Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος

Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας (ΑΠΘ)

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

ΑΡΧΙΜ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Γ. ΔΡΟΣΟΥ

Δρος Βυζαντινής Ιστορίας

ΑΓΙΑ 2015

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.

Α. ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ  (565 – 1081)

  1. Ο ασκητισμός στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Κισσάβου.
  2. Τα ασκητήρια του Όρους των Κελλίων.

Β. ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1081 – 1453).

  1. Το «Όρος των Κελλίων» στον Κίσσαβο.
  2. Ο Αλέξιος Κομνηνός και η Μοναχική Πολιτεία (1083 – 1362).
  3. Τα Σταυροπήγια Μοναστήρια της Αγιάς.

Γ. ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1453 – 18)

  1. Το εικονογραφικό εργαστήριο της Αγιάς.
  2. Η προνομιακή μεταχείρησις (Mulk) στην Αγιά κατά την
    Οθωμανική κυριαρχία (1455 – 1817).
  3. Τα «Κοινόβια» Μοναστήρια της Οθωμανικής περιόδου.

Α. ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ  (565 – 1081)

Α1. Ο ασκητισμός στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Κισσάβου.

Η πρώτη μορφή που προσέλαβε ο μοναχισμός όταν αναπτύχθηκε ως τρόπος πνευματικής ασκήσεως, ήταν ο αναχωρητισμός. Οι αναχωρητές – ασκητές εγκαθίστανται στα περίχωρα των πόλεων και σταδιακά αποσύρονται στην έρημο για να προσεύχονται απερίσπαστοι, αλλά και για να αγιασθεί η έρημος, ώστε να μη μείνει πουθενά τόπος στην εξουσία του διαβόλου.

Αν και κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι οι μονές – σε κάποια πρωτογενή μορφή – είναι σύγχρονες με την ίδρυση της Εκκλησίας, αρχική μορφή του μοναχισμού θεωρήθηκε ο ερημητισμός, έξω από κάθε οργανωτικό πλαίσιο. Το δίλημμα «ερημητισμός ή κοινόβιο» εμφανίζεται στην Ανατολή την εποχή του Μ. Βασιλείου, ο οποίος, αναπτύσσοντας αναλυτικά τη θεολογία και ανθρωπολογία του κοινοβιακού ιδεώδους, επισημαίνει ότι ο ορθόδοξος ερημη-τισμός αποκαλύπτει το κοινωνικό του περιεχόμενο και αντίστοιχα η κοινοτική ζωή εσωτερικεύει το ερημητικό ιδεώδες. Ο μοναχισμός όμως της Μ. Ασίας, τον 5ο αι. αντιμετωπίζεται ως προγύμνασμα για τα αθλήματα που εκπροσωπεί ο «μύθος» της Αιγυπτιακής ερήμου. Ουσιαστικά η συγγένειά του βρίσκεται στους αναχωρητές και στις Λαύρες της Αιγύπτου, Συρίας, Παλαιστίνης και Μεσοποταμίας. Οι απαρχές του αναχωρητισμού προσδιορίζονται στο δεύτερο μισό του Γ΄ αιώνα. Πριν από το 300 υπήρχαν ασκητές στη Νιτρία. Εκεί εγκαταστάθηκε επί Μ. Κωνσταντίνου (324-337) ο αββάς Αμμούν και γύρω του συγκεντρώθηκαν πολλοί ασκητές. Ο αββάς Αμμούν έδωσε μεγάλη ώθηση και συνέβαλε στην ανάπτυξη του αναχωρητικού μοναχισμού. Αργότερα ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ίδρυσε στα μέσα του Δ΄αιώνα την «Σκήτη» και κατά πάσα πιθανότητα τα «Κελλία». Τον Δ΄ αιώνα έχουμε στην Αίγυπτο τρεις γνωστούς οικισμούς αναχωρητών: τη «Νιτρία», τη «Σκήτη» και τα «Κελλία». Την ίδια περίπου εποχή αναπτύσσεται και ο κοινοβιακός μοναχισμός. Ιδρυτής του θεωρείται ο αββάς Παχώμιος που γεννήθηκε στην Άνω Θηβαΐδα περί το 280. Περίπου το 320 ίδρυσε το πρώτο μοναστήρι του, την περίφημη Βαυ. Αργότερα ίδρυσε και άλλα οκτώ ανδρικά μοναστήρια και δυο γυναικεία. Ο Παλλάδιος Ελενουπόλεως μας πληροφορεί ότι ο αριθμός των μοναχών ανερχόταν στις 7.000. Στη Βαῦ ζούσαν περίπου 3.000 μοναχοί και δεν υπήρχε ούτε ένας ιερέας, για να αποφευχθούν στη κοινότητα αξιώματα που θα δημιουργούσαν, «έριδα, φθόνον και ζήλον». Και ενώ ο κοινοβιακός μοναχισμός εξαπλούται ως άριστο σύστημα στα ανατολικά της χριστιανικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μεγάλοι πατέρες, όπως ο αββάς Νείλος, κατοικούν σε απόσταση μεταξύ τους και συνάγονται την Κυριακή, «ώστε ο χωρισμός να μη διακόψει τους δεσμούς». Με τον τρόπο αυτό, μήτε το «φιλόσοφον» του ερημητισμού θα είναι «ακοινώνητον», «μήτε το πρακτικόν» του κοινοβίου «αφιλόσοφον». 

Ο αναχωρητισμός ήκμασε στην Όσσα κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Εάν, βάσιμη πηγή και πρώτη αναφορά για το «Όρος των Κελλίων», είναι η «Αλεξιάς» της Άννας Κομνηνής, πληροφορία για την ύπαρξη ασκητών στο ίδιο μοναστικό κέντρο, έχουμε περί το +-867 μ.Χ. όταν ο Συμεών και ο Θεόδωρος διερχόμενοι την Ανατολική Θεσσαλία έσπευσαν να προσκυνήσουν τον όσιο Βάρβαρο και να λάβουν ευλογία από οσίους ασκητές. Γύρω από τον Κίσσαβο με κατεύθυνση από βόρεια προς ανατολικά και νότια, υπάρχουν τα εξής ασκηταριά:

Αγίας Παρασκευής στο Ομόλιο (1 χλμ. δυτικά του χωριού).

Αγίου Παντελεήμονος Μελιβοίας (2 χλμ. δυτικά της Άνω Σωτηρίτσας).

Αγίων Αναργύρων στην Αγιά (3 χλμ. μετά την Αγιά προς Αγιόκαμπο).

Αναλήψεως στον Αετόλοφο (1 χλμ. βόρεια του χωριού). 

Αγίου Δαμιανού στην Ανατολή (2 χλμ. δυτικά της Ι. Μ. Προδρόμου).

Τα ανωτέρω ασκηταριά της Ν.Α. Όσσας, με βάση τη μελέτη του Ν. Νικο-νάνου, ανάλογα με την εξάρτησή τους από το φυσικό βράχο στον οποίο βρίσκονται, μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες. Στη πρώτη κατηγο-ρία ανήκει το ασκηταριό της Αναλήψεως Αετολόφου, και του Αγίου Παντε-λεήμονος στη Σωτηρίτσα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν το ασκηταριό της Αγίας Παρασκευής Ομολίου και το θολωτό ναΰδριο που βρίσκεται ψηλότερα και νοτιότερα από το κυρίως ασκηταριό των Αγίων Αναργύρων Αγιάς. Στη τρίτη κατηγορία ανήκουν τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων και του Αγίου Δαμιανού στην Ανατολή.

Τα ασκηταριά της Αγίας Παρασκευής Ομολίου και των Αγίων Αναργύρων Αγιάς, (β΄ και γ΄κατηγορίας) ίσως να αποτελούσαν ένα είδος «κυριακού», όπου κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή συγκεντρώνονταν οι αναχωρητές από τα γύρω ησυχαστήρια για κοινή προσευχή. Εάν υποθέσουμε ότι ως πρόδρομος της μοναστικής κοινότητας του Όρους των Κελλίων, υπήρξε μία ιδιόρρυθμος σκήτη αναχωρητών, περί το 867 κατά τον τύπο της Αθωνικής Πολιτείας του Αγίου Όρους, το κεντρικό ασκηταριό των Αγίων Αναργύρων με τα τρία συνεχόμενα μονοθάλαμα ναΰδρια, παρέχει βάσιμες ενδείξεις λειτουργίας ως «κυριακό» για την κοινή λατρεία μεμονωμένων ασκητών στις Ν. Α. υπώρειες της Όσσας κατά τον 9ο αι. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν, κατά τον Ν. Νικονάνο, «α) το άρτιο αρχιτεκτονικό σύνολο του ασκηταριού, β) η φροντισμένη κλίμακα ανόδου, γ) η ύπαρξη της εξέδρας έξω από τον δυτικό τοίχο των ναΐσκων, η οποία καθώς καλύπτεται από τον βράχο και προστα-τεύεται στην άκρη από χτιστό πεζούλι δημιουργεί ένα είδος ανοιχτού προστώου, δ) η συνεχής μέριμνα των μοναχών να ανανεώνουν και να συμπληρώνουν την τοιχογράφηση και ε) το γεγονός ότι οι ελεύθεροι αυτοί ασκητές συγκρότησαν αργότερα (το 17ο αι.) κάτω στο ξέφωτο της χαράδρας την ομώνυμη μονή και το ασκηταριό μεταβλήθηκε σε παρεκκλήσι». 

Το κέντρο του Όρους των Κελλίων βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια της επισκοπής Χαρμένων και, όπως ήδη αναφέραμε, εκτείνεται μεταξύ Ομολίου (Τεμπών) και Αγιοκάμπου (Δήμου Αγιάς).

Στη θέση Παλιοθεολόγος του όρους Κούτζιμπος (στα ημιορεινά της Βελίκας του χωριού Μελίβοιας), βρέθηκε στα ερείπια μιας βυζαντινής μονής ο μεγαλύτερος «θησαυρός υπερπύρων των Κομνηνών» στον ελληνικό χώρο. Το 1988 χρησιμοποιήθηκαν χρυσά νομίσματα έναντι αμοιβής –ημερομισθίων– από τους ανασκαφείς, και το 1992 κατασχέθηκαν από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων 100 χρυσά νομίσματα. Ίσως, τα ευρεθέντα να ήταν 800 τεμάχια χρυσά υπέρπυρα.

Το εύρημα παρουσιάσθηκε από τους νομισματολόγους Βάσω Πέννα και Γιάννη Τουράτσογλου στο Βόλο και εκτιμήθηκε ως μεγάλης σημασίας, επειδή προϋποθέτει ότι η περιοχή, δηλαδή το μοναστικό κέντρο, έγινε αποδέκτης μιας αυτοκρατορικής χορηγίας. Η Σ. Σδρόλια υποθέτει ότι, εφ’ όσον το μοναστήρι στον «Παλιοθεολόγο» ήταν σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σύμφωνα με το σωζόμενο κομνήνειο ανάγλυφο, οι μοναχοί πήραν μαζί τους την κτητορική επιγραφή όταν ξαναέκτισαν το μοναστήρι τον 18ο αι. σε χαμηλότερη θέση. Τελικώς φαίνεται ότι οι μοναχοί του Όρους των Κελλίων αποδέχθηκαν τις προτάσεις του Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού, ή του Μανουήλ Κομνηνού και μεταρρύθμισαν τον ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής τους σε κοινοβιακό. Αυτό όμως, που ασφαλώς γνωρίζουμε από τις πηγές είναι ότι οι πιθανές αυτοκρατορικές χορηγίες και οι παράλληλες αλλαγές του μοναστικού καθεστώτος αφορούν τη χρονική περίοδο  αρχές 13ου αι. και εξής. Ο Αλέξιος γνώρισε το Όρος των Κελλίων την άνοιξη του 1083, επικύρωσε ένα «πιττάκιον» υπέρ του μοναχού Χριστοδούλου το 1085, για μοναστήρι της Θεοτόκου, των Καστριανών, στο νησί Κως και του χορηγεί τη νήσο Λειψώ, το 1087. Η πρόταση – παράκληση του αυτοκράτορα προς το μοναχό Χριστόδουλο για το Όρος των Κελλίων έγινε, μάλλον, περί το τέλος του 1087, ώστε επιχειρώντας ο Χριστόδουλος αρχές του 1088 και αποτυγχάνοντας να μεταδώσει στους ιδιόρρυθμους κελλιώτες το κοινοβιακό βυζαντινό τυπικό, επιστρέφει στη Κωνσταντινούπολη και ο Αλέξιος, τον Απρίλιο του 1088, του χορηγεί τη νήσο Πάτμο. Είναι, επίσης, αρκετά παρακινδυνευμένο να συσχετίσουμε, χωρίς ούτε ένα στοιχείο, (σιγίλλιο, χρυσόβουλλο λόγο, πατριαρχικό υπόμνημα, Συνοδική πράξη ή έστω εκδοτήριο γράμμα),  τη Μονή Ιωάννη του Θεολόγου Βελίκας με τη μονή που ο όσιος Χριστόδουλος ίδρυσε στην Πάτμο, αφιερωμένη στον ίδιο άγιο. Επειδή, μάλιστα, η Μονή της Πάτμου διατηρεί αδιάκοπη χρονολογική σειρά εγγράφων, από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, δεν είναι πιθανό να είχε οποιαδήποτε σχέση ο όσιος Χριστόδουλος με το Όρος των Κελλίων, εκτός αυτής του 1088.

Α2. Τα ασκητήρια του Όρους των Κελλίων.

1. Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων Αγιάς

Βρίσκονται 10 χλμ. Περίπου ανατολικά από την Αγιά, κοντά στον παλαιό δρόμο που οδηγεί από την Αγιά στον Αγιόκαμπο, απέναντι από την ομώνυμη μονή των Αγίων Αναργύρων.  Το μοναστήρι είναι κτισμένο δίπλα σε ένα ρυάκι με πανύψηλα πλατάνια στο χαμηλό ξέφωτο μιας στενής χαράδρας και στους απότομους βράχους που βρίσκονται στα ανατολικά του είναι σκαρφαλωμένα τα ασκηταριά. Πρόκειται για δύο ναΰδρια – το κυρίως ασκηταριό και ένα μικρό θολωτό ναΐσκο – καθώς και για τα ησυχαστήρια που βρίσκονται στα φυσικά κοιλώματα των γύρω βράχων.

α. Το κυρίως ασκηταριό.  Μια υποτυπώδης κλίμακα – αλλού κτιστή και αλλού λαξεμένη στο βράχο – ξεκινά από την όχθη του ρυακιού και ανεβαίνοντας σχεδόν κατακόρυφα, οδηγεί σε μια εξέδρα του βράχου, που στα ανατολικά της ανοίγεται μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα σπηλαίου. Στo βορειοδυτικό τμήμα της αίθουσας αυτής, το οποίο έχει και το μεγαλύτερο ύψος είναι κτισμένο το ασκηταριό ενώ το υπόλοιπο χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο.

Το ασκηταριό αποτελείται από τρία συνεχόμενα μονοθάλαμα ναΰδρια (Σχεδ. 24) και ανήκει στην Τρίτη κατηγορία, δηλαδή τα ίδια τα τοιχώματα του βράχου και κατακόρυφοι κτιστοί τοίχοι διαμορφώνουν μέσα στο σπήλαιο το κτίσμα.

Ένας τοίχος, ο οποίος βρίσκεται λίγο πίσω από το άνοιγμα του σπηλαίου, έτσι ώστε να εξοικονομείται αρκετός υπαίθριος χώρος μπροστά από το ασκηταριό, φράσσει σχεδόν ολόκληρη την είσοδό του και αποτελεί τον κοινό δυτικό τοίχο των ναϋδρίων (Πιν. 58 α).  Ο τοίχος αυτός έχει τρεις εισόδους – μία για κάθε ναΐσκο – και στα πλάγια της κεντρικής φέρει δύο τυφλά αψιδώματα, που ζωογονούν τη μόνη ορατή –τη δυτική – όψη του κτίσματος. Στα τυφλά αυτά αψιδώματα και στις υπόλοιπες εξωτερικές επιφάνειες διατηρούνται τμήματα τοιχογραφιών, που δείχνουν ότι τα ναΰδρια είχαν εξωτερική τοιχογράφηση.

Κάθε μια από τις τρεις εισόδους οδηγεί σε ένα στενόμακρο ναΰδριο το οποίο ανατολικά απολήγει σε ημικυκλική κόγχη. Οι διαστάσεις τους είναι: 2,20 Χ 3,90 μ. του βόρειου, 3,60 Χ 5,20 μ. του κεντρικού και 2,00 Χ 6,20 μ. του νότιου. Η κάτοψη στο κάθε ένα έχει σχήμα ορθογώνιο αρκετά ακανόνιστο. Η οροφή και των τριών, καθώς και η βόρεια πλευρά του βόρειου παρεκκλησίου, είναι ο ίδιος ο φυσικός βράχος ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι είναι κτιστοί. Το κεντρικό φέρει στη δυτική πλευρά του βόρειου και νότιου τοίχου από ένα τοξωτό άνοιγμα, για να εξασφαλίζεται η επικοινωνία μεταξύ των τριών χώρων (Πιν. 58 β).

Η τοιχοδομία του κοινού δυτικού τοίχου είναι πλινθοπερίκλειστη σε πολύ ελεύθερη απόδοση. Χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και αδρά δουλεμένοι λίθοι. Οι διαχωριστικές πλίνθοι έχουν πάχος 0,035 ως 0,04 μ. Αντίθετα, οι υπόλοιποι τοίχοι, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, έχουν πιο αμελή κατασκευή και κατά το μεγαλύτερό τους τμήμα είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή. Οι τεχνίτες δηλαδή, ενώ πρόσεξαν τη δυτική όψη που φαίνεται από έξω – τοιχοδομία, πλαστική διάρθρωση με αψιδώματα και εναλλαγή πλήρους και κενού με τοξωτά ανοίγματα – , στους εσωτερικούς τοίχους δεν έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο, γιατί προφανώς είχαν προγραμματίσει την άμεση τοιχογράφηση. Πράγματι, εκτός από τις μεταγενέστερες εξωτερικές τοιχογραφίες, στο εσωτερικό τους και οι τρεις ναΐσκοι διατηρούν πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα τέλη του 12ου και το 13ο αιώνα ως το 16ο αιώνα και δηλώνουν ότι από το 12ο αιώνα τα ναΰδρια ήταν σε χρήση (Πιν. 59 α-β).

β. Το θολωτό ναΰδριο.  Βρίσκεται κάπως υψηλότερα και νοτιότερα από το κυρίως ασκηταριό. Είναι κτισμένο ως ανεξάρτητος ναΐσκος μέσα σε φυσική κοιλότητα (Πιν. 60 α) και μόνο ο βόρειος και ανατολικός κάθετος τοίχος εφάπτονται στο βράχο (β΄ κατηγορία). Το ασκηταριό αποτελείται από δύο τμήματα (Σχεδ. 25). Ο πρώτος χώρος στην κάτοψη έχει σχήμα ορθογώνιο ακανόνιστο, με πλάτος 1,80 και μήκος 2,58 μ. στη βόρεια πλευρά και 2,70 μ. στη νότια. Στην ανωδομή σχηματίζονται τέσσερα ρηχά τόξα που ανακρατούν το χαμηλό θόλο και δίνουν στο κτίσμα τη μορφή συνεπτυγμένου σταυρικού ναού. Δυτικά φέρει τοξωτή είσοδο και ανατολικά απολήγει σε μικρή κόγχη που διαμορφώνεται μέσα στο πάχος του τοίχου.

Το δεύτερο τμήμα είναι ένας στενόμακρος καμαροσκέπαστος χώρος που προσκολλάται στη βόρεια πλευρά και χρησίμευε για ταφές. Το μήκος του είναι 1,85 μ., το πλάτος του κυμαίνεται από 0,56 ως 0,70 μ. και στο δάπεδό του φέρει σκάμμα με βάθος 0,40 μ. περίπου. Η τοιχοδομία σε ολόκληρο το κτίσμα είναι από αργολιθοδομή εκτός από τα τόξα και το θόλο, όπου χρησιμοποιούνται πλακοειδείς λίθοι και πωρόλιθοι. Εξωτερικά η δυτική όψη είναι καλοκτισμένη (Πιν. 60 β), ενώ η νότια πλευρά και η στέγη είναι αδιαμόρφωτες. Στο εσωτερικό υπήρχαν τοιχογραφίες, αλλά σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα ίχνη.

γ. Ησυχαστήρια.  Είναι μικρές φυσικές κοιλότητες που βρίσκονται στους γύρω βράχους και αποτελούν τα ησυχαστήρια των αναχωρητών. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις οι κοιλότητες αυτές έχουν στην είσοδό τους τοιχία από αργολιθοδομή, που τεκμηριώνουν τη χρήση τους.

