες εγκαταστάθηκαν στη περιοχή της Κεντρικής Θεσσαλίας (αρχές του 11ου αι.) ενισχύοντας τον ορθόδοξο πληθυσμό και δημιουργώντας την ανάγκη αύξησης των επισκοπών, δυνάμεθα να βασισθούμε στα ελάχιστα σημεία που μας επιτρέπουν να κάνουμε υποθέσεις για την ταυτότητα του τοπωνυμίου Βέσαινα.

Η ονομασία της Επισκοπής Βεσαίνης που μαρτυρείται στα Τακτικά από τα τέλη του 10ου αιώνα και κυρίως στη «στήλη» του Βαθυρέματος, της ίδιας εποχής, πιθανότατα προέρχεται από τοπωνύμιο με αρχική κατάληξη -ιανη. Τα τοπωνύμια με κατάληξη –ιανη ανήκουν σε μια κατηγορία με ιδιαίτερη διάδοση στο βορειοελλαδικό χώρο. Έχοντας αρχική ρίζα την κατάληξη -άνους, μετεξελίχθηκαν σε κυριωνύμια με κατάληξη –ιανη. Τα τοπωνύμια αυτής της κατηγορίας εμφανίσθηκαν μετά τον 7ο αι. Αρχικά, την εποχή του Ιουστινιανού (6ος αι.) ως λατινικά ή λατινογενή, εξελίχθηκαν διά της Βλαχικής γλώσσας (11ος αιώνας) σε νέο-λατινική μορφή και επεκράτησαν στη θεσσαλική διάλεκτο. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για αναβίωση αυτής της κατηγορίας (τοπωνυμιακής κατάληξης) στα μέσα του 15ου αι. Πιστεύουμε ότι, οι οικισμοί που προϋπήρχαν της Οθωμανικής κυριαρχίας και οι κάτοικοί τους είχαν διασκορπισθεί στα ορεινά, επανήλθαν περί τον 16ο αι. στα εγκαταλειμμένα σπίτια τους. Έτσι εξηγείται η διατήρηση μεσαιωνικών τοπωνυμίων, τα οποία, ως προς τη μορφολογία τους πρέπει να θεωρηθούν λατινικά ή λατινογενή (βλάχικα). Επειδή, λοιπόν, «θά ἦτο αὐθαίρετον νά ἀποδῶ-σουμε τήν συγκρότησιν οἰκισμοῦ εἰς τό σλαβικόν στοιχεῖον ἐπί τή βάσει μόνον τῆς τοπονομαστικῆς», θα θεωρήσουμε γλωσσολογικά βάσιμο ότι, τα μεσαιω-νικά προ-οθωμανικά χωριά που έχουν λατινογενή ονόματα, δηλώνουν νεοϊδρυθέντα χωριά στη θέση των παλαιών, (Σελίτσανη, Νιβόλιανη, Βουλγα-ρινή). Οι νέοι, δηλαδή, έποικοι του 1454 στην Αγιά και τα γύρω χωριά, αναβίωσαν τα παλαιά λατινογενή ονόματα που είχαν διατηρηθεί στη μνήμη των προγόνων τους.

Περιπτώσεις τοπωνυμίων στην Ελλάδα με ομοιότητα προς την υπό εξέταση ονομασία της Επισκοπής είναι οι εξής:

Βεσίνη: Χωριό της επαρχίας Καλαβρύτων, ορεινό και δυσχείμερο επί των Β. Κλιτίων του Αφροδισίου όρους, αποτελούν ιδίαν κοινότητα. Κάτοικοι 388, γεωργοί και ποιμένες.

Βίσιανη: Χωριό της κοινότητας Μελεγκιτσίου, εν τω νομώ Σερρών. Κάτοικοι 55.

Βέσση ή Βέζα: Χωριό της Χίου, αποτελούν ιδίαν κοινότητα.

Βέσ(σ)ένα ή Βεσσενά ή Βεσσένη: Επισκοπή κατά το Πήλιο (…) στην μητρόπολη Λαρίσης (…).

