Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος

Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας (ΑΠΘ)

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ

Ευχαριστώ πολύ τον κ. Πρόεδρο του Δ.Σ. ΚΑΠΗ Αγιάς, δια την πρόσκληση και όλους σας που τιμάτε με την παρουσία σας την χριστουγεννιάτικη εορτή μας. Είναι αλήθεια ότι η Γέννηση του Χριστού είναι κορυφαίο γεγονός και με την πάροδο των αιώνων η εορτή έλαβε διαστάσεις μεγάλης Δεσποτικής εορτής. Από τον 4ο αιώνα καθιερώθηκε και στην Ανατολή και σιγά – σιγά ξεπέρασε σε τιμή τα Θεοφάνεια.

Ο Χριστός όπως μας λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γίνεται άνθρωπος, και πάλι Θεός μένει. Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννηση Του. Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία και από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν άλλα αντί άλλων. Ο Ηρώδης πάλι ζητούσε να βρει το νεογέννητο βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το σκοτώσει.

Ε λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά του ουρανού να βρίσκεται στη γη, με ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.

Και ήρθαν οι βασιλείς να προσκυνήσουν τον επουράνιο βασιλιά της δόξης.

Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο τω ουρανίων δυνάμεων.

Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν εκείνον που μετέβαλε τις λύπες της γυναίκας σε χαρά.

Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν εκείνον που δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από μητέρα παρθένο.

Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό ύμνο «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων».

Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν εκείνον που η μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.

Ήρθαν οι άνδρες να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε άνθρωπος για ν’ απαλλάξει τους ανθρώπους από τα δεινά τους.

Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή του για χάρη των προβάτων.

Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε αρχιερεύς «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».

Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν εκείνον που πήρε δούλου μορφή για να μετατρέψει τη δουλεία μας σε ελευθερία.

Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν εκείνον που τους μετέβαλε σε «αλιείς ανθρώπων».

Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν εκείνον που από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.

Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.

Κοντολογής, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου:

Οι μάγοι για να τον προσκυνήσουν

Οι ποιμένες για να τον δοξολογήσουν

Οι τελώνες για να τον κηρύξουν

Οι πόρνες για να του προσφέρουν μύρα

Η Σαμαρείτις για να ξεδιψάσει

Η Χαναναία για να ευεργετηθεί.

Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω και εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Χωρίς κιθάρα, χωρίς αυτό, χωρίς λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας αντί γι’ αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό την έχω μαζί μου: για να πάρω από τη δύναμή της δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους «δόξα εν υψίστοις Θεώ», και με τους ποιμένες «και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 14).

Δια την Γέννηση του Χριστού έχουν γραφεί χιλιάδες κείμενα, ωστόσο το γεγονός παραμένει ανερμήνευτο Μυστήριο.

Ας δούμε όμως δύο διηγήσεις που έχουν σχέση με τα πρωτεύοντα πρόσωπα των Χριστουγέννων: Τον Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα.

Η πατρίδα μας, η χώρα Αγιά, είχε την τιμή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1765) να υποδεχθεί τον Άγιο Κοσμά εις το κισοχώρι όπου εδίδαξε και επροφήτευσε.

Οι διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού κατά τοποθεσία διαφέρουν. Επειδή στις ποδιές του Κισσάβου τα χωριά ήταν ελληνικότατα, με πολιτισμό, με σχολεία και οικονομική επάρκεια ο Ισαπόστολος επέμενε περισσότερο στην κατάπαυση της πολυτέλειας, διότι είδε τα επί της κεφαλής και επί του στήθους αυτών πολυάριθμα νομίσματα.

Ο Άγιος Κοσμάς είχε κάνει σχολείο του όλη την Ελλάδα. Διαρκώς δίδασκε. Οι προφητείες του Πατροκοσμά δια την περιοχή μας ήταν δύο.

Α)  Τα χωριά του κάμπου: «θα πάθουν χαλάστρα», β) στις «ποδιαίς του Κισσάβου θα κοιμηθούν σκλάβοι και θα ξυπνήσουν ελεύθεροι».

Σκέφθηκα λοιπόν ότι: Ο καλύτερος τρόπος να σας πω τι σημαίνει Ενανθρώπησις, δηλαδή, το κέρδος μας από τη Γέννηση του Χριστού είναι τα ιστορικά διηγήματα.