2. Το Ασκηταριό της Αναλήψεως – Αετολόφου

Πάνω από το χωριό, νοτιοδυτικά στην πλαγιά του λόφου «Αετός», ένα μικρό φυσικό σπήλαιο κατοικήθηκε ως ασκητήριο μοναχών. Εσωτερικά το κοίλωμα του βράχου δεν έχει μετατραπεί. Κτίστηκε, όμως, στην είσοδό του τοίχος και αφέθηκε μία μικρή είσοδος. Στη θέση της επιχρισμένης κόγχης λίγα ίχνη μαρτυρούν την ύπαρξη τοιχογραφιών σε δύο στρώματα. Το αρχικό, πρέπει να ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια (9ος αι. – 1204). Κατά περιγραφή του κ. Ν. Νικονάνου, το ασκηταριό είναι «ένα χαμηλό μακρόστενο σπήλαιο, με ανώμαλες πλευρές, που προχωρεί 3,35 μ. μέσα στο βράχο. Το μεγαλύτερο πλάτος του, στο μέσο περίπου του μήκους του είναι 1,22 μ. και το ύψος του 2 μ. περίπου. Το άνοιγμά του είναι 1,40 μ. και φράσσεται με τοίχο που φέρει στο μέσο την είσοδο. Το εσωτερικό του αποτελείται από το φυσικό βράχο,

εκτός από ένα τμήμα του στην ανατολική πλευρά, με επιχρισμένα τοιχώματα όπου υπάρχει η παράσταση της Δέησης».

3. Ασκηταριό Αγίας Παρασκευής Ομολίου.

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής, έξω από το Ομόλιο, είναι κτισμένος σε φυσικό κοίλωμα ενός κατακόρυφου βράχου. Τα μοναστηριακά ίσως κτίσματα που τον περιέβαλαν καταστράφηκαν πρόσφατα. Ο ναός, ο οποίος διατηρείται σε χαμηλά ερείπια, ήταν μονόχωρος δρομικός, με εξωτερικές διαστάσεις (4,15Χ8,50 περίπου μέτρα), και μάλλον τρίπλευρη  κόγχη ιερού. Τα διατηρού-μενα σήμερα τμήματα των τοίχων του είναι κτισμένα από αργούς λίθους και τεμάχια πλίνθων. Έτσι, μία έστω και σχετικά ακριβής χρονολόγηση του μνημείου με βάση τα διαθέσιμα σήμερα στοιχεία, είναι πολύ δύσκολη. Καθώς η προτεινόμενη από τον Ν. Νικονάνο χρονολόγηση στην εποχή των Παλαιο-λόγων, – με βάση τη μορφή της ελεύθερης πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας που αναφέρει ότι είδε και όστρακα που εντόπισε-, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί, δεν μπορεί προς το παρόν να αποκλεισθεί η πιθανότητα το μνημείο να είναι ακόμη παλαιότερο. Όσον αφορά τη χρήση του ναού, ο Ν. Νικονάνος θεωρεί ότι αυτός, πιθανώς, αποτελούσε το «κυριακό» ομάδας ασκητηρίων που βρίσκονταν στις χαράδρες της περιοχής.

  1. Ασκητήριο του Αγίου Παντελεήμονος – Μελιβοίας.

«Ευρίσκεται πλησίον του χωριού Σωτηρίτσα Μελίβοιας. Το ασκητήριο διαμορφώνεται εντός φυσικού κοιλώματος του βράχου, το οποίο φράσσεται έμπροσθεν δι’ ενός τοίχου εξ αργολιθοδομής. Περί το μέσον του τοίχου τούτου ανοίγεται η είσοδος, δεξιά παράθυρο και άνωθεν φωτιστικό άνοιγμα σχήματος ρόμβου. Το ασκητήριο αποτελείται εκ μιας μικράς αιθούσης, εις ην εισέρχεται τις εκ της εισόδου και εκ του Ιερού. Το τέμπλον είναι κτιστόν και αι κόγχαι του Ιερού ανοίγονται εις το πάχος του ανατολικού τοίχου. Στον ανατολικό τοίχο και το τέμπλο διασώζονται ημιεξίτηλοι τοιχογραφίες του 17ου αιώνος».

  1. Ασκητήριο Αγίου Δαμιανού – Ανατολής. 

Το ασκητήριο του Αγίου Δαμιανού στη Σελίτσανη (Ανατολή) της Αγιάς χρονολογείται στο β΄ ήμισυ του 16ου αι. και αφορά ένα άγνωστο εκκλησια-στικό – αρχαιολογικό χώρο. Με το υπό εξέταση μνημείο συνδέομαι προσωπικά. Τέσσερα χρόνια κοινοβιακής ζωής στο μοναστήρι του Αγίου και κάποιες διανυκτερεύσεις στο ασκητήριό του, είναι μάλλον υπαρξιακή μετοχή στον προβληματισμό της σχέσεως του Αγίου Δαμιανού με τούτο το ασκητικό σπήλαιο. 

Ο χώρος του σπηλαίου, καθώς και η ευρύτερη περιοχή της Σελίτσανης αποτελούν συνέχεια του αρχαίου μοναστικού κέντρου, καλουμένου Όρος των Κελλίων. Στο Όρος των Κελλίων, με βάση τις πηγές, αναπτύχθηκε ο μοναχισμός από τον 9ο μέχρι και τον 13ο αιώνα. Οι ανατολικές υπώρειες της Όσσας, από την Καρίτσα ως το Μαυροβούνι, βρίθουν βυζαντινών μονών, κελλίων και ασκητηρίων: «Τό δέ ὅρος πολλοῖς καί καλίστοις τοῖς σεμνείοις ἐνευθυνούμενον».

Το υπό εξέταση σπήλαιο ή ασκητήριο βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής – Σελίτσανης, στη θέση «Δογαντζή».  Από την Ιερά Μονή, με κατεύθυνση προς τα δυτικά (προς Τσιγγενέ), υπάρχει στη βάση (ρίζα) τεραστίου βράχου και διαμορφώνεται εντός φυσικού κοιλώματος το ασκητήριο.  Τούτο  φράσσεται  από κάθε πλευρά με τοίχους από αργολιθοδομή. Είσοδος μικρή με ξύλινη θύρα (0,80 Χ 1,30 μ.), υπάρχει στη νότια πλευρά. Ο εσωτερικός χώρος απαρτίζεται από μικρό κελί και μικρότατο ναΐσκο. Το ναΐδριο, εσωτερικών διαστάσεων (2,15 Χ 1,69 μ.), έχει κτισμένη ανατολικά κόγχη Αγίας Τραπέζης με μικρότατο τζαμωτό παράθυρο στο κέντρο προς φωτισμό (0,65 εκατ. βάθος Αγίας Τραπέζης). Βόρεια, στο σημείο απολήξεως του βράχου, αρχίζει ο τοίχος και σχηματίζεται μία τετράγωνη κτιστή κόγχη προθέσεως (0,40 Χ 0,70 μ.).  Ο ναΐσκος έχει ύψος 2,30 μ. Το κελί και ο ναός χωρίζονται από εσωτερικό μεσότοιχο πάχους 0,40 εκατοστών, χωρίς πόρτα. Υπάρχει ένα παράθυρο στο κελί, και στην εκ σχιστολίθων σκεπή υψώνεται καπνοδόχος και σφυρήλατος σταυρός. Εσωτερικώς, η σκεπή του ναΐσκου σχηματίζεται εκ του φυσικού κοιλώματος του βράχου και απολήγει στον τοίχο. Το κελί, όμως, σχηματίζεται εν μέρει από το φυσικό κοίλωμα και εν μέρει από ξύλινα δοκάρια και απέλλες (ύψος 2,40 μ.). 

Ο περιβάλλων χώρος, προς  την ανατολή, είναι θαμνώδης και επικλινής προς τη χαράδρα, η οποία χωρίζει το βράχο από την απέναντι δασώδη βουνοπλαγιά του μοναστηριού. Από τη θέση στην οποία βρίσκεται το ασκητή-ριο φαίνεται ευκρινώς το μοναστήρι και αντιστρόφως. Ο ήλιος φωτίζει και θερμαίνει το απαρηγόρητο ασκητήριο μέχρι τις 11:30 π.μ. ανάλογα την εποχή.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Ι.Μ. Φιλοθέου του Αγίου Όρους, διασώζεται ο χώρος του ασκητηρίου του οσίου Δομετίου, μαζί με τον οποίο συνασκήτευσε για τρία χρόνια ο όσιος Δαμιανός. Βρίσκεται βορειο-δυτικά, σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από τη Μονή, είναι κτίσμα του 1500 περίπου, και η θέση του μαρτυρεί μεγάλη ομοιότητα με το εξεταζόμενο ασκητήριο της Σελίτσανης. Η θέα, η μορφολογία του εδάφους, το νερό του χειμάρρου, καθώς και οι διαστάσεις του χώρου είναι ως μια αντιγραφή και απομίμηση γνωστού κτίσματος σε όμοιο χώρο. Εντύπωση, η οποία αμέσως δημιουργείται, σε εκείνον που θα θελήσει να επισκεφθεί τα δύο ασκητήρια. Σήμερα στο χώρο αυτό υπάρχει ναΐσκος του 1740. «Οὗτος ὁ ναός τῆς Θεοτόκου ὠκοδομήθη τό ἔτος ΑΨΜ». Ο ναός, όπως φαίνεται, είναι προέκταση στο κελί του οσίου Δομετίου, το οποίο και σήμερα υπάρχει εντός του κοιλώματος του βράχου. Συγκριτικά, συμπεραίνομε ότι το σπήλαιο – ασκητήριο της Σελίτσανης είναι έργο του οσίου Δαμιανού, διότι υπάρχει 100% γεωμορφολογική ομοιότητα με το ασκητήριο του οσίου Δομετίου της Ι.Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, στο οποίο ο Άγιος ασκήτευσε επί τρία έτη.

Πιστεύουμε ότι ο άγιος, δημιουργούσε, όπου βρισκόταν, χώρους ασκή-σεως. Στα μέρη της Καρδίτσας λ.χ. την Ι.Μ. Πελεκητής, ούτως ώστε οι αγιογράφοι να τον εικονίζουν ως κτίτορα αυτής. Η παράδοση, επίσης, και η εικονογραφία θέλουν τον άγιο Δαμιανό να έχει άμεση σχέση με την Όσσα (Κίσσαβο). Το υψόμετρο, ως μέσο αποφυγής των διωκόντων Τούρκων και το κοινόβιο, σε συνδυασμό με το ευλογημένο ασκητήριο, πρέπει να ανέπαυαν τη ψυχή του αγίου, ο οποίος, τελικώς, ως μάρτυρας «τή προαιρέσει» αξιώθηκε μετά ταύτα και του «δί’ αἵματος μαρτυρίου».

Β. ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1081 – 1453).

Β1. Το «Όρος των Κελλίων» στον Κίσσαβο.

Τα μνημεία που επισημάνθηκαν τη δεκαετία του 1970 και οι πληροφορίες ότι στην ανατολική Όσσα το 19ο αι., σώζονταν «τα ερείπια πολλών μοναστηριών» και ασκηταριά αναχωρητών, κίνησαν το ενδιαφέρον των ερευνητών για την καταγραφή των μονών, μονυδρίων και ασκηταριών. Ενώ όμως οι έρευνες της 7ης Ε.Β.Α. Λαρίσης μετά το 1986, οδήγησαν στον εντοπισμό δεκάδων μονών, λίγα μόνον έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά και πολλά αντιμετωπίζουν συνεχώς κινδύνους από την επέκταση των καλλιεργειών, την οικιστική ανάπτυξη των παραλίων, και ορισμένα ευρίσκονται σε δυσπρόσιτα δάση, γεγονός που καθιστά πρακτικά αδύνατη την οργάνωση της προστασίας τους. 

Βεβαίως, οι δημοσιεύσεις των τελευταίων ετών έχουν περίτρανα τεκμηριώσει τη θέση του «Όρους των Κελλίων» και ο αριθμός των κελλίων, μονών και ασκηταριών, πιστοποιεί την ακμή του μοναστικού κέντρου κατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.  

Αφορμή για τον προσδιορισμό της θέσεως του Όρους των Κελλίων μας παρέχουν τα ακόλουθα κείμενα: 

Το χωρίο της Άννας Κομνηνής στο έργο της «Αλεξιάς», το αναφερόμενο στην πορεία του Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού, μέσω της δευτερευούσης οδού της παραλιακής ζώνης των υπωρειών της Όσσας στην προσπάθειά του την άνοιξη του 1083 να αποφύγει τη δίοδο των Τεμπών, η οποία ήταν κατειλημμένη από τους Νορμανδούς.  

Ο βίος και η υποτύπωση του οσίου Χριστοδούλου, ο οποίος συνάντησε τον Αλέξιο Α΄ πέντε χρόνια μετά από τη νίκη του επί των Νορμανδών (1088), παρέχουν στοιχεία για τον εντοπισμό της εξεταζόμενης περιοχής. 

Στην πρώτη «πηγή» το χωρίο της Άννας Κομνηνής περιέχει άγνωστα τοπωνύμια, μη ταυτισθέντων ακόμη και σήμερα θέσεων – οικισμών.  Όσοι εκ των ερευνητών προσπάθησαν να εξηγήσουν τα τοπωνύμια του χωρίου αυτού με τα δεδομένα ιστορικών πηγών και ειδικά τη φρασεολογία της Άννας  Κομνηνής δεν έχουν καταλήξει σε μία ικανοποιητική και παραδεκτή από την πλειοψηφία των μελετητών πρόταση.  Το πρόβλημα, λοιπόν, της ταυτίσεως του Όρους των Κελλίων επί τη βάσει τοπωνυμίων του κειμένου, τα οποία καθορίζουν κυρίως τη διαδρομή του Αλεξίου από τη Μακεδονία προς τα Τρίκαλα, παραμένει υπό συζήτηση και έρευνα. Οι προτάσεις τις οποίες θα εκθέσουμε στη συνέχεια, σκοπό έχουν να προβάλλουν μία εμπεριστα-τωμένη άποψη (τοπογραφία – μνημεία), ανασκευάζοντας υποθέσεις προηγού-μενων ετών, οι οποίες, ελλείψει ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων (ανασκαφών), κρίνονται μαχητές και αποδεικνύονται αβάσιμες.

Κείμενο

«(…) καί τοῖς μέρεσι τῆς Λαρίσσης ἐγγίσας καί διελθῶν διά τοῦ Βουνοῦ τῶν Κελλίων καί τήν δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπῶν καί τόν βουνόν τόν οὐτωσί ἐγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον κατῆλθεν εἰς Ἐζεβᾶν χωρίον δέ τοῦτο βλαχικόν της Ἀνδρωνίας ἔγγιστα διακείμενον.  Ἐκεῖθεν δέ καταλαβῶν ἑτέραν αὖθις  κωμόπολιν Πλαβίτζαν συνήθως καλουμένην, ἀγχούπου τοῦ οὐτωσί πώς καλουμένου ποταμοῦ ρέοντος διακειμένην … τήν σκηνήν κατέθετο ἀποχρῶντα τάφρον διορύξας. Καί  ἐγερθεῖς ἐκεῖθεν ὁ Βασιλεύς ἀπῆλθεν ἄχρι τῶν Κηπουρείων τοῦ Δελφινᾶ κακείθεν εἰς τά Τρίκαλα (…)».

Απόδοση στην νεοελληνική

 «Όταν πλησίασε (ο αυτοκράτορας) στην περιοχή της Λάρισας, και αφού διέσχισε το βουνό των Κελλίων και άφησε δεξιά το δημόσιο δρόμο και το βουνό που οι ντόπιοι ονομάζουν Κίσσαβο, κατέβηκε στο Εζεβάν, ένα βλάχικο χωριό που βρίσκεται πολύ κοντά στην Ανδρωνία.  Αφού μετέβη σε μια άλλη κωμόπολη ονομαζόμενη κοινώς Πλαβίτζα, ευρισκόμενη κάπου κοντά στο ποτάμι που ονομάζεται κάπως σαν [……].  Στο μέρος εκείνο στρατοπέ- δευσε, αφού έσκαψε την απαραίτητη τάφρο.  Από εκεί μετέφερε το στρατόπεδο στα περιβόλια του Δελφινά και από εκεί στα Τρίκαλα». 

Σήμερα, εκτός από το υπό εξέταση «Βουνό των Κελλίων» αγνοούμε τη θέση και των ακόλουθων τοποθεσιών, χωρίων, δηλαδή την Ανδρωνία, το Βλάχικο χωριό Εζεβά, την Πλαβίτζα, μια δημόσια λεωφόρο, το ποτάμι και τα περιβόλια του Δελφινά.  Γνωρίζουμε μόνο τη Λάρισα, τον Κίσσαβο και τα Τρίκαλα.  Ενώ, λοιπόν, τα καταγεγραμμένα τοπωνύμια φαίνεται να είναι επαρκή για την εποχή της Κομνηνής, όσον αφορά το γεωγραφικό προσδιο-ρισμό της περιοχής, είναι αρκετά ανεπαρκή για εμάς σήμερα. Επίσης, εντύπωση δημιουργεί η διαπίστωση ότι, σημείο προσδιορισμού δεν αποτελεί η αναφορά τοπωνυμίου στη θέση της σημερινής Αγιάς, η οποία ως οικισμός υφίστατο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις (έντονη παρουσία βυζαντι-νών στοιχείων: επιγραφές, όστρακα, τοπωνύμια και οχυρώσεις).  Ομοίως, δεν γίνεται μνεία της πόλης Βέσαινα, έδρας της ομώνυμης επισκοπής κατά τον ΙΑ΄ αιώνα.

Εξετάζοντας τις πηγές θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε, με βάση τα  στοιχεία που διαθέτουμε, μία κατά το δυνατό συγκροτημένη άποψη για την τοπογραφία του Όρους των Κελλίων. Στον βίο και την υποτύπωση του οσίου Χριστοδούλου, σημειώνεται ότι ο όσιος εμφανίσθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, περί το τέλος του 1087 και ζήτησε να του παραχωρηθεί η νήσος Πάτμος.  Ο αυτοκράτορας όμως, αν και είχαν παρέλθει πέντε έτη από την περίοδο εκστρατείας (1083), του πρότεινε να αναλάβει την προστασία όρους τινός καλουμένου Κελλία ή Ζαγορά.  Επειδή όμως οι μοναχοί του όρους εκείνου αντέδρασαν «ἑτεροῖον τόν τρόπον ἔχοντας, διάφορόν τῆς ἀκριβεστέρας διαγωγῆς», ο όσιος με την άδεια του Αλεξίου έλαβε την Πάτμο (Απρίλιος 1088), και ταυτόχρονα του δόθηκαν αυτοκρατορικές χορηγίες. Ο Ιωάννης Ρόδου έγραψε το Βίον του οσίου λίγες δεκαετίες μετά από την κοίμηση του Χριστοδούλου, με παραστατικούς διαλόγους, περί το 1120-1150.

 «Τόπος ἔστι τίς, ὧ πάτερ, φησίν ὁ Βασιλεύς, Κελλία καί Ζαγορά λεγό-μενος.  Ἐν τούτοις πλῆθος ὅτι πολύ τόν μονήρη βίον ἀνήρηται ἀλλά μηδενός εὐμοιροῦν τοῦ κυβερνᾶν ἐπιστημόνως εἰδότος, πολλάκις ζάλη περιπίπτει καί κλύδωνι … Μίμησαι γοῦν αὐτός τόν Σαμαρείτην ἐκεῖνον (…) καί γενοῦ τῶν εἰς ὅρη καί ἐρημίας πλανωμένων προβάτων ποιμήν δοκιμώτατος  (…)».

 «Τοιαῦτα καί πλείω τούτων τοῦ βασιλέως φιλοσοφήσαντος, ὁ λαμπρός οὗτος τοῖς κατορθώμασιν (= ὁ Χριστόδουλος) ἠρεμαίᾳ καί συνεσταλμένῃ φωνῇ τοιάνδε τήν ἀπόκρισιν ἐποιήσατο:

Τινά τῶν γινομένων ἐν τοῖς Κελλίοις, ὧ θειότατε αὐτοκράτωρ, σῇ δυνάμει καί ἐφορεία, ὡς ἤκουσταί μοι, δύνανται τυχεῖν διορθώσεως. τῶν δέ, καί οἱ μοναχοί ποιήσουσι πρόνοιαν. Εἰ γοῦν ἡ σῇ βασίλειος μεγαλειότης καί τό τῶν μοναχῶν σύστημα ἐθέλοι ποιμαίνειν ἠμᾶς, τόν κανόνα τῆς μοναδικῆς πολι-τείας ἀναγκαῖόν ἐστι παραστῆσαι  τῷ γράμματι.

Καί ὁ βασιλεύς ὡς νουνεχῆ τόν ἀπολόγον προσεδέξατο καί καλλιγραφεῖν διορίζεται. Καί λαβών ὁ πατήρ τό διάταγμα ἐκτίθησιν Ὄρον τοῦ κατά Θεόν πολιτεύματος, οἰκείοις ἐγχαραξάμενος γράμμασιν, ἅ καί ἠμεῖς τεθεάμεθα» .

«Πικρία γοῦν καί τοῖς Κελλιώταις τά τοῦ μάκαρος ἐφάνησαν διατάγματα διό καί ὁ θαυμαστός οὗτος Χριστόδουλος, τούς μή θέλοντας πνευματικῶς κατάρχειν αὐτόν ἀφεῖς ἰδιορρυθμία πορεύεσθαι»,  εζήτησε και έλαβε τελικώς την νήσον Πάτμον».  

Στο Εγκώμιο του Αθανασίου (1143-1156) καταγράφονται τα ανωτέρω περιστατικά και ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ ἐπρότεινε τόν ὅσιο νά ἀναλάβη τήν προστασία τῶν ἐπί τοῦ  ὅρους Ζαγορᾶ ἀσκουμένων.

Η αναγραφή «Kelliae» στην Partitio Romaniae, όπου σημειώνεται: «pertinentia Petrion Kelliae, Dipotamon, …». Ο Δ. Ζακυθηνός, υποπτευόμενος εσφαλμένη ανάγνωση των Tafel και Thomas, προτείνει αντί του «Petrion Kelliae» την διόρθωση, «Petrion videlicet».

