Α] Πρίν από κάθε προσπάθεια ιστορικής τοπογραφίας διά την ταύτισιν των επισκοπών Βεσσαίνης, Χαρμαινών και Καστρίας εις την εξεταζομένην περιοχήν, είναι νομίζω απαραίτητο να ασχοληθώ με το «Βουνό των Κελλίων» διά το οποίο αρκετά έχουν γραφεί έως τώρα.
Αφορμή διά τον προσδιορισμό της θέσεως του Βουνού των Κελλίων μας δίδει: α) το χωρίο της Άννας Κομνηνής (Ε,5,3) «Αλεξιάς» το αναφερόμενο στην πορεία του Αλεξίου του Α΄ του Κομνηνού μέσω της δευτερευούσης οδού της παραλιακής ζώνης των υπωρειών της Όσσας στην προσπάθειά του να αποφύγει την δίοδο των Τεμπών, η οποία ήταν κατειλημμένη από τους Νορμανδούς, την άνοιξη του 1083. β) Ο βίος και η υποτύπωσις του οσίου Χριστοδούλου ο οποίος 5 χρόνια μετά την νίκη του Αλεξίου επί των Νορμανδών μας δίδει αφορμές συγκρίσεων διά την εξεταζομένην περιοχήν. Στην α΄ περίπτωση το χωρίο της Άννας Κομνηνής αναφέρει άγνωστα τοπωνύμια, αγνώστων σήμερα ακόμα, χώρων και οικισμών. Όσοι εκ των ερευνητών προσπάθησαν να εξηγήσουν τα δεδομένα του χωρίου με τα δεδομένα άλλων φυσιολογικών και ιστορικών πηγών και ειδικά την φρασεολογία της Άννας Κομνηνής δεν έχουν φθάσει σε μια ικανοποιητικά παραδεκτή λύση. Το πρόβλημα λοιπόν της ταύτισης «του βουνού των Κελλίων» και των άλλων τοπωνυμίων του κειμένου τα οποία προσδιορίζουν κυρίως την διαδρομή του Αλεξίου από την Μακεδονία προς τα Τρίκαλα, παραμένει ανοικτό.
Κείμενο
«(………..) και τοις μέρεσι της Λαρίσσης εγγίσας και διελθών διά του Βουνού των Κελλίων και την δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπών και τον βουνόν τον ουτωσί εγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον κατήλθεν εις Εζεβάν χωρίον δε τούτο βλαχικόν της Ανδρωνίας έγγιστα διακείμενον. Εκείθεν δε καταλαβών ετέραν αυθίς κωμόπολιν Πλαβίτζαν σηνηθώς καλουμένην, αγχούπου του ουτωσί πως καλουμένου ποταμού ρέοντος διακειμένην την σκηνήν κατέθετο αποχρώντα τάφρον διορύξας. Και εγερθείς εκείθεν ο Βασιλεύς απήλθεν άχρι των Κηπουρείων του Δελφινά κακείθεν είς τα Τρίκαλα (…).
Απόδοση στην νεοελληνική
«Όταν πλησίασε (ο Αυτοκράτορας) στην περιοχή της Λάρισας, διέσχισε το βουνό των Κελλίων, άφησε δεξιά το δημόσιο δρόμο και το βουνό που οι ντόπιοι ονομάζουν Κίσσαβο και κατέβηκε στο Εζεβάν, ένα βλάχικο χωριό πολύ κοντά στην Ανδρωνία. Από εκεί περνάει σε μια άλλη κωμόπολη ονομαζόμενη κοινώς Πλαβίτζα κάπου κοντά στο ποτάμι που ονομάζεται κάπως σαν [……]. Στο μέρος εκείνο στρατοπέδευσε αφού έσκαψε την απαραίτητη τάφρο. Από εκεί μετέφερε το στρατόπεδο στα περιβόλια του Δελφινά και από εκεί στα Τρίκαλα. [(Αλεξιάς, έκδοση ΑΓΡΑ, Α΄ τόμος, σελ. 192)].
Σήμερα εκτός του υπό εξέτασιν «Βουνού των Κελλίων» αγνοούμε: την Ανδρωνία, το Βλάχικο χωριό Εζεβάν, την Πλαβίτζα, μια δημοσία λεωφόρο, το Ποτάμι και τα περιβόλια του Δελφινά. Γνωρίζουμε μόνον την Λάρισα, τον Κίσσαβο και τα Τρίκαλα. Ενώ λοιπόν τα στοιχεία φαίνεται να είναι επαρκή για την εποχή της Κομνηνής, είναι αρκετά ανεπαρκή για εμάς σήμερα.
Επίσης εντύπωση δημιουργεί ότι δεν αποτελεί σημείο προσδιορισμού η αναφορά του ονόματος Αγιά η οποία ως οικισμός υφίστατο σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις (έντονη παρουσία Βυζαντινών στοιχείων: επιγραφές, όστρακα, τοπωνύμια και οχυρώσεις). Αλλά και η απουσία του ονόματος της πόλης Βέσσαινα, έδρας της ομωνύμου επισκοπής κατά τον ΙΑ΄ αιώνα.
Β] ΑΝΑΦΟΡΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ «ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ»
εκ του βίου και υποτυπώσεως οσίου Χριστοδούλου:
Ο όσιος ενεφανίσθη ενώπιον του αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, ολίγον προ του Απριλίου του 1088 και εζήτησεν όπως του παραχωρηθεί η νήσος Πάτμος. Ο αυτοκράτωρ όμως του επρότεινε να αναλάβει την προστασίαν όρους τινός καλουμένου Κελλία ή Ζαγορά. Επειδή όμως οι μοναχοί του όρους εκείνου «ετεροίον τον τρόπον έχοντες, διάφορον της ακριβεστέρας διαγωγής» αντέδρασαν, ο όσιος με την άδεια του Αλεξίου έλαβε την Πάτμον.
Ας δούμε λοιπόν σχετικάς περικοπάς πρίν επιχειρήσωμεν τοπογραφικόν καθορισμόν του όρους των Κελλίων.
