
Στο Όρος–Μοναστήρι ο άνθρωπος είναι ένας. Και ενιαίος! Και προσπαθεί να βάλει τάξη στον εαυτό του, ώστε ούτε να γίνει δύο χωριστά μέρη, σώμα και ψυχή, ξένα μεταξύ τους, αντίθετα στους πόθους και στόχους και ανάγκες τους, ούτε να σβήσει το ένα για χάρη του άλλου, όπως κάνουν οι υλιστές. Η τοποθέτηση αυτή είναι και ψυχολογικά, και βιολογικά, και υλιστικά ακόμη, και βεβαίως και πολύ περισσότερο θεολογικά, σωστή. Η Γραφή μάλιστα μόνο αυτή δέχεται, αφού μας λέγει, πως μόνο το Άγιο Πνεύμα, ο ζων λόγος του Θεού, διικνείται άχρι μερισμού ψυχής και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, δηλαδή σώματος (Εβρ. 4,12).
Οι Μοναχοί ξέρουν και πιστεύουν ότι η ψυχή τοις έξωθεν σχήμασιν είωθε συμμεταβάλλεσθαι και προς αυτά τυπούσθαι. Οι Ορθόδοξοι μισούν τον πιετισμό, δηλαδή τα εξωτερικά έργα, που είναι αποσυνδεδεμένα από τον έσω άνθρωπο. Ο Ορθόδοξος μοναχός ζει την παράδοση των Πατέρων για την σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ πράξεων του σώματος και τάσεων της ψυχής. μεταξύ παθών και ηδονών και καθαρότητος ψυχής. ενεργειών σωματικών και νου, συναισθημάτων, θελήσεως, αποφάσεων μεταξύ πράξεως και θεωρίας. Η τοποθέτηση αυτή είναι η σωστή, η φυσική, η ανθρώπινη. Είναι αυτονόητη και ευκολονόητη. Όσο και αν έχει ο άνθρωπος μολυνθεί από τα συνθήματα του Ευρωπαϊκού πνευματικού πολιτισμού, που ξεχωρίζει την ψυχή από το σώμα, το καταλαβαίνει χωρίς κόπο.
Η πατερική μας παράδοση ξέρει, ότι ο άνθρωπος δεν γεννιέται ηθικά ακίνητος. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται. Γίνεται! Με τον αγώνα του για αγιασμό. Και με τον αγώνα του προχωρεί συνεχώς προς τα άνω, προς την κορυφή της αγιότητας. Γι’ αυτό κοπιούν οι Μοναχοί. Επειδή ο Χριστός είπε: «εν τούτω εδοξάσθη ο πατήρ, ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν πολύν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη».
«Καθαιρόμενος ο νους από της καθάρσεως μεταβαίνει εις φωτισμόν, και από τούδε ήκει εις την τελειότητα. Ει μη μεταβολή έστιν αύτη η κίνησις, τ’ αυτόν έσται κάθαρσις και φωτισμός και τελείωσις. Αλλά τούτο, σωφρονούσι, και μακρόθεν άτυπον φαίνεται».
Ένας φιλόσοφος έγραψε στο γιο του που έγινε μοναχός «Γιατί παιδί μου, εμίσησες τον κόσμο με τη γλυκύτητά του και εδιάλεξες μια ζωή θλίψεως»;
Ο φιλόσοφος είχε δίκιο, αλλά μόνον ως προς την επιφάνεια. Άφησε τον εαυτό του να ξεγελασθεί από την επιφανειακή και παροδική μόνο χαρά και γλυκύτητα που προσφέρει ο κόσμος. Δεν διέκρινε ότι μετά από αυτή τη φαινομενική γλυκύτητα και χαρά έρχεται η δουλεία, η θλίψη, το κενό και η έλλειψη νοήματος. Δεν του ήταν γνωστό ότι οφείλουμε να σταυρώσουμε αυτές τις επιφανειακές και παροδικές χαρές και γλυκύτητες για να βρούμε μια πιο βαθιά χαρά. Τη χαρά της συναντήσεως και της διαρκούς συνυπάρξεως μετά του Χριστού, του Θεού μας. Αυτή η συνάντηση δίνει στον κόσμο μια αληθινή αίσθηση, που προξενεί στον μοναχό μια αγνή και δυνατή χαρά.
Γι’ αυτό πρέπει να σταυρώσουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας. Μόνον έτσι τον ανυψώνουμε προκαταβολικά στην αιωνιότητα από την κατάσταση στην οποία τώρα βρίσκεται. «Εκείνος που θέλει να κερδίσει την ψυχή του πρέπει να την θυσιάσει για μένα και το Ευαγγέλιό μου» είπε ο Κύριός μας. Ο μοναχός είναι ο άνθρωπος που πραγματοποιεί τούτο. Είναι εκείνος που άπαξ και βρήκε ένα θησαυρό κρυμμένο σε κάποιο χωράφι, πωλεί όλα τα αγαθά του, για να αγοράσει το χωράφι με τον θησαυρό.
Αυτός ο θησαυρός ο ανεκτίμητα πολύτιμος είναι ο Θεός και το χωράφι είναι η μοναχική ζωή που επιφανειακά δεν δίδει την εντύπωση ότι έχει μεγάλη αξία, αλλά η οποία κρύβει τον αιώνιο θησαυρό.
Ιδού ο σταυρός και ιδού η χαρά που έρχεται μετά από αυτόν. Καλλίτερα, μπορεί να πει κανείς ότι η χαρά είναι κρυμμένη μέσα στον σταυρό. Στην επιφάνεια είναι ένας σταυρός και στο βάθος μια μεγάλη χαρά. Η ζωή των μοναχών είναι ταπεινή και χωρίς καμιά εξωτερική αίγλη, ταυτόχρονα σκυθρωπή και λάμπουσα. Σκυθρωπή στην επιφάνεια, λάμπουσα στο βάθος. Σκυθρωπή στο να μην χαίρεται, να μην απολαμβάνει τις παροδικές και επιφανειακές χαρές. Λάμπουσα γιατί γι’ αυτό ακριβώς έχει και τότε τη χαρά, όταν δεν πέφτει χαμηλά, αλλά ζει στα ύψη κοντά στον Θεό.
Είναι κάτι σπουδαίο αυτή η χαρά μέσα στην απάρνηση των επιφανειακών χαρών γιατί πολύ δύσκολα αρνούμεθα αυτές τις ευχαριστήσεις. Αυτή η απάρνηση συνοδεύεται πάντοτε από μια χαρά πολύ πιο μεγάλη.
Εμείς οι Χριστιανοί θεωρούμε τον κόσμο σαν ένα μεγάλο δώρο του Θεού. Αλλά το δώρο προσφέρεται από κάποιον για να κερδίσει την αγάπη, για να πραγματοποιήσει ένα διάλογο αγάπης μεταξύ αυτού και εκείνου στον οποίον το προσφέρει. Όταν όμως εκείνος προσκολλάται εξ ολοκλήρου στο δώρο και ξεχνά τον δωρητή, τότε δεν ανταποκρίνεται στην αγάπη του και ο διάλογος της αγάπης μεταξύ τους δεν πραγματοποιείται. Οφείλουμε να λησμονήσουμε και να υπερπηδήσουμε με κάθε τρόπο το δώρο για να δούμε τον Θεό, τον Δωρητή. Οφείλουμε να μεταχειριζόμεθα τα δώρα σαν να μην υπήρχαν για να συναντήσουμε τον Δωρητή. Ο σταυρός κάνει τον κόσμο και μας τους ίδιους διαφανείς για να βλέπουμε το Θεό. Χαίρω για το δώρο που μου προσφέρει ένας φίλος, αλλά όταν έλθει ο φίλος λησμονώ το δώρο. Μέσα στη ζωή των μοναχών έρχεται ο Θεός ο ίδιος γιατί εκείνοι ξεχνούν τα πράγματα του κόσμου για να δουν εν συνεχεία το Θεό.
Όταν μένουμε προσκολλημένοι στο δώρο τότε ο Θεός μπορεί να μας το στερήσει για να μας κάνει να δούμε αυτόν τον ίδιον.
Αυτή η απάρνηση των πραγμάτων εξ αιτίας της προτιμήσεως του Θεού είναι ένας σταυρός. «Εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω». Είναι το να σταυρώσω τον εαυτό μου ως προς τις ευχαριστήσεις, παρά να κερδίσω τον κόσμο όλο θεωρούμενον καθ’ εαυτόν ανεξάρτητον δηλαδή από τον Θεόν.
Είναι η νέκρωση των κατά κόσμον ορέξεών μου που με προσηλώνουν στην επιφανειακή και παροδική θέα του κόσμου και όχι στη διαφάνεια του κόσμου.
Πρέπει να πιστέψω απόλυτα στην επιφάνεια του κόσμου για να δοθώ με ένα τυφλό πάθος στις ευχαριστήσεις που μου προσφέρει. Αλλά αυτό είναι μια απάτη που περνά γρήγορα για να αφήσει πίσω της μόνη τη θλίψη.
Η σταύρωση της κλίσεως προς τις απολαύσεις είναι επίσης ένα μέσον για να αποφευχθούν οι άλλοι σταυροί, που οδηγούν στην απελπισία. Οι σταυροί εκείνων που χάνοντας τον κόσμο χωρίς τη θέλησή τους πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πλέον τίποτε παρά μόνο το μηδέν.
Δεν υπάρχει ύπαρξις χωρίς σταυρό μέσα στη γήινη και παροδική ζωή. Αλλά ενώ ο σταυρός εκείνων που πιστεύουν στον Θεό, κάνει τον Θεό ορατό δια των πραγμάτων, σαν μια πολύ μεγάλη αιτία χαράς, ο σταυρός εκείνων που είναι προσκολλημένοι με τρόπο αποκλειστικό σε έναν αδιαφανή κόσμο που θεωρείται μοναδικός είναι μια απογοήτευση. Για εκείνον που πιστεύει στα αληθινά στον Θεό, ο σταυρός είναι διαφανής. Δια μέσου αυτού βλέπει τον Θεό. Για τους άλλους συμβαίνει το αντίθετο. Εκείνος που πιστεύει στα εγκόσμια πέφτει κάτω από τον σταυρό και χάνεται.
Το πρόσωπο κάθε ανθρώπου, που βρίσκεται σε κοινωνία και ένωση μετά του Χριστού, ακτινοβολεί από φως. Πράγματι η αληθινή ένωση δεν πραγματοποιείται παρά μόνον δια του Χριστού. Στο πρόσωπό Του αυτή η αίσθηση της παρουσίας του Θεού, είναι ήδη ένα φως, είναι η πρώτη έννοια που παρουσιάστηκε στον κόσμο. Και είναι η μεγαλύτερη χαρά. Η συνεχής αίσθηση της παρουσίας του Ιησού με την αγάπη Του είναι ένα φως και μια ανέκφραστη χαρά αναφαίρετη. Αλλά ανεβαίνει ο μοναχός στο Θαβώρ μέσα στην απαστράπτουσα λαμπρότητα του προσώπου του Χριστού αφήνοντας κάτω τα πράγματα και τα φώτα του κόσμου.
Ο Μωϋσής ανέβηκε στο Σινά, αφήνοντας κάτω τα πράγματα του κόσμου για να προσευχηθεί στον Θεό. Αυτή η εγκατάλειψη του κόσμου και των πραγμάτων του είναι ένας σταυρός διότι δεν γίνεται εύκολα, ιδίως στην αρχή. Και ιδού γιατί η χαρά πηγάζει από την προσπάθεια του σταυρού. Ιδού λοιπόν γιατί δεν υπάρχει χαρά αληθινή χωρίς τον σταυρό και ιδού γιατί δεν υπάρχει σταυρός απαρνήσεως χωρίς την βαθιά εσωτερική χαρά.
Ο Μοναχός στον λόγο «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον σου τα υπάρχοντα» ακούει όχι «πώλησε ό,τι έχεις», αλλά «πώλησε ό,τι είσαι». Είναι μια ολοκληρωτική προσφορά, από την ηθική αυταπάρνηση περνά στην οντολογική απάρνηση, δηλαδή στην αλλοτρίωση του εαυτού του. Αφού έδωσε ότι είχε (πτωχεία) προσφέρει και ότι είναι «πλούτος εν Θεώ».