Οι Tafel και Thomas, στην προσπάθειά τους να ταυτίσουν τα «Kelliae» της «Partitio Romaniae» (που τελικά αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τέτοια λέξη στο κείμενο) τα συσχέτισαν με το χωρίο της Αλεξιάδος και διερωτώνται αν αυτά πρέπει να τοποθετηθούν στην Όσσα. Προφανώς υπολογίζοντας την κατεύθυνση που είχε ο στρατός του Αλεξίου, διερωτώνται αν το «βουνό των Κελλίων» ευρίσκεται στο Κίσσαβο: «An Kelliae legendum sc. in Ossa monte? De quo videtur Anna Comnena 5.5».  Την ίδια άποψη υιοθετεί και ο Α. Γλαβίνας, χωρίς να την αναλύσει περισσότερο, όπως επίσης και ο Δ. Αγρα-φιώτης.

Το χωρίο της επιστολής του Πάπα Ιννοκεντίου Γ΄, του έτους 1209 στο οποίο μνημονεύονται μοναί των «Κελλίων» μεταξύ των Θεσσαλικών επι-σκοπών Λαρίσης, Βεσαίνης και Δημητριάδος: Archiepiscopus Larissenus, Vessinensi ac Demetriado episcopatibus et monasteriis Kelliae indebitas exactiones imponens».

Η αναφορά ότι, το 867 οι Αγιορείτες αδελφοί Συμεών και Θεόδωρος, κτήτορες του Μεγάλου Σπηλαίου, κατά την κάθοδό τους προς τα νότια, ήταν φυσικό να περάσουν από την ανατολική Όσσα, όπου ήταν ήδη εγκατεστημένοι μοναχοί. Ο βίος των αγίων σώθηκε σε παράφραση του Αργυρού Βερναρδή (1706), αλλά ανάγεται σε πρότυπο του 13ου αι. ή ενδεχομένως και προγενέστερο: 

«(…) ἐμίσεψαν ἀπό τήν Θεσσαλονίκην καί ἐπεριπατοῦσαν καθεξῆς ὅλα τά περίχωρα τῆς Θεσσαλίας διδάσκοντες καί νουθετοῦντες καθ’ ἕκαστον νά διαφυλάττη τήν εἰς Χριστόν πίστιν, (…). Τοιουτοτρόπως λοιπόν περιδιαβαί-νοντες τάς πόλεις καί χώρας τῆς Θεσσαλίας ἔφθασαν καί εἰς τό Ὅρος τό θετταλικόν ὀνομαζόμενον τῶν Κελλίων, διά νά νουθετήσουν καί νά παρακινῆ-σουν τούς μοναχούς καί ἐρημίτας τοῦ τόπου ἐκείνου εἰς τόν ὅμοιον ζῆλον τῆς εὐσεβείας. Ἀπό τό ὅρος ἐτοῦτο πάλιν μισεύοντας ἐπῆγαν εἰς τάς Νέας Πάτρας  (…)».

Η αναφορά ότι, το Όρος των Κελλίων επισκέφθηκαν και οι άγιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος, κτήτορες της Μονής Σουμελά Πόντου. Το βίο τους έγραψε ο Ακάκιος Σαββαΐτης στις αρχές του 13ου αι.. Περιέχεται στον κώδικα 268 της Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους, του 1446.

 «(…) Καί τριταῖοι κατέλαβον τό Ὅρος, ἐν ᾧ ἦν ἡ κλῆσις τῶν Κελλίων. Περινοστήσαντες οὖν τοῦ Ὅρους πάντα τά μοναστήρια ἐνέτυχόν τινι γέροντι πάνυ ἐναρέτω καί θεοφορουμένω. Καί τούτους ἰδών καί ἀσπασάμενος καί τήν κλῆσιν ἐκάστω ἐξειπῶν: «χαίρετε», ἔφησεν, «δοῦλοι γνήσιοι τῆς μητρός τοῦ Κυρίου». (…) Ἀναστάντες οὖν τό πρωΐ συνώδευσεν μετά αὐτούς καί ὁ θεῖος  

Παχώμιος – αὔτη γάρ ἦν ἡ κλῆσις τῷ γέροντι – ἕως ἐξῆλθον τοῦ Ὅρους, νουθετῶν καί παιδαγωγῶν πρός πᾶν ὀ,τιοῦν ἀγαθόν  (…). Καί ὁ μέν πατήρ Παχώμιος πρός τήν ἑαυτοῦ μονιάν πρός τό Ὅρος τῶν Κελλίων, οἱ δέ τήν ὁδόν αὐτῶν ἐπορεύθησαν». 

Η αναφερόμενη περιοχή Achilia η οποία ανήκε στον τοπικό άρχοντα Σινιορινό, πιθανότατα, προσδιορίζει γεωγραφικά το  Βουνό των Κελλίων.

«Est etiam alter Graecus, qui Signorinus nominatur, qui tenet castrum de Sannicolo de Custinni super flumine Salombriae in contrata Achilia  (ή Achiliae) et castra alia atque terras (…)». Υπάρχει και άλλος Έλληνας, ο οποίος ονομάζεται Σινιορινός, που κατέχει το φρούριο του Αγίου Νικολάου του Custinni επάνω από τον ποταμό Πηνειό στην περιοχή Achilia (= Cellia?) και άλλα φρούρια και γαίες.

Τα Κελλία, λοιπόν, εκτείνονταν νοτίως του Πηνειού, στα μέρη της Λάρισας, και πριν από τη Βέσαινα. Γειτνίαζαν με τις επισκοπές Βεσαίνης και Δημητριάδος και συγχρόνως υπάγονταν στο λατίνο αρχιεπίσκοπο Λαρίσσης. 

Κάποιος Σινιορινός κατείχε το φρούριο του Αγίου Νικολάου του Custinni, που σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ταυτίζεται με το Λυκοστόμιο,  ένα βυζαντινό οικισμό, που πρέπει να τοποθετηθεί, σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις, αμέσως μετά τη βορινή έξοδο των Τεμπών. 

Με την ταύτιση του βουνού των Κελλίων έχουν ασχοληθεί επιφανείς ερευνηταί,  τις απόψεις των οποίων εκθέτω εν συνεχεία: 

Η Έρα Βρανούση, αποκλείει την ταύτιση του Ολύμπου με το όρος των Κελλίων, με την αιτιολογία ότι η αρχαιομαθής Άννα δεν θα παρέλειπε τη μνεία του, ως όρους των αρχαίων Θεών. Αποκλείει και τον Κίσσαβο ως αναφε-ρόμενο ρητώς στο χωρίο της Αλεξιάδας.  Επομένως, ταυτίζει το όρος των Κελλίων με το Πήλιο, το οποίο από τότε έφερε και την προσωνυμία Ζαγορά και Ζαγόριον όρος, όπως και ο χώρος από τις εκβολές του Πηνειού μέχρι το Πήλιο.  Την πρωθύστερη αναφορά της διέλευσης, πρώτον του Πηλίου και στη συνέχεια του Κισσάβου, την αποδίδει σε άγνοια της Άννας, σχετικώς με την τοπογραφία της περιοχής.

Η Α. Αβραμέα δέχεται ότι το όρος Κελλία ή Ζαγορά «δυνατόν νά καλύπτη εὐρυτέραν γεωγραφικήν ἔκτασιν», να αποδίδεται δηλαδή, «στο βόρειο τμήμα της οροσειράς του Πηλίου, το συνεχόμενο προς το Πήλιο Μαυροβούνιο, ίσως δε και τη μικρή προέκταση αυτού, τη χαμηλήν ορεινήν δειράδα της Σκήτης την συναπτομένην προς το Πήλιον και την Όσσαν». Η αναφορά του Κισσάβου από την Άννα Κομνηνή δεν αποκλείει την ταύτιση του όρους των Κελλίων με αυτό διότι, «είναι πολύ πιθανόν η συγγραφεύς να μνημονεύει το κυρίως όρος της Όσσης ως Κίσσαβον, αί δε νοτιοανατολικαί υπώρειαι να φέρουν άλλην ονομασίαν».

Ο Ν. Νικονάνος θεωρεί βεβαία την ακμή του μοναχισμού στο Κίσσαβο και στο Μαυροβούνι, και δε δέχεται την ταύτιση του Πηλίου με το όρος των Κελλίων: «παρόλες τις πειστικές υποθέσεις που έγιναν (από την Βρανούση) δεν επιτρέπεται σήμερα, μετά την επισήμανση τόσων μνημείων στον Κίσσαβο, να το περιορίσουμε στο Πήλιο, το οποίο μάλιστα βρίσκεται, έξω από τη διαδρομή αυτή» (εννοεί του Αλεξίου).  Θεωρεί ότι, το όρος των Κελλίων εκτείνεται στις ανατολικές και στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Κισσάβου, στο συνεχόμενο Μαυροβούνι και στα βόρεια τμήματα του Πηλίου, στην ορεινή δηλαδή περιοχή που συνδέεται άμεσα με την Λάρισα.

Ο Δημ. Αγραφιώτης ταυτίζει το όρος των Κελλίων με τις ανατολικές υπώρειες της Όσσας. «Μετά την αποκάλυψη τόσων μνημείων και ασκηταρίων στις ανατολικές πλαγιές της Όσσας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «το βουνό των Κελλίων», που αναφέρεται από την Άννα την Κομνηνή, περιορίζεται στην Όσσα και στη βόρεια απόληξη του Μαυροβουνίου και στη συμβολή του με αυτήν, κατά τρόπο που να στερούν από την αγιώτικη περιοχή τη θέα της θάλασσας».

Ο Σταύρος Γουλούλης, σε ανακοίνωσή του τοποθετεί το όρος των Κελλίων στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου, χρησιμοποιώντας λατινικές φιλολογικές πηγές και τοποθετεί την εγκατάσταση των πρώτων μοναχών στη περιοχή των Κελλίων κατά τον 9ο αιώνα. Πιστεύει ότι όλα τα στοιχεία που ευνοούν την εγκατάσταση μοναχών ισχύουν μόνο για την ανατολική Όσσα. «Ζαγορά, σημαίνει «πίσω από το βουνό», (ένα όνομα που διατηρήθηκε ως το 18ο αι.), ήταν τμήμα του όλου όρους της Όσσας, δηλαδή το ανατολικό. Γι’ αυτό θα πρέπει να δεχθούμε ότι άλλη ήταν η Ζαγορά του Πηλίου και άλλη της Όσσας, επειδή το τοπωνύμιο είναι πολύ διαδεδομένο. Σήμερα ονομάζουμε Κίσσαβο όλη την έκταση από τα Τέμπη ως το Μαυροβούνιο. Η Άννα Κομνηνή δεν είναι σίγουρο ότι εννοεί στην Αλεξιάδα, την ίδια ορεινή έκταση, αλλά ίσως τον κύριο όγκο με την κορυφή του όρους, η δε Ζαγορά μπορεί να ταυτίζεται με την ανατολική Όσσα».

Άλλοι ερευνητές, όπως ο Νικόλαος Κατσάνης, συμφωνούν με την Έ. Βρανούση. Η Ε. Ιωαννιδάκη – Ντόστογλου σε δημοσίευμα της υιοθετεί τις απόψεις του Ν. Νικονάνου και Δ. Αγραφιώτη.

Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η τοποθεσία του όρους των Κελλίων δεν καθορίζεται επακριβώς στα κείμενα: α) Στην υποτύπωση του οσίου Χριστοδούλου, ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ ἀορί-στως περί ὅρους τινός «ᾧ κλῆσις ἦν Κελλία ἤ Ζαγορά» παρ. θ΄. β) Στο βίο ομοίως: «τόπος ἐστί τις (…) Κελλία καί Ζαγορά  λεγόμενος» παρ. ια΄. γ) Στο εγκώμιο του Αθανασίου Αντιοχείας υπάρχει μία μόνο πολύ γενική σχετική μνεία:  «ὂρος ἐστί που τῶν δυτικῶν μερῶν οὐκ ἀφανές οὐδέ ἄγνωστον ἀλλά τοῖς πάσιν ἐπίδηλον Ζαγορά τῷ ὄρει τό ὄνομα». δ) Στην Αλεξιάδα, επίσης, με τρόπο που υποδηλώνει ότι, όπως η Λάρισα έτσι και το βουνό των Κελλίων, την εποχή εκείνη ήταν πολύ γνωστές περιοχές η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί τις ακόλουθες εκφράσεις:

– εγγίσας τοις μέρεσι της Λαρίσης

– διελθών διά του βουνού των Κελλίων και

– καταλιπών την δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν και το βουνόν (…) Κίσσαβον.

Στις τρεις ανωτέρω μνείες του Βίου και της υποτυπώσεως του οσίου Χριστοδούλου, οι πληροφορίες είναι ακαθόριστες και ανεπαρκείς, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί με βεβαιότητα το τοπωνύμιο «Κελλία», όταν μάλιστα συμπλέκεται με την ονομασία «Ζαγορά».  

Και ενώ η δεύτερη ονομασία του όρους «Ζαγορά», επί τη βάσει των αγιολογικών κειμένων του οσίου Χριστοδούλου, συγχέει τα πράγματα, (επειδή ακριβώς  διάφοροι  τόποι και σε πολλά  μέρη της  Βαλκανικής  και της Βορείου Ελλάδος από Μακεδονίας μέχρι Ηπείρου και Θεσσαλίας είναι γνωστοί με το τοπωνύμιο Ζαγορά), η μαρτυρία της Άννας Κομνηνής, μας υποβοηθεί να ορίσουμε με ασφάλεια την περιοχή του όρους των Κελλίων.

Η γνώμη ότι, ο Κίσσαβος, επειδή αναφέρεται ονομαστικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το όρος των Κελλίων, είναι αφοριστική και απόλυτος, επειδή είναι δυνατό να ονομάζονται με διαφορετικά οριωνύμια το τμήμα του ορεινού όγκου από το ανατολικό τμήμα του. Και τούτο, ενδέχεται να ισχύει για ένα εκτεταμένο όρος, όπως είναι ο Κίσσαβος ή το Πήλιο, το βόρειο τμήμα του οποίου στα μεταγενέστερα χρόνια φέρεται με το όνομα Μαυροβούνι.  Στον ανατολικό Κίσσαβο επίσης, το πρόβουνο το οποίο ξεκινά από το χωριό Αθανά- τη (Μελιβοία) και καταλήγει στο ακρωτήριο Δερματάς, στο σύνολό του ονομάζεται «Κούτζιμπος».  

Στο Πήλιο η κατάσταση είναι ανάλογη κατά το Β΄ μισό του 13ου αιώνα, όταν τμήμα του Πηλίου στην περιοχή της Μακρυνίτσας ονομάζεται «Δρόγγος» και η ορεινή περιοχή, πάνω από την Πορταριά, όρος της «Δρυανουβαίνης».  Σε νεό-τερα χρόνια (16ος – 17ος αι.) τμήμα του Πηλίου, η περιοχή Φλαμούρι, όπου η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, δίνει το όνομά της και στο όρος: «κατά το Ζαγόριον όρος το καλούμενο Φλαμούρι».

Επίσης, αν και γίνεται λόγος για πλήθος ασκηταρίων, μονών, μονυδρίων και κελλίων στο Πήλιο, για τα οποία το βουνό αυτό οφείλει το όνομά του ως «όρος των Κελλίων», δεν έχει εντοπισθεί καμιά μνεία σε πηγές της περιόδου των Κομνηνών.  Αντιθέτως, το Πήλιο αρχίζει να αποκτά πολλές και μεγάλες μονές τον 13ο και 14ο αι.  (Μαλιασσηνοί – Μακρυνίτσα, Πορταριά).

Ας σημειώσουμε εν παρόδω ότι, η Άννα Κομνηνή, τοποθετεί πρώτο στη σειρά της πορείας το όρος των Κελλίων (Πήλιο κατά την Βρανούση), και στη συνέχεια τον Κίσσαβο, δηλαδή, δεν πρόκειται για ένα από τα συνήθη λάθη της.  Εξιστορεί την κατάληψη των Σερβίων προ της καταλήψεως της Βέροιας ή των Τρικάλων και σημειώνει ότι ο Βοημούνδος «κατέσχε την Πελαγονίαν, τα Τρίκαλα και την Καστορίαν». Δηλαδή, απαριθμεί πόλεις και φρούρια, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ακριβή γεωγραφική σειρά τους.  Στη περίπτωση, όμως, της πορείας του πατέρα της προς τη Θεσσαλία, καταγράφει ένα τέχνασμα διά του οποίου ενίκησε τους μέχρι τότε ανίκητους Νορμανδούς, και η περιγραφή μιας τέτοιας πορείας απαιτεί νομίζω, ακρίβεια και συνέπεια στη σειρά καταγραφής των αναφερόμενων περιοχών.  Εκ των ανωτέρω, αβίαστα προκύπτει ότι, το «Βουνό των Κελλίων», δηλαδή, η ανατολική πλευρά της Όσσας προηγείται του κυρίως όρους Κίσσαβος, το οποίο αφήνει δεξιά του ο Αλέξιος, αφού διήλθε τη γνωστή κατά τα βυζαντινά χρόνια, παραλιακή στρατιωτική οδό. 

Καθοριστική είναι η γνώμη της Α. Αβραμέα, η οποία προσπαθεί να εντοπίσει τα «Κελλία» στο συνεχόμενο του Πηλίου Μαυροβούνι, «ἴσως δέ καί τήν μικρᾶν προέκτασιν αὐτοῦ, τήν χαμηλήν ὀρεινήν δειράδα τῆς Σκήτης, τήν συναπτομένην πρός τό Πήλιον καί τήν Ὄσσαν».  

Είναι, λοιπόν, το όρος των Κελλίων στη Θεσσαλία και μάλιστα πλησίον της Λαρίσης «τοῖς μέρεσι τῆς Λαρίσης ἐγγίσας» κατά τη βασιλική συγγραφέα, αφού ο Αλέξιος πέρασε από αυτό αδιαμφησβήτητα.

Ο Αλέξιος Κομνηνός έρχεται στη Θεσσαλία από τη συνήθη οδό εκ της Κων-σταντινούπολης, μέσω της Εγνατίας οδού στη Θεσσαλονίκη και διά της παραθα-λάσσιας οδού στο βυζαντινό φρούριο του Πλαταμώνος.  Όμως, δεν εισήλθε στη Θεσσαλία διά της φυσικής οδού των Τεμπών, διότι είχαν οχυρώσει τη κοιλάδα οι Νορμανδοί, από τους οποίους είχε νικηθεί σε δύο, τουλάχιστον, μάχες (Δυρράχιο – Ιωάννινα).  Η κοιλάδα των Τεμπών, άλλωστε, είχε επιτρέ-ψει από την αρχαιότητα στους κατέχοντες αυτή να κυριαρχούν εφ’  ολοκλή-ρου της Θεσσαλίας.  Με αλλεπάλληλα οχυρωματικά έργα είχε καταστεί απρόσ- βλητη.  Έτσι, και εξ όσων αναφέρει η Άννα Κομνηνή, συνεπάγεται ότι, ο βυζαντινός αυτοκράτορας επιθυμούσε, πάση θυσία, να αποφύγει την κατά μέτωπο σύγκρουση με το Βοημούνδο, με σκοπό όπως κατανικήσει τους Νορμανδούς με συγκεκριμένο ελιγμό, «δι’ ἀπάτης τούς Λατίνους καταγωνί-σασθαι».

«Διελθών διά του βουνού των Κελλίων», σημαίνει ότι, από το Ομόλιο, Καρίτσα, Κόκκινο Νερό, Δερματάς, περνά στη Βελίκα, καταλήγοντας στην περιοχή της Αγιάς, ώστε να έχει δεξιά του, «δημοσίαν λεωφόρον» και τον «Κίσσαβον». Η περιοχή από το Ομόλιο (παραλιακά) έως τον Αγιόκαμπο και αριστερά της δημοσίας οδού στο Μαυροβούνι (Πολυδένδρι) είναι ασφαλώς το Βουνό των Κελλίων, δηλαδή οι ανατολικές υπώρειες της Όσσας, που αρχίζουν από τις εκβολές του Πηνειού και εκτείνονται μέχρι τις βόρειες απολήξεις του Μαυροβουνίου. Πρέπει μάλιστα να αναφέρουμε ότι, η παραλιακή οδός του Αγιοκάμπου, όπως λέγεται σήμερα, είχε ανά δέκα περίπου χιλιόμετρα βυζαντινά φρούρια.

Πλήθος στοιχείων καταδεικνύουν την ύπαρξη οικισμών και μονών κατά τη Βυζαντινή περίοδο και έχουν επισημανθεί περίπου ενενήντα οκτώ τοποθεσίες με ερείπια μονών, ναωνύμια, οχυρώσεις, όστρακα και νομίσματα. 