Ο Άγιος Κοσμάς όταν ήρθε στο χωριό μας είπε την ιστορία που θα σας πω.  Κάποτε στην Αίγυπτο ζούσε  ένας βασιλιάς που είχε πολύ στρατό, μεγάλο παλάτι, δούλους που τον υπηρετούσαν και όταν καθόταν στο θρόνο του φορούσε χρυσή κορώνα.

Ο βασιλιάς αυτός ήταν Οθωμανός.

Στην ακολουθία του είχε έναν Εβραίο που τον έκανε βεζίρη, γιατί τον αγαπούσε πολύ. Ο βεζίρης για να τον τιμάει περισσότερο ο βασιλιάς έγινε και αυτός Τούρκος. Ο βεζίρης αυτός, σας Εβραίος που ήταν, εχθρευόταν πολύ τους Χριστιανούς.

Τότε στην ωραία πόλη Αλεξάνδρεια ήταν πατριάρχης ένας πολύ άγιος άνθρωπος που τον έλεγαν Ιωακείμ. Ήταν και πολύ σοφός. Άκουγε ο βασιλιάς για τον Ιωακείμ ότι ήταν άγιος άνθρωπος, και τον εκτιμούσε πολύ. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στο βεζίρη και σκεφτόταν και σκεφτόταν και όλο σκεφτόταν τι να κάνει για να χάσει ο βασιλιάς την εμπιστοσύνη του στον Πατριάρχη. Το βρήκε.

Πάει στο βασιλιά, του βάζει μεγάλη μετάνοια και του λέγει:

Βασιλιά μου πολυχρονεμένε να ζεις στους αιώνες. Θέλω κάτι να σου πω.

Τι θέλεις, βεζίρη μου, λέγε.

Άκουσα πως το Ευαγγέλιο των καταραμένων των χριστιανών λέγει πως όταν έχουν πολύ μεγάλη πίστη οι χριστιανοί μπορούν να διατάξουν το βουνό να μετακινηθεί από τη θέση του.

Εσύ βασιλιά μου μπορείς αυτό να το πιστέψεις; 

Όχι βέβαια.

Ούτε εγώ το πιστεύω. Αλλά για να ρεζιλευτούν οι χριστιανοί φέρε εδώ τον Πατριάρχη και πες του να κουνήσει εκείνο το τεράστιο βουνό, και έδειξε με το χέρι του ένα βουνό που ήταν πολλές ώρες μακριά. Και άμα δεν το κάνει, τι θα κάνεις τον Πατριάρχη που διδάσκει τέτοιο ψέμα; Στο χέρι σου είναι να τον σκοτώσεις.

Μόλις άκουσε αυτά ο βασιλιάς διάταξε να έρθει μπροστά του ο Πατριάρχης. Ήρθε ο Πατριάρχης και παρουσιάστηκε στο βασιλιά. Εκεί δίπλα του ήταν και ο Εβραίος.

Λέει ο Εβραίος στον Πατριάρχη:

Άκουσα πως το Ευαγγέλιο σας λέγει πως όποιος έχει πολύ μεγάλη πίστη στο Θεό, μπορεί να πει στο βουνό να φύγει από τη θέση του. Είναι αλήθεια;

Ναι αλήθεια είναι.

Του λέγει τότε ο βασιλιάς:

Εσύ μπορείς να διατάξεις αυτό το βουνό (του έδειξε το ψηλό βουνό) να μετακινηθεί;

Μπορώ να το κάνω.

Να το κάνεις.

Δος μου τρεις μέρες διορία και εγώ θα το κάνω.

Καλά, πήγαινε και σε τρεις μέρες να είσαι εδώ.

Έφυγε ο Πατριάρχης, πήγε στο Πατριαρχείο και έκανε τρεις μέρες γονατιστός προσευχή και νηστεία. Την Τρίτη μέρα παρουσιάστηκε πάλι στο βασιλιά.

Είμαι έτοιμος βασιλιά μου να κάνω το πρόσταγμά σου.

Ήρθε βέβαια εκεί και ο βεζίρης ο άλλοτε Εβραίος.

Ο βασιλιάς και ο βεζίρης κοίταξαν τι θα κάνει ο Πατριάρχης.