Ο μοναχός είναι ο Χριστιανός που διαμαρτύρεται με το εξωτερικό σχήμα και με την σκληρή του άσκηση κατά της χλιαρής συμβατικότητας, που επιδιώκει να προσαρμόσει τον Θεό με τον κόσμο και να παρουσιάσει ένα άνοστο κατάλοιπο Χριστιανισμού, χωρίς γεύση αγιότητος, χωρίς πτήσεις προς ηθικόν ύψος. Ένας τέτοιος Χριστιανισμός όμως δεν είναι αλήθεια, αλλά το ψεύδος. Διαμαρτυρία λοιπόν κατά του ψεύδους και της πλαστογραφήσεως της κατά Χριστόν τελειότητας είναι ο ασκητισμός, ο μοναχισμός.
Η διαμαρτυρία αυτή των μοναχών δεν είναι απλώς μια άρνηση και μια επανάσταση κατά της επικρατούσας συμβατικότητας και αντιφάσεως, του ψεύδους και της υποκρισίας αλλά θεμελιώνει και μια υπερβολική κατ’ άνθρωπον θέση, δημιουργεί έναν τύπο υπεράνθρωπο όπως θα λέγαμε με βάση το πνεύμα και την υποχρέωση της καλλιέργειας του πνεύματος εν τη εννοία της θέσεως του ανθρώπου.
Δυνατόν να χαρακτηρισθεί ο μοναχισμός ως υπερβολή. αλλά είναι υπερβολή προς τα άνω, είναι υπερβολή δημιουργική, οδηγητική, αγία υπερβολή, κατά Χριστόν «μωρία».
Κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας κανείς δεν μπορεί να σωθεί διαφορετικά, παρά μόνο με το να δοθεί στον Θεό σε μια καθολική δωρεά του εαυτού του. Αλλά όμως κανείς δεν μπορεί να προσφέρεται στον Θεό σαν καθαρή θυσία παρά μόνο με την ένωσή του με τον Χριστό, ο οποίος προσφέρεται συνεχώς στον Πατέρα για μας σαν θυσία αγνή και ολοκληρωτική. Από τον Χριστό παίρνουμε την δύναμη να εξαγνιζόμαστε, ενούμενοι με Αυτόν σε μια μοναδική πράξη θυσίας. Αυτό είναι το μοναδικό θέμα του έργου του Αγίου Κυρίλλου: «Η εν Πνεύματι και Αληθεία λατρεία» (Ρ.G. 68).
Αυτός που προσφέρεται στον Θεό δίνεται με όλες τις σκέψεις και τις πράξεις του. Ζει ολοκληρωτικά εν Θεώ. Ο άμεσος τονισμός που κάνει ο Άγιος Κύριλλος της προσφοράς του ιδίου προσώπου δεν στερείται σημασίας. Δεν μπορούμε να εξαγνίσουμε το βλέμμα μας, συνεπώς και τις εικόνες των προσώπων και των πραγμάτων και τις σχέσεις μας μαζί τους, εάν δεν εξαγνίσουμε τον εαυτό μας. Είναι πρωτίστης σημασίας να δούμε τον εαυτό μας σε ό,τι πράττουμε σαν ενώπιον του Θεού, να έχουμε πάντοτε συνείδηση αυτής της βαθιάς και μυστηριώδους διαστάσεως του προσώπου μας.
Μοναχός εστί βία φύσεως διηνεκής και φυλακή αισθήσεων ανελλειπής.
Μοναχός εστί ηγιασμένον σώμα, κεκαθαρμένον στόμα, πεφωτισμένος νους.
Μοναχός εστί τάξις και κατάστασις ασωμάτων εν σώματι υλικώ και φθαρτό εκτελουμένη.
Μοναχός εστίν, ο μόνων των του Θεού ενταλμάτων εχόμενος εν παντί καιρώ και τόπω και πράγματι.
Μοναχόν ουχ η κουρά και η περιβολή συνέστησεν, αλλά ο ουράνιος πόθος και η ένθεος πολιτεία. εν τούτοις γαρ ο βίος άριστος φαίνεται.
Ο Μοναχός της γης απάσης καταφρονεί, πόλιν έχων τον ουρανόν.
Ούτος αληθινός μοναχός τω όντι ο νήψιν κατορθών. και ούτος αληθινός νηφάλιος, ο εν καρδία ων Μοναχός.
Μοναχός εστίν αληθινός ο μηδέν έχων εν τω παρόντι βίω ει μη τον Χριστόν μόνον.
Μοναχός εν σαρκί ων μιμήται την άσαρκον ζωήν και παρθενίαν των αγγέλων και δοξολογή τον Θεόν πάντοτε ως οι εν τω ουρανώ άγγελοι.
Μοναχός είναι εκείνος που απέσπασε τον νου του από τα υλικά πράγματα και παραμένει πλησίον του Θεού δι’ εγκρατείας, αγάπης, ψαλμωδίας και προσευχής.
Μοναχοί δε κατονομάζονται οις έργον προεκδημείν του σώματος και ζώντας τειθνάναι και σώφρονι μανία τινί μεταφοιτάν προς τα κρείττονα.
Κάθε μοναχός είναι ένας «καθηλωμένος στον σταυρό του».
Ο Μοναχός είναι ένα θείον τέρας. Μη σκανδαλίζεσθε. Τέρας δεν είναι το παρόδοξον, το μη φυσκόν; Οι μοναχοί λοιπόν δεν ζουν κατά φύσιν, αφού ασκούν υπερφυσικάς λειτουργίας. Η φύσις ζητεί ελευθερία, αλλά αυτός δουλούται εκουσίως. Εδώ ζει, αλλά τα άνω σκέπτεται, συνδυάζει το φυσικόν μετά του υπερφυσικού, είναι ένα κράμα παρόντος και μέλλοντος, παροδικού και αιωνίου, χους και πνεύματος, κτήνους και αγγέλου, ανθρωπίνου και θείου.
Είναι «εν σαρκί περιπολών Θεός».
Μοναχός είναι εκείνος που είναι ενδεδυμένος την πηλίνην ταύτην και μεμολυσμένην σάρκα, και βιάζεται να κρατή μίαν τάξιν αμόλυντον και αγγελικήν κατάστασιν, (κεχωρισμένην της κοσμικής ζωής), και να την φυλάττη ακριβώς μέχρι τέλους του.
Μοναχός είναι εκείνος που εργάζεται μόνας τας εντολάς του Θεού εν παντί καιρώ και τόπω και πράγματι.
Μοναχός είναι εκείνος που βιάζει την εαυτού φύσιν και θέλησιν πάντοτε, και όλας τα αισθήσεις, και τα μέλη του να φεύγωσιν από όλα τα πάθη και αμαρτήματα που δύνανται να πράξωσι.
Μοναχός είναι εκείνος που φυλάττει παρθένον και αμόλυντον το σώμα του, και το στόμα του καθαρόν πάσης ψευδολογίας και αργολογίας, και τον νουν του πεφωτισμένον με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, και με την μελέτη όλων των θεάρεστων πράξεων.
Μοναχός είναι εκείνος ο οποίος έχει την ψυχή του περίλυπον και ενθυμείτε ακαταπαύστως έξυπνος και κοιμώμενος τον ίδιον θάνατου, και το φοβερόν του Θεού κριτήριον, και αναχωρεί από τον κόσμον με πολλήν σπουδήν και ταχύτητα.
Μοναχός κυρίως και αληθώς είναι εκείνος που κρατεί πάντοτε το όμμα της ψυχής του ασάλευτον από τα ουράνια και αμετακίνητον από τον Θεόν την θερμότητα της καρδιάς του με μεγάλη ταπείνωση.
Μοναχός άριστος είναι εκείνος που αναγκάζει τους δαίμονας, χωρίς να θέλωσι, να τον πολεμώσι και να τρέχωσιν, ώσπερ λυσσώντα σκυλία και θηρία άγρια, επάνωθεν αυτού άκοντες, και να σπουδάζωσιν αείποτε αν δυνηθώσι να τον διασπαράξωσι και να τον κατασχίσωσιν.
Θεάρεστος μοναχός είναι εκείνος που νομίζει εκ του αναπτομένου εν τη καρδία αυτού θείου έρωτος, ότι δεν ίσταται εις την γην, αλλά εις τον ουρανόν. και ότι διατρίβει με τον Θεό πάντοτε, και ουχί με τον εαυτό του, και συγκατοικεί με τους αγγέλους, και ουχί με τους ανθρώπους, και ευρίσκεται λελυπημένος εις όλην του την ζωήν, επιθυμών, κατά τον Παύλον, πότε να έλθει η μακαρία ώρα, να αβαβή με τον έργον εις τον ποθούμενον Χριστόν, την αληθινήν ημών ζωήν και σωτηρίαν.
Τίμιος μοναχός είναι εκείνος, όπου δεν αγανακτεί ούτε λυπείται εις τα προσκαίρους ταύτας ταλαιπωρίας και κακοπαθείας του αλλά ευφραίνεται και ηδύνεται εις αυτάς, καθώς χαίρει και τέρπεται ο φιλόσαρκος να πράττει τας αισχράς και κακάς επιθυμίας του.
Πλούσιος μοναχός είναι εκείνος που είναι κεκοσμημένος από μεγάλας αρετάς και θείας χάριτας, καθώς είναι ο πλούσιος εστολισμένος από μεγάλας δόξας και κοσμικάς τιμάς.
Άξιος μοναχός είναι εκείνος, εις του οποίου την καρδίαν ανάπτει πάντοτε το θείον φως και τον φωτίζει ακαταπαύστως με τα θείας ακτίνας του.
Άγιος μοναχός είναι εκείνος που κρημνίζει και αποπνίγει όλα τα διαβολικά πάθη και κινήματα, και τα της (καρδίας) κακίας δαιμόνια εις την βαθυτάτην άβυσσον της αγίας ταπεινώσεως, καθώς απέπνιξεν ο Μωϋσης τον Φαραώ εις την Ερυθράν θάλασσαν με όλα του τα άρματα.
Αντί να ερευνούμε τα έργα των μοναχών, καλλίτερα είναι να προσπαθήσουμε να μπούμε στο μυστήριο της ζωής των μοναχών, που είναι και η γενεσιουργός αιτία των έργων τους.
Τι είναι ο μοναχός;
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απαντά: Μοναχός δεν είναι εκείνος που δεν ξέρει ή δεν μπορεί να ζήσει στον κόσμο. Δεν είναι εκείνος που δεν απολαμβάνει τον κόσμο και τις ηδονές του, επειδή τον ευνούχισαν άνθρωποι, και έτσι τον κατέστησαν ανίκανο για σεξ και γλέντι. Δεν είναι εκείνος που εγεννήθει ψυχρός και ανίκανος για σεξ. Μοναχός είναι εκείνος που μόνος του αποκόπτει τον εαυτό του από τέτοιες επιθυμίες για τη Βασιλεία του Θεού. Επειδή ο ίδιος το θέλει. Και το κάνει μόνο για την Βασιλεία του Θεού.
Μοναχός είναι ο άνθρωπος που παίρνει στα σοβαρά τη Βασιλεία του Θεού. Και την απόκτησή της. Και λέγω «στα σοβαρά», γιατί οι πιο πολλοί την θέλουν μεν να την αποκτήσουν ή μάλλον λένε πως θέλουν να την αποκτήσουν, αλλά συνεχώς ζουν σαν να την παίζουν «κορώνα – γράμματα».
Αυτή την εντύπωση δίνουν, αφού ελάχιστα κάνουν συνειδητά, μόνο και μόνο για την απόκτησή της.
Ο μοναχός είναι ένας άνθρωπος, που θέλει να πάει στον Παράδεισο. Και όχι απλώς να πάει. Αλλά να πάει κατά το θέλημα του Θεού. Και ο Θεός έχει βέβαια έλεος άπειρο, τόσο ώστε σώζει και το ληστή και τον τελώνη και την πόρνη. Όμως ο Θεός ζητεί την τελειότητα. Ζητεί να τον αγαπάμε εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος, εξ όλης της δυνάμεως μας. Ζητεί να του προσφέρουμε καρπό έργων, ει δυνατόν εκατονταπλασίονα. Και ζητεί να ζούμε για την δόξα του. «Εν τούτω, λέγει ο Χριστός, εδοξάσθη ο Πατήρ, ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν πολύν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη». Ο μοναχός θέλει στη γη να κάμει για την ψυχή του, και για το Θεό, ό,τι περισσότερο μπορεί. Όχι ό,τι λιγότερο, όπως προσπαθούν συνήθως «να ξεμπλέξουν» οι κοσμικοί. Αυτά όμως δεν είναι και τόσο εύκολα πράγματα. Μόνο το πρώτο βήμα να κάνει κανείς, την αποταγή, χρειάζεται τέτοιος ηρωισμός και τέτοια δύναμη θυσίας που ακόμη και άνθρωποι με βαθύ τον πόθο της τελειότητας διστάζουν να το κάνουν.