Μεταξύ της Μελίβοιας (Αθανάτης) και του Κόκκινου Νερού τοποθετού-νται τοπωνύμια, βυζαντινών θέσεων ή υπάρχουν παραλιακώς εκτεταμένα ίχνη ναών στην περιοχή της Βελίκας, από τον Κάβο Δερματά έως το ναΐσκο Πανα-γίας Βελίκας. Πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή του ακρωτηρίου Δερματάς (θέση Λουτρός) έφεραν στο φως ένα μοναστηριακό συγκρότημα, στο καθολικό του οποίου διατηρούνται ελάχιστες τοιχογραφίες του 10ου αι.  Ανασκαφές στο Κόκκινο Νερό, στη θέση Μονόπετρο, και στην Κουτσουπιά, απεκάλυψαν τρεις βυζαντινές μονές. Η ύπαρξη ασκητών διαφαίνεται από τα τοπωνύμια της περιοχής:  Κελλιά – Κελλάκια, Περιστεριές (κοιλότητες βράχων), Κελλί του Δεσπότη και Καλόερος (Καλόγηρος) καθώς και τα διατηρητέα  έως την σήμερον ασκηταριά του Αγίου Παντελεήμονος στη Μελίβοια και των Αγίων Αναργύρων στην Αγιά.  

Εν κατακλείδι, τα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, τα οποία εντοπίσθη-καν πρόσφατα και στα οποία συμπεριλαμβάνονται σημαντικοί ναοί και μονές του 12ου αι., μαζί με εκείνα που ερευνήθηκαν το 1970, «άλλαξαν εντελώς την εικόνα της περιοχής και καθιέρωσαν την άποψη για την τοποθέτηση εδώ του Όρους των Κελλίων». Η αξιόλογη μοναστική κοινότητα των ιδιορρύθμων κελλιωτών ήκμασε από τα τέλη του 9ου αι. (890 μ.Χ.) έως τα τέλη του 13ου αι. (1270 μ.Χ.) και παρήκμασε στις αρχές του 14ου αι. (1325 μ.Χ.). 

Β 2.- Ο Αλέξιος Κομνηνός και η Μοναχική Πολιτεία (1083 – 1362).

Από τον 10ο  αιώνα οι κατά τόπον επίσκοποι της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας επέβαλαν στις μονές εισφορές και με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να πετύχουν την άρση της σταυροπηγιακής τους «αξίας». 

Η περίπτωση της Μονής «Μαρμαριανών» στην περιοχή της Μητροπόλεως Λαρίσης και η διαμάχη του Ηγουμένου της Σταυροπηγιακής Ι. Μ. Αγίου Δημητρίου με τον επίσκοπο Χαρμένων πιστοποιεί την επιδίωξη του επισκόπου της Μητροπόλεως Λαρίσης να διασφαλίσει την υπαγωγή των Μοναχών στη δικαιοδοσία του.

Οι αυθαιρεσίες των Μητροπολιτών και Επισκόπων επί των Μονών συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του θεσμού των «αυτοδέσποτων» Μονών.

Κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων πολλές Μονές, και αυτές του Όρους των Κελλίων στις Ν.Α. υπώρειες του Κισσάβου, διοικούνταν αυτοτελώς από κάθε άποψη.

Δεν υπόκειντο δηλαδή πνευματικά ή διοικητικά στον επιχώριο Επίσκοπο ή στον Πατριάρχη, δεν μνημόνευαν στις ιερές ακολουθίες το όνομα τους, και αντ’ αυτού, μνημόνευαν, «πάσα επισκοπή ορθοδόξων».

Η αυτονομία – ανεξαρτησία από εκκλησιαστική, πολιτική ή κοσμική αρχή, καθώς και η εξαίρεση καταβολής φόρων προς το δημόσιο, ήταν τα γνωρίσματα του θεσμού των «Αυτοδέσποτων Μονών».

Επειδή όμως σύμφωνα με τον κανόνα 15 της εν Κων/λει  Πρωτοδευτέρας Συνόδου η άρνηση μνημόνευσης του ονόματος του Πατριάρχου, επισείει την ποινή της έκπτωσης από το ιερατικό αξίωμα, ο Αλέξιος Στουδίτης (1025-1043) ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, θέλοντας να θέσει τέλος στις αυθαιρεσίες των Μονών, όρισε κανόνες υπακοής και οι μοναχοί – ηγούμενοι, επανήλθαν προσωρινά στην κανονική τάξη.

Την περίοδο της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1981-1118) είχαν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό οι «σχίσμα ποιούντες», λόγω του ότι πλέον αυξήθηκαν οι ιδιώτες κτήτορες Ιερών Μονών, οι χαριστικάριοι και οι επίσκοποι που παραχωρούσαν δικαιοδοσίες και στον ίδιο τον αυτοκράτορα ο οποίος με το να παραχωρεί μοναστηριακές προσόδους σε συγγενείς και φίλους του, είχε το «δικαίωμα» να παρεμβαίνει ακόμα και σε εκλογή Ηγουμένου, να την επικυρώνει, ή ακόμα και να παραδίδει την ποιμαντική ράβδο στον νέο εκλεγέντα ηγούμενο.

Αφού λοιπόν ο Αλέξιος απαλλοτρίωσε μοναστηριακά κτήματα για τις ανάγκες του πολέμου κατά των Νορμανδών (1083) και δώρισε αρκετά σε όσους τον υποστήριξαν στους αγώνες του εναντίον των εχθρών της Αυτοκρατορίας, αποφάσισε να επέμβει λόγω διοικητικών προβλημάτων των νέων αυτοδέσποτων Μονών και εξέδωσε την προνομιακή Νεαρά 37 το 1096 μ.Χ.

Η «Νεαρά» παραχωρούσε πνευματικά δικαιώματα στον Οικουμενικό Πατριάρχη: δηλαδή, άσκηση πνευματικής εποπτείας επί των Μονών, και επισκοπικά δίκαια στον οικείο Επίσκοπο: δηλαδή, έγκριση ή ανάκληση πράξεων, επιβολή επιτιμίων και χειροθεσία του Ηγουμένου. Με τον τρόπο αυτό επήλθε εν μέρει η κανονική τάξη της ένταξης των Μονών υπό τον οικείο Επίσκοπο και η σχετική αυτοδεσποτία περιοχών αποκομμένων από τα κέντρα διοίκησης, όπως Άγιον Όρος και το Όρος των Κελλίων παρά τους πρόποδας του Κισσάβου στον σημερινό Δήμο Αγιάς.

Μετά την περίοδο της βασιλείας του Αλεξίου στα τέλη του 12ου αιώνος (1190) οι Μονές αυτονομήθηκαν και παρέκκλιναν της κανονικής τάξεως, επειδή δεν κατέστη εφικτός ο περιορισμός του θεσμού των χαριστικαρίων, με όσα σκάνδαλα αυτός επέφερε στην εσωτερική αυτοδιοίκησή των.

Οι αυτοδέσποτες Μονές καθιερώθηκαν και η ίδρυση των επικυρωνόταν δια αυτοκρατορικών χρυσοβούλλων που τις απάλλασσαν «της βλαπτικής επήρειας» των αρχόντων.

Επομένως, τα μέτρα συνέβαλλαν στην ανακαίνιση του μοναχικού βίου (Νεαρά 37 του Αλεξίου) εκ της πνευματικής παρακμής – κατάπτωσης του μοναχισμού, «εξαχρειώσεως του μοναχισμού και των εκκλησιαστικών θεσμών», την οποία έπρεπε να διορθώσουν ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης, αλλά, μάλλον δεν απέδωσαν πλήρως διότι στη Νεαρά 41 (1107) του Αλεξίου Κομνηνού γίνεται λόγος περί «κινδύνου της εκκλησιαστικής καταστάσεως» λόγω αδιεξόδου εφαρμογής των μέτρων.

Μετά το πρώτο Τυπικό του Άθω που καταρτίσθηκε το έτος 972 (εκ παραδόσεως) μερίμνη του Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, το οποίο συμπλήρωσε με αίτημα των Αθωνιτών μοναχών το Τυπικό του Κωνσταντίνου Μονομάχου (1046) ιδιαίτερη μέριμνα για το Άγιον Όρος έδειξε ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός:

α) Κατοχύρωσε καθεστώς εσωτερικής αυτοδιοίκησης των Μονών, ως πολιτική προστασίας των προκατόχων του.

β) Νομοθέτησε πράξεις αφιερωμένες στην εγγύηση ανεξαρτησίας του Αγίου Όρους το οποίο προσωπικά επιθυμούσε να καταστήσει πρωτότυπη μοναστική πολιτεία.

γ) Εθέσπισε, «είναι το Άγιον Όρος ελεύθερον και μηδεμίαν φορολογίαν ή επήρειάν τινα έχει τους μοναχούς έως της συντελείας του αιώνος …».

δ) Απομάκρυνε νομοθετικά τους πολιτικούς από κάθε ανάμειξη στα διοικητικά. «Μηδεμίαν κοινωνίαν εχέτωσαν οι πολιτικοί άρχοντες εν τω αγίω όρει».

ε)  Εξέδωσε Νόμο με το χαρακτηρισμό «Λύσις». 

1) «Αλλ’ ούδε επίσκοπον … θεσπίζομεν εις το Άγιον Όρος … διά το μη δεσμεύειν τας εκκλησίας και εντολάς διδόναι …».

2) «Αναγκαίον εστίν, ίνα η ελευθερία του όρους φυλαχθή και μηδέποτε υπό ενορίαν μητροπολίτου ή επισκόπου γένηται …». («Λύσις» = γνωστοποίησις της αυτοκρατορικής θελήσεως …).

στ) Εξέδωσε «Πιττάκιον Βασιλικόν»: «Πατέρες άγιοι, οι το άγιον όρος κατοικούντες, οίδατε ότι καθάπερ η Κωνσταντινούπολις και Βασίλισσα των πόλεων επάνω πασών των πόλεων εστι, ούτως το βασιλικώτατον και θείον όρος εις τα της οικουμένης όρη», (Meyer, Haupturkunden, 174) , διά του οποίου καταδεικνύεται το όραμα του Αυτοκράτορα ως δήλωση ενός μακρόπνοου σχεδίου για τη διαμόρφωση του Αγίου Όρους σε πρότυπη μοναχική πολιτεία ή όπως ανέφερε ο Langlois (Geographie σ. 7), ότι ο Αλέξιος ήθελε να καταστήσει τη μοναχική πολιτεία του Άθω σε κέντρο της Ορθοδοξίας και έδρα της ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής της Αυτοκρατορίας. 

Ούτω πως, δια του Αλεξίου Κομνηνού κατοχυρώνεται η εσωτερική αυτοδιοίκηση των Μονών του Άθω, (1081-1118) με προνόμια «εκ των ου προσηκόντων» (λόγος Χρυσόβουλλος του Ανδρονίκου 1312).

Η παρέκκλιση από τα ιεροκανονικά κριτήρια του μοναχισμού διά της «εποπτείας» υπό του Αυτοκράτορα Αλεξίου (Νεαρά 37)  επανήλθε τον Νοέμβριο του 1312 με Πατριαρχικό Σιγίλλιο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνος (1311-1314) ο οποίος επενέβη διακριτικά στο καθεστώς αυτοδιοίκησης των Αγιορείτικων Μονών και έθεσε το Όρος υπό Πατριαρχική κανονική αναφορά και πνευματική «ηγεμονία» διά του «Πρώτου» και της μνημονεύσεως του ονόματός του στα σταυροπήγια.

Τα ανωτέρω επεκύρωσε ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) με τον «Χρυσόβουλλο λόγο» του, το ίδιο έτος (1312).

Είναι φανερό ότι ενώ επί της εποχής Βασιλείου Α΄ (867-886), Λέοντος Στ΄ (886-912), Ρωμανού Α΄ (919-944), Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963-969), Ιωάννου Τσιμισκή (972), Κωνσταντίνου Μονομάχου (1046) των Αυτοκρατόρων, το Άγιο Όρος έτυχε «Αυτοκρατορικής Προστασίας» δια «Τυπικών» διατάξεων των ετών 972 και 1046, η βασιλική προστασία από «πάσης επεμβάσεως» σήμαινε και Βασιλική εξουσία επί του Αγίου Όρους (διοικητική εποπτεία) η οποία είχε καταστεί κοινή συνείδηση στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.

Συνοπτικά:  Η αυτοκρατορική αυτονομία – ασυδοσία του Αγίου Όρους 427 ετών (885 Βασιλείου Α΄ -1312 Νήφων Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως) μετετράπη από «θεοσυνέργητος» πολιτεία υπό στρατηγών και Βασιλικών ανθρώπων εξασφαλιζόμενη, εις Εκκλησία υπό «δεσπότην» λαμβάνουσα χάρη και πατριαρχικήν σφραγίδα. Ακολούθησε η Σερβοκρατία (1331-1355) και Χρυσόβουλλο του Δουσάν (1345) με προνόμια φορολογικά.

Το 1368 ο Πατριάρχης Φιλόθεος Α΄ επαναφέρει την κανονική τάξη, υπό επισκοπική κυριαρχία. Ωστόσο, υπό Πατριάρχου Αντωνίου Δ΄ το 1392 καταργούνται τα ισχύοντα επισκοπικά δίκαια στην Αθωνική πολιτεία, τα οποία επικυρώνει το 1394 ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος.

Η κανονική τάξη επανέρχεται το 1573 όταν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σιλβέστρος με την άδεια του Πατριάρχου Ιερεμία Β΄ (Κωνσταντινουπόλεως) συγκαλεί Σύναξη των Αγιορειτών Ηγουμένων στο Άγιο Όρος, οι οποίοι συναποφασίζουν και επικυρώνουν με σιγίλλιο το «Νέο Τυπικό» που επικύρωσε το 1574 ο Ιερεμίας και διά του οποίου ρύθμισε το κοινοβιακό καθεστώς της αυτοδιοίκησης.

Β 3.- Τα Σταυροπήγια Μοναστήρια της Αγιάς.

1. Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών. 

Η Ιερά Βασιλική – Πατριαρχική Μονή του Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών υπήρξε ως βυζαντινό καθίδρυμα από τα τέλη του 12ου αι. (+-1185) και άκμασε στους υστεροβυζαντινούς χρόνους (1318-1362) επί των ορίων της Μητρόπολης Λαρίσης. Είναι γνωστή από τη Συνοδική διάγνωση του Πατριάρχη Ιωάννη ΙΓ΄, η οποία εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1318, καθώς και από το εγκώμιο του μητροπολίτη Λαρίσης Αντωνίου προς τον προκάτοχό του, άγιο Κυπριανό. Ο εγκωμιαστικός λόγος του Λαρίσης εξεφωνήθη στα Τρίκαλα το 1362, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα του μητροπολίτου Λαρίσης, μετά το 1318. Η Μονή των Μαρμαριανών ή Μαρμαριάνων εσεμνύνετο στο όνομα του Αγίου Δημητρίου, όπως γίνεται φανερό από το έγγραφο του 1318, στο οποίο  αναφέρεται θαυμαστή επέμβαση του προστάτη της Μονής Αγίου Δημητρίου, διά να βρεθεί το χαμένο αρχείο της Μονής. Το θαυμαστό γεγονός θορύβησε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, «πρός συναίσθησιν ἀγαγόντος (…)», ο οποίος είχε αποσπάσει τη Μονή από το Πατριαρχείο στο οποίο ανήκε. Στο εγκώμιο, επίσης, γίνεται λόγος για την τιμή του προστάτη της Μονής Αγίου Δημητρίου, «ἐν ἡ τιμᾶται ὁ θεῖος καί μεγάλαθλος τοῦ Κυρίου μάρτυς Δημήτριος». Η Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου στη Συνοδική διάγνωση (1318) φέρεται ως «Μαρμαριάνων», προσωνύμιο σε δημώδη έκφραση, «ὀνομάζεσθαι τήν τοιαύτην τῶν Μαρμαριάνων μονήν (…)» και στο εγκώμιο, «παρά γάρ τήν ἱεράν τῶν Μαρμαριανῶν φοιτᾶ (…)» ως λόγιος τύπος του ιδίου προσωνυμίου. Οι μοναχοί της εν λόγω Μονής καλούνταν όπως συνηθίζεται, Μαρμαριανίτες και όπως, ήδη, αναφέραμε, η Ιερά Μονή υπήρξε βασιλική και Πατριαρχική, «Βασιλικήν οὖσα ἅμα καί Πατριαρχικήν».

Ο άγιος Κυπριανός Λαρίσης ήταν γόνος ιερατικής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας στη Λάρισα και μετά το θάνατό του, ο Κυπριανός εκάρη μοναχός στη Μονή των Μαρμαριανών και αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας. Έχοντας επιθυμία να γνωρίσει τον αθωνίτικο μοναχισμό, έφυγε με δύο ακόμη μοναχούς για το Άγιον Όρος. Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλία ανέλαβε ως ηγούμενος τη διοίκηση της Μονής του Αγίου Νικολάου, πλησίον των εκβολών του Πηνειού, η οποία ήταν μετόχι της Μονής των Μαρμαριανών. Μετά από χρόνου διάστημα, όταν «κοιμήθηκε» ο ηγούμενος της Μονής Μαρμαριανών (ἐκ πολυχρονίου ἀρρωστίας), τον διαδέχθηκε ο Κυπριανός. Παρέμεινε ως ηγούμενος αρκετά χρόνια έως το 1318, οπότε προκρίθηκε να πληρώσει το θρόνο της χηρεύουσας θέσης του μητροπολίτη Λαρίσης.

Η Μονή Μαρμαριανών ήταν το μεγαλύτερο μοναστήρι της Μητρόπολης Λαρίσης. Πλούσιο σε περιουσία και σε πνευματικότητα. Είχε αρκετούς μοναχούς, υποστατικά, μετόχια και καλή οργάνωση.  Η επιρροή του στα εκκληκλησιαστικά θέματα των επισκοπών (Χαρμένων), και στα μοναστικά ζητήματα του Όρους των Κελλίων ήταν δεδομένη, εύλογη και επιβαλλόμενη. Ο βιογράφος του αγίου Κυπριανού, Αντώνιος, σαφέστατα επεκτείνει την υπεροχή της πατριαρχικής μονής στη πνευματική ακτινοβολία των χαρισματούχων μοναστών, «τόν ἀφανῆ πλοῦτον, τήν πνευματικήν, δηλαδή, πολιτείαν» των εγκαταβιούντων σ’ αυτήν μοναχών.

Όπως οι πηγές μαρτυρούν, η παρουσία του αγίου Κυπριανού, ο οποίος είναι το μόνο γνωστό πρόσωπο της μονής, εντοπίζεται προς τα τέλη του 13ου αι. με αρχές του 14ου αι. Ήταν εκ προγόνων σημαντικός και πνευματικός άνδρας ώστε η απουσία του, στο Άγιο Όρος, να θεωρηθεί απώλεια, «οἶον ἐν χερσίν ἔχοντες ἀπώλεσαν θησαυρόν». Και ενώ μετακαλείται, «οὐκ ἦν ἀπειθῆς», τίθεται επί την λυχνίαν και ποδηγετεί «τήν Μητρόπολιν τῆς δευτέρας Θετταλίας καί πάσης Ἑλλάδος». Η θέση, μάλιστα, του ηγουμένου της πατριαρχικής μονής και το όνομα ίσως του Κυπριανού εμπνέει την εμπιστοσύνη στην τοπική άρχουσα τάξη, ώστε λίγο πριν εκλεγεί μητροπολίτης, ο Κυπριανός αναλαμβάνει την κηδεμονία, του υιού τού αποθανόντος τοπάρχη της Θεσσαλίας Ιωάννη Β΄ Αγγέλου. 

Ο μητροπολίτης Λαρίσης Κυπριανός (πρώην ηγούμενος της Μονής Μαρμαριανών) μόλις εξελέγη, γύρω στο 1318, αντιμετώπισε την άρνηση των πιστών να τον δεχθούν ως ποιμένα τους. Ο λόγος ήταν ότι, προβαλλόταν ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης, το οποίο δεν ενέκρινε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Κυπριανός έλαβε την άδεια του Πατριαρχείου (Αύγουστος 1318) να εγκατασταθεί στην επισκοπή Χαρμένων, η οποία βρισκόταν κοντά στην Μονή Μαρμαριανών, «πλησιοχωρούντα τῆς Χαρμαίνης ἐπίσκοπον». Η επισκοπή αναφέρεται στα τακτικά από το 10ο έως τον 14ο αι. και ένα εκδοτήριο γράμμα, του 1277, την τοποθετεί στις υπώρειες της Όσσας «τῷ εἰς τήν Χάρμαιναν διακειμένω ὑπό τούς πρόποδας τοῦ Κισσάβου».

Από τη θέση αυτή ο Κυπριανός εξεδήλωσε την πρόθεση να ελέγχει τη Μονή των Μαρμαριανών, εισχωρώντας στην πνευματική και οικονομική κυρίως διοίκηση. Οι μοναχοί αντέδρασαν στο καθεστώς, κατά το οποίο με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, η Μονή υπαγόταν στη Μητρόπολη Λαρίσης. Κατέφυγαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο με συνοδική απόφαση (Οκτώβριος 1318) ανέλαβε τον έλεγχο της μονής, κατά το παλαιό δικαίωμα, «Βασιλικήν οὖσαν ἅμα καί Πατριαρχικήν». Το υπόμνημα – διάγνωση του Οικουμενικού πατριάρχου Ιωάννη ΙΓ΄ του Γλυκέως – (Οκτ. 1318), εξεδίκασε τη διαμάχη μεταξύ της Μονής Μαρμαριανών και της Μητρόπολης Λαρίσης. Θέμα του συνοδικού σημειώματος η εξακρίβωση της σταυροπηγιακής ιδιότητας και υπαγωγή της μονής στο Πατριαρχείο.