Εκείνος, παιδιά μου, πήρε το γκατζίο που είχε μαζί του έβαλε φωτιά σε ένα κάρβουνο και λιβάνι, θύμιασε το βουνό, έκανε το σταυρό του τρεις φορές και ύστερα λέγει στο βουνό:

Σε προστάζω βουνό στο όνομα της Αγίας Τριάδος, του Αληθινού Θεού που προσκυνώ, να έρθεις μπροστά μου εδώ στην Αίγυπτο.

Τότε, παιδιά μου, σηκώνεται το βουνό μέσα από τη θάλασσα στον αέρα.

Και κατευθυνόταν προς την Αίγυπτο να ‘ρθει στον Πατριάρχη.

Σηκώθηκε πάνω ο βασιλιάς έντρομος και φωνάζει:

Πατριάρχη μου βοήθησέ μας γιατί θα έρθει πάνω μας το βουνό. Χανόμαστε. Διάταξε το βουνό να σταματήσει.

Τότε ο Πατριάρχης είπε στο βουνό:

Στάσου εκεί που είσαι μην προχωρήσεις άλλο. 

Τότε το βουνό σταμάτησε εκεί που ήταν, έξι μίλια μακρυά από την πόλη.

Ο βασιλιάς θαύμασε τον Πατριάρχη και την πίστη του.

Ο Εβραίος όμως φθόνησε.

Ο Πατριάρχης χαιρέτησε το βασιλιά για να φύγει.

Όχι. Στάσου – στάσου, φώναξε ο Εβραίος.

Τι θέλεις;

Στο Ευαγγέλιο λέγει ακόμα, ότι άμα έχετε εσείς οι χριστιανοί πίστη και πιείτε φαρμάκι δεν θα πάθετε τίποτε.

Ναι έτσι είναι, είπε ο Πατριάρχης.

Περίμενε λοιπόν να σου φέρω να πιείς φαρμάκι και άμα δεν πεθάνεις θα πιστέψω.

Φέρε μου, απάντησε ο Πατριάρχης.

Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε, γιατί σεβόταν πολύ τον Πατριάρχη και δεν ήθελε να πεθάνει, αλλά δεν είπε τίποτα.

Πήγε ο Εβραίος, ετοίμασε ένα δυνατό δηλητήριο, το έφερε και είπε στο βασιλιά:

Βασιλιά μου να ζεις στους αιώνες. Έφερα το φαρμάκι, αλλά να διατάξεις τον Πατριάρχη να το πιεί χωρίς να κάνει το σταυρό του. Ούτε το ποτήρι να σταυρώσει, γιατί οι χριστιανοί όταν κάνουν το σταυρό τους δεν παθαίνουν τίποτα.

Πιες το, είπε ο βασιλιάς στον Πατριάρχη, χωρίς να κάνεις το σταυρό σου.

Πήρε ο Πατριάρχης το ποτήρι, αλλά ήθελε να το σταυρώσει για να το πιεί. Για να μην το καταλάβει ο βασιλιάς πήγε κοντά του με το ποτήρι και του λέει:

Μου είπες να πιώ το δηλητήριο, αλλά δεν μου είπες από πού να το πιώ;

Ένωσε τα δάχτυλά του όπως κάνουμε το σταυρό μας και έδειξε με αυτά το πάνω μέρος του ποτηριού, ύστερα το κάτω, και το δεξί μέρος του ποτηριού και το αριστερό λέγοντας:

Από δω να το πιώ, από δω, από κει ή από κει;

Έκανε έτσι ένα σταυρό πάνω από το ποτήρι, αλλά δεν το κατάλαβε ούτε ο βασιλιάς ούτε ο βεζίρης.

Απ’ όπου θέλεις πιες το.

Ήπιε ο Πατριάρχης όλο το φαρμάκι, το στράγγισε καλά-καλά και δεν έπαθε τίποτα.

Ο βασιλιάς και ο βεζίρης άνοιξαν τα μάτια τους από έκπληξη.

Τότε λέει ο Πατριάρχης του βασιλιά:

Εγώ βασιλιά μου ήπια όλο το ποτήρι και το στράγγισα καλά. Τώρα ας βάλει στο ποτήρι νερό ο βεζίρης να το κουνήσει και να πιει αυτός το νερό.

Ο Εβραίος δεν ήθελε, αλλά ο βασιλιάς του είπε να το πιεί.

Τι να κάνει ο Εβραίος; Έκανε την προσταγή του βασιλιά.

Ήπιε το ξέπλυμα και αμέσως έπεσε κάτω και έσκασε.

Και έτσι έζησαν οι άλλοι καλά μαζί με τον Πατριάρχη και εμείς καλύτερα (που ακούσαμε την ιστορία αυτή που μας είπε ο Άγιος Κοσμάς).

Η δεύτερη ιστορία μας όπως σας είπα, έχει να μας πει για την Παρθένο Μαρία που γέννησε τον Χριστό και πόσο χάρη έχει γι’ αυτήν την προσφορά της στην ανθρωπότητα.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα καλό παιδί που το λέγανε Γιάννο. Ο Γιάννος πήγαινε μαζί με τη γιαγιά του κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και έμεινε ως το τέλος πάντα. Έκανε την προσευχή του πρωί και βράδυ και μάλιστα τον έμαθε η γιαγιά του να λέει τους χαιρετισμούς στην Παναγία: «Άγγελος πρωτοστάτης».

Η γιαγιά του που τον άκουγε τον καμάρωνε. Τους χαιρετισμούς στην Παναγία τους είχε μάθει και τους έλεγε πρωί – βράδυ απ’ έξω.

Όμως κάποτε ο Γιάννος έμπλεξε με κακές παρέες. 

Κανείς δεν το πίστευε πως ένα τέτοιο καλό παιδί θα γινόταν παλιόπαιδο. Έφευγε τις νύχτες και αλήτευε.

Όταν γύριζε τον έδερνε ο πατέρας του, έκλαιγε η μητέρα του, τον συμβούλευε η γιαγιά του, μα ο Γιάννος τίποτε.

Παρατήρησε όμως η γιαγιά του πως ενώ δεν κρατούσε καμιά καλή του συνήθεια από την παλιά του ζωή, πριν βγει έξω για να αλητέψει με τους φίλους του, στεκόταν μπρος στην εικόνα της Παναγίας κάθε πρωί και έλεγε τους χαιρετισμούς.

Κάθε βράδυ πάλι που γύριζε από τις παρέες του, πριν κοιμηθεί, στεκόταν μπρος στο εικόνισμα της Παναγίας και έλεγε τους χαιρετισμούς. 

Κάποτε όμως ο Γιάννος έφυγε εντελώς από το σπίτι του. Μια ολόκληρη παρέα από νεαρά παιδιά, όπως ο Γιάννος, έφυγε για το βουνό και έγιναν όλοι ληστές. Έγιναν εκατό ληστές. Ψήφισαν μάλιστα το Γιάννο για αρχηγό τους και έτσι ο Γιάννος έγινε αρχιληστής.

Ζούσαν στις σπηλιές και κατέβαιναν στις πόλεις και έκλεβαν, έκλεβαν από τις στάνες αρνιά και κατσίκια. Τα έσφαζαν, τα έψηναν και τα έτρωγαν.

Είχαν γίνει ο τρόμος και ο φόβος των τσοπάνηδων, που μόλις τους έβλεπαν από μακριά να έρχονται, έτρεχαν να κρυφτούν, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους σκοτώσουν.

Χρόνια έλειπε ο Γιάννος ο αρχιληστής από το σπίτι του. Και έκλαιγε η μάνα του και αρρώστησε από στενοχώρια ο πατέρας του. Πέθανε και η γιαγιά. Αλλά πριν πεθάνει τους είπε:

Εγώ ξέρω πως ο Γιάννος μέχρι που έφυγε από το σπίτι, έλεγε πρωί και βράδυ τους χαιρετισμούς στην Παναγία. Για να δούμε τι θα κάνει η Παναγία.

Έκανε το σταυρό της η γιαγιά, αναστέναξε με πόνο και ξεψύχησε.

Ο αρχιληστής ο Γιάννος γύμναζε τα παλληκάρια του τους ληστές και τους έστελνε χωρισμένους σε ομάδες να κλέβουν και αλλοίμονο αν βρίσκανε εμπόδια.

Έμειναν σε σπηλιές πάνω στο πιο ψηλό βουνό. Όταν έπιανε το κρύο κουβάλαγαν κορμούς από δένδρα και άναβαν φωτιά και ζεσταίνονταν.

Εκεί δίπλα, μια μικρή σπηλιά την είχαν κάνει μαγειρείο. Είχανε και έναν καλό μάγειρα που τους έφτιαχνε νόστιμα φαγητά. Μέσα σ’ ένα μεγάλο καζάνι, έβραζε κρέατα που έφερναν οι ληστές από τις στάνες, και όλα τα άλλα που κουβαλούσαν και έτρωγαν και γλεντούσαν και γελούσαν.

Κάποτε εκεί που ήταν όλοι μαζεμένοι και παίρνανε διαταγές από τον Καπετάν Γιάννο, άκουσαν από μακριά θόρυβο.

Μπα … Και ποιος τολμάει να πλησιάσει τα λημέρια τους; Όχι λύκος μα ούτε αρκούδα. Αμέσως με τα ντουφέκια τους σκότωναν. 

Πετάχτηκαν καμιά δεκαριά ληστές έξω με τα ντουφέκια και αφουγκράστηκαν. Βήματα. Τρέχουν αγριεμένοι …… ερχόταν ένας καλόγερος, γέροντας ασκητής.

Έτρεξαν πάνω του και τον συνέλαβαν. Εκείνος ήρεμα και ατάραχα τους είπε:

Σας παρακαλώ να με πάτε στον αρχηγό σας, γιατί έρχομαι κάτι να του πω.

Έτσι οι ληστές οδήγησαν τον ασκητή στον καπετάν Γιάννο. Του λέει ο ασκητής:

Φώναξε εδώ όλα τα παλληκάρια, έχω ένα λόγο να τους πω.

Ο καπετάν Γιάννος φώναξε όλους τους ληστές και παρατάχθηκαν μπροστά στον ασκητή.

Είναι όλοι εδώ; Δεν έχεις κανέναν άλλο;

Έχω ένα μάγειρα.

Πες του κι αυτουνού να έρθει εδώ.

Πήγε ο καπετάν Γιάννος και έφερε και τον μάγειρα. Αλλά ο μάγειρας δεν μπορούσε να κοιτάξει τον ασκητή. Γύριζε το πρόσωπό του στο άλλο μέρος.

Τότε ο ασκητής λέει στο μάγειρα:

Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού σε προστάζω να μας πεις ποιος είσαι και ποιος σε έστειλε εδώ και τι κάνεις εδώ που κάθεσαι.

Ο μάγειρας με μεγάλη δυσφορία απάντησε:

Εγώ είμαι ψεύτης και πάντα το ψεύδος λέω, αλλά τώρα επειδή με έδεσες με το όνομα του Χριστού δεν μπορώ να πω ψέμα, αλλά θα πω την αλήθεια.

Εγώ είμαι διάβολος και με έστειλε ο ανώτερος από μένα διάβολος, να δουλεύω τούτον τον καπετάνιο και να φυλάω να βρω μια μέρα που να μη λέει τους χαιρετισμούς στην Παναγία, για να τον βάλω στην κόλαση και να κάψω και όλους τούτους.

Δεκατέσσερα χρόνια είναι τώρα που τον φυλάω, αλλά ούτε μια μέρα δεν παρέλειψε να λέει τους χαιρετισμούς «Άγγελος πρωτοστάτης».

Τότε του λέει ο ασκητής:

Σε προστάζω στο όνομα της Αγίας Τριάδος να γίνεις άφαντος και να μην πειράξεις τους χριστιανούς.

Αμέσως ο διάβολος μάγειρας έγινε σαν μαύρος καπνός και εξαφανίστηκε.

Οι ληστές άκουσαν και είδαν με κατάπληξη όσα έγιναν. Φοβήθηκαν.

Τότε ο ασκητής με πραότητα τους νουθέτησε και τους έκανε να μετανιώσουν για την κακή και αμαρτωλή ζωή που ζούσαν.

Τους είπε να πάνε στο μοναστήρι να εξομολογηθούν στον πνευματικό, να αλλάξουν ζωή, να κάνουν καλές οικογένειες, να εργάζονται και να κερδίζουν με τον τίμιο ιδρώτα τους το ψωμί τους. Να γίνουν χρήσιμοι και καλοί άνθρωποι.

Ο καπετάν Γιάννος, όση ώρα μιλούσε ο ασκητής έκλαιγε. Μόλις τελείωσε τη διδασκαλία του ο γερο-καλόγερος, τότε ο Γιάννος μ’ ευγνωμοσύνη στην Παναγία που δεν τους άφησε να καταστραφούν, άρχισε δυνατά να λέει τους χαιρετισμούς: «Άγγελος πρωτοστάτης …».

Μόλις τελείωσε τους χαιρετισμούς είπε:

Άντε παλληκάρια μου!  Πάμε τώρα στο μοναστήρι να εξομολογηθούμε για να γυρίσουμε στα σπίτια μας μετανοιωμένοι για τα κατά που κάναμε τόσα χρόνια.

Πήγαν και εξομολογήθηκαν. Αλλά πώς να πάνε στην πόλη με γένια και μαλλιά. Άγριοι όπως ήταν θα τρόμαζαν οι άνθρωποι. Φώναξαν έναν κουρέα. Τους έκοψε τα μακριά μαλλιά, τους ξύρισε και ύστερα ένας – ένας πήγαν στα σπίτια τους.

Αργά το βράδυ χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του ο Γιάννος.

Ποιος είναι; Φώναξε από μέσα ο πατέρας του.

Εγώ πατέρα, ο Γιάννος ο άσωτος. Και άρχισε να λέει τους χαιρετισμούς:

«Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη …».

Άνοιξε ο πατέρας την πόρτα και ο Γιάννος έπεσε στα γόνατα.

Δεν είμαι άξιος πατέρα μου να με λες παιδί σου, αλλά για χάρη της Παναγίας δέξε με στο σπίτι σου και σου υπόσχομαι πως θα είμαι ένας σωστός και τίμιος άνθρωπος.

Άνοιξαν ο πατέρας και η μάνα του την αγκαλιά τους και ο Γιάννος έλεγε:

«Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη …».

Έτσι ο Γιάννος έγινε ένας καλός άνθρωπος και ποτέ δεν ξέχασε να λέει τους χαιρετισμούς στην Παναγία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με τις δύο διηγήσεις του Αγίου Κοσμά για τον Ιησού Χριστό και την Παναγία μας ήθελα να σας βεβαιώσω ότι ο Χριστός είναι Σωτήρας, και επειδή μας αγάπησε, γεννήθηκε ως άνθρωπος στη γη. Η Παναγία μητέρα Του είναι τόσο πονετική μάννα, που πάντα θέλει να μας βοηθά. Τα Χριστούγεννα είναι χαρούμενη γιορτή διότι ο Χριστός είναι η Πηγή της ΧΑΡΑΣ. Όταν χαιρετίζουμε την Παναγία λέμε: «Χαίρε δι’ ης η χαρά εκλάμψει».

Η χαρά λοιπόν του Χριστού έλαμψε και θέλω και εύχομαι όλοι σας και όλοι μαζί να έχουμε την χαρά του Χριστού και της Παναγίας.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Νεκτάριος Δρόσος

Περιεχόμενα

Κοινοποίηση

Προτεινόμενες Αναρτήσεις

ΔΕΣΙΑΝΗ

(Όπως διηγείτο ο Σακελαρίου Γεώργιος και Κων/νος Μυλωνάς κάτοικοι του χωριού τούτου 1952, 10 του θεριστή): – Πως γιόρταζαν οι κάτοικοι της Δέσιανης τον Δεκαπενταύγουστο επί Τουρκοκρατίας; + Αύγουστος Χρυσομήνας, καλομήνας ή απλοχέρης έτσι τον λέγουν παλιά το μήνα αυτόν οι ζευγάδες. Ο Θεός δώρισε όλα τα αγαθά για να

ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ – ΛΟΓΙΟΙ

«ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΧ. ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ Ο Δημήτριος Αχ. Ηρακλείδης ήταν γόνος μιας μεγάλης και παλιάς πλούσιας αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Μας είναι γνωστή ήδη από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. από το αγιώτικο αρχείο της Ε.Β.Ε. Ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης, κάτοχος μεγάλης

Ευχή διά τας μέλισσας.

Κύριε Ιησού Χριστέ ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και επιβλέπων επί πάσαν κτίσην αλόγων ζώων, πτηνών, ιχθύων και ερπετών. Επίβλεψον Δέσποτα εξ Αγίου κατοικητήριόν Σου, επί το μελισσομάντρι τούτο και ευλόγησον αυτό. Διαφύλαξον από πάσης φαρμακείας και επαοιδίας, παντός κακού περιεργείας τε πονηράς και πανουργίας ανθρώπων. Δος Κύριε εις το