Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος

Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας (ΑΠΘ)

Η ανύψωση της Δημητριάδος σε αρχιεπισκοπή και της αρχιεπισκοπής σε μητρόπολη

Η Αγιά, όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά από τα υστεροβυζαντινά χρόνια, ήταν ένας αξιόλογος οικισμός, ο οποίος εξελίχθηκε σε κωμόπολη. Τμήμα του ενοριακού ναού του Αγίου Γεωργίου έχει ήδη χρονολογηθεί στο 14ο αιώνα. Το σημερινό «καθολικό» του Αγίου Παντελεήμονος, χτισμένο προ του 1580, διαδέχθηκε, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, παλαιότερο κτίσμα του τέλους του 13ου αι.. Ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου του Νέου, η «Μητρόπολη», σύμφωνα με επιγραφή του τέλους του 19ου αι., είχε χτιστεί το 1500 ή, κατά μία σημείωση του Θεοδ. Χατζημιχάλη, το 1585. Προ του 1680 χρονολογούνται δεκάδες καθολικά μονών, ενοριακοί ναοί και παρεκκλήσια της Αγιάς, αποδεικτικά του μεγέθους του οικισμού της. Νεότερες έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία από τους ρωμαϊκούς ακόμη χρόνους. Η Αγιά, ως ο μεγαλύτερος οικισμός στην Επαρχία μετά το Βαθύρεμα (έδρα της Επισκοπής Βεσαίνης), κατά τρόπο φυσιολογικό, το διαδέχθηκε.

Οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις, μεταξύ Βυζαντινών και Σέρβων, διήρ-κησαν έως το τελευταίο τέταρτο του 14ου αι. Μετά την είσοδο των πρώτων Οθωμανών στη Θεσσαλία (1386/1387), η περιοχή καταλαμβάνεται οριστικά το 1423 από τον Τουρχάν μπέη.

Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης αναδέχεται την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας, όταν το 1453 ο Μωάμεθ ο Πορθητής καταλαμβάνει την Πόλη και εγκαθίσταται σε αυτή και στην ευρύτερη αυτο-κρατορία ως η νέα πολιτική εξουσία. Η αναδοχή αυτή διασφαλίζεται με την παραχώρηση προς το Γεννάδιο, τον πρώτο πατριάρχη μετά την Άλωση, των προνομίων από το σουλτάνο, ο οποίος θεωρούσε εαυτόν νόμιμο διάδοχο της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό, κατά την επιθυμία του, ενταφιάζεται μεταξύ των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Τα προνόμια δίδονται στο πλαίσιο των δικαιωμάτων, τα οποία το ισλαμικό δίκαιο διασφαλίζει στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Η παραχώρηση των προνομίων προϋπέθετε την αποδοχή της νομιμότητας του σουλτάνου. Διά των προνομίων τα μιλέτια: το ισλαμικό, το αρμενικό, το εβραϊκό και το ρωμαίικο – ορθόδοξο, οργάνωσαν τη θρησκευτική και κοινωνική τους ζωή εντός του διοικητικού πλαισίου του μιλετιού των. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, η Αγία και Ιερά Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, και από το 1601 στο Φανάρι, συγκροτούν το κέντρο στο οποίο έχουν την αναφορά τους όλοι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως γλωσσικών ή άλλων επί μέρους πολιτιστικών διαφορών.

Μετά την ‘Αλωση της Πόλης, ο Μωάμεθ ο Πορθητής έδωσε ειδικά προνόμια (1454) στους τουρκοκρατούμενους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ωστόσο, ο θρησκευτικός φανατισμός των Οθωμανών συχνά παρουσίαζε εξάρσεις, παραβιάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των Χριστιανών.  Κοινωνι-κές ταπεινώσεις, δημεύσεις περιουσιών, άδικοι φόροι, βίαιη απαγωγή και εξισλαμισμός των χριστιανοπαίδων, δεν έπαυσαν να πλήττουν τους Ορθο-δόξους. Ιδιαίτερα, επί Σελίμ του Α΄ (1512-1520), επιχειρήθηκε βίαιος εξισλαμι-σμός των Χριστιανών και στη Θεσσαλία.

Κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο το οθωμανικό κράτος λειτουργεί με οργανωμένο σύστημα διοικήσεως από το 1454. Στις υπώρειες του Κισσάβου ιδρύονται ή επανιδρύονται χωριά, στη θέση βυζαντινών οικισμών που είχαν διαλυθεί και χρησιμοποιούν τα παλαιά λατινογενή τοπωνύμια (Κουκουράβα, Σελίτσανη, Νιβόλιανη, Δέσιανη).

Τα χριστιανικά χωριά της Αγιάς ανέπτυξαν γρηγορότερα τα νοικοκυριά τους από ό,τι τα μουσουλμανικά (1455-1570) κυρίως με την εισροή νέων εποίκων από την Δυτική – Νοτιοδυτική Θεσσαλία, παρά τις δυσκολίες του 16ου αιώνος (λ.χ. η οθωμανική κρίση του 1585/95).

Τα ανωτέρω πιστοποιεί μία επιγραφή ανέγερσης, κατά το 1571, του ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη θέση Παλιοθεολόγος της Μελίβοιας, την οποία δημοσιεύει το 1987 ο Λάζαρος Δεριζιώτης και μας βοηθά να «εἰκάσωμεν ὅτι ὁ Δημητριάδος Ἰωάσαφ ἐπεσκεύασε παλιότερόν του 1571 ναόν». Αλλά και το περιεχόμενο της επιγραφής διευκρινίζει σαφώς ότι η περιοχή όπου βρισκόταν ο ναός, το έτος 1571 υπάγεται στον επίσκοπο της Δημητριάδος, ο οποίος ήταν ο πνευματικός ποιμένας της ανατολικής Όσσας.

Στην εξαιρετική μελέτη του Μachiel Kiel για τη μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της Ανατολικής Θεσσαλίας, διαβάζουμε ότι «ἡ αὐτοκρατορία τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, ἱδρύθηκε μέ τό σπαθί». Είναι λιγότερο όμως γνωστό, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ότι η αυτοκρατορία αυτή διατηρήθηκε με την πένα.

Υπάρχουν εκατοντάδες έγγραφα (14ος – 1922) τα λεγόμενα Tahrirdefters, δηλαδή, κατάστιχα απογραφής χρήσεως της γης και φορολογίας. Τα δελτία αυτά, από την εποχή του Βαγιαζίτ Α΄ (1393/94), έχουν θεμελιώδη σημασία για τη μελέτη της δημογραφικής ανάπτυξης, της αποικι-στικής ιστορίας, της γεωργίας, και αποκαθιστούν αρκετές ιστορικές ανακρί-βειες. Καταρρίπτεται η τοπική παράδοση ότι το Βαθύρεμα, που ήταν το μεγαλύτερο χωριό στην περιοχή πριν αναπτυχθεί η Αγιά, καταστράφηκε το 1423 ή από τον Βελή πασά το 1816-1817.

Σύμφωνα με την οθωμανική διοικητική υποδιαίρεση των επαρχιών, η περιοχή της Αγιάς (Γένιτσε), ήταν μέρος του Καζά του Γενί Σεχίρ (Λάρισα) και υποδιαιρούνταν, στο Ναχιγιέ της Καστρίτσας και στο Ναχιγιέ του Πλαταμώνα. Η Καστρίτσα, μετά το 1388, είχε μόνο τέσσερα κατοικημένα χωριά Χριστια-νών, όπως καταδεικνύεται από την απογραφή του 1455-56, την Αγιά, το Βαθύρεμα, την Δέσιανη και το Καστρί.

Τα δελτία απογραφής αποδεικνύουν ότι η αύξηση του πληθυσμού (1455-1570), ήταν έξι φορές μεγαλύτερη των Χριστιανών έναντι τριών των Μου- σουλμάνων, δηλαδή, ξεπέρασε την κατά μέσο όρο γενική ευρωπαϊκή ανάπτυ-ξη.

Κατά την περίοδο της Σερβοκρατίας στην Θεσσαλία και στην Αγιά, πιστεύουμε ότι δεν αναγράφονται στον επισκοπικό κατάλογο οι επισκοπές Βεσαίνης, Χαρμενών και Κατρίας (1360 – 1370), επειδή υπήχθησαν στα διοικητικά όρια της επισκοπής Δημητριάδος.  Ήδη, η Χώρα «Αγίας» έχει το 1570 τριακόσια δώδεκα σπίτια και είναι η σημαντικότερη περιφέρεια του Δημητριάδος. Τα μονύδρια κατά το 16ο αιώνα και τα κοινόβια στην περιοχή της Αγιάς, προσελκύουν αγίους μοναστάς από το Άγιο Όρος, κυρίως Θεσσαλούς και μάλιστα εκ της Ι. Μονής Φιλοθέου. Κατά την ως άνω περίοδο ο άγιος Δαμιανός ο εν Κισσάβω διώκεται από τον Κίσσαβο στον Όλυμπο και από τα Άγραφα στον Κίσσαβο.  Συλλαμβάνεται στη Βουλγαρινή (Έλαφο – Αγιάς) και μαρτυρεί δι’  αγχόνης το 1568 στη Λάρισα. Ομοίως, περί το 1528 ο άγιος Συμεών ο ανυπόδητος, ο εκ του Βαθυρέματος, «θείω νεύματι ὁρμώμενος» εξέρχεται του Αγίου Όρους και μετ’  ολίγον ο Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, για να στηρίξουν αμφότεροι το σκληρά δοκιμαζόμενο δούλο γένος των Ρωμιών.

Η ονομασία Αγιά ως τοπωνύμιο, θεωρήθηκε πως είναι συγκοπή του τοπωνυμίου «Αγιάννα», εκ του Αγία Άννα, στη θέση του οποίου υπήρχαν ερεί-πια παλαιού οικισμού. Η άποψη ότι η ονομασία προέρχεται εκ της λέξεως «Αγιάν», είναι μία αβάσιμη εκδοχή διότι ayans σημαίνει προεστός-αξιωματούχος μεγάλου κύρους και πλούσιος (συνταξιούχος) με διακεκριμένη κοινωνική θέση. Άλλωστε οι Οθωμανοί από την πρώτη καταγραφή της πόλης Αγιάς στα ταχρίρ του 1455/56, την κατονομάζουν Αγιά όπως εκαλείτο πάντοτε.  Γενικά οι Τούρκοι δεν άλλαξαν κανένα χριστιανικό ή σλαβικό όνομα χωριού στην επαρχία Αγιάς. Η καταγραφή του ονόματος της επαρχίας ως «Ἁγυιά» είναι φιλολογική απόδοση της τοπωνυμίας Αγιά που σημαίνει Χώρα, Κωμόπολη αποτελούσα πέρασμα – διάβαση. Η πηγή – ρίζα του τοπωνυμίου πιστεύουμε ότι προέρχεται εκ της λέξεως «Ἁγία» ως ιστορικό αγιωνύμιο. Με δεδομένο ότι το Όρος των Κελλίων ήκμασε στις ανατολικές υπώρειες της Όσσας, μας διευκολύνει να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας μοναστικός χώρος (της ίδιας περίπου εποχής με το αγιώνυμο όρος του Άθω), που διοικητικά κατευθύνεται από Καθολικά μονών, (Οικονομείου – Θεολόγου – Αγίου Παντελεήμονος  Αγιάς  1292 μ.Χ.), βρίθει μοναχών και θεωρείται – «ΑΓΙΟΣ».

Η χώρα Αγιά, κυκλώνεται από πλήθος Κελλίων – μικρών μονυδρίων – για ιδιόρρυθμους μοναχούς που εγκαταβιώνουν σε μία παραγωγικά πλούσια περιοχή και αυτοσυντηρούνται με αγροτικές κυρίως καλλιέργειες, αλιεία και κυνήγι. Μετά την παρακμή της Αγίας Χώρας των Κελλίων, οι μοναχοί ίσως προτιμούν πλέον τη μοναστική πολιτεία του ασφαλούς Άθωνος (Άγιο Όρος).

Την Αγία μοναστική πολιτεία του Όρους των Κελλίων διαδέχεται ονομαστικά η Χώρα της «Ἁγίας», η οποία αποτελούσε γεωγραφικά το κέντρο διοικήσεως των μοναστών. Τη γνώμη μας για την προέλευση του τοπωνυμίου Αγιά ενισχύουν τρία αποδεικτικά στοιχεία:

Στην πρόθεση 401 του Μεγάλου Μετεώρου (1520-1540) μεταξύ των 220 θεσσαλικών οικισμών, αναφέρεται η «Ἁγία», στα φ. 81α – 81β, με 61 αφιερωτές, αρχικά, και άλλους 25 αργότερα του έτους 1538. Η πρόθεση αυτή είναι η αρχαιότερη όλων και η «Ἁγία» του χειρογράφου (βραβείο ή βρέβειο) αφορά την Αγιά του Νομού Λαρίσης.

Σε Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Κυρίλλου Δ΄ Λουκάρεως, το Νοέμβριο του 1620 αναφέρεται η Ιερά Μονή του Σωτήρος Χριστού, «κατά τήν τοποθεσίαν τῆς Ἁγίας».  Η τοποθεσία «τῆς Ἁγίας» είναι πιθανότατα η Αγιά και η Μονή του Σωτήρος Χριστού είναι ο «Χριστός» της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου, γνωστός και ως «’Ξστός».

Σε σύμμεικτο κώδικα της Ι. Μονής Φιλοθέου – Αγίου Όρους, όπου περιέχεται η ακολουθία του αγίου οσιομάρτυρος Δαμιανού του νέου, το συναξάριον και λόγος παραινετικός (1625 μ.Χ.), μαρτυρείται η Αγιά τρεις φορές «εν τη Αγία» ήτοι: 1) « αχκδ΄ ἐν τῇ Ἁγία : Ἀπριλίω  ια΄ τετέλεσται χειρί καί πόνω Ἰωσήφ τοῦ πελοποννησίου», 2) αριθμ. 9, «Ἄλλη ὑποθήκη πνευματική» ΚΕΦ. Ε΄, Ἐν έτει, ,αχκδ΄ Ἀπριλίου  αη΄ἐν Ἁγία. 3) αριθμ. 13, «Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν … εἰς ἁπλήν γλώσσαν μεταφρασθείς» ἐν έτει, ,αχκδ΄ ἐν τῇ Ἁγία ἐγράφη Ἰωσήφ Ἱερομονάχου πόνος πέλει. Η «Αγία» του κώδικα αφορά την Αγιά στην οποία έζησε ο Άγιος Δαμιανός τα τελευταία χρόνια της ζωής του πριν το 1568.

Κατ’ αυτή την τεσσαρακονταετία (1757-1794) όπου η Αγιά γνωρίζει εμπορική και οικονομική ανάπτυξη, η Δημητριάδα ως Επισκοπή στην οποία ανήκει η Αγιά, προάγεται αρχικά σε Αρχιεπισκοπή (1757) και τριάντα επτά έτη αργότερα προβιβάζεται σε Μητρόπολη (1794). Η εκκλησιαστική κατάσταση, με γνώμονα τα υπομνήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας, είναι έκρυθμη για την Επισκοπή της Δημητριάδος, η οποία υπάγεται στη Μητρόπολη Λαρίσης. Συγκεκριμένα, κατά το 1755 (Μαρτίου 20) το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχεται αναφορά του Αναστασίου Βασιλοπούλου κατά του Λαρίσης Μελετίου και του επισκόπου Θαυμακού Διονυσίου. Μετά από δύο χρόνια το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχεται γενική αναφορά των κατοίκων της Επισκοπής Δημητριάδος οι οποίοι αιτούνται έλεος, «νά μᾶς ξεχωρίση ἀπό τήν μητρόπολιν αὐτήν (Λαρίσης)…… νά ὑποκείμεθα εἰς τόν οἰκουμενικόν θρόνον, διατί δέν ἠμποροῦμεν νά ὑποφέρωμεν πλέον, τά καθημερινά σίζαλα, καί καταδρομάς  (…)».

Όπως φαίνεται από τις υπογραφές των αντιπροσώπων των χωριών της επισκοπής Δημητριάδος, η αίτηση των πιστών, «νά γλυτώσουν ἀπό τήν Μητρόπολιν τῆς Λαρίσης» ήτο κοινό αίτημα και θερμή παράκληση, οπότε εισακούσθηκε σύντομα, ικανοποιώντας το αίσθημα των πιστών.

Εκδόθηκε, πάραυτα, πατριαρχικό σιγίλλιο που προβίβαζε την Επισκοπή Δημητριάδος και Ζαγοράς σε Αρχιεπισκοπή, τον Μάιο του 1757, επί Θεοκλήτου αρχιερέως, ο οποίος παραιτήθηκε υπέρ του Γρηγορίου τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Κατά το γεγονός του προβιβασμού, δόθηκε προς «τόν κύρ – Γρηγόριον πατριαρχικόν συνοδικόν ἐξοφλητικόν γράμμα ὅτι δέδωκε φιλοτιμίαν εἰς τό κοινόν της Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐγχειρίσας δύο χιλιάδες πεντακόσια γρόσια» (Ἰούνιος 1757) .

Είναι σημαντικό ότι στη γενική αναφορά των κατοίκων της επισκοπής υπογεγραμμένη από εκπροσώπους είκοσι επτά χωριών του Δημητριάδος, τα έξι είναι της περιφέρειας Αγιάς. Και μόνο το ποσοστό μεταξύ των περιφερειών της Επισκοπής καταδεικνύει τη σημαντική θέση της Αγιάς στην Αρχιεπισκοπή της Δημητριάδος.

Η Επισκοπή της Δημητριάδος είναι γνωστή από το πρώτο μισό του 5ου αι., και αναφέρεται ως πρώτος επίσκοπός της ο Μάξιμος. Από τα τέλη του 9ου αι. έως τον 15ο αι. εμφανίζεται ως υποκείμενη επισκοπή του Λαρίσης. Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και μέχρι το 1757, έτος εκλογής του Ζαγοριανού Καλλινίκου Γ΄ ως Οικουμενικού Πατριάρχη, εξακολουθούσε να υπάγεται στη Μητρόπολη της Λάρισας.

Στα μέσα του 18ου αιώνα σημειώθηκε ρήξη στις σχέσεις του μητροπολίτη Λαρίσης Ιακώβου Γ΄ (1732-1749), ο οποίος προηγουμένως διετέλεσε επί-σκοπος Δημητριάδος (1723-1732), με τον υφιστάμενο και διάδοχό του στην Επισκοπή Δημητριάδος Θεόκλητο (1732-1757). Η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε και με τον Μελέτιο Β΄ (1750-1768), διάδοχο του Ιακώβου Γ΄. Όπως σημειώνεται στο έγγραφο, το οποίο θα παραθέσουμε στην παρούσα μελέτη, «δέν ἔλλειψαν ποτέ αἵ ἄδικοι καταδρομαί καί ζημίαι»  σε βάρος του Θεοκλήτου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1755, οπότε, εξαιτίας μιας «κατα- δρομής» του Μελετίου Β΄, ο Θεόκλητος φυγαδεύθηκε στην Κωνσταντινούπο-λη: «τόν ἐφευγάτησαν ἀπό τήν ἐπισκοπήν τοῦ εἰς τήν Πόλιν καί εἶναι πασίδηλοι αἵ κατά καιρόν ἀκολουθήσασαι ζημίαι καί ἀτιμίαι πρός τήν ἐπισκοπήν μᾶς αὐτήν ἀπό τόν μητροπολίτην Λαρίσης, καθώς εἰς πλάτος φαίνονται εἰς τάς ἀναφορᾶς ὁπού ἐδόσαμεν ὅλα τά χωρία κοινῶς εἰς χείρας τοῦ ἀρχιερέως μας, ὅταν ἐκίνησεν ἀπ’ ἐδῶ, πρό δύο χρόνων τώρα, διά τήν Πόλιν, εἰς τόν καιρόν τοῦ Κυρίλλου, διά νά κινήση ἀγωγήν εἰς τήν μεγάλην Ἐκκλησίαν διά τά δικαιολογήματά μας αὐτά καί κακά ὁπού τραβοῦμεν ἀπό τόν μητροπολίτην μας (…)».

Όμως, παρά τις αναφορές των κατοίκων και την αγωγή του επισκόπου Θεοκλήτου, δεν αποκαταστάθηκε η ηρεμία στη Επισκοπή Δημητριάδος «ἴδωμεν ὅμως ἕως τώρα [1757] καμμίαν διόρθωσιν». Με την εκλογή στον Οικουμενικό Θρόνο του συντοπίτη τους Καλλινίκου Γ΄ είχαν την ελπίδα ότι θα αποκαθίστατο η τάξη και η ηρεμία στην επισκοπή τους. Όπως αναφέρει ο Αθ. Χρυσοβέργης, το 1757 εκκρεμούσε ένα «έκκλητον» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για την επίλυση της διαμάχης μεταξύ του Μελετίου Β΄ της Λαρίσης και του μέλλοντος να χειροτονηθεί επισκόπου της Δημητριάδος. Για το σκοπό αυτόν, προκειμένου να υποστηρίξουν τον αρχιερέα τους, οι κάτοικοι της επαρχίας συνέταξαν μία νέα αναφορά, την οποία απέστειλαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ με κάποιους προεστούς τους, τους οποίους είχαν στείλει και το 1755. Οι απεσταλμένοι θα κινούσαν αγωγή στον Οικουμενικό Πατριάρχη και στη Σύνοδο «φανερώνοντες καί διά ζώσης φωνῆς τά δικαιολογήματα» τους. Ταυτοχρόνως, ο άνθρωπός τους στην Κωνσταντινούπολη θα παρέδιδε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο «τάς προγενομένας ἀναφορᾶς ὁπού εὑρίσκονται εἰς χείρας του».

Με την αναφορά τους παρακαλούσαν τον Καλλίνικο Γ΄ να τους «ξεχωρίση ἀπό τήν μητρόπολιν» Λαρίσης, προβιβάζοντας την Επισκοπή τους σε Αρχιεπισκοπή ώστε να υπάγονται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, διότι, αναφέρουν, «δέν ἠμποροῦμεν νά ὑποφέρωμεν πλέον, τά καθ’ ἡμερινά σίζαλα, καί καταδρομάς καί στέρησιν τοῦ ἀρχιερέως μας νά τόν φευγατίζη, νά καθεύδη εἰς τήν Πόλιν  (…)». Παρακαλούν, λοιπόν,  τον Οικουμενικό Πατριάρχη να βρουν το δίκαιό τους. Διαφορετικά, εάν η μητέρα Εκκλησία τους «κλωτσήσει ὡς νόθα, καθώς καί εἰς τόν καιρόν τοῦ Κυρίλλου  Ε΄», θα στενοχωρηθούν και θα καταφύγουν στους «πολυχρόνους αὐθέντας τῶν χωριῶν» τους, για να τους γλυτώσουν από τη Μητρόπολη Λαρίσης και να βρουν την ησυχία τους. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν το θέλουν. Δεν το θεωρούν σωστό να προβάλουν «ὑποθέσεις ἐκκλησιαστικᾶς εἰς ἐξωτερικᾶς πόρτας», δηλαδή, στα οθωμανικά δικαστήρια.

Την αναφορά του 1757 των επαρχιωτών υπέγραψαν οι προεστοί 27 οικισμών της Επισκοπής Δημητριάδος, από τους οποίους οι 21 είναι της Μαγνησίας και οι 6 της περιοχής της Αγιάς. Η Τζαγκαράδα αναφέρεται δύο φορές. Στη μια θέση αναφέρεται ο Νικόλαος Πάρδαλι και στην άλλη ο Νικόλαος Καρτάλη. Οι εν λόγω 27 οικισμοί είναι οι εξής:

Αγειά – Αγιά της Λάρισας.

Άγιος Γεώργιος του Βόλου.

Άγιος Λαυρέντιος του Βόλου.

Ανήλιον του Βόλου.

Αργαλαστή του Βόλου.

Βελεστίνος – Βελεστίνο.

Βόλος.

Δέσενη – Αετόλοφος της Αγιάς.

Δράκεια του Βόλου. Ζαγορά του Βόλου.

Θανάτου – Μελίβοια της Αγιάς.

Κανάλια του Βόλου.

Κάπερνα – Γλαφυρές του Βόλου.

Κατωχώρι του Βόλου.

Κερασαία – Κερασιά του Βόλου.

Κισσός του Βόλου.

Λαύκος του Βόλου.

Μακρινίτζα – Μακρινίτσα του Βόλου.

Μηλαίς – Μηλιές του Βόλου.

Μουτζέλα – Μιτζέλα. διαλυμένος οικισμός στην περιοχή της Ζαγοράς.

Νεβόλιανη – Μεγαλόβρυσο της Αγιάς.

Νεοχώρι του Βόλου.

Πορταρέα – Πορταριά του Βόλου.

Ρέτζενι (Ρέτσιανη) – Μεταξοχώρι της Αγιάς.

Σέσκλος – Σέσκλο του Βόλου.

Σηλίτζιανη (Σελίτσανη) – Ανατολή της Αγιάς.

Τζαγκαράδα – Τσαγκαράδα του Βόλου.

Η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνήλθε το Μάιο του 1757 και με την ευνοϊκή εισήγηση, προφανώς, του Καλλινίκου Γ΄, διευθέτησε την εκκρεμότητα και αποκατέστησε την ηρεμία στην επαρχία της Δημητριάδος. Ανύψωσε την επισκοπή σε Αρχιεπισκοπή, ικανοποιώντας το αίτημα των κατοίκων της περιοχής και ζήτησε από τον παρεπιδημούντα στην Κωνσταντι-νούπολη εψηφισμένο Αρχιεπίσκοπο κ. Θεόκλητο, την παραίτησή του.

Στον πρόλογο της συνοδικής απόφασης γίνεται λόγος για το αίτημα των κατοίκων της Επισκοπής Δημητριάδος να προβιβασθεί σε Αρχιεπισκοπή η επαρχία τους, για να απαλλαγούν από τα όσα υπέφεραν «τῶν ἐν αὐτή χριστιανῶν μετά τοῦ ἀρχιερέως αὐτῶν ἁπαλλαγῆναι τῶν τοσούτων κακῶν ὧν πρό χρόνων ἤδη τοσούτων ἄχρι τοῦδε ὑπέστησαν». Ακολούθως εκτίθεται το σκεπτικό της προαγωγής, αναφέρεται ότι στο εξής η επαρχία Δημητριάδος δε θα έχει καμία εξάρτηση από τη Μητρόπολη Λαρίσης και ότι ο «ἐν αὐτή κύρ Θεοκλητός ὑπάρχει καί λέγεται ἀρχιεπίσκοπος Δημητριάδος συναριθμούμενος τοῖς λοιποῖς ἀρχιεπισκόποις τοῦ καθ’ ἠμᾶς Οἰκουμενικοῦ θρόνου». Προειδοποιείται ο μητροπολίτης Λαρίσης Μελέτιος Β΄ να μην τολμήσει να κινήσει κάποια αγωγή κατά της Αρχιεπισκοπής Δημητριάδος. Όποιος, «θελήσει ἀνατρέψαι» τη νόμιμη συνοδική απόφαση θα είναι αφορισμένος «καί ἀσυγχώρητος καί μετά θάνατον ἄλυτος ἐν τῷ νῦν αἰώνι καί ἐν τῷ μέλλοντι».

Μετά την παραίτηση του Θεοκλήτου, διάδοχός του εκλέχθηκε ο αδελφός του Καλλινίκου Γ΄ Γρηγόριος, μέχρι τότε αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Γρηγόριος εποίμανε την Αρχιεπισκοπή Δημητριάδος τριάντα επτά έτη και ζήτησε εγγράφως να παραιτηθεί λόγω ασθενείας και γήρατος.

Όταν, ο αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος Β΄ παραιτήθηκε «οἰκειοθελῶς, ἑκουσίως τέ, καί ἀπαραβιάστως» στις 23-7-1794, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ενδιαφέρθηκε να εκλέξει το διάδοχό του, θεώρησε σκόπιμο να προβεί στην ανύψωση της Αρχιεπισκοπής Δημητριάδας σε Μητρόπολη. Η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχοντας υπόψη τις προηγούμενες προαγωγές αρχιεπισκοπών σε μητροπόλεις (Μονεμβασίας, Ιωαννίνων και Διδυμοτείχου) και ότι πολλοί από την περιοχή της Δημητριάδος, «ἐπιδημοῦντες πανταχοῦ καθορώντας ἄνδρες ἐπίσημοι, οἱ μέν τῇ παιδεία, οἱ δέ τῇ φρονήσει, οἱ δέ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς», αποφάσισε «τιμῆσαι καί προβιβᾶσαι» την Αρχιεπισκοπή της Δημητριάδας σε Μητρόπολη, τον Σεπτέμβριο του 1794. Στο εξής, ο μητροπολίτης της Δημητριάδος και Ζαγοράς θα αποκαλείται «ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Πελασγῶν». Ταυτόχρονα με την προαγωγή, η Σύνοδος εξέλεξε ως πρώτο μητροπολίτη τον Αθανάσιο, μέχρι τότε μέγα αρχιδιάκονο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Την Μητρόπολη Δημητριάδος κατά την μακραίωνη ιστορία της, εποίμαναν πολλοί αρχιερείς, τα ονόματα και η αρχιερατία των οποίων δεν είναι γνωστά με πληρότητα. Από τα σωζόμενα υπομνήματα εκλογής τους δημοσιεύθηκαν μόνο μερικά, γεγονός το οποίο δικαιολογεί τα μεγάλα κενά και τα λάθη του επισκοπικού καταλόγου.

Με τον επισκοπικό κατάλογο της Δημητριάδος ασχοληθήκαμε την περίοδο των μεταπτυχιακών σπουδών μας στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και οι δυσκολίες, τις οποίες συναντήσαμε τότε, για τη σύνταξη του καταλόγου υπήρξαν ανυπέρβλητες. 

Εκ του γεγονότος, ότι υπήρχαν πλείστα σκοτεινά σημεία, επειδή οι σωζόμενες πηγές δεν βοηθούσαν στην έρευνα και διότι κυρίως, δεν εξερευνήθησαν, επιμελώς τα σωζόμενα ιστορικά κείμενα του Αρχειοφυλακείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν κατέστη δυνατόν να καταρτισθεί τεκμηριωμένος κατάλογος των επισκόπων της Δημητριάδος. 

Στη σύνταξη του παρόντος επισκοπικού καταλόγου ελήφθησαν υπόψη τα υπομνήματα εκλογής των μητροπολιτών εκ του Αρχειοφυλακείου του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου μας από το έτος 1757-1870 μ.Χ. και κάθε μελέτη επισκοπικών καταλόγων από την αρχαιότερη πηγή (M. L.Quien) έως και τους πρόσφατα εκδοθέντας (2009) Κώδικας Λαρίσης (1647-1868) και Τρίκκης (1688-1857) συμφώνως με τη βιβλιογραφία της παρούσης διατριβής.

Περιεχόμενα

Κοινοποίηση

Προτεινόμενες Αναρτήσεις

ΔΕΣΙΑΝΗ

(Όπως διηγείτο ο Σακελαρίου Γεώργιος και Κων/νος Μυλωνάς κάτοικοι του χωριού τούτου 1952, 10 του θεριστή): – Πως γιόρταζαν οι κάτοικοι της Δέσιανης τον Δεκαπενταύγουστο επί Τουρκοκρατίας; + Αύγουστος Χρυσομήνας, καλομήνας ή απλοχέρης έτσι τον λέγουν παλιά το μήνα αυτόν οι ζευγάδες. Ο Θεός δώρισε όλα τα αγαθά για να

ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ – ΛΟΓΙΟΙ

«ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΧ. ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ Ο Δημήτριος Αχ. Ηρακλείδης ήταν γόνος μιας μεγάλης και παλιάς πλούσιας αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Μας είναι γνωστή ήδη από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. από το αγιώτικο αρχείο της Ε.Β.Ε. Ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης, κάτοχος μεγάλης

Ευχή διά τας μέλισσας.

Κύριε Ιησού Χριστέ ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και επιβλέπων επί πάσαν κτίσην αλόγων ζώων, πτηνών, ιχθύων και ερπετών. Επίβλεψον Δέσποτα εξ Αγίου κατοικητήριόν Σου, επί το μελισσομάντρι τούτο και ευλόγησον αυτό. Διαφύλαξον από πάσης φαρμακείας και επαοιδίας, παντός κακού περιεργείας τε πονηράς και πανουργίας ανθρώπων. Δος Κύριε εις το