
Στην περιοχή των γνωστών από τον καθηγητή Ν. Νικονάνο λειψάνων μοναστηριακού πύργου διεξήχθη ανασκαφική έρευνα από την 7η Ε.Β.Α. και αποκαλύφθηκαν τα ερείπια μονής. Το καθολικό αποτελείται από τον κυρίως ναό και ένα μεταγενέστερο νάρθηκα. Ο κυρίως ναός, εξωτερικών διαστάσεων, χωρίς την ημικυκλική κόγχη του ιερού, (5,55 Χ 8,20 μ.), είναι μονόχωρος δρομικός. Τα δύο ζεύγη παραστάδων που διάρθρωναν την εσωτερική επιφάνεια του βόρειου και του νότιου τοίχου του ναού, έφεραν, όπως φαίνεται, δύο σφενδόνια τα οποία διαιρούσαν το χώρο σε τρία μέρη. Το
μεσαίο ήταν αισθητά στενότερο από τα δύο ακραία (1,10 έναντι 2,10 και 2,25 μ.). Ο ναός, πιθανότατα, καλυπτόταν με ημικυλινδρικό θόλο και ο νάρθηκας με άγνωστης μορφής θολοδομία. Οι τοίχοι του μνημείου ήταν από προσεκτικά αρμολογημένη αργολιθοδομή από αργούς λίθους και πλίνθους, οι οποίες κατά τόπους σχηματίζουν σειρές. Οι πλάγιες όψεις του ήταν διαρθρωμένες με τέσσερες παραστάδες, από τις οποίες οι δύο μεσαίες αντιστοιχούσαν σε αντιστοιχία που, όπως φαίνεται, δημιουργούσαν άνισου πλάτους τυφλά αψιδώματα με απλή υποχώρηση. Στους πλάγιους τοίχους του νάρθηκα ήταν διαμορφωμένα αρκοσόλια. Το δάπεδο του ναού ήταν μαρμαροθετημένο. Στα κρημνίσματα βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, μεταξύ των οποίων τεμάχια ενός επιστυλίου τέμπλου, και τμήματα ζεύξεων ορθομαρμαρώσεως, με διάκοσμο μορφής σχοινίου ή αστραγάλου, τα οποία, όμως, προέρχονται πιθανότατα από παλαιότερο κτήριο και βρίσκονται εδώ σε δεύτερη χρήση. Η χρονολόγηση του ναού δεν είναι με τα διαθέσιμα στοιχεία εύκολη. Με επιφύλαξη αυτός θα μπορούσε να τοποθετηθεί στον 11ο αι. Στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου ερευνήθηκε ένα κτίριο, που έχει σε κάτοψη σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου με διαστάσεις (5,45Χ6,40 μ.). Οι τοίχοι του έχουν προσεγμένη κατασκευή αλλά δεν φαίνεται πιθανό ότι ήταν οχυρωματικός πύργος, καθώς το μικρό πάχος των τοίχων και η ισχυρή κλίση του δαπέδου συνηγορούν υπέρ της πιθανότητας να ήταν ληνός. Σε απόσταση 300 μ. από το παραπάνω μνημείο, στη βόρεια πλευρά του ρέματος, εντοπίσθηκε μία δεύτερη βυζαντινή μονή, τα πενιχρά ερείπια της οποίας ισοπεδώθηκαν το 2005, κατά τη δημιουργία πλατώματος για τις ανάγκες της υλοτομίας.