Και θυμηθείτε τον πλούσιο νεανίσκο του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό η αποταγή είναι ένα τεραστίας σημασίας πνευματικό δρασκέλισμα. Και το κάνει κανείς, μόνο όταν παύσει να σκέπτεται λογικά και αρχίσει να σκέπτεται «θεο-λογικά».
Και αφού όμως ο μοναχός το κάνει αυτό το δρασκέλισμα, δεν τα ευρίσκει όλα ρόδινα. Κόσμος και σατανάς τον πολεμούν σκληρά, ανελέητα, ανειρήνευτα, ανυποχώρητα. Με το διπλό εγωκεντρισμό : της σάρκας και του πνεύματος. Και επειδή «πάσα η δύναμις του εχθρού επ’ ομφαλού γαστρός», η κάθαρση για το μοναχό, και για κάθε άνθρωπο, αρχίζει με τον αγώνα και τη νίκη κατά των σαρκικών επιθυμιών. Χωρίς άμυνα στο θέμα αυτό, χωρίς αγώνα για κάθαρση από τα σαρκικά πάθη, ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη κάνει ούτε ένα βήμα στην άμυνά του κατά του διαβόλου. Ο εγωκεντρισμός του πνεύματος μας κάνει να νομίζουμε, πως η δική μας γνώμη είναι η πιο καλή του κόσμου. Πως δεν έχουμε ανάγκη από γνώμες και συμβουλές. Νικιέται με την ταπείνωση και την υπακοή σε Γέροντα. Με την κοπή του θελήματος. Και στα δύο σημεία ο μοναχός νικάει αγωνιζόμενος εναντίον των παθών. Και αγωνίζεται με τους χειρότερους όρους. Μη θελούσης της καρδιάς. Και αυτό είναι κάτι το κυριολεκτικά τραγικό. Αλλά και εδώ είναι όλο το μεγαλείο της μοναχικής πολιτείας. Γιατί «ο μοναχός βία εστί της φύσεως διηνεκής».
Με το πνεύμα αυτό, και στην επιδίωξή του να καταδαμάσει τον εγωκεντρισμό της σαρκός και του πνεύματος, ο Όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης έτρωγε τριμμένο ξερό χορτάρι ανακατωμένο με τριμμένο μάρμαρο. Και κάθε φορά που το έτρωγε, γράφει ο βιογράφος του, τον επήγαινε αίμα. Ας σταθούμε με ευλάβεια μπροστά στο άγιο φρόνημα, που τον ωθούσε στην τόσο σκληρή αυτή ενέργεια. Ο εγωκεντρισμός του πνεύματος είπαμε συντρίβεται με την ταπείνωση και την υπακοή.
Στο σημείο αυτό, ας το ρίξουμε και λίγο στο αστείο. Πριν από δύο – τρία χρόνια μια εφημερίδα έκανε «έρευνα» για το Άγιο Όρος. Ήθελε να δείξει ότι δεν είναι εκεί τα πράγματα καθόλου καλά. Τουλάχιστον αυτό συμπέραινε ο αναγνώστης, από τα γραπτά των ερευνητών. Θυμάμαι λοιπόν, ένας δημοσιογράφος έγραφε πως στο Άγιο Όρος συνάντησε ένα μοναχό καθισμένο ήσυχα σε ένα πεζούλι. Τον πλησίασε και τον ρώτησε: Πάτερ, μπορείς να μου πεις τι είναι ο καλόγερος; Του απάντησε ο γεροκαλόγερος βαθυστόχαστα: Ο καλόγερος είναι ένα σκυλί. Αν του δώσεις ένα ξεροκόμματο, του κάνεις καλό, αν του δώσεις (ένα ξεροκόμματο) μια κλωτσιά, του κάνεις μεγαλύτερο καλό.
Και ο νεαρός δημοσιογράφος που δεν σκάμπαζε γρυ από καλογερική, του έδωσε μια κλωτσιά. Έγραψε στην εφημερίδα του, ότι οι καλόγεροι είναι άνθρωποι βλαμμένοι και η καλογερική εξαθλιώνει τον άνθρωπο.
Ο εξαίσιος εκείνος μοναχός είχε δώσει την πιο όμορφη και πιο πνευματική απάντηση. Αλλά όπως λέγει ο Άγιος Απόστολος Παύλος, ψυχικός άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος, ούδε γαρ δύναται. Μωρία γαρ αυτώ εστί.
Και μια τούρκικη παροιμία λέγει: Τι καταλαβαίνει ο γαϊδαρος από χοσιάφι.
Όπως βλέπετε, πρέπει να ξέρει κανείς και να διαβάζει. Δεν αρκεί να βλέπει. Αλλά ούτε και να διαβάζει αρκεί. Πρέπει και να κατανοεί.
Λέγουν πολλοί ότι ο μοναχισμός σαν θεσμός της Εκκλησίας πρωτοεμφανίζεται τον 3ο μ.Χ. αιώνα και πρόδρομος αυτού υπάρχει ο Μέγας Αντώνιος, Παύλος ο Θηβαίος κ.λ.π. Επομένως είναι κάτι που εισήχθη στην Εκκλησία, δεν είναι απαραίτητο και μάλιστα εφ’ όσον δεν χρειάζεται μπορούμε να το ξηλώσουμε. Όρα τους προτεστάντες που μαζί με τις πολλαπλές τομές ξήλωσαν και την σωτηρία τους.
Ο Μοναχισμός είναι θεσμός της Εκκλησίας. Και όταν λέμε Εκκλησία δεν εννοούμε κάτι που φτιάχθηκε τον 3ο αιώνα. Η Εκκλησία έχει τις ρίζες της σ’ αυτόν τον Άγιο Τριαδικό Θεό. Η Εκκλησία είναι συνάναρχος με τον Άγιο Τριαδικό Θεό γιατί αποτελεί την κοινωνία των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Και όταν η Εκκλησία έχει ένα θεσμό, ο θεσμός αυτός είναι συνυφασμένος με την ύπαρξή της. Και εξηγούμαι:
Οι ρίζες του μοναχισμού είναι, βρίσκονται, θεμελιούνται στην ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μοναχισμού είναι: Παρθενία ή αγαμία – ακτημοσύνη – υπακοή. Ο Άγιος Χρυσόστομος στον περί παρθενίας του λόγο έλεγε: Η παρθενία επεφυλάσσετο δια την Καινή Διαθήκη ενώ ο γάμος είχε μείνει δια την Παλαιά Διαθήκη και ότι είναι καινούριο πράγμα ως θεσμός της Καινής πια Διαθήκης. Όπως όμως βρίσκουμε την Καινή Διαθήκη μέσα στην Παλαιά Διαθήκη έτσι βρίσκουμε και τον μοναχισμό μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Παρόλο που ο γάμος ήταν καθεστώς και τούτο διότι οι φυλές έπρεπε να υπάρχουν ιστορικά για να έλθει ο Μεσσίας και ως λαός οι φυλές να τον πλαισιώσουν. Διότι αν ήρχετο ο Μεσσίας και δεν υπήρχε ο λαός του Ισραήλ τότε; Έπρεπε λοιπόν να υπάρχει παρά τις ιστορικές του περιπέτειες, έπρεπε να υπάρχει.
Γι’ αυτό δεν βρίσκουμε βεβαίως τον Μοναχισμό σε μια γενικευμένη του μορφή, βρίσκουμε όμως τις ρίζες του μοναχισμού εκεί. Συγκεκριμένα: Τον 11ο αιώνα π.Χ. ομάδα μοναχικού βίου – προφήτης Σαμουήλ έγγαμος – Σχολή των προφητών. Παρέλαβε τους προφήτας ο Προφήτης Ηλίας – άγαμος – ακτήμων – υπό την υπακοή του Θεού: χαρακτηριστικά τελείου μοναχού. Δεν είναι δε άμοιρο σε ένα πλήθος συνδυασμών το ότι στην Μεταμόρφωση του Χριστού παρευρίσκοντο ο προφήτης Μωϋσής και ο προφήτης Ηλίας. Αντιπρόσωπος του Νόμου και Αντιπρόσωπος των προφητών. Αντιπρόσωπος του Γάμου και Αντιπρόσωπος της Αγαμίας, εις αυτήν την επίσημη εικόνα της δόξης του Υιού του Θεού έχουμε τους δύο προφήτες αντιπροσώπους του Γάμου και της αγαμίας δηλαδή του μοναχισμού. Γιατί υπάρχει και αγαμία από καπρίτσιο, ή φιλοσοφική διάθεση ή ότι δεν κατάφερα να παντρευτώ. Όχι έτσι αλλά από αφιέρωση στο Θεό, όπως ο προφήτης Ηλίας – ο ζηλωτής.
Κατόπιν λοιπόν ο προφήτης Ελισσαίος συνεχιστής της σχολής των προφητών, άγαμος, με ομάδα ανδρών, περισσοτέρων αγάμων – δάση Ιεριχούς – ακτήμονες ασκηταί εργάζοντο υπέρ του λαού και ενθύμιζαν τις εντολές του Θεού στον λαό, και αντέγραφαν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης (τα χρονικά της εποχής των δηλαδή, και τα των Βασιλείων πιθανώς να εγράφησαν υπ’ αυτών). Ηγούμενος προφήτης Ελισσαίος δάσος – καλύβες – τσεκούρι και «ω συμφορά μου και δεν ήταν δικό μου – θαύμα – ξύλον τιμίου σταυρού τύπος». Να λοιπόν οι ρίζες του μοναχισμού τον 11ο αιώνα π.Χ. στην Παλαιά Διαθήκη.
Έκφρασις δε και τελείωσις αυτού του μοναχικού βίου είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Δεν θα πήγαινε ο Άγιος Ιωάννης μοναδικόν δήθεν φαινόμενο, εις την έρημο αν δεν είχε προηγούμενα πρότυπα. Άγνωστοι άνθρωποι σε μας, δεν γνωρίζουμε, ποιοι ήσαν, το γεγονός είναι ότι αυτοί εστάθηκαν οι πρώτοι μοναχοί μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Δεν είναι τυχαίο δε ότι τα ιερά Ευαγγέλια μας περιέγραψαν τον τρόπο ζωής του Αγίου Ιωάννου. Τι έτρωγε; Μέλι άγριο και ακρίδες ……… Μ.Γ΄ 4. Ενώ δια τον Χριστό δεν γράφουν, απλώς ότι έτρωγε και είπον αυτόν φάγον και πότην. Και ο Χριστός στο Ματθ. ΙΑ΄ 7,11 περιγράφει την ζωή του Βαπτιστού.
Όλα αυτά δείχνουν Μοναχισμό με όλα τα χαρακτηριστικά του στην Παλαιά Διαθήκη και ας έλθω και στην Καινή Διαθήκη ή μάλλον μπήκα γιατί ο Άγιος Ιωάννης ήδη είναι ο ακροτελεύτιος της Παλαιάς Διαθήκης και η αρχή της Καινής Διαθήκης. Είναι συνεπώς ο κρίκος που συνδέει την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης δεν ανήκει στην Παλαιά αλλά στην Καινή Διαθήκη και η Εκκλησία τον έχει κοντά στην Παναγία – τέμπλον. Ότι η Παναγία από την πλευρά των γυναικών, είναι ο Άγιος Ιωάννης από την πλευρά των ανδρών – ΜΕΓΑΣ. Και βλέπετε λοιπόν ότι η αρχή της Καινής Διαθήκης έγινε, περίεργον η αρχή έγινε με τον Μοναχισμό, για να μην πω ότι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός έμεινε άγαμος και οι μαθηταί όσοι ήταν άγαμοι, έμειναν εν παρθενία.