Ενώ, λοιπόν, ο Κυπριανός είχε νομοκανονική κάλυψη και διά μέσου της μονής θα στηριζόταν ως μητροπολίτης στην αείποτε στασιάζουσα Λάρισα, ο διχασμός ως πολιτικό συμφέρον μεταξύ Πατριαρχείου και τοπικής κοινωνίας του προσέθεσε ταλαιπωρίες, μέχρι του σημείου να εγκατασταθεί  στα Τρίκα-λα, όπου η θέση του επισκόπου ήταν κενή,  ποιμαίνοντας  ως  μητροπολίτης  δευτέρας  Θεσσαλίας τη Μητρόπολή του, εξ αποστάσεως.  Η Μονή των Μαρ-μαριανών ίσως να υπήρξε κοντά στο χωριό Μαρμάριανη της Αγιάς, που βρίσκεται στις δυτικές υπώρειες της Όσσας, σε απόσταση 17 χλμ. από τη Λάρισα. Από τη Μαρμάριανη απέχουν 7 χλμ. τα λατομεία της Χασάμπαλης, του γνωστού Πράσινου Λίθου (verde antico), τα οποία λειτουργούσαν από το 2ο αι. – 3ο αι. έως και 11ο αι. προμηθεύοντας Ατράκιο μάρμαρο στην Αγία Σοφία, τα ανάκτορα και τις αυτοκρατορικές σαρκοφάγους της Κωνσταντι-νούπολης. Ίσως, το μοναστήρι και το χωριό να οφείλουν το όνομά τους στο λατομείο και στους μαρμαροτεχνίτες «Μαρμάριοι», «Μαρμάρια» με την κατάληξη  –άνος ή τη λατινογενή –ιανη.

Η περιοχή της Μαρμάριανης, άλλωστε, βρίσκεται σε ένα στρατηγικό κόμβο. Ανάμεσα στην Όσσα (ανατολικά), στη λίμνη Κάρλα (νότια), στο όρος Μόψιον όπου υπήρχαν τα λατομεία (βόρεια), και στην πεδιάδα (δυτικά). Από την περιοχή περνούσε η στρατιωτική οδός (Ελληνιστική εποχή) Λάρισας – Μελίβοιας, και στα βυζαντινά χρόνια ο δημόσιος δρόμος Τεμπών – Συκουρίου – Αγίου Νικολάου Φονιά – Καστρίου, με κατάληξη τη Δημητριάδα. Μία ορεινή οδός των μυκηναϊκών χρόνων συνέδεε τη Μαρμάριανη με τη Σπηλιά. Σημαντικό για την ιστορικότητα της Μαρμάριανης είναι το γεγονός ότι στα δυτικά του χωριού (Μέγας Λάκκος) διατηρείται προϊστορικός οικισμός, έχουν εντοπισθεί στρώματα από τη νεότερη νεολιθική εποχή, την πρώιμη χαλκοκρατία και τη μυκηναϊκή περίοδο. Ο ρωμαϊκός οικισμός διατηρείται σε μεγάλη έκταση προς τα δυτικά του χωριού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποκαλύφθηκε το θεμέλιο ενός βυζαντινού μνημείου (ρέμα του Λάκκου), ένα χιλιόμετρο δυτικά του χωριού, στη θέση Μύλος του Μπέη. Πρόκειται για μέρος ενός βυζαντινού ναού με τοιχογραφίες ανεικονικού διάκοσμου, αδημοσίευτες. Στο χώρο αυτό διακρίνονται ίχνη πλακόστρωτου δρόμου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το χωριό είχε το όνομα «Ντεϊρμέν-ντερέ», (κοιλάδα των Μύλων), κατοικούμενο από Τούρκους αποκλειστικά και διατηρώντας το ελληνικό όνομα Μαρμάρι (1569/70). Το 1880 είχε 80 κατοίκους και το 1881 στην πρώτη απογραφή 120.

Μετόχι της Μονής Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών, φέρεται η γνωστή από τις πηγές οχυρωμένη Μονή του Αγίου Νικολάου (14ος αι.) η οποία πρέπει να τοποθετηθεί στην περιοχή των εκβολών του Πηνειού, κοντά στο Στόμιο.

2. Ιερά Μονή Ιωάννου του Θεολόγου – Βελίκας. 

Το σωζόμενο κτιριακό συγκρότημα της μονής αποτελείται από το κεντρικό ναό «Καθολικό» και το Περίβολο. Αρχιτεκτονικά, το καθολικό της μονής, περιγράφεται ως εξής:  Ο ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος, φέρει στα δυτικά νάρθηκα και απολήγει στα ανατολικά σε τρεις ημικυκλικές εσωτερικά και πολυγωνικές εξωτερικά αψίδες. Στα πλάγια διαμερίσματα του κυρίως ναού και του νάρθηκα φέρει ρηχούς θόλους – ασπίδες, ενώ η πρόθεση και το διακονικό καλύπτονται με τρουλίσκους. Στο εξωτερικό, το μνημείο αλλάζει μορφή διότι οι στέγες δεν παρακολουθούν την εσωτερική διάρθρωση της ανωδομής, αλλά η κάλυψη γίνεται με μεγάλες αμφικλινείς και διασταυρού-μενες στέγες, επάνω από τις οποίες υψώνονται οι τρεις τρούλοι. Η τοιχοδομία είναι από αργολιθοδομή, εκτός από τους τρούλους και τις αψίδες, όπου χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι και πλίνθοι.

Σε θωράκιο, το οποίο ευρίσκεται εντοιχισμένο πάνω από την είσοδο του ναού υπάρχει ένας ανάγλυφος διπλός σταυρός, σε βαθμιδωτή βάση, που πλαισιώνεται από κληματίδα με σταφύλια. Σε τέσσερα μετάλλια, στις κεραίες του σταυρού, αναγράφεται το ΙΣ-ΧΡ, ΝΙ-ΚΑ ενώ στο άνω τμήμα του πλαισίου υπάρχει η επιγραφή: «Στ(αυ)ρωπήγιων του Οικουμενικού Πατρι(ά)ρχου», η οποία επαναλαμβάνεται με νεότερους χαρακτήρες και στο κάτω τμήμα του θωρακίου. Στοιχείο δηλωτικό της εξάρτησης της μονής κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Έχοντας ως βάση μια επιγραφή που βρέθηκε στη θέση «Παλιάτες» και «Λιρούτσες», όπου το τοπωνύμιο «Παλαιοθεολόγος», υποθέτουμε ότι στη θέση παλαιότερης μονής υψώθηκε, το έτος 1571, μοναστήρι, όταν επίσκοπος Δημητριάδος ήταν ο Ιωσήφ.

Το πλήθος των χάλκινων και χρυσών, κυρίως σκυφωτών νομισμάτων, τα λεγόμενα υπέρπυρα της εποχής του Αλεξίου του Κομνηνού (11ος αι.) των Παλαιολόγων και τα μεσοβυζαντινά όστρακα-θραύσματα αγγείων, μαρτυρούν το πλούτο του μοναστηριού που καταστράφηκε στα δύσκολα χρόνια της Θεσσαλικής ιστορίας 14ος – 15ος αι..  Στη θέση «Παλιοθεολόγος», στα ερείπια βυζαντινής μονής ανοικοδομείται το 1571, η Μονή Ιωάννη του Θεολό-γου, η οποία, στα μέσα του 18ου αιώνα, μετακινήθηκε στη θέση που σήμερα ευρίσκεται απέναντι του Κάστρου της Βελίκας. Οι λόγοι μεταφοράς ήταν πιθανότατα, η έλλειψη νερού ή οι καθιζήσεις του εδάφους. Ακόμα, η εγγύτητα στη παραλιακή οδό για θαλάσσιες μεταφορές σε εποχή ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του εμπορίου. 

Με κριτήριο τη βυζαντινή μονή (προ του 1571), βασικό στοιχείο της παρουσίας των νομισμάτων της περιόδου του 11ου αι. καθώς και του βυζαντινού θωρακίου, στο δυτικό τμήμα της σημερινής μονής, αλλά και λόγω του μεγέθους της κτηματικής περιουσίας της, υποθέτουμε ότι μάλλον ήταν κτίσμα του Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού, σε σχέση βεβαίως, με τη διέλευση του αυτοκράτορα από τη περιοχή του Όρους των Κελλίων όπως καταγράφεται από την Άννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα» και τη θέλησή του να οργανώσει, διά του οσίου Χριστοδούλου, το κοινοβιακό σύστημα ζωής στους ελεύθερους κελλιώτες και ασκητές του βουνού των Κελλίων. Εάν, δηλαδή, οι Κελλιώτες μοναχοί δέχθηκαν, εκ των υστέρων το «Κανόνα» του Οσίου Χριστοδούλου (εσωτερικό κανονισμό), ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι. η κεντρική Μονή «το Κυριακό», όπως δηλώνει το ενσωματωμένο σήμερα στο νέο κτίσμα του 1851 θωράκιο, και αναγορεύθηκε σε Σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η εν λόγω μονή καταστράφηκε με την παρουσία, αργότερα στη περιοχή των Καταλανών και των Αλβανών, (1204-1370). Στο συντηρημένο σήμερα μοναστήρι, υπάρχουν μερικές αξιόλογες επιγραφές. Στη δυτική όψη του ανατολικού τμήματος, στο νεοκατασκευασμένο μέρος του περιβόλου του ναού και δεξιά της εισόδου, υπάρχει μία εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα. Αυτή είναι χαραγμένη και στις δύο όψεις της. Την πίσω μπορούμε να τη δούμε από το εσωτερικό του περιβόλου. Τα κεφαλαία γράμματα δεν είναι βαθιά χαραγμένα ή υπέστησαν φθορές και γι’ αυτό διαβάζονται δύσκολα. 

Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής: 

ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ           Αν βασιστούμε στη χρονολογία που αναγράφει το έτος 1776

ΚΟΠΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΙΕΡΟ                και το όνομα του Ιερομονάχου

Ιεροθέου, το σωζόμενο κτίριο

ΜΟΝΑΧΟΥ 1776                    διαδέχθηκε παλαιότερο κτίσμα, των μέσων του 18ου αιώνος. 

ΜΗΝΙ ΔΙΚΕΜΡΙΟΣ  λ

Κώστας………………..

Στην μπροστινή όψη, γύρω από έναν ανάγλυφο σταυρό με τα σύμβολα IC XC, διαβάζουμε:

Δ[ΙΑ] ΣΙΝΔΡΟΜΙC                                                    ΚΑΙ ΚωΠΟΥ CEPA

ΦΜ ΙΕΡΟΜΩ                   IC                       XC            ΝΑΧΟΥ Ω ΠΑΤΗΡ

ΜΟΥ ΓΕΩΡΓΗΟC                                                 Η ΜΗΤΗΡ ΜΟΥ ΦΑΝΗ

ΑΠΟ ΧΟΡΙΟΝ                                                     ΑΘΑΝΑΤΟΥ Ι ΚΤΙCTIC

ΤΗC MONHC                    18                       51            ZOYΠΑΝΟΤΙC

MHCTOY TOYTΩ                                                          ΜΑΡΤΙΟΥ 2

ΑΞΟΜΗCTOC TOY

Η δεύτερη επιγραφή μάς πληροφορεί ότι η Μονή του Θεολόγου της Βελίκας, η οποία καταστράφηκε από πυρκαγιά το έτος 1848, ανοικοδομήθηκε με έξοδα του ιερομονάχου Σεραφείμ και των γονιών του Γεωργίου και Φανής, που ήταν Αθανατιώτες, στις 2 Μαρτίου 1851, από μαστόρους Ζουπανιώτες (Πεντάλοφος της Κοζάνης). Μέσα στο ιερό του ναού, στα  δεξιά της πρόθεσης υπάρχει μία τοιχογραφημένη μικρογράμματη επιγραφή, που ως συνέχεια της δεύτερης αναφέρει ότι οι εργασίες περατώθηκαν τον Ιούλιο του 1857, οπότε και εγκαινιάστηκε ο ναός. Η αγιογράφηση ανατέθηκε από τον ηγούμενο Σεραφείμ στο σαμαριναίο ζωγράφο – ιερέα Γεώργιο και περατώθηκε το Μάιο του έτους 1860, «ἱστορήθη ὁ παρών θεῖος καί ἱερός ναός τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου δηᾶ σηνδρομῆς τοῦ πανοσηοτάτου κυρίου σεραφήμ καί ἡγουμένου τῆς μονῆς ταυτις. ἱερατεύοτες τούς πανσηοτάτου Κυρίους ἠοακίμ ἱερομονάχου ἐν ἔτει 1860 Μαΐου 13 ἐγγινηάστικεν ὁ θεῖος ναός Ἰουλίου 12 ἐπή ἔτους 1857 χει Γ.ω.γ.ου, ἱερέως  σ.μ.ρ.ν.ου»

Το μοναστήρι υφίστατο ανακαινισμένο από τον Ιερομ. Ιερόθεο το 1776. Μετά ταύτα ο οικονόμος της παπα-Θεόκλητος, από τη Μελίβοια (1871-1884),διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία από μετόχια της μονής στη Κασσάν-

δρα Χαλκιδικής (χωριό Άγιος Ιωάννης) και στη σκήτη της Αγιάς – Θεολογίτικο μετόχι. Αποδεδειγμένα, το 1874 o ηγούμενος Ιωακείμ προσπαθεί να επιβεβαιώσει νομικά τα όρια της κτηματικής περιουσίας της μονής, λόγω του ότι ο «συνορλαμάς» (κτηματολόγιο) είχε καταστραφεί στην πυρκαγιά του 1848. Μετά το 1874 και για είκοσι χρόνια, τα κτήματα της μονής ενοι-κιάσθηκαν στον Ευγένιο και στη Στεφανία Φάβρ, οι οποίοι δολίως προσπά-θησαν να ιδιοποιηθούν τη μοναστηριακή περιουσία.

Από το 1888 και μετά τα μοναστήρια της Αγιάς γνωρίζουν παρακμή. Η Μητρόπολη εγκαθιστούσε ως ηγούμενο και οικονόμο στη μονή έναν από τους εγγάμους ιερείς (εφημέριο Μελίβοιας). Το 1895 δικαιώθηκαν οι δικαστικές διεκδικήσεις της μονής και η κτηματική περιουσία της περιήλθε στη διαχεί-ριση της Οικονομικής Εφορίας Αγιάς. Οι δασικές της εκτάσεις παραχωρήθηκαν στη Κοινότητα. Αργότερα, το 1920, επικαρπωτής των εσόδων της μονής είναι η Ελληνική Αεράμυνα. Έκτοτε οι καταπατήσεις, οι παράνομες εκχερσώσεις και τελικά η εξαγορά με μικρό τίμημα στους αυθαιρέτως κατέχοντας τα υποστατικά της μονής κατέστησαν τον «παππού τον Θεολόγο»  κατ’  ανάγκην ακτήμονα. 

3. Ιερά Μονή της Παναγίας – Αγίου Δημητρίου – Στομίου.

Η αφιερωμένη αρχικά στην Παναγία και αργότερα στον Άγιο Δημήτριο Μονή του Κονομειού / Οικονομείου, κοντά στο Στόμιο (Τσάγεζι) υπήρξε αναμφισβήτητα, για μακρότατο χρονικό διάστημα, έως τα μέσα του 15ου αι., οπότε άρχισε να παρακμάζει για να διαλυθεί λίγο αργότερα, ένα από τα σημαντικότερα ιερά καθιδρύματα του Όρους των Κελλίων (1492).

Το Καθολικό της μονής, το οποίο είχε χρονολογηθεί από τους παλαιότερους μελετητές του στην υστεροβυζαντινή περίοδο, αργότερα μελετήθηκε εκ νέου συστηματικά από το καθηγητή Χ. Μπούρα και τοποθετήθηκε στον 16ο αιώνα, και συγκεκριμένα στο έτος 1543, όπως αναφέρεται σε μία γνωστή παλαιά επιγραφή. Πρόσφατα αποκαλύφθηκαν τα λείψανα ενός παλαιότερου ναού, προφανώς, του αρχικού καθολικού του ιστορικού μοναστηριού. Από τη μελέτη των ευρημάτων προκύπτει ότι το αρχικό καθολικό της Μονής Στομίου ήταν ένας μεγάλων διαστάσεων ναός με σύγχρονο νάρθηκα, πλάτους 11,20 και μήκους περίπου 18 μέτρων. Ο ναός παρουσίαζε αρχικά αρκετά κανονική χάραξη. Ο κυρίως ναός ήταν σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, το εσωτερικό του οποίου ήταν πλήρως διαρθρωμένο με παραστάδες, σε αντιστοιχία με τα τόξα που έφεραν τη θολοδομία. Ο νάρθηκας είχε εσωτερικές διαστάσεις 3,90Χ8,80 μέτρα. Ο δυτικός τοίχος του ήταν διαρθρωμένος με δύο παραστάδες, οι οποίες, μαζί με δύο άλλες που θα υπήρχαν στον ανατολικό τοίχο, έφεραν τόξα. Τα τόξα αυτά διαιρούσαν το νάρθηκα σε τρία τμήματα και έφεραν τη θολοδομία που κάλυπτε το χώρο. Είναι πολύ πιθανόν ο νάρθηκας να ήταν διώροφος, οπότε ο ναός θα διέθετε Κατηχούμενα. Αν και οι ίδιοι οι εξωτερικοί τοίχοι του ναού δεν σώζονται, από το μεγάλο πάχος των θεμελίων τους προκύπτει ότι οι όψεις του κτηρίου ήταν κατά πάσα πιθανότητα διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα.

Κατά μήκος της δυτικής πλευράς του καθολικού υπήρχε ένας μεταγενέστερος, πιθανότατα, εξωνάρθηκας με καθαρό πλάτος 2,20 μέτρων. Το μικρό πάχος του θεμελίου του δυτικού του τοίχου (70 εκ.) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο εξωνάρθηκας αυτός ήταν μία ελαφριά, ξυλόστεγη, κατά πάσα πιθανότητα, κατασκευή, ίσως μία στοά. Αν και η κατάσταση των λειψάνων του δεν επιτρέπει μια ακριβή χρονολόγησή του, η οικοδόμηση του παλαιού καθολικού της Μονής του Στομίου πρέπει να τοποθετηθεί, με βεβαιότητα, στη μέση βυζαντινή περίοδο, στον 11ο ή 12ο αι., και να συνδεθεί με την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών, κάτι που μέχρι τώρα αναφερόταν μόνον στους θρύλους.

ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΛΛΙΩΝ

  1. Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας 1292-15
  2. Ι.Μ. Ταξιαρχών 1569-70
  3. Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων 1569
  4. Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων 1588
  5. Ι.Μ. Αγίας Τριάδος 1609-1630
  6. Ι.Μ. Σωτήρος Χριστού (Ξ’στος) 1620 
  7. Ι.Μ. Αναλήψεως 1864-66
  8. Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού Αγιάς 17ος αι. 
  9. Ι.Μ. Γενεσίου Ιωάννου Προδρόμου (Αϊ–Γιάννης) Αγιάς 1754
  10.  Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου Μεταξοχωρίου 1663
  11.  Ι.Μ. Αγίου Ευσταθίου Μεταξοχωρίου 18ος αι.
  12.  Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας Μεταξοχωρίου 18ος αι. 1750
  13.  Ι.Μ. Κοιμήσεως Παναγίας Μεγαλοβρύσου 13ος αι. 1639
  14.  Ι.Μ. Αγίου Αθανασίου Βαθυρέματος 18ος αι.
  15.  Ι.Μ. Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών 12ος αι. 1318
  16.  Ι.Μ. Προδρόμου Ανατολής +-1550
  17.  Ι.Μ. Παναγίας (Γενεσίου) «Καρπούζα» 1520
  18.  Ι.Μ. Καμπάνας (Κοιμήσεως) Ελάφου
  19.  Ι.Μ. Προδρόμου Αμυγδαλής 1749
  20.  Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Βουναίνης Αετολόφου 1800
  21.  Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων 12ος αιώνας
  22.  Ασκηταριό Αναλήψεως Αετολόφου 9ος – 12ος αιώνας
  23.  Ασκηταριό Αγίου Δαμιανού +- 1530 μ.Χ.
  24.  Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων – Στομίου 17ος αιώνας
  25.  Ι.Μ. Παναγία – Οικονομείον Αγίου Δημητρίου) (1492 / 1543)
  26.  Ασκηταριό Αγίας Παρασκευής Ομολίου
  27. Ι.Μ. «Παλαιομονάστηρο» Κόκκινου Νερού 13ος αι.
  28.  Ι.Μ. «Μονόπετρο» Β΄  13ος αι. Κουτσουπιάς
  29.  Ι.Μ. Λουτρός – Δερματά +-10ος αι. Βελίκας
  30.  Ι.Μ. Ιωάννου Θεολόγου 1571 – 1776 Βελίκας
  31.  Ι.Μ. Σωτήρος Σκήτης 1506-1570
  32.  Ι.Μ. Παναγίας Α΄ – Κοίμησις, Πολυδενδρίου 1568
  33.  Ι.Μ. Παναγίας Β΄ – Γεννέσιο, Πολυδενδρίου 1575

ΙΕΡΑΙ  ΜΟΝΑΙ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ

  1. Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας 1292-15
  2. Ι.Μ. Ταξιαρχών 1569-70
  3. Ι.Μ. Αγίων Αποστόλων 1569
  4. Ι.Μ. Αγίων Αναργύρων 1588
  5. Ι.Μ. Αγίας Τριάδος 1609-1630
  6. Ι.Μ. Σωτήρος Χριστού (Ξ’στος) 1620
  7. Ι.Μ. Αναλήψεως 1864-66
  8. Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού Αγιάς 17ος αι. 
  9. Ι.Μ. Γενεσίου Ιωάννου Προδρόμου (Αϊ–Γιάννης) Αγιάς 1754
  10. Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου Μεταξοχωρίου 1663
  11. Ι.Μ. Αγίου Ευσταθίου Μεταξοχωρίου 18ος αι.
  12. Ι.Μ. Εισοδίων της Παναγίας Μεταξοχωρίου 18ος αι. 1750
  13. Ι.Μ. Κοιμήσεως Παναγίας Μεγαλοβρύσου 13ος αι. 1639
  14. Ι.Μ. Αγίου Αθανασίου Βαθυρέματος 18ος αι.
  15. Ι.Μ. Καμπάνας (Κοιμήσεως) Ελάφου
  16. Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Βουναίνης Αετολόφου 1800

Γ. ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1453 – 1888)

Γ1.- Το εικονογραφικό εργαστήριο της Αγιάς.

