Η πολιτική και διοικητική σημασία που απέκτησε η Θεσσαλία τα μέσα του 17ου αι., όταν, κατά τη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου (1645-1669), ο σουλτάνος μετέφερε στη Λάρισα την έδρα του για την καλύτερη παρακολούθηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, υπήρξε προσωρινή. Η περιοχή μετά τη λήξη του πολέμου, έμεινε πάλι μία απλή επαρχία της αυτό-κρατορίας, προσοδοφόρα για τους Τούρκους αξιωματούχους που ήταν εγκα-τεστημένοι εκεί, και κυρίως για το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο. Ο απέ- ραντος κάμπος όπου οι φτωχοί αγρότες καλλιεργούσαν κυρίως σιτάρι, ήταν αραιοκατοικημένος, και στο β΄ ήμισυ του 18ου αιώνα η μόνη αξιόλογη πόλη στη Θεσσαλία ήταν η Λάρισα, με πληθυσμό που τον αποτελούσαν Τούρκοι, Έλληνες και Εβραίοι. Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ήταν έντονη, οι Τούρκοι όμως, κατά την περίοδο αυτή υπερτερούσαν αριθμητικά και το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια των Εβραίων. Η αίγλη που είχε αποκτήσει, με την προσωρινή διαμονή του σουλτάνου σ’ αυτήν, πιθανότατα έκανε τον Εβλιγιά Τσελεμπή να την κατατάξει ανάμεσα στις δέκα κυριότερες πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας, τέταρτη στη σειρά μετά την Αδριανούπολη, την Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες.
Σημαντικές είναι και οι πληροφορίες του Σουηδού περιηγητή Bjornstahl, που ταξίδευσε στη Θεσσαλία το 1779. Από την περιοχή του Βόλου εξάγονταν κατά την εποχή αυτή κάθε χρόνο, 30 – 35.000 οκάδες μετάξι στην Ολλανδία, στην Αγγλία και στις πόλεις Γένοβα και Λιβόρνο, καθώς και στη Γαλλία που αγόραζε τις εκλεκτότερες ποιότητες. Ο εμπορικός ανταγω-νισμός των ευρωπαϊκών κρατών στη Θεσσαλία μαρτυρείται από την ίδρυση προξενείων και από το ενδιαφέρον των προξένων στη Θεσσαλονίκη για τα προϊόντα που εξάγονταν από το Βόλο. Το λιμάνι του Βόλου είναι «η σκάλα όλης της άνω Θεσσαλίας» κατά τον 18ο αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τις τελευ-ταίες δεκαετίες του. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, αν και το λιμάνι ήταν πολύ-σύχναστο από πλοία κάθε εθνικότητος, η πόλη δεν παρουσίασε ανάλογη αύξηση πληθυσμού, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στους 3.000 κατοίκους.
Στην οικονομική ανάπτυξη της ανατολικής κυρίως Θεσσαλίας δε βοήθησε μόνο η εγχώρια παραγωγή, αλλά και η θέση των πόλεων, που, όπως αναφέ-ραμε, ήταν καίρια για τις χερσαίες και για τις θαλάσσιες συγκοινωνίες. Η κτηνοτροφία της Θεσσαλίας έδινε μαλλί εξαιρετικής ποιότητος. Η μεγαλύτερη όμως ποσότητα και η καλύτερη ποιότητα μαλλιού παραγόταν στις πεδιάδες της Λάρισας. Ένα άλλο σημαντικό προϊόν της Θεσσαλίας ήταν το μετάξι που το μεγαλύτερο μέρος του απορροφούσε η αγορά της Θεσσαλονίκης. Με την πάροδο του χρόνου στις προνομιούχες περιοχές της Ανατολικής Θεσσαλίας αναπτύχθηκε η βιοτεχνία. Οι Έλληνες ένωσαν δημιουργικά τις δυ-νάμεις τους, οργάνωσαν συνεταιρισμούς και στα τέλη του 18ου αιώνα διαμόρ-φωσαν τις πρώτες ολοκληρωμένες συνεταιριστικές οργανώσεις. Με σπουδαιό-τερη συνεργατική οργάνωση στην Ελλάδα την κοινή συντροφία των Αμπελα- κίων, αναπτύχθηκαν συνεταιρισμοί στην Αγιά, στον Τύρναβο και στη Ζαγορά. Οι σχέσεις των Αμπελακίων και της Αγιάς (1781 – 1818) είναι γεγονός για την Θεσσαλία, με το οποίο έχει ασχοληθεί η ευρωπαϊκή βιβλιο-γραφία, ένεκα των κοινωνικών – οικονομικών διαστάσεων του θέματος.
Η γνωστή τεχνική της βαφής νημάτων, η οποία ξεκινά σε επίπεδο οικοτεχνίας από το 1658, εξελίχθηκε διά των Συντροφιών σε βιοτεχνική κοκκινάδικη τέχνη και νηματουργία, σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των ετών 1750/60 και πιο συστηματικά από το 1781 έως και το 1818.
Συνοπτικά, εξετάζοντας την πορεία της Αγιάς στην οικονομία και το εμπόριο παρατηρούμε ότι το εύφορο έδαφός της, παράγει πολύ και άριστης ποιότητας βαμβάκι και συντηρεί μωρεόκηπους για την παραγωγή μεταξιού. Επεξεργάζεται και νηματοποιεί το βαμβάκι συστηματικά και σε συνδυασμό με το μετάξι, υφαίνει αλατζάδες, πετσέτες και κατασκευάζει φιτίλια. Εμπορεύεται βαμβάκι και βαμμένα κόκκινα βαμβακερά νήματα, έχοντας συντροφίες (ή σπίτια – υποκαταστήματα) με αντιπροσώπους στη Κεντρική Ευρώπη έως το 1809.
Παράλληλα με τις συντροφίες των Αμπελακίων λειτουργούσαν και συντροφίες στην Αγιά, ανεξάρτητες και μη διαπλεκόμενες οργανικά με τις όμοιες των Αμπελακίων. Οι Αγιώτικες συντροφίες, εκτός των φιτιλιών, των αλατζάδων, των πετσετών, προϊόντων που προορίζονταν και κάλυπταν τις ανάγκες της εντόπιας αγοράς, προμηθεύονταν βαμβάκι και βαμβακερά νήμα-τα, τα έβαφαν σε κιρχανάδες (εργαστήρια) και τα πουλούσαν στη Κεντρική Ευρώπη. Μέσω δύο βασικών δικών τους εταιριών, των Αδελφών Χατζηϊωάν-νου και του Μαγαλιού Χατζηγεωργίου, αλλά και άλλων, των Χατζηϊωάννου και Δημητρίου Χατζη-Αθανασίου, του Χατζηγεωργίου με τους αδελφούς Ρίζου από το χωριό Θανάτου (Μελίβοια) και αργότερα (1800) με κοινή Συντροφία Χατζηϊωάννου – Χατζη-Αποστόλη και αδελφών Ρίζου, διακινούσαν τα προϊόντα με αντιπροσώπους στη Βιέννη, στο Κροτάου, στο Στέρνμπεργ, στη Λειψία και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης.
Μεταξύ των παραγωγών Αγιάς και Αμπελακίων υπήρχε σκληρός ανταγωνισμός, ενίοτε αθέμιτος. Οι Αμπελακιώτες έχοντας μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, ανέβαζαν υπερβολικά τις τιμές του βαμβακιού της ντόπιας παραγωγής, όσο και των λευκών νημάτων στα γύρω της Αγιάς χωριά, ώστε οι Αγιώτες να αδυνατούν να τους παρακολουθήσουν. Υποχρεώνονταν, λοιπόν οι Αγιώτες για να δουλεύουν, ή να αγοράζουν ντόπια υλικά μειώνοντας τα ποσοστά του κέρδους τους ή να αναζητούν πρώτες ύλες ακόμη και στις περιοχές των Τρικάλων, του Βελεστίνου, των Φαρσάλων, των Σερρών και της Μικράς Ασίας. Στην έγκαιρη μετακίνηση των αγιώτικων φορτίων παρενέβαιναν ενίοτε οι Αμπελακιώτες, διότι κάθε καθυστέρηση μεταφοράς της αγιώτικης παραγωγής ευνοούσε τη διάθεση των αμπελακιώτικων προϊόντων στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης. Από τα κατάστιχα των αγιώτικων συντροφιών και την αλληλογραφία προκύπτει ότι υπήρχαν στενές σχέσεις Αμπελακιωτών και Αγιωτών, συνεργασία και αλληλοβοήθεια στο εξωτερικό, ιδίως στη Βιέννη και στο Κροτάου, στα πλαίσια της αμοιβαίας εξυπηρέτησης και των κοινών συμφερόντων. Ωστόσο, στα τέλη του 18ου αι., οι Αμπελακιώτες, παρά τις δικές τους έριδες, εκμεταλλεύονται τις έριδες των Αγιωτών, διαδίδουν στην πελατεία ότι οι Αγιώτες πρόκειται να διαλύσουν τις συντροφίες τους και να αποχωρήσουν και επιχειρούν να προσελκύσουν παραδοσιακούς πελάτες των Αγιωτών, (κυρίως της συντροφίας των Χατζηϊωάννου).
Κατά την περίοδο 1781–1818, όπου η Αγιά γνωρίζει εμπορική και οικονομική ανάπτυξη, το εμπόριο μεταξύ Αγιάς–Αμπελακίων και Βιέννης με τα κόκκινα βαμβακερά νήματα, διεξήγαγε ο Οίκος Αλεξίου–Αλεξάκη ή Αλεξού-λη. Με την αύξηση της παραγωγής, «ο Οίκος Ευθυμίου Βατζιά εγκατέ-στησε χειροκίνητον εκκοκιστικήν μηχανήν εις Ρετσάνην μετά του συνεταίρου του Νικ. Καρδάρα, δι’ ών εξήγαγε το βαμβάκι εκ μαχλήτος, τα οποίον επώλουν εις Βόλον και αλλαχού». Ταυτόχρονα, «εμπορεύονται μετάξι», (1779) που είναι «το κυριότερο και επικερδέστερο μαξούλι του τόπου», (1791) ως οικοτεχνία, «με το σταγονόμετρον και εις μικράν κλίμακα», όπως γράφει ο Μ. Δάλλας, «διότι η παραγωγή τούτων ήτο πολύ μικρά, καθ’ όσον η σηροτροφία ήτο τότε εις τα σπάργανα». Περί το 1809 ο Άγγλος συνταγματάρχης και αρχαιολόγος W. M. Leake, αναφέρει ότι, «οι πλούσιοι ζουν από τα κτήματα και τα αμπέλια τους ή από τη σηροτροφία (…) από τα 100 εργαστήρια, μερικά από τα οποία έχουν 2 αργαλειούς (…)».
Εάν λάβουμε υπ’ όψη τις έγκυρες πληροφορίες του Αργύρη Φιλιππίδη, ότι, στην Αγιά το 1805, «εδούλευαν τα νήματα ωσάν τους Αμπελακιώτες (…)», αντιλαμβανόμεθα ότι, στις αρχές του 19ου αιώνα η βαφή των νημάτων και η βαμβακο-καλλιέργεια παραχωρεί τη θέση της στη πλέον προσοδοφόρα σηροτροφία. Ο Α. Φιλιππίδης, τονίζει ότι, «εις την Αγιάν γίνονται μετάξια καλλήτερα από της Μπρούσας (Προύσας) εις την κοναλιτά (ποιότητα)». Ο δε Ιωάννης Οικονόμου ο Λαρισσαίος, το 1817, γράφει ότι, «η πραγμάτειά της προτήτερα ανθούσεν, επειδή οι κάτοικοί της είχαν (μερικά) πραγματευτάδικα σπίτια εις την Γερμανίαν, όπου επραγματεύονταν κόκκινα βαμμένα νήματα, τώρα όμως εξέπεσε (…)», και συμπληρώνει ότι, «(…) δουλεύουν και μετάξι, όπου είναι η καλύτερή των σοδειά (…)». Εάν, υπολογίσουμε ότι και ο Ι. Λεονάρδος, από τα Αμπελάκια, γράφει για την Αγιά, αρκετά χρόνια μετά τον Οικονόμου, δηλαδή το 1836 ότι, «σώζονται έτι εκ των πολλών μόνον δύο βαφεία και διά τας εν αυτή πολλάς μωρέας εξάγεται ικανόν μετάξι», η Αγιά με 4.000 κατοίκους θεωρείται πλέον ως η πρωτεύουσα της θετταλομαγνησίας. Ο Γρ. Κωνσταντάς το 1838 μας πληροφορεί «διά το πλούσιον και καλόν μετάξι (της Αγιάς), ως το της Προύσσης», το οποίο στέλνεται στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στις αγορές της Ευρώπης, κατά περιγραφή του Mezieres, «(…) με ζώα ή με πλοία, που αγκυροβολούν στο μοναστήρι Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος της Βελίκας», (1852). Ο Ν. Μάγνης (1860) αντιγράφοντας τους παλαιότερους συγγραφείς (Κωνσταντά και Φιλιππίδη), επαινεί την ποιότητα της μετάξης όπως ο Δωρόθεος Σχολάριος (1877), που αναφέρει «την μετ’ επιμελείας επίδοση των Αγιωτών στην καλλιέργεια των μεταξοσκωλήκων». Εάν λοιπόν, από τις αρχές του 19ου αιώνα (1815), η Αγιά επιδίδεται στην καλλιέργεια της μετάξης, πολύ γρήγορα, εμφανίζονται οι μεσίτες έμποροι, Δημ. Ν. Ηρακλείδης εξ Αγιάς και Ευθύμιος Βατζιάς εκ Μεταξοχωρίου, οι οποίοι αναπτύσσουν και την εισαγωγή καλού σπόρου εκ Προύσσης (1883), ώστε η σκωληκοτροφία κατά το 1880 είναι «η κυριωτέρα ενασχόλησις (των Αγιωτών)». Ταυτόχρονα, ένεκα του ανταγωνισμού, ο Δήμος της Αγιάς έστειλε υπότροφους στη Γεωργική Σχολή του Αϊδινίου, για να εκπαιδευτούν στην παραγωγή σπόρων, οι οποίοι θα παρήγαγαν πολύ καλή ποιότητα κουκουλίων. Η Αγιά, μετά ταύτα, εξήγαγε ξηρά κουκούλια στη Μασσαλία και οι υιοί αδελφών Βατζιά εγκατέστησαν γραφεία εξαγωγής εγχωρίων προϊόντων στην Αγιά, Λάρισα και Θεσσαλονίκη. Ίδρυσαν μεταξουργείο στη Λάρισα για την επεξεργασία των κουκουλίων της Αγιάς, το οποίο δυστυχώς αποτεφρώθηκε και το κύριο προϊόν εξαγόταν πλέον διά μέσου εμπόρων. Την εποχή της απελευθερώσεως (1881/2) η σηροτροφία αρχίζει να υποτιμάται, λόγω υπερπαραγωγής και ασθενειών των μεταξοσκωλήκων (πιπερίνης), που κατέστησαν την ποιότητα της παραγωγής μετριότατη. Την προσωρινή βελτίωση της αγοράς, διαδέχεται η πτώση των τιμών, με αποτέλεσμα από το 1916, η υποτίμηση του προϊόντος να μη καλύπτει το κόστος παραγωγής και οι Αγιώτες να στραφούν σε νέες καλλιέργειες. Το 1935 τα κουκούλια πουλήθηκαν κάτω από τη μέση τιμή κόστους και οι τελευταίοι καλλιεργητές – σηροτρόφοι, στράφηκαν προς τη δενδροκαλλιέργεια. Τα κυριότερα προϊόντα παραγωγής ήταν πρωτίστως τα μήλα και δευτερευόντως τα κάστανα, τα σύκα και τα φουντούκια.