Οι τέσσερις κόρες του Φιλίππου του διακόνου, παρθενεύουν και προφητεύουν. Και Μοναχισμός βεβαίως δεν είναι το Μοναστήρι – ο τοίχος – αλλά οι ιδιότητες που είπαμε, τα χαρακτηριστικά.
Εις Α΄ Κορινθ. 7΄ κεφ: 7 φορές λέει ότι είναι προτιμητέα η παρθενία και είναι καλόν εάν έχει τις κόρη να την κρατήσει παρθένο –(Τρώει ξύλο ο ιεροκήρυξ! και όμως ευαγγελικό). Δεν λέει; «καλόν (εστί) ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι». «Λέγω δε τοις αγάμοις και τας χήρας, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ». «Μη ζήτει γυναίκα ….. θλίψιν δε τη σαρκί έξουσι οι τοιούτοι εγώ δε υμών φείδομαι». «Ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι».
Δηλαδή, προσκολλημένοι – αγάπη, τρυφερότητα. όχι όμως με την έννοια «γυναίκα έγημα και ου δύναμαι ελθείν». Οφείλει ο άνδρας να αγαπά την γυναίκα όπως την σάρκα του όταν όμως πρέπει να πάει στην Εκκλησία δεν θα ακούσει «το παραξηλώνεις» εγώ σ’ αγαπώ αλλά ……..
Είναι λοιπόν κατοχυρωμένος ο Μοναχισμός. Οι ρίζες του είναι στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, δεν είναι κάτι καινούριο είναι ένας θεσμός συνυφασμένος με την Εκκλησία. Εάν πιάσουμε να τον ξηλώσουμε, ξηλώνουμε την Εκκλησία. Δεν νοείται η Εκκλησία χωρίς τον Μοναχισμό. Όσες φορές η Εκκλησία εκινδύνευσε οι μοναχοί μπήκαν μπροστά. Σε όλες τις συνόδους μοναχοί, ανίχνευσαν τις αιρέσεις, αυτοί έπαιρναν είδηση, κατέβαιναν στις πόλεις και φώναζαν υπέρ της Ορθοδοξίας. Ο Μέγας Αντώνιος ενώ κλήθηκε στα ανάκτορα της Κων/πόλεως και δεν πήγε, κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια κατά του Αρείου. Οι Μοναχοί στάθηκαν και θα στέκονται προμαχώνες της Εκκλησίας.
Ο μοναχισμός είναι το ΟΖΟΝ ΤΗΣ Εκκλησίας. Η ενορία εξόφλησε – πλην εξαιρέσεων – και θα ανανεωθεί από τα Μοναστήρια είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε.
Ο μοναχός δεν μισεί τον κόσμο αλλά τον βλέπει μέσα σε μια προοπτική μεταμορφωμένης ομορφιάς μέσα στην αιωνιότητα. Και δι’ αυτής δίδει στον κόσμο μια αξία άφθαρτη και απείρως βαθιά και έτσι τον αποκαλύπτει στους άλλους ανθρώπους.
Στην χαρά των ανθρώπων που κυριαρχείται από τις επιθυμίες και τις απολαύσεις, οι οποίες προέρχονται από την επιφανειακή πλευρά του κόσμου υπάρχει κάτι το ασταθές και ευμετάβλητο που την κάνει να περνά γρήγορα και να μεταβάλλεται σε θλίψη μέσα σε ένα αίσθημα κενού.
Ο κόσμος είναι θλιβερός και ακάθαρτος για τον άνθρωπο που δεν γνωρίζει παρά τη γήινη μορφή της ζωής. Οι άνθρωποι είναι θλιμμένοι κυρίως σήμερα, έστω και αν ζητούν να διασκεδάζουν τον περισσότερο καιρό σε ένα επίπεδο χαμηλό. Είναι σαν τους ανθρώπους που γελούν για επιφανειακά και ασήμαντα πράγματα και έπειτα διερωτώνται γιατί γελάσαμε; Γιατί πέσαμε τόσο χαμηλά γελώντας για το τίποτε; Γελάσαμε σαν τους τρελούς χωρίς αιτία ή για να λησμονήσουμε τα αγκάθια των φροντίδων που υπάρχουν, για να λησμονήσουμε την πραγματικότητα.
Η λειτουργία είναι η εμπειρία της εσχατολογίας της Βασιλείας του Θεού. Από εδώ αρχίζει η χαρά μέσα στην ορθόδοξη λειτουργία.
Ζούμε την οριστική συνάντηση με τον Θεό. Από εδώ πηγάζει η χαρά της ορθοδόξου λειτουργίας, η χαρά της μοναχικής ζωής ιδιαίτερα.
Είπε, (Αγγλικανός μοναχός): «Πως διαφυλάξατε την εμπειρία του μυστηρίου μέσα στην θεία Λατρεία; Εμείς την χάσαμε».
«Το μυστήριο είναι η εμπειρία της παρουσίας του Θεού».
Ο μοναχός ζει πάντοτε δια της αδιάλειπτου προσευχής αυτήν την εμπειρία να είναι με το Θεό.
Μέσα στο μοναχισμό αναμφιβόλως ζει και φαίνεται περισσότερο καθαρά η χαρισματική Εκκλησία του Χριστού, η Βασιλεία του Θεού επί της γης. «Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» είπεν ο Κύριος. Όταν ο Κύριος βασιλεύει μέσα στον καθένα μας, βασιλεύει σε όλη τη γη, γιατί εμείς όλοι οι άνθρωποι παροικούμε στη γη. Ο Κύριος βασιλεύει στις ψυχές των μοναχών, γι’ αυτό η έρημος η «αλλοτρία γη» είναι ένας παράδεισος.
Το μοναστήρι είναι το Θαβώρ. Ο μοναχός πραγματοποιεί μέσα σε αυτό την επιθυμία του Πέτρου: «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι». Ας κάνουμε τρεις σκηνές για να μείνουμε εδώ επάνω. Το θείο φως ακτινοβολεί από το πρόσωπο του Χριστού. Οι μοναχοί έχουν ξεχάσει αυτόν τον κόσμο. Η αίσθηση της παρουσίας του Θεού αναπληρώνει τη θύμησή του. Και αυτό συμβαίνει διότι με την προσευχή ξεπερνούν και αποθέτουν τις μέριμνες του κόσμου.
Μοναστήριον εστίν φροντιστήριον ανθρώπων φιλοσόφων τον βίον. (Ιωάννου Χρυσοστόμου).
Αναχώρηση και αποφυγή του κόσμου είναι να μισήσει τις αυτοθελήτως όλα τα κοσμικά και γήινα. ήγουν βρώματα, πόματα, πλούτον, δόξας, αναπαύσεις, και τα όμοια, τα οποία επιθυμεί και αγαπά να απολαμβάνει εις την πρόσκαιρον ζωήν ο άνθρωπος, και να τα αρνηθεί από καρδίας του, και έως τέλους ζωής του, δια να κερδίσει εν ουρανοίς εκατονταπλάσια.
Η μοναχική ζωή είναι μια ζωή εν κοινωνία αγάπης και αλληλοβοηθείας. Κοινωνίαν βίου τελειοτάτην εγώ καλώ (τας μονάς) εν η κτήσεως μεν ιδιότης εξώρισται, γνώμης δε εναντίωσις απελήλαται ……
Η αναχώρηση δεν σημαίνει άρνηση της θείας δημιουργίας, δεν δηλώνει εγκατάλειψη των ανθρώπων. Τούτο σημαίνει φυγή από την πλάνη και την κυριαρχία του διαβόλου από την παράχρηση και θεοποίηση του κόσμου, ο οποίος «κείται εν τω πονηρώ».
Η ζωή του μοναχού είναι θάνατος και ανάσταση και ανάληψη. Ναι! Ο μοναχός αρνείται τη ζωή της φθοράς και του θανάτου, τη ζωή της αμαρτίας.
Να γιατί οι νηπτικοί πατέρες μιλούσαν για την ανάγκη να απελευθερωθούμε από τις φροντίδες και τους θορύβους που μας δίδουν τα πράγματα ή ακόμη και οι συναντήσεις με τα πρόσωπα. Οι πατέρες όμως εκείνοι δεν εξέφρασαν με αυτό μια περιφρόνηση για τα δημιουργήματα του Θεού, αλλά την αναγκαιότητα του να μάθουμε να βλέπουμε με καθαρό οφθαλμό την ύπαρξή τους δημιουργημένη από τον Θεό, να μάθουμε να τα δεχόμαστε σαν λόγους του Θεού σαρκωμένους και σαν τους δρόμους δια μέσου των οποίων ο Θεός επιθυμεί να υψωθούμε προς Αυτόν.
Η μοναχική ζωή ως αφθορία και ομοίωσις Θεού δεν είναι άρνηση αλλά αντιθέτως είναι κατάφαση της ζωής.
Είναι η υπέρβαση της ανθρώπινης ζωής και πρόσβαση στη ζωή των ασωμάτων.
Ο ορθόδοξος μοναχός δεν είναι λιποτάκτης της ζωής, ούτε κυνηγός μιας φανταστικής ηδονής όπως ο γιόγκα, αλλά εραστής πνευματικής ζωής, της θείας ζωής.
Η μοναχική ζωή δεν είναι φυγοπονία.
Πάσα πρόφασις αργίας πρόφασις εστίν αμαρτίας (Μ. Βασίλειος).
Η εργασία προστατεύει τους μοναχούς από τους πειρασμούς της αργίας και ακηδίας. Και τούτο διότι η μοναχική ζωή δεν βιούται με μόνην την απομάκρυνση των μοναχών από την κοσμική κοινωνία. Ο εσωτερικός αγώνας προϋποθέτει μεγάλη ψυχική δύναμη πέραν της αποταγής υπάρχουν τα άλλα δεσμά. «Και το μεν έξω άνθρωπον ευκόλως τις ποιεί μοναχόν εάν θελήση. Ούκ ολίγος δε αγών τον έσω άνθρωπον ποιήσαι μοναχόν» (τον έσω άνθρωπον, ός εστί ο νους).
Ο μοναχικός βίος λέγεται απράγμων και όχι άπρακτος. Ο μοναχός χωρίς περισπασμούς επιδιώκει το βραβείο της άνω κλήσεως και διάγει τον απράγμονα βίο, καθ’ ότι αποφεύγει τις πραγματείες του κόσμου.
Παρθένος «εγκατακεκλεισμένη εν κέλλη» ερωτήθη:
- Τι καθέζη ενταύθα;
- «Ου καθέζομαι, αλλά οδεύω».
«Απράγμων ησυχία της εν τοις πράγμασι περιφανείας τιμιωτέρα» (Γρηγορίου Θεολόγου Επιστολή Ολυμπίω).
«Βίος ησύχιος, χρημάτων πολλών περιφανέστερος» (Νείλος).
«Η ησυχία εστί αρχή καθάρσεως τη ψυχή» (Μέγας Βασίλειος).
«Εμοί την μετρίαν είδησιν, η κατά μόνας προσέθηκεν αναχώρησις ο γαρ εν μέσω θορύβων στρεφόμενος και γνώναι τα ουράνια βουλόμενος, λέληθεν ότι το εν ακάνθαις σπειρόμενον, υπ’ εκείνων συμπνίγεται. και ο μη σχολάσας, θεόν γνώναι ου δύναται» (Ισιδ. Πηλουσιώτης).
«Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί ο Θεός» (Δαυϊδ).
«Οι θεμέλιοι της γης εν τοις όρεσι τοις αγίοις».
«Τοις ερημικοίς ζωή, μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις».
«Τοις ερημικοίς άπαυστος ο θείος πόθος εγγίνεται κόσμου ούσι του ματαίου εκτός».
«Τι γαρ ασφαλέστερον και υψηλότερον του μίαν έχειν φροντίδα, πως αρέσαι δει τω Θεώ» (Αγίου Χρυσοστόμου).
«Τι ουν μακαριώτερον την των αγγέλων χορείαν εν γη μιμείσθαι» (Άγιος Βασίλειος).
Συνοπτικά αναφέρουμε τους λόγους οι οποίοι αποτελούν αφορμή δια να γίνει τις μοναχός. Τους θεοκεντρικούς δηλαδή λόγους που κατά τον Ιωάννη Κλίμακος είναι τρεις:
α) Δια να κερδίσει την Βασιλείαν των ουρανών.