Μία ξεχωριστή περίπτωση βυζαντινής πόλης που το όνομά της είναι «Bisignano» και ομοιάζει με την καταγραφή Bissina (1165) – Bisi(g)na + no (Βισινιάνο) = Bisina + no (χωρίς το γράμμα g). Η πόλη Βισινιάνο (Μπισινιάνο), βρίσκεται στην Κάτω Ιταλία, έχει 10.000 κατοίκους και ανήκει στην Επισκοπή San Marco και Bisiniano. Κατά την διάρκεια της κατοχής των Λογγομβάρδων (568-774) ονομάσθηκε επισκοπή: Anderamo Vescovo di Bisignano. Η πόλη ήταν ήδη δήμος από το 1061, κάτω από την αρχή του di Pietro De Turra.

Η επισκοπή Bisignano έχει μεγάλη ιστορική παράδοση, ιδρύθηκε μεταξύ του 7ου-8ου αι. και τον 10ο αι. ήταν μέρος του «Reggio» (πρωτεύουσα της Καλαβρίας). Τον 13ο αι. η επισκοπή με συγκεκριμένες οριακές θέσεις, (στα γεωγραφικά της όρια), περιελάμβανε μεγάλο ποσοστό, τόσο εκκλησιών όσο και μοναστηριών. 

Εφόσον η Αγιά πλησίον της επισκοπής Βεσαίνης ευρισκόμενη, ανήκε στην δικαιοδοσία της τουλάχιστον μέχρι το 1371, θεωρώ πως η επισκοπή Βεσαίνης δεν μαρτυρείται στις πηγές μετά το 1371 διότι μαζί με την επισκοπή Χαρμένων και Κατρίας, είχαν υπαχθεί στην επισκοπή Δημητριάδος.

Εάν τoύτο πιθανολογείται κατά το 1371, πρέπει να θεωρείται βέβαιο περί το 1386/7 όταν οι πρώτοι Οθωμανοί εποικίζουν τη θεσσαλική γη και βρίσκουν στο Δώτιο πεδίο (Αγιά), τέσσερα μόνο χριστιανικά χωριά: Το Βαθύρεμα, την Αγιά, τη Δέσιανη (Αετόλοφος) και το Καστρί.

Το συμπέρασμα που εκ των πηγών προκύπτει δι’ όσων ανωτέρω εκθέσαμε, είναι ότι η επισκοπή Βεσαίνης ιδρύεται στα τέλη του 10ου αι. Η έδρα της επισκοπής είναι το Βαθύρεμα με κέντρο το σύνθρονο του επισκόπου στο καθολικό της «Ενορίας», δηλαδή, τον τρίκλιτο βυζαντινό ναό της Παναγίας (890-950). Οι δέκα μετονομασίες της επισκοπής συγκλίνουν στην ονομασία: Βέσαινα–ης ή Βεσσαίνης.

Περιεχόμενα

Κοινοποίηση

Προτεινόμενες Αναρτήσεις

ΔΕΣΙΑΝΗ

(Όπως διηγείτο ο Σακελαρίου Γεώργιος και Κων/νος Μυλωνάς κάτοικοι του χωριού τούτου 1952, 10 του θεριστή): – Πως γιόρταζαν οι κάτοικοι της Δέσιανης τον Δεκαπενταύγουστο επί Τουρκοκρατίας; + Αύγουστος Χρυσομήνας, καλομήνας ή απλοχέρης έτσι τον λέγουν παλιά το μήνα αυτόν οι ζευγάδες. Ο Θεός δώρισε όλα τα αγαθά για να

ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ – ΛΟΓΙΟΙ

«ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΧ. ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ Ο Δημήτριος Αχ. Ηρακλείδης ήταν γόνος μιας μεγάλης και παλιάς πλούσιας αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Μας είναι γνωστή ήδη από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. από το αγιώτικο αρχείο της Ε.Β.Ε. Ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης, κάτοχος μεγάλης

Ευχή διά τας μέλισσας.

Κύριε Ιησού Χριστέ ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και επιβλέπων επί πάσαν κτίσην αλόγων ζώων, πτηνών, ιχθύων και ερπετών. Επίβλεψον Δέσποτα εξ Αγίου κατοικητήριόν Σου, επί το μελισσομάντρι τούτο και ευλόγησον αυτό. Διαφύλαξον από πάσης φαρμακείας και επαοιδίας, παντός κακού περιεργείας τε πονηράς και πανουργίας ανθρώπων. Δος Κύριε εις το