
Ο Ι. Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι μεσοβυζαντινή ξυλόστεγη τρίκλιτη Βασιλική, χωρισμένη με πεσσοστοιχίες σε τρία κλίτη. Είναι κτισμένη στα θεμέλια ενός παλαιοχριστιανικού ή βυζαντινού ναού. Διακρίνονται εντοιχισμένα αρχαία, παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη και στο Ιερό σώζεται επισκοπικό σύνθρονο. Γνώρισε συνεχείς επισκευές, κατά τον 17ο και 19ο αι.. Οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται στα 1820 και 1859.
Το μνημείο έχει υποστεί πολλές μετατροπές κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ο υπάρχων βυζαντινός ναός κτίστηκε στο σχέδιο και στο μέγεθος μιας άλλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής και σε μία άλλη φάση, κατά την οποία έπαθε ζημίες, επισκευάσθηκε κατά τον 11ο αι.
Ο επισκοπικός θρόνος, ο οποίος βρίσκεται στη κόγχη του Ιερού Βήματος έδωσε την αφορμή στο Γερμανό Μαυρομμάτη να ταυτίσει το ναό αυτό με το ναό της «Θεόπαιδος», ο οποίος αναφέρεται, σε έμμετρη επιγραφή του 11ου αι., και κτίσθηκε ή απόκτησε στέγη από το βυζαντινό αξιωματούχο Ευστάθιο.
Πράγματι, εκτός από τα βυζαντινά όστρακα που βρέθηκαν μέσα στο έδαφος, φάνηκε ότι τα κάτω τμήματα της τοιχοποιίας της μεταβυζαντινής βασιλικής είναι κτισμένα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, σε ελεύθερη απόδοση, και ότι μπορούν να αναχθούν στον 11ο ή 12ο αι. Ακόμη, βρέθηκε, κατά μήκος και σε επαφή σχεδόν με τον νότιο τοίχο της εκκλησίας, ένας παλαιότερος τοίχος, αλλά η συνέχεια της έρευνας απαιτούσε συστηματική ανασκαφή, γι’ αυτό οι εργασίες διακόπηκαν. Ανεξάρτητα, όμως, από τις μελλοντικές έρευνες με τα στοιχεία που ήρθαν στο φως, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε αρχικά ένα παλιό κτίσμα – πιθανότατα παλαιοχριστιανικός ναός – , ότι στην ίδια θέση κτίσθηκε τον 11ο ή τον 12ο αι. μία βυζαντινή βασιλική, με πεσσοστοιχίες.
Ο ναός κατά τον 17ο αι. ανακαινίσθηκε και ιστορήθη-τοιχογραφήθηκε, για να υποστεί, στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αι., μετατροπές και να αποκτήσει το δεύτερο στρώμα των τοιχογραφιών, το οποίο σώζεται αρκετά αλλοιωμένο σήμερα. Η επιγραφή, η οποία μαρτυρεί την επέμβαση στο κτίριο και την εικονογράφηση, είναι η ακόλουθη:
«+Ανηγέρθη και ανιστορήθη ο θυίος ουτος και πάνσεπτος ναός / της
Πανευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημον Θεοτόκου και Α[ει]παρθένου
Μαρίας, ονόματι Κοίμησις, αρχιερατευόντον τον πανιεροτάτον / κε
λογιωτάτον Κοιρίου Κοιρίου Αθανασίου. Εβρισκόμενη υερεις Ιω. ιερέας,
Θεοδοσίου εν κώ – / μη εν κόπον ……… διά συνδρομής ……….»
Στα 1859 ιστορήθηκε ο νάρθηκας από το σαμαρινιώτη ιερέα Γεώργιο.
Αυτό δηλώνει η επιγραφή, η οποία σώζεται στο υπέρθυρο της εισόδου στον
κυρίως ναό, στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα:
«ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΙΕΡΕΟS KAI OIKONOMOY
……… / KE THΣ ΠΡΕSBITEPIS AUTOU ΣΜΑΡΑΗΔΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΩΝ Κ(ΥΡΙΟΥ) ΔΩΡΟΘΕΟΥ / εν ετει 1859 Δ.Κ. / Β. 17 χειρ ιερεος Γεωργίου Σ.Μ.Ρ.Ν.».
Στο ιερό, δεξιά και πάνω από το τόξο της εισόδου, που οδηγεί στη πρόθεση, υπάρχει η χρονολογία της ιστόρησης του Ιερού:
«Ι(ΣΤ)ΟΡΗΘΙ ΤWΙΕΡΟΝ / ΕΝΕΤΗ 1822»
Οι εργασίες, οι οποίες έγιναν τα τελευταία χρόνια για την επισκευή του ναού βοήθησαν να τονιστούν τα βυζαντινά του στοιχεία, δεν έχουν όμως, προχωρήσει στη συντήρηση των τοιχογραφιών της νεότερης εποχής, οι οποίες καλύπτουν, με την σειρά τους ένα άλλο στρώμα τοιχογραφιών της εποχής του 17ου αι.