
Στη νότια πλευρά της Όσσας και σε υψόμετρο 1000μ. περίπου βρίσκεται η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Το μοναστήρι κτίσθηκε από τον άγιο Δαμιανό το Νέο (+1568), κατά το 1550 μ.Χ. Περί το 1836 ο Ι. Λεονάρδος έγραφε: «Η κωμόπολις αυτή (δηλαδή η Σελίτσανη) είναι αξιοσημείωτος δια το προς αυτήν γειτνιάζον ακουστόν εκεί μοναστήριον, το αφιερωμένον εις τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίον είναι διώροφον οικοδόμημα – η εκκλησία του είναι μεν ευπρεπής, πλην μικρά και σκοτεινή, εκ του διότι ο εις αυτήν εισερχόμενος πρέπει να κατεβαίνει ολίγα σκαλίδια. Τούτο έχει περισσοτέρους παρά 3 ή 4 ιερομόναχους».
Το μοναστήρι κατείχε μέχρι το 1889 περιουσία εκ 200 στρεμμάτων σε αγροτεμάχια, 20 στρέμματα αμπέλι, περί τα 150 αιγοπρόβατα και 150 βοοειδή. Μετά το 1850, ως ήδη αναφέρθηκε, προστέθηκε στη Μονή και η περιουσία της Ι. Μονής Παναγίας «Καρπούζα». Έχουν διασωθεί ονόματα ιερο-μόναχων: α) Ιακώβου του Κιαρίου, ο οποίος υπηρέτησε και ως πρωτοσύ-γκελος της Μητροπόλεως Λαρίσης, β) Δαυίδ Κουροπαλήτη, γ) Ανθίμου Γυρνιώτη, δ) παπα-Γεωργίου Παπανικολάου και ε) παπα-Ιωάννου Παπακυριαζή ή Πήδα, ο οποίος ήταν ο τελευταίος ηγούμενος της Μονής. Εξ αυτών, οι δύο τελευταίοι κατάγονταν από την Ανατολή.
Το μοναστήρι διαλύθηκε το 1889 και η περιουσία του εκποιήθηκε από τον Οικονομικό Έφορο Αγυιάς υπέρ του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Από την ακίνητη περιουσία της Μονής η συνορεύουσα με τη περιφέρεια της Κοινότητας Ανατολής περιήλθε στη Κοινότητα Ανατολής (Σελίτσανης) και η συνορεύουσα με τη Σωτηρίτσα περιήλθε στη λεγόμενη Κάπιστα. Μετά τη διάλυση η Κοινότητα διόριζε ιερείς προς διατήρηση της Μονής σε ευπρεπή κατάσταση παραχωρώντας τους αγροτεμάχια προς εκμετάλλευση και μέρος των εισπράξεων. Η Μονή διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, λόγω βομβαρδισμών μεγάλο μέρος του περιβόλου, δυτικά και βόρεια κατάπεσε. Η σημερινή εικόνα του Καθολικού της Μονής και των κελιών είναι απελπιστική. Από μελέτη (αρχιτεκτονική αποτύπωση) του Μετσοβείου Πολυτεχνείου, απλώς γνωρίζουμε που ήταν τα κελιά, το αρχονταρίκι, η τράπεζα, το ηγουμενείο και οι βοηθητικοί χώροι της Μονής. Εντός του προαυλίου χώρου υπάρχει κρήνη του 1723, δωρεά της Συντεχνίας Αρτοποιών Λάρισας. Ο πρόεδρος του ισναφιού των ψωμάδων, Βησσαρίων Χατζηγεωργίου, έγραψε: «Λαρισαίοι κτήτορες της βρύσης της μονής το ισνάφι των ψωμάδων και αλευράδων, εν έτει 1723». Το νερό της κρήνης διοχετεύονταν με πηλοσωλήνες από πηγή που υπάρχει βόρεια της Μονής στη θέση «Καναλάκια». Στη Ν.Δ. γωνία της Μονής, χαμηλά στα θεμέλια, υπήρχε υπόγεια σήραγγα (λαγούμι) που οδηγούσε σε περίπτωση κινδύνου εκτός της Μονής περί τα είκοσι μέτρα.
Το Καθολικό της Μονής είναι βασιλική με δίρριχτη στέγη υποστηριζόμενη διά τεσσάρων ξύλινων κιόνων. Έχει ξυλόγλυπτο τέμπλο και αρκετές τοιχογραφίες του 18ου αι., που δεν έχουν εκπέσει ή δεν έχουν ασπρισθεί.
Το 1981 η Μονή επανδρώθηκε με Αγιορείτες μοναχούς εκ της Ι. Μ. Καρακάλλου, οι οποίοι μέχρι το 1985 οικοδόμησαν πτέρυγα δυτικά της παλαιάς μονής και περί το 1988 εγκατέλειψαν την περιοχή διασκορπισθέντες σε Μονές και ενορίες της Θεσσαλίας. Σήμερα η κατάσταση της μεταβυζαντινής μονής είναι απελπιστική. Από το 2008 είναι μη επισκέψιμη διότι αποτελεί κίνδυνο για τους προσκυνητές να εισέλθουν στο Καθολικό. Αγαθή τύχη ή μάλλον ευλογία Θεού, οδήγησε το 2000 αδελφότητα μοναζουσών από το Λαύριο στη Μητρόπολη Δημητριάδος και στο μοναστήρι του Προδρόμου. Έκτοτε η νέα πτέρυγα του 1981-1985 ανακαινίσθηκε και κυρίως ζωντάνεψε η φύση από νοικοκυροσύνη, φιλοξενία, πνευματικότητα και οικολογική ευαισθησία. Οι μοναχές διακονούν, εδώ και πολλά χρόνια πριν, στον τομέα της βιολογικής κτηνοτροφίας, τα παράγωγα αιγοπροβάτων και βοοειδών. Έχουν ορθόδοξη πίστη και καρδιά ορθόδοξης μοναστικής διάκρισης, αν και κατάγονται οι μισές εκ των τριάντα μοναζουσών από διαφορετικά κράτη του κόσμου, (πολυεθνικό μοναστήρι).