Η αρχιτεκτονική και τοιχογραφική παράδοση, στη Θεσσαλία είναι ιδιαιτέρως ευνοημένη από αρχιτεκτονικά επιτεύγματα μεταβυζαντινών Εκκλη-σιών. Τα Καθολικά των Μετεώρων, το Δούσικο, η Μονή Πέτρας, η Μονή Φλα-μουρίου, ο Άγιος Παντελεήμονας Αγιάς είναι μνημεία εξαιρετικής αρχιτεκτονι-κής, με άριστο τοιχογραφικό διάκοσμο και όλα, σαφέστατα, επηρεασμένα από το Άγιον Όρος. «Τα κτίρια που έχτισαν οι Έλληνες κατά την Τουρκοκρατία ήταν αναγκαστικά μέτρια. Οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Χριστιανούς να από-λαμβάνουν τη χαρά της επίδειξης. Πολλά από αυτά τα μνημεία δεν διατηρή-θηκαν. Σε λίγες μόνο περιοχές της υπαίθρου επέζησαν άθικτα. Μία τέτοια περιοχή είναι και η Αγιά της Θεσσαλίας» .

Οι απόψεις για την αρχιτεκτονική των εκκλησιών της Τουρκοκρατίας διίστανται. «Οι αρμόδιοι επιστήμονες θεωρούν ότι κατά την Τουρκοκρατία,   α) Υπήρξε μεγάλος αριθμός μνημείων με υψηλή ποιότητα, αν και όχι πάντοτε. β) Υφίσταται συνέχεια της αρχιτεκτονικής από το Βυζάντιο έως το τέλος τουλάχιστον του 17ου αι. γ) Η αρχιτεκτονική των μνημείων διατήρησε την αυτοδυναμία της και δεν επηρεάσθηκε αισθητά από ξένα στοιχεία» .

Οι εκκλησίες της Αγιάς αξίζουν ιδιαίτερης μελέτης, επειδή η Αγιά, κατά το δέκατο όγδοο αιώνα ήταν μια σχετικά ευημερούσα περιοχή, που είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί καλούς αρχιτέκτονες και τεχνίτες και που, ευτυ-χώς, επηρεάστηκε πολύ λίγο από τις σύγχρονες επιρροές. Έτσι, οι εκκλησίες παρέμειναν βασικά άθικτες. Μπορούμε να μάθουμε από αυτές, πώς η βυζαντι-νή παράδοση διατηρήθηκε και προσαρμόσθηκε στις ανάγκες των καιρών, και πώς διατηρήθηκαν τα επίπεδα της τέχνης.

Οι ιστορικοί της τέχνης προβληματίζονται, ωστόσο, αν η εποχή της Τουρκοκρατίας είναι ή όχι μία μεγάλη εποχή αρχιτεκτονικής. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι σπουδαία περίοδος (Ορλάνδος – Kiel) και άλλοι πιστεύουν ότι διακρίνεται προσκόλληση στα μεσαιωνικά πρότυπα (Krautheimer) επανάληψη και πτώση της δημιουργικότητας. Είναι, βεβαίως, αλήθεια ότι κατά την Τουρκοκρατία κυριαρχεί πνεύμα απομόνωσης. Οι περισσότερες λ.χ. εκκλησίες της Αγιάς εμφανίζουν σχετική ομοιομορφία, ρυθμού και αρχιτεκτονικής. Επομένως, η τάση της μεταβυζαντινής τέχνης να προσβλέπει πάντοτε προς το παρελθόν, παρά προς το μέλλον, δικαιολογεί συντηρητισμό και δυσπιστία προς την ευρωπαϊκή εικαστική κουλτούρα.

Υπήρξαν περιπτώσεις όπου, αρχιτεκτονικές μορφές στην Αγιά χάθηκαν εντελώς και ανεπίτρεπτα, ύστερα από επεμβάσεις σε διάφορες εποχές (Παναγία Βαθυρέματος), αλλά στην υπό εξέταση εποχή βλέπουμε και μεγάλες προθέσεις με υψηλής ποιότητος αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα (Ι. Μ. Εισοδίων Θεοτόκου – Άγιος Παντελεήμονας – Αγιάς). Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια της Αγιάς δεν είναι, όπως και οι ειδικοί κατέγραψαν, θαυμάσιας καλλιτεχνι-κής σημασίας, είναι όμως οπωσδήποτε σημαντικά. Αντιπροσωπεύουν ένα ενδιαφέρον στάδιο στην ιστορία της ελληνικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.

Ενδιαφέρουσα κριτική μελέτη των Σ. Μαμαλούκου – Σ. Σδρόλια για την αρχιτεκτονική των Μονών και Εκκλησιών του Όρους των Κελλίων αναφέρει ότι, «Ορισμένα από τα καθολικά των μοναστηριών των «Κελλίων» ήταν κτήρια υψηλών προθέσεων, όπως εκείνα της Μονής του Στομίου και του Παλιομονάστηρου του Κόκκινου Νερού, ενώ άλλα ήταν μικρά και πιο ταπεινά κτίσματα, πάντως οι περισσότερες εκκλησίες ήταν μετρίων διαστάσεων». 

Από την άποψη της τυπολογίας, στη ναοδομία των «Κελλίων» διαπιστώ-νεται μεγάλη, σχετικά, ποικιλία. Οι περισσότεροι από τους σωζόμενους ναούς ανήκουν στον ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο των μονόχωρων δρομικών. 

Κατά την μορφολογία και την κατασκευή, οι βυζαντινοί ναοί των Κελλίων είναι σαφές ότι συνδέονται περισσότερο με την οικοδομική παράδοση της Μακεδονίας, πράγμα που, όπως έχει παρατηρηθεί, ισχύει σε μεγάλο βαθμό στη Θεσσαλία. Η εξέταση ναών, που για πρώτη φορά παρουσιάζονται στη μελέτη μας, όπως τα καθολικά των μονών στις θέσεις Λουτρός, Ακρωτήριο Δερματάς και Μονόπετρο Β΄, επιβεβαιώνουν σαφέστατα την παραπάνω άποψη. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε εκείνες του καθολικού του Παλιομο-νάστηρου του Κόκκινου Νερού και, ίσως, της Μονής του Στομίου, οι τοίχοι ήταν κτισμένοι από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής, δηλαδή κατά το σύνηθες στην αρχιτεκτονική της Σχολής της Κωνσταντινούπολης και των περιοχών της επιρροής της, «μικτό σύστημα» τοιχοποιίας, το γνωστό από τη Ρωμαϊκή εποχή ως «opus mixtum». Σε δύο, τουλάχιστον, περιπτώσεις, στο καθολικό του Παλιομονάστηρου και στο ναό της Παναγίας Βελίκας, έχει χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία οπτοπλινθοδομή, κατασκευασμένη κατά το σύστημα της αποκεκρυμμένης πλίνθου. 

Όλες οι Εκκλησίες της Αγιάς είναι πλούσια διακοσμημένες και έχουν τοιχογραφίες που κυμαίνονται, εξ απόψεως τεχνικής μεταξύ του 16ου και του 19ου αι. Εξαίρεση αποτελούν ο ναός της Παναγίας του Βαθυρέματος (10ου αι.), ο οποίος κοσμείται διά τριών επιστρώσεων τοιχογραφιών, και τα ασκηταριά των Αγίων Αναργύρων των οποίων οι τοιχογραφίες χρονολογούνται από τα μέσα του 12ου – αρχές του 13ου αι. και ελάχιστα του 15ου αι. Οι τοιχογραφίες των ναών, που μέχρι σήμερα διατηρούνται, μαρτυρούν την ανάπτυξη της Αγιάς κατά τον 18ο αι. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αγιογράφοι της εποχής, με εξαίρεση τους Χιοναδίτες, δεν υπογράφουν τα έργα τους. Για τον λόγο αυτό, δε διασώζονται ονόματα αγιογράφων, εκτός όσων, ανήκουν στο «εργαστήριο της Αγιάς». «Οι ζωγράφοι της Αγιάς, τηρώντας την ανωνυμία τους, τήρησαν την παράδοση του Βυζαντίου, φαινόμενο το οποίο δεν είναι συνηθισμένο στους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες της Τουρκοκρατίας».

Ο Sir Steven Runciman, στον πρόλογο έργου σχετικά με τη θεσσαλική Αγιά, γράφει: «Οἱ πλούσιες διακοσμήσεις τοῦ ἐσωτερικοῦ τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν εἶναι ἐνδεικτικές του πνεύματος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Κατά τά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, ἐνῶ ὁ λαός τῆς Ἑλλάδας καταναγκα-ζόταν σέ πολιτική καί πνευματική αἰχμαλωσία, παρέμεινε πνευματικά ἐλεύθερος. Ἡ ἀνάγκη τῶν Ἑλλήνων νά συμμετέχουν καί νά ἀνήκουν σέ κάτι, ἱκανοποιοῦνταν ἀπό τήν Ἐκκλησία, τόν μόνο βυζαντινό θεσμό πού ἐπιτρεπόταν νά ἐπιζήσει κατά τούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας».

Η Στ. Σδρόλια, αρχαιολόγος της 7ης Ε.Β.Α. Λαρίσης, σε ανέκδοτη μελέτη της, αναφέρει: «Οἱ  ζωγράφοι τῆς Ἁγιᾶς στά τέλη του  16ου καί στό πρῶτο μισό του  17ου αι., οἱ ὁποῖοι κινοῦνται καί στήν περιοχή τῆς Καρίτσας, μιμοῦνται ζωγράφους πού ἐξακολουθοῦν νά ἐφαρμόζουν τίς ἀρχές τῆς παλαιολόγειας ζωγραφικῆς, ἐμπλουτισμένες ἀπό τά ἐπιτεύγματα τῆς ἐποχῆς τους καί ἰδίως τῆς Κρητικῆς Σχολῆς, χωρίς ἔντονα ἀντικλασσικά χαρακτη-ριστικά πού χαρακτηρίζουν ἄλλα μακεδονικά ἐργαστήρια».

Ο ζωγράφος Θεόδωρος ιερέας από την Αγιά, ο οποίος εργάσθηκε στην Καρίτσα (Ι. Μονή Στομίου 1758), Αγιά (1749) και Καρδίτσα (1754) εντάσσεται στο λεγόμενο  «Ἐργαστήριο τῆς Ἁγιᾶς», το οποίο από τη δεκαετία του 1740 και εξής, οδήγησε την τέχνη σε νέους δρόμους».

 Η ανανέωση της ζωγραφικής που θα επιχειρήσει, από την 4η δεκαετία του 18ου αιώνα, ο ζωγράφος Θεόδωρος, δεν παρουσιάζει την ξηρότητα άλλων διάκοσμων της εποχής αυτής, όπως αυτών της Ι. Μ. Παντελεήμονος Αγιάς 1721.

Σε διδακτορική διατριβή του κ. Ιωάννη Κ. Τσιουρή με θέμα: Ο τοιχο-γραφικός διάκοσμος του Καθολικού της Μονής Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας (1758) και η εντοίχια θρησκευτική ζωγραφική του 18ου αι. στην περιοχή των Αγράφων, περιλαμβάνεται κεφάλαιο, με αντικείμενο μελέτης το ζωγράφο Θεόδωρο Ιερέα και τα εντοίχια έργα που αποδίδονται σ’ αυτόν και το κύκλο του. Ο ερευνητής τοποθετεί το Θεόδωρο ως μέλος ενός τοπικού εργαστηρίου ζωγραφικής το οποίο ονομάζει «Ἐργαστήριο τῆς Ἁγιᾶς». Η περίοδος παραγω-γής του εργαστηρίου καλύπτει επτά δεκαετίες, μέσα στην οποία εργάζονται αρκετοί αγιογράφοι, εκ των οποίων γνωρίζουμε τα ονόματα μόνο τεσσάρων: Θεόδωρος ή Θεοδόσιος από την Αγιά, Ι. Ν. Κοίμησης Θεοτόκου της Αστρίτσας των Σοφάδων, 1734. Θεόδωρος Ιερέας Αγιώτης, Ι. Μ. Αγίων Αποστόλων Αγιάς, 1756 και τμήμα του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Αγιάς, 1749, / ; Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Λεύκης των Σοφάδων / Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας ;1762,  / Ι. Μ. Παναγίας (Αγίου Δημητρίου) Στομίου 1758, και Ι. Ν. Αγίου Αθανασίου 1763, Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής Κουκουράβας 1740, και Ι. Μ. Σπηλιάς, 1737.    Κωνσταντίνος και ανώνυμος εκ Σελίτσανης Ι. Μ. Εισοδίων της Θεοτόκου Μεταξοχωρίου. Παρ(θένιος) και οι μαθητές του υπογράφουν σε μία φορητή εικόνα της Αγίας Τριάδος 1734 εκ του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Αγιάς.

Οι Ναοί που τοιχογραφήθηκαν από τους εκπροσώπους του εργαστηρίου Αγιάς είναι: 1. Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Αστρίτσας 1734, Ι.Μ. Σπηλιάς Αγράφων 1736, Ι Μ. Αγ. Αθανασίου Δροσάτου Αγράφων 1737, Ι. Ν. Ζωοδό-χου Πηγής Κουκουράβας 1740, 2. Παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου της Ιεράς Μονής Αγίου Αθανασίου Τσαριτσάνης Ελασσόνας 1746, 3. Ιερός Ναός Αγίου   Γεωργίου  Αγιάς 1749, 4. Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης 1749/50, 5. Ιερά Μονή Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Αγιάς 1756, 6. Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Λεύκης Καρδίτσας 1754, 7. Ιερά Μονή Παναγία Αγίου Δημητρίου Οικονομείου 1758, 8. Παρεκκλήσιο Αγίου Διονυσίου Ολύμπου, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Λιτοχώρου  ;1762, Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Δρακότρυπας 1762, 9. Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου Κουκουράβας 1763, 10. Ιερά Μονή Εισοδίων Θεοτόκου Μεταξοχωρίου Αγιάς 1797.

Η εύπορη, κατά την εξεταζόμενη περίοδο Αγιά, αποτέλεσε το κέντρο του εργαστηρίου αυτού, καθώς σχεδόν όλοι οι γνωστοί στην έρευνα ζωγράφοι κατάγονταν από αυτή και τα χωριά της.  Η ανάπτυξη του εμπορίου της, η εσωτερική μετανάστευση κατοίκων της Μακεδονίας και ιδίως της Βέροιας σε αυτήν, και συγχρόνως η δραστηριότητα Αγιωτών στη Ρουμανία, συνετέ-λεσε, μεταξύ άλλων, στο καταστάλαγμα στη θρησκευτική τέχνη της περιοχής, κατά τον εξεταζόμενο αιώνα, αισθητικών αντιλήψεων που μπορούν να χαρα- κτηρισθούν από μία τάση ανανέωσης, μέσω της συνδυαστικής χρήσης «παραδοσιακών» φορμών και «νεωτεριστικών»  σχημάτων.

Η σύντομη παρουσίαση των εντοπισμένων εντοίχιων έργων που εντάσσονται στο Εργαστήριο της Αγιάς, σε συνδυασμό με την αντιπαραβολή των παραστάσεών τους με αυτές της Ι.Μ. Δρακότρυπας, δείχνει όχι μόνο τη θέση του Θεοδώρου Ιερέως εντός αυτού, αλλά και τις καλλιτεχνικές καταβολές, ως σύνολο, των υπόλοιπων ζωγράφων.

«Οι εμφανείς εικονογραφικές επιρροές στο έργο τους και από τις δύο κυρίαρχες Σχολές του 16ου αιώνα, η σύνδεσή τους με τη ζωγραφική της Καστοριάς, δικαιολογούμενη από τα εντοίχια σύνολα των προηγούμενων αιώνων στην περιοχή, η ζωγραφική των οποίων σχετίζεται με αυτήν της Μακε-δονίας, η γνώση Επτανησιακών έργων τέχνης, η προέλευση των πρώτων, τουλάχιστον, εξ αυτών από τη Ρουμανία και τέλος η χρήση ορισμένων παλαιολόγειων εικονογραφικών θεμάτων, δημιουργούν ένα ιδιότυπο σύνολο με σαφώς αναγνωρίσιμα εικονογραφικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά».

Ως προς το θεματολόγιό τους, φαίνεται ότι αυτό είναι κοινό και αρκετές παραστάσεις στηρίζονται σε ανθίβολα, παρόμοια ή παραπλήσια μεταξύ τους, στα οποία, συνήθως, το κεντρικό θέμα παραμένει το ίδιο, ενώ παραλλάσσει, ανά ζωγράφο, ο περιβάλλων χώρος και τα επιμέρους δευτερεύοντα χαρα-κτηριστικά.

Όμως, παρά την κοινή καλλιτεχνική καταγωγή των ζωγράφων και τον κοινό, επίσης, χώρο στον οποίο κινούνται, οι επιμέρους τεχνοτροπικές, κυρίως, διαφοροποιήσεις στο έργο τους προσδιορίζουν δύο, τουλάχιστον, τάσεις εντός του εργαστηρίου κατά τη διάρκεια των χρόνων της ακμής του (1734-1762). Η πρώτη εκφράζεται με τους διάκοσμους των Ι.Μ. Σπηλιάς και Δροσάτου της Αργιθέας, του κυρίως ναού του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης και του Αγίου Γεωργίου Λεύκης (συνεργάτης Θεοδώρου Ιερέως). Οι συγκεκριμένοι ζωγράφοι χαρακτηρίζονται για τη μικρογραφική και διακο-σμητική διάθεση, στην απόδοση επιμέρους στοιχείων της κάθε σύνθεσης, και την προσθήκη με πιστότητα αλλά και προσαρμογή στο προσωπικό τους ύφος «νεωτεριστικών» εικονογραφικών θεμάτων, όπως η Λειτουργία των Αγγέλων του Δαμασκηνού, το εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλου στις Ι.Μ. Σπηλιάς και του Δροσάτου και ο ύμνος Άξιον Εστίν.

Στη δεύτερη τάση εντάσσονται ο Άγιος Γεώργιος και οι Άγιοι Απόστολοι της Αγιάς, η ζωγραφική των εξωτερικών όψεων του Αγίου Νικολάου της Τσαριτσάνης και το παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου της Ι.Μ. Αγίου Αθανα-σίου Τσαριτσάνης, η Ι. Μ. Δρακότρυπας, καθώς και μέρος του κυρίως ναού και ο νάρθηκας του Αγίου Γεωργίου της Λεύκης. Η ζωγραφική των μνημείων αυτών μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συντηρητική, σε σχέση με τα προηγού-μενα, κυρίως ως προς τη χρήση λιγότερων διακοσμητικών μέσων και την έμφαση στο κυρίως γεγονός, παρά στα περιβάλλοντα αυτό στοιχεία, πρόσωπα, οικοδομήματα και φυσικό τοπίο.

Κύριος εκπρόσωπος αυτής της τάσης είναι ο Θεόδωρος Ιερέας καθώς τα περισσότερα από τα αναφερόμενα παραπάνω μνημεία αποδίδονται στον ίδιο. Παρά τη συνεργασία του με ζωγράφους περισσότερο δεκτικούς από ότι ο ίδιος σε θέματα ξένα στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση, εμφανίζεται εξαιρετικά επιλεκτικός και εκλεκτικός στην επιλογή των εικονογραφικών θεμάτων και των εικονογραφικών τους τύπων.

Στα σαφώς αναγνωρίσιμα έργα του Θεοδώρου παρατηρείται γνώση ενός ποικίλου και ιδιαίτερα πλούσιου θεματολογίου, μέσα από το οποίο αντλεί, ανά περίσταση, και πιθανώς και με τη συμβολή των χορηγών. Ως προς τους εικονογραφικούς τύπους των σκηνών, αλλά και των μεμονωμένων μορφών δεν παρατηρείται κάποια διαφοροποίηση ανά διάκοσμο, παρά το πέρασμα αρκετών χρόνων από το πρώτο μνημείο (Άγιος Γεώργιος της Αγιάς) μέχρι και το τελευταίο γνωστό (Ι.Μ. Δρακότρυπας). Η ίδια αυτή παρατήρηση ισχύει και για ορισμένες φορητές εικόνες από τη μονή, φυλασσόμενες σήμερα στον ενοριακό ναό της Δρακότρυπας, τις δεσποτικές εικόνες των Αγίων Αποστόλων και την εικόνα του Ακαθίστου Ύμνου (1762) στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Αγιάς.

