
Στην περιοχή του Κόκκινου Νερού, όπου τοποθετείται από ορισμένους συγγραφείς η αρχαία πόλη Ευρυμεναί, τα τείχη της οποίας επισκεύασε ο Ιουστινιανός, έχουν εντοπισθεί στο παρελθόν αρκετά βυζαντινά κτίσματα. Το καλοκαίρι του 1992 επισημάνθηκε ένας καινούριος βυζαντινός ναός, αρκετά μεγαλύτερος από τους προηγούμενους, ο οποίος φέρει πλήθος προκτισμάτων, που δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί. Βρέθηκε κατά τις εργασίες ισοπέδωσης τμήματος του αγρού του κ. Θεόδωρου Ευσταθίου στη θέση «Μητσιάρα» του οικισμού Κόκκινου Νερού, ο οποίος ανήκει στο Δήμο της Αγιάς. Ο γύρω χώρος έφερε από παλιά το όνομα «Παλιομονάστηρο» και ήταν γνωστός στην 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων από δημοσίευμα του Προϊσταμένου του Τοπικού Αρχείου Αγιάς Δ. Κ. Αγραφιώτη, (1991) το οποίο ανέφερε, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη τμημάτων αρχιτεκτονικών γλυπτών και βυζαντινής κεραμικής μέσα σε έναν υπερυψωμένο χώρο, που περιείχε τα κατακρημνίσματα του ναού και άγρια βλάστηση, χωρίς να έχει ποτέ καλλιεργηθεί.
Κατά τη σωστική ανασκαφή που ακολούθησε, – με πολλές δυσκολίες λόγω της πυκνής βλάστησης – αποκαλύφθηκε το περίγραμμα του ναού, και έγιναν ορισμένες ερευνητικές τομές στο εσωτερικό του, καθώς και στο γύρω χώρο με σκοπό τη διαπίστωση της σημασίας και της έκτασης των βυζαντινών κτισμάτων στο οικόπεδο του κ. Ευσταθίου, ώστε να ληφθεί απόφαση για την τύχη του. Η μεγάλη έκταση των ερειπίων δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της ανασκαφής και για τον λόγο αυτό θα παρουσιασθεί εδώ μια πρώτη εικόνα του μνημείου με την επιφύλαξη της ανακοίνωσης των τελικών συμπερασμάτων, στο μέλλον, από τους ανασκαφείς.
Ο ναός έχει διαστάσεις (7,80Χ12,80μ.) και περιλαμβάνει τον κυρίως ναό και το νάρθηκα, ενώ με τον πρόσθετο εξωνάρθηκα, του οποίου από-καλύφθηκε ένα μόνο τμήμα, αποκτά συνολικό μήκος 15,60μ. Στην ανατολική πλευρά ανοίγονται τρεις αψίδες, από τις οποίες η μεσαία και μεγαλύτερη είναι τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες ημικυκλικές. Ο ναός έχει τρεις εισόδους, από τις οποίες, οι δύο πλευρικές έχουν αρκετά μεγάλο πλάτος (2,25μ.) και καθιστούν πιθανό το ενδεχόμενο να οδηγούσαν σε περιμετρική στοά που θα περιέβαλε το ναό, τμήμα της οποίας ίσως αποτελούσε ο προαναφερθείς εξωνάρθηκας. Δειγματοληπτικές έρευνες, έξω από τη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του ναού, αποκάλυψαν λείψανα δαπέδων με πήλινες πλάκες, που ενισχύουν την παραπάνω υπόθεση.
Το Ιερό χωρίζεται σε τρία μέρη με δύο ογκώδεις πεσσούς, από τους οποίους έχει αποκαλυφθεί μόνον ο βόρειος και μικρό τμήμα του νοτίου. Από την τμηματική ανασκαφή του εσωτερικού του ναού, το σημαντικότερο εύρημα που προέκυψε ήταν τμήμα του πολυγωνικού τρούλου, που είχε πέσει στο δάπεδο, και το οποίο, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μορφολογικά στοιχεία του ναού, μπορεί να μας οδηγήσει σε διατύπωση υποθέσεως για τον αρχιτεκτονικό τύπο, στον οποίο ανήκε, και ο οποίος φαίνεται ότι ήταν σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακιόνιος και μάλιστα του σύνθετου τύπου, καθόσον το τριμερές Ιερό Βήμα υπάρχει ανεξάρτητο, δίπλα στο σταυρικό τετράγωνο.