β) Διότι έπραξε πολλά και βαριά αμαρτήματα και θέλει να τα δουλεύσει δια να λυτρωθεί της αιωνίου κολάσεως δια της προσκαίρου στενοχωρίας και θλίψεως.
γ) Δια την άμετρον και υπερβάλλουσαν αγάπη ήν έχουσι προς τον Θεόν. (άνευ τούτων η αναχώρησις είναι περιττή, ματαία και άλογος).
Ούτω ο μοναχός, που ως είπαμε είναι εκείνος που εκλαμβάνει πολύ σοβαρά το ζήτημα της σωτηρίας του, εκπληρώνει και τα εξής:
«Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» Λευϊτ. ια΄ 43.
«Άγιοι γίνεσθε, ότι Άγιος ειμί Κύριος ο Θεός υμών».
«Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν».
«Αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
«Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω …..» Α΄ Ιωανν. Β. 15-17.
«Παν το εν τω κόσμω ουκ έστι εκ του πατρός».
«Όστις φίλος του κόσμου εστί, εχθρός του Θεού καθίσταται».
«Εδίψησεν η ψυχή μου πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού» (Ψαλμ. μα΄ 2).
Η ελεημοσύνη που έχει σκοπόν την θεραπείαν των σωματικών αναγκών, πείνας, δίψας, γυμνότητας, έχει διαταχθεί δια τους κοσμικούς. Εκτός όμως αυτού η ελεημοσύνη δεν έχει ορισθεί τόσον δια να τρέφονται οι πτωχοί, όσο δια να διδαχθούν εμπράκτως οι άνθρωποι την αγάπη και την μεταξύ των φιλία.
Ο Θεός που διοικεί τα πλούτη του πλουσίου είναι εις θέσιν να διαθρέψει και τον πτωχόν. αλλά όπως ακριβώς η περιτομή των Εβραίων ήτο μία πράξις συμβολική δια την αφαίρεσιν του καλύμματος της αμαρτίας από την καρδιάν, τοιουτοτρόπως και η ελεημοσύνη έχει σκοπόν να εμβάλη εις την καρδίαν των ανθρώπων την προς τον πλησίον αγάπην. Εις όσους λοιπόν ανθρώπους η αγάπη αυτή έχει αναπτυχθεί με την δύναμη της θείας χάριτος είναι περιττή η ελεημοσύνη.
Δεν τα λέγω αυτά δια να υποτιμήσω και να κατηγορήσω την συμπάθειαν και την ευσπλαχνίαν προς τους πάσχοντας, μη γένοιτο! Αλλά δια να εξάρω την αξίαν της ακτημοσύνης δια τον Μοναχόν. Μήπως είναι ποτέ δυνατό να εμποδισθεί το μεγαλύτερο από το μικρότερο. [Τόμος Γ΄ υπόθεσις ΜΖ΄ , Α΄ Συγκλητικής παρ. 1-3 σελ. 613].
Τιμιωτέρα είναι η πτωχεία και η ταπείνωσις των μοναχών, παρά η ελεημοσύνη και βοήθεια των κοσμικών, και τούτο είναι φανερόν από τον λόγον του Κυρίου ημών, τον οποίον είπε προς εκείνον οπού εκαυχήθη πως εφύλαξεν όλας τας εντολάς εκ νεότητος. « Έτι εν σοι λείπει, εάν θέλης να γένης τέλειος, να πωλήσης όλα σου τα υπάρχοντα, να τα δώσης τοις πτωχοίς και να κατασταθής πενέστατος και πτωχότατος, ώσπερ εκείνοι οπού ζητούσιν εξ άλλων ελεημοσύνην και βοήθειαν».
Είναι σπουδαίον πράγμα να σκορπά τα χρήματά του εις τους πτωχούς αυτός που έχει. το να συγχωρή όμως από καρδίας τους ανθρώπους δια τα σφάλματά των, είναι τόσον ανώτερον του πρώτου όσον και η ψυχή, κατά την ουσίαν της, είναι πολυτιμοτέρα από το σώμα. το δεύτερον δε αυτό ισχύει αποτελεσματικώτερον δια την λύτρωσιν από την αμαρτία. (Τόμος Γ΄ υποθ. ΜΖ΄, Δ΄ Αββά Μάρκου παρ. 4 σελ. 619).
Υπάρχει εντολή μερική και υπάρχει άλλη περιεκτική. Δια μεν της πρώτης ο Κύριος εντέλλεται να ελεώμεν τους μη έχοντας. Δια δε της δευτέρας, να αποτασσώμεθα εξ όλων των υπαρχόντων μας, γενόμενοι τελείως ακτήμονες (Άγιος Μάρκος).
Ο μοναχός συσταυρώνεται και συναποθνήσκει με το Χριστό ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας.
Η σωματική άσκηση δεν σημαίνει φθορά του σώματος, αλλά των παθών. με την οποία σωματική άσκηση εισέρχεται από τον θάνατο της σαρκός στην ανάσταση της εν αγίω πνεύματι ζωής.
Ο Χριστιανός είναι άγγελος ελαύνων επί θηρίον. Αυτό το θηρίο θέλει η μοναχική ζωή (άσκηση) να τιθασεύσει και να καταστήσει ευκολοκυβέρνητο στα χέρια της ηνιοχούσης ψυχής.
Ο μοναχός ταπεινώνει δια της ασκήσεως το σώμα και δια της αφανείας την ψυχή.
Ο δε Αββάς Ποιμήν όταν ερωτήθει από ασκητή διατί ένιπτε τους πόδας του είπε: Δεν εμάθαμεν να είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι.
«Μέγα το περί Θεού λαλείν, αλλά μείζον το εαυτόν καθαίρειν Θεώ».
Το μυαλό έδωσε την γνώση ή η γνώση το μυαλό; Αν το μυαλό. εσύ που το έχεις τι την θέλεις την γνώση;
Τον πραγματικό θεολόγο τον αναδεικνύει η προσευχή: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς και ει αληθώς προσεύχη θεολόγος ει».
«Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι, σοφισφήναι και ούτω σοφίσαι, γενέσθαι φως και ούτω φωτίσαι, εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους, αγιασθήναι και αγιάσαι» (Γρηγ. Θεολόγου).
Ότι μόνη η άνωθεν σοφία εκατάστησε τους ανθρώπους ευδαίμονας εν μεν τω παρόντι βίω καθ’ όσον ενδέχεται, εν δε τω μέλλοντι υπερτελέστατα.
Ότι τα μαθήματα της έξω σοφίας δεν είναι αναγκαία προς την αληθινήν ευδαιμονίαν του ανθρώπου.
Ότι δεν χρειάζεται και είναι καταφρονητέα η έξω σοφία όταν δεν υπάρχει η έσω. (Αθανασίου Παρίου 1813).
Η Δύσις έχει θεσμοθετήσει τον μοναχισμό και την τάξη των λαϊκών σαν δύο μορφές ζωής. Η μία που απαντά στις «συμβουλές» και η άλλη στις «εντολές» του Ευαγγελίου. Έτσι το ενιαίο απόλυτο βρέθηκε διεσπασμένο. Από την μια μεριά προχωρούν οι τέλειοι από την άλλη στέκονται οι αδύνατοι ζώντες μέσα στα ημίμετρα.
Ο βαθιά ομοιογενής χαρακτήρας της ανατολικής πνευματικότητας αγνοεί την διαφορά ανάμεσα στις «εντολές» και στις «ευαγγελικές συμβουλές». Ο Χριστός παραγγέλλει να ακολουθούμε την στενή οδό και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Ο μοναχός και ο κοσμικός οφείλουν να φθάσουν στα ίδια ύψη. (Ιωανν. Χρυσοστόμου προς Εβραίους 7,4 – προς τους πολεμούντας τοις επί το μονάζειν ενάγουσιν 3, 14).
Ο Άγιος Νείλος φρονεί ότι όλες οι μοναχικές συνήθειες επιβάλλονται και στους ανθρώπους του κόσμου (επιστολή 1, 167, 169). «Εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο παρότι είναι έγγαμοι οφείλουν καθ’ όλα τα άλλα να μοιάζουν με τους μοναχούς».
Απατάσθε πολύ, εάν νομίζετε ότι υπάρχουν πράγματα που απαιτούνται από τους κοσμικούς και άλλα από τους μοναχούς ………… Όλοι θα λογοδοτήσουν παρόμοια». (Ιωάννης Χρυσόστομος προς Εβραίους 7,4 είς Εφεσσ. ομιλ. 20).
«Μη γαρ νομίσης επί μονάζοντας τα λεχθέντα, αλλ’ ουχί και επί λαϊκού τα πάντα επίσης» (Θεοδ. Στουδίτου).
Όσον αφορά το γεγονός ότι είσαι λαϊκός εγώ δε είμαι μοναχός δεν χρειάζεται να το σκέπτεσαι καθόλου. Ο Κύριος ακούει τις προσευχές του μοναχού, όπως και τις προσευχές του λαϊκού (Σερ. Σάρωφ).
Μη βιάζεσθε να πληθύνετε τους μοναχούς. Το μαύρο ράσο δεν σώζει καθόλου. Εκείνος που φορεί άσπρα ρούχα και έχει το πνεύμα της υπακοής, της ταπεινώσεως και της αγνότητος, αυτός είναι ένας πραγματικός μοναχός του εσωτερικευμένου μοναχισμού (Τύχων Ζαντόσκυ).
Η ιδιότης της παρθενίας είναι πανάρχαια και συνομίληκος με το ανθρώπινον γένος. Ο Αδάμ και η Εύα εις τον Παράδεισο ήσαν παρθένοι και επρόκειτο να ζήσουν εν παρθενία. Μετά όμως την πτώση, κατά παραχώρηση για να μη χαθεί το πλάσμα του Θεού τω θανάτω, «Αδάμ έγνων την γυναίκα αυτού και συλλαβούσα έτεκε τον Κάιν». Ο Γάμος λοιπόν είναι μεταπτωτικό φαινόμενο.
Στην Παλαιά Διαθήκη η παρθενία τιμάται αλλά δεν επιδιώκεται διότι είχε σκοπό να διατηρηθεί ο κόσμος σε μια πληθυντικότητα, έπρεπε να υπάρχει το πλαίσιο λαός για να έρθει ο Μεσσίας. Είχαμε τον Προφήτη Ηλία, Ελισσαίο, Ιωάννη τον Πρόδρομο αλλά η παρθενία επεφυλάσσεται ως κατ’ εξοχή αρετή της Καινής Διαθήκης.
Η παρθενία δεν είναι κατάσταση παρά φύσιν ούτε κατά φύσιν, αλλά είναι Υπέρ φύσιν κατάστασις.
Κατά δε τον Ιωάννην Χρυσόστομο εις τον περί παρθενίας λόγον είναι «η όντος κατά φύσιν κατάστασις της παιδοποιίας εισαχθείσης προβλεπομένου του Θεού την ανθρωπίνην πτώσιν». Έχουμε συγκαταβατική κατάσταση, επειδή ο Θεός προέβλεψε την πτώση, με την πτώση τον θάνατο και με τον θάνατο την ανάγκη να διατηρηθεί το ανθρώπινο γένος και εισήχθη το σχήμα άρρεν και θήλυ. Εξάλλου στην παρθενία θα επανέλθουμε όλοι εις την Βασιλεία του Θεού ότι εκεί ούτε γάμος ούτε παιδοποιία θα υπάρχει (Ματθ. ΚΒ΄ 30΄).
Η παρθενία δεν είναι για όλους «αλλ’ οις δέδοται» (Ματθ. ιθ΄ 11). Εν τούτοις η παρθενία δεν είναι απλώς ένα χάρισμα όπως ευφυία, δύναμη κ.λ.π. αλλά είναι αρετή – απαιτεί κόπο – διότι συνεπλήρωσε ο Κύριος «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω». Είναι πραγματικά αρετή γιατί έχει τα στοιχεία του κόπου. Αποτελεί μυστήριο η παρθενία και δύναται μόνο να προσεγγισθεί από εκείνους που ορθώς παρθενεύουν.