Ο ιερέας Θεόδωρος, κατά την άποψη του Κ. Τσιουρή, φέρεται να έχει αρχίσει την αγιογραφική του δράση με τον Άγιο Γεώργιο της Αγιάς (1749) και να έχει ως τελευταίο του γνωστό έργο την Ι.Μ. Δρακότρυπας (+- 1762) και πέντε φορητές εικόνες στην ενορία της Δρακότρυπας. Οι φορητές εικόνες των Αγίων Απόστόλων της Αγιάς και η εικόνα του Ακαθίστου Ύμνου στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Αγιάς, προσδιορίζουν χρονικά τη δράση του βασικού ζωγράφου στο εργαστήριο της Αγιάς έως το 1762. Ωστόσο, οι επιγραφές των ναών της Κουκουράβας εκτείνουν την δράση του Θεοδώρου Ιερέως, έως και το 1763 μ.Χ..

Γ2.- Η προνομιακή μεταχείρησις (Mulk) στην Αγιά κατά την
Οθωμανική κυριαρχία (1455 – 1817).

Είναι γνωστό ότι από το 1570 έως το 1817, η Αγιά και πέντε ακόμα χριστιανικά χωριά του Ναχιγιέ της «Καστρίτσας» δεν αποτελούσαν πηγή εισοδημάτων για τον ζαΐμη της περιοχής λόγω του ότι είχαν παραχωρηθεί ως «κτήματα» (πλήρης ιδιοκτησία) emlak (εμλάκια) στη Μιχριμάχ, κόρη του Σουλεϊμάν Α΄ του Νομομαθούς από τα μέσα του 16ου αι. «Χωριό Αγιά, Mulk της Αυτής Εξοχότητος σουλτάνας Mihrimah ή Mihrimah Hatun».

Η προνομιακή φορολογική μεταχείριση των χωριών: Βαθύρρεμα, Δέσιανη, Βουλγαρινή, Σελίτσιανη, Αθανάτη, Μεταξοχώρι, είχε ευεργετικές συνέπειες για 250 χρόνια στην ευρύτερη περιοχή του Δωτίου πεδίου επηρεάζοντας θετικά την οικονομία, την δημογραφική και εμπορική ανάπτυξη, την αρχιτεκτονική – ναοδομία και τον μοναστικό βίο. Επίσης, η ελεύθερη κατά το δυνατόν οργάνωση της παιδείας από το 1700 και εξής απέδωσε μετά το 1845 αξιόλογες σχολικές μονάδες. Η προνομιακή διαφοροποίηση της Αγιάς πέρα από τη φορολογική της διάσταση, ίσως να εκτείνεται και σε παροχές προνομίων οφειλομένων στις επιδέξιες ενέργειες των τοπικών αρχών και τον προσεταιρισμό της Υψηλής Πύλης. Δεν έχουμε αποδεικτικό στοιχείο, δηλαδή, «Αχτιναμέ» (Σουλτανικό διάταγμα) στα τοπικά αρχεία, αλλά διακρίνουμε συνθήκες ευημερίας και αυτοδιοίκησις που μαρτυρούν ανάλογη σειρά προνομίων:

  • Απαλλαγή παιδομαζώματος.
  • Αναγνώριση χριστιανικών διαθηκών και άλλων συμβολαιογραφικών πράξεων και αποφάσεων διαιτησίας των Χριστιανών.
  • Ανοικοδόμηση των υπαρχόντων ναών.
  • Άδεια χρήσης καμπάνας.
  • Απαγόρευση βίαιου εξισλαμισμού.
  • Μη επιβολή νέων φόρων και μετριασμός των παλαιών.
  • Εξαιρέσεις μονοπωλίων: Βαφών – κεριού.
  • Παραχωρήσεις ατέλειας αφορούσης την παραγωγή και την διακίνηση της μετάξης, καύσιμων υλών και κατασκευαστικών υλών.

Η παροχή αυτών των προνομίων στη «Χώρα» Αγιάς έδωσε ώθηση σε μια νέα περίοδο ακμής από το 1570 και εξής. Η διατήρηση των προνομίων τουλάχιστον έως την περίοδο του Αλή Πασά και του υιού του Βελή Πασά, ήταν συνδεδεμένη με την επιτηδειότητα των τοπικών αρχόντων (κοινωνική πολιτική) και των λογίων προς την Υψηλή Πύλη.

Ο θεσμός της Δημογεροντίας, επί παραδείγματι στην Αγιά, έχω την αίσθηση, ότι ήταν πανίσχυρος. Οι Χριστιανικές κοινότητες αναπτύσσονται, ιδρύονται Εκκλησίες, Μοναστήρια (1540-1856) και σχολεία, με αποτέλεσμα, παρά τις αντιξοότητες (λιμός πανώλης 1688 – Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1768-1774) η Αγιά αποτελούσε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο της Θεσσαλίας προς τα Βαλκάνια και την Ευρώπη.

Από τις αρχές του 19ου αι. τα πράγματα άλλαξαν κυρίως με την επινοικίαση των φόρων της Αγιάς από τον Αλή Πασά τυπικά ετησίως (ιλτιζάμι) ουσιαστικά όμως ισοβίως.

Η Αγιά επιβαρύνεται με νέους φόρους:

Ο φόρος bedel: (μπεντέλι –μπεντέλια) και «βεργκιού» (βέργια), η «δεκάτη» που δεν έπαψε να ισχύει, αλλά και ο άγνωστος φόρος jave (Γενή;), ο οποίος πιθανώς είναι ο νέος φόρος bedel που επιβλήθηκε για την απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία των αρένων χριστιανών. Η Αγιά ωστόσο ήταν κεφαλοχώρι, με αμιγώς χριστιανικό πληθυσμό. Μέχρι το 1817 διοικούνταν από Βοεβόδα – μπονσταντζί, επιφορτισμένο από τη Σουλτάνα, για την είσπραξη των φόρων. Ο Βοεβόδας κατοικούσε στο γειτονικό χωριό Ρέτσιανη. Στα χρόνια του Αλή πασά, οι Τούρκοι περνούσαν από την Αγιά, διέμεναν ως φιλοξενούμενοι των προυχόντων ή επέβαλλαν τη «φιλοξενία», σε περιόδους κατά τις οποίες ο κάμπος – η Λάρισα και ο Τύρναβος, μαστίζονταν από μεταδοτικές ασθένειες. Ο ναΐπης και οι αναγκαίοι διοικητικοί υπάλληλοι (Μουδίρης – Γιούζμασις, δερβέναγας, κλητήρες κ.λ.π.), κατοικούσαν κυρίως στο Αϊδινλί – Τουρκοχώρι (Νερόμυλοι) ή στη Λάρισα.

Μετά το 1839, εγκαταστάθηκε και στρατωνίσθηκε στην κωμόπολη μία ομάδα ιππέων – σουβαρήδων, στην περιοχή δίπλα στο ποτάμι Μυλαύλακο, στη θέση «Ιτιά». Αυτό τον χώρο ονομάζει άστοχα ο Mezieres τουρκική συνοικία της Αγιάς. 

Αργότερα, το νομοθετικό αυτοκρατορικό διάταγμα «Χάτι Χουμαγιούν» το οποίο επικυρώνει το «Χάτι Σερίφ» αναγνωρίζει από το 1856 στους Χριστιανούς δικαιώματα ισότητος απέναντι των Οθωμανών και ελεύθερη άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων.

Συνοικία όμως Τούρκων δεν υπήρξε στην Αγιά, ούτε οθωμανικό νεκροταφείο, ούτε τζαμί ή μεντρεσές. Ενδεικτική είναι η παράδοση που σχετίζεται με μια ανεπιτυχή απόπειρα των Οθωμανών του Τουρκοχωρίου –                                   Νερομύλων να χτίσουν τζαμί και στην Αγιά, σε οικόπεδο που ανήκε στο τεκκέ των δερβίσηδων, και εβρίσκετο στην Αγιά στη συνοικία της «Παναγίας». Στα τέλη της Τουρκοκρατίας, ο Σεΐχης επισκέφτηκε τον Δημ. Αλεξούλη, κατ’ άλλους τον Μαργαρίτη ή Μπαρδάκη Δάλλα, και του ανακοίνωσε την πρόθεση του να ανεγείρει τζαμί στην Αγιά. Όμως τα οικονομικά των Οθωμανών δεν επαρκούσαν και ο Χριστιανός συνομιλητής, του πρότεινε να αναλάβουν οι Χριστιανοί να χτίσουν το τζαμί, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν θα το δεχόταν ο υπερόπτης Σεΐχης. Πράγματι, ο Σεΐχης αρνήθηκε την  «προσφορά» των Χριστιανών και η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε. 

Η κοινωνία της Αγιάς, ως κοινωνία εμπόρων, βιοτεχνών, εξειδικευμένων εργατών, μικροκτηματιών και εργατών γης, ζούσε μια περίοδο (1812 – 1820) έντονης οικονομικής ύφεσης, αλλά και έντονης οικονομικής εκμετάλλευσης από τον Αλή Πασά και τους γιούς του. Στις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα, έγινε σε όλους αντιληπτό ότι η άλλοτε ακμαία εμποροβιοτεχνική οργάνωση είχε καταρρεύσει, χωρίς ελπίδα ανασυγκρότησης. Η ηγετική διοικητική ομάδα της πόλης, που ταυτιζόταν με τους οικονομικά ισχυρούς ιδιοκτήτες ή εταίρους των εμπορικών και βιοτεχνικών συντροφιών της Αγιάς είχαν χάσει ακόμη και την προσωπική τους ελευθερία, έγκλειστοι στις φυλακές του Αλή Πασά, στα Γιάννενα και στην Πρέβεζα.

Η παρούσα δημοσίευση με διαστάσεις πολιτικής οικονομίας την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας αποτελεί συμβολή στην έρευνα ως Ιστορική Τοπογραφία της Αγιάς – του Δωτίου πεδίου, πάντα κατά την γνώμη μου, αλλά και με την εμπειρία – γνώση των Διδασκάλων της Ιστορίας που σημειώνουν: «το πραγματικό ιστορικό έργο κάθε εποχής συλλαμβάνει ένα μέρος, ορισμένες όψεις της πολυσύνθετης πραγματικότητας, η οποία κατακτάται μόνο με συνεχείς προσεγγίσεις που δεν είναι ποτέ οριστικές». (Νίκος Σβορώνος, Ανάλεκτα).

Γ3.- Τα «Κοινόβια» Μοναστήρια της Οθωμανικής περιόδου.

1. Ιερά Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου – Αγίου Παντελεήμονος Αγιάς.

Η Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, γνωστή ως του Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. από το κέντρο της Αγιάς προς τα βορειοανατολικά. Αναφέρεται ότι είναι κτίσμα των χρόνων του αυτοκράτορα Ανδρόνικου, χωρίς να προσδιορίζεται αν αυτός είναι ο Ανδρόνικος Α΄ ο Κομνηνός (1183-1185) ή ένας από τους υπόλοιπους τρεις Παλαιολόγους που υπήρξαν αυτοκράτορες, στα χρόνια 1282 έως 1328. Σύμφωνα με μία αναφορά του Θ. Χατζημιχάλη, στο έτος 1292, φέρεται πιθανότερο να κτίσθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Το καθολικό της μονής που σώζεται σήμερα είναι κτίσμα μεταβυζαντινό με τοιχογραφίες του ΙΖ΄ και του ΙΗ΄ αιώνα. Εξαιτίας του τρούλου του, ο οποίος ήταν περιχυμένος με μολύβι, που αφαίρεσαν οι Τούρκοι, ονομαζόταν «Κουμπελί», εκ της τουρκικής λέξεως «κουμπές». Πιθανόν να κτίσθηκε στη θέση παλαιότερου βυζαντινού ναού, από τον οποίο δεν έχει μείνει κανένα ίχνος. Ορισμένες από τις εικόνες του τέμπλου του ναού αγιογράφησε κατά το έτος 1579/80 ο αγιογράφος Γεώργιος από το Κλειτσό των Αγράφων, στον οποίο πιθανότατα ανήκε και το παλαιότερο στρώμα των τοιχογραφιών, δείγματα των οποίων έχουν σωθεί. Ο αγιογράφος του πύργου του ηγουμενείου και της τράπεζας, κατά το έτος 1616, μας είναι άγνωστος. Η επιγραφή του νάρθηκα διασώζει το όνομα του αγιογράφου που ιστόρησε το Καθολικό της μονής, κατά το έτος 1724, και είναι ο Ιερομόναχος Γαβριήλ από την Πελοπόννησο. Το καθολικό της μονής είναι σταυροειδής, τετρακιόνιος με χορούς αθωνίτικου τύπου. Η «δενδροχρονολόγηση» της ξυλείας της ναοδομής εκτιμήθηκε στα 1358 και 1557. Τα «λυπηρά» του τέμπλου (1600) φυλάσσονταν στο σκευοφυλάκιο Αγίων Αντωνίων Αγιάς, σήμερα όμως κοσμούν το τέμπλο της Μονής μαζί με τις Δεσποτικές εικόνες. Είναι ανδρικό μοναστήρι με δύο ιερομονάχους, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Πανηγυρίζει την 27ην Ιουλίου, εορτή του αγίου Παντελεήμονος, και την 21ην Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων της Παναγίας. Το μοναστήρι δε φαίνεται να ήταν ποτέ πολυάνθρωπο. Τα κελλιά του ήταν λιγοστά και οι μικροί χρειώδεις κοινόχρηστοι χώροι, επαρκούσαν για 20 με 25 άτομα. Στα 1779 ο Σουηδός περιηγητής Bjornstahl, σημείωσε ότι, στο μοναστήρι μόναζαν 4-5 μοναχοί. Λίγα χρόνια πριν, στα 1724, στην επιγραφή της ανακαινίσεως του ζωγραφικού διάκοσμου, δεν αναφέρεται κανένας μοναχός (ηγούμενος – ιερομόναχος – μοναχός) αλλά αναφέρονται ο μητροπολίτης της Δημητριάδος Ιάκωβος, δύο οφφικιάλιοι κληρικοί και τέσσερις λαϊκοί ως επίτροποι. Τα έξοδα της ανακαίνισης συγκεντρώθηκαν από όλους τους Χριστιανούς. Το πιθανότερο είναι να είχε εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς και γι’ αυτό αναγκάστηκαν οι πλησιόχωροι εκκλησιαστικοί παράγοντες και οι κάτοικοι να συνδράμουν στην ανακαίνισή του.

Από τις επιγραφές μάς δίδονται ένας Ιάκωβος τεχνίτης στα 1580 και ο γνωστός επίσκοπος Δημητριάδος Ιάκωβος (1723-1729). Επίσης ο Γαβριήλ μοναχός, αγιογράφος (1724), ο Ιερομόναχος Παρθένιος (1600) και ο Ιωακείμ Ιερομόναχος (ίσως αγιογράφος του χορού) μαζί με τον Ιερομόναχο Σεραφείμ, οι οποίοι αναφέρονται σε επιγραφές δύο εικόνων του τέμπλου.

Σημαντική συμβολή ανακαίνησης της μονής και διατήρησης του αρχιτεκτονικού διακόσμου της, δόθηκε το 1974, από τον καθηγητή Ι. Κουμουλίδη. Ο κορυφαίος Άγγλος ιστορικός Sir Steven Runciman γράφει προλογίζοντας βιβλίο σχετικό με την Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος:  «Το μοναστήρι και η Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, κοντά στην κωμόπολη της Αγιάς, είναι ένα από τα πολλά ενδιαφέροντα παραδείγματα της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και του διακόσμου, το οποίο μέχρι τώρα είχε διαφύγει της προσοχής των μελετητών. Δεν πρέπει να περιμένει να δει κανείς ένα μεγάλο έργο τέχνης. Ωστόσο η εκκλησία και τα κτίσματά της έχουν όλη την αξιοπρέπεια και τη χάρη της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Και οι τοιχογραφίες, ιδιαίτερα εκείνες του 16ου αι., έχουν μία φρεσκάδα και μία ζωντάνια ξεχωριστή. Δεν υπάρχει τίποτε πολύ πρωτότυπο σ’ αυτές, αλλά οι μεταβυζαντινοί καλλιτέχνες δεν απέβλεπαν στην πρωτοτυπία, επειδή ασχολούνταν με αιώνια πράγματα».

 «Στην περιγραφή της παραγωγής και των φόρων της Αγιάς έχει 6 νερόμυλους, που λειτουργούν κατά το μισό χρόνο, και τρεις άλλους που λειτουργούν όλο το χρόνο. Όμως δεν είναι σαφές, αν ανήκουν στο μοναστήρι ή στους χωρικούς.  Γενικά η απαρίθμηση αυτή δεν είναι σαφής και δημιουργεί την εντύπωση ότι κάποια περιουσία ίσως ανήκε σε άλλες εκκλησίες στα χωριά της Αγιάς. Το ότι στη γεωργική ζώνη της Αγιάς κατείχαν σημαντικές εκτάσεις και μονές άλλων χωριών της περιοχής επιβεβαιώνεται από στοιχεία του τέλους του 19ου αι. και από υφιστάμενες και σήμερα ιδιοκτησίες της Μονής της Παναγίας της Νιβόλιανης / Μεγαλοβρύσου και της Μονής της Παναγίας του χωριού Ρέτσιανη/Μεταξοχώρι. Η πρώτη κατείχε το 1907 περίπου 163 στρέμματα στις περιοχές Χώρα και Πετρομάγουλα, και η δεύτερη 70 στρέμματα στις περιοχές Πετρομάγουλα και Αγιάννα».

 «Στο σύνολό της, η κτηματική περιουσία του Αγίου Παντελεήμονα ήταν 211,5 στρέμματα ή περίπου 20 εκτάρια. Σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από το περιεχόμενο μιας έκθεσης Αγιώτη ιερωμένου αξιωματούχου, η κτηματική περιουσία της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος ανερχόταν, πριν αυτή περάσει στην κατοχή της Κοινότητας της Αγιάς και τμήματά της σε άλλες ενορίες της κωμόπολης, σε 700 περίπου στρέμματα. Μέχρι σήμερα κτήματα της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου Αγιάς φέρονται με το όνομα Κουμπελιώτικα (η ιερά Μονή ονομαζόταν και Κουμπέλι ή Κουμπελί, λόγω του υπερυψωμένου κεντρικού της τρούλου), όπως διαπιστώνεται από τα βιβλία καταγραφής της κτηματικής του περιουσίας στο αρχείο του ενοριακού Ναού του Τιμίου Προδρόμου της Αγιάς».

2.  Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου – Ανατολής. 

Στη νότια πλευρά της Όσσας και σε υψόμετρο 1000μ. περίπου βρίσκεται η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Το μοναστήρι κτίσθηκε από τον άγιο Δαμιανό το Νέο (+1568), κατά το 1550 μ.Χ. Περί το 1836 ο Ι. Λεονάρδος έγραφε: «Η κωμόπολις αυτή (δηλαδή η Σελίτσανη) είναι αξιοσημείωτος δια το προς αυτήν γειτνιάζον ακουστόν εκεί μοναστήριον, το αφιερωμένον εις τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίον είναι διώροφον οικοδόμημα – η εκκλησία του είναι μεν ευπρεπής, πλην μικρά και σκοτεινή, εκ του διότι ο εις αυτήν εισερχόμενος πρέπει να κατεβαίνει ολίγα σκαλίδια. Τούτο έχει περισσοτέρους παρά 3 ή 4 ιερομόναχους».

Το μοναστήρι κατείχε μέχρι το 1889 περιουσία εκ 200 στρεμμάτων σε αγροτεμάχια, 20 στρέμματα αμπέλι, περί τα 150 αιγοπρόβατα και 150 βοοειδή. Μετά το 1850, ως ήδη αναφέρθηκε, προστέθηκε στη Μονή και η περιουσία της Ι. Μονής Παναγίας «Καρπούζα». Έχουν διασωθεί ονόματα ιερο-μόναχων: α) Ιακώβου του Κιαρίου, ο οποίος υπηρέτησε και ως πρωτοσύ-γκελος της Μητροπόλεως Λαρίσης, β) Δαυίδ Κουροπαλήτη, γ) Ανθίμου Γυρνιώτη, δ) παπα-Γεωργίου Παπανικολάου και ε) παπα-Ιωάννου Παπακυριαζή ή Πήδα, ο οποίος ήταν ο τελευταίος ηγούμενος της Μονής. Εξ αυτών, οι δύο τελευταίοι κατάγονταν από την Ανατολή.

Το μοναστήρι διαλύθηκε το 1889 και η περιουσία του εκποιήθηκε από τον Οικονομικό Έφορο Αγυιάς υπέρ του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Από την ακίνητη περιουσία της Μονής η συνορεύουσα με τη περιφέρεια της Κοινότητας Ανατολής περιήλθε στη Κοινότητα Ανατολής (Σελίτσανης) και η συνορεύουσα με τη Σωτηρίτσα περιήλθε στη λεγόμενη Κάπιστα. Μετά τη διάλυση η Κοινότητα διόριζε ιερείς προς διατήρηση της Μονής σε ευπρεπή κατάσταση παραχωρώντας τους αγροτεμάχια προς εκμετάλλευση και μέρος των εισπράξεων. Η Μονή διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, λόγω βομβαρδισμών μεγάλο μέρος του περιβόλου, δυτικά και βόρεια κατάπεσε. Η σημερινή εικόνα του Καθολικού της Μονής και των κελιών είναι απελπιστική. Από μελέτη (αρχιτεκτονική αποτύπωση) του Μετσοβείου Πολυτεχνείου, απλώς γνωρίζουμε που ήταν τα κελιά, το αρχονταρίκι, η τράπεζα, το ηγουμενείο και οι βοηθητικοί χώροι της Μονής. Εντός του προαυλίου χώρου υπάρχει κρήνη του 1723, δωρεά της Συντεχνίας Αρτοποιών Λάρισας. Ο πρόεδρος του ισναφιού των ψωμάδων, Βησσαρίων Χατζηγεωργίου, έγραψε: «Λαρισαίοι κτήτορες της βρύσης της μονής το ισνάφι των ψωμάδων και αλευράδων, εν έτει 1723». Το νερό της κρήνης διοχετεύονταν με πηλοσωλήνες από πηγή που υπάρχει βόρεια της Μονής στη θέση «Καναλάκια». Στη Ν.Δ. γωνία της Μονής, χαμηλά στα θεμέλια, υπήρχε υπόγεια σήραγγα (λαγούμι) που οδηγούσε σε περίπτωση κινδύνου εκτός της Μονής περί τα είκοσι μέτρα.

