Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος
Απομαγνητοφώνηση βιντεοκασέτας από την
Στην σημερινή μας εκδήλωση χρειάζεται ίσως να μιλήσω, διότι η μελέτη μας που παρουσιάζεται σήμερα δεν είναι λογοτεχνική έμπνευση η οποία συνήθως αξιολογείται από κριτικούς της λογοτεχνίας.
Η μελέτη με τον τίτλο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ Ι.Μ. ΛΑΡΙΣΗΣ» έχει περιεχόμενο αγιολογικό – ιστορικό και ήδη έχει κριθεί ως διπλωματική – μεταπτυχιακή εργασία από τον ιστορικό κλάδο του Α.Π.Θ.
Θα αναφέρω λίγα λόγια για την μεθοδολογία που ακολούθησα για να καταλήξω σε συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από την έρευνα πηγών και κωδίκων, δηλαδή κειμένων με ιστορικής σημασίας στοιχεία και αδιάψευστο περιεχόμενο. Θεωρώ βέβαιο ότι και μετά από πέντε (5) χρόνια επεξεργασίας που μεσολάβησαν από το 1993, οπότε και εκπονήθηκε αυτή η μελέτη έχει ακόμα ελλείψεις. Γιατί;
Διότι: Η ιστορική έρευνα γύρω από το ένα πρόσωπο, όσο εμπεριστατωμένη και αν είναι και όσες και αν κατέβαλε ο συγγραφέας φιλότιμες προσπάθειες να δώσει ένα άρτιο σύνολο, είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε. Οι ανά τον κόσμο πηγές, είναι ακόμη αναξιοποίητες και πολλές από αυτές άγνωστες προς το παρόν στους ερευνητές. Έτσι ποτέ κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι κατεκάλυψε το θέμα που ερευνά μέχρι τις παραμικρές λεπτομέρειες.
Η μελέτη μας είναι με δύο λόγια «Μεταβυζαντινή Αγιολογία» κατά το ήμισυ τουλάχιστον και όσον αφορά το πρόσωπο του Αγίου Δαμιανού ο οποίος ήτο «Πρόδρομος» του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού προερχόμενος μάλιστα από το ίδιο μοναστήρι, την Ι.Μ. Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Το «Μαρτύριον» του παρουσίασε προβλήματα ταυτότητας: Που γεννήθηκε δηλαδή, πότε γεννήθηκε, ποιος ο υμνογράφος Ματθαίος που συνέθεσε την Ασματική Ακολουθία του, ποιο το ασκητήριό του; Ο Άγιος Γεδεών, ως πολύ νεώτερος δεν είχε στην Βιογραφία και το μαρτύριόν του αμφιλεγόμενα σημεία, αλλά παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως ανήκων στην κατηγορία των Αρνησιχρίστων ……..….
Η Αγιογραφία και η Ιστορία (Αγιογραφία όταν λέγω εννοώ την γραφή, την μελέτη περί των Αγίων και όχι την τέχνη της ζωγραφικής), εξακολουθούν να μελετούν τα πρόσωπα και τα κείμενα στον βραχύ ιστορικό χρόνο. Επειδή όμως ο βραχύς χρόνος είναι, από όλες τις διάρκειες ο πιο απατηλός, χρειάζεται ο ερευνητής να γράφει με αντικειμενικότητα, διαίσθηση και ευφάνταστη αντίληψη. Ο ιστορικός είναι και ο ίδιος άνθρωπος και δεσμεύεται από τους περιορισμούς της προσωρινότητας και πρέπει να έχει την ταπεινοσύνη να παραδέχεται τις δικές του ανεπάρκειες. Το έργο του είναι να αφηγηθεί την ιστορία και να την κάνει όσο μπορεί περισσότερο κατανοητή στην ανθρωπότητα. Ωστόσο, αφού η ιστορία πρέπει να είναι κατανοητή, χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια απλή παρουσίαση γεγονότων. Έτσι όπως γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν, πολλοί μεγάλοι και σοφοί άνθρωποι μας έχουν πει ότι η ιστορία είναι μια επιστήμη και τίποτε περισσότερο. Είναι αλήθεια ότι για τη συλλογή των ιστορικών μαρτυριών απαιτούνται, ακρίβεια και αντικειμενικότητα, ειδικά όταν το θέμα αφορά τη θρησκεία, μια σφαίρα στην οποία η κρίση, πολύ συχνά επηρεάζεται από προσωπικές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις η μέθοδος του ιστορικού, δεν μπορεί να είναι εξ’ ολοκλήρου εμπειρική. Ο ιστορικός πρέπει να προσθέσει στην αντικειμενική σπουδή του τις ιδιότητες, λέγει ο κ. Ράνσιμαν, της συμπαθούσης διαίσθησης και ευφάνταστης αντίληψης, διότι χωρίς αυτές δεν μπορεί να ελπίσει ότι θα κατανικήσει τους φόβους, τις βλέψεις και τις πεποιθήσεις που παρακίνησαν τις περασμένες γενεές. Αυτές οι ιδιότητες είναι, ίσως πνευματικά χαρίσματα, χαρίσματα που μπορεί κανείς να τα δοκιμάσει και να τα νιώσει, αλλά δεν μπορεί να τα εξηγήσει με ανθρώπινα δεδομένα. Για τη σπουδή της Αγιολογίας το διαισθητικό αυτό χάρισμα είναι απαραίτητο και μη νομίζετε λέγοντας αυτά ότι εγώ κατέχω αυτό το χάρισμα, απλώς είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ανθρώπους και πρέπει να αναφέρω ότι αρχικά εκτός από τον καθηγητή μου, εκείνος που ήταν απαραίτητος σε μένα στα πρώτα βήματα γραφής και με αυτό το χάρισμα, το κατέχει, ήταν ο π. Ματθαίος που βρίσκεται σήμερα κοντά μας, αμέσως μετά ήταν ο μακαριστός κ. Αγραφιώτης και αργότερα ο κ. Σπανός. Επίσης δε από άλλης όχι αγιολογικής τώρα πλευράς αλλά ιστορικής ο κ. Δεριζιώτης και η κ. Σδρόλια. Έτσι εγώ δεν αποδίδω στην εργασία μου κάτι το σημαντικό ή το ιδιαίτερο αλλά θέλω να πω ότι βασίζεται στα χαρίσματα ανθρώπων που με συμβούλευσαν και αν μου επιτρέπετε να αναφέρω μερικά παραδείγματα που φανερώνεται αυτή η σχέση, ας πούμε της διαίσθησης και της αντίληψης, που πρέπει τελικά να υπάρχει. Για παράδειγμα στο πρόσωπο του Αγίου Δαμιανού πολλές φορές και από κάποιες πλευρές εξαίρεται το οικοδομικό του έργο ενώ θα έπρεπε να εικασθεί. Δηλαδή να μην πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε αυτό το έκτισε ο Άγιος Δαμιανός γιατί έτσι μας αρέσει εμάς ή θέλουμε να οικειοποιηθούμε την ευθύνη του Αγίου Δαμιανού αλλά εάν δεν είμαστε σίγουροι να λέμε ότι είναι πιθανόν έτσι. Αυτό συνέβη πρακτικά όταν πριν από πολλά χρόνια με την κ. Σδρόλια είχαμε επιχειρήσει να πάμε στο Μοναστήρι της Πελεκητής και με κίνδυνο της ζωής μας να φτάσουμε σε κάποιο ασκητήριο το οποίο δεν ήταν το ασκητήριο του Αγίου Δαμιανού, όπως θα δείτε στο έργο, δεν χρειάζεται να αναφέρω περισσότερα, αλλά εκεί οι ευλαβείς επίτροποι ήθελαν να πιστεύουν ότι αυτό ήταν το ασκητήριο του Αγίου Δαμιανού. Επίσης η κάθε επιγραφή τοιχογραφίας μάθαμε μας πληροφορεί για παράδειγμα ότι ο Άγιος Δαμιανός είναι ο κτήτωρ της Ι.Μ. Πελεκητής αλλά αυτό δεν αποτελεί απόδειξη γιατί ο αγιογράφος δεν γνωρίζει την έννοια της ορολογίας κτίτωρ ή κτήτωρ. Άλλωστε αυτές οι δύο έννοιες στη συγκεκριμένη μεταβυζαντινή περίοδο συγχέονται και τις περισσότερες φορές κτίτωρ είναι και ο ιδρύσας ένα Μοναστήρι και ο ανακαινίσας ένα Μοναστήρι. Μπορεί να είναι και αυτός που το έκτισε εκ θεμελίων δηλαδή, και αυτός που βοήθησε μετά από πολλά χρόνια να ανακαινισθεί, οπότε εκεί προκύπτουν συγχύσεις. Ακόμη, το γεγονός ας πούμε ότι ο Σμυρνάκης ή ο Άγιος Νικόδημος αναφέρει χρονολογίες κατά την γνώμη μου τελείως λανθασμένες δεν σημαίνει ότι αφ’ ενός στην εποχή τους , δεν σημαίνει δηλαδή ότι το λάθος αυτό γίνεται εκούσια, αλλά αποδίδεται στο γεγονός ότι εκείνοι οι πατέρες ή οι ερευνητές στην εποχή τους δεν είχαν την πολυτέλεια να κάνουν διασταυρώσεις, όπως εμείς σήμερα με βιβλία, με τηλεφωνία, με Fax, με Ιnternet. Άλλωστε είχανε και μια αδιαφορία θα έλεγα εγώ για την ακρίβεια του χρόνου και των γεγονότων. Ειδικά ο Άγιος Νικόδημος γιατί αυτός έγραφε στην εποχή του (και καλά έκανε) με την αίσθηση ότι δεν γράφει ιστορία αλλά γράφει ψυχοφέλιμα Συναξάρια δηλαδή προς οικοδομήν της ψυχής των ανθρώπων και μόνον. Δεν ήταν ερευνητής ιστορικός, δεν θεωρούσε τον εαυτό του κάτι τέτοιο αλλά ήθελε να βοηθήσει τους υπόδουλους που επί της Τουρκοκρατίας είχαν ανάγκη από αυτά τα Συναξάρια.
Επίσης θα ήθελα να πω, με πολύ προσοχή ότι η Αγιολογία χαρακτηρίζεται από αντινομίες, που δεν ερμηνεύονται εύκολα. Εννοώ το φαινόμενο των Αρνησιχρίστων, το οποίο ένας παρατηρητής με την λογική, ορθολογικά δηλαδή, δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει και ούτε και να το περιγράψει. Δηλαδή είναι μια κατά Θεόν τρέλα. Η προσπάθεια ας πούμε του Αγίου Γεδεών να επιδιώξει το μαρτύριο και να προκαλέσει τους Τούρκους να τον θανατώσουν είναι κάτι σαν την κατηγορία των δια Χριστόν Σαλών. Το σκοπό να παρουσιάσει τον βίον και την πολιτείαν δύο αγιορειτών Οσιομαρτύρων, όπως είπαν και οι προλαλήσαντες και επισημαίνει άγνωστες πηγές και ιστορικές πτυχές της περιόδου κατά την οποίαν έζησαν και ήθλησαν. Ο καθηγητής Διονύσιος Ζακυθηνός έγραφε τα εξής: «Οι βίοι των Αγίων κατέχουν θέσιν ταπεινής εποποιϊας εν τη οποία εξαίρονται αι πράξεις ηρώων και αθλητών της πίστεως. Εν ταυτώ τα κείμενα ταύτα αποβαίνουν πηγαί σημαντικαί διά την γενικήν και τοπικήν ιστορίαν Διά την τοπικήν ιστορίαν είναι ενίοτε πηγαί μοναδικαί επί μακράς περιόδους». Έτσι λοιπόν παρά το γεγονός ότι τα αγιολογικά κείμενα πολύ νωρίς είλκυσαν την προσοχήν των ερευνητών και έχουν αρκούντως μελετηθεί, εν τούτοις κατά καιρούς άγνωστοι βίοι και συναξάρια Αγίων ανευρίσκονται είς χειρόγραφα βιβλιοθηκών, Ναών ή Μοναστηριών και διαφωτίζουν τας σκοτεινάς πτυχάς της τοπικής ιστορίας όπως συνέβη και με τη δική μου προσπάθεια όταν και με τη συνδρομή του μακαριστού Αγραφιώτου του Δημήτρη, αξιοποίησα αυτόν τον άγνωστο σύμμεικτο κώδικα της ενορίας του Αγίου Νικολάου στο Μεταξοχώρι.
Ερευνώντας το «Μαρτύριον» των Αγίων κατενόησα ότι, η Αγιογραφία, το συναξάρι δηλαδή, ο Χριστιανός και η Ιστορία ή συναρθρώνονται ή αλληλοαποκλείονται. Και πιστεύω ότι οι Χριστιανοί σήμερα δεν έχουν τον απόλυτα φυσικό πόθο να δουν ορατές αποδείξεις της πίστεώς μας μέσα από τα Συναξάρια. Νομίζω όμως ότι θα ήταν χρήσιμο να προσεγγίσουν τα κείμενα αυτά, τουλάχιστον ως Ιστορία.
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που δέχθηκα να δημοσιευθεί η μελέτη μου.
Επίσης θα ήθελα να αναφέρω στο λίγο χρόνο που βλέπω ότι έχω ακόμα, ότι στα πρόσωπα των Νεομαρτύρων βλέπει κανείς τα μεγάλα ιδεώδη της αυτοθυσίας και του ηρωισμού των, που για όλους μας νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι κανόνας και για την παιδεία και μία παιδαγωγική προβολή. Αυτό το βλέπω και ότι δεν χρειάζεται δηλαδή κάποιος να είναι τόσο πιστός χριστιανός για να το καταλάβει. Ιστορία αν διαβάζει και ο παιδαγωγός και ο ιστορικός, οποιοσδήποτε δηλαδή άνθρωπος, βλέπει αυτό που αποκαλύπτεται και αυτό είναι το εξής όπως έγραφε η Αρβελέρ: Από ένα μάθημα για τον Άγιο Κύριλλο και το Μεθόδιο είχε πει τα εξής: Για μένα ένα είναι το κύριο. Να βρεθούν οι παραδειγματικοί άνθρωποι, γι’ αυτό ένα από τα μαθήματα που θέλω να διδάξω είναι η ιδέα του ήρωα. Δηλαδή η έννοια του ήρωα όχι στο σύγχρονο κόσμο αλλά στο Βυζάντιο. Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα γιατί ήρωας για μένα πραγματικά έλεγε είναι ο Άγιος Κύριλλος και ο Άγιος Μεθόδιος. Επίσης επειδή εδημοσιεύθηκαν κάποια στοιχεία και σκέφθηκα ότι θα μπορούσαν να νομίσουν αρκετοί από εσάς ότι προσπαθήσαμε μέσω των δημοσιεύσεων (επαναλαμβάνω) να μετατρέψουμε την αγιογραφία (την γραφή για τους Αγίους), σε Ιστορία και την Ιστορία ως Τέχνη και μάλιστα διδασκόμενη. Θα πρέπει να πω και χωρίς περιορισμούς ότι το συναξάρι των Αγίων είναι περιαγωγή ψυχής κυρίως δηλαδή και πρωτίστως απευθύνεται σε όλους μας ως Λόγος δια την της ψυχής σωτηρία.
Δεν υπάρχει καμία διάθεση να αλλοιώσουμε το ύφος, την αξία, και τον σκοπό των Συναξαρίων.
Για αυτό άλλωστε, γράφοντας αυτή τη μελέτη, εκείνο που απεκόμισα, όπως λέγω στον πρόλογό μου είναι το εξής : Το μαρτύριο, τα Συναξάρια, ο ορθόδοξος λαός και η Ζωή σαν σχέση αποσαφηνίζονται πιά μέσα μου θεολογικά.
1ον Το μαρτύριο για την Εκκλησία δεν ήτο άγνωστο. Από της ιδρύσεώς της οι πιστοί εγνώριζον ότι πρέπει εν ανάγκη και δι’ αυτή τη θυσία της ζωής των να είναι έτοιμοι. Η θυσία της ζωής ήτο η μεγαλυτέρα και εμφαντικοτέρα, διά τούτο και ο ήρως της εκκλησίας, (ο ήρωας της εκκλησίας) ήτο πάντοτε και πρωτίστως ο Μάρτυς και έπειτα ο Άγιος.
2ον.- Οι βίοι των Αγίων, τα συναξάρια, δεν είναι άλλο παρά η ζωή του σωτήρος Χριστού η επαναλαμβανόμενη εις κάθε Άγιον, oλίγον ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον ή ακριβέστερον είναι η ζωή του Χριστού παρατεινόμενη δια των Αγίων.
3ον.- Ο λαός αναγνωρίζει τους Μάρτυρες ως Αγίους αμέσως. Η μαρτυρία τους βεβαιώνει την πίστη της Εκκλησίας ότι η ζωή δεν είναι η βιολογική επιβίωση, ζωή είναι σχέση με το Χριστό γι’ αυτό και όταν τεθεί το δίλημμα θυσιάζεται η επιβίωσις για χάρη της σχέσης.
Στις εργασίες πολλές φορές δεν γίνεται γνωστό ποιοι συμμετέχουν για να επιτευχθεί ο σκοπός, το αποτέλεσμα. Με χρονολογική σειρά πάλι θα επιχειρήσω δια λόγους αναγνώρισης οφειλής να ευχαριστήσω πρώτα: Τον σύμβουλό μου, Καθηγητή Πατρολογίας του Ιστορικού τομέως Θεολογίας του Α.Π.Θ. Αιδεσ. π. Θεοδ. Ζήση και τον επίσης Αγιολόγο Αρχιμ. Ματθαίο.
Οδηγός μου στα πρώτα δοκίμια ασφαλώς ήτο ο μακαριστός Δημ. Αγραφιώτης, προϊστάμενος Ιστορικού Αρχείου Αγιάς και σχεδόν ταυτόχρονα «αλείπτης» στην συγγραφή όταν θέλησε να δημοσιεύσει άρθρα μου στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο και όχι μόνον, ο κ. Σπανός.
Το παρελθόν έτος είχα την τιμή να γνωρίσω τους εκδότες του οργανισμού «ΦΥΛΛΑ» κ. Δ. Μητρόπουλο και την κ. Μαρία Βούλγαρη οι οποίοι μου έκαναν την πρόταση και προσφορά να εκδώσουν την μελέτη μου.
Η έκφραση των ευχαριστιών μου παραμένει μικρό αντιμέτρημα μπροστά στο ενδιαφέρον τους και τον μόχθο και των εκδοτών και των όσων προανέφερα.
Δια την οργάνωση της παρουσίασης του Βιβλίου θερμά ευχαριστώ τον κ. Π. Σάπκα, Αντιδήμαρχο Πολιτισμού, την κ. Καραμανώλη και το Θεσσαλικό Θέατρο, και όλους τους συντελεστάς και φίλους του Θεσσαλικού Θεάτρου.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης κ.κ. Ιγνάτιο στο πρόσωπο του οποίου η Ι. Μ. Λαρίσης πρόθυμα θέλησε να μου συμπαρασταθεί.
Συνδιοργανωταί επίσης, τα μέλη του Ομίλου φίλων Θεσσαλικής Ιστορίας, οι οποίοι πρώτοι είχαν τη θέληση από χρόνια να εκδώσουν την μελέτη μου, αλλά ελλείψει χρημάτων η προσπάθεια αυτή δεν ευδοκίμησε.
Επίσης ευχαριστώ τον κ. Δεριζιώτη, Προϊστάμενο Ε.Β.Α (7ης), όπως είπαμε για λόγους ασθενείας δεν μπορούσε να είναι σήμερα μαζί μας και ασφαλώς την αγαπητή κ. Σδρόλια που τον αντικατέστησε όχι μόνο επάξια αλλά και με πολύ γλαφυρότητα στα όσα ανέφερε για τους Νεομάρτυρες.
Ευχαριστώ και το βιβλιοπωλείο «ΓΝΩΣΗ» που βοηθάει και έρχεται αρωγός σ’ αυτή την έκδοση και σταματώ εδώ γιατί οι αφανείς συνεργάτες είναι πολλοί …… Όλους τους ευχαριστώ.
Και ασφαλώς ευχαριστώ ιδιαίτερα όλους εσάς που με τιμήσατε και που αισθάνομαι ότι δεν υποχρεωθήκατε να βρίσκεσθε εδώ, αλλά το αποφασίσατε εκούσια γιατί με αγαπάτε.
Κυρίως επίσης αισθάνομαι πως αυτό που προκύπτει τελικά δεν είναι η προβολή του βιβλίου, η ικανοποίηση και φιλοδοξία μιας επιτυχίας, (δεν θεωρώ άλλωστε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου επιτυχία), αλλά, βλέπω και χαίρομαι την επιτυχία της επικοινωνίας μας. Η επικοινωνία μου με όλους εσάς αλλά και με πρόσωπα ξεχασμένα, που αυτές τις ημέρες και σήμερα είδα ήτανε η μεγαλύτερή μου χαρά. Και έτσι ευχαριστώ όσους ήρθαν και από την Θεσσαλονίκη, από την Καρδίτσα, επίσης είδα πολλούς που έχουν σχέση με το χωριό του Αγίου Δαμιανού το Μυρίχοβο, από την Αγιά, τη Βελίκα, τη Μελιβοία και τη Σωτηρίτσα. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τους εκ Ανατολής, Σελίτσανης δηλαδή, τον τόπο που έδρασε ο Άγιος Δαμιανός και ειδικά τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του, αυτούς τους θυμάμαι πάντα με ιδιαίτερη αγάπη γιατί πιστεύω ότι αν δεν ζούσα εκεί το διάστημα από το 1986 μέχρι το 1994 ίσως να μην είχα γράψει τίποτα από αυτά. Εκεί είχα τόσο χρόνο που μπορούσα να διαβάζω οκτώ ώρες την ημέρα (στην Ανατολή) και να γράφω. Και αυτήν την περίοδο βγήκε αυτή η δουλειά. Και στην προσπάθεια αυτή χωρίς να το καταλαβαίνουν οι Σελιτσιανιώτες με βοηθούσαν γιατί αισθανόντουσαν ότι είμαι δικός τους άνθρωπος. Θυμάμαι επίσης, επιτρέψτε μου, όταν αναγκάστηκα ή μάλλον με την πρόταση του τότε Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου, να κατέβω στη Μελιβοία, στη Βελίκα και στα παράλια του Νομού, εκείνοι αντιδρώντας είχαν κατέβει στον Άγιο Αντώνιο και τον πίεζαν να μην συμβεί αυτό. Μάλιστα εγώ θυμάμαι εκείνο το χαρακτηριστικό, που λέγανε, οι Κύριοι και οι Κυρίες της επιτροπής, ότι «ο Νεκτάριος ήτανε κούτσικος, εμείς τον τρανέψαμε εδώ πέρα». Ήμουνα πολλά χρόνια εκεί και αυτή τους η αναγνώριση έχει μείνει στην ψυχή μου θα έλεγα.