Εις την αποκάλυψιν αναφέρεται ο Κύριος εις την προς Σάρδεσιν εκκλησίας επιστολήν δια τους εκεί παρθένους Κεφ. Γ, 4΄ «αλλά έχεις ολίγα ονόματα εν Σάρδεσιν, α ουκ εμόλυναν τα ιμάτια αυτών, και περιπατήσουσι μετ’ εμού εν λευκοίς, ότι άξιοι εισίν».
Αλλά και εις το ΙΔ΄ στιχ. 4,5 έχουμε συμπαθητικωτάτη εικόνα «ούτοι εισίν οι ακολουθούντες τω αρνίω όπου αν υπάγη. Ούτοι εισίν οι μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν. παρθένοι γαρ εισίν. Ούτοι ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεώ και τω αρνίω. και ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών. άμωμοι γαρ εισίν».
Το ούκ εμολύνθησαν δεν σημαίνει πορνεία αλλά αγαμία. Όχι ότι ο γάμος μολύνει καθ’ εαυτόν αλλά επειδή ενεφυλοχώρησε στο σχέδιο του Θεού η πονηρά επιθυμία (ευχή καθαρισμού).
Ο Άγιος Ιγνάτιος λέγει ότι ο εν παρθενία ευρισκόμενος είναι προς τιμήν του σώματος του Χριστού αρκεί να μη καυχηθεί γι’ αυτό. Γιατί αν καυχηθεί χάθηκε. Αναφέρεται ως μια αφιέρωση. Είναι το «ηγοράσθησαν απαρχή», τα πρωτόλια. Επίσης «ούτοι εισί οι ακολουθούντες το αρνίο όπου αν υπάγει» σημαίνει ότι είναι εξάρτημα του σώματος του Χριστού άρα προς τιμήν του σώματος όπως τα αναθήματα που στολίζουν μια εικόνα πάντοτε εν Εκκλησία και εν λιτανεία.
Ο σκοπός της παρθενίας είναι η αφιέρωση του ανθρώπου στον Θεό και στα του Θεού και τίποτα άλλο απολύτως. Οποιοδήποτε άλλο κίνητρο θα δημιουργούσε αγαμία δεν είναι γνήσιο.
Σήμερα η παρθενία όχι μόνο δεν τιμάται αλλά και χλευάζεται επειδή δεν κατανοείται.
Επειδή δε διαβάλλεται υπό των συγχρόνων καθίσταται μια διαρκής ομολογία πίστεως εις το όνομα του Ιησού Χριστού χάριν του οποίου και υπάρχει η παρθενία. Ο εν παρθενία είναι ομολογητής και μάρτυς, τόσο διότι ένεκα των συγχρόνων πειρασμών που συναντάμε στην εποχή μας πολλάκις η παρθενία δια να διαφυλαχθεί χρειάζεται μαρτύριο, (διαφυλάσσεται σήμερα η παρθενία μαρτυρικώς), αλλά και εφ’ όσον χλευάζεται διαρκώς η παρθενία και υπάρχουν οι σύγχρονοι αρνηταί της πρέπει ο εν παρθενία ευρισκόμενος διαρκώς και να απολογείται υπέρ αυτής.
Όταν λέγει δια τους παρθένους που είναι αφιερωμένοι στην αγάπη και στο έργο του Χριστού ότι «ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών» δεν σημαίνει το ψεύδος εις την στενή του έννοια, αλλά εννοεί κατάσταση γενικότερης αληθούς ζωής δηλαδή αγιότητα.
Δεν υπάρχει πιο αξιαγάπητος πόθος από τον πόθο αυτής της καταστάσεως της παρθενίας, αυτής της αφιερώσεως και της αγιότητος. Αισθάνεται κανείς να περνά αληθινά σωστά την ζωή του, σαν μαγνήτης έλξεως τίθεται η υπόσχεση, ο λόγος του Χριστού και «περιπατήσουσι μετ’ εμού εν λευκοίς ότι άξιοι εισί» καθώς και οι υποσχέσεις για τους νικητές της πνευματικής νεκρώσεως αλλά και της σωφροσύνης εν στενή έννοια της αγαμίας δηλαδή «ο νικών ούτως περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς, και ου μη εξαλείψω το όνομα αυτού εκ της Βίβλου της ζωής, και ομολογήσω το όνομα (αυτών) αυτού ενώπιον του πατρός μου και ενώπιον των αγγέλων αυτού».
Η παρθενία είναι το δώρο που προσφέρει η ψυχή μας στο Νυμφίο Κύριο. Είναι η άρνηση του κόσμου και η γεμάτη νοσταλγία και πάθος αγάπης προσδοκία του Υιού του Θεού, που ήρθε να προσηλωθεί στο Σταυρό για τη δική μας σωτηρία και που έρχεται και πάλι για να μας παραλάβει στη Βασιλεία Του.
Δεν είναι κάτι το στατικό και νεκρό η παρθενία. Δεν είναι απλώς μια άρνηση. Είναι η δυναμικότερη κατάφαση. Είναι ο ολόψυχο «ναι» στον Κύριο. Είναι η απόλυτη αφιέρωση. Η προσφορά όλων των δυνάμεων όλης της υπάρξεως σε Εκείνον που τα έπλασε όλα, που προσφέρθηκε στο Σταυρό για τη λύτρωση όλου του κόσμου, που «εσφάγη και ηγόρασε τω Θεώ ημάς εν τω αίματι αυτού εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους» (Αποκαλυψ. Ε΄ 9).
Η παρθενία προσφέρεται, σαν μια ανταπόκριση σφοδρής αγάπης στο πρόσωπο του Κυρίου μας. Η δική του αγάπη είχε σαν κορύφωμα το πάθος. Και η δική μας εκφράζεται με την παρθενία, τη συνδυασμένη με τη λατρεία και την προσδοκία. Θα επαναλάβω τον ωραιότατο στίχο – εφύμνιο του μεγάλου εκείνου πατρός, του Μεθοδίου Ολύμπου, που τον βάζει στα χείλη της αφιερωμένης ψυχής, γιατί εκφράζει σε όλο το βάθος και σε όλη την ομορφιά το νόημα και το σκοπό της παρθενίας: «Αγνεύω σοι, και λαμπάδας φαεσφόρους κρατούσα, Νυμφίε, υπαντάνω σοι».
Η δεύτερη μοναστική αρετή, η πτωχεία, είναι η υλοποίηση της εμπιστοσύνης στην πατρική αγάπη του Θεού και η έκφραση της αταλαντεύτου πεποιθήσεως στη στοργική φροντίδα Του. Ο Θεός είναι Πατέρας μας. Όλοι οι άνθρωποι γεύονται την αγάπη Του. Όμως εμείς οι μοναχοί, πρέπει να έχουμε μέσα μας έντονο το αίσθημα της εξαρτήσεως ολοκλήρου της ζωής μας από το πατρικό Του χέρι και να μεταφράζουμε αυτό το αίσθημα της εξαρτήσεως σε πράξη αυτοπαραδόσεως και απολύτου εμπιστοσύνης.
Αν ζούμε την πατρότητα του Θεού, αν πιστεύουμε πως σ’ αυτόν τον τόπο, στον περίβολο του Μοναστηριού μας, αρχηγός της πνευματικής μας οικογένειας είναι ο Θεός, τότε δεν έχει κανένα νόημα η προσπάθεια για την εξασφάλιση προσωπικής ιδιοκτησίας, για την αποταμίευση ή την αποθήκευση υλικών αγαθών που θα εξασφαλίσουν την διαβίωσή μας στα κατοπινά μας χρόνια. Υπάρχει ο Πατέρας, ο πλούσιος και αγαθός Πατέρας, που φροντίζει και θα φροντίζει για μας τα παιδιά Του. (Ματθ. στ΄ 26, 28, 29, ζ΄ 9-12).
Ο γήινος σαρκικός πατέρας είναι η προσωποποίηση και η εγγύηση της φροντίδας και της αγάπης. Ο ουράνιος Πατέρας είναι Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ.
Αλλά και η τρίτη αρετή, η υπακοή, δεν είναι στεγνό γράμμα ή αψυχολόγητη καταπίεση της ελευθερίας.
Πίσω από τη μοναστική υπακοή ορθώνεται η παρουσία και η καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Εμείς οι άνθρωποι κάνουμε λάθη. Το Άγιο Πνεύμα δεν κάνει λάθη. Εμείς οι άνθρωποι μπορεί να καθοδηγήσουμε εσφαλμένα μια ψυχή. Το Άγιο Πνεύμα δεν καθοδηγεί εσφαλμένα μια ύπαρξη.
Όταν εγώ υποτάσσομαι στον άνθρωπο, που έχει ένα διακόνημα μέσα στην Εκκλησία, όταν υποτάσσομαι στο πρόσωπο, που έχει την ευθύνη της πνευματικής καθοδηγήσεως μέσα στην Μονή, δεν εξαρτώ την πνευματική μου προκοπή από την ανθρώπινη αυθαιρεσία. Ασκώ την υπακοή. Αδειάζω τον εαυτό μου από το προσωπικό μου θέλημα, και τον παραδίνω, άγραφη πλάκα, στο Άγιο Πνεύμα. Είμαι απόλυτα βέβαιος, ότι και λάθος αν κάνει ο άνθρωπος καθοδηγητής μου, το Πανάγιο και Παντοδύναμο Πνεύμα, που εποπτεύει πάνω από τα κεφάλια μας, δεν θα αφήσει να ενεργήσει καταστροφικά στην ψυχή μου η αδυναμία ή το λάθος του.
Επομένως, όταν κάνουμε υπακοή δεν υποδουλώνουμε την ύπαρξή μας σε ανθρώπινο θέλημα. Δεν σκύβουμε το κεφάλι μας σε αυθαίρετη προσταγή. Παραδίνουμε τον εαυτό μας στο Πανάγιο Πνεύμα. Εμπιστευόμαστε στη δική Του καθοδήγηση.
Και ξέρουμε σύμφωνα με αυτό που μας λέει ο Απόστολος Παύλος, ότι: «όσοι πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού» (Ρωμ. η΄ 14). Έτσι η υπακοή μας είναι κάτι περισσότερο από εμπιστοσύνη. Είναι αποφασιστική πνευματική στάση. Είναι άνοιγμα στο Άγιο Πνεύμα. Είναι αποδοχή του Παρακλήτου και γέμισμα με τα χαρίσματά Του.
Γι’ αυτό και οι Άγιοι, ανεξάρτητα από το ποιόν είχαν γέροντα, και ποιο ήταν το ανθρώπινο πρόσωπο, στο οποίο πρόσφεραν την υπακοή τους, ήταν διάπλατα ανοιχτοί στο Άγιο Πνεύμα και δέχονταν από Αυτό το φωτισμό και κέρδιζαν τον αγιασμό.
Η χριστιανική θεώρηση της ελευθερίας είναι απαραίτητο να κατατεθεί εις τα εξής για να ανασκευασθεί η τυχόν αντίληψη του σύγχρονου παρατηρητή που θα έλεγε ότι ο Μοναχισμός στερεί την ελευθερία και ειδικά η υποχρέωση της υπακοής η οποία μπορεί να θεωρηθεί και δουλεία ακόμη.
Η αληθινή ελευθερία φανερώνεται στον Ιησού Χριστό. γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «Τη ελευθερία ουν η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε΄ 1).
Ελευθερία σημαίνει να απαρνιέται ο άνθρωπος τον εαυτό του, να ελευθερώνεται από τον ατομισμό και τα εγωιστικά πάθη και να προσφέρει την αγάπη του στο Θεό και σε όλους τους ανθρώπους.
Η πραγματική ζωή και ελευθερία βγαίνει από την αγάπη και την προσφορά του εαυτού. Γι’ αυτό και ο Κύριος καλεί τον άνθρωπο να απαρνηθεί τον εαυτό του και να σηκώσει τον σταυρό του. Για να γίνει αυτό πρέπει ο άνθρωπος να παύσει να είναι δούλος του εγωισμού του και να αγαπά όλους τους ανθρώπους, ακόμα και εκείνους που τον εχθρεύονται και τον μισούν. Η αγάπη προς τους εχθρούς αποτελεί την ολοκλήρωση της ελευθερίας.