Το Καθολικό της Μονής είναι βασιλική με δίρριχτη στέγη υποστηριζόμενη διά τεσσάρων ξύλινων κιόνων. Έχει ξυλόγλυπτο τέμπλο και αρκετές τοιχογραφίες του 18ου αι., που δεν έχουν εκπέσει ή δεν έχουν ασπρισθεί. 

Το 1981 η Μονή επανδρώθηκε με Αγιορείτες μοναχούς εκ της Ι. Μ. Καρακάλλου, οι οποίοι μέχρι το 1985 οικοδόμησαν πτέρυγα δυτικά της παλαιάς μονής και περί το 1988 εγκατέλειψαν την περιοχή διασκορπισθέντες σε Μονές και ενορίες της Θεσσαλίας. Σήμερα η κατάσταση της μεταβυζαντινής μονής είναι απελπιστική. Από το 2008 είναι μη επισκέψιμη διότι αποτελεί κίνδυνο για τους προσκυνητές να εισέλθουν στο Καθολικό. Αγαθή τύχη ή μάλλον ευλογία Θεού, οδήγησε το 2000 αδελφότητα μοναζουσών από το Λαύριο στη Μητρόπολη Δημητριάδος και στο μοναστήρι του Προδρόμου. Έκτοτε η νέα πτέρυγα του 1981-1985 ανακαινίσθηκε και κυρίως ζωντάνεψε η φύση από νοικοκυροσύνη, φιλοξενία, πνευματικότητα και οικολογική ευαισθησία. Οι μοναχές διακονούν, εδώ και πολλά χρόνια πριν, στον τομέα της βιολογικής κτηνοτροφίας, τα παράγωγα αιγοπροβάτων και βοοειδών. Έχουν ορθόδοξη πίστη και καρδιά ορθόδοξης μοναστικής διάκρισης, αν και κατάγονται οι μισές εκ των τριάντα μοναζουσών από διαφορετικά κράτη του κόσμου, (πολυεθνικό μοναστήρι).

3.  Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μεγαλοβρύσου Αγιάς.

Στο Μεγαλόβρυσο, επτά χιλιόμετρα βόρεια της Αγιάς, στις δυτικές πλαγιές της Όσσας και λίγο πριν από την είσοδό του σε ένα πλάτωμα, με θέα προς τον κάμπο της Αγιάς, είναι κτισμένη η Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό μοναστηριακό συγκρότημα, χωρίς μοναχούς σήμερα, στο οποίο γύρω από μια ορθογώνια εσωτερική αυλή διατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο τα διάφορα κτίσματα. Η τράπεζα, τα κελλιά, οι αποθήκες και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι σώζονται σε κακή κατάσταση και βρίσκονται στη βόρεια, δυτική και σε ένα μεγάλο μέρος της νότιας πλευράς, ενώ το καθολικό, το οποίο συντηρήθηκε πρόσφατα, καταλαμβάνει την υπόλοιπη νότια πλευρά και σχεδόν όλη την ανατολική. Το καθολικό αποτελείται από τον κυρίως ναό, το νάρθηκα και μία ανοικτή στοά στη δυτική εξωτερική πλευρά. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, η οροφή επίπεδη, ξύλινη, και μέσα στο Ιερό και στο νάρθηκα είναι συγκεντρωμένα αξιόλογα κομμάτια από ξυλόγλυπτα τέμπλα.

Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με πεσσοστοιχίες και υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος. Στα ανατολικά απολήγει σε μία τρίπλευρη εξωτερικά κόγχη και στα δυτικά φέρει νάρθηκα. Σε κάτοψη έχει σχήμα ορθογώνιο με μήκος 13,20 μ. και πλάτος 10 μ.  Το εσωτερικό του είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες και μία επιγραφή που είναι γραμμένη πάνω από το υπέρθυρο της νότιας εισόδου μας πληροφορεί, ότι ο ναός «ανεγέρθη κ(αι) ανεστορίθη ……… εν έτει ΖΡΜζ΄» (=1639). Ταυτόχρονα η ξύλινη στέγη με τα χαρακτηριστικά υπερεξέχοντα γείσα συμπληρώνει την εικόνα ενός μεταβυζαντινού μνημείου. Η τοιχοποιία είναι πλινθοπερίκλειστη σε ελεύθερη απόδοση, χρησιμοποιούνται οδοντωτές ταινίες και στο δίλοβο παράθυρο της κόγχης του Ιερού υπάρχουν κεραμοπλαστικά κοσμήματα, που είναι σε συχνή χρήση στα παλαιολόγεια χρόνια. Τα αλλεπάλληλα εξωτερικά αρμολογήματα και οι συμπληρώσεις της τοιχοδομίας, σε συνδυασμό με το «ανεγέρθη» της επιγραφής, δεν επιτρέπουν τη χρονολόγηση του μνημείου στη βυζαντινή εποχή. Το μόνο που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, κινούμενος όμως στην περίπτωση αυτή, στη σφαίρα των θεωριών, είναι ότι, στη θέση αυτή ή εκεί γύρω προϋπήρχε ένας βυζαντινός ναός και ότι, όταν έκτισαν στα 1639 το Καθολικό, μιμήθηκαν μορφές της παλιάς εκκλησίας. Για τους λόγους αυτούς οι εργασίες συντήρησης, που έγιναν το 1972, εκτός από την εξασφάλιση του μνημείου, απέβλεπαν και στην εξακρίβωση των οικοδομικών φάσεων και του χρόνου της αρχικής κατασκευής. Κατά τη διάρκεια των εργασιών διαπιστώθηκε ότι οι κάθετοι τοίχοι του κυρίως ναού είναι αρχικοί, ενώ ο νάρθηκας, διάφορες συμπληρώσεις της τοιχοποιίας και η κάλυψη είναι μεταγενέστερα. Παράλληλα εξετάσθηκαν τα σπαράγματα των τοιχογραφιών στο νάρθηκα και η παράσταση της Παναγίας στο κογχάριο επάνω από τη δυτική είσοδο, και βρέθηκε ότι η τοιχογράφηση σε ολόκληρο το κτίσμα – κυρίως Ναό και νάρθηκα – είναι ενιαία. Εξακριβώθηκε, δηλαδή, ότι η εικονογράφηση έγινε αφού ο ναός έλαβε τη σημερινή του μορφή. Έτσι το «ανεγέρθη» δικαιολογημένα μπαίνει δίπλα στο «ανεστορίθη» της επιγραφής και ταυτόχρονα χρονολογεί με ακρίβεια την κατασκευή του νάρθηκα και όλες τις επισκευές και συμπληρώσεις του Καθολικού στα 1639.

Μετά από αυτή τη διαπίστωση εξετάσθηκαν τα τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία του αρχικού κυρίως ναού, τα οποία οδηγούν σε μία χρονολόγηση του μνημείου στην εποχή των Παλαιολόγων. Εξ άλλου στις εκσκαφικές εργασίες που έγιναν γύρω από το ναό, για να ελευθερωθεί από τα χώματα και να στερεωθεί η θεμελίωσή του, βρέθηκαν πολλά όστρακα που χρονολογούνται από τον 11ο αι. έως τις μέρες μας και μας κάνουν να υποθέσουμε, ότι πριν από τον 13ο αι. υπήρχε στη θέση αυτή κάποιο κτίσμα. Πράγματι, κατά μήκος και σε επαφή με τον βόρειο τοίχο του ναού, αποκαλύφθηκαν, κατά τη διάρκεια των εργασιών, τα υπολείμματα ενός τοίχου παλαιότερου από το Καθολικό. Μετά από τις έρευνες αυτές, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το παλαιολόγειο Καθολικό κτίσθηκε στη θέση παλαιότερου κτίσματος – πιθανότατα κάποιου ναϋδρίου – και ότι το 1639 το Καθολικό αυτό, που στο μεταξύ είχε πάθει φθορές, το επισκεύασαν, ανανέωσαν τη στέγη του, το μεγάλωσαν με την προσθήκη του νάρθηκα και το τοιχογράφησαν.

4.  Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου – Πολυδενδρίου. 

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ανήκει χρονολογικά στον 16ο αιώνα. Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, στην κόγχη του Ιερού Βήματος, αναφέρει:

+ΕΘΕΜΕΛΗΩΘΗ                                     +ΕΘΕΜΕΛΙΩΘΗ

ΝΟΝΑΩΣ ΤΗΣ ΚΙ                                      ΝΟΝΑΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙ

ΜΗΣΕΩΣ ΜΙΝΙ ΑΥ                   =               ΜΗΣΕΩΣ ΜΗΝΙ ΑΥ

ΥΟΥΣΤΟ+ ΙΒ +ΕΤΟΥΣ                             ΓΟΥΣΤΩ +ΙΒ +ΕΤΟΥΣ

ΖΟΣΤ +Η ΚΙΜΙΣΙΣ ΤΙΣ                             ΖΟΣΤ +Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ

ΠΑΝΑΥΙΑΣ+                                              ΤΗΣ

                                                                     ΠΑΝΑΓΙΑΣ+

Το έτος της θεμελίωσης, του ναού της Κοιμήσεως της Παναγίας είναι ΖΟΣΤ = 7076-5508 = 1568. Δηλαδή και ο ναός αυτός ανήκει χρονολογικά στο β΄ μισό του 16ου αι., όπως και ο ναός της Ι. Μονής του Γεννεσίου της Θεοτόκου.

Ο ναός αυτός (της Κοιμήσεως) είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες που, πιθανότατα ανήκουν στο 17ο αι., χωρίς αυτό να στηρίζεται σε επιγραφή.

Στο ναό, και πάνω από την δυτική είσοδο, υπάρχει μία επιγραφή, από την οποία σώζονται μόνο δύο γραμμές και που εύχεται στην αγία Τριάδα ως εξής:

ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΣΤΕΡΕΟΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΩΝ

Ο ΠΑΤΗΡ Ε(ΥΛΟΓΗ)ΣΕΝ

Ο ΥΟΣ ΕΣΤΕΡΕΟΣΕ Κ(ΑΙ) ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ

ΑΓΙΟΝ ΕΦΑΝΕΡΟΣΕΝ ΕΝ ΚΟΣΜΩ ΤΡΙΑΣ ΑΓΙΑ (ΔΟΞΑ ΣΟ)Ι

Στη συνέχεια το κείμενο προφανώς θα αναφέρει για την ιστόρηση ή την ανέγερση, πλην όμως η επιγραφή είναι ασβεστωμένη, ίσως δε και κατεστραμμένη. Δυστυχώς, όλες οι τοιχογραφίες δεν είναι ορατές, διότι έχουν ασβεστωθεί ή έχουν καταστραφεί με τον καιρό. Εκείνο, όμως, που πρέπει να επισημανθεί εδώ, είναι ότι σε ορισμένα σημεία του ναού διακρίνεται δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών, που πιθανώς ανάγεται στο 16ο αιώνα.

5.   Ιερά  Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Πολυδενδρίου. 

Ο ναός ήταν μάλλον καθολικό μονής, όπως αναφέρει και η επιγραφή που σώζεται πανω από την είσοδο στο κυρίως ναό. Η επιγραφή αυτή σήμερα δεν είναι εύκολο να διαβαστεί ολόκληρη, επειδή τα γράμματά της σβήστηκαν από τα νερά της βροχής που έμπαιναν από τη διαλυμένη στέγη. Ευτυχώς, το κείμενό μας διασώθηκε από παλαιότερη δημοσίευση. Πάντως, η χρονολό-γηση της ανιστόρησης είναι δυνατό να διαβαστεί σήμερα, ευχερώς. Το κείμενο της επιγραφής είναι το εξής:

ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΟΠΟΥ, ΜΟΧΘΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙΣ ΠΑΠΑΚΥΡΑΡΣΕΝΙΟΥ ΚΑΙ ΚΤΗΤΟΡΟΣ ……………………. ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΗΜΩΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ …………………….. ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ……………………… ΕΝ ΜΗΝΙ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 11.

Εύχεσθε υπέρ ημών ………………………

Ο ναός αυτός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες πολύ καλής τέχνης, που βρίσκονται όμως σε πολύ κακή κατάσταση. Η απομόνωση του ναού και η απομακρυσμένη τοποθεσία που βρίσκεται, αλλά και οι δυσκολίες που παρουσιάζονται από την έλλειψη πρόσβασης, εμπόδιζαν μέχρι σήμερα την επισκευή. Έτσι, πολλές από τις αξιόλογες πράγματι τοιχογραφίες του ναού καταστράφηκαν. Σήμερα πολλές βρίσκονται στο εργαστήριο της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, για συντήρηση. Ο ναός ανήκει χρονολογικά στο τέλος του 16ου αι. (1590), (1η επισκευή 1985, 2η 2004). Στο δάπεδο του ναού βρέθηκαν αρκετές αρχαίες επιγραφές:

Η μία αναθηματική:                                  Η άλλη, επιτύμβια:

      ΑΓΕΛΑΕΟΣ                                               ΑΝΦΙΟΝΕΙ

      ΤΕΝΕΔΙΟΣ                                                 Α ΑΣΤΑΛΑ

      ΑΝΕΘΗΚΕ                                                 ΤΟΥ ΦΡΟΝ

                                                                           ΕΤΟΣ

Από το μεγάλο αριθμό αυτών των στηλών αποδεικνύεται ότι κάπου εκεί κοντά υπάρχει αρχαίο ιερό, που κάποτε θα αποκαλυφθεί από τους αρμόδιους.

1. Μεσοβυζαντινά Μνημεία της Αγιάς  (565 – 1081)

1.1 Ι. Ναός Παναγίας Βαθυρέματος.

1.2 Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων Αγιάς.

1.3      Το Ασκηταριό της Αναλήψεως – Αετολόφου

1.4      Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου – Αετολόφου

1.5      Ι. Ν. Παναγίας – Βελίκας

1.6      Κουτσουπιά. Ανώνυμη Μονή στη θέση Παλαιομονάστηρο /Μονόπετρο Β΄.

1.7      Ακρωτήριο Δερματάς. Ανώνυμη Μονή στη θέση Λουτρός της Μελιβοίας

1.8      Κόκκινο Νερό. Ανώνυμος ναός στο οικόπεδο Γ. Τσανάκα

1.9       Ι. Ναός του Σωτήρος – (Σωτηρίτσα)

1.10    Ασκηταριό Αγίας Παρασκευής Ομολίου.

1.11    Ι. Ναός Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρίτσας.

1.12    Ι. Ναός Παναγίας Καρίτσας.

1.13    Ι. Ναός Παναγίας στη θέση «Σιβίλη» Αμυγδαλής.

1.14   Ι . Ναός Αγίου Νικολάου Αμυγδαλής.

2. Υστεροβυζαντινά μνημεία  (1081 – 1453)

2.1     Ι. Ναός Αγίου Γεωργίου Αγιάς

2.2     Ι. Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου – Αγίου Παντελεήμονος Αγιάς

2.3     Ι. Ναός Αγίου Νικολάου – Βαθυρέματος

2.4     Ι. Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μεγαλοβρύσου Αγιάς.

2.5    Τρίκογχος Ναός (Κόκκινο Νερό).

2.6     Ι. Μονή «Παλαιομονάστηρο, Κόκκινο Νερό Μελίβοιας.

2.7    Ασκητήριο του Αγίου Παντελεήμονος – Μελιβοίας.

2.8    Ι. Μονή της Παναγίας – Αγίου Δημητρίου – Στομίου.

2.9    Ι. Ναός Αγίου Γεωργίου – Καστρίου.

3. Μεταβυζαντινά μνημεία Αγιάς  (1453 –  1888)

3.1     Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου – Πολυδενδρίου.

3.2     Ι. Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου του εν Βουναίνοις (Κερασάς).

3.3     Ι. Μονή των Αγίων Αποστόλων – Αγιάς.

3.4     Ι. Μονή του Σωτήρος στη Σκήτη της Αγιάς.

3.5    Ι. Μονή των Αγίων Ταξιαρχών στην Αγιά.

3.6    Ι. Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Πολυδενδρίου.

3.7    Ι. Μονή Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού – Αγιάς.

3.8    Ι. Ναός του Χριστού – Αγιάς.

3.9    Ι. Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου – Μεταξοχωρίου.

3.10   Ι. Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου – Ανατολής.

3.11   Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου – Ανατολής.

3.12   Ασκητήριο Αγίου Δαμιανού – Ανατολής

3.13   Ι. Μονή Ιωαννου του Θεολόγου – Βελίκας.

3.14   Ι.  Μονή Αγίας Τριάδας – Αγιάς.

3.15   Ι. Μονή Αγίου Γεωργίου – Μεταξοχωρίου.

3.16   Ι. Μονή Αγίου Ευσταθίου – Μεταξοχωρίου.

3.17   Ι. Μονή Αγίων Αποστόλων – Στομίου.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ

9ος κ.ε.  Τοιχογραφίες:           Ι. Ν. Παναγίας Βαθυρέματος.

10ος       Τοιχογραφίες:          Ι. Μ. Δερματά (σπάραγμα) Βελίκας. 

12ος κ.ε. Τοιχογραφίες:          Ασκηταριά Αγίων Αναργύρων Αγιάς.

16ος       Τοιχογραφίες:         1554 Ι. Ν. Αγίου  Αθανάσιου Ανατολής.

1558 Ι. Ν. Αγίου  Νικολάου Βαθυρέματος.

1568 Ι.Μ. Παναγίας Α΄Πολυδενδρίου.

1585 Ι. Ν. Αγίου  Νικολάου Κερασά Αγιάς.

1590 Ι. Μ. Παναγίας Β΄Πολυδενδρίου.

17ος Τοιχογραφίες:               1609 και 1715 Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Αγιάς.

1639 Ι. Μ. Παναγίας Μεγαλοβρύσου.

1641 Ι. Ν. Αγίου  Παντελεήμονος Ανατολής.

1653 Ι. Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Αγιάς.

1656 Ι. Μ. Αγίων Αναργύρων Αγιάς.

1616 Ι. Μ. Παντελεήμονος (τράπεζα) Αγιάς. 

18ος Τοιχογραφίες:               1706 Ι. Ν. Αγ. Αναργύρων (παρεκκλήσι) Αγ. Γεωργίου Αγιάς.

1715 Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Μεταξοχωρίου.

1724 Ι. Μ Αγίου Παντελεήμονος (καθολικό) Αγιάς.

1724 Ι. Ν. Γεννήσεως του Χριστού Αγιάς.

1740 Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής (Κούκουρα) Αμυγδαλής.

1749 Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Αγιάς.

1756 Ι. Μ. Αγίων Αποστόλων Αγιάς.

1763 Ι. Ν. Αγίου Αθανασίου Αμυγδαλής.

1781 Ι. Ν. Αγίας Τριάδος Ανατολής.

1781 Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου Καστρίου.

1794 Ι. Μ. Προδρόμου Αμυγδαλής.

1794 Ι. Μ. Παναγίας Μεταξοχωρίου.

19ος Τοιχογραφίες:               1800 Ι. Ν. Ταξιαρχών Αετολόφου.

1820 Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Βουναίνοις Αετολόφου.

1820-1859 Ι. Ν. Παναγίας Αετολόφου.

                                1843-1852 Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Μεταξοχωρίου.

Περιεχόμενα

Κοινοποίηση

Προτεινόμενες Αναρτήσεις

ΔΕΣΙΑΝΗ

(Όπως διηγείτο ο Σακελαρίου Γεώργιος και Κων/νος Μυλωνάς κάτοικοι του χωριού τούτου 1952, 10 του θεριστή): – Πως γιόρταζαν οι κάτοικοι της Δέσιανης τον Δεκαπενταύγουστο επί Τουρκοκρατίας; + Αύγουστος Χρυσομήνας, καλομήνας ή απλοχέρης έτσι τον λέγουν παλιά το μήνα αυτόν οι ζευγάδες. Ο Θεός δώρισε όλα τα αγαθά για να

ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ – ΛΟΓΙΟΙ

«ΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΧ. ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ Ο Δημήτριος Αχ. Ηρακλείδης ήταν γόνος μιας μεγάλης και παλιάς πλούσιας αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Μας είναι γνωστή ήδη από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. από το αγιώτικο αρχείο της Ε.Β.Ε. Ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης, κάτοχος μεγάλης

Ευχή διά τας μέλισσας.

Κύριε Ιησού Χριστέ ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και επιβλέπων επί πάσαν κτίσην αλόγων ζώων, πτηνών, ιχθύων και ερπετών. Επίβλεψον Δέσποτα εξ Αγίου κατοικητήριόν Σου, επί το μελισσομάντρι τούτο και ευλόγησον αυτό. Διαφύλαξον από πάσης φαρμακείας και επαοιδίας, παντός κακού περιεργείας τε πονηράς και πανουργίας ανθρώπων. Δος Κύριε εις το