Παρ’ όλο που δε βρέθηκαν οι τέσσερις κίονες που θα στήριζαν τον τρούλο, μπορούμε να ταυτίσουμε τη θέση των δύο δυτικών από αυτούς με δύο ορθογώνιες εξάρσεις που βρέθηκαν στο κονίαμα του δαπέδου στο δυτικό τμήμα του ναού. Οι διαστάσεις της βόρειας από αυτές αντιστοιχούν με εκείνες της μιας από τις δύο βάσεις κιόνων, που ανακαλύφθηκαν κατά τον καθαρισμό του βόρειου τοίχου.
Το δάπεδο του ναού ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες διαφόρων χρωμάτων, αλλά δυστυχώς σώθηκε μόνο το υπόστρωμα που τις στήριζε, και ελάχιστα τμήματα πλακών, όπως επίσης και κομμάτια από μαρμαροθετήματα, δηλαδή, μικρά πολύχρωμα πλακίδια τοποθετημένα με τρόπο, ώστε να σχηματίζουν διάφορα διακοσμητικά σχέδια. Ανάμεσά τους θα υπήρχαν και μαρμάρινες πλάκες με επιπεδόγλυφη διακόσμηση, από τις οποίες σώθηκε ένα τμήμα με μορφή ζώου. Παρόμοιο δάπεδο έφερε και ο τρίκογχος ναός που βρέθηκε κοντά στην πηγή του Κόκκινου Νερού. Σημαντικός ήταν και ο γλυπτός διάκοσμος του ναού, από τον οποίο συγκεντρώθηκαν τμήματα κιονίσκων, πιθανώς του τέμπλου, μαρμάρινα περιθυρώματα, αμφικιονίσκοι από τα δίλοβα παράθυρα, καθώς και τμήματα από το μαρμάρινο κοσμήτη που θα περιέτρεχε τμήματα ή και το σύνολο του κτιρίου. Τόσο το μέγεθος, όσο και η διακόσμηση, αλλά και ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού, που είναι σπάνιος στη Θεσσαλία, μαρτυρούν ότι πρόκειται για πολύ σημαντικό κτίσμα, και ελπίζουμε ότι η συνέχιση της ανασκαφής θα προσφέρει στοιχεία για την ολοκληρωμένη παρουσίασή του. Παρενθετικά μπορεί να αναφερθεί ότι μέχρι στιγμής μόνον τρεις ναοί του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου σύνθετου τύπου έχουν επισημανθεί στη Θεσσαλία, και συγκεκριμένα το καθολικό της Μονής Αγίου Λαυρεντίου στο Πήλιο, ο ναός της Ευαγγελίστριας στο Κάστρο της Σκιάθου και ο ναός του Αγίου Ιωάννη στο Παλιούρι Καρδίτσας, όλοι του 13ου αι. Στο κτήριο είχαν μεταγενέστερα προσκολληθεί ένας εξωνάρθηκας στα δυτικά, δύο στοές κατά μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς του, καθώς και άλλα προκτίσματα στα ανατολικά και στα νοτιοανατολικά του. Η μεσαία κόγχη του ιερού του ναού ήταν εξωτερικά τρίπλευρη, ενώ οι δύο πλάγιες ημικυκλικές. Οι όψεις του μνημείου ήταν πλήρως διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα με διπλή υποχώρηση. Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής κατασκευασμένης κατά το σύστημα της αποκεκρυμένης πλίνθου. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού ήταν πλήρως διαρθρωμένες με παραστάδες. Το ιερό φωτιζόταν από δύο μονόλοβα παράθυρα που ανοίγονται στις κόγχες των παραβημάτων, και από ένα ευρύτερο, ενδεχομένως δίλοβο, παράθυρο που ανοιγόταν στην κόγχη του Αγίου Βήματος. Στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού ήταν διαμορφωμένα τρίβηλα σύνθετα ανοίγματα. Το μνημείο διέθετε πολυτελές μαρμάρινο δάπεδο και πλούσιο γλυπτό διάκοσμο. Ο ναός, παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης Σχολής της Κωνσταντινούπολης και συνδέεται, όπως φαίνεται, με την αρχιτεκτονική της Μακεδονίας αλλά, ίσως, και με εκείνη της Νίκαιας, που έχουν χρονολογηθεί στα τέλη του 12ου – αρχές του 13ου αι., μέχρι και τα μέσα του 13ου αι.