α) «Υποτύπωσις» οσίου Χριστοδούλου ο οποίος διηγείται πως ανέπτυξε τα σχέδιά του περί Πάτμου:
……… αλλ’ ο γε κράτιστος Βασιλεύς, τα μεν της οικείας ευμενείας Βασιλικώς ημίν εδίδου και δαψιλώς, ελιπάρει δ’ ουν όμως την οικτρότητα την εμήν μονονού και αυτήν την στεφηφόρον υποκλίνων μοι κεφαλήν, ως μη κατά την Πάτμον εκπεράναι τα του σκοπού, αναδέξασθαι δε την τινός όρους, ω κλήσις ήν Κελλία ή Ζαγορά (μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι πέφυκεν ανακείμενον) προστασία. …………………. Υποτύπωσις παράγρ. θ΄ εκδ. Βοϊνη, σελ. 76 ή 64.
β) Ο Ιωάννης Ρόδου έγραψε τον βίον του οσίου ολίγας δεκαετίας μετά την κοίμησιν του Χριστοδούλου με ζωντανούς διαλόγους: (1120-1150 μ.Χ.).
παραγρ. ια΄ – «Τόπος έστι τις, ω πάτερ, φησίν ο Βασιλεύς, Κελλία και Ζαγορά λεγόμενος. Εν τούτοις πλήθος ότι πολύ τον μονήρη βίον ανήρηται ………εις όρη και ερημίας.
παραγρ. ιβ΄ – Τινά των γινομένων εν τοις Κελλίοις, ω θειότατε αυτοκράτωρ, ση δυνάμει και εφορεία, ……………
παραγρ. ιγ΄ – «Πικρία γουν και τοις Κελλιώταις τα του μάκαρος εφάνησαν διατάγματα ……………. Διό και ο θαυμαστός ούτος Χριστόδουλος, τους μη θέλοντας πνευματικώς κατάρχειν αυτόν αφείς ιδιορρυθμία πορεύεσθαι» εζήτησε και έλαβε τελικώς την νήσον Πάτμον. (Βίος παραγρ. ια΄, ιβ΄εκδ. Βοϊνη, σελ. 122-125, Βίος παραγρ. ιγ΄, σελ. 125-126).
Είς το εγκώμιον του Αθανασίου (παραγρ. ιγ΄-ιε΄ εκδ. Βοϊνη, σελ. 144) καταγράφονται τα ανωτέρω αλλά: «ότι ο αυτοκράτωρ επρότεινεν είς τον όσιον να αναλάβη την προστασίαν των επί του όρους Ζαγορά ασκουμένων ……………….».
Γ] Kelliae εν τη Partitio Romaniae παρά τafel και Thomas, Urkunden sur altesten Handels – und Staatsgeschichte der Republik Venedig τομ. Α΄ Βιέννη 1856, σελ. 488, αναγράφεται: pertinentia Petrion Kelliae Dipotamon, κ.λ.π. Ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, υποπτεύων εσφαλμένων ανάγνωσιν των Tafel και Thomas, προτείνει αντί του Petrion Kelliae την διόρθωσιν: Petrion videlicet (Ζακυθηνού, Μελέται, ΕΕΒΣ 21, 1951, 193 ανατ. 135).
Οι Tafel και Thomas, στην προσπάθειά τους να ταυτίσουν τα Kellia της Partitio Romaniae (που τελικά απεδείχθη ότι δεν υπήρχε τέτοια λέξη στο κείμενο) τα συσχέτισαν με το χωρίο της Αλεξιάδας και διερωτώνται αν πρέπει να τοποθετηθούν στην Όσσα. Προφανώς έχουν συλλάβει την κατεύθυνση που πήρε ο στρατός του Αλεξίου, αφού προχώρησε το «βουνό των Κελλίων» και τον Κίσσαβο: “An Kelliae legendum sc. in Ossa morte? De quo videtur Anna Comnena 5.5”. Βλ. G. Tafel – G. Thomas, Urkuaden sur alteren landeic and Staatsgeschichte der Republik Venedig mit besonderer Beziehung auf Byzanz und die Levante, Amsterd m 19642, 488, σημ. 4. Την ίδια αντίληψη σχηματίζει και ο Α. Γκλαβίνας, στο περ. Βυζαντιακά 4 (1984), 38, χωρίς να την αναλύσει περισσότερο, και ο Αγραφιώτης, Ο Αετόλοφος, ό.π., 24-25.
Αναφορές – Προσθήκες για το Όρος των Κελλίων.
Μετά το 867 οι Αγιορείτες αδελφοί Συμεών και Θεόδωρος, κτίτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, και ηγέτες όλης της προσπάθειας. Κατά την κάθοδό τους προς τα νότια, ήταν φυσικό να περάσουν από την ανατολική Όσσα, όπου ήταν εγκατεστημένοι ήδη μοναχοί. Ο βίος των Αγίων σώθηκε σε παράφραση του Αργυρού Βερναρδή (1706), αλλά προήλθε από άλλο πρότυπο του 13ου αιώνος ή προγενέστερο:
………… εμίσεψαν από την Θεσσαλονίκην και επεριπατούσαν καθεξής όλα τα περίχωρα της Θεσσαλίας διδάσκοντες και νουθετούντες καθ’ έκαστον να διαφυλάττη την εις Χριστόν πίστιν……… Τοιοιτοτρόπως λοιπόν περιδιαβαίνοντες τας πόλεις και χώρας της Θεσσαλίας έφθασαν και εις το Όρος το θετταλικόν ονομαζόμενον των Κελλίων, δια να νοθετήσουν και να παρακινήσουν τους μοναχούς και ερημίτας του τόπου εκείνου εις τον όμοιον ζήλον της ευσεβείας. Από το όρος ετούτο πάλιν μισεύοντας επήγαν εις τας Νέας Πάτρας ……….
Το Όρος των Κελλίων επισκέφθηκαν και οι Άγιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος, κτίτορες της μονής Σουμελά Πόντου. Το βίο τους έγραψε ο Ακάκιος Σαββαΐτης στις αρχές του 13ου αιώνα. Περιέχεται στον κώδικα 268 της μονής Διονυσίου Αγίου Όρους (Πιν. 105-106).
……… Και τριταίοι κατέλαβον το Όρος, εν ω ήν η κλήσις των Κελλίων. Περινοστήσαντες ούν του Όρους πάντα τα μοναστήρια ενέτυχον τινι γέροντι πάνυ εναρέτω και θεοφορουμένω. και τούτους ιδών και ασπασάμενος και την κλήσιν εκάστω εξειπών: «χαίρετε», έφησε, «δούλοι γνήσιοι της μητρός του Κυρίου». Έγνω γαρ εκ Θεού πάντα τα κατ’ αυτών, εισήξεν τε αυτούς εις την εαυτού μονιάν αγαγόμενος. Φιλοφρονησάμενος ουν δεξίως τα χρειώδη προς τροφήν και τρεις ημέρας τούτους αναπαύσας εφιλοξένησεν. Και όσα μεν προέγνω ο γέρων τα κατ’αυτών, τα πλείστα δε ούτοι απεκάλυψαν εκείνου το ωτίον. Επεί ούν παρήν η Τρίτη ημέρα, εν η έμλλον εξελθείν, προείπεν αυτοίς πάντα τα συμβησόμενα αυτοίς κατά την οδόν. Αναστάντες ούν το πρωΐ συνώδευσεν μετά αυτούς και ο θείος Παχώμιος –τούτο γαρ ήν η κλήσις τω γέροντι –έως εξήλθον του Όρους, νουθετών και παιδαγωγών προς παν οτιούν αγαθόν. Πεσόντες ούν αμφότεροι εις τους αγίους πόδας του γέροντος επηύξατο αυτοίς θαυμασίαν τινά ευχήν –ήν γάρ και ιερεύς ο θείος ανήρ – θείς εφ’ εκάστου την κεφαλήν τας χείρας, ούτω φησί: «Κύριε ο Θεός ημών, ο πάντα πριν γενέσεως επιστάμενος. ο οδηγήσας ως πρόβατον τον Ιωσήφ και τούτον ευδοκήσας βασιλέα πάσης Αιγύπτου γενέσθαι. ο τον θεράποντά σου Δαυΐδ ενισχύσας και τον Γολιάθ εκείνον δια της θείας δυνάμεώς σου αποκτείνας. ο τους θείους και ιερούς σου αποστόλους οδηγήσας και αποστείλας εις τα τετραπέρατα της οικουμένης προς φωτισμόν και οδηγίαν των ψυχών ημών και μετά την αγίαν και ιεράν και σωτήριόν σου ανάστασιν ευδοκήσας συνοδεύσαι Κλεώπα τε και τω Λουκά και συν αυτοίς θελήσας μείναι και ται αγίαις και παντοκρατορικαίς σου χείραις κλάσας τον άρτον και τούτους διαθρέψας, αυτός ευδόκησον, μονογενές Λόγε του Πατρός, συνοδεύσαι τους δούλους σου τούτους και ρύσαι αυτούς εκ των πανουργιών του πονηρού δαίμονος. ευόδωσον δε την οδόν αυτών γενέσθαι ευθείαν και απρόσκοπτον και εις τον τόπον, εν η αν αυτούς και προσεκαλέσω, ευοδωθήναι ποίησον. μεσιτείας και πρεσβείαις της πανυπεράγνου και παναχράντου σου μητρός και πάντων σου των αγίων. Αμήν». Πεσόντες ούν άμφω οι τρεις προς μετάνοιαν επί την γην, αναστάντες ούν και ασπασάμενοι αλλήλους υπεχώρησαν. Και ο μεν πατήρ Παχώμιος προς την εαυτού μονιάν προς το Όρος των Κελλίων, οι δε την οδόν αυτών επορεύθησαν.
Αναφέρει δε και ο Κ. Βοΐνης, «το δε όρος πολλοίς και καλλίστοις τοις σεμνείοις ενενθυνούμενον», Ακολουθία ιερά του οσίου Χριστοδούλου, Αθήναι 18843, 123. Επίσης, Εγκώμιον του Αθανασίου Αντιοχείας (1143-1156), Κ. Βοΐνης, 143, «μέχρι του νυν εστίν αριθμόν υπερβαίνον μοναζόντων πλήθος ενδιαιτώμενον».
Από την παρουσίαση των πρακτικών του βιβλίου «Ιστορική Μελίβοια», η κ. Σταυρ. Σδρόλια αναφέρει δια το Όρος των Κελλίων: «Στα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, που έφερε το όνομα Όρος των Κελλίων, εντοπίσθηκαν σημαντικοί ναοί του 12ου αιώνα, οι οποίοι, μαζί με εκείνους που ερευνήθηκαν το 1970 από τον καθηγητή κ. Νικονάνο, άλλαξαν εντελώς την εικόνα της περιοχής, και καθιέρωσαν την άποψη για την τοποθέτηση εδώ του Όρους των Κελλίων, ενώ παλιότερα τοποθετούνταν στο Πήλιο. Η σημασία της πολυπληθούς μοναστικής κοινότητας που είχε βρει φιλόξενο περιβάλλον στις βαθύσκιες ρεματιές του Κισσάβου δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί στο σύνολό της, ώστε να της αποδοθεί η θέση που της αρμόζει στις υπόλοιπες μοναστικές πολιτείες του Βυζαντίου. Ωστόσο, έχουν προγραμματισθεί σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Κατ’αρχάς, την εποχή αυτή ανασκάπτεται από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ένα ακόμη βυζαντινό μοναστήρι του 12ου αιώνα στη Μονόπετρα της Κουτσουπιάς. Προγραμματίζεται η ανάδειξη δύο μονών στο Κόκκινο Νερό και στοβ Δερματά Μελίβοιας, τις μελέτες των οποίων χρηματοδότησε ο Δήμος Μελιβοίας, με πρωτοβουλία του Δημάρχου κ. Αντων. Γκουντάρα, ο οποίος έρχεται πάντα αρωγός στις έρευνες της Εφορείας. Τέλος, γίνονται σχετικές ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια και προγραμματίζεται η έκδοση ενός τόμου για τα μνημεία του Κόκκινου Νερού από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πάτρας κ. Σταύρο Μαμαλούκο και την ομιλούσα. Η έκδοση αυτή θα πραγματοποιηθεί από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλίας, του Υπουργείου Πολιτισμού. Να αναφέρουμε επίσης στις σχετικές εκδόσεις τον τόμο που προγραμματίζει ο Δήμος Ευρυμενών για την ευρύτερη περιοχή Στομίου, που ανήκε επίσης στο Όρος των Κελλίων, καθώς και εκείνον που εξέδωσε ο Δήμος Αγιάς, που περιέχει επίσης στοιχεία για τα βυζαντινά μνημεία της περιοχής. Έτσι, σε λίγο καιρό θα υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία για την περιοχή».
Δ] Χωρίον του γράμματος Πάπα Ιννοκεντίου του Γ΄, του έτους 1209 εις το οποίον μνημονεύονται μοναί των Κελλίων μεταξύ των Θεσσαλικών επισκοπών Λαρίσης, Βεσσαίνης και Δημητριάδος: Archiepiscopus Larissenus, Vessinensi ac Demetriado episcopatibus et monasteriis Kelliae indebitas exactions imponens.
Migne P.L., τομ. 216, στήλη 230, αρ. 42.
Πρβλ. και Tafel, De Thessalonica eiusque agro Βερολίνον 1830, σελ. 490, σημ. 2.
Η αναφερόμενη περιοχή Achilia η οποία ανήκε στον τοπικό άρχοντα Σινιορινό, πιθανότατα προσδιορίζει γεωγραφικά το «Βουνό των Κελλίων».
«Est etiam alter Graecus, qui Signorinus nominatur, qui tenet castrum de Sannicolo de Custinni super flumine Salombriae in contrata Achilia (ή Achiliae) et castra alia atque terras (……..) ». Βλ. Γ. Κορδάτος, Αθήνα 1960, σελ. 172, σημ. 1. Ιστορία επαρχίας Βόλου και Αγιάς και Fr. Hild, Λυκοστόμιον, στο Θ. Η., τ. 12 (1987) 72.
Έκθεσις του Βενετού Μαρίνο Σανούδο (1325).
Τα Κελλία λοιπόν εκτείνονταν νοτίως του Πηνειού, τοις μέρεσι της Λαρίσης, και πριν από τη Βέσσαινα. Γειτνίαζαν με τις επισκοπές Βεσσαίνης και Δημητριάδος (πρβλ. την επιστολή του Ιννοκεντίου Γ΄ ) και συγχρόνως υπάγονταν στο λατίνο αρχιεπίσκοπο Λαρίσης.
Άλλο κείμενο που ολοκληρώνει την προσπάθεια για την ταύτιση των Κελλίων και που δεν προσέχθηκε μέχρι τώρα, είναι ένα σημείο από τη γνωστή έκθεση του Βενετού Μαρίνο Σανούδο (1325): «Est etiam alter Graecus, qui Signorinus nominatur, qui tenet castrum de Sannicolo de Custinni super flumine Salombriae in contrata Achilia et castra alia …….
Κάποιος Σινιορινός κατείχε το φρούριο του Αγίου Νικολάου του Custinni, που σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ταυτίζεται με το Λυκοστόμιο, έναν βυζαντινό οικισμό, κείμενο σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις αμέσως μετά τη βορινή έξοδο των Τεμπών.
Ε] Εκ του Συναξαριστού: +- 890 μ.Χ.
«Εκείθεν διελθόντες από την Μονήν όπου είναι είς το Σειρί της Ελλάδος, την ογδόην ημέραν έφθασαν εις Λάρισαν, διά να προσκυνήσουν το λείψανο του Αγίου Αχιλλείου. εκείθεν δε έρχονται την τρίτην ημέραν εις το όρος των Κελλίων, εις το οποίον, περιερχόμενοι τα ασκητήρια των Μοναχών, είδον έναν ενάρετον άνδρα εστολισμένον με ιερωσύνην και με προφητικόν χάρισμα. Έπειτα κατασπασθέντες και την λάρνακα ενός μυροβλήτου βαρβάρου, ο οποίος από λήσταρχος όπου ήτο πρότερον, μετανοήσας άκρως ηγίασε και ευηρέστησεν εις τον Θεόν ανεχώρησαν από το όρος, και περιήρχοντο προς το μέρος της μεσημβρίας πόλεις και χώρας διαφόρους, έως ότου έφτασαν εις τι Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου. (Βίος των οσίων Βαρνάβα, Σωφρονίου και Χριστοφόρου, ΙΗ΄ Αυγούστου, σελ. 313).
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ
Με την ταύτιση του βουνού των Κελλίων έχουν ασχοληθεί ο Αντ. Κεραμόπουλος, η Έρα Βρανούση, η Άννα Αβραμέα, ο Νίκος Νικονάνος, ο Σταύρος Γουλούλης, οι F. Hild και J. Kodez και ο Δ. Αγραφιώτης.
Είναι αναγκαίο λοιπόν να δούμε αναλυτικά την γνώμη ενός εκάστου των ερευνητών διά να μπορέσουμε να έχουμε τρόπους-οδούς πού θα μας οδηγήσουν σε μια ικανοποιητική λύση του προβλήματος.
1.- Ο Α. Κεραμόπουλος στην μελέτη του για τους Κουτσόβλαχους γράφει: «Νομίζω, ότι ο Βασιλεύς Αλέξιος εβάδισε διά της Πιερίας και, επειδή ο Πηνειός δεν επέτρεπεν οδόν παρά τας όχθας του είς τα Τέμπη, ως ουδ’ επί Ξέρξου, ο Βασιλεύς εστράφη δεξιά είς το στενόν της Λεπτοκαρυάς» όπερ λεγόμενον και νυν Στενόν των Καναλίων εφθάρη ίσως είς Βουνόν των Κελλίων. Ούτως εβάδιζεν ……………
2.- Η Έρα Βρανούση σε δύο εργασίες της (σημ. 3) ασχολείται με την ταύτιση του «Βουνού των Κελλίων» με ένα από τα βουνά: Όλυμπος, Κίσσαβος, Πήλιο. Στα σχετικά με τον όσιο Χριστόδουλο αγιολογικά κείμενα αναφέρεται ότι ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός κάλεσε τον όσιο Χριστόδουλο και «ελιπάρει …………. αναδέξασθαι …………. την τινός όρους, ω κλήσις ην Κελλία ή Ζαγορά (μοναχοίς δε άρα τούτο πάλαι πέφυκεν ανακείμενον) προστασίαν». Οι μοναχοί των Κελλίων, «ετεροίον τον τρόπον έχοντες» δεν δέχτηκαν τον κανόνα που συνέταξε γι’ αυτούς ο όσιος Χριστόδουλος «Πικρία …………. τοις Κελλιώταις τα του μάκαρος εφάνησαν διατάγματα» «ως αν μη το από τούδε το όρος υπό την των κρατούντων χείρα και επιμέλειαν γίνοιτο, ελευθεριάζον μέχρι των τότε, και παντί τω εκ Βασιλικής εξουσίας τυγχάνον ανεπίβατον (Β΄ Βιβλίο, σελ. 128-130). Η συγγραφέας αποκλείει την ταύτιση του Ολύμπου με το όρος των Κελλίων, με την αιτιολογία ότι η αρχαιομαθής Άννα δεν θα παρέλειπε την μνείαν του ως όρους των αρχαίων Θεών (σελ. 136). Αποκλείει και τον Κίσσαβο ως αναφερόμενον ρητώς εις το χωρίον της αλεξιάδος. Επομένως ταυτίζει το όρος των Κελλίων με το Πήλιο, το οποίο από τότε έφερε και την προσωνυμία Ζαγορά και Ζαγόριον όρος, όπως και ο χώρος από τις εκβολές του Πηνειού μέχρι το Πήλιο. Την πρωθύστερη αναφορά της διέλευσης, πρώτον του Πηλίου και στη συνέχεια του Κισσάβου, την αποδίδει σε άγνοια της Άννης σχετικώς με την τοπογραφία της περιοχής (σελ. 137, υποσ. 3).
3.- Η Α. Αβραμέα σημειώνει ότι το όρος Κελλία ή Ζαγορά «δυνατόν να καλύπτη ευρυτέραν γεωγραφικήν έκτασιν, να αποδίδεται δηλ. εις το βόρειον τμήμα της οροσειράς του Πηλίου, το συνεχόμενον προς το Πήλιον Μαυροβούνιον, ίσως δε και την μικράν προέκτασιν αυτού, την χαμηλήν ορεινήν δειράδα της Σκήτης την συναπτομένην προς το Πήλιον και την Όσσαν (σελ. 59). Επισημαίνει ότι: α) τα όρη Όσσα και Πήλιον «συνάπτονται γεωγραφικώς», β) πλήθος βυζαντινών εκκλησιών και μονών καθώς και τοπωνύμια ενδεικτικά απαντώνται στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Όσσας, του Μαυροβουνίου και της περιοχής της Αγιάς, γ) η αναφορά του Κισσάβου από την Άννα Κομνηνή δεν αποκλείει την ταύτιση του όρους των Κελλίων με αυτόν διότι «είναι πολύ πιθανόν η συγγραφεύς να μνημονεύει το κυρίως όρος της Όσσης ως Κίσσαβον, αί δε νοτιοανατολικαί υπώρειαι να φέρουν άλλην ονομασίαν» (σελ. 59, υποσ. 4).
4.- Ο Ν. Νικονάνος αναφέρει ασφαλείς αποδείξεις διά την ακμή του μοναχισμού στον Κίσσαβο και στο Μαυροβούνι, (σελ. 132) και δεν δέχεται την ταύτιση του Πηλίου με το όρος των Κελλίων: «παρόλες τις πειστικές υποθέσεις που έγιναν (από την Βρανούση) δεν επιτρέπεται σήμερα μετά την επισήμανση τόσων μνημείων στον Κίσσαβο να το περιορίσουμε στο Πήλιο, το οποίο μάλιστα βρίσκεται, έξω από τη διαδρομή αυτή» (εννοεί του Αλεξίου). Θεωρεί ότι το όρος των Κελλίων εκτείνεται στις ανατολικές και στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Κισσάβου, στο συνεχόμενο Μαυροβούνι και στα βόρεια τμήματα του Πηλίου, στην ορεινή δηλαδή περιοχή που συνδέεται άμεσα με την Λάρισα.
5.- Ο Σταύρος Γουλούλης σε ανακοίνωσή του τοποθετεί το όρος των Κελλίων στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου χρησιμοποιώντας λατινικές φιλολογικές πηγές και τοποθετεί την εγκατάσταση των πρώτων μοναχών στην περιοχή των Κελλίων στον 9ο αιώνα.
Ο Στ. Γουλούλης πιστεύει ότι, όλα τα στοιχεία που ευνοούν την εγκατάσταση μοναχών βρίσκονταν μόνο στην ανατολική Όσσα.
Η Ζαγορά (ένα όνομα που διατηρήθηκε ως το 18ο αιώνα) ήταν τμήμα του όλου Όρους της Όσσας, το ανατολικό. Γι’ αυτό θα πρέπει να δεχθούμε ότι άλλη ήταν η Ζαγορά του Πηλίου και άλλη της Όσσας, αφού το τοπωνύμιο είναι πολύ διαδεδομένο.
Σήμερα λέγομε Κίσσαβο όλη την έκταση από τα Τέμπη ως το Μαυροβούνιο. Η Άννα Κομνηνή δεν είναι σίγουρο ότι αποδίδει στην Αλεξιάδα, την ίδια ορεινή έκταση, αλλά ίσως τον κύριο όγκο με την κορυφή του όρους, η δε Ζαγορά μπορεί να ταυτίζεται με την ανατολική Όσσα.
Η διάκριση Κισσάβου – Όρους Κελλίων (Ζαγοράς) είναι της ίδιας μορφής με εκείνη της κορυφής του Άθωνα και ολόκληρης της Χερσονήσου του Αγίου Όρους.
Εικάζεται επίσης το ενδεχόμενο οι έννοιες «Κελλία» και «Όρος των Κελλίων» να μην ταυτίζονται απόλυτα. Δηλαδή, «κελλία» να ελέγετο ανατολικά η θέσις Ζαγορά ως κέντρο, στο σύνολο διαφόρων μοναστικών ιδρυμάτων (σκήτες, ασκηταριά) που όλα μαζί συγκροτούσαν την έννοια «Όρος των Κελλίων» εκτεινομένη εις ολόκληρον την Όσσα.
«Η τοπική παράδοση κάνει λόγο για ύπαρξη μοναστικών ιδρυμάτων, τα οποία εκτείνονταν στην περιοχή μεταξύ Καρίτσας και Αθανάτης. Από το πλήθος των μοναχών που υπήρχε, διατηρήθηκε η ανάμνηση ενός μοναχισμού εφάμιλλου με του Αγίου Όρους».
Η περιοχή του Στομίου φαίνεται να έχει σχέση με τη μοναστική κοινότητα των Κελλίων, μια και εδώ εντοπίζονται πολλά μνημεία, με πιο σημαντικό τη μονή της Παναγίας και του Αγίου Δημητρίου. Το καθολικό της είναι το μεγαλύτερο από όσα μνημεία έχουν εντοπισθεί στην ανατολική Όσσα μέχρι σήμερα. Ο Άγιος Νικόλαος, κείμενος προφανώς υπεράνω (super) των εκβολών του Πηνειού, θα ανήκε στην ίδια ομάδα μοναστηριών. Ο Αντώνιος Λαρίσης σχολιάζοντας λέγει για το φροντηστήριον (του Αγίου Νικολάου) ……… των άλλων δε των κατά την επαρχίαν εις περιφάνειαν ουμενούν απολειπόμενον (κωδ. 0, φ. 294ν). Έμμεσα πληροφορεί πως η μονή βρισκόταν σε μια «επαρχία», η οποία είχε κι άλλα μοναστήρια, όχι πολύ μεγάλα, αλλά του ιδίου επιπέδου με τον Άγιο Νικόλαο. Η επαρχία είναι η ανατολική Όσσα ή τα Κελλία, αν περιελάμβαναν όλη την έκτασή της. Δεν αποκλείεται ακόμη ο γεωγραφικός όρος ‘Achilia’ το 14ο αιώνα να κατέστη ευρύτερος από το χώρο που εκάλυπταν τα Κελλία αρχικά.
6.- Οι F. Hild και J. Koder θεωρούν ότι ολόκληρη η περιοχή της αρχαίας Μαγνησίας (από τα Τέμπη έως την απόληξη της χερσονήσου της Μαγνησίας) καλύπτεται κάτω από το όνομα των Κελλίων, σημειώνοντας ιδιαίτερα το Μαυροβούνι και ειδικά τη βόρεια απόληξή του.
7.- Ο Δημ. Αγραφιώτης ταυτίζει το όρος των Κελλίων με τις ανατολικές υπώρειες της Όσσας (σελ. 72) Α΄. «Μετά την αποκάλυψη τόσων μνημείων και ασκηταρίων στις ανατολικές πλαγιές της Όσσας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «το βουνό των Κελλίων» που αναφέρεται από την Άννα την Κομνηνή περιορίζεται στην Όσσα και τη βόρεια απόληξη του Μαυροβουνίου και στη συμβολή του με αυτήν κατά τρόπο που να στερούν από την αγιώτικη περιοχή τη θέα της θάλασσας.
Άλλοι ερευνητές ως Νικόλαος Κατσάνης (Τοπωνυμικά ΙΙ – Ανδρωνία, στον τόμο «Ο Όλυμπος στη ζωή των Ελλήνων» 1984, σελ. 89-94, συμφωνεί με την Έρα Βρανούση. Η Ευαγγελία Ιωαννιδάκη-Ντόστογλου σε δημοσίευμά της: «Οι Νορμανδοι και η πολιορκία της Λάρισας», ΘΗΜ., τ. 15, 1989, σελ. 3-11, υιοθετεί τις απόψεις του Ν. Νικονάνου και Δ. Αγραφιώτη.
Εκ των ανωτέρω απόψεων προκύπτει, ότι υπάρχει διάφορος αντίληψη εκ των ερευνητών για το Βουνό των Κελλίων, ως πλέον όμως ιστορικά εύλογες, είναι της Αβραμέα, Νικονάνου και Αγραφιώτη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Κρίνοντας αντίστροφα τα δεδομένα των αναφορών δυνάμεθα να εξακριβώσουμε ότι το όρος των Κελλίων δεν καθορίζεται γεωγραφικώς εις τα κείμενα:
α) Εις την Υποτύπωσιν του οσίου Χριστοδούλου, ο άγιος ομιλεί αορίστως περί όρους τινός «ω κλήσις ήν Κελλία ή Ζαγορά».
β) Εις τον βίον ομοίως: «τόπος εστί τις …… Κελλία και Ζαγορά λεγόμενος».
γ) Εις το εγκώμιον του Αθανασίου υπάρχει γεωγραφική θέσις κατά τρόπον πολύ γενικόν: «όρος εστί που των δυτικών μερών ούκ αφανές ούδε άγνωστον αλλά τοις πάσιν επίδηλον Ζαγορά τω όρει το όνομα ………….».
δ) Εις την Αλεξιάδα επίσης, με τρόπο που υποδηλώνει ότι, όπως η Λάρισα έτσι και το βουνό των Κελλίων, την εποχή εκείνη ήταν περιοχές πολύ γνωστές γράφει:
- εγγίσας τοις μέρεσι της Λαρίσης
- διελθών διά του βουνού των Κελλίων και
- καταλιπών την δημόσιαν λεωφόρον δεξιόθεν και το βουνό (………..) Κίσσαβον ……….. (Ε, 5,3,).
Εις τας τρεις αναφοράς του βίου και της υποτυπώσεως του οσίου Χριστοδούλου οι πληροφορίες είναι ακαθόριστες και ανεπαρκείς και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί μετά βεβαιότητος το τοπωνύμιον όρος Κελλία, όταν μάλιστα συμπλέκεται με την ονομασία Ζαγορά. Είναι δε γνωστό ότι είς πολλά όρη της αχανούς Βυζαντινής αυτοκρατορίας ( Όλυμπος της Μυσίας = Kechich – Dag – Ιλλυρικόν παρά την Γκορνίτσοβαν αναφέρεται είς τον συνέκδημον του Ιεροκλέους Κέλλαι ή Κέλλη – είς Αγ. Όρος «Μονή των Κελλίων» υπαγομένη είς την Μεγίστην Λαύραν – είς Βηθλεέμ κατά τον Ι αιώνα Μονή Κελλίου ή Κελλίων και τέλος η προσωνυμία των Μετεώρων ως Σταγών δυνατόν να σημαίνει Κελλία «στάγια» (Staja) κοιλώματα βράχων), ήρμοζε αυτή η προσωνυμία και πολλά μοναστικά κέντρα εκαλούντο ως «όρος των Κελλίων».
Και ενώ η δευτέρα ονομασία του όρους «Ζαγορά» επί τη βάσει των αγιολογικών κειμένων του οσίου Χριστοδούλου, συγχέει τα πράγματα, (επειδή ακριβώς διάφοροι τόποι εις πολλά μέρη της Βαλκανικής και της Βορείου Ελλάδος από Μακεδονίας μέχρι Ηπείρου και Θεσσαλίας καλούνται με το τοπωνύμιον Ζαγορά), έρχεται η μαρτυρία της Άννης Κομνηνής, η οποία μας υποβοηθεί να ορίσουμε ασφαλώς την περιοχή του όρους των Κελλίων. Ας δούμε λοιπόν κριτικά τις γνώμες των ερευνητών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πιο συγκεκριμένα η άποψη του Κεραμόπουλου ανατρέπει κάθε λογική στο υπό κρίση κείμενο (Ε, 5,3). Η θέση της Έρ. Βρανούση για το όρος των Κελλίων εξαρτάται πλήρως από το διαζευκτικό όνομα Ζαγορά, την οποία περιορίζει στο κυρίως Πήλιο, και σημειώνει την ευρύτερη έκταση, στην οποία αποδίδεται μεταγενέστερα. Αποκλείει τον Όλυμπο λέγοντας ότι η αρχαιομάθεια της Α. Κομνηνής θα επέβαλε κάποιαν αναφορά στην κατοικία των Θεών. Το ίδιο όμως πρέπει να πούμε για την Όσσα και για το Πήλιο, κυρίως για το Πήλιο, την αρχαία δόξα του οποίου οπωσδήποτε δεν αγνοούσε η συγγραφέας.
Για την Όσσα, τον Κίσσαβο των χρόνων της Κομνηνής, η Ε. Βρανούση είναι κατηγορηματική. Αναφέρεται ονομαστικά και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το όρος των Κελλίων. Εδώ όμως η γνώμη της Α. Αβραμέα ότι είναι δυνατόν να ονομάζεται διαφορετικά ένα τμήμα του ορεινού όγκου και διαφορετικά το κύριο μέρος του, ανατρέπει τον ανωτέρω συλλογισμό της Βρανούση. Διότι τούτο ενδέχεται να ισχύει για ένα εκτεταμένο όρος όπως είναι ο Κίσσαβος και το Πήλιο, το βόρειο τμήμα του οποίου φέρεται με το όνομα Μαυροβούνι στα μεταγενέστερα χρόνια. Στον ανατολικό Κίσσαβο επίσης το πρόβουνο το οποίο ξεκινά από το χωριό Αθανάτη = (Μελιβοία) και καταλήγει στο ακρωτήριο Δερματάς στο συνολό του ονομάζεται Κούτζιμπος.
Στο Πήλιο η κατάσταση είναι ανάλογη κατά το Β΄ ήμισυ του 13ου αιώνα όταν τμήμα του Πηλίου στην περιοχή της Μακρυνίτσας ονομάζεται Δρόγγος και η ορεινή περιοχή, πάνω από την Πορταριά, όρος της Δρυανουβαίνης. Σε νεότερα χρόνια (16ος – 17ος αι.) τμήμα του Πηλίου, η περιοχή Φλαμούρι όπου η μονή του Σωτήρα δίνει το όνομά της και στο όρος: κατά το Ζαγόριον όρος το καλούμενον Φλαμπούρι.
Η Έρα Βρανούση αναφέρεται σε πλήθος ασκηταρίων, μονών, μονυδρίων και κελλίων στο Πήλιο, στα οποία χρωστά το όνομά του ως όρος των Κελλίων. Δεν έχουμε όμως καμιά απόδειξη γι’ αυτό στα χρόνια των Κομνηνών. Αντιθέτως το Πήλιο αρχίζει να αποκτά πολλές και μεγάλες μονές τον 13ο και 14ο αιώνα. (Μαλιασσηνοί – Μακρυνίτσα, Πορταριά).
Μία ακόμα μαρτυρία η οποία ανατρέπει την γνώμη της Έρα Βρανούση, ότι το βουνό των Κελλίων ευρίσκεται εις το Πήλιον είναι η εξής: Ο Κορδάτος στο έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣ» ……………. Γράφοντας για το Πήλιο αναφέρει για βουνοκορφές του, με τα ονόματα Πλιεσίδι (υψ. 1618), Ξεφόρτι (υψ. 1543) και Β.Δ. το Μαυροβούνι (υψ. 1053).
«Οι αρχαίοι, δεν κάνανε τη διάκριση αυτή και λέγανε Πήλιο όλες τις βουνοκορφές από το πάνω μέρος του σημερινού Βόλου και του Τρίκκερι ως το ακρωτήρι Δερματάς, δηλαδή ως τα νοτιοανατολικά ριζά της Όσσας» (Βλ. Ηρόδ. VII, 129)».
Επίσης το ότι η Άννα Κομνηνή τοποθετεί πρώτο στη σειρά της διάβασης το όρος των Κελλίων (Πήλιο κατά την Βρανούση) και μετά τον Κίσσαβο δεν είναι ένα από τα συνήθη λάθη της. Ενώ εξιστορεί την κατάληψη των Σερβίων προ της καταλήψεως της Βέροιας (Ε, 5,1) ή των Τρικάλων (Ε, 5, 2) και αναφέρει ότι ο Βοημούνδος «κατέσχε την Πελαγονίαν, τα Τρίκαλα και την Καστορίαν». Δηλαδή, απαριθμεί πόλεις και φρούρια, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ακριβή τοπική διαδοχή τους. Στην περίπτωση της πορείας του πατέρα της προς Θεσσαλία, έχουμε ένα τέχνασμα διά του οποίου ενίκησε τους μέχρι τότε ανίκητους Νορμανδούς και η περιγραφή μιας τέτοιας πορείας νομίζω απαιτεί ακρίβεια και γεωγραφική διαδοχή των αναφερόμενων χώρων. Να γιατί το «Βουνό των Κελλίων», δηλαδή η ανατολική υπώρεια της Όσσας προηγείται του κυρίως όρους Κίσσαβος. (το οποίο αφήνει δεξιά του ο Αλέξιος αφού διήλθε του Βουνού των Κελλίων).
Θετική είναι η διαπραγμάτευση της Α. Αβραμέα όπου προσπαθεί να εντοπίσει τα Κελλία στο συνεχόμενο του Πηλίου Μαυροβούνι «ίσως δε και την μικράν προέκτασιν αυτού, την χαμηλήν ορεινήν δειράδα της Σκήτης, την συναπτομένην προς το Πήλιον και την Όσσαν». Την λύση του προβλήματος την έχει υποδείξει κυρίως με την υποσημείωσή της, την σχετική με τη δυνατότητα να φέρει άλλο όνομα ο κύριος όγκος της Όσσας και άλλο οι υπώρειές του.
Ο Ν. Νικονάνος ως συστηματικός ερευνητής της περιοχής είναι πιο κατηγορηματικός από την Αβραμέα ως προς το όρος των Κελλίων το οποίο ορίζει από το Ομόλιο μέχρι το Βόρειο τμήμα του Πηλίου.
Είναι λοιπόν το όρος των Κελλίων εν Θεσσαλία και μάλιστα πλησίον της Λαρίσης. (τοις μέρεσι της Λαρίσης εγγίσας).
Ο Αλέξιος Κομνηνός έρχεται είς Θεσσαλίαν από την συνήθην οδόν εκ Κωνσταντινουπόλεως, δι’ Εγνατίας εις Θεσ/νίκη και διά της παραθαλάσσιας οδού εις το Βυζαντινό φρούριο Πλαταμώνος. Όμως δεν εισήλθε εις Θεσσαλίαν διά της φυσικής οδού των Τεμπών διότι είχον οχυρώσει την κοιλάδα οι Νορμανδοί από τους οποίους είχε νικηθεί εις δύο τουλάχιστον μάχας (Δυρράχιο – Ιωάννινα). Η κοιλάδα των Τεμπών άλλωστε, είχεν επιτρέψει από της αρχαιότητος εις τους κατέχοντας αυτήν να κυριαρχούν εφ’ ολοκλήρου της Θεσσαλίας. Δι’ αλλεπαλλήλων οχυρωματικών έργων είχε καταστεί απρόσβλητος. Έτσι λοιπόν και εξ όσων αναφέρει η Άννα Κομνηνή συνάγεται ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ επεθύμει πάση θυσία να αποφύγει την κατά μέτωπον σύγκρουσιν προς τον Βοημούνδον, με τον σκοπόν όπως κατανικήση τους Νορμανδούς διά τινός ελιγμού. (δι’ απάτης τους λατίνους καταγωνίσασθαι).
«Διελθών διά του βουνού των Κελλίων» σημαίνει ότι από το Ομόλιο, Καρύτσα, Κόκκινο Νερό κ.λ.π. περνά εις Βελίκα, Αγιόκαμπο φθάνοντας σιγά-σιγά εις την περιοχή της Αγιάς ώστε να έχει δεξιά του «δημόσιαν λεωφόρον» και τον «Κίσσαβον». Η περιοχή από το Ομόλιο παραλιακά έως Αγιά και αριστερά της δημοσίας οδού εις Μαυροβούνι (Πολυδένδρι) είναι ασφαλώς το Βουνό των Κελλίων, δηλαδή οι ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου που αρχίζουν από τις εκβολές του Πηνειού και εκτείνονται μέχρι τις βόρειες απολήξεις του Μαυροβουνίου. Η παραλιακή οδός του Αγιοκάμπου όπως λέγεται σήμερα είχε κατά τον Ν. Γεωργιάδη (Θεσσαλία, Αθήναι 1880 σελ. 210 κ.ε.) ανά δέκα χιλιόμετρα περίπου Βυζαντινά φρούρια.
Εδώ όμως πρέπει να αναφέρουμε πλήθος στοιχείων για την ύπαρξη οικισμών και μοναστηριών στην Βυζαντινή περίοδο. Έχουν επισημανθεί περίπου 98 θέσεις με ερείπια μοναστηριών, ναωνύμια, οχυρώσεις, όστρακα και νομίσματα.
Μεταξύ Μελιβοίας (Αθανάτη) και του Κόκκινου Νερού έχουμε τοπωνύμια: Άλλη Χώρα, Οστροβός, Παλιοχώρι, Γούρνες. Παραλιακώς υπάρχουν εκτεταμένα ίχνη στην περιοχή Βελίκας (από τον Κάβο έως το ναΐσκο Παναγία Βελίκα ή Λούπου).
Πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή του ακρωτηρίου Δερματάς (θέση Λουτρός) έφεραν στο φως μοναστηριακό συγκρότημα, στο καθολικό του οποίου διατηρούνται και τοιχογραφίες (+- 10ος αιώνας).
Η ύπαρξη ασκητών διαφαίνεται από τα τοπωνύμια: Κελλιά – Κελλάκια, Περιστεριές (κοιλότητες βράχων), Κελλί του Δεσπότη και Καλόερος (Καλόγηρος) καθώς και τα διατηρητέα έως της σήμερον ασκηταριά του Αγίου Παντελεήμονος εις Μελίβοια και εις των Αγίων Αναργύρων εις την Αγιά.
Ναωνύμια: Θεολόγος, Παλιοθεολόγος, Κόκκινη Εκκλησία, Παναγία, Παλιοπαναγιά, Παναγίτσα, Ανάληψη, Αϊ-Ταξιάρχης. Στην κοινοτική περιφέρεια της Σωτηρίτσας (παλιά Κάπιστα) τοπωνύμια Αϊ-Γιάννης, Μιχαλάγγα (Μιχαήλ Αγγέλου), Παλαιοχώρι Δήμητρας, Γρούβιανη της Ποταμιάς (κεραμοσκεπείς τάφοι) και Παλιοαϊλιάς στην ίδια περιοχή με ερείπια ναού μέχρι του ενός μέτρου ως προς το ύψος.
Ομοίως στη λεκάνη της Αγιάς η θέση Αμπελική, και νοτίως της Μαρμαρίνης, η θέση Ασβεσταριές. Μεταξύ της θέσεως αυτής και του χωριού Μαρμαρίνη η μεγάλη πλημμύρα του 1978 έφερε στο φως ερείπια ναού με ίχνη τοιχογραφιών καθώς και αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί σε αυτό το μνημείο. Παρακάρλια οι θέσεις Κατή, Μνήμα και Τσιντσιλάρ(ι). Τα όστρακα εδώ ευρίσκονται εύκολα, αλλά έχουν ευρεθεί ακόμα νομίσματα (Λέοντος του ΣΤ΄ ) και αριθμός αρχιτεκτονικών μελών χρονολογούμενα μεταξύ του 10ου και του 14ου αιώνος. Όλα αυτά και μεγάλες ποσότητες οστράκων παλαιοτέρων εποχών ευρίσκονται στην Αρχαιολογική Συλλογή της Αγιάς.