Ούτω πως ο Χριστός είναι ελεύθερος, γιατί είναι ενωμένος αδιάσπαστα με τον Ουράνιο Πατέρα Του. Αυτό σημαίνει ότι ξέρει να υποτάσσει το ανθρώπινο θέλημά Του, στο θέλημα του Θεού-Πατέρα, που είναι τελικά και το θέλημα της δικής Τους θειας φύσεως: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο. πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. κα΄ 39). Το θέλημα του ουρανίου Πατέρα γίνεται δικό Του θέλημα, γιατί αγαπά το Θεό και στην κοινωνία της αγάπης Του προσφέρει τα πάντα, ακόμα και τη ζωή Του.
Πάντοτε επικρατούσε σύγχυση στο καυτό θέμα της ελευθερίας, που ταυτίσθηκε πολλές φορές με την αυθαιρεσία και την ασυδοσία. Πραγματική ελευθερία βρίσκεται πάντα στο (συν) – δεσμό και την κοινωνία της αγάπης. Η ελευθερία δεν υπάρχει εκεί, όπου ο άνθρωπος παραμερίζει, υποτιμά ή υποδουλώνει τους άλλους για να ικανοποιήσει τις δικές του επιθυμίες.
Η ελευθερία αρχίζει από τη στιγμή, που ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από το εγώ του.
Έτσι λοιπόν ο μοναχός υπακούοντας όχι μόνον ταπεινούται αλλά και ελευθερώνεται οντολογικά απορρίπτοντας κάθε μορφή δουλικής υποταγής στο τέρας του εγωισμού που εκφράζεται σε κάθε μορφή πάθους.
Οι μοναχοί επιθυμούντες και αγωνιζόμενοι να ζήσουν μέσα τους τέλεια το θέλημα του Θεού, λαχταρούν να αδειάσουν τελείως από το δικό τους εγωιστικό θέλημα. Έτσι αποφασίζουν να κάνουν αδιάκριτο και τελεία υπακοή στον πνευματικό τους πατέρα, τον Γέροντά τους. Η υπακοή μάλιστα συγκαταλέγεται στις τρεις μοναχικές υποσχέσεις στον Θεό. Υπακοή, παρθενία, ακτημοσύνη, εκφράζουν την ολοκληρωτική αφιέρωση του μοναχού στον Θεό. Η καθημερινή εκκοπή του θελήματος ισοδυναμεί με μαρτύριο. Όσο ο μοναχός δια της υπακοής, ακόμη και σε λεπτομέρειες ή φαινομενικά παράλογες εντολές, με πολύ αγώνα ασκείται να εκκόπτη τελείως το θέλημά του, τόσο πληρούται με το θέλημα του Θεού.
Η εκκοπή του θελήματος στην πραγματικότητα δεν είναι αφαίρεση, αλλά θεραπεία του αρρωστημένου θελήματος, ταύτιση και υποταγή του θελήματος στο θέλημα του Θεού. ο Σωτήρ Χριστός είχε ανθρώπινο θέλημα τέλεια υποταγμένο στο Θείο Θέλημα. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί εύστοχα: «Αυταρεσκεία και θελήματι εαυτού ο εξ αρχής ηττήθη βροτός, και τω μη υποταγήναι τω κτίσαντι τούτων αθέτησιν εισάγει το σχήμα του μοναχού, αυτεξουσίω γνώμη το αυτεξούσιον αναιρούν, και τούτο δώρον προσάγων τω δεδωκότι».
Ο καλός υποτακτικός θέλει ότι θέλει ο Θεός. και μαθαίνει να θέλει ότι θέλει ο Θεός, μαθαίνοντας να θέλει ότι θέλει ο Γέροντας. Στο Άγιον Όρος λέγουν ότι ο καλός υποτακτικός είναι αυτός που έμαθε να λέγει με την καρδιά του δύο φράσεις: «Ευλόγησον» και «να είναι ευλογημένο». Έτσι ο μοναχός ελευθερώνεται από το ατομικό, εγωιστικό του θέλημα και τα διάφορα τυραννικά πάθη που πηγάζουν από αυτό. Ελευθερώνεται ακόμη και από τον φόβο του θανάτου, γιατί έχει ήδη διαβεί «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ο ασκούμενος στην υπακοή μοναχός είναι επίσης ελεύθερος από κάθε αγωνία, γιατί έχει με ταπείνωση εναποθέσει την ψυχή του στα χέρια του Γέροντά του, για την αγάπη του Χριστού.
Η ελευθερία δια της υπακοής. Αυτό φαίνεται παράδοξο και αντινομικό. Αντινομικό φαίνεται και το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Τόσο όμως το πρώτο όσο και το δεύτερο, είναι αληθινό επειδή ακριβώς είναι αντινομικό. Μας ανάγουν σε μια άλλη κατάσταση του μέλλοντος αιώνος. Εάν δεν ήταν αντινομικά, θα μας άφηναν στην ίδια κατάσταση, στην οποία ευρισκόμεθα, του παρόντος αιώνος. «Εάν ελευθερωθή ο νους από πάντων των εχθρών αυτού και σαββατίση, έστιν εν ετέρω αιώνι καινώ, καινά λογιζόμενος και άφθαρτα» (Άγιος Ησαϊας Αναχωρητής).
Για τον χριστιανό-μοναχό η ελευθερία τοποθετείται στην αγάπη και στον Θεό. Είμαι ελεύθερος όταν κάνω ό,τι θέλει ο Θεός, να ζω στον Θεό και ο Θεός μέσα μου «και τότε μάλλον έσται το αυτεξούσιον και το θέλημα τον άνθρωπον ενεργεί, θέλοντι εκουσίως το θέλημα του Δημιουργού» (Συμεών Θεσσαλονίκης). Η ελευθερία είναι χάρις (χάρισμα). Ο αγώνας του πιστού γίνεται για να προσφέρεται στον Θεό και να συνεργή, να δέχεται και να μην αντιδρά στην Θεία Χάρη.
Ο δούλος του Χριστού γίνεται απελεύθερος Χριστού. ο Χριστός ελευθερώνει όσους γίνονται δούλοι Του. Όταν ο άνθρωπος θελήσει να γίνει δούλος του Χρίστου, υπήκοος στον Χριστό, ο Χριστός τον κάνει φίλο Του. Τον εισάγει στην Βασιλεία Του. «Υμείς φίλοι μου εστέ ……. ουκέτι υμάς λέγω δούλους» (Ιωάνν. 15, 14).
Στην Εκκλησία οι άνθρωποι υπακούουν, δουλεύουν στον Χριστό και έτσι γίνονται ελεύθεροι. «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού ……».
Δια μέσου αυτής της δουλείας οι Χριστιανοί γίνονται υιοί της «Ευλογημένης Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», Βασιλείας που έχει ως περιεχόμενό της την αγάπη και την ελευθερία.
Με την υπακοή ο πιστός αντιπροσφέρει αυτεξούσια το αυτεξούσιό του στον Θεό. Ο Θεός δέχεται το δώρο και χαρίζει στον πιστό, όχι μόνο την αρχική ελευθερία (δυνατότητα εκλογής μεταξύ καλού και κακού), αλλά και την τελική ελευθερία που είναι συμμετοχή στον αιώνιο θείο σαββατισμό, στην δόξα του Θεού και στο άκτιστο Φως της Αγίας Τριάδος.
«Υπακοή εντολής, ψυχής ποιεί κάθαρσιν. Η δε της ψυχής κάθαρσις, φωτός ποιεί μέθεξιν» (Άγιος Θαλάσσιος).
«Κύριε, οι άνθρωποι έχουν λησμονήσει Σε, το Δημιουργό τους, και ζητούν την ελευθερία τους. Δεν καταλαβαίνουν πως Συ είσαι ελεήμων και αγαπάς τους μετανοούντας αμαρτωλούς και δίνεις σε αυτούς τη χάρη του Αγίου Σου Πνεύματος» (Γέρων Σιλουανός).
«Οι άνθρωποι ζητούν την ελευθερία των», δηλαδή έξω από το Θεό, έξω από την αληθινή ζωή, εκεί όπου δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. γιατί η ελευθερία, βρίσκεται μόνον εκεί, όπου δεν υπάρχει θάνατος, αλλά αιώνια ύπαρξη, δηλαδή κοντά στο Θεό.
«Εσύ είσαι ελεήμων και τους δίνεις τη χάρη του Αγίου Πνεύματος». Ο Θεός χαρίζει τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος και τότε ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος. «Ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β΄ Κορινθ. γ΄ 17. «Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστί της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα. ο Υιός μένει εις τον αιώνα. εάν ουν ο Υιός υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιωάνν. η΄ 34-36).
Η πραγματική δουλεία είναι μόνο μία: η δουλεία στην αμαρτία, και η αληθινή ελευθερία είναι μόνο μία: η ανάσταση κοντά στο Θεό. Και όσο ο άνθρωπος δεν αξιώθηκε να βιώσει την εν Χριστώ ανάστασή του, όλα μέσα του είναι παραμορφωμένα από το φόβο του θανάτου, και επομένως από τη δουλεία στην αμαρτία. και από όσους δεν γνώρισαν ακόμα τη χάρη της αναστάσεως, μόνον εκείνοι ξεφεύγουν από αυτήν την παραμόρφωση, αυτοί για τους οποίους ελέχθη: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Η μοναχική ζωή δεν είναι μια κατάσταση στατική. Δεν είναι μόνο ένα ρούχο, που το φοράμε στην επίσημη τελετή της Κουράς και ένα όνομα που το παίρνουμε, σε αντικατάσταση του βαφτιστικού μας ονόματος. Η μοναχική πολιτεία είναι πορεία, αγώνας, άσκηση, αναμέτρηση με τον εχθρό της ψυχής μας και ανηφορικός βηματισμός στο Θαβώρ της μεταμορφώσεως.
Αυτό σημαίνει, πως κάθε μάχη είναι και ένας σταθμός και κάθε βήμα και μια ανανέωση και ανακαίνιση.
Όποιος ζει στατικά το Μοναχισμό, μόνο σαν μια αναστροφή και σαν μια διακονία στον κλειστό χώρο του Μοναστηριού και δεν ανανεώνει τις σκέψεις του και τις αποφάσεις του και δεν ανανεώνεται και ο ίδιος σαν άνθρωπος αφιερωμένος και σαν ασκητής, δεν γεύεται την γλυκύτητα της ερημίας και δεν μεταμορφώνεται «από δόξης είς δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος».
Αυτός είναι ο οραματισμός και ο σκοπός του Μοναχισμού μας. Δεν ήρθαμε στο Μοναστήρι μόνο για να ζήσουμε σε μια συντροφική κοινωνία ή μόνο για να κάνουμε τις ακολουθίες μας ή να διαβάσουμε μερικά πατερικά βιβλία. Σαν μοναχοί δεν επιδιώκουμε να διορθώσουμε λίγο τον εαυτό μας, να λαξεύσουμε τον χαρακτήρα μας. Ήρθαμε για να συνειδητοποιήσουμε αυτό το μεγάλο γεγονός, την παρουσία της Αγίας Τριάδος και να κοινωνήσουμε μυστικά στις ευλογίες της και στα δωρήματά Της. Να ζήσουμε τη Σάρκωση του Υιού του Θεού, την αγάπη του Πατρός και την έκχυση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, στην Εκκλησία, στις ψυχές μας. Ο χορός των μοναχών προχωρεί βαθιά από την επιφάνεια (ηθικολογία, ανθρωπολογία, εξωτερική αγωγή) και επιδιώκει την κάθαρση του βάθους, κάτω από την πνοή και την εργασία και την ιαματική επέμβαση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όσο περισσότερο ζούμε την τριαδολογική κατεύθυνση του μοναχισμού μας τόσο περισσότερο γινόμαστε Ορθόδοξοι.
Ορθοδοξία δεν είναι η μηχανική επανάληψη μερικών αληθειών, αλλά η συνειδητή βίωσή τους.
Η Εκκλησία έχει το Σύμβολο της Πίστεως της, όχι μονάχα για να το απαγγέλλει, σαν ομολογία της πίστεως των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, αλλά και για να το μετουσιώνει σε ζωή.
Πιστεύει «εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα», «και εις ένα Κύριον Ιησού Χριστόν», «και εις το Πνεύμα το Άγιον» και προσπαθεί να ζει «κατενώπιον» της Αγίας Τριάδος και να μεταφράζει σε πράξη τα νοήματα του Ιερού Συμβόλου της.
