Σε ένα μικρό πλάτωμα της ανατολικής Όσσας, αμέσως μετά τις ιαματικές πηγές του Κόκκινου Νερού, στα δεξιά του δρόμου που οδηγεί από την παραλία του Αγιόκαμπου προς την Καρίτσα και το Τσάγεζι, βρίσκεται ο ναός στη θέση «Τσιλιγιώργη».
«Από το ναΰδριο διατηρούνται σήμερα μόνο οι κάθετοι τοίχοι, σε ύψος από 0,80 ως 3,20 μ. περίπου, ενώ ο τρούλος, οι καμάρες, τα τεταρτοσφαίρια από τις κόγχες και γενικά όλη η ανωδομή κάποτε γκρεμίστηκαν και μεταβλήθηκαν σιγά-σιγά σε άμορφα κατακρημνίσματα.
Το μνημείο ανήκει στη γνωστή κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο κατηγορία των μονόκλιτων τρίκογχων με τρούλο ναών και συγκεκριμένα στον τύπο στον οποίο καμάρες υπάρχουν μόνο στην ανατολική και δυτική πλευρά, ενώ στη βόρεια και νότια οι κόγχες χρησιμεύουν απευθείας ως πλάγια αντερείσματα του τρούλου».
Εκτός από τα ανοίγματα του τρούλου, που δε μπορούμε να ξέρουμε τον αριθμό τους, σώζονται τρία πλατιά παράθυρα στο μέσο κάθε μιας κόγχης. Στο εσωτερικό ο ναός έφερε τοιχογράφηση, από την οποία τα μόνα υπολείμματα είναι λίγα κονιάματα με ίχνη χρώματος στους τοίχους του Ιερού. Σε κάτοψη έχει σχήμα επιμήκους σταυρού, οι κόγχες εξωτερικά είναι τρίπλευρες, – όπως συμβαίνει στους περισσότερους ναούς του τύπου και που από τον 11ο αι. κυρίως και μετά είναι, σχεδόν, κανόνας στη ναοδομία – δεν έχει νάρθηκα και το βασικό τετράγωνο, επάνω στο οποίο στηρίζεται ο τρούλος, έχει πλευρά 2,55 μ., δηλαδή δεν ξεπερνά τα 3 μ.
Κατά περιγραφή του κ. Ν. Νικονάνου, «η τοιχοποιία του ναού έχει στενή σχέση με τη γειτονική Παναγία Βελίκα (μέσα ή δεύτερο μισό 12ου αι.) στα μέρη όπου, στη δεύτερη αυτή εκκλησία, δεν χρησιμοποιείται η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου».
«Προς την εποχή αυτή μας οδηγούν και τα υπόλοιπα σωζόμενα στοιχεία: θωράκια του τέμπλου, σταυρός, φυλλοφόροι βλαστοί, ημιανθέμια και ελισσόμενοι ανθεμωτοί βλαστοί. Έτσι, τα θωράκια αυτά, που πρέπει να τοποθετήθηκαν στο τέμπλο σε δεύτερη χρήση, δίνουν ένα terminus post quem και σε συνδυασμό με τη τοιχοποιία προσδιορίζουν με πολλή πιθανότητα την ανέγερση του ναού στα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 13ου αι. Σ’ αυτά τα χρονικά πλαίσια μπορεί να τοποθετηθεί και το μαρμαροθέτημα του δαπέδου, το οποίο βρέθηκε στην αρχική του θέση και είναι οπωσδήποτε σύγχρονο με την κατασκευή του ναού. Ως προς την τεχνική της κατασκευής, ο πιο συνηθισμένος τρόπος είναι αυτός που κομμάτια από μαρμάρινες πλάκες σχηματίζουν το βασικό θέμα και τα ενδιάμεσα κενά γεμίζουν με μικρά και λεπτά κομματάκια μαρμάρου – σαν μεγάλες ψηφίδες – κομμένα σε διάφορα σχήματα, τα οποία φυτεύονται μέσα στο κουρασάνι και σχηματίζουν γεωμετρικά θέματα».
«Στο Κόκκινο Νερό παρουσιάζεται μια παραλλαγή της τεχνικής αυτής, διότι τα ενδιάμεσα κενά, στην περίμετρο τουλάχιστον του ορθογωνίου διάχωρου, δε γεμίζουν με μαρμαροθετήματα, αλλά με τριγωνικές μαρμάρινες πλάκες, στις οποίες, σε επιπεδόγλυφη τεχνική – champleve – , έχουν αποδοθεί ζωομορφικές παραστάσεις. Η μεικτή αυτή τεχνική – opus sectile και επιπεδόγλυφο – μας οδηγεί προς το δεύτερο μισό του 12ου αι., οπότε η αυστηρή κατασκευή του μαρμαροθετήματος του 10ου και 11ου αι. διαφοροποιείται και δημιουργούνται διάφορες παραλλαγές του είδους, όπως η χρήση ψηφιδωτού και μαρμαροθετήματος ή η πλήρωση των γεωμετρικών μοτίβων των ταινιών με κηρομαστίχα. Έτσι, η χρονολόγηση του μαρμαροθετημένου δαπέδου, το οποίο βρέθηκε στην αρχική του θέση, στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αι. επιβεβαιώνει τις ενδείξεις που δίνουν τα υπόλοιπα σωζόμενα στοιχεία και τοποθετεί την ανέγερση του ναού μέσα σ’ αυτά τα χρονικά πλαίσια».