Μερικές φορές εμείς οι μοναχοί λαθεύουμε και αντιμεταθέτουμε το βάρος. Ίσως δεν αντέχουν οι ώμοι μας να σηκώσουν την πνευματική ευθύνη. Δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στην εφαρμογή των τυπικών διατάξεων. Και λησμονούμε την ευθύνη να ομολογήσουμε σωστά την πίστη και να ζήσουμε «εν πίστει». Αν θέλουμε να είμαστε Ορθόδοξοι, πρέπει να ζήσουμε ορθόδοξα. Να δείξουμε όχι στους ανθρώπους αλλά στον ουρανό, στο Δημιουργό και Κυβερνήτη του σύμπαντος, ότι «πιστεύουμε εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν και εις το Άγιον Πνεύμα».
Στο μοναχισμό βιώνεται μια άλλη πραγματικότητα βιώνεται η ζωή της Εκκλησίας. Εκεί ο άνθρωπος βρίσκει τη θέση του. Ο άνθρωπος υποτάσσει, σμίγει με τον Θεό Λόγο και γίνεται Θεός κατά χάρη. Εκεί πραγματοποιείται ο σκοπός του ανθρώπου: η θέωση, η ένωση δηλαδή και μετοχή του Θεού. Όχι με τη λαθεμένη εκείνη προσπάθεια να βρει ο άνθρωπος το Θεό φτιάχνοντας θρησκείες., αλλά με τον ξένο και παράδοξο τρόπο: ο Θεός να σαρκώνεται και να παίρνει στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου, τον άνθρωπο και να τον κάνει Θεό κατά χάρη (δωρεάν δηλαδή) και κατά μετοχή. Και ο άνθρωπος δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να λέει το ΝΑΙ στη θέληση του Θεού.
Η Εκκλησία σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και ιδίως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, είναι σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Αυτό νοιώθει κανείς όταν επισκέπτεται ένα κοινόβιο μοναστήρι. Βλέπει την κοινωνία των προσώπων, με όλα τα ελαττώματά τους και με όλο το μεγαλείο τους. Βλέπει αδελφούς με διαφορετική προσωπικότητα και χαρίσματα που ζουν όμως κοινή ζωή χωρίς να αλλοιώνεται η ιδιαιτερότητα του κάθε προσώπου σύμφωνα με τον Τριαδικό τρόπο υπάρξεως. Ο τρόπος υπάρξεως της τρισυποστάτου θεότητος είναι η κοινότητα Ουσίας και η μοναδικότητα των Προσώπων. Και έχουν, λοιπόν, κοινό στόχο. Τη θέωσή τους. Την προς Θεόν, ως εφικτόν, «αφομοίωσίν τε και ένωσιν» (Γρηγ. Παλαμά). Ο Θεός που είναι απρόσιτος κατά την Ουσία του, προσιτός όμως και μεθεκτός κατά την Ενέργειά Του, έρχεται και ενοικεί με την Άκτιστη Χάρη Του στον ασκητή και τον μεταμορφώνει και τον ενδύει αφθαρσία και αθανασία. Ο ασκητής ζει στον Παράδεισο, ζει ενωμένος με το Θεό. γι’ αυτόν η αιώνια ζωή δεν είναι πλέον μια μεταφυσική έννοια, αλλά μια εμπειρία: ο Παράδεισος δεν είναι μόνο μια μεταθανάτια προσδοκία, αλλά και μια τωρινή πραγματικότητα. Και σ’ αυτόν γίνεται η φανέρωση του μυστηρίου του ανθρώπου. Στην πιο τέλεια και πιο καθαρή μορφή τους. Και πραγματικά όταν πλησιάσεις ένα αγιασμένο μοναχό δεν μένει περιθώριο να αμφιβάλεις, γιατί βλέπεις με τα μάτια σου.
Τότε δεν χρειάζεται πίστη, γιατί μιλούν τα παρόντα. Ας θυμηθούμε τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, που έλαμψε από θείο φως και περιέβαλε και τον συνομιλητή του, όταν αυτός ρώτησε πως καταλαβαίνεις το Άγιο Πνεύμα. Η μαρτυρία αυτή, που δίνει ενδόμυχη σιγουριά, είναι η μόνη λύση για να ξεφύγει ο άνθρωπος από το υπαρξιακό του αδιέξοδο.
Δια τους ανυποψίαστους, και παλαιότερα και ιδιαιτέρως όμως εις την εποχήν μας όπου κυριαρχεί ο θόρυβος, η κίνηση, η δραστηριότητα, ο ευδαιμονισμός, η χρησιμοθηρία, η πρακτική αντίληψη της ζωής, ασφαλώς δεν έχει να πει τίποτε το μοναστικό ιδεώδες. Δια όλους αυτούς η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητος παρουσίας «φιλοσόφων του θανάτου και της ζωής» δεν θα αργήσει να έλθει. Θα είναι όμως πολύ αργά. Ιδιαιτέρως η Εκκλησία του Χριστού «την τάξιν των μοναχών, εις τα πλαίσια της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, την θέτει υψηλότερα των άλλων τάξεων που υπόκεινται εις τελειότητα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, μέσα εις τον ενθουσιασμόν του δια αυτό το είδος της ζωής, ονομάζει την μοναχική ζωή «τρίτην χάριν». Η πρώτη είναι ο νόμος του Μωυσέως, η δευτέρα η χάρις αντί χάριτος, την οποίαν ελάβομεν και του πληρώματος του Χριστού κατά τον λόγον του Ευαγγελιστού Ιωάννου (Ιωαν. α΄ 16) και η τρίτη είναι ο μοναχικός βίος ως ζωή ουράνιος, ως κατάβαση του αγγελικού κόσμου επί της γης ως κατάκτηση και βίωση της Βασιλείας του Θεού εις τον παρόντα κόσμο.
Ο Άγιος Διονύσιος ο -Αερο–Αρεοπαγίτης χαρακτηρίζει τον μοναστικόν τρόπον ζωής ως το όγδοον μυστήριον της Εκκλησίας. Όπως το κάθε μυστήριον καθιστά παρούσαν την αόρατον Χάριν του Θεού δια μέσου της ορατής ύλης και υπό το σχήμα της, κατά παρόμοιον τρόπον ο μοναχικός βίος φέρει και καθιστά προσιτήν την αιώνιον ζωήν εις τους κόλπους της παρούσης γήινης ζωής.
Υπεστηρίχθη, ορθώς ότι οι μοναχοί μετά την λήξιν των διωγμών και την σταθεροποίησιν της διοικητικής διαρθρώσεως της Εκκλησίας, υπήρξαν «οι νέοι χαρισματούχοι» δια των οποίων η χαρισματική ζωή εφανερώνετο εις το πλήρωμα της Εκκλησίας. Ιδιαιτέρως όμως κατά την περίοδον αυτήν ο μοναχός δια της απαρνήσεως του κόσμου συνεχίζει το έργον του μάρτυρος. Περί του Μ. Αντωνίου αναφέρεται υπό του Μ. Αθανασίου, ότι παρά την θερμήν του επιθυμίαν δεν ηξιώθη να υποστή τον μαρτυρικόν θάνατον εις την Αλεξάνδρειαν κατά τον διωγμόν του Μαξιμίνου. Αλλά σημειώνεται ότι «πάλιν εις το Μοναστήριον ανεχώρησεν και ην εκεί καθ’ ημέραν μαρτυρών τη συνειδήσει και αγωνιζόμενος τοις της πίστεως άθλοις».
Έτσι, με το «μαρτύριον της συνειδήσεως» «τελειούται εν Χριστώ» ο μοναχός.
Αν το μαρτύριον του αίματος μέσα εις την παράδοσιν της Εκκλησίας μας εθεωρήθη ως δεύτερον βάπτισμα, παρομοίως και η μοναχική τελείωσις εθεωρήθη ως ένα δεύτερο βάπτισμα. Ενώ όμως εις το μαρτύριον του αίματος ημπορούσε να οδηγηθή ο κάθε πιστός και κάποτε κατά τρόπον υποχρεωτικόν και παρά την απόλυτον συγκατάθεσίν του, εις το μαρτύριον της συνειδήσεως όμως όπου «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται» (Ματθ. κθ΄ 11), η ελευθερία και ενσυνείδητος συγκατάθεσις αποτελεί το σπουδαιότερον στοιχείον της μοναχικής κλήσεως.
Από της εποχής των πρώτων χριστιανικών αιώνων μέχρι σήμερον οι μοναχοί οικίζουν τας ερήμους και πληρούν τα μοναστήρια ελευθέρως, με το τρομακτικό «άλμα» της αφιερώσεως, διότι «θείω έρωτι πτερούμενοι» αναζητούν και ευρίσκουν τον Θεόν και εν τω Θεώ τους αδελφούς των. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης μας λέγει ότι το να ευρίσκει κανείς τον Θεόν είναι να τον αναζητά αδιακόπως και «αδιαλείπτως». Και πράγματι, η ζήτησις και η εύρεσις δεν είναι διαφορετικά πράγματα. Η επιθυμία της ψυχής πληρούται με το να παραμένει άπληστος και συνεχώς να αναζητά. Ο μοναχός είναι ο βιαστής της Βασιλείας του Θεού που μέσα εις την αναζήτησιν του πληρούται. Η μοναχική κλήσις είναι η τελειοτέρα από όλας τας ανθρωπίνας κλήσεις. Διότι είναι κλήσις δια «βίον αγγελικόν». Ο μοναχός τείνει καθημερινώς να πραγματώση το παράγγελμα του Απ. Παύλου: «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ΄ 20), εις την μοναχικήν κοινωνίαν, όπως και εις τον ουρανόν, «λατρεύουσι αυτώ (τω Θεώ) ημέρας και νυκτός εν τω ναώ αυτού» (Αποκ. ζ΄ 15) και «άδουσιν ωδήν καινήν ενώπιον του θρόνου» (Αποκ. ιδ΄ 3). Έτσι οι μοναστικοί χώροι καθίστανται αι προφυλακαί της οδοιπορούσης Εκκλησίας εις την πορείαν της προς τους ουρανούς.
Δυστυχώς με πολλήν καθυστέρησιν πάντα, όταν ο χρόνος βαραίνει επάνω μας, διαπιστώνομεν ότι ο παρών κόσμος είναι καταδικασμένος από τον μέλλοντα, ότι ο κόσμος που έρχεται πρόκειται να εκμηδενίση τον παρόντα. Εκείνος είναι η Βασιλεία του Θεού ενώ ο παρών κυριαρχείται και καταδυναστεύεται από τας δαιμονικάς δυνάμεις.
Ο μοναχός «ως σαλός δια Χριστόν» αφήνει οπίσω του την παρούσαν πραγματικότητα δια να βιώση από τώρα την μέλλουσαν. «Αποθνήσκει συν τω Χριστώ από των στοιχείων του κόσμου τούτου», «τα άνω φρονεί» και όχι «τα επι της γης» και «η ζωή του κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολ. Β΄ 20, γ΄2-3). Δια τον κόσμον ο μοναχός «καθ’ ημέραν αποθνήσκει» και έχει «νεκρώσει τα μέλη του τα επί της γης». Όταν όμως «ο Χριστός φανερωθή η ζωή ημών, τότε και αυτός συν αυτώ (τω Χριστώ) φανερωθή εν δόξη» (Κολ. γ΄ 4).
Με την ζωήν της παρθενίας, της πτωχείας και της υπακοής των όχι μόνον θα κερδίσουν «Χριστόν εσταυρωμένον», αλλά θα επιβάλουν και θα εξουδετερώσουν τον κίνδυνον να ταυτισθούμε με τον άρχοντα του κόσμου τούτου. Η παρουσία του μοναχικού ιδεώδους θα είναι η συνεχής υπόμνησις προς όλους μας ότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια Βασιλεία του κόσμου τούτου, ούτε ένα απλούν κοινωνικόν ή πολιτικόν σύστημα, αλλά είναι μία πραγματικότις μέλλουσα και υπερφυσική, η «αγία πόλις», η «καινή Ιερουσαλήμ», η «εξ ουρανού καταβαίνουσα» και προορισμένη να συμπεριλάβη όλους τους πολιτισμούς, όλα τα έθνη, όλην την ιστορίαν, όλους τους